"Στην Ελλάδα, με το σύστημα της φυλλάδας, όταν διαβάζει ο φοιτητής τη φυλλάδα του καθηγητή, ποτέ δεν θα ανθήσει η εκδοτική ζωή, ούτε και ποτέ θα μάθουμε τίποτε. Συμμαχούν η ιδιοτέλεια με την τεμπελιά, οι μεγαλύτερες δυνάμεις στον κόσμο", έλεγε ο Παναγιώτης Κονδύλης...
Κι ευτυχώς που ο ίδιος, εκτός από το δικό του πρωτότυπο έργο, φρόντισε αφενός να μεταφράσει και να προλογίσει ανεπανάληπτα ο ίδιος πολλούς μεγάλους στοχαστές του δυτικού πολιτισμού και αφετέρου να δημιουργήσει αντίστοιχες, μοναδικές φιλοσοφικές σειρές σε εκδοτικούς οίκους. Η συνεισφορά του τεράστια για μας...
"Η Τυραννία της Οικειότητας" του Ρίτσαρντ Σένετ ανήκει στην εξαίρετη σειρά Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός που δημιούργησε ο Παναγιώτης Κονδύλης στις εκδόσεις Νεφέλη...
Παραθέτουμε το αξιόλογο, διαφωτιστικό άρθρο του Αναστάση Βιστωνίτη που δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜΑ (19-3-2000):
Για την "Τυραννία της Οικειότητας"
Ο Ρίτσαρντ Σένετ (γενν. το 1943) ανήκει στους γνωστότερους αμερικανούς κοινωνιολόγους της Νέας Αριστεράς, που διαμορφώθηκε μέσα στο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1960. Οι συγγραφείς και διανοούμενοι της γενιάς του ήταν εκείνοι οι οποίοι ως φοιτητές πρωτοστάτησαν στις ριζοσπαστικές αλλαγές που ακολούθησαν και διαμόρφωσαν τη νεότερη κριτική σκέψη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ως καθηγητές αργότερα άνοιξαν τα πανεπιστήμια δημιουργώντας νέα αντικείμενα σπουδών και παρεμβαίνοντας στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Τις ρίζες αυτού που αποκαλούμε ύστερο καπιταλισμό ή μεταβιομηχανική κοινωνία άλλωστε θα πρέπει να τις αναζητήσουμε σε τούτη τη δεκαετία της εξέγερσης, των ανατροπών και του κοινωνικοπολιτικού αντικομφορμισμού.
Η ένταξη του ογκώδους βιβλίου του Σένετ Η τυραννία της οικειότητας στην εξαίρετη σειρά Ο νεώτερος ευρωπαϊκός πολιτισμός, που δημιούργησε ο αείμνηστος Παναγιώτης Κονδύλης στις εκδόσεις Νεφέλη, προσφέρει και στον μέσο αναγνώστη και στον ειδικό μελετητή τη δυνατότητα να δει πώς αντιμετωπίζεται ο ευρωπαϊκός πολιτισμός των τριών τελευταίων αιώνων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και ως έναν βαθμό να κατανοήσει γιατί ο βορειοαμερικανικός πολιτισμός θεωρείται και κατά βάση είναι προβολή και επέκταση της αγγλοσαξονικής Ευρώπης. Ισως, ζώντας κανείς σε κοινωνίες μεταφύτευσης, όπου τα υβριδικά φαινόμενα διαδέχονται αλλεπάλληλα το ένα το άλλο, να μπορεί κάποτε ευκολότερα να κατανοεί τη δυναμική και την εξέλιξη των αλλαγών.
Ο ελληνικός τίτλος δεν ακριβολογεί όπως ο τίτλος του αγγλικού πρωτότυπου (The fall of Public Man), ίσως επειδή είναι πολύ γενικευτικός. Το θέμα του βιβλίου όμως ορίζεται σαφώς στον υπότιτλο: Ο δημόσιος και ο ιδιωτικός χώρος στον δυτικό πολιτισμό. Η αντιδιαστολή του δημόσιου προς το ιδιωτικό εκφράζει και την αντίθεση φύσης - πολιτισμού και ατόμου - κοινωνίας. Στο λειτουργικό και ερμηνευτικό πεδίο επομένως η έννοια της οικειότητας εδώ έχει τη σημασία του ιδιωτικού ή καλύτερα της αρχαιοελληνικής ιδιωτείας, που αποβαίνει ωστόσο κριτήριο της πραγματικότητας.
Εξετάζοντας τον πολιτισμό και τις κοινωνικές εκφάνσεις των τριών τελευταίων αιώνων, ο Σένετ από την αρχή σχεδόν της ανάλυσής του συμπεραίνει πως τις βάσεις των σημερινών μας προβλημάτων είναι αναγκαίο να τις αναζητήσουμε στον 19ο αιώνα, ο οποίος κατά συνέπεια θα πρέπει να θεωρηθεί αιώνας αιχμής, αλλά ταυτοχρόνως και καμπής. Τότε είναι που η ατομικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, δηλαδή το πρόσωπο, θεληματικά ή κατ' επιταγήν αντιδιαστέλλει τη συμπεριφορά του ή τη σύστασή του από τον δημόσιο χώρο προετοιμάζοντας την πολυδιασπασμένη κοινωνία της οικειότητας. Αλλά η νέα αυτή σχέση αποκτά και ένα διαφορετικό κοινωνικό περιεχόμενο: οι σχέσεις αμοιβαιότητας που γεννιούνται σε μια κοινωνία πείθουν τους ανθρώπους ότι πρωταρχικός τους σκοπός είναι να αποκαλύψουν την προσωπικότητά τους. Για τούτο και ένα από τα μείζονα χαρακτηριστικά της εποχής είναι ότι οι άνθρωποι επιχειρούν, τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας όσο και της καθημερινής ζωής, να προβούν σε διακρίσεις ανάμεσα στις διάφορες σφαίρες της εμπειρίας.
Η διάκριση λοιπόν θα πρέπει να θεωρηθεί συστατικό του σύγχρονου δυτικού εμπειρισμού. Στο πολιτικό επίπεδο φυσικά η διάκριση οδηγεί στον κατακερματισμό της έννοιας της δημόσιας ζωής, κατακερματισμό που ορίζει τον ύστερο καπιταλισμό οδηγώντας στις ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις της αποξένωσης και της αλλοτρίωσης. Με άλλα λόγια γινόμαστε άλλοι, σύμφωνα με τον φοβερό λόγο του Ρεμπό (το) εγώ είναι ένας άλλος, επειδή δεν υπάρχει, έχει συκοφαντηθεί ή έχει εκπέσει ό,τι οι κοινωνιολόγοι αποκαλούν κοινωνικό πρόταγμα.
Τα συμπεράσματα αυτά, που προκύπτουν από την ανάγνωση του βιβλίου του Σένετ, στηρίζονται σε πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα, τα οποία όχι μόνον ενισχύουν την αποδεικτικότητα των θέσεων του συγγραφέα, αλλά καθιστούν τη μελέτη του και ένα πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα. Ο Σένετ προβαίνει σε εύστοχους χαρακτηρισμούς και διακρίσεις ανάμεσα στην κοινωνία και στην κοινότητα, στο άτομο και στην κοινωνία, στην κοινότητα και στο άτομο. Αν η κοινωνία του 18ου αιώνα οικοδομήθηκε πάνω στη διαχωριστική ζώνη του δημόσιου και του ιδιωτικού, ο 19ος αιώνας, που «δεν τελείωσε ακόμη», σηματοδοτεί την απαρχή της παρακμής της δημόσιας ζωής, που τελευταία της αναλαμπή αλλά με την κρίση ήδη να περιέχεται στην αναλαμπή αυτή είναι η υπόθεση Ντρέιφους.
Ο 19ος αιώνας σύμφωνα με τον συγγραφέα εμφανίζεται ευπρεπής ως προς τα ήθη και ενδοτικός στους ενθουσιασμούς. Στα όρια των ενθουσιασμών άνθησε η οικειότητα, με αποτέλεσμα η έκφραση της προσωπικότητας να αποτελεί το κύριο ζητούμενο της κοινωνικής ζωής. Η σεξουαλικότητα, λ.χ., συνδέθηκε ευθέως με την ενδυμασία με έναν τρόπο που δεν είχε ως τότε το προηγούμενό του. Ο φετιχισμός ανήγαγε το ύφος ή στυλ σε μείζονα αξία ζωής. Το να είσαι σήμαινε πριν απ' όλα να παριστάνεις. Το στυλιζάρισμα άνοιξε τον δρόμο στον εκτελεστή, ο οποίος, φθάνοντας σήμερα σε επίπεδα αποθέωσης, υπερέβη κατά πολύ τον δημιουργό, όπως βεβαίως και το ακροατήριό του. Ξεπερνώντας όμως το ακροατήριο, ο εκτελεστής υπερέβη και το κείμενό του, δηλαδή την αιτία που δημιούργησε και τον ίδιο. Με τους όρους της δημιουργίας, κάθε μορφή παρόμοιας υπέρβασης είναι μοιραία μια βουτιά προς τα κάτω. Η παράσταση για την παράσταση καταργεί τη συνείδηση.
Το πολιτικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πώς φτάνουμε συχνά στο σημείο να αποτιμούμε μια κοινωνία με ψυχολογικούς όρους, πράγμα βέβαια που συνιστά μια μορφή τυραννίας, «κάτι πολύ ανεπαίσθητο», όπως παρατηρεί ο συγγραφέας. Αρνούμενη μέσω της παράστασης και του θεάματος η κοινωνία την πολιτική, αρνείται την πόλιν και τον εαυτό της και οδηγείται στην κοινότητα και κατόπιν στον ιδιωτικό χώρο.
Και εδώ φτάνουμε σε ένα από τα κομβικά σημεία της προβληματικής του Σένετ, όπου ερευνάται η σχέση της πολιτικής με τον πολιτισμό, όχι βέβαια στο πεδίο της διαπλοκής, αλλά των κοινών προϋποθέσεων και των κοινών πηγών. Επίκεντρο της δημόσιας ζωής είναι η πρωτεύουσα. Τον 19ο αιώνα οι πρωτεύουσες είναι θεατρικές, ειρωνικές και δύσθυμες (όπως ήταν και οι πόλεις της Αναγέννησης). Είναι όμως ταυτοχρόνως και «γέρικες», σύμφωνα με τον Μποντλέρ, από τον οποίο ξεκινά και αναπτύσσει τις απόψεις του για τη μητροπολιτική ζωή ο μεγαλύτερος ίσως ευρωπαίος δοκιμιογράφος του αιώνα μας, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αν όμως οι πρωτεύουσες είναι θεατρικές, τότε η επιλογή του ρόλου ταυτίζεται με το στυλ και ο καθένας δεν γίνεται «όμοιος με τον εαυτό του», όπως έγραφε ο Μαλαρμέ για τον Πόου όταν πέθανε, αλλά επιλεγμένο ομοίωμα του εαυτού του και άρα φενάκη μιας κοινωνίας που ορίζεται ως ταυτοσημία ρόλου και ύφους. Η ταυτοσημία αυτή όμως σημαίνει πως η ανθρώπινη φύση αποσπάται από την κοινωνική δράση και τότε η πίστη και η ψευδαίσθηση συνδέονται στη συνείδηση των ανθρώπων με την εικόνα της κοινωνίας. Ας μην ξεχνούμε ωστόσο ότι μιλούμε πάντα για τον νεότερο αστικό πολιτισμό.
Η θεατρικότητα του 19ου αιώνα, όπως προκύπτει μέσα από την τέχνη και τη λογοτεχνία του, αποτελεί γενικευμένο φαινόμενο. Μπορεί μεν ο Σαβοναρόλα τον 15ο αιώνα να μετέφερε τη σκηνή του θεάτρου από την εκκλησία στην πόλη, αλλά, ενώ ως τον 18ο αιώνα οι θεατές ταυτίζονταν με τα δρώμενα επί σκηνής, από τον 19ο και μετά η συγκινησιακή εμπλοκή εξαφανίζεται και ό,τι χωρίζει τη σκηνή από την πλατεία είναι η σιωπή. Πρόκειται για κοινωνική σιωπή, χαρακτηριστικό κατ' εξοχήν της δικής μας τηλεοπτικής εποχής.
Η θεατρικότητα ως γενικευμένο φαινόμενο του 19ου αιώνα αποτυπώνεται στο μείζον λογοτεχνικό του είδος: το μυθιστόρημα. Χώροι έκφρασής του: τα θέατρα, τα καφενεία και οι λέσχες. Από τη στιγμή που επιλέγει κανείς να παίξει έναν ρόλο, εισέρχεται στο στάδιο της παρακμής της δημόσιας ζωής. Κατά τον Σένετ, η διανομή των ρόλων, όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στην πλατεία, κατέστησε το ακροατήριο μια συνάθροιση ξένων. Αναγνωρίζοντας τον εαυτό του μέσω του ρόλου του και τον κόσμο μέσω του εαυτού του, ο άνθρωπος αποκόπηκε από τους άλλους. Η αποκοπή οδήγησε στη διαμάχη ανάμεσα στην κοινωνική αλληλεγγύη και στην προσωπική εμπειρία με ποικίλα παρεπόμενα:
Η κοινότητα αποτέλεσε κατ' αρχήν ένα είδος συρρίκνωσης της κοινωνίας και έπειτα μέσο για να αποσυρθεί κανείς από την κοινωνία συχνά όχι κατ' επιλογήν, αλλά ιδιαίτερα στα κατώτερα ή μη προνομιούχα στρώματα του πληθυσμού εξ ανάγκης. Επομένως τα φαινόμενα γκετοποίησης στις δυτικές μητροπόλεις δεν έχουν μόνο οικονομικό, αλλά και βαθύτατα ιδεολογικό χαρακτήρα. Ο ατομισμός δηλαδή όπως τον ορίζει ο συγγραφέας, η πεποίθηση με άλλα λόγια ότι καταλαβαίνουμε τα πάντα γνωρίζοντας μόνο τον εαυτό μας σε ό,τι τον αφορά (η λογική τού «τι σε νοιάζει»), είναι ο σύγχρονος ναρκισσισμός, ο οποίος εμφανίζεται ασκητικός, γι' αυτό και στον πυρήνα του παραμένει προτεσταντικός.
Ο προτεσταντισμός δεν είναι μόνο ηθικολογικός, αλλά οι αρχές του όσον αφορά τη διαχείριση του λόγου, της περιουσίας και της καθημερινής ζωής επηρέασαν βαθιά και τον θεωρητικό λόγο που αναπτύχθηκε στη Δύση από τη μεταρρύθμιση κι έπειτα. Εχουμε τον λόγο του άμβωνα, που γίνεται λόγος της κοινότητας και στη συνέχεια γλώσσα της οικειότητας. «Η απορρόφηση σε οικείες διαθέσεις είναι σημάδι μιας απολίτιστης κοινωνίας» λέει ο Σένετ. Θα λέγαμε επομένως πως όχι μόνο καθιερώνει μια γλώσσα καταπραϋντική και κατασταλτική, αλλά καθιστά σολιψιστικό ολόκληρο τον κόσμο του επιστητού. Και η καλύτερη απόδειξη γι' αυτό είναι το κατ' εξοχήν σολιψιστικό προϊόν: η τηλεόραση.
Η τηλεόραση και τα παρεπόμενά της αυξάνουν στην εποχή μας απείρως τη γνώση μας για τα όσα διαδραματίζονται στην κοινότητα, αλλά αναχαιτίζουν, το ίδιο, και τη δυνατότητά μας να μετατρέψουμε τούτη τη γνώση σε πολιτική δράση. Φαίνεται αντιφατικό, αλλά δυστυχώς δεν είναι. Κανείς, λέει ο Σένετ, δεν αντιμιλά στην τηλεόρασή του. Απλώς την κλείνει, απαντώντας με σιωπή στη σιωπή που επιβάλλει το μέσο. Ετσι όμως ο θεατής δεν σώζει την ακεραιότητα ή την προσωπικότητά του γιατί με τη συναίνεσή του καταργείται η δύναμη της αγόρευσης, που είναι πράγματι πολιτική. Αν μιλήσουμε στην τηλεόραση, στον εαυτό μας ή σε κάποιον άλλον την ώρα που «μιλά» η τηλεόραση, δεν ακούμε τι λέγεται. Ως θεατές μεταβαλλόμαστε σε παθητικούς μάρτυρες, η κοινωνία γίνεται μανιχαϊκή και αναγόμαστε συλλήβδην στη γενική και άνευ χαρακτηριστικών κατηγορία του πολίτη, ο οποίος ζει στο σπιτάκι του της οικειότητας. Το μωσαϊκό της ταξικής ποικιλίας, δηλαδή το ίδιο το υπόστρωμα από το οποίο ξεπηδά η κοινωνική δυναμική, καταργείται.
Η σιωπή, κοινωνική και καλλιτεχνική, είναι η μαύρη τρύπα του επόμενου αιώνα. Μέσα της έπεσε ηρωικά ο μοντερνισμός, με τελευταίο μεγάλο του εκπρόσωπο τον Μπέκετ. Η σιωπή, το περίβλημα της οικειότητας, είναι χωρίς αμφιβολία αυτοαναφορική. Ο απολιτικός μεταμοντερνιστικός βόμβος των ημερών δεν στάθηκε ικανός να αναιρέσει αυτή τη σκληρή αλήθεια. Είναι το πηγάδι της ταυτολογίας που χάθηκε, το νεκρό σύνορο της εμπειρίας στη μεταβιομηχανική κοινωνία. Στα αστικά καφενεία σε αντίθεση με τα προλεταριακά οι άνθρωποι πήγαιναν ακριβώς για να μη μιλήσουν, αλλά για να φανούν. Το γεγονός ότι η αναγωγή της σιωπής σε δημόσιο δικαίωμα αναδείχθηκε σε μείζον χαρακτηριστικό του αστικού πολιτισμού δείχνει και τον ειδικό χαρακτήρα της παρακμής του: ο δημόσιος χώρος κατέστη σημαντικός τόπος προσωπικών εμπειριών σε μια εποχή που του είχε αφαιρέσει το περιεχόμενό του. Τον 18ο αιώνα ο Ρουσό ήλπιζε πως στον κοσμοπολιτικό περίγυρο θα συνυπήρχαν και θα διαλέγονταν όλοι, επιλέγοντας έναν ρόλο. Μέσα από τον ρόλο θα αναδεικνυόταν η κοινωνία. Ο Σένετ όμως υποστηρίζει πως ο 19ος αιώνας που ακολούθησε δεν χαρακτηρίζεται από τον διάλογο, αλλά από τον μονόλογο.
Ετσι φθάσαμε στο τέλος της δημόσιας κουλτούρας, στην κοινωνία της οικειότητας. Σήμερα δεν μας ενδιαφέρει τι πράττουμε, αλλά πώς αισθανόμαστε σε σχέση με όσα πράττουμε. Αν κατά την περίοδο της υπόθεσης Ντρέιφους η κοινότητα είχε αναχθεί στο εθνικό επίπεδο, σήμερα ταυτίζεται με τον τοπικισμό. Επί του προκειμένου έχουμε να κάνουμε με τις δομές μιας κουλτούρας που οικοδομείται πάνω στις κρίσεις του παρελθόντος, λέει δυσοίωνα ο Σένετ. «Οι δομές αυτές οργανώνουν την οικογένεια, το σχολείο, τη γειτονιά· αποδιοργανώνουν την πόλη και το κράτος».
Στο μικρό μας οικείο περιβάλλον μπορούμε να μιλούμε για σφαγές που έγιναν κάπου αλλού, για φρικαλεότητες των άλλων, για καταστροφές που συμβαίνουν κάπου αλλού. Στα οικεία αισθήματά μας ωστόσο ενεδρεύει ό,τι ο συγγραφέας αποκαλεί «φόβο της απρόσωπης ζωής». Η πόλη σήμερα δεν είναι ο τόπος της αγοράς, δηλαδή του αγορεύειν, της δράσης και της επιθετικής διεκδίκησης, όπου οι αξίες και η πραγματικότητα αποτελούν τις κύριες προϋποθέσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Το «απρόσωπο» βεβαίως που αναφέρει ο Σένετ είναι το συλλογικό, το πρωταρχικό και το κρίσιμο. Ο φόβος για ό,τι δεν είναι οικείο αποτελεί χαρακτηριστικό φυλετικής συμπεριφοράς και προσδιορίζει την ψυχολογία του σύγχρονου αστού, που γίνεται νομάδας χωρίς απαραιτήτως να μετακινείται. Η πόλη όπου ζει δεν είναι δημόσιος χώρος, αλλά ένα κουκούλι γύρω από τον εαυτό του και τα αισθήματά του.
Ο συγγραφέας πιστεύει πως ο κοινωνικός κατακερματισμός του σήμερα μπορεί να σταματήσει χωρίς ωστόσο να λέει πώς. Λόγω του κατακερματισμού στις σημερινές μαζικές δημοκρατίες η δημόσια σφαίρα τείνει να καταργηθεί. Η πορεία αυτή, που ξεκινά τον 19ο αιώνα, συνεχίζεται. Το γεγονός όμως ότι περιγράφεται και κριτικάρεται ανελέητα σημαίνει πως είναι και αναστρέψιμη. Εδώ όμως ο Σένετ δεν μας κλείνει το μάτι. Απλώς μας προειδοποιεί.
Η τυραννία της οικειότητας είναι ένα καλογραμμένο και καλομεταφρασμένο βιβλίο. Με εποπτική ματιά, με σαφή διάκριση των περιόδων, αλλά και συναρπαστικό συγκριτικό πλαίσιο. Αποδεικτικό, συγκεκριμένο, χωρίς κοινοτοπίες, αλλά και δίχως αφαιρέσεις και ιδεολογήματα, χωρίς εκείνο τον ενοχλητικό θεωρητικό μετεωρισμό που συναντά κανείς σε κάποια νεότερα θεωρητικά βιβλία. Αξίζει να το διαβάσουν όσοι ζητούν κάτι περισσότερο από φτηνά ρομάντζα με προδοσίες και διαζύγια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου