t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 31 Μαρτίου 2017

Σάμουελ Μπέκετ: Είσαι στη Γη. Δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό...

Να σκέφτεστε πάντα αρνητικά!

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Απαισιοδοξίας Αποφθέγματα

Η βάση της αισιοδοξίας είναι αγνός τρόμος.
Oscar Wilde
Η αισιοδοξία είναι δειλία.
Oswald Spengler
Είμαι αισιόδοξος για το μέλλον της απαισιοδοξίας.
Jean Rostand
Μόνο οι αισιόδοξοι αυτοκτονούν. Αισιόδοξοι που δεν κατορθώνουν πλέον να είναι αισιόδοξοι. Οι άλλοι, μη έχοντας λόγο για να ζουν, γιατί θα είχαν κάποιον για να πεθάνουν;
Emile M. Cioran
Οι αισιόδοξοι γράφουν άσχημα.
Paul Valery
Τα μέρη όπου, κατεξοχήν, ανθεί η αισιοδοξία είναι τα ψυχιατρεία.
Havelock Ellis
Είσαι στη Γη. Δεν υπάρχει θεραπεία γι’ αυτό.
Samuel Beckett
Τα πράγματα ποτέ δεν είναι τόσο άσχημα ώστε να μην μπορούν να χειροτερέψουν
Humphrey Bogart
Η αισιοδοξία είναι το όπιο του λαού.
Μίλαν Κούντερα
Ένας απαισιόδοξος εκπλήσσεται εξίσου συχνά με έναν αισιόδοξο, αλλά πιο ευχάριστα.
Robert Heinlein
Αν κάτι μπορεί να πάει λάθος, θα πάει.
Ο νόμος του Μέρφυ
Ένας απαισιόδοξος δεν απογοητεύεται ποτέ.
Maurice Chapelan
Η αισιοδοξία δεν είναι ποτέ πίστη για καλυτέρευση, αλλά ελπίδα για ένα θαύμα.
Nicolás Gómez Dávila
Απαισιόδοξος είναι κάποιος που αναγκάστηκε να ακούσει πάρα πολλούς αισιόδοξους.
Don Marquis
Το να ζεις και να είσαι αισιόδοξος, σημαίνει ότι είσαι αρκετά ανόητος για να πιστεύεις ότι τα καλύτερα θα συμβούν στο μέλλον.
Peter Ustinov
Ο αισιόδοξος πιστεύει ότι ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο. Ο απαισιόδοξος πιστεύει πως, αλίμονο, αυτό είναι αλήθεια.
James Branch Cabell
Αισιοδοξία είναι η παρηγοριά μικρών ανθρώπων σε μεγάλες θέσεις.
Για ένα βαθειά απαισιόδοξο άνθρωπο, το να βρίσκεται σε κίνδυνο δεν είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικό.
Francis Scott Fitzgerald
Μερικές φορές ένας απαισιόδοξος είναι απλά ένας αισιόδοξος με επιπλέον πληροφορίες.
Idries Shah
Αν μπορείτε να δείτε φως στην άκρη του τούνελ, είναι επειδή κοιτάτε προς τη λάθος κατεύθυνση.
Barry Commoner
Η αισιοδοξία, συχνά, δεν είναι παρά μια μορφή τεμπελιάς.
Édouard Herriot
Αισιόδοξος είναι αυτός που αγοράζει από έναν Εβραίο και θέλει να πουλήσει σε έναν Σκωτσέζο.
Η υπέρτατη αισιοδοξία είναι να πηγαίνεις να φας σ’ ένα εστιατόριο και να βασίζεσαι στο μαργαριτάρι που θα βρεις μέσα σε ένα στρείδι, για να πληρώσεις το λογαριασμό.
Tristan Bernard

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

Κι αν ο γάτος ήταν άσπρος...

Της ζωής το πιάτο / άδειασε πια άδειασε / μαύρο είδες γάτο / που μπροστά σου πέρασε
*
Κι αν ο γάτος ήταν άσπρος / κι είχε το πιατάκι γάλα; / Κι αν στον πάτο είναι κρυμμένη / μες στην τελευταία στάλα / μια καινούργια αρχή;

https://yannisstavrou.blogspot.com

'Ολια Λαζαρίδου
Δύο κυρίες συνομιλούν...
ΣΤΕΝΑΧΩΡΙΑ

Μαύρα βάψ' τα μαύρα
κάτω πέσε κάτω
κλάψε αναστέναξε
πάτο πιάσε πάτο

Της ζωής το πιάτο
άδειασε πια άδειασε
μαύρο είδες γάτο
που μπροστά σου πέρασε

Άστο τώρα άστο
κάθισε και γέρασε

ΕΛΠΙΔΑ

Κι αν ο γάτος ήταν άσπρος
κι είχε το πιατάκι γάλα;
Κι αν στον πάτο είναι κρυμμένη
μες στην τελευταία στάλα
μια καινούργια αρχή;

Κι αν τα βάψω θαλασσί
με μια ρίγα λουλακί
κι αν γεράσω και μ' αρέσει;
Ποιος θα μου το πει; Εσύ;

Τετάρτη 29 Μαρτίου 2017

έλαμπε απάνω ο κρύος ο ουρανός...

Στου φεγγαριού, που πέθαινε, το φως
τα μάτια σου γυαλίζαν. Πώς σε ρυάκι απάνω αργό
λάμπει θαμπός φωσφορισμός
όμοια έλαμπε και το φεγγάρι εκεί...
*
Thine eyes glow’d in the glare
Of the moon’s dying light;
As a fen-fire’s beam
On a sluggish stream
Gleams dimly—so the moon shone there...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Πέρσυ Μπυς Σέλλεϋ
Γραμμές

Η κρύα η γη κάτω κοιμότανε,
έλαμπε απάνω ο κρύος ο ουρανός,
και γύρω, μ’ ένα ήχο που σε μάργωνε,
από παγοσπηλιές και κάμπους χιονοσκέπαστους
η πνοή της νύχτας κύλαε σαν το θάνατο
κάτ’ από το φεγγάρι που βασίλευε.
Ήτανε μαύρη η χειμωνιάτικη φραγή,
ένα χορτάρι πράσινο δεν έβλεπες.
Στο μονοπάτι πλάι, κουρνιάζαν τα πουλιά
στο αγκάθι απάνω το γυμνό, που οι ρίζες του
κουλουριαζόνταν πάνω απ’ τις πολλές ραϊσιές
που εκεί τις είχε ανοίξει η παγωνιά.
Στου φεγγαριού, που πέθαινε, το φως
τα μάτια σου γυαλίζαν. Πώς σε ρυάκι απάνω αργό
λάμπει θαμπός φωσφορισμός,
όμοια έλαμπε και το φεγγάρι εκεί
και χρύσωνε τα κορακάτα σου μαλλιά,
που μες στης νύχτας σάλευαν τον άνεμο.
Τα χείλια σου τα χλώμιαζε η σελήνη, αγαπημένη μου.
Ο αέρας πάγωνε το στήθος σου.
Έχυνε η νύχτα στο ακριβό κεφάλι σου
την παγωμένη της δροσιά· κι εσύ κειτόσουνα
εκεί που του γυμνού ουρανού η πικρή πνοή
μπορούσε και σ’ αγκάλιαζε όπως ήθελε.

(μετ. Δημήτρης Σταύρου)

Percy Bysshe Shelley
Lines

The cold earth slept below;
Above the cold sky shone;
And all around,
With a chilling sound,
From caves of ice and fields of snow
The breath of night like death did flow
Beneath the sinking moon.

The wintry hedge was black;
The green grass was not seen;
The birds did rest
On the bare thorn’s breast,
Whose roots, beside the pathway track,
Had bound their folds o’er many a crack
Which the frost had made between.

Thine eyes glow’d in the glare
Of the moon’s dying light;
As a fen-fire’s beam
On a sluggish stream
Gleams dimly—so the moon shone there,
And it yellow’d the strings of thy tangled hair,
That shook in the wind of night.

The moon made thy lips pale, beloved;
The wind made thy bosom chill;
The night did shed
On thy dear head
Its frozen dew, and thou didst lie
Where the bitter breath of the naked sky
Might visit thee at will.

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος...

μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά

Σαπφώ
Ποιήματα
(μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη )

μαντατοφόρος άνοιξης ηδονικής φωνής αηδόνι
της Αφροδίτης η θεραπαινίδα η χρυσοφώτεινη
ανέβαινε ψηλά η πανσέληνος
και στου βουνού το χώρο συναγμένες
καθώς σ' άλλους καιρούς της Κρήτης οι κοπέλες
έσερναν το χορό τριγύρω στον ωραίο βωμό
και με ρυθμό τα λυγερά τα πόδια τους
χτυπώντας πατούσανε στα τρυφερά των χόρτων
ανθουλάκια.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Η Διχόνοια που βαστάει...

Αἰνοπάθην πάτριδ' ἐπόψομαι…  
Θὰ ἐπιβλέψω τὴν πατρίδα μὲ τὰ πάθη της τὰ τρομερά

Σαπφὼ ἢ Ἀλκαῖος
*

Ἡ Διχόνοια, ποὺ βαστάει 
ἕνα σκῆπτρο ἡ δολερή,
καθενός χαμογελάει

«Πάρ’ το», λέγοντας, «κ’ ἐσύ!..» 

Διονύσιος Σολωμός 
Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν ΡΜΔ΄

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970, λάδι σε καμβά

Κυριακή 26 Μαρτίου 2017

ω μοναξιά τού αδύναμου...

Ω μοναξιά τού άπιστου που δεν κατάφερε να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό
ω μοναξιά τού αδύναμου που ψάχνει τον τύραννό του για να γίνουν δυό... 


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Το μήλο της γνώσης, λάδι σε καμβά

Ιβάν Γκολ
Ποιήματα 1920-1950 
(εκδ. Στιγμή)

Πέρασα μπροστά από τόσες πόρτες
μέσα στο διάδρομο των χαμένων φόβων και των φυλακισμένων ονείρων
άκουσα πίσω απ' τις πόρτες δέντρα που τα βασάνιζαν
και ποταμούς που προσπαθούσαν να τους δαμάσουν

Πέρασα μπροστά απ' τη χρυσή πόρτα της γνώσης
μπροστά από πόρτες που έκαιγαν και δεν ανοίγαν
μπροστά από πόρτες που κουράστηκαν να μένουν πολύ καιρό κλειστές
κι από άλλες σαν καθρέφτες απ' όπου περνούσαν μόνο οι άγγελοι

Υπάρχει όμως μια πόρτα απλή, δίχως σύρτη ούτε μάνταλο
στο βάθος του διαδρόμου, απέναντι απ' το ρολόι
η πόρτα που οδηγεί πέρα από σένα-
κανένας δεν τη σπρώχνει ποτέ
*
Ω μοναξιά τού άπιστου που δεν κατάφερε να δημιουργήσει για τον εαυτό του θεό
ω μοναξιά τού αδύναμου που ψάχνει τον τύραννό του για να γίνουν δυό

(μετ. Ε.Χ. Γονατάς)

Σάββατο 25 Μαρτίου 2017

Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει...

H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα, λάδι σε καμβά

Διονύσιος Σολωμός
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι - Σχεδίασμα Β
(απόσπασμα)
2.
Tο Mεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
H ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
H ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.

O Aπρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Kι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Kαι μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Kι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Kαι μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Tο σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Mάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
H μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Mε χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Tρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3.
Eνώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Eλλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Aράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.

«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Xαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Aλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Kι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Kαι με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
T’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Bαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Tον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Tέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Tρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

κάτωθε κενού του αιωνίου...

Ήχος της σιγής -
οι μόνες οδηγίες
που θε να λάβεις


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά

Τζακ Κέρουακ
Χαϊκού

Πουλιά τραγουδούν
μέσα στα σκοτάδια - είν’
βροχερή αυγή
*
Ένα λουλούδι
στο χείλος του γκρεμού, στο
φαράγγι γνέφει
*
Τα λουλούδια να
σημαδεύουν λοξά τον
ευθύ θάνατο
*
Όνειρο θεού -
δεν είναι παρά ένα
απλό όνειρο
*
Άνθρωπος θνήσκει -
λιμανιού τα φώτα σε
ήρεμα νερά
*
Παγωμένο μες
στων πουλιών το λουτήρα
το φύλο πλέει
*
Κατεβαίνοντας
το δρόμο με το σκύλο -
λιωμένο φίδι
*
Μόνος, σε ρούχα
παλιά, βυζαίνω κρασί,
φεγγαρόλουστος
*
Άντρες, γυναίκες
μιλούν κάτωθε κενού
του αιωνίου
*
Στο δάσος πήγα ,
να διαλογιστώ - όμως,
πολύ το κρύο
*
Ήχος της σιγής -
οι μόνες οδηγίες
που θε να λάβεις

(μετ. Βασίλης Πανδής)

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Αργά τη Νύχτα...

Η φωνή σου, που είναι η καμπάνα των πέντε αισθήσεων,
θα ήταν ο αμυδρός φάρος που ζητάει η  καταχνιά μου...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ανταύγειες στο λιμάνι, λάδι σε καμβά

Ρόκε Ντάλτον
Ο Ματαιόδοξος

Θα ήμουνα μεγάλος νεκρός.
Οι διαστροφές μου τότε θα έλαμπαν σαν παλιά κοσμήματα
με αυτά τα θελκτικά χρώματα του δηλητηρίου.
Θα υπήρχαν άνθη όλων των αρωμάτων στον τάφο μου
και θα μιμούνταν οι έφηβοι τις χειρονομίες μου παραίτησης,
τις μυστικές μου λέξεις τους άγχους.
Ίσως κάποιος θα έλεγε πως ήμουνα πιστός ήμουν καλός.
Αλλά μονάχα εσύ θα θυμόσουν
τον τρόπο μου να κοιτάζω στα μάτια.
Ένα απ’ τα πρόσωπα του έρωτα είναι ο θάνατος ,
στον καπνό της εποχής αυτής της αιώνια νεανικής.
Τι μου μένει μπροστά σου εκτός απ’ την αμηχανία των βασιλέων,
τις κινήσεις της μάθησης μπρος στην αύξηση του ποταμού,
τα ίχνη της πτώσης μπρούμυτα ανάμεσα στη στάχτη;
Η δική μου νεότητα μικραίνει
και σέρνει τη μελαγχολία σαν μουλάρι.

Αργά τη Νύχτα

Ὀταν θα μάθεις πως έχω πεθάνει μην προφέρεις το όνομά μου
γιατί θα σταματήσει ο θάνατος και η ανάπαυση.
Η φωνή σου, που είναι η καμπάνα των πέντε αισθήσεων,
θα ήταν ο αμυδρός φάρος που ζητάει η  καταχνιά μου.
Όταν θα μάθεις ότι έχω πεθάνει πες συλλαβές παράξενες.
Πρόφερε, άνθος, μέλισσα, δάκρυ, ψωμί, καταιγίδα.
Μην αφήσεις τα χείλη σου να βρουν τα έντεκά μου γράμματα.
Νυστάζω, έχω αγαπήσει, έχω κερδίσει τη σιωπή.
Μην προφέρεις τ’ όνομά μου όταν μάθεις πως έχω πεθάνει
από τη σκοτεινή τη γη θα με έφτανε με τη φωνή σου.
Μην προφέρεις τ’ όνομά μου, μην προφέρεις τ’ όνομά μου.
Ὀταν θα μάθεις πως έχω πεθάνει μην προφέρεις τ’ όνομά μου.

27 χρονών

Είναι πράγμα σοβαρό
να είσαι είκοσι εφτά
στην πραγματικότητα είναι ένα
από τα πιο σοβαρά πράγματα
γύρω πεθαίνουν οι φίλοι
της πνιγμένης παιδικής ηλικίας
κι αρχίζει κανείς ν΄ αμφιβάλλει
για την αθανασία

(Μετ. Γιώργος Μίχος)

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2017

δεν θα ξημερώσει πια άλλο ξύπνημα...

Μια άτονη αντανάκλαση
στο ταβάνι. Όποιος δεν είναι απόλυτα
αυτού του κόσμου, τώρα μπορεί να προσποιείται
ότι ζει...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Βιομηχανικό τοπίο, Κερατσίνι, λάδι σε καμβά

Γκούντερ Κούνερτ
Βερολίνο, 2 η ώρα το πρωί

Τα μαγαζιά εκεί κάτω φέγγουν σαν να΄θελαν
να διευκολύνουν τους νεκρούς να βρουν το δρόμο.
Οι κάτοικοι της πόλης αρχίζουν να παγώνουν σαν τις μούμιες
σιγά σιγά. Τα αυτοκίνητα κοιμούνται
δίχως όνειρα. Μοιάζει λες και δεν θα ξημερώσει πια
άλλο ξύπνημα. Ό, τι κινείται
πίσω απ΄αυτό ή εκείνο το παράθυρο,
σκηνοθετεί τη φαντασία μας. Την ώρα αυτή
επιβραδύνεται ο σφυγμός της μητρόπολης
μα και ο δικός σου.
Μια άτονη αντανάκλαση
στο ταβάνι. Όποιος δεν είναι απόλυτα
αυτού του κόσμου, τώρα μπορεί να προσποιείται
ότι ζει.

(μετ. Γιώργος Καρτάκης)

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Ο άνθρωπος και η θάλασσα...

Σ'αρέσει να βυθίζεσαι στο πέλαο που σου μοιάζει'
να κλείσεις στην αγκάλη σου θες τον ωκεανό,
και της καρδιάς σου η τρικυμιά καμιά φορά ησυχάζει,
τον άγριο του κι αδάμαστο ακούοντας στεναγμό...
*
Tu te plais à plonger au sein de ton image ;
Tu l'embrasses des yeux et des bras, et ton coeur
Se distrait quelquefois de sa propre rumeur
Au bruit de cette plainte indomptable et sauvage...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά

Σαρλ Μπωντλαίρ
Ο άνθρωπος και η θάλασσα

Πάντα τη θάλασσα, άνθρωπε λεύτερε, θ'αγαπάς!
Αυτή είν'ο καθρέπτης σου' κοιτάζεις τους βυθούς σου
στο κύλισμα τ'ατελείωτο του κύματος, κι ο νούς σου
κλείνει κι αυτός την πίκρα της αβύσσου, της βαθιάς

Σ'αρέσει να βυθίζεσαι στο πέλαο που σου μοιάζει'
να κλείσεις στην αγκάλη σου θες τον ωκεανό,
και της καρδιάς σου η τρικυμιά καμιά φορά ησυχάζει,
τον άγριο του κι αδάμαστο ακούοντας στεναγμό

Είστε κι οι δυό σκοτεινοί κι απόκρυφοι' κανείς,
ω άνθρωπε, δε μέτρησε την άπατη άβυσσό σου'
κανείς δεν ξέρει, ω θάλασσα, τον πλούτο τον κρυφό σου,
τόσο με ζήλια κρύβετε τα μυστικά σας εσείς!

Κι όμως, να που αναρίθμητους αιώνες στη ζωή,
ο ένας τον άλλον άφοβα κι ανήλεα πολεμάτε,
τόσο κι οι δυο σας τη σφαγή, το θάνατο αγαπάτε,
ω πολέμαρχοι αιώνιοι, ω αμείλικτοι αδερφοί!

(μετ. Γιώργος Σημηριώτης)

Charles Baudelaire
L’homme et la mer

Homme libre, toujours tu chériras la mer !
La mer est ton miroir ; tu contemples ton âme
Dans le déroulement infini de sa lame,
Et ton esprit n'est pas un gouffre moins amer.

Tu te plais à plonger au sein de ton image ;
Tu l'embrasses des yeux et des bras, et ton coeur
Se distrait quelquefois de sa propre rumeur
Au bruit de cette plainte indomptable et sauvage.

Vous êtes tous les deux ténébreux et discrets :
Homme, nul n'a sondé le fond de tes abîmes,
Ô mer, nul ne connaît tes richesses intimes,
Tant vous êtes jaloux de garder vos secrets !

Et cependant voilà des siècles innombrables
Que vous vous combattez sans pitié ni remord,
Tellement vous aimez le carnage et la mort,
Ô lutteurs éternels, ô frères implacables !

Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Η ελπίδα ενός σωρού από ίσκιους...

χείμαρρος ίσκιων είμαστε,
αυτοί είναι ο σπόρος που στ’ όνειρο φυτρώνει.
Και το αλάργεμά τους είναι το μόνο που μας απομένει...
*
siamo noi la fiumana d’ombre,
sono esse il grano che ci scoppia in sogno
loro è la lontananza che ci resta...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά

Τζουζέπε Ουνγκαρέτι
La Pietà

II.

Σάρκα μελαγχολική
που κάποτε πάνω σου περίσσευε η χαρά,
μάτια απ’ το κουρασμένο ξύπνημα μισόκλειστα,
βλέπεις, ώριμη ψυχή,
τι θα γενώ, πέφτοντας μες στο χώμα;

Είναι μες στους ζωντανούς ο δρόμος των νεκρών,

χείμαρρος ίσκιων είμαστε,

αυτοί είναι ο σπόρος που στ’ όνειρο φυτρώνει.

Και το αλάργεμά τους είναι το μόνο που μας απομένει.

Δικός τους κι ο ίσκιος που βαραίνει στα ονόματα.

Η ελπίδα ενός σωρού από ίσκιους
είναι η μοίρα μας και τίποτ’ άλλο;

Και συ, Θεέ μου, δεν θα ’σουν παρά ένα όνειρο μονάχα;

Ένα όνειρο τουλάχιστον όπου, αλόγιστα,
ζητούμε να σου μοιάσουμε.

Γέννημα είναι καθαρής τρέλας.

Δεν τρεμοπαίζει στ’ ακροβλέφαρα
καθώς σε σύννεφα κλαδιών
τα πρωινά σπουργίτια.

Μέσα μας είναι κι ατονεί, μυστήρια πληγή.

(μετ. Ευαγγελία Πολύμου)

Giuseppe Ungaretti
La Pietà

II.


Malinconiosa carne
dove una volta pullulò la gioia,
occhi socchiusi del risveglio stanco,
tu vedi, anima troppo matura,
quel che sarò, caduto nella terra?

È nei vivi la strada dei defunti,

siamo noi la fiumana d’ombre,

sono esse il grano che ci scoppia in sogno,

loro è la lontananza che ci resta,

e loro è l’ombra che dà peso ai nomi,

la speranza d’un mucchio d’ombra
e null’altro è la nostra sorte?

E tu non saresti che un sogno, Dio?

Almeno un sogno, temerari,
vogliamo ti somigli.

È parto della demenza più chiara.

Non trema in nuvole di rami
Come passeri di mattina
Al filo delle palpebre.

In noi sta e langue, piaga misteriosa.

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

Τα μάτια της μ’ εξερευνούσαν...

Ακόμα και στα όνειρά μου μ’ έχεις απαρνηθεί,
Μου έχεις στείλει μοναχά τις θεραπαινίδες σου.
*
Even in my dreams you have denied yourself to me,
You have sent me only your handmaids.


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πορτρέτο νέας γυναίκας, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ezra Pound
Poems of Lustra

Άλμπα

Τόσο δροσερή, όσο τα ωχρά μουσκεμένα φύλλα
του κρίνου της κοιλάδας
Έγειρε δίπλα μου την χαραυγή.

Alba

As cool as the pale wet leaves
of lily-of-the-valley
She lay beside me in the dawn.
*
Η Συνάντηση

Ενόσω συνομιλούσαν για τη νέα ηθική
Τα μάτια της μ’ εξερευνούσαν.
Και όταν εγέρθηκα ν’ αποχωρίσω
Τα δάχτυλά της ήσαν ιστός
Ιαπωνικού χάρτινου μανδηλιού.

The Encounter

All the while they were talking the new morality
Her eyes explored me.
And when I rose to go
Her fingers were like the tissue
Of a Japanese paper napkin.
*
Τό Καλόν

Ακόμα και στα όνειρά μου μ’ έχεις απαρνηθεί,
Μου έχεις στείλει μοναχά τις θεραπαινίδες σου.

Τό Καλόν

Even in my dreams you have denied yourself to me,
You have sent me only your handmaids.
*
Η Πωλήτρια

Για μια στιγμή έγειρε πάνω μου
Όπως ανεμοζαλισμένο χελιδόνι στον τοίχο,
Και συνομιλούν για τις γυναίκες του Σουίνμπερν,
Και το αντάμωμα της βοσκοπούλας με το Γκουίντο.
Και τις εταίρες του Μπωντλαίρ.

Shop Girl

For a moment she rested against me
Like a swallow half blown to the wall,
And they talk of Swinburne’s women,
And the shepherdess meeting with Guido.
And the harlots of Baudelaire.

(μετ. Δημήτρης Ξυδερός)

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν...

Μίλα μας, ποιητή, για την τρομερή άβυσσο αυτών που την έζησαν κι αυτών που δεν την έζησαν, των γεννημένων και των αγέννητων, για το σταθμάρχη που ακόμα περιμένει το τρένο σιωπηλός μαζεύοντας γαρύφαλλα στις έρημες ράγες. Για τις ατέλειωτες νυχτερινές επισκέψεις σου στα ναυπηγεία του κόσμου, προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν, μοιράζοντας τα εισιτήρια της ακαθόριστης προσδοκίας...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Στάυρου, Πλοία στον Πειραιά, λάδι σε καμβά

Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Πες μας ποιητή

Ποιητή, θα μας πεις; Πες μας, με ποιους ανέμους συνωμοτείς, ποια μουσική ακούς όταν σκαλίζεις στο χαρτί τα σκοτεινά σου αινίγματα; Πώς γίνεται ένας μονάχα άνθρωπος να είναι τόσοι άλλοι, κατεβάζοντας τα φεγγάρια στην πιο σκοτεινή φυλακή, με τα χρυσά μαλλιά του ξεφτισμένα και το πρόσωπο ρημαγμένο, το φωτοστέφανό του σβηστό πεταμένο μέσα στις λάσπες και το κορμί λαβωμένο, τρεκλίζοντας, φωνάζοντας το θεό του;

Πες μας, πώς γίνεται να κουβαλάς το ασήκωτο βάρος του καημού με μάτι άγρυπνο και αυτί ασκημένο στους ψιθύρους, ανελέητος κι ακριβοδίκαιος, ωστόσο, έτοιμος για τη μεγάλη αγρύπνια που διαλαλεί των μαύρων σαν το χιόνι ονείρων την αμφίσημη απειλητική ωμότητα, όπως οσμίζεται του αίματος το μέταλλο, καθώς στα ίσα προμηνύει του αθώου τη σφαγή;

Πες μας, για την ανάγνωση και τη γραφή, για το γράμμα και το ψηφίο, καθώς στις ουράνιες κι υπόγειες διαδρομές σου γράφεις την Ιστορία της οικουμένης, σκοντάφτοντας στα άπειρα οστά που τη γεννούν, σταματώντας με δέος σε εκείνα των παιδιών, των δολοφονημένων και των αυτοκτόνων. Και ποιος είσαι εσύ που γνωρίζεις όσα η καταιγίδα, κατάμονος στη βροχή, κουκίδα στη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος, χωρίς ομπρέλα, χωρίς καπαρντίνα, χτυπώντας τα πόδια σου, πετώντας ένα ένα τα ρούχα καθώς η κραυγή σου ανταμώνει την αστραπή;

Μίλα μας, ποιητή, για την τρομερή άβυσσο αυτών που την έζησαν κι αυτών που δεν την έζησαν, των γεννημένων και των αγέννητων, για το σταθμάρχη που ακόμα περιμένει το τρένο σιωπηλός μαζεύοντας γαρύφαλλα στις έρημες ράγες. Για τις ατέλειωτες νυχτερινές επισκέψεις σου στα ναυπηγεία του κόσμου, προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν, μοιράζοντας τα εισιτήρια της ακαθόριστης προσδοκίας.

Ποιητή, θα μας πεις; Πες μας, για τα δόγματα που μας βομβαρδίζουν ντυμένα μανδύες ελευθερίας, για το νέο άνθρωπο που συλλέγει χρόνο κι αυταπάτες και το δικό σου αναμάλλιασμα, όρθιος μένοντας σε αυτό το μακελειό, με την ψυχή ζωσμένη με εκρηκτικά και τις τσέπες γεμάτες θρυαλλίδες για τις μεγάλες διαδηλώσεις των σωμάτων, μαζί με τους εξόριστους και τους κατατρεγμένους.

Κι ύστερα, πες μας, ποιος σε κρατά ακίνητο στον αέρα σαν φτερούγα πουλιού; Ποιος σε αγαπά κρυφά και δε σου το’ πε ακόμα; Ποιος; Πώς περνάς και ξαναπερνάς απαρατήρητος ανάμεσα σε μονόδρομους σκοπούς και μουσικές οδυρόμενες; Πώς ξεγλιστράς αναπνέοντας το άρωμα του αίματος και του δενδρολίβανου, της δάφνης και του ιδρώτα των απόκληρων; Εσύ, που αγαπάς τους ισοβίτες αγγέλους, ομολόγησέ μας τις μυστικές σου συναντήσεις με τον Γιεσένιν και τη Γώγου, τον Μαγιακόφσκι και την Άννα Αχμάτοβα, με τον Καρυωτάκη και την Έμιλυ Ντίκινσον και τα μεγάλα σας ζεϊμπέκικα και τα μπλουζ σε κάμαρες μικρές, κλειστές, χωρίς φώτα.

Πες μας, επιτέλους, τι είναι οι λέξεις σου; «Αρρώστια» ή ίαση; Λαμπάδες στις εκκλησίες των ανέστιων και των σαλών ώρες Σαββάτου αναστάσιμου; Λουλούδια, λιανοτούφεκα ή φεγγάρια κατακόκκινα καρφιτσωμένα στη θέση της καρδιάς που αιμορραγεί; Ή είναι εκείνο το μέγα πάθος που το ίδιο σου ανοίγει την πληγή, το ίδιο και την κλείνει; Πες μας, αλήθεια, γιατί άλλην αλήθεια δεν μπορείς να παραστήσεις πάρεξ εκείνης που κουβαλάς μέσα σου, εκείνης, δηλαδή, που σαν στυπόχαρτο ρουφά τον πόνο του άλλου μέχρι να τον νιώσει δικό του;

Κανείς κι απόψε, ποιητή. Κανείς πια δε γεννιέται. Ένας θεός ή ένας δαίμονας μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε, νηστικούς για να πεινούμε. Οι ψυχές μας δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν έχουν γλώσσα, ούτε φωνή. Μας έχουν ξεκάνει τα πράγματα, μας ρήμαξε το έρεβος των οραμάτων. Τα μέλη μας τρέμουν. Τα σπλάχνα μας έχουν τον πυρετό της πυρκαγιάς. Πονά το αίμα μας.

Πες μας, ποιητή, μίλησέ μας για τους ωραίους ναυαγούς που χάνονται στον έρωτα, στη θάλασσα και στην αθανασία. Για την κοινή μας μήτρα και μοίρα που κομματιάζεται, θανατώνει και θανατώνεται. Γιατί τόσα χρόνια τίποτα δε μάθαμε κι ακόμα ψάχνουμε να βρούμε τη θηλειά που μας ταιριάζει.

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

με το φως αναμμένο...

Και θρυμματίζει το σκοτάδι του δωματίου
Σε μικρά κομμάτια αναμνήσεων...


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Λεωνίδας Κακάρογλου
Τι γρήγορα περνάει ο καιρός

Κοιμάμαι με το φως αναμμένο
Λένε πως διώχνει τα άσχημα όνειρα
Και θρυμματίζει το σκοτάδι του δωματίου
Σε μικρά κομμάτια αναμνήσεων
Που ταξιδεύουν τη σιωπή
Να γίνει αντίλαλος
Στους λεκιασμένους τοίχους
Οι φωνές
Στα όνειρα έμειναν

"Μνήμη σχεδόν πλήρης"

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Στερνὴ νυχτιὰ του λιμανιού...

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι...
 
https://yannisstavrou.blogspot.com
 
Νίκος Καββαδίας
Γυναίκα

Στὸν Ἀντώνη Μωραΐτη

Χόρεψε πάνω στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία.
Παῖξτε στὸν ἄνεμο τὴ γλώσσα σου καὶ πέρνα.
Ἀλλοῦ σὲ λέγανε Γιουδήθ, ἐδῶ Μαρία.
Τὸ φίδι σκίζεται στὸ βράχο μὲ τὴ σμέρνα.

Ἀπὸ παιδὶ βιαζόμουνα, μὰ τώρα πάω καλιά μου.
Μία τσιμινιέρα στὸν κόσμο καὶ σφυρίζει.
Τὸ χέρι σου, ποὺ χάιδεψε τὰ λιγοστὰ μαλλιά μου
γιὰ μία στιγμὴ ἂν μὲ λύγισε, σήμερα δὲ μὲ ὁρίζει.

Τὸ μετζαρόλι ράγισε καὶ τὸ τεσσαροχάλι.
Τὴν τάβλα πάρε, τζόβενο, νὰ ξανάπαμε ἀρόδο.
Ποιὸς σκύλας γιὸς μᾶς μούτζωσε κι ἔχουμε τέτοιο χάλι
ποὺ γέροι καὶ μικρὰ παιδιὰ μᾶς πῆραν στὸ κορόϊδο;

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει κόκκινο φεγγάρι.
Γιομάτη φύκια καὶ ροδάνθη, ἀμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ἀσέλωτο μὲ δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σὲ μία σπηλιά, στὴν Ἀλταμίρα.

Σαλτάρει ὁ γλάρος τὸ δελφίνι νὰ στραβώσει.
Τί μὲ κοιτᾶς; Θὰ σοῦ θυμίσω ἐγὼ ποῦ μ᾿ εἶδες.
Στὴν ἄμμο πάνω σ᾿ εἶχα ἀνάστροφα ζαβώσει
τὴ νύχτα ποὺ θεμέλιωναν τὶς Πυραμίδες.

Τὸ τεῖχος περπατήσαμε μαζὶ τὸ Σινικό.
Κοντά σου ναῦτες ἀπ᾿ τὴν Οὒρ πρωτόσκαρο ἐβιδώναν.
Ἀνάμεσα σὲ ὁλόγυμνα σπαθιὰ στὸ Γρανικὸ
ἔχυνες λάδι στὶς βαθιὲς πληγὲς τοῦ Μακεδόνα.

Πράσινο. Ἀφρός, θαλασσινὸ βαθὺ καὶ βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ἕνα χρυσὸ στὴ μέση σου ζωστήρι.
Τὰ μάτια σου τὰ χώριζαν ἑφτὰ Ἰσημερινοὶ
μὲς στοῦ Giorgione τὸ ἀργαστήρι.

Πέτρα θὰ τοῦ ῾ριξα καὶ δὲ μὲ θέλει τὸ ποτάμι.
Τί σοῦ ῾φταιξα καὶ μὲ ξυπνᾶς προτοῦ νὰ φέξει.
Στερνὴ νυχτιὰ τοῦ λιμανιοῦ δὲν πάει χαράμι.
Ἁμαρτωλὸς ποὺ δὲ χαρεῖ καὶ ποὺ δὲ φταίξει.

Βαμμένη. Νὰ σὲ φέγγει φῶς ἀρρωστημένο.
Διψᾶς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Ἐδῶ κοντά σου, χρόνια ἀσάλευτος νὰ μένω
ὡς νὰ μοῦ γίνεις Μοίρα, Θάνατος καὶ Πέτρα.

Ἰνδικὸς Ὠκεανὸς 1951

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Κι είδα τα κυπαρίσσια του Μοριά να σωπαίνουν

Αυτός ο μαύρος τόπος
Θα πρασινίσει κάποτε.
Το σιδερένιο χέρι του Γκετς θ' αναποδογυρίσει τ' αμάξια
Θα τα φορτώσει θημωνιές από κριθάρι καὶ σίκαλη
Και μες στους σκοτεινούς δρυμούς με τις νεκρές αγάπες...

https://yannisstavrou.blogspot.com

Νίκος Γκάτσος
Ὁ ἱππότης καὶ ὁ θάνατος

Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.

Αὐτὸς ὁ μαῦρος τόπος
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.

Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.

Τρίτη 7 Μαρτίου 2017

Αντρέι Βάιντα: Η σφαγή του Κατίν

.. να μην ξεχνάμε και το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς...

Στις 5 Μαρτίου 1940, ο Στάλιν έδωσε τη διαταγή για την εκτέλεση 22.000 Πολωνών αξιωματικών, αστυνομικών, διανοούμενων, πολιτικών κρατουμένων και αιχμαλώτων πολέμου. Το έγκλημα έγινε στο δάσος του Κατίν κοντά στην πόλη Σμολένσκ της Δυτικής Ρωσίας. Στην ιστορία έμεινε ως «η σφαγή του Κατίν», ένα από τα δέκα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Κυριακή 5 Μαρτίου 2017

Τα χρόνια πέρασαν όπως ο ήλιος που βυθίζεται στη θάλασσα...

Φεγγαρογυναίκα, επιτρέπεται τώρα που έχασα το σώμα μου να ‘μαστε μαζί; Ω φεγγαροκόριτσο, ήταν αυτή η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στη γη και μου προξένησες μια τόσο δυνατή επιθυμία; Ορίστε λοιπόν, βρέθηκες μ’ ένα παιδί που απ’ τα μάγια σου θέλησε να ενωθεί μαζί Σου!...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Oskar Kokoschka, Veronica col sudario, 1909

Όσκαρ Κοκόσκα
Ο λευκός ζωοκτόνος

Μετά από κάποια ώρα είδα ένα λευκό πουλί, δίπλα ακριβώς στο πόδι μου. Κι ενώ μου απέσπασε την προσοχή, χωρίς να δείχνει τρομαγμένο, αίφνης έτρεξε άφοβα μπροστά μου, ακολουθώντας την κλίση του εδάφους, προς το ολόγιομο φεγγάρι. Προσπάθησα να το παρακολουθήσω με το βλέμμα μου, ώσπου όλα γύρω μου εξαφανίστηκαν, όλα εκτός απ’ το φως.
Στο φεγγάρι διαγράφονταν η ζωντανή, θαρρείς, μορφή μιας γυναίκας σε στάση προσμονής. Για αρκετή ώρα ατένιζα τη μορφή, δίχως να καταλάβω ότι αυτή με τραβούσε και εγώ ταξίδευα σε χώρους καλυμμένους με σύννεφα σε σχήμα ζώων που γρύλλιζαν και κινούνταν ανήσυχα. Και τη στιγμή που εμφανίζονταν και τινάζονταν στον αέρα, μονομιάς πέφτανε κάτω και θάβονταν στη γη. Καθώς συνέβαιναν όλα αυτά γύρω μου, άρχισα να μη νιώθω καλά. Αφού περπάτησα λίγο, συνειδητοποίησα πως βρίσκομαι σ’ ένα τοπίο με θέα, ενώ τα συννεφένια ζώα είχαν πια εξαφανιστεί. Τότε πρόσεξα - τυχαία, σαν κάποιος να παρατηρεί τι συμβαίνει έξω - ότι είχα μεταμορφωθεί σ’ ένα σκυθρωπό πλάσμα με φλογισμένα μάτια. Υπάρχουν βέβαια τέτοια πλάσματα που ζουν θαμμένα στη μοναξιά των βουνών.
Στην πραγματικότητα, οι παράξενες αυτές εικόνες είχαν να κάνουν με την εφηβική μου ηλικία, τότε που, γεμάτος πάθος, θεωρούσα τον εαυτό μου ευτυχισμένο. Τι να φοβηθούν τα νιάτα, τη στιγμή που τόσο πρόθυμα δοκιμάζουν κάθε ανατριχιαστική εμπειρία, διασκεδάζοντας ακόμα και σε ερημότοπους; Δεν ξέρω πως προκύπτει, ούτε μπορώ να εξηγήσω το γεγονός ότι κάποιες φορές χάνονται όλες οι έννοιες, σα να ‘ναι φιλάσθενα ανθάκια που καρτερούν τον ήλιο, ενώ τα χτυπά ξαφνικά ο αγέρας και η παγωνιά. Πως γίνεται - δε μου ξεκολλά απ’ το μυαλό - να μην αποζητώ παρά τον θάνατο και να βλέπω να πεθαίνει κάθε προηγούμενή μου εντύπωση; Καθετί που σχηματίστηκε στη γη ή στον αέρα, μεμιάς αποσυντίθεται, τα φτερωτά ζώα, τα μαλλιαρά ζώα και ό, τι άλλο αποζητά τη ζεστασιά.
«Γιόκα, πρέπει να γεράσουμε. Ως να στερέψει το γάλα μου, θα ‘χουμε χαθεί!» είπε κρυφογελώντας η φεγγαρογυναίκα και κοκκίνισε. Στο χέρι κρατούσε ένα πέπλο που το τίναξε, και αμέσως κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο.
«Ω σημάδι του μεσονυχτίου! Ήμουν κάποτε γερός πότης, δέκα χρόνια σερί έπινα γάλα απ’ τους μαστούς Σας. Μη φοβάστε, εδώ είμαι ν’ ανταλλάξω το αίμα Σας με γάλα!»
Όπως τα ραγισμένα ηφαίστεια που αντηχούν ως το φεγγάρι, ανασαίνοντας και μουρμουρίζοντας μέχρι την εξορία των φωτισμένων ερήμων, έτσι απηχούσαν τα λόγια αυτά την άγρια αγάπη μου.
«Θα ‘πρεπε να Σας επιπλήξω για τη θερμή αγάπη Σας! Από τ’ άγαρμπα χέρια Σας τα πλευρά μου είναι καταματωμένα, λες και έπεσα πάνω σε αγκάθια» φώναξε. Μετά πήγε και έσβησε το φεγγάρι.
Ένιωθα κουρασμένος, θα προτιμούσα να ‘μουν στο σπίτι. Έριξα μια πέτρα και έδιωξα το λευκό πουλί. Μετά ξάπλωσα στο έδαφος και αποκοιμήθηκα. Φαντάστηκα κοριτσάκια που θέλανε να τα φιλήσω, να με παρατηρούν, να κρατάνε σταφύλια και να τα περιφέρουν από χέρι σε χέρι, σα να ‘ναι μούρα που έχουν ξεκολλήσει απ’ τα κοτσάνια, σα να ‘ναι κόκκινα μούρα.
Τα κοριτσάκια, τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη χλώμιαζαν, γιατί ήταν ερωτευμένα.
Σα να γάβγιζαν σκυλιά και λαλούσαν κοκόρια, έτσι μου φάνηκε, χωρίς όμως να μπορούν να με ξυπνήσουν απ’ τη νάρκωση. Έπειτα εμφανίστηκε μέσα απ’ τα σύννεφα ένα σπίτι, και το πορτόφυλλο, δίχως να ‘ναι κλειδωμένο, άνοιξε σα να ‘ταν σχέδιο από κιμωλία.
Ο ύπνος, το όνειρο με τα κοριτσάκια, η λάμψη απ’ τα σύννεφα, είναι οι αγγελιοφόροι της, που με οδηγούν, αν και κοιμισμένο, στο σπίτι μέσα, στο κρεβάτι, όπου ένα κορίτσι με χαϊδολογά και με φιλά!
«Αν σε ενοχλεί αυτό που κάνω, είναι γιατί δίψασα και εδώ δεν υπάρχει κανένας, για να πιω απ’ το ποτήρι του!»
«Μα πως έγινε αυτό;» ψέλλισα.
«Είσαι το πρωτοπαίδι μου, θα ‘θελες να περιπλανηθείς στο αίμα μου! Έλα!» μου απάντησε.
Έκρυψα το μαχαίρι μου κάτω απ’ το προσκεφάλι.
«Δε μπορούσες να σωθείς;» είπα στον εαυτό μου, γιατί το κορίτσι ήταν νεκρό, αν και η σκέψη μου γι’ αυτό παρέμενε ακόμα ζωντανή.
Αναλογίστηκα τότε τις στιγμές που πέρασαν, καθώς το κορίτσι ούρλιαζε για βοήθεια και μετά ξεψύχησε, ενώ μόλις πριν λίγο βρισκόμουν έξω από τον περίβολο του σπιτιού και δε μπορούσα να μπω μέσα, να τρέξω στο κορίτσι, για να προφτάσω να το σώσω. Τότε ακριβώς έχασα κάθε αίσθηση του χρόνου και των συμβάντων.
Τώρα κείμαι στο φέρετρο, ερωτευμένος μ’ ένα φάντασμα της νύχτας, που με επισκέπτεται συχνά, για ν’ ακούσει τους θλιμμένους μου λογισμούς και να μου διώξει μεμιάς κάθε ενοχή.
Ένα βράδυ μου συγχώρεσε όλα μου κρίματα και με πρόσταξε να μείνω ήσυχος, περιμένοντάς την. Σύντομα επέστρεψε, ντυμένη στα λευκά, με λυμένα τα μαλλιά, και βάλθηκε να μου ετοιμάζει γαμήλια εδέσματα. Κανάτες με ζεστό αγελαδινό γάλα, ψωμιά που ευωδίαζαν σ’ όλο το δωμάτιο, και νόστιμα φρουτάκια, όλα αυτά τα τακτοποίησε με τα χέρια της. Με τρόπο παρόμοιο που τα σπουργίτια τσιμπολογάνε τους σπόρους, έτσι μου σέρβιρε φρούτα από μια πιατέλα.
«Έπρεπε να ζήσει μες στη στέρηση για τρία ολόκληρα χρόνια το πρωτοπαίδι μου;» αναρωτήθηκε, μου ‘δωσε να πιω και να φάω, ενώ με κοίταζε επίμονα. Κράτησε την κανάτα με το γάλα στα χείλη μου και μου χαμογέλασε. Μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλο εκστατικά, μ’ ένα τρυφερό αίσθημα ντροπής.
Κάποια στιγμή η αξιολάτρευτη σερβιτόρα παίρνει μια γαβάθα με κοκκινόψαρο και έρχεται κοντά μου, στεφανωμένη από ένα ουράνιο τόξο.
«Στη γη είμαι μια σκιά στον καθρέφτη της μέρας, τη νύχτα γίνομαι υγρή φωτιά, καθώς εσύ μεθάς μέσα στ’ όνειρο. Δε μπορώ να ξεχάσω τα φιλιά Σου!» μου είπε.
Μπορεί άραγε να υπάρξει τέτοια συγχώρεση στη γη;
Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου στο φως: «Αποζητάς την αιώνια ζωή μου;»
Όπως ηχούν τα σχοινιά όταν τεντώνονται, έτσι ξεστόμισε μια λέξη: «Έλα!»
«Μήπως με κοροϊδεύεις μ’ ένα θαύμα, σα σκυλί που μου γλύφει ντροπαλά τα μάγουλα;» και αμέσως πήρε ένα μαντήλι, με πλησίασε και μου σκούπισε τα δάκρυα. Με κοίταξε, χωρίς ν’ απορεί, χαμογελώντας περιπαικτικά και προκλητικά.
«Άμορφη! Κλαίω γιατί δε νιώθεις πως ο αγαπημένος Σου κρύβεται μέσα σε θάμνο. Στο σπίτι όπου ήταν να τον συναντήσεις, εκεί είναι ακόμα και κρατά αγκαλιά το χλωμό προσωπάκι Σου!»
Με τα χέρια της έτριψε μια κόκκινη ουσία στα μάγουλα, αρνούμενη τις κατηγορίες. «Μήπως επειδή μπορεί να με κοροϊδεύει το κάθε κοριτσάκι… Να, τούτος εδώ δεν κράτα τίποτα στα χέρια, αιωρείται μόνο, κοπιάζοντας να ενωθεί μ’ αυτή που ‘ναι τις νύχτες κοντά του. Δεν είναι άραγε κοριτσάκι; Γιατί δεν προσπάθησες ποτέ να φέρεις πίσω το αγόρι αυτό, με το οποίο σε συνδέει η θλίψη; Είσαι μαθημένος σε κάποια πράγματα. Γιατί το εγκατέλειψες μισοπεθαμένο, να παραδέρνει άψυχο και νεκρό;
Αλλά φοβάμαι ότι όλα αυτά είναι μόνο ένα όνειρο. Αν ακολουθήσω τα ίχνη σου, θα βρω τον θάνατο!»
Φάνηκε τότε να μας χωρίζει ένα τείχος. Με κοίταξε με θλιμμένο βλέμμα, ενώ η φωνή της ήταν ακόμα πιο θλιμμένη. Όσο την επιθυμούσα, τόσο μελαγχολούσα. Έπειτα έκλεισε τα μάτια, και πλέον δεν την αναγνώριζα.
Έφυγε, λέγοντας με σβησμένη φωνή: «Παραμένω εντούτοις η πιο ταπεινή. Ως να βαδίσεις μες στη μεγάλη νύχτα, θέλω να σε πάρω στα γόνατά μου!»
Τα χρόνια πέρασαν όπως ο ήλιος που βυθίζεται στη θάλασσα.

Oskar Kokoschka, Dresden Neustadt, 1919
 
Όλα αυτά τα χρόνια, ένας κωπηλάτης διέσχιζε τη ζωή, ρίχνοντας συχνά τα δίχτυα της ελπίδας. Τι κατάφερε; Προς απογοήτευσή μου, η νεκρή ανατάραζε τα κύματα, χωρίς να δώσει κάποιο σημάδι, σημείωμα ή μήνυμα, ικανό να κατευνάσει την τρικυμία των ελπίδων μου. Τότε σερνόμουν δεξιά-αριστερά και ούρλιαζα με άγρια και ακατανόητη οργή: «Τι σκύλος που ‘μαι, να μη μπορώ παρά μόνο μες στ’ όνειρο ν’ αγγίξω το Καλό!»
«Τα δώρα της φιλίας δεν πρέπει να σχολιάζονται. Δεν κέρδισες τίποτα λιγότερο απ’ το μεγάλο όνειρο, νεαρέ μου, δεν πρόκειται να ξυπνήσεις απ’ αυτό. Περιπλανιέσαι μες στ’ όνειρο, μέσα στη θύελλα της μακαριότητας! Δε ρωτώ πια, για ποιο λόγο μ’ αγαπάς μέχρι θανάτου, ούτε γιατί σε πληγώνει αυτό που σε απελευθερώνει!»
Ρώτησα τη φωνή: «Μπορώ να βγάλω το ζεστό ρούχο που μέσα του κατοικώ;»
«Ναι! Και προσπάθησε να περάσεις τη μαύρη γέφυρα. Ο θάνατος παιδεύει τους νέους από πολύ νωρίς!»
Όλος χαρά έφτασα στη θάλασσα. Ψηλά έλαμπε το φεγγάρι. Βούτηξα μέσα και ένιωσα ένα χεράκι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Με αδειάζεις από ζωή, παιχνιδιάρικο κορίτσι, και μ’ αφήνεις να γλιστρήσω μέσα απ’ τα δάχτυλά σου!»
«Θέλω να πλαγιάσω δίπλα Σου, και να γίνουμε ένα!»
«Έρχεται φουσκοθαλασσιά! Εσύ, αξιολάτρευτη, τσαλαβουτάω μ’ ανοιχτή αγκαλιά. Τι απομένει να πιάσω; Είναι ανοιχτοί όλοι οι υδατοφράχτες. Μια απέραντη υδάτινη κλίνη απλώνεται μπροστά μου. Σου ‘ρχομαι! Φεγγαρογυναίκα!»
Άρχισε να τρέμει. Ακούμπησε τα χλωμά της μάγουλα, σαν αμνός, στα γόνατά μου, έβαλε τα ζεστά μου δάχτυλα στο στόμα και με αγκάλιασε, τρυφερά και εγκάρδια. Μετά βγήκε απ’ το νερό, με πήρε στα χέρια και με έβγαλε έξω στην ακτή. Με τα δάχτυλά της πίεσε τα μάτια μου, δίνοντας στο πρόσωπό μου τη μορφή της σκοτεινής γης που ξέρει ν’ αγαπά με φειδώ και ν’ αποδέχεται το εφήμερο. Πάνω απ’ το ξένο μου σώμα υψώθηκε τότε το φάντασμα της αγάπης μου, δίχως γήινο πλέον περίβλημα.
«Φεγγαρογυναίκα, επιτρέπεται τώρα που έχασα το σώμα μου να ‘μαστε μαζί; Ω φεγγαροκόριτσο, ήταν αυτή η τελευταία φορά που συναντηθήκαμε στη γη και μου προξένησες μια τόσο δυνατή επιθυμία; Ορίστε λοιπόν, βρέθηκες μ’ ένα παιδί που απ’ τα μάγια σου θέλησε να ενωθεί μαζί Σου!»
(μετ. Νίκος Βουτυρόπουλος)

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2017

Γύρω τριγύρω μου ερημιά…

Μες στα βαθειά μεσάνυχτα κυλούσε το καράβι,
και στον ἀφρό της θάλασσας κάποιο ένα φως κομάτια...
 
https://yannisstavrou.blogspot.com

Νίκος Γκάτσος

Της μοναξιάς

Ἐσὺ βραδιά, ποὺ ἄπλωσες γύρω τὰ μαῦρα σου φτερά,
κι’ εἶσαι μονάχος σύντροφος στοῦ κήπου τὴ βεράντα,
ἔλα νὰ κλάψουμε μαζὶ τὰ νιᾶτα σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ
ποὺ εἶχα δικά μου κάποτες καὶ τἄχασα γιὰ πάντα!

Κι’ ἐσύ, φεγγάρι, ποὺ περνᾶς μέσα στὰ σύννεφα γοργά,
κι’ ὅλα τὰ λούζεις στὸ ἄϋλο φῶς καὶ στὰ ἀσημένια κάλλη
Κάποιας ζωῆς ἀπόκοσμης, τώρα, ποὺ ἡ νύχτα ἀναριγᾶ,
πές μου, φεγγάρι, τὰ παλιὰ δὲ θὰ ξανάρθουν πάλι;

Γύρω τριγύρω μου ἐρημιά… Σὲ νιώθω, τῆς ψυχῆς μου καημέ,
τόσο, ποὺ μέσα στὴ ζωὴ δὲ σ’ ἔνιωσα ποτέ μου!…
Εἶσαι μιὰ θλίψη ὁλότρεμη καὶ μιὰ πικρὴ λαχτάρα, –ὠϊμέ!–
σὰ σιγανὸ μὲς στὰ κλαριὰ ψιθύρισμα τοῦ ἀνέμου…

Τίποτα! Μόνο ἐρείπια μιανῆς χαρᾶς πολὺ γοργῆς
κι’ ἕνα τραγοῦδι μακρυνὸ στῆς νύχτας τὸ μυστήριο…
Καὶ συλλογιέμαι, τί μπορεῖ ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴ μάταιη γῆς
ἔτσι βαθιά μου ν’ ἀντηχεῖ, –σαν πένθιμο ἐμβατήριο!

(ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 119-120, 1 & 15 Δεκ. 1931, σελ. 1255)

Ρωμαντισμός

Μὲς στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα κυλοῦσε τὸ καράβι,
καὶ στὸν ἀφρὸ τῆς θάλασσας κάποιο ἕνα φῶς κομάτια.
Φανταστικὰ στοῦ κρουσταλλιοῦ τὴν ὄψη, ἡ ἀχτίνα παύει
νὰ καίει σὰ φλόγα, κι ἀλαφρὰ χαϊδεύει σου τὰ μάτια.

Τώρα… Μὰ σὰν ἔναν καιρὸ στῆς μοίρας τὴν πλημμύρα
φεύγεις κι ἐσὺ γιὰ τ’ ὄνειρο, μοιραῖα έθὰ ρθεῖ νὰ ὑφάνει
μὲς στην καρδιά σου ἡ δόξα μας τὸ στίχο τοῦ Πορφύρα:
«Μόνο τῆς μπόρας ἔμειναν οἱ γλάροι καπετάνιοι…».

(ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 134, 15 Ιουλ. 1932, σελ. 761)