t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Σκοντάφτοντας στο διαφορετικό μου πρόσωπο...

Η νύχτα δίψασε για ίσκιους
για χείλη δίψασε η πηγή
στενάζει ο άνεμος στα φύλλα
κι είναι η σελήνη μοναχή...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα
Δολοφονημένος απ’ τον ουρανό

Ανάμεσα  στα  οχήματα  που  παν ως  το  ερπετό
και  στα  σχήματα  που  ψάχνουνε το  κρύσταλλο,
θ’ αφήσω  να  μακρύνουν  τα  μαλλιά  μου.
Με  το  κουτσουρεμένο  δέντρο  που δεν  τραγουδά
και το  παιδί  με  το  λευκό  από  αυγό  πρόσωπο.
Με  τα ζωάκια που  έχουνε  σπασμένο  το  κεφάλι
και  το  νερό κουρελιασμένο  απ’  τα  ξερά τα  πόδια.
Με  όλα  εκείνα που  έχουνε  μια  κούραση  κωφάλαλη
και  μια  πνιγμένη  πεταλούδα  μες  στο  μελανοδοχείο.
Σκοντάφτοντας
στο  διαφορετικό  μου  πρόσωπο της κάθε  μέρας
Δολοφονημένος  απ’  τον  ουρανό!

(Μετ. Βασίλης Λαλιώτης)

Τραγούδι

Η νύχτα δίψασε για ίσκιους
για χείλη δίψασε η πηγή
στενάζει ο άνεμος στα φύλλα
κι είναι η σελήνη μοναχή

Μα εγώ διψώ για ένα τραγούδι
να φτάνει ως τους ουρανούς
δίχως φεγγάρια δίχως κρίνους
και δίχως έρωτες νεκρούς.

Ένα τραγούδι όλο γαλήνη
ένα τραγούδι φωτείνο
παρθένο από την αγωνία
κι από τη θλίψη ορφανό

Η νύχτα δίψασε για ίσκιους
για χείλη δίψασε η πηγή
μα εγώ διψώ για ένα τραγούδι
να φτάνει μέσα στη ψυχή

(Μετ. Σωτήρης Τριβιζάς)

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

«Μπορείς να περιγράψεις αυτό;»

Ο γαλήνιος Ντον κυλάει ήσυχα  
το κίτρινο φεγγάρι μπαίνει στο σπίτι
Μπαίνει με το καπέλο του στραβά 
το κίτρινο φεγγάρι βλέπει τη σκιά 


http://yannisstavrou.blospot.com
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά

Άννα Αχμάτοβα
Ποιήματα

Εισαγωγή
                                                                                                   
Ήταν μια εποχή που μόνο οι νεκροί
χαμογελούσαν, ευτυχισμένοι στην ησυχία τους.                             
Το Λένινγκράντ κρέμονταν σαν ένα άχρηστο                                           
κόσμημα στην πλευρά των φυλακών                                                         
Μια εποχή όταν τρελαμένοι απ’ τα βασανιστήρια                          
οι κατάδικοι σε φάλαγγες περπατούσαν                                                    
και τα σφυρίγματα των μηχανών                                                                
το σύντομο τραγούδι του αποχωρισμού έλεγαν                             
Αστέρια θανάτου πάνω μας στέκονταν                                                      
κι η αθώα Ρωσία κουλουριάζονταν                                                            
κάτω από τις ματωμένες μπότες                                                                 
κάτω από τους τροχούς της κλούβας.

1 Απριλίου 1957  
Λένινγκραντ                                  
Αντί  προλόγου

                                 
Στα φοβερά χρόνια της Γιεζοφτσίνα*, πέρασα 17 μήνες
περιμένοντας στην ουρά μπροστά στις φυλακές του
Λένινγκραντ.
Μια μέρα κάποια με γνώρισε. Τότε μια γυναίκα
που στεκόταν πίσω μου και δεν είχε ακούσει μάλλον ποτέ το
 όνομά μου βγήκε από τη νάρκη πού όλοι ήμασταν και ρώτησε
με τα παγωμένα χείλη της κοντά στο αυτί μου ( όλοι μιλούσαμε
 ψιθυριστά εκεί).                                                                               
«Μπορείς να περιγράψεις αυτό;»                                                                       
«Μπορώ», είπα.                                                                                   
Τότε ένα αδιόρατο χαμόγελο απλώθηκε πάνω σ’ αυτό που
κάποτε ήταν το πρόσωπό της.                                                      

*Γιεζοφτσίνα: Ο Γιεζόφ ήταν αρχηγός της μυστικής αστυνομίας του Στάλιν
κατά τα τέλη του 1930 και καθαιρέθηκε αργότερα και ο ίδιος.


1                                                                                 

1935
     
Σε πήραν μακριά την αυγή                                                              
περπατούσα πίσω σου σαν σε κηδεία                                                        
Τα παιδιά έκλαιγαν στο σκοτεινό δωμάτιο,                                     
Τα κεριά έσταζαν κοντά στην εικόνα                                                          
Η παγερότητα της εικόνας στα χείλη σου.                                      
Ιδρώτας θανάτου στο μέτωπό σου…Μη ξεχνάς!                           
Θα ουρλιάζω κοντά στους πύργους του Κρεμλίνου                                  
σαν τις γυναίκες των Στρέλτσι*
                                                                                                                                    
(Το ποίημα αναφέρεται στη σύλληψη του Ν.Ν.Πούνιν)                                                                                                                  
* Οι Στρέλτσι, ήταν σώμα στρατιωτικό που οργανώθηκε γύρω
στα 1550 από τον Ιβάν τον Τρομερό. Στα 1698 ο Πέτρος τους
νίκησε έξω από την Μόσχα και τους διέλυσε.   
            

2                                                        

Ο γαλήνιος Ντον κυλάει ήσυχα                                                      
το κίτρινο φεγγάρι μπαίνει στο σπίτι                                              
Μπαίνει με το καπέλο του στραβά                                                  
το κίτρινο φεγγάρι βλέπει τη σκιά                                                 
Αυτή η γυναίκα είναι άρρωστη                                                      
αυτή η γυναίκα είναι μόνη                                                         
Ο άντρας στον τάφο, ο γιός στη φυλακή                                        
κάνετε για μένα την προσευχή

5
     
Δέκα εφτά μήνες ουρλιάζω                                                          
και σε καλώ να γυρίσεις σπίτι                                                     
Στου δήμιου έπεφτα τα πόδια                                                       
γιέ μου εσύ και φρίκη μου                                                         
όλα μπερδεμένα είναι εδώ                                                          
Ποιός είναι άνθρωπος                                                              
και ποιός θεριό                                                                   
Για την εκτέλεση θ’ αργήσει                                                       
Και μόνο σκονισμένα άνθη                                                          
και θυμιατήρι κουδουνίζει                                                         
Πατήματα πηγαίνουν πουθενά                                                        
Ίσια στα μάτια με κοιτά                                                           
Με γρήγορο χαμό απειλεί                                                           
πελώριο αστέρι από ψηλά 

(Μετ. Μαρία Καρδάτου)

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Τελευταίο ταξίδι...

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύη,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ένα καράβι φεύγει, λάδι σε χαρτί

Κώστας Καρυωτάκης
Θέλω να φύγω πια από δω

Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελέυθερο, γενναίο.

Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.

Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.

Να μην υπάρχει τίποτε, τίποτε πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.

Τελευταίο ταξίδι

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Νάμουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.

Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύη,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζης την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

διότι θυμάμαι την Αθηνά τρελή από πόνο και ντροπή...

Έτσι, στη χώρα των Ενακοσίων, τη βουβή,
χάθηκαν εκείνην την ημέρα ο Σάτυρος, η Εστία
ο Απολλύων, ο Ερμής, τρεις Μούσαι, δύο Χάριτες...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά

Πάνου Θεοδωρίδη
Θεομαχία

Όταν εγκαταστάθηκαν στην κάμπο των Ενακοσίων
στοιχημένες οι σκηνές των, ακαθόριστα φλάμπουρα
οι άγιοι της Ανατολίας στρατηγοί και της Συρίας
οι λιπόσαρκοι ηγέται οι λαοί αναθάρρησαν
και ριπές ιαχών τα σύννεφα κοκκιάσανε.

Μπροστά, σε ίππον θαλασσήν, ετρόχαζε Θεόδωρος
ο Τήρων. Με κλαγγή στην παράταξη εκλεϊζοντο
οι άγιοι Ιγνάτιος, Χριστόφορος, Ζεβήλ και Τραϊανός
και μες στα σύθαμνα, τρελοί για τη χωσιά
οι Καππαδόκαι Μελισσηνοί και ο άγιος Μαρδάριος.

Των παροίκων αι καθέδραι και των ελευθέρων
τα αξιοθρήνητα καλύβια: φλόγες ανέθρωσκαν
που τα ετύλιγαν πανημερία από των Ισαύρων
τις σαγίτες. Κι όσοι ραδίκια εμάζευαν στην άκρη
των κατάντη λόφων περίμεναν το πλιάτσικο.

Στο απέναντι στρατόπεδο σε μυτερά βράχια
χωρίς καλό νερό και τρώγοντας τα βελανίδια
πετούσαν οι θεοί. Αναίσθητα φουσάτα κουρελήδων
που σύναξαν ο Απόλλωνας κι ο Βάκχος ενώ η Αθηνά
μελαγχολούσε μεθυσμένη σε σκουριασμένη κάμα.

Των σατύρων και των νυμφών οι συστοιχίες
Λόγω του εδάφους και του τσίπουρου είχανε
φρόνημα υψηλόν. Ο Παν κατόπτευε τα πέριξ
εύθυμος ενώ του Ποσειδώνος οι εφεδρείες
είχαν αποβραδίς απωλεσθεί στους βάλτους.

Ετσι, όταν την αυγή άρχισε η επίθεση
κι ο καλπασμός των ανατολικών αγίων, λίγοι
δε γνώριζαν ποιον θα δοξάσει η σφαγή.
Πρώτος Θεόδωρος ο Τήρων τον Απόλλωνα
Διεπέρασε με το κυματιστό του φάσγανο.

Και τον Ερμή ποδοπατήσαν ρυθμικά
Λύκιοι προσφάτως βαπτισθέντες. Οι ασχημονούντες
Τραγοπόδαροι κάηκαν σε μυρωδάτες κληματσίδες
κι ο Πλούτωνας με τη δραστήρια Περσεφόνη
δε προλάβαιναν να κατεβάζουνε στον Άιδη

ψυχές ανόητες θεών που αποτόλμησαν
με την ορθοδοξία να τα βάλουν οι αχρείοι.
Έτσι, στη χώρα των Ενακοσίων, τη βουβή,
χάθηκαν εκείνην την ημέρα ο Σάτυρος, η Εστία
ο Απολλύων, ο Ερμής, τρεις Μούσαι, δύο Χάριτες

ο υπερήφανος Αχιλλεύς, ο Προμηθεύς, ο Παν
όλες οι νύμφες της Μακεδονίας (ναι,
και η Αρεθούσα, κι εκείνη η άλλη της Μιέζης)
της Εκάτης οι εγγονές, εννιά παιδιά του Δία
κι ο ακαμάτης Θράξ ιππεύς αυτοπροσώπως.

Τα ίδια και χειρότερα συνέβησαν στην Ίδη
Και στη Δρουσιπάρα, στο Πάγγαιον και στου Φά-
γρη τα στενά (εκεί ο Ποσειδώνας διαμελίστηκε
από τον όσιο Ζεμφίρ που ήταν ηθοποιός
πριν τον ρίξουν σε καζάνι με αστακόζουμο)

Αλλά στα Μεδιανά, κοντά στην Κύρρο, εκεί
ο Ηρακλής ήταν που χάθηκε στο γκρίζο γιαούρτι
μιας πολτώδους λόχμης και τού ‘δεσαν τριχιά
στον σβέρκο και τον έσερναν σ’ όλα τα νυμφαία
της Μπουτσάβας μετατρέποντάς τα σε ναούς.

Πάει καιρός που όλα τελείωσαν. Συμμαχίες
και πρωτόκολλα, παραδόσεις ξιφών και σπονδές
φρουράρχων του πολέμου τις οδύνες προσφυώς
αντικατέστησαν. Αλλά τα γράφω αυτά διότι θυμάμαι
Την Αθηνά τρελή από πόνο και ντροπή

να τρέμει στο θαλασσινό αγιάζι μια στη
Θάσο και μια στα Δρένια της Αμολιανής να βόσκει
ταπεινά τις αγελάδες της μονής Βατοπεδίου
ενώ την ψάχνει έκτοτε σ’ όλα της γης τα πλάτη
ερωτευμένος τελεσίδικα κι απολυταρχικά

ο άγιος Μαρδάριος, καύχημα των Λαζών και
των Αρμένων Καυκασίων που, εκβάς από τη χωσιά
βλέπει την αγέρωχη γυναίκα να αμύνεται κι αυτός
να τον χωρίζουν απ’ την αγκαλιά της κουφάρια
αμέτρητα Ερώτων και να μη τη φτάνει

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Καλπούζος - Σάος, παντομίμα φαντασμάτων

http://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)


Τα ηλεκτρικά φώτα αντιφέγγιζαν στο λιμάνι και μακρύτερα στραφτάλιζε το πέλαγος κάτω απ' το φως της σελήνης. Προς τον νότο υψωνόταν επιβλητικός ο σκοτεινός όγκος του βουνού Σάος...
Γιάννης Καλπούζος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ
ΣΑΟΣ. ΠΑΝΤΟΜΙΜΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Λίγα λόγια για το καινούργιο του βιβλίο...

Το νησί ύστερα από έναν τρομερό σεισμό βυθίζεται σταδιακά. Οι άνθρωποι ανεβαίνουν ολοένα ψηλότερα για να σωθούν.

Η κανονικότητα της ζωής του Παρασκευά, της αγαπημένης του εγγονής Θαρρενής, μα και όλων των κατοίκων ανατρέπεται απότομα. Έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο, τον φόβο, την απόγνωση και τον θάνατο, ενώ θ' αναμετρηθούν με ανομολόγητα μυστικά, πόθους και πάθη.

Στην ανάβαση προς το βουνό Σάος περιπλέκονται μια αινιγματική διαθήκη, πολιτικοί-καρικατούρες, βιαστές και δολοφόνοι, ηγέτες-νάνοι, καθημερινοί άνθρωποι-γίγαντες, το καθήκον, η αλληλεγγύη και ο φιλοτομαρισμός, η μετάλλαξη των χαρακτήρων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, ο έρωτας που φυτρώνει σαν λουλούδι στη ραγισματιά της ασφάλτου, ο πλούτος και η φτώχεια των ψυχών, η ηθική και συναισθηματική κατάπτωση, η αποκτήνωση, η ελπίδα, το ίδιο το νησί, που θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα ή ο κόσμος ολόκληρος.


Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ γεννήθηκε στο χωριό Μελάτες της Άρτας το 1960. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, στίχους σε 70 τραγούδια, διηγήματα και μυθιστορήματα. Με την ποιητική συλλογή Έρωτας νυν και αεί ήταν υποψήφιος στη βραχεία λίστα για το Κρατικό Βραβείο Ποίησης 2008, ενώ το 2009 τιμήθηκε με το Βραβείο Αναγνωστών του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (Ε.ΚΕ.ΒΙ.) για το μυθιστόρημά του Ιμαρέτ. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του ΣΑΟΣ. ΠΑΝΤΟΜΙΜΑ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ και Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΩ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟ ΣΟΥ, ενώ ετοιμάζονται οι επανεκδόσεις των μυθιστορημάτων του ΙΜΑΡΕΤ, ΑΓΙΟΙ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ και Η ΟΥΡΑΝΟΠΕΤΡΑ.

* * * *

Δεν κέρδισε αδίκως το βραβείο των αναγνωστών, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Γνωρίζει να προσφέρει την απλή χαρά της εξιστόρησης, χωρίς να εκβιάζει την κατάθεση ηθικοπλαστικών πορισμάτων. Αφήνει με διακριτικότητα στο φόντο των επιμέρους ιστοριών τούς στοχασμούς που τις συνέχουν και αφοσιώνεται στη λαγαρότητα των σκηνών και της γλώσσας.
Λίνα Παναταλέων, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

μεγάλες προσδοκίες – που διαψεύστηκαν...

και πόσο εντέλει αδιάφορο είναι πάντα
το τέλος – όταν όλοι, τσακισμένοι,
γυρίζουν στην ανυπαρξία...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Διονύσης Καψάλης
Διάβαζα τις "Μεγάλες Προσδοκίες"

Διάβαζα τὶς Μεγάλες Προσδοκίες
(δεκατριῶν, μπορεῖ δεκατεσσάρων)
νύχτες καὶ νύχτες κάτω ἀπ' τὶς κουβέρτες
σχεδὸν κρυφά, σὰν ἀπὸ κάποια ἀνάγκη
νὰ κρύψω τὴν ὑπόσχεση τοῦ κόσμου,
νὰ τὴ φυλάξω μέσα μου. Ποιός κῆπος,
πλήρης μὲ φόβους, πάθη καὶ φαντάσματα,
δεκατριῶν ἐτῶν κι αὐτός, ποιός κῆπος,
ἐφηβικὸς κι ἀρχέγονος καὶ πλήρης,
ἔπαιρνε, λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο
(μπορεῖ καὶ λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἔρωτα),
μέσα στοὺς ἄλλους ἴσκιους του καὶ φύλαγε
τὸν Πίπ, τὸν Τζό, τὴν Μπίντυ, τὴν Ἐστέλλα,
βαθιὰ μέσα στοὺς ἴσκιους του, ἀπ' ὅπου
ἡ πνιγηρὴ φιγούρα τῆς Μὶς Χάβισαμ
θὰ μοίραζε μὲ ἀραχνιασμένα δάχτυλα
μιὰ σκωληκόβρωτη γαμήλια τούρτα,
κι ὁ ἄμοιρος ὁ Μάγκγουιτς θὰ σκορποῦσε
στὸ φῶς τὴ σκοτεινή του εὐεργεσία –
ποιός κῆπος, καθὼς βάραιναν τὰ βλέφαρα
κι ἔπεφτε τὸ βιβλίο κι ὅλα καίγονταν
σὲ μιὰ μεγάλη ἀνάφλεξη, μιὰ λάμψη
ἀγάπης ποὺ καταύγαζε τὸν κόσμο
γιὰ μιὰ στιγμὴ – ποιός κῆπος σαρκωνόταν
ὥσπου ἔσβηνε στὸ θάμπωμα τοῦ ὕπνου;
Ὅμως τὸ τέλος τοῦ μυθιστορήματος
δὲν τὸ κατάλαβα ποτέ: «δὲν εἶδα
τὸν ἴσκιο ἄλλου χωρισμοῦ μας» – τί θὰ πεῖ;
Ἔσμιξαν ἐπιτέλους ἢ χωρίσανε;
Ἡ φράση εἶναι μᾶλλον διφορούμενη
ἢ ἔτσι πίστευα· πῶς θὰ μποροῦσαν
νὰ πλάσουν αἴσιο τέλος δύο τόσο
ξένοι κι ἀσύμβατοι στὰ αἰσθήματα, χωρὶς
μιὰ ἔκρηξη ἀναγνώρισης, μιὰ λύπη
ἀπόλυτη νὰ τοὺς μεταμορφώσει;
Πέρασαν χρόνια γιὰ νὰ καταλάβω
(κι ἴσως ἀκόμα νὰ μὴν ξέρω) πόσο
ἐντέλει ἀδιάφορο ἦταν τὸ τέλος
(ἀλλὰ κι ὁ Ντίκενς, ὅπως ἔμαθα μετά,
δὲν ἤξερε ποιό τέλος νὰ διαλέξει),
καὶ πόσο ἐντέλει ἀδιάφορο εἶναι πάντα
τὸ τέλος – ὅταν ὅλοι, τσακισμένοι,
γυρίζουν στὴν ἀνυπαρξία, σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν Πὶπ καὶ Τζὸ καὶ Μπίντυ,
οὔτε καὶ ἄκαρδη Ἐστέλλα· σὰν ποτὲ
νὰ μὴν ὑπῆρξαν, πρὶν ἀπὸ τὸν ὕπνο,
μεγάλες προσδοκίες – ποὺ διαψεύστηκαν.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Μήνυμα δε μου έρχεται κανένα...

προς τα καράβια πού 'φυγαν εκοίταζαν - ακόμα...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ναυτική ιστορία, λάδι σε καμβά

Κώστας Ουράνης
Nel mezzo del᾿ cammin...

Νά ῾μαι κ᾿ ἐγὼ στὸ μέσο της ζωῆς μου,
μὰ δάσο σκοτεινὸ δὲ βλέπω μπρός μου
κι οὔτε τὸ φάντασμα τοῦ Βιργιλίου,
νὰ γίνει παραστάτης κι ὁδηγός μου.

Οὔτε δάσο, οὔτε φάντασμα! Μονάχα
μιὰ πένθιμη ἐρημία ποὺ μὲ παγώνει.
Ὅσο βαδίζω, τόσο καὶ πλαταίνει
τῆς σιωπῆς ὁ κύκλος ποὺ μὲ ζώνει...

Σὰν ξένη, σὰν ἀπίθανη ἱστορία
σ᾿ ἕνα παλιὸ βιβλίο ἰστορημένη
καὶ ποὺ θαμπὰ τὴν κράτησεν ἡ μνήμη -
ὅλη ἡ ζωή μου, τώρα, ἡ περασμένη.

Μήνυμα δὲ μοῦ ἔρχεται κανένα
κι ἄνοιξη πιὰ καμμία δὲν περιμένω:
στὸ δρόμο τὸ γυμνὸ ποὺ περπατάω,
ὡσότου νὰ πεθάνω - θὰ πεθαίνω!


Νοσταλγίες

Μοιάζω τοὺς γέρους ναυτικοὺς μὲ τὶς ρυτιδωμένες
καὶ τὶς σφιγγώδεις τὶς μορφές, ποὺ εἶδα στὴν Ὁλλανδία,
παράμερα στῶν λιμανιῶν τοὺς φάρους καθισμένους
νὰ βλέπουνε, ἀμίλητοι, νὰ φεύγουνε τὰ πλοῖα.
Τὰ μάτια τους, ποὺ εἴχανε δεῖ κυκλῶνες καὶ ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικὰ τὰ παρακολουθοῦσαν,
καθὼς σηκώναν τὶς βαριὲς ποὺ τρίζαν ἄγκυρές τους
καὶ μπρὸς στοὺς φάρους ἤρεμα, πελώρια περνοῦσαν.
Σὲ λίγο τὴν ἀπέραντη τὴ θάλασσα ἀλαργεύαν
καὶ χάνονταν, ἀφήνοντας στὴν πορφυρὴ τὴ δύση
ἕναν καπνό, ποὺ αὐλάκωνε τὸν οὐρανὸ πρὶν σβήσει:
κι ὅμως οἱ γέροι ναυτικοί, ἀκίνητοι στοὺς φάρους,
μὲ τὴ μεγάλη πίπα τους σβησμένη πιὰ στὸ στόμα,
πρὸς τὰ καράβια πού ῾φυγαν ἐκοίταζαν - ἀκόμα...

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Κοντός, τέλος...

Όπως αντιλαμβάνεσθε,
όλα μαθηματικώς με οδηγούν
στην επόμενη στροφή που περιμένει:
ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καράβι στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Γιάννης Κοντός (1943-21/1/2015)

Πίσω από τα καθημερινά

Πίσω από τα καθημερινά τα πράγματα
Υπάρχει ένα καθημερινό όνειρο
Να πάρεις το λεωφορείο, να πιεις καφέ,
να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους ουρανούς,
πολιτικές εξουσίες,εξουσίες ξυράφια
από ψεύτικους ουρανούς

Η λέξη στο μαχαίρι, τα μυστικά στους δρόμους

Βρίσκεσαι σπίτι και προσπαθείς να στηρίξεις
το ταβάνι με τους καπνούς του τσιγάρου
Γυρνάς στη τσέπη ανάποδα και προσπαθείς
να αποστρέψεις τα μάτια από ψεύτικους ουρανούς

πολιτικές εξουσίες,εξουσίες ξυράφια
από ψεύτικους ουρανούς

Η λέξη στο μαχαίρι, τα μυστικά στους δρόμους.

Ράλι

Σήμερα οδηγώ πολύ νευρικά
και με μεγάλες ταχύτητες την πολυθρόνα μου.
Ήδη έχω σπάσει τρεις φορές
το φράγμα του νέφους.
Έχουν σακατευθεί, έχουν σκοτωθεί
πολλοί σωσίες μου. Έμεινα μόνος.
Μόνος οδηγώ αυτόν τον κίνδυνο.
Περνώ αστραπιαία και με κοιτούν
με απορία. Ούτε κατάλαβα ποτέ
γιατί τρέχω έτσι ακίνητος, αφηρημένος,
κοιτώντας αλλού την ησυχία.
Τα σήματα της τροχαίας κάποιος
τα έχει αλλάξει και δείχνουν συνέχεια μονόδρομο.
Πολλές φορές την πόλη την έχω δει ανάποδα
ή έχω πέσει σε βαθιά νερά.
Άλλες φορές οι λακούβες είναι στρωμένες
με μπαμπάκι, η ορατότητα αρίστη.
Όπως αντιλαμβάνεσθε,
όλα μαθηματικώς με οδηγούν
στην επόμενη στροφή που περιμένει:
ο γκρεμός, η θάλασσα, η απογείωση.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Πάρε μας, νύχτα...

Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, λάδι σε καμβά

Νίκος Καρούζος
Διάλογος Τρίτος

Νύχτα εξοντωτική,
το κυριακάτικο φως περιμένουμε.
Κι΄ αν είναι να μην έρθει
απαγχόνισέ μας απ΄ τα΄ άστρα,
να αιωρούμεθα προς δόξαν του μηδέν.
Καταβροχθίσαμε τον πόνο,
τι άλλο μας μένει,
μπορούμε να φύγουμε.
Πάρε μας, νύχτα
καθώς μια τελευταία ομορφιά του κόσμου,
αν είναι
να μην
έρθει
το φως.
Μη μας εγκαταλείψεις,
απ΄ το γαλάζιο σου φόρεμα πιαστήκαμε,
στο μαύρο ήλιο μη μας αφήσεις.
Είναι μοιραίο
να
μη
διακρίνουμε τότε.
και θα χτυπούμε το στήθος στις ακρογιαλιές της φωνής μας
για ένα κύμα
αν γυρίζουν πίσω τα κύματα,
για να μας πάνε, να μας πάνε …
Δε μας έδωσε σημεία το φως
και μάταια περιμένουμε.
Λύτρωσέ μας, νύχτα.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς...

Μάνος Χατζιδάκις
Αθανασία
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία: Φλέρυ Νταντωνάκη

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά
Σ’ αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές
κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψαμε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές

Είσαι σκληρή σαν του θανάτου τη γροθιά
μα ήρθαν καιροί που σε πιστέψανε βαθιά
Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς
Ομορφονιά, που δε σε κέρδισε κανείς

όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Περιφρονώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα 'επώνυμους' πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία, την πάσα λογής χυδαιότητα, καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου...

Μάνος Χατζιδάκις
«Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό»
Μελβούρνη, 1980
(δημοσιεύτηκε στην ομογενειακή εφημερίδα Νέος Κόσμος)



Γιάννης Σταύρου, Μάνος Χατζιδάκις, μικτή τεχνική

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του '25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες.
Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου απ' την Κρήτη. Με φέραν το '31 στην Αθήνα απ' όπου έλαβα την Αττική παιδεία -όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία.
Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ' την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι' αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν' αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.
Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ' απομάκρυναν απ' τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι' αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή - σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Ταξίδεψα πολύ. Κ' αυτό με βοήθησε ν' αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.
Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια -δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής- μέσ' απ' τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία.
To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρισήμιση εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω.
Εξόφλησα τα χρέη μου το '72 κι' επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ' ένα παθητικό περίπου πάλι των τρισήμιση εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός.

Κι' έτσι απ' το '75 αρχίζει μια διάσημη 'εποχή μου' που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε ή υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσημο σ' όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ' όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ' αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω 'ακριβές καφενειακές ιδέες' πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν' αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν 'κατά κράτος'. Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.
Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι' όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ' αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.
Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω 'εις τον διάβολον' -πού λένε- κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα,
τους εύκολα 'επώνυμους' πολιτικούς και καλλιτέχνες,
τους εφησυχασμένους συνομήλικους,
την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία
την πάσα λογής χυδαιότητα
καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου.

Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη 'υψηλού πάθους'. Γι' αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.
Μάνος Χατζιδάκις

Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Της πεθαμένης της χαράς...

Μου λέει για τις αμυγδαλιές
π' ανθίζουν άσπρο χιόνι,
μου λέει για τριανταφυλλιές
και μοίρεται, τ' αηδόνι...


http://yannisstavrou.blogspot.com 

Ναπολέων Λαπαθιώτης
Αναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρεύει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...

Έχω ένα αηδόνι

Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ
κι ἀπ᾿ τὸ καημό του λιώνει.
Ἔχω ἕν᾿ ἀηδόνι στὸ κλουβὶ
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι.

Μοῦ λέει γιὰ τὶς ἀμυγδαλιὲς
π᾿ ἀνθίζουν ἄσπρο χιόνι,
μοῦ λέει γιὰ τριανταφυλλιὲς
καὶ μοίρεται, τ᾿ ἀηδόνι...

Καὶ παραδέρνει ἀνώφελα
καὶ τὰ φτερά τ᾿ ἁπλώνει,
κάθε ποὺ φεύγουν τὰ πουλιὰ
κι ἀναρριγοῦν οἱ κλῶνοι...

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015

ρίξε μας πέτρα μαύρη...

Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!...

 
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
(λεπτομέρεια από το έργο του Γεωργίου Ροϊλού
"Μεγάλοι ποιητές της γενιάς μου")

Κωστής Παλαμάς
Γύριζε

Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη
ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια
η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη.
Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει
το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη
κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι
στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.

Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους,
κι από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται.
Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.

Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα
ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι
κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα
των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι.

Και δημοκόποι Κλέωνες και λογοκόποι Ζωίλοι
και Μαμμωνάδες βάρβαροι και χαύνοι λεβαντίνοι
λύκοι, κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι
και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει...

Τ' αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη με φεγγάρι, λάδι σε καμβά

Wystan Hugh Auden
If I Could Tell You

Time will say nothing but I told you so
Time only knows the price we have to pay;
If I could tell you I would let you know.

If we should weep when clowns put on their show,
If we should stumble when musicians play,
Time will say nothing but I told you so.

There are no fortunes to be told, although,
Because I love you more than I can say,
If I could tell you I would let you know.

The winds must come from somewhere when they blow,
There must be reason why the leaves decay;
Time will say nothing but I told you so.

Perhaps the roses really want to grow,
The vision seriously intends to stay;
If I could tell you I would let you know.

Suppose the lions all get up and go,
And the brooks and soldiers run away;
Will Time say nothing but I told you so?
If I could tell you I would let you know.

Funeral Blues

Stop all the clocks, cut off the telephone,
Prevent the dog from barking with a juicy bone,
Silence the pianos and with muffled drum
Bring out the coffin, let the mourners come.

Let aeroplanes circle moaning overhead
Scribbling on the sky the message He Is Dead,
Put crepe bows round the white necks of the public doves,
Let the traffic policemen wear black cotton gloves.

He was my North, my South, my East and West,
My working week and my Sunday rest,
My noon, my midnight, my talk, my song;
I thought that love would last for ever: I was wrong.

The stars are not wanted now: put out every one;
Pack up the moon and dismantle the sun;
Pour away the ocean and sweep up the wood.
For nothing now can ever come to any good.

Γουάιστεν Χιου Όντεν
Αν ήξερα να σου πω

Ο χρόνος δε θα δείξει τίποτα, αλλά αυτό σ’ το είπα,
ο χρόνος γνωρίζει μόνο το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε.
Αν μπορούσα να σου πω, αν ήξερα, θα σ’ το έλεγα.

Αν είναι να κλάψουμε όταν οι κλόουν κάνουν παράσταση,
αν είναι να σκουντουφλάμε όταν παίζουν οι μουσικοί,
ο χρόνος θα το δείξει, αλλά κι αυτό σ’ το είπα.

Δεν έχω να σου πω κάτι περισπούδαστο, αν και
καθώς σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο μπορώ να πω,
αν μπορούσα να σου πω τι θα γίνει, θα σ’ το έλεγα.

Όταν φυσούν οι άνεμοι, έρχονται από κάπου
και σίγουρα υπάρχει λόγος που τα φύλλα μαραίνονται.
Ο χρόνος θα δείξει ή δε θα δείξει, αλλά κι αυτό σ’ το είπα.

Ίσως τα τριαντάφυλλα να θέλουν στ’ αλήθεια ν’ ανθίσουν
και το όνειρο να θέλει στα σοβαρά να μείνει μαζί μας.
Κι αν ήξερα τι να πω, θα σ’ το έλεγα.

Φαντάσου να έφευγαν όλα τα λιοντάρια,
να στέρευαν τα ποτάμια, να το έσκαγαν οι φαντάροι.
Ο χρόνος θα έλεγε: σας το είπα ότι θα γίνει.
Κι εγώ, αν ήξερα, θα σ’ το έλεγα.

Πένθιμο μπλουζ

Κόψτε τα τηλέφωνα, πάψτε τα ρολόγια,
Το πιάνο κλείστε, πνίξτε τύμπανα και λόγια.
Δώστε ένα κόκαλο στο σκύλο να ησυχάσει.
Ο θρήνος άρχισε, το φέρετρο ας περάσει.

Τ' αεροπλάνα από πάνω μας στενάζουν
«Πέθανε τώρα αυτός» στον ουρανό να γράψουν
Μαβιές κορδέλες βάλτε στ' άσπρα περιστέρια,
Οι τροχονόμοι μαύρα γάντια έχουν στα χέρια.

Ανατολή και δύση μου, βορρά και νότε,
Χαρά της Κυριακής, της εβδομάδας μόχθε.
Ήσουν φωνή, τραγούδι μου, μέρα, σκοτάδι,
Πίστευα αιώνια τη δική μας την αγάπη...

Τ' αστέρια δεν τα λαχταρώ, πάρτε τα, σβήστε
Τον ήλιο ρίξτε τον και το φεγγάρι κρύψτε.
Αδειάστε τον ωκεανό, κάψτε τα δάση,
Τίποτα πια καλό, ποτέ, δε θα χαράξει.

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

φεύγει σαν πλοίο στην τρικυμία...

Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά

Κώστας Καρυωτάκης
Φυγή

Ἀμίλητη, κυνηγημένη
φτάνει σ᾿ ἐρειπωμένο τοῖχο·
στηρίζεται καὶ περιμένει
ἕνα κελάηδημα, ἕνα στίχο.

Γύρω τὸ δάσος μὲ τὶς μπόρες
φεύγει σὰν πλοῖο στὴν τρικυμία.
Κ᾿ ἤτανε ἡμέρες ἀνθοφόρες
-- ἐπέρασαν -- κ᾿ ἤτανε μία...

Τώρα τὴν ἄβυσσο ρωτάει
πῶς βρέθηκε ἄξαφνα δωπέρα,
ἐνῷ στὰ μάτια της κρατάει,
φῶς ὅλη, ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ψυχή, λησμόνει τὰ ὄνειρά σου.
Ἦρθες, πουλὶ στὴν καταιγίδα,
κ᾿ ἐχάρισες ὅλου τοῦ δάσου
τὴν τελευταία μας ἐλπίδα.

Κυριακή

Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει
σήμερα πού ῾ναι Κυριακή.
Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει
μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ.

Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι
θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά:
κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά,
κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι.

Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε
εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός.
Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε
καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός.

Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του
κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ,
σὰν τραγουδάκι χαρωπό,
ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου.

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Οι πονηριές και οι προδοσίες οφείλονται αποκλειστικά σε έλλειψη ικανότητας...

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κανείς με τίποτα εκτός από τη δυνατότητα να μπορεί ακόμα να εκπλήσσεται...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κομμένο μήλο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Λα Ροσφουκώ - François de La Rochefoucauld 
Αποφθέγματα

Αν φανερώνονταν τα κίνητρά μας, τότε θα ντρεπόμασταν για τις καλές μας πράξεις.

Η προσωπική ικανότητα κερδίζει τον σεβασμό των αληθινών ανδρών, η τύχη αυτόν του πλήθους.

Περηφανευόμαστε πως έχουμε ελαττώματα τα αντίθετα από τα πραγματικά μας: Όταν είμαστε αδύναμοι, καυχιόμαστε πως είμαστε πεισματάρηδες.

Ποτέ δεν ομολογούμε τα ελαττώματά μας παρά μονάχα από ματαιοδοξία.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, δικαιοσύνη σημαίνει, απλά, ελπίδα για περισσότερες χάρες.

Δεν γίνεται κανείς γελοίος με τις ιδιότητες που έχει, αλλά με τις ιδιότητες που προσποιείται ότι έχει.

Οι πιο ενοχλητικοί ηλίθιοι είναι αυτοί που διαθέτουν πνεύμα.

Δεν θα έπρεπε να εκπλήσσεται κανείς με τίποτα εκτός από τη δυνατότητα να μπορεί ακόμα να εκπλήσσεται...

Οι πονηριές και οι προδοσίες οφείλονται αποκλειστικά σε έλλειψη ικανότητας.

Πώς έχουμε την αξίωση να κρατήσει το μυστικό μας ένας άλλος, αν δεν μπορούμε να το κρατήσουμε εμείς οι ίδιοι;

Η μεταμέλεια δεν είναι τόσο λύπη για το κακό που κάναμε, όσο φόβος για εκείνο που μπορεί να πάθουμε εξαιτίας του.

Πραγματικά αξιοπρεπής είναι αυτός που δεν καυχιέται για τίποτα.

Κανείς δεν αξίζει να επαινεθεί για την καλοσύνη του αν δεν έχει τη δύναμη να είναι κακός. Κάθε άλλη καλοσύνη είναι συνήθως οκνηρία και αδύναμη θέληση.

Εύκολα ξεχνάμε τα λάθη μας όταν είμαστε οι μόνοι που τα ξέρουμε.

Αν κρίνουμε την αγάπη από τα αποτελέσματά της, τότε μοιάζει περισσότερο με μίσος παρά με φιλία.

Μόνο στους μεγάλους ανθρώπους ταιριάζει να έχουν μεγάλα ελαττώματα.

Αν δεν είχαμε ελαττώματα, δεν θα αισθανόμασταν τόση ευχαρίστηση να τα παρατηρούμε στους άλλους.

Οι αρετές χάνονται μέσα στο συμφέρον, όπως οι ποταμοί στη θάλασσα.

Είναι πιο εύκολο να αγαπάμε αυτούς που μας μισούν παρά αυτούς που μας αγαπούν περισσότερο απ’ όσο θέλουμε.

Ποτέ δεν είναι κανείς τόσο ευτυχισμένος ή τόσο δυστυχισμένος, όσο φαντάζεται.

Αγαπούμε πάντα αυτούς που μας θαυμάζουν και δεν αγαπούμε πάντα αυτούς που θαυμάζουμε.

Όταν τα πάθη μας εγκαταλείπουν, κολακευόμαστε να πιστεύουμε ότι τα εγκαταλείπουμε εμείς.

Η τύχη και η ψυχική διάθεση κυβερνούν τον κόσμο.

Η σωματική εργασία μας απαλλάσσει από την ασχολία του μυαλού και αυτό είναι που κάνει τους φτωχούς ευτυχισμένους.

Για να πετύχεις, πρέπει να επωφελείσαι από οτιδήποτε σου τυχαίνει.

Το βασικό στοιχείο μιας καλής συζήτησης δεν είναι τόσο η εξυπνάδα, όσο η εμπιστοσύνη.

Στην κοινωνική μας ζωή, αρέσουμε συχνότερα για τα ελαττώματά μας παρά για τα προτερήματά μας.

Η άρνηση των επαίνων είναι επιθυμία να μας επαινέσουν διπλά.

Οι ηγεμόνες φτιάχνουν ανθρώπους όπως βγάζουν νομίσματα: Τους δίνουν ό,τι αξία θέλουν αυτοί, και ο κόσμος είναι υποχρεωμένος να τους δέχεται στην τρέχουσα τιμή τους και όχι στην πραγματική τους αξία.

Λίγοι ξέρουν να γερνούν.

Το πιο σίγουρο σημάδι πως κάποιος είναι γεννημένος με μεγάλα προσόντα είναι να είναι γεννημένος χωρίς φόβο.

Οι μεγάλες ψυχές δεν είναι εκείνες που έχουν λιγότερα πάθη και περισσότερες αρετές από τις κοινές ψυχές, αλλά εκείνες που έχουν μεγάλoυς στόχους.

Συχνά κάνουμε το καλό για να μπορέσουμε ασυγχώρητα να κάνουμε το κακό.

Η μετριοπάθεια των ευτυχισμένων ανθρώπων προέρχεται από τη γαλήνη που η καλοτυχία δίνει στην ψυχική τους διάθεση.

Οι γέροι αγαπούν να δίνουν καλές συμβουλές, για να παρηγορούνται που δεν είναι σε θέση να δίνουν κακά παραδείγματα.

Συγχωρούμε συχνά εκείνους που βαριόμαστε, αλλά δεν συγχωρούμε ποτέ αυτούς που μας βαριούνται.

Οποιοδήποτε πρόσχημα κι αν δίνουμε στις στεναχώριες μας, συχνά δεν είναι παρά το προσωπικό συμφέρον και η ματαιοδοξία που τις προκαλούν.

Το καλύτερο που έχει να κάνει όποιος δεν είναι σίγουρος για τον εαυτό του είναι να σωπαίνει.

Δεν έχουμε αρκετή δύναμη για να ακολουθούμε το δικό μας τρόπο σκέψης μέχρι το τέλος.

Η αξία των ανθρώπων έχει την εποχή της, ακριβώς όπως και τα φρούτα.

Έκαναν την ταπεινοφροσύνη αρετή για να περιορίσουν τις φιλοδοξίες των ισχυρών και να παρηγορήσουν τους μέτριους για την κακή τους τύχη και τα λίγα προτερήματα.

Δεν βρίσκουμε τους ανθρώπους γνωστικούς, εκτός από αυτούς που συμφωνούν με τη γνώμη μας.

Προτιμούμε να κακολογούμε τον εαυτό μας παρά να μην μιλούμε καθόλου γι’ αυτόν.

Αν και οι άνθρωποι κολακεύονται για τις μεγάλες τους πράξεις, συχνά αυτές δεν είναι τα αποτελέσματα ενός μεγάλου σχεδίου, αλλά της τύχης.

Κάλλιο να ξοδεύουμε το μυαλό μας στο να υπομένουμε τις ατυχίες που μας βρίσκουν παρά στο να προβλέπουμε εκείνες που μπορεί να μας βρουν.

Υπάρχουν άνθρωποι που τους αναδεικνύουν τα ελαττώματά τους κι άλλοι που τους αδικούν τα προτερήματά τους.

Ούτε τον ήλιο ούτε το θάνατο μπορεί κανείς να ατενίσει.

Η μετριοφροσύνη των ανθρώπων στο απόγειο της επιτυχίας τους, είναι μια επιθυμία να φαίνονται πιο μεγάλοι από την τύχη τους.

Υποσχόμαστε ανάλογα με τις ελπίδες μας και εκτελούμε ανάλογα με τους φόβους μας.

Η υπερβολική βιασύνη να ανταποδώσουμε μια χάρη είναι κι αυτό ένα είδος αχαριστίας.

Το να παριστάνεις τον σπουδαίο στον εαυτό σου είναι τόσο σημαντικό όσο γελοίο είναι να παριστάνεις τον σπουδαίο στους άλλους.

Η φύση δίνει την αξία και η τύχη την βάζει σε ενέργεια.

Τα περισσότερα από τα λάθη μας είναι πιο συγχωρητέα από τα μέσα που χρησιμοποιούμε για να τα συγκαλύψουμε.

Μεγαλύτερες αρετές χρειάζονται για να αντεπεξέλθει κανείς στην καλή τύχη παρά στην κακή.

Τίποτε δεν μας εμποδίζει τόσο πολύ να είμαστε φυσικοί, όσο η επιθυμία να είμαστε φυσικοί.

Δεν υπάρχουν γεγονότα τόσο δυσάρεστα που ένας επιτήδειος να μην μπορεί να βγάλει κάποιο όφελος από αυτά, ούτε τόσο ευνοϊκά, που ένας ανόητος να μην μπορεί να τα μετατρέψει σε ζημιά του.

Αυτό που κάνει ανυπόφορη τη ματαιοδοξία των άλλων είναι ότι πληγώνει τη δική μας.

Η υποκρισία είναι τα λύτρα που πληρώνει η αμαρτία στην αρετή.

Ο εγωισμός υποφέρει περισσότερο από την καταδίκη των γούστων μας παρά των απόψεών μας.

Η αληθινή ευγλωττία συνίσταται στο να λέει κανείς όλα όσα πρέπει και μόνον όσα πρέπει.

Η ιδιοσυγκρασία που χαρίζει ταλέντο για μικροπράγματα είναι αντίθετη από εκείνη που χρειάζεται για να έχεις ταλέντο για τα μεγάλα.

Η πλάνη των φιλαργύρων είναι ότι θεωρούν τον χρυσό και τον άργυρο αγαθά, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά τα μέσα για την απόκτηση αγαθών.

Η αρετή δεν θα πήγαινε τόσο μακριά, αν δεν της κρατούσε συντροφιά η ματαιοδοξία.

Μιλάει κανείς λίγο, όταν η ματαιοδοξία δεν τον αναγκάζει να μιλά.

Η σοφία μας δεν είναι λιγότερο στο έλεος της τύχης από την περιουσία μας.

Η ευπρέπεια είναι ο πιο ασήμαντος από όλους τους κανόνες, και εκείνος που τηρούμε περισσότερο.

Δεν υπάρχει λιγότερη ευγλωττία στη φωνή, στα μάτια και στον αέρα του ανθρώπου από ό,τι στην επιλογή των λέξεων.

Φαίνεται πως είναι ο Διάβολος που έβαλε επίτηδες την τεμπελιά στα όρια πολλών αρετών.

Το να επαινείς τους ηγεμόνες για αρετές που δεν έχουν είναι σαν να τους βρίζεις ατιμώρητα.

Οι πράξεις μας φαίνεται να έχουν κι αυτές το καλό τους ή το κακό τους αστέρι, στο οποίο οφείλουν ένα μεγάλο μέρος από τον έπαινο ή την κατακραυγή που προκαλούν.

Η φιλαργυρία είναι πιο αντίθετη στην οικονομία από τη γενναιοδωρία.

Όλοι οι άνθρωποι είναι εξίσου αλαζόνες και υπάρχει διαφορά μόνο στον τρόπο που ο καθένας δείχνει την αλαζονεία του.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Ψάξε για μηδενικά!...

Τι ψάχνεις; Θέλεις να πολλαπλασιαστείς επί δέκα, επί εκατό; Ψάχνεις για οπαδούς; - Ψάξε για μηδενικά!

Κάθε κόμμα σχεδόν καταλαβαίνει ότι, αν θέλει να διατηρηθεί το ίδιο, συμφέρον του είναι να μην χάσουν τα αντίπαλα κόμματα όλη τους τη δύναμη.

Φιλελευθερισμός: με άλλα λόγια, αποκτήνωση κατά αγέλες.

Όποιος παλεύει με τέρατα πρέπει να προσέξει να μην γίνει ο ίδιος τέρας. Κι όταν κοιτάζεις πολλή ώρα μέσα σε μια άβυσσο, η άβυσσος κοιτάζει κι αυτή μέσα σου.

Είναι ο άνθρωπος απλώς ένα λάθος του Θεού; Ή μήπως είναι ο Θεός ένα λάθος του ανθρώπου;


Φρήντριχ Νίτσε

Και τα δέντρα πετάριζαν από χαρά...

Ήταν ένας πελώριος, μαγευτικός κήπος, μ' απαλή πράσινη χλόη και χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια όμοια μ' αστέρια κι ακόμα, εδώ κι εκεί, δώδεκα ροδακινιές φορτωμένες ρόδινα κι ολόλευκα ντελικάτα ανθάκια απ' της άνοιξης τ' άγγιγμα, που το φθινόπωρο βάραιναν απ' τα πολύχυμα φρούτα...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Άνοιξη στον Υμηττό, λάδι σε καμβά

Oscar Wilde
The Selfish Giant

Every afternoon, as they were coming from school, the children used to go and play in the Giant's garden.

It was a large lovely garden, with soft green grass. Here and there over the grass stood beautiful flowers like stars, and there were twelve peach-trees that in the spring-time broke out into delicate blossoms of pink and pearl, and in the autumn bore rich fruit.

The birds sat on the trees and sang so sweetly that the children used to stop their games in order to listen to them. «How happy we are here!» they cried to each other.

One day the Giant came back. He had been to visit his friend the Cornish ogre, and had stayed with him for seven years. After the seven years were over he had said all that he had to say, for his conversation was limited, and he determined to return to his own castle.

When he arrived he saw the children playing in the garden.

«What are you doing here?» he cried in a very gruff voice, and the children ran away.

«My own garden is my own garden,» said the Giant; «any one can understand that, and I will allow nobody to play in it but myself.»

So he built a high wall all round it, and put up a notice-board.

TRESPASSERS
WILL BE
PROSECUTED

He was a very selfish Giant.

The poor children had now nowhere to play. They tried to play on the road, but the road was very dusty and full of hard stones, and they did not like it.

They used to wander round the high wall when their lessons were over, and talk about the beautiful garden inside.

«How happy we were there,» they said to each other.

Then the Spring came, and all over the country there were little blossoms and little birds. Only in the garden of the Selfish Giant it was still winter.

The birds did not care to sing in it as there were no children, and the trees forgot to blossom.

Once a beautiful flower put its head out from the grass, but when it saw the notice-board it was so sorry for the children that it slipped back into the ground again, and went off to sleep.

The only people who were pleased were the Snow and the Frost.

«Spring has forgotten this garden,» they cried, «so we will live here all the year round.»

The Snow covered up the grass with her great white cloak, and the Frost painted all the trees silver.

Then they invited the North Wind to stay with them, and he came. He was wrapped in furs, and he roared all day about the garden, and blew the chimney-pots down.

«This is a delightful spot,» he said, «we must ask the Hail on a visit.»

So the Hail came. Every day for three hours he rattled on the roof of the castle till he broke most of the slates, and then he ran round and round the garden as fast as he could go. He was dressed in grey, and his breath was like ice.

«I cannot understand why the Spring is so late in coming,» said the Selfish Giant, as he sat at the window and looked out at his cold white garden; «I hope there will be a change in the weather.»

But the Spring never came, nor the Summer.

The Autumn gave golden fruit to every garden, but to the Giant's garden she gave none. «He is too selfish,» she said.

So it was always Winter there, and the North Wind, and the Hail, and the Frost, and the Snow danced about through the trees.

One morning the Giant was lying awake in bed when he heard some lovely music.

It sounded so sweet to his ears that he thought it must be the King's musicians passing by. It was really only a little linnet singing outside his window, but it was so long since he had heard a bird sing in his garden that it seemed to him to be the most beautiful music in the world.

Then the Hail stopped dancing over his head, and the North Wind ceased roaring, and a delicious perfume came to him through the open casement.

«I believe the Spring has come at last,» said the Giant; and he jumped out of bed and looked out.

What did he see?

He saw a most wonderful sight. Through a little hole in the wall the children had crept in, and they were sitting in the branches of the trees. In every tree that he could see there was a little child. And the trees were so glad to have the children back again that they had covered themselves with blossoms, and were waving their arms gently above the children's heads.

The birds were flying about and twittering with delight, and the flowers were looking up through the green grass and laughing.

It was a lovely scene, only in one corner it was still winter. It was the farthest corner of the garden, and in it was standing a little boy. He was so small that he could not reach up to the branches of the tree, and he was wandering all round it, crying bitterly.

The poor tree was still quite covered with frost and snow, and the North Wind was blowing and roaring above it. «Climb up! little boy,» said the Tree, and it bent its branches down as low as it could; but the boy was too tiny.

And the Giant's heart melted as he looked out.

«How selfish I have been!» he said; «now I know why the Spring would not come here. I will put that poor little boy on the top of the tree, and then I will knock down the wall, and my garden shall be the children's playground for ever and ever.»

He was really very sorry for what he had done.

So he crept downstairs and opened the front door quite softly, and went out into the garden.

But when the children saw him they were so frightened that they all ran away, and the garden became winter again. Only the little boy did not run, for his eyes were so full of tears that he did not see the Giant coming.

And the Giant stole up behind him and took him gently in his hand, and put him up into the tree. And the tree broke at once into blossom, and the birds came and sang on it, and the little boy stretched out his two arms and flung them round the Giant's neck, and kissed him.

And the other children, when they saw that the Giant was not wicked any longer, came running back, and with them came the Spring. «It is your garden now, little children,» said the Giant, and he took a great axe and knocked down the wall.

And when the people were going to market at twelve o'clock they found the Giant playing with the children in the most beautiful garden they had ever seen.

All day long they played, and in the evening they came to the Giant to bid him good-bye.

«But where is your little companion?» he said: «the boy I put into the tree.» The Giant loved him the best because he had kissed him.

«We don't know,» answered the children; «he has gone away.»

«You must tell him to be sure and come here to-morrow,» said the Giant.

But the children said that they did not know where he lived, and had never seen him before; and the Giant felt very sad.

Every afternoon, when school was over, the children came and played with the Giant. But the little boy whom the Giant loved was never seen again. The Giant was very kind to all the children, yet he longed for his first little friend, and often spoke of him. «How I would like to see him!» he used to say.

Years went over, and the Giant grew very old and feeble. He could not play about any more, so he sat in a huge armchair, and watched the children at their games, and admired his garden. «I have many beautiful flowers,» he said; «but the children are the most beautiful flowers of all.»

One winter morning he looked out of his window as he was dressing. He did not hate the Winter now, for he knew that it was merely the Spring asleep, and that the flowers were resting.

Suddenly he rubbed his eyes in wonder, and looked and looked. It certainly was a marvellous sight. In the farthest corner of the garden was a tree quite covered with lovely white blossoms. Its branches were all golden, and silver fruit hung down from them, and underneath it stood the little boy he had loved.

Downstairs ran the Giant in great joy, and out into the garden. He hastened across the grass, and came near to the child. And when he came quite close his face grew red with anger, and he said, «Who hath dared to wound thee?» For on the palms of the child's hands were the prints of two nails, and the prints of two nails were on the little feet.

«Who hath dared to wound thee?» cried the Giant; «tell me, that I may take my big sword and slay him.»

«Nay!» answered the child; «but these are the wounds of Love.»

«Who art thou?» said the Giant, and a strange awe fell on him, and he knelt before the little child.

And the child smiled on the Giant, and said to him, «You let me play once in your garden, to-day you shall come with me to my garden, which is Paradise.»

And when the children ran in that afternoon, they found the Giant lying dead under the tree, all covered with white blossoms.

Όσκαρ Ουάιλντ
Ο εγωιστής γίγαντας

Κάθε ἀπόγευμα, φεύγοντας ἀπ᾿ τὸ σχολεῖο, τὰ παιδιὰ τὸ ῾χαν συνήθεια νὰ παίζουν στὸν κῆπο τοῦ γίγαντα.
Ἦταν ἕνας πελώριος, μαγευτικὸς κῆπος, μ᾿ ἁπαλὴ πράσινη χλόη καὶ χιλιάδες πολύχρωμα λουλούδια ὅμοια μ᾿ ἀστέρια κι ἀκόμα, ἐδῶ κι ἐκεῖ, δώδεκα ροδακινιὲς φορτωμένες ρόδινα κι ὁλόλευκα ντελικάτα ἀνθάκια ἀπ᾿ τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἄγγιγμα, ποὺ τὸ φθινόπωρο βάραιναν ἀπ᾿ τὰ πολύχυμα φροῦτα.
Τὰ πουλιὰ κάθονταν στὰ δέντρα καὶ κελαηδοῦσαν τόσο γλυκά, ποὺ τὰ παιδιὰ σταματοῦσαν τὸ παιχνίδι γιὰ νὰ τ᾿ ἀκούσουν. «Πόσο εὐτυχισμένα εἴμαστε ἐδῶ!» ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους.
Κάποια μέρα ὁ γίγαντας γύρισε. Ἑφτὰ ὁλόκερα χρόνια ἦταν σ᾿ ἐπίσκεψη, στὸ φίλο του τὸ δράκο τῆς Κόρνις, κι ὅταν τὰ χρόνια πέρασαν κι ἐκεῖνος εἶχε τελειώσει ὅ,τι εἶχε νὰ πεῖ -ἀφοῦ δὲν εἶχε καὶ πολλὰ νὰ συζητήσει- ἀποφάσισε τὸ γυρισμὸ στὸ κάστρο.
Τὴν ὥρα πού ῾φτασε, ἀντίκρισε τὰ παιδιὰ νὰ παίζουν στὸν κῆπο.
«Τί δουλειὰ ἔχετε ἐδῶ;» φώναξε μ᾿ ὀργή, καὶ τὰ παιδιὰ τό ῾βαλαν στὰ πόδια τρομαγμένα.
«Ὁ κῆπος εἶναι μοναχὰ δικός μου», εἶπε ὁ γίγαντας. «Ὅλοι μποροῦν νὰ τὸ καταλάβουν, καὶ δὲν θὰ ἐπιτρέψω σὲ κανένα νὰ παίζει ἐδῶ, ἐκτὸς ἀπὸ μένα».
Κι ἔτσι, ἔχτισε ἕναν πελώριο τοῖχο ὁλόγυρα στὸν κῆπο, κι ὕστερα, κάρφωσε μία πινακίδα πού ῾λεγε:
ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ
ΘΑ
ΤΙΜΩΡΟΥΝΤΑΙ
Ἦταν, ἀλήθεια, ἕνας πολὺ σκληρόκαρδος γίγαντας.
Τὰ δύστυχα τὰ παιδιὰ τώρα δὲν εἶχαν μέρος νὰ παίξουν. Δοκίμασαν νὰ παίξουν στὸ δρόμο, ὅμως ἦταν γεμάτος σκόνη καὶ στουρναρόπετρες καὶ δὲν τοὺς ἄρεσε.
Βάλθηκαν τότε νὰ περιπλανιοῦνται γύρω ἀπ᾿ τοὺς ψηλοὺς τοίχους, ὅταν τέλειωναν τὰ μαθήματά τους, νοσταλγώντας τὸν ὄμορφο κῆπο.
«Πόσο εὐτυχισμένα ἤμασταν ἐκεῖ», ἔλεγαν ἀναμεταξύ τους.

Κι ὕστερα ἦρθε ἡ ἄνοιξη. Ἡ ἐξοχὴ γιόμισε ἀπὸ μικρὰ μπουμπούκια καὶ πουλάκια. Μονάχα στὸν κῆπο τοῦ Σκληρόκαρδου Γίγαντα ἦταν ἀκόμα χειμώνας.
Τὰ πουλιὰ οὔτε ποὺ νοιάστηκαν νὰ τραγουδήσουν γιὰ ῾κεῖνον, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχαν παιδιὰ ἐκεῖ, καὶ τὰ δέντρα λησμόνησαν ν᾿ ἀνθίσουν.
Ἂν καμιὰ φορὰ κανένα ὄμορφο λουλουδάκι ἔβγαζε τὸ κεφαλάκι του ἀπ᾿ τὸ γρασίδι, μόλις ἀντίκριζε τὴν πινακίδα ἔνιωθε τέτοια λύπη γιὰ τὰ παιδιά, ποὺ λούφαζε ξανὰ στὸ χῶμα, συνεχίζοντας τὸν ὕπνο του.
Οἱ μόνοι πού ῾ταν εὐχαριστημένοι ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση ἦταν τὸ χιόνι καὶ ἡ παγωνιά.
«Ἡ ἄνοιξη λησμόνησε αὐτὸ τὸν κῆπο», ἔλεγαν, «κι ἔτσι ἐμεῖς θὰ μείνουμε ἐδῶ ὅλο τὸ χρόνο».
Τὸ χιόνι τύλιξε τὸ γρασίδι μὲ τὸν ὁλόλευκο μανδύα του κι ἡ παγωνιὰ μπογιάτισε ὅλα τὰ δέντρα ἀσημένια.
Ὕστερα προσκάλεσαν καὶ τὸ Βόρειο Ἄνεμο νά ῾ρθει νὰ μείνει μαζί τους κι ἐκεῖνος ἦρθε τυλιγμένος μὲ βαριὰ γουναρικά. Ὁλημερὶς οὔρλιαζε πάνω ἀπ᾿ τὸν κῆπο καὶ φύσαγε μὲς στὶς καμινάδες.
«Μὰ τοῦτο εἶναι ἕνα θαυμάσιο μέρος», ἔλεγε- «πρέπει νὰ καλέσουμε καὶ τὸ χαλάζι».
Κι ἔτσι, τὸ χαλάζι, ντυμένο στὰ γκρίζα καὶ μ᾿ ἀνάσα ὅμοια μὲ πάγο, ἦρθε. Κάθε μέρα, γιὰ τρεῖς ὦρες, χοροπηδοῦσε πάνω στὴ στέγη τοῦ κάστρου, μέχρι ποὺ τὰ περισσότερα κεραμίδια ράγισαν, κι ὕστερα, γυρνοβόλαγε στὸν κῆπο, ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε.
«Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω γιατὶ ἡ ἄνοιξη ἄργησε νά ῾ρθει», συλλογιζόταν ὁ Σκληρόκαρδος Γίγαντας, καθὼς γερμένος στὸ παράθυρο, κοιτοῦσε τὸν παγωμένο, ὁλόλευκο κῆπο.
«Ἐλπίζω νὰ φτιάξει ὁ καιρός»...
Ὅμως ἡ ἄνοιξη δὲν ἦρθε ποτέ, μήτε τὸ καλοκαίρι.
Κι ἔτσι ἦταν πάντα χειμώνας ἐκεῖ κι ὁ Βόρειος Ἄνεμος καὶ τὸ χαλάζι καὶ τὸ χιόνι κι ἡ παγωνιὰ ἀσταμάτητα χόρευαν ἀνάμεσα στὰ δέντρα.

Κάποιο πρωινό, ὁ Γίγαντας ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι του μ᾿ ἀνοιχτὰ μάτια, ὅταν ἄκουσε μία θεσπέσια μουσική.
Ἠχοῦσε τόσο γλυκὰ στ᾿ αὐτιά του ποὺ πίστεψε πὼς μᾶλλον θά ῾ταν οἱ μουσικοὶ τοῦ βασιλιᾶ ποὺ πέρναγαν -κι ὅμως, ἦταν μονάχα ἕνας μικρούλης σπίνος ποὺ τραγουδοῦσε ἔξω ἀπ᾿ τὸ παραθύρι του. Μὰ εἶχε κυλήσει τόσο πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ τὸ στερνὸ τιτίβισμα εἶχε ἀκουστεῖ στὸν κῆπο του, ποὺ θάρρεψε πὼς ἦταν ἡ ὀμορφότερη μουσικὴ στὸν κόσμο.
Κι ἄξαφνα, τὸ χαλάζι σταμάτησε τὸ χορό του πάνω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι τοῦ γίγαντα, ὁ Βόρειος Ἄνεμος ἔπαψε νὰ βρυχᾶται, καὶ μία μεθυστικὴ εὐωδιὰ τὸν τύλιξε, περνώντας ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ παραθυρόφυλλο.
«Θαρρῶ πῶς ἡ ἄνοιξη ἐπιτέλους ἔφτασε», εἶπε ὁ Γίγαντας καὶ πηδώντας ἀπὸ τὸ κρεβάτι κοίταξε ἔξω.
Μὰ τί ἦταν αὐτὸ πού ῾πνιξε τὴ ματιά του;
Ἦταν ἡ πιὸ μαγευτικὴ εἰκόνα. Ἀπὸ ἕνα ἄνοιγμα στὸν τοῖχο, τὰ παιδιὰ σύρθηκαν μέσα καὶ σκαρφάλωσαν στὰ μπράτσα τῶν δέντρων. Σὲ κάθε δέντρο ποὺ ἀγκάλιαζε τὸ μάτι του ἀντίκριζε κι ἕνα παιδάκι. Καὶ τὰ δέντρα πετάριζαν ἀπὸ χαρὰ γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ γύρισαν, κι ἔτσι ντύθηκαν μὲ λουλούδια καὶ λύγιζαν τὰ μπράτσα τους ἁπαλά, πάνω ἀπὸ τὰ παιδικὰ κεφαλάκια.
Τὰ πουλιὰ φτερούγιζαν ὁλόγυρα τιτιβίζοντας μαγευτικὰ καὶ τὰ λουλούδια κρυφοκοίταζαν μέσ᾿ ἀπὸ τὴν πράσινη χλόη καὶ ξεκαρδίζονταν στὰ γέλια.
Ἦταν μία ὄμορφη εἰκόνα, μὰ ὅμως στὴν ἄκρη της κρατοῦσε ἀκόμα ὁ χειμώνας. Ἦταν ποὺ στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ κήπου, στέκονταν ἕνα μικρὸ ἀγόρι. Κι ἦταν τόσο μικρὸ ποὺ μήτε τὰ κλαδιὰ τοῦ δέντρου δὲν μπόραγε νὰ φτάσει, ἔτσι ποὺ ἀπελπισμένο βάλθηκε νὰ κόβει βόλτες γύρω τοῦ κλαίγοντας γοερά.
Τὸ καημένο τὸ δεντράκι ἦταν ἀκόμα σκεπασμένο ἀπὸ πάγο καὶ χιόνι, ὁ Βόρειος Ἄνεμος φυσοῦσε καὶ μούγκριζε ἀπὸ πάνω του.
«Σκαρφάλωσε, μικρό μου ἀγοράκι», ἔλεγε τὸ δέντρο, καὶ λύγιζε τὰ κλαδιά του ὅσο μποροῦσε, ἀλλὰ τὸ ἀγόρι ἦταν μικρό, τόσο μικρό.
Ἡ καρδιὰ τοῦ Γίγαντα ἕλιωσε καθὼς τὸ ἔβλεπε.
«Πόσο σκληρόκαρδος ἤμουνα», συλλογίστηκε. «Τώρα ξέρω γιατί ἡ ἄνοιξη δὲν θὰ ῾ρχονταν ποτὲ ἐδῶ. Νά, τώρα θ᾿ ἀνεβάσω αὐτὸ τὸ ἀγοράκι στὴν κορφὴ τοῦ δέντρου κι ἔπειτα θὰ γκρεμίσω τὸν τοῖχο, ἔτσι ποὺ ὁ κῆπος μου θά ῾ναι μόνο γιὰ τὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν».
Κι ἀλήθεια, μετάνιωσε πολὺ γιὰ ὅ,τι εἶχε κάνει.

Ἔτσι, περπάτησε στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του, κι ἀνοίγοντας τὴν ἐξώπορτα πολὺ σιγά, βγῆκε στὸν κῆπο.
Ὅμως, νά, μόλις τὰ παιδιὰ τὸν εἶδαν σκιάχτηκαν τόσο πολύ, ποὺ ὅλα μαζὶ τὸ ῾βαλαν στὰ πόδια κι ὁ χειμώνας ἦρθε ξανὰ στὸν κῆπο. Μόνο τὸ μικρὸ ἀγόρι δὲν ἔφυγε, γιατὶ τὰ ματάκια του ποὺ ῾ταν γεμάτα δάκρυα δὲν εἶδαν τὸ Γίγαντα ποὺ ἐρχόταν.
Κι ὁ Γίγαντας ἦρθε κλεφτὰ πίσω του, τὸ πῆρε ἀπαλὰ στὸ χέρι του καὶ τὸ ἀνέβασε στὸ δέντρο. Καὶ τὸ δέντρο ἄνθισε. Τὰ πουλιὰ ἦρθαν καὶ τραγούδησαν πάνω του καὶ τ᾿ ἀγοράκι τύλιξε τὰ χεράκια του γύρω στὸ λαιμὸ τοῦ Γίγαντα καὶ τὸν φίλησε.
Καὶ τ᾿ ἄλλα παιδιά, σὰν εἶδαν πὼς ὁ Γίγαντας δὲν ἦταν πιὰ κακός, γύρισαν τρέχοντας καὶ μαζί τους ἦρθε ἡ ἄνοιξη.
«Τώρα εἶναι ὁ κῆπος σας αὐτός, μικρά μου παιδάκια», εἶπε ὁ Γίγαντας, καὶ παίρνοντας ἕνα μεγάλο τσεκοῦρι γκρέμισε τὸν τοῖχο. Κι ὅταν οἱ ἄνθρωποι περνοῦσαν γιὰ τὴν ἀγορὰ στὶς δώδεκα ἡ ὥρα βρῆκαν τὸν Γίγαντα νὰ παίζει στὸν πιὸ ὄμορφο κῆπο ποὺ εἶχαν δεῖ ποτέ.
Ὁλημερὶς ἔπαιζαν καὶ τὸ βράδυ πῆγαν στὸ Γίγαντα νὰ τὸν ἀποχαιρετίσουν. «Ὅμως, ποῦ εἶναι ὁ μικρός σας σύντροφος;» εἶπε. «Τὸ ἀγόρι ποὺ ἀνέβασα στὸ δέντρο». Βλέπετε ὁ Γίγαντας τὸ ἀγαποῦσε ἀπ᾿ τ᾿ ἄλλα περισσότερο, γιατὶ τὸν εἶχε φιλήσει.
«Δὲν ξέρουμε», ἀποκρίθηκαν τὰ παιδιά- «ἔφυγε».
«Πρέπει νὰ τοῦ πεῖτε νά ῾ρθει ὁπωσδήποτε αὔριο», εἶπε ὁ Γίγαντας.
Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ εἶπαν πῶς δὲν ἤξεραν ποὺ ἔμενε καὶ πὼς δὲν τὸ εἶχαν δεῖ ποτὲ πρίν.
Κι ὁ Γίγαντας ἦταν πολὺ λυπημένος.
Κάθε ἀπόγευμα, ὅταν τὸ σχολεῖο τέλειωνε, τὰ παιδιὰ ἔρχονταν κι ἔπαιζαν μὲ τὸ Γίγαντα, μὰ τὸ μικρὸ ἀγόρι, ποὺ ὁ Γίγαντας ἀγαποῦσε, ποτὲ δὲ φάνηκε. Ἐκεῖνος φέρνονταν καλὰ σ᾿ ὅλα τὰ παιδιὰ κι ὅμως τοῦ ἔλειπε ὁ πρῶτος μικρός του φίλος καὶ συχνὰ μιλοῦσε γι᾿ αὐτὸν θλιμμένα- «πόσο θὰ ῾θελα νὰ τὸν ἔβλεπα!» ἔλεγε κάθε τόσο.


Τὰ χρόνια κύλησαν. Κι ὁ Γίγαντας γέρασε κι ἀδυνάτισε. Δὲν μποροῦσε νὰ παίξει πιὰ κι ἔτσι κάθονταν σὲ μία πελώρια πολυθρόνα καὶ παρακολουθοῦσε τὰ παιχνίδια τῶν παιδιῶν καὶ θαύμαζε τὸν κῆπο. «Ἔχω πολλὰ ὄμορφα λουλούδια», ἔλεγε- «μὰ τὰ παιδιὰ εἶναι τὰ ὡραιότερα ἀπ᾿ ὅλα».
Ἕνα χειμωνιάτικο πρωινὸ κοίταξε ἔξω ἀπ᾿ τὸ παράθυρο, καθὼς ντυνόταν. Δὲν μισοῦσε τώρα τὸ χειμῶνα, γιατὶ ἤξερε πὼς ἡ ἄνοιξη κοιμόταν μόνο καὶ τὰ λουλούδια ξεκουράζονταν.
Ξάφνου ἔτριψε τὰ μάτια του ἀπὸ ἀπορία καὶ κοίταζε... καὶ κοίταζε... Ἦταν βέβαια κάτι τὸ θαυμάσιο. Στὴν πιὸ ἀπόμερη γωνιὰ τοῦ κήπου ἕνα δέντρο ἦταν σκεπασμένο μ᾿ ὁλόλευκα λουλούδια. Τὰ κλαδιά του ἦταν χρυσαφένια κι ἀσημένια φροῦτα κρέμονταν, ἐνῷ πλάι του στεκόταν τὸ μικρὸ ἀγόρι πού ῾χε τόσο ἀγαπήσει.
Ὅρμησε τρέχοντας στὶς σκάλες ὁ Γίγαντας, γιομάτος χαρά, καὶ τρέχοντας βγῆκε στὸν κῆπο. Ἔτρεξε πάνω στὸ γρασίδι κι ἦρθε κοντὰ στὸ παιδί. Κι ὅταν τὸ ἔφτασε, τὸ πρόσωπό του κοκκίνισε ἀπ᾿ τὴν ὀργὴ κι εἶπε: «Ποιὸς τόλμησε νὰ σὲ πληγώσει;». Γιατί στὶς παλάμες τοῦ ἀγοριοῦ καὶ στὰ μικρά του πόδια διακρίνονταν οἱ πληγὲς ἀπὸ καρφιά.
«Ποιὸς τόλμησε νὰ σὲ πληγώσει;» φώναξε ὁ Γίγαντας- «πές μου κι ἐγὼ θὰ πάρω τὸ μεγάλο μου σπαθὶ νὰ τόνε κάνω κομμάτια!».
«Κανένας!» ἀποκρίθηκε τὸ παιδί- «ὅμως αὐτὲς εἶναι οἱ πληγὲς τῆς ἀγάπης!».
«Ποιὸς εἶσαι;» εἶπε ὁ Γίγαντας, κι ἕνας παράξενος φόβος τὸν κυρίεψε καὶ γονάτισε μπρὸς στὸ παιδί.
Καὶ τὸ παιδὶ τοῦ χαμογέλασε καὶ τοῦ εἶπε: «Μ᾿ ἄφησες κάποτε νὰ παίξω στὸν κῆπο σου, ἀπόψε ἐσὺ θά ῾ρθεις μαζί μου στὸ δικό μου κῆπο, τὸν Παράδεισο».
Κι ὅταν τὰ παιδιὰ ἦρθαν τρέχοντας τὸ ἀπόγεμα, βρῆκαν τὸ Γίγαντα νεκρὸ κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο, σκεπασμένο ὁλάκερο μὲ κάτασπρα λουλούδια.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Παναγιώτης Κονδύλης: Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός

Αν η επιδίωξη ισχύος έτσι ή αλλιώς συνδέεται με τη σπάνη ορισμένων αγαθών, τότε σε τελευταία ανάλυση έχει να κάνει με το πεπερασμένο του ανθρώπου και του κόσμου του. Αν αναλογιστούμε ακριβώς τι σημαίνει αυτό το πεπερασμένο, τότε θα καταλάβουμε γιατί η επιδίωξη ισχύος είναι αναπόδραστη και γιατί το αίτημα της υπέρβασης της ισοδυναμεί με το αίτημα υπέρβασης του πεπερασμένου, δηλαδή με το αίτημα της οικοδόμησης του Παραδείσου.

Παναγιώτης Κονδύλης

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά

Παναγιώτης Κονδύλης

Ταυτότητα, ισχύς, πολιτισμός
σημειώσεις, δελτία ή αποσπάσματα *

1
Όσο περισσότερο αναλύουμε τις σχέσεις ανθρώπινου και ζωικού βασιλείου, τόσο καθαρότερα βλέπουμε ότι η ειδοποιός διαφορά έγκειται στην αποδοχή ενός νοήματος. Αυτό φαίνεται αν πάρουμε στα σοβαρά τις προόδους στην έρευνα της συμπεριφοράς και συνειδητοποιήσουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των ζωικών και κοινωνικών λειτουργιών ή συμπεριφορών είναι κοινό στον άνθρωπο και στα ζώα. Τώρα, η ειδοποιός διαφορά γίνεται απολύτως κατανοητή, αν σκεφτούμε πόσα πράγματα περιλαμβάνει το νόημα: ως κορυφαία αφαίρεση εμπεριέχει και τις δευτερεύουσες αφαιρέσεις που αναφέρονται στις εργαλειακές ικανότητες (εργαλεία, γλώσσα). Η επιδίωξη ισχύος συναρτάται ακριβώς με αυτήν την ειδοποιό διαφορά.

2
Αν ως επιδίωξη ισχύος ορίσουμε την προσπάθεια διατήρησης της σχετικής θέσης ισχύος, τότε στην επιδίωξη ισχύος θα πρέπει να εντάξουμε ό,τι κατατείνει στη διατήρηση των υπαρχουσών θέσεων ισχύος, ό,τι δηλαδή παρουσιάζεται ως προσπάθεια διαφύλαξης της κοινωνικής ισορροπίας. Από την άποψη αυτή, (συλλογική) επιδίωξη ισχύος είναι ο κομφορμισμός (ό,τι δεν έχω εγώ δεν θα το έχει κανένας) και παρόμοια φαινόμενα.

3
Η σκέψη προσανατολίζεται στον διαχωρισμό φίλου-εχθρού ανεξάρτητα από το αν η πράξη φτάνει σε αντιπαραθέσεις και σε απτές αντιθέσεις. Γιατί κάθε πράξη κάνει τη διάκριση καλού-κακού, ενώ δεν φτάνει κάθε πράξη σε σύγκρουση.

4
Η κοινωνία διδάσκει το χωρισμό σε φίλους και εχθρούς την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο που μαθαίνει κάποιον να ξεχωρίζει το καλό από το κακό (πράγμα άλλωστε απαραίτητο για την επιβίωση της). Τα δύο αυτά αντιθετικά ζεύγη συναρτώνται ευθέως (ο «κακός» είναι ο εχθρός), αλλά και εμμέσως: μαθαίνοντας να ταυτίζει κανείς κακό και εχθρικό, μαθαίνοντας να εκλογικεύει την έχθρα του και να βαφτίζει το εχθρικό «κακό».

5
Αν η επιδίωξη ισχύος έτσι ή αλλιώς συνδέεται με τη σπάνη ορισμένων αγαθών, τότε σε τελευταία ανάλυση έχει να κάνει με το πεπερασμένο του ανθρώπου και του κόσμου του. Αν αναλογιστούμε ακριβώς τι σημαίνει αυτό το πεπερασμένο, τότε θα καταλάβουμε γιατί η επιδίωξη ισχύος είναι αναπόδραστη και γιατί το αίτημα της υπέρβασης της ισοδυναμεί με το αίτημα υπέρβασης του πεπερασμένου, δηλαδή με το αίτημα της οικοδόμησης του Παραδείσου.

6
Για όσους τονίζουν την «κοινωνικότητα»: ο άνθρωπος δεν δημιούργησε πολιτισμό μόνον επειδή είναι κοινωνικό ζώο' αν αυτός ήταν ο μόνος όρος, τότε πολιτισμό θα είχαν αναπτύξει και πολλά άλλα ζωικά είδη.

7
Η πρωτόγονη κοινωνία παρουσιάζει μια εκπληκτική ποικιλία δοξασιών, ιεροτελεστιών και άπειρες παραλλαγές στη χρήση, την εξάπλωση τους κ.λπ. Η ποικιλία αυτή ξεπερνά κατά πολύ οικονομικούς-κοινοτικούς ή και γενικούς ανθρωπολογικούς καθορισμούς, και μαρτυρά μια πνευματική δημιουργικότητα πολύ ανώτερη από το λειτουργικά αναγκαίο.

8
Το παλαιό πρόβλημα της αντίθεσης οργανικού ή φύσης και πολιτισμού η δική μου θέση το λύνει παρακολουθώντας την ιδεατή μετατροπή των βιολογικών μεγεθών. Πόσο γόνιμος και ευρύς είναι αυτός ο τρόπος προσέγγισης φαίνεται από τη σύνδεση αυτοσυντήρησης και νοήματος της ζωής.

9
Ουσιώδες δεν είναι μόνο ότι η συμβολική αξία ξεπερνά τη βιολογική, αλλά και ότι διατηρεί εντός της τις τυπικές κανονικότητες της βιολογικής. Μόνον έτσι εξηγείται το φαινόμενο ότι ο άνθρωπος μπορεί να θυσιάζει βιολογικές αξίες για χάρη συμβολικών αξιών!! Η συμβολική αξία μπορεί δηλαδή να προτιμηθεί απένταντι στη βιολογική γιατί έχει γίνει η ίδια όχημα της φυσικής επιλογής - ήτοι υπό τις συνθήκες της κοινωνίας είναι ισχυρότεροι όσοι είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για ένα σύμβολο ή μιαν αξία, παρά όσοι φοβούνται για τη ζωή τους.

10
Όταν συνδέουμε το νόημα με τους μηχανισμούς της φυσικής επιλογής, τότε ξεπερνάμε συγχρόνως και μονομιάς τόσο τον βιολογισμό όσο και την ηθικολογία.

11
Η θεολογία λέει με τον τρόπο της ότι πνεύμα και επιθυμία ισχύος συνδέονται: ο Σατανάς είναι καθαρό πνεύμα, και στην εξέγερση του εναντίον του Θεού ωθείται από καθαρώς πνευματικά κίνητρα' εδώ δεν διακυβεύονται υλικά αγαθά!

12
Αν το πνεύμα γεννιέται από την υποπλασία των ενστίκτων, τότε η επιδίωξη ισχύος, η οποία ενοικεί στο πνεύμα και χάρη στο πνεύμα γνωρίζει την πλήρη της εκδίπλωση, γεννιέται ακριβώς από την υποπλασία των ενστίκτων και την διάχυση των ορμών. Ακριβώς η εγκατάλειψη της ψυχολογίας των ορμών μας φέρνει στον παράγοντας της ισχύος! Η ισχύς δεν είναι ορμή, παρά ως μέγεθος ανθρωπολογικά διάχυτο αναμιγνύεται με ό,τι κάνει ο άνθρωπος.

13
Η γέφυρα ανάμεσα στην ισχύ ως διασφάλιση της αυτοσυντήρησης και την ισχύ ως καθορισμό του φίλου ρίχνεται με κατασκευές που εν τελευταία αναλύσει σημαίνουν ότι οι άλλοι οφείλουν να είναι όπως εμείς, ήτοι να έχουν τις ίδιες αντιλήψεις και να σωθούν με τον ίδιο τρόπο. Εδώ συγκλίνει το ατομικό με το γενικό, η σύγκλιση αυτή αποτελεί ακριβώς το ενοποιητικό στοιχείο όλων των μορφών της ισχύος - και αυτό εξηγεί γιατί ο Λόγος, η λύτρωση κ.λπ. μπορεί να είναι εξίσου ισχύς όσο και η κυριαρχία.

14
Για να συμπεριληφθεί στον ορισμό της ισχύος ο παράγοντας της διασφάλισης της αυτοσυντήρησης, πρέπει  να πούμε ότι ισχύς είναι η δυνατότητα να επηρεάζεις τη συμπεριφορά όχι μόνο των άλλων αλλά και του εαυτού σου. Πράγματι, την έσχατη αδυναμία την αισθάνεται κανείς όχι μόνο όταν δεν είναι σε θέση να κάνει τίποτε ενάντια σε άλλους, παρά γενικά όταν αισθάνεται ότι δεν ελέγχει τις πράξεις του, που ή δεν θα έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ή δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα, ότι δηλαδή η συμπεριφορά μας δεν ελεγχεται από -εμάς- τους ίδιους και δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τότε αισθανόμαστε ανίσχυροι - πριν ακόμα τεθεί οποιοδήποτε θέμα ελέγχου της συμπεριφοράς των άλλων.

15
Μέχρι τώρα πιστευόταν ότι η επιδίωξη ισχύος συνδεόταν με την παλιά θεωρία των ορμών, δηλαδή εντοπιζόταν σε μια ξεχωριστή ορμή. Εμείς θα δείξουμε ότι η επιδίωξη ισχύος υφίσταται ακριβώς λόγω της μή ύπαρξης ξεχωριστών ορμών, ήτοι της ενότητας της δυναμικής των ορμών.

16
Το ότι ο άνθρωπος είναι συμβολικό ζώο του επιτρέπει να διαστέλλει τη βία από την ισχύ και να απολαμβάνει την ισχύ στο επίπεδο της αναγνώρισης. Αυτό σημαίνει παράλληλα μια δυναμοποίηση του παράγοντα της ισχύος, γιατί, καθώς η ισχύς αποκτά πολλές όψεις και καθώς η πολλαπλότητα των όψεων δημιουργεί αντιστοιχίες με τις προδιαθέσεις και τις ροπές των υποκειμένων, όλο και περισσότεροι άνθρωποι την αποζητούν. Για να την αποζητήσει κανείς δεν χρειάζεται να είναι σωματικά ισχυρότερος από τους άλλους, δεν χρειάζεται καν να ασκεί κυριαρχία. (Στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο δεν υπάρχει ισχύς χωρίς κυριαρχία - τουλάχιστον, αν όχι και βία.)

17
Ακριβώς η αναστοχαστική δομή του εαυτού με κάνει να επιζητώ ισχύ, γιατί αυτή με αναγκάζει να αναρωτιέμαι κάθε τόσο ποιός είμαι - σε σχέση με τους άλλους. (Και στο κρίσιμο αυτό σημείο βλέπουμε ότι η ισχύς φωλιάζει εκεί όπου οι ηθικολόγοι εντοπίζουν τον ηθικό πυρήνα του ανθρώπου.)

18
Η επιδίωξη ισχύος ως συνεχής προσπάθεια του υποκειμένου να αποκτήσει εκείνο που δεν πρόκειται να έχει ποτέ: σταθερή και αδιατάρακτη ταυτότητα. Όποιος θα είχε κάτι τέτοιο δεν θα ήθελε ισχύ γιατί θα ήταν Θεός, δηλαδή απόλυτα γαλήνιος και αυτάρκης.

19
Προς απάντηση των μεγάλων αποριών οι φιλόσοφοι θα εφευρίσκουν όλο και περισσότερα σοφίσματα. Αλλά αυτά χρησιμεύουν απλώς για τη διεξαγωγή των μεταξύ τους αγώνων γοήτρου και ισχύος - όχι για τη λύση πρακτικών προβλημάτων.

20
Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε τα επίπεδα της ισχύος και να πούμε ότι οι μορφές του αγώνα για ισχύ στο επίπεδο προσώπων παρουσιάζουν πολύ μεγαλύτερη ανθρωπολογικά δεδομένη σταθερότητα απ' ό,τι οι θεσμικές μορφές, οι οποίες παραλλάσσουν ριζικά από κοινωνία σε κοινωνία. Έτσι, ενώ οι θεσμικά παγιωμένες σχέσεις ισχύος είναι ριζικά διαφορετικές στον Μεσαίωνα και σήμερα, ωστόσο στο προσωπικό επίπεδο το παιχνίδι της ισχύος διατηρεί λίγο πολύ τις ίδιες δομές. Το παιχνίδι της ισχύος μεταξύ θεσμών διατηρεί και αυτό πάγια γνωρίσματα στο βαθμό που οι θεσμοί εκπροσωπούνται από ανθρώπους. Πάπας και Αυτοκράτορας μπορούν να πολεμούν με βάση τους ίδους τυπικούς κανόνες του παιχνιδιού όπως οι Τσώρτσιλ και Χίτλερ, μολονότι εκπροσωπούν toto coelo [(αντι)διαμετρικά] διαφορετικούς θεσμούς.

21
Βεβαίως δεν υπάρχει μια ορμή της ισχύος χωριστά και δίπλα στη σεξουαλική ορμή ή την β, γ, δ ορμή. Η επιδίωξη ισχύος πηγάζει από κάθε επιδίωξη χωριστά, όταν αυτή συναντά εμπόδια στην ικανοποίηση της, ενοικεί δηλαδή σε κάθε επιδίωξη και θα μπορούσε να θεωρηθεί η δυναμική της επιδίωξης. Ο ψυχισμός συγκεντρώνεται στην εκάστοτε ενεργή επιδίωξη, στην οποία υποτάσσονται οι υπόλοιπες (ποτέ δεν είναι όλες οι επιδιώξεις εξίσου ενεργές). Η επιδίωξη ισχύος εμφανίζεται τότε ως η συγκέντρωση του ψυχισμού σε ένα σημείο, και με αυτή την έννοια ενοποιεί το υποκείμενο γύρω από μια θεμελιώδη επιδίωξη.

22
Θα ήταν ανόητο να λεχθεί ότι η πολιτική (που διαφέρει από τον πόλεμο) δεν είναι αγώνας ισχύος επειδή εδώ αναζητούμε και έχουμε και φίλους, όχι μόνο εχθρούς. Γιατί α) και η έχθρα είναι διεύρυνση της οικείας ισχύος, μέχρι τώρα υπήρξε φιλία μόνο σε έναν κόσμο όπου υπήρχε και έχθρα. Και β) συνάπτεται σε έναν κόσμο όπου υπάρχει και έχθρα. Χωρίς τους κινδύνους του κοσμου και χωρίς την επιδίωξη της αναγνώρισης μας από μέρους άλλων δεν έχει νόημα η φιλία. Απόδειξη: ακριβώς στον πόλεμο εναντίον ενός εχθρού ψάχνει κανείς παντού γύρω του για φίλους!

23
Αν μέσα στη λεγόμενη επιθετικότητα κρύβεται απλώς φόβος ότι οι άλλοι θα κάνουν πρώτοι κάτι εις βάρος μας, τότε για να εξαλειφθεί αυτός πρέπει να δημιουργηθεί ένας κόσμος όπου καθένας μπορεί να έχει τα πάντα - ακόμα και έκείνα που τα θέλει ταυτοχρονα κάποιος άλλος. Ένας τέτοιος κόσμος είναι αδύνατος.

24
Ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα, γιατί μόνος αυτός θέτει προβλήματα στα οποία δεν υπάρχει λύση - ενώ τα άλλα ζώα θέτουν στον εαυτό τους μόνο προβλήματα που μπορούν να λύσουν. Και πέρα από αυτό: ο άνθρωπος δεν κρατά σε δύο χωριστές σφαίρες τα προβλήματα που επιδέχονται λύση από όσα δεν επιδέχονται, παρά αντιμετωπίζει τα επιλύσιμα από τη σκοπιά των μη επιλύσιμων, βλεπει δηλαδή τα πρώτα από τη σκοπιά του νοήματος και των αξιών.

25
Ο έρωτας ως σχέση όπου και τα δύο μέρη βρίσκουν την απόλυτη αναγνώριση και όπου μάλιστα μπορούν να απαιτήσουν αμοιβαία την αποκλειστική αναγνώριση (πίστη).

26
Όποιος πιστεύει ότι κατέχει όλα τα αγαθά, πιστεύει και ότι «μὴ ἐνδέχεσθαι παθεῖν μηδὲν κακόν' καὶ γὰρ τοῦτο τῶν ἀγαθῶν» (Αριστοτέλης, Ρητορική, 1385b 22-24). Ήτοι: όποιος επιδιώκει μια κατάσταση όπου δεν θα κινδυνέυει επιδιώκει ένα συγκεκριμένο αγαθό, χωριστό από τα άλλα. Ενόψει του υπαρκτού, αυτοτελούς αγαθού της ασφάλειας κινητοποιούνται δυνάμεις οι οποίες δεν θα αναφαίνονταν, αν δεν ήταν συνειδητό ότι αποτελεί αγαθό το να αποκλείσεις και να παραμερίσεις εκ των προτέρων του κινδύνους, φτάνοντας σε μια κατάσταση που δεν περιέχει κανένα κίνδυνο. Η επιδίωξη αυτής της κατάστασης θέτει σε κίνηση την ατελείωτη επιδίωξη ισχύος.

27
Η ψυχολογία δεν μπορεί να εξηγήσει τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να αναλύσει μόνιμες και γενικές τάσεις κάθε συμπεριφοράς, όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη εκείνη εκάστοτε δοσολογία και μίξη τους, η οποία συνιστά τον ατομικό χαρακτήρα. Μπορεί να πει τι είναι ζήλια, όχι όμως γιατί ο ένας ζηλεύει περισσότερο από κάποιον άλλον.

28
Πράξεις θυσίας και αυτοκαταστροφής είναι το αντίτιμο που πρέπει να πληρώσει κάποιος προκειμένου να παραμείνει σε συμφωνία με το ιδεατό εγώ του. Η αλλαγή ταυτότητας προκαλεί ασύγκριτα μεγαλύτερες δυσκολίες - εκτός αυτού είναι η ίδια μια πράξη αυτοκαταστροφής, οπότε προτιμάται εκείνη η αυτοκαταστροφή που γίνεται απευθείας και επιρρωνύει [ενισχύει] το υπάρχον ιδεατό εγώ, επιρρωνύοντας συνάμα την ως τώρα βιοπορεία.

29
Δυο βασικές σχολές για την υφή του εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία.
Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κ.λπ. Η προσπάθεια να αποδείξει κανείς τη μια από τις δύο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επιδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα - μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.

30
Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας εξιών επικίνδυνης για τη δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται -εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση των σχέσεων- ποιά σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποιά θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε νόνιμα είτε ad hoc, δηλαδή ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σε ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.

31
Πρέπει να απαλλαγούμε από τις απλοικές αντιλήψεις για την έννοια της αναγνώρισης, η οποία συχνότατα γίνεται αντιληπτή ως επιδειξιομανία κ.λπ. Κάθε άλλο: Στήνοντας το σκηνικό της αναγνώρισης, κάθε άτομο στήνει ολόκληρο τον κόσμο της, ήτοι τις εκάστοτε καθοριστικές γι' αυτή βαθμίδες δικαιοδοσίας, οι οποίες διόλου δεν είναι υποχρεωτικά εκείνες που ευνοούν την επιδειξιομανία. Επίσης, ορισμένες υπάρξεις, που φοβούνται τις δοκιμασίες, αρνούνται εντελώς την αναγνώριση, ζητούν την ταπείνωση κ.λπ - στην πραγματικότητα τοποθετούν την ανάγκη τους για προσωπική καταξίωση σε τόσο κρυφή μεριά, ώστε να μην μπορεί να τη βρεί κανείς για να την προσβάλει.

32
Το εγώ παραμένει θολό και άγνωστο. Τα περιγράμματα του δίνονται πλασματικά, με συμβατικές λέξεις ή σε στιγμές ισορροπίας με τον περίγυρο και τους άλλους - στιγμές όμως που δεν οφείλονται αναγκαστικά στο ότι βρέθηκε η βαθύτερη ουσία του: η ισορροπία και η ευαρέσκεια δεν οφείλεται στην αυτογνωσία, παρά στην ανταπόκριση των αισθημάτων μας με την εικόνα περί εγώ, που ανακύπτει σε τέτοιες στιγμές. Κατ' ουσίαν ίδια είναι η λεγόμενη αυτογνωσία, που φαίνονται μερικοί να πετυχαίνουν. Εδώ συμπίπτει η εικόνα περί εγώ με τα αισθήματα μας, και αυτό δημιουργεί μιαν αδιατάρακτη ενότητα' μιας και είναι αδιατάρακτη, φαίνεται ότι δεν περιέχει άγνωστους συντελεστές. Όμως το γεγονός ότι οι άγνωστοι συντελεστές ισορρόπησαν (είτε συναισθηματικά είτε στην εικόνα μας για το εγώ μας είτε και ανάμεσα σε αυτά τα δύο) δεν σημαίνει ότι άγνωστοι δεν υπάρχουν.

33
Η ορμή (Trieb) είναι μια ενέργεια ενιαία, ένα ρεύμα ενέργειας και δυναμικότητας. Η εκάστοτε διοχέτευση της την κάνει να διαφέρει, να παίρνει μορφές και να παρουσιάζεται σαν το ένα ή το άλλο (ποιά είναι η πρώτη ορμή; Βούληση; Αυτοσυντήρηση; Κυριαρχία; Όλα είναι το ίδιο). Αυτή η ίδια υπάρχει πέραν του καλού και του κακού, και μόνο το ετικετάρισμα σύμφωνα με αυτές τις έννοιες της δίνει την αντίστοιχη εικόνα, όπως δίνει και στο φορέα της το αίσθημα της ευχαρίστησης ή δυσαρέσκειας (αναγνώρισης ή τύψεων). Η ίδια ορμή υπόκειται σε όλες τις περιπτώσεις, η ίδια παρουσιάζεται άλλοτε σαν επιθετικότητα και άλλοτε σαν ηθική.

34
Κατά πόσο το εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα - οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταυτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Και ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;
Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλαδή ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε στο παρόν;

35
Αποφεύγουμε να γνωρίσουμε τον άλλον: η ανιδιοτελής ανάλυση των κινήτρων του δεν μας επιτρέπει να πάρουμε απέναντι του τη θέση που θέλουμε - προπαντός μπορεί να κλονίσει το αίσθημα ανωτερότητας ή επιείκειας απέναντι σε αυτόν. Προτιμάμε τη συμβατική του εικόνα που εξυπηρετεί τις ανάγκες του θυμικού μας.

36
Η επιτυχία συμφιλιώνει με τον κόσμο, όπως αυτός είναι. Γιατί οι δομές του παρουσιάζονται τότε προϋπόθεση, ή, έστω, συμβιβάσιμες με την επιτυχία μας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ο επιτυχημένος παραίτείται από κάθε κριτική. (Ιδιαίτερα, αν η κριτική αυτή είχε υφανθεί και στερεωθεί στην προ της επιτυχίας περίοδο της αφάνειας και των συναφών συμπεγμάτων). Γιατί η κριτική δίνει το αίσθημα της ισχύος και αυτό θέλει να απολαύσει τώρα ο επιτυχημένος, στερεώνοντας την παλιά του κριτική με την τωρινή του επιτυχία και δίνοντας έτσι την επιθυμητή συνέχεια στην εξέλιξη του.

37
Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι' αυτό και ανάμεσα στη συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις - στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντι μας.

38
Η αδράνεια, νόμος της ψυχικής οικονομίας: Είναι αδύνατο να ζει κανείς στο ύψος των βιωματικά εντονότερων στιγμών. Αυτές είναι στη πραγματικότητα λίγες, και αν φαίνονται περισσότερες αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε παραπλήσια αφορμή αναπλάθουμε τα αισθήματα της μεγάλης, έντονης στιγμής (χώρια που τα αισθήματα μας στυλιζάρονται προκαταβολικά, λόγω της κουλτούρας: έρωτας, θαυμασμός της φύσης κ.λπ. είναι πράγματα πολιτισμικώς καθιερωμένα).
Ο νόμος τούτος ισχύει και για ανθρώπους ιδιαίτερα δημιουργικούς. Μεγάλοι καλλιτέχνες δημιουργούν, αφού εγκυμονήσουν πολλά χρόνια και ζυμώσουν το έργο τους σε στιγμές κάθε άλλο παρά ουρανοβάμονες: λέξη λέξη ή νότα νότα, από χίλιες αφορμές καθημερινές, από άπειρους, λίγο πολύ τυχαίους συνειρμούς κ.α. επηρεασμούς. Η εικόνα της μεγαλοφυΐας, που ζει σε συνεχή πυρετό, είναι πλασματική - απόδειξη ότι όλοι οι μεγάλοι ήσαν πολύ εργατικοί. Μεγαλοφυΐα σημαίνει: να είσαι τόσο δοσμένος σε κάτι, ώστε να εργάζεσαι συνεχώς γι' αυτό. Λίγη εργασία σημαίνει συνεπώς έλλειψη μεγαλοφυΐας. Αλλά η πολύ εργασία σημαίνει με τη σειρά της έλλειψη της μεγαλοφυΐας ως συνεχούς ανορθολογικού πυρετού.

39
Ακριβώς επειδή το εγώ δεν είναι κάποια σταθερή ταυτότητα παρά ένα ενεργειακό ρευστό, που μορφοποιείται χεόμενο σε διάφορα αγγεία, χρειάζεται απολύτως ορισμένους πόλους με βάση τους οποίους συγκροτείται εκάστοτε. Οι δύο θεμελιώδεις πόλοι είναι ο φίλος και ο εχθρός που ικανοποιούν τις δύο θεμελιώδεις ανάγκες του ενεργειακού ρευστού: να διαστέλλεται και να συστέλλεται.

40
Στη σοφιστική ανάγεται η σύνοψη των βασικών παθών σε τέσσερα (χαρά-λύπη, επιθυμία-φόβος) και των ελαττωμάτων σε τρία (δοξομανία-φιλοχρηματία-φιληδονία). Ας σημειωθεί ότι τα ελαττώματα είναι όλα μορφές επιθυμίας - και την επιθυμία τη μετριάζει μόνον ο φόβος.

41
Τα αισθήματα δεν είναι πολύ διαφορετικά ανάμεσα στα ζώα και τους ανθρώπους. Εκείνο που τους προσδίδει «βάθος» και τα διαφορίζει (εκλεπτύνει) είναι η νοημοσύνη - και αυτή είναι προνόμιο του ανθρώπου απέναντι στα ζώα και προνόμιο μερικών ανθρώπων απέναντι σε άλλους. Τίποτα δεν γίνεται άμεσα αισθητό παρά μόνο διαμέσου μιας νοητικής πράξης. Ακριβώς καθώς η νόηση φέρνει στη συνείδηση ένα αίσθημα το κάνει περίπλοκο, δηλαδή το ερμηνεύει και το εμπλουτίζει συνειρμικά κ.λπ., δηλαδή με όλα τα δικά της μέσα.

42
Το γεγονός ότι ο άνθρωπος ενεργεί στη σκιά του θανάτου δεν σημαίνει ότι δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τον σκέφτεται (δεν σκέφτεται όπως οι υπαρξιστές φιλόσοφοι). Όμως οι μερικότεροι κίνδυνοι, στους οποίους συγκεντρώνει την προσοχή του, αυτοί στέκουν υπό τη σκιά του θανάτου και είναι ενδεχόμενο να κορυφωθούν με αυτήν την έννοια. Ο άνθρωπος δεν ζει στη σκιά του θανάτου με την έννοια ότι η σκέψη του θανάτου τον παραλύει' αντίθετα, επιδιώκει τους στόχους του σαν να είναι αθάνατος, δηλαδή σαν οι στόχοι του να ήσαν απόλυτοι. Όμως ο θάνατος εμφανίζεται στη ζωή του ως κίνδυνος, ως εχθρός, ως φόβος.

43
Για την πολυμορφία και συνάμα τη θεμελιώδη ενότητα του ανθρώπου (γύρω από τις βασικές ορμές): το ότι ένα δέντρο έχει μια ρίζα δεν το εμποδίζει να έχει πολλά κλαδιά - ούτε εμποδίζει τα κλαδιά να καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τη ρίζα.

44
Καθώς τα ένστικτα χάνουν στον άνθρωπο την ειδοποιό τους εντόπιση και λειτουργία, χαλαρώνουν, απλώνουν και συμφύρονται. Εκεί όπου είχαμε χωριστά ερείσματα και λειτουργίες, τώρα έχουμε έναν ανάκατο χυλό, μια κυμαινόμενη ενέργεια. Μόνο αυτός ο χυλός μπορεί να έχει πλαστικότητα και γι' αυτό μπορεί να πλάθεται εκ των έξω από τη μορφοποιό δύναμη του πολιτισμού. Όμως η απώλεια της ειδοποιού αναφοράς δεν σημαίνει καθόλου μείωση της έντασης της ψυχικής ενέργειας. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Ο πολιτισμός καλείται τώρα να δώσει μορφή με μια μεγαλύτερη ένταση, και γι' αυτό είναι προγραμματισμένη η σύγκρουση μεταξύ κανόνα και ψυχής.

45
Ο άνθρωπος δεν είναι απλώς το ζώο που δημιουργεί σύμβολα. Είναι το ζώο που κάνει τα σύμβολα μέρος του πραγματικού του περιβάλλοντος και που συμπεριφέρεται απέναντι τους όπως και απέναντι στα υπόλοιπα μέρη του πραγματικού περιβάλλοντος. Ήτοι: στη συμπεριφορά αυτή συμμετέχει ολόκληρος, με τους μηχανισμούς που κινούν οι ασύνειδες ενορμήσεις του. Μόνο γι' αυτόν το λόγο μπορούν οι υποθέσεις του πνεύματος να γίνουν υποθέσεις ζωής και θανάτου.

46
Εάν δεν υπήρχαν τα μικρά κβάντα της ισχύος, η κοινωνία δεν θα γνώριζε ούτε τα μεγάλα - έστω και αν η μετάβαση από τα πρώτα στα δεύτερα δεν γίνεται γραμμικά. Μικρά κβάντα είναι ακόμα και όσα μου επιτρέπουν να κινούμαι και να ενεργώ, καταρχήν χωρίς αναγκαία σύνδεση με άλλους. Η δυνατότητα μου για κίνηση και ενέργεια με φέρνει σε επαφή -άρα ενδεχομένως και σε σύγκρουση- με άλλους.

47
Ακόμα και η πλήρης ταύτιση της οικείας συμπεριφοράς με τη συμπεριφορά ενός άλλου αποσκοπεί στην ενίσχυση του εγώ και της αυτοπεποίθησης. Γιατί αυτός ο άλλος κατά κανόνα είναι μεγαλύτερος και ισχυρότερος, αυτές τις ιδιότητες θέλει να πάρει το παιδί όταν ταυτίζεται μαζί του.

48
Σε σχέση με τους ιστορικούς ιδεότυπους («καπιταλισμός»), στους οποίους κρυσταλλώνεται η συλλογική πράξη, πρέπει να επισημανθεί η εξής οπτική απάτη: μολονότι οι τύποι αυτοί γεννιούνται ιστορικά από την ετερογονία των σκοπών, ωστόσο η καθαρότητα τους υποβάλλει την εντύπωση ότι βγήκαν από μια καθαρά ορθολογική σκοποθεσία ως προς αυτόν το σκοπό, ότι δηλαδή η πράξη που τους δημιούργησε είχε (υποκειμενικά) αυτό το νόημα. Όμως αυτό το νόημα το έχουν μόνον αντικειμενικά (σκοπιά του παρατηρητή, ο οποίος τώρα κινδυνεύει να θεωρήσει ως υποκειμενικό νόημα ό,τι υφίσταται ως ιστορικό μόρφωμα). Στο επίπεδο της ετερογονίας η οπτική απάτη είναι αναπόφευκτη αν αυτή η ορθολογική σκοποθεσία νοηθεί ευθύγραμμα.

49
Αν δεχτούμε έναν ορθολογισμό της ταυτότητας ίσως ξεφεύγουμε από τον φαύλο κύκλο εγωισμού-αλτρουισμού: μπορώ να συνδέσω την ταυτότητα μου με τη διάπραξη αλτρουιστικών πράξεων. Η ταυτότητα βρίσκεται καθ' αυτή πάνω από το εννοιολογικό ζεύγος. Ήτοι μπορεί να είναι εγωιστική ή αλτρουιστική. Αλλά και στη δεύτερη περίπτωση υπάρχει ένα εγώ προκειμένου να είναι αλτρουιστικό. Δεν υπάρχει αλτρουισμός που να μην έχει φορέα του ένα εγώ, το οποίο κατά τη διάπραξη μιας αλτρουιστικής πράξεως αισθάνεται πλήρωση.
Αλτρουισμός χωρίς υπαρξιακή πλήρωση, δηλαδή συνοδευόμενος από αποστροφή, δεν είναι παρά εξαναγκασμός του εγώ, άρα όχι αλτρουισμός.

50
Στη συμπεριφορά των άλλων ο εαυτός βλέπει τι του είναι χρήσιμο. Ακόμα και αν πρόκειται να στραφεί εναντίον άλλων, πρέπει να υιοθετήσει ουσιώδη μέρη της συμπεριφοράς τους (αρχίζοντας από τη γλώσσα) προκειμένου να αποκτήσει τη δυνατότητα να κινηθεί κοινωνικά. Πρέπει να κοινωνικοποιηθεί για να επιτύχει τους ατομικούς του σκοπούς.


_____________________________________________________

* «Ταυτότητα, Ισχύς, Πολιτισμός» - 50 ''σημειώσεις, δελτία ή αποσπάσματα'' από τον ανολοκλήρωτο και ακυκλοφόρητο τρίτο τόμο του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη «Το πολιτικό και ο άνθρωπος - Βασικά στοιχεία της κοινωνικής οντολογίας», στο Ευ. Γκανάς (Επιμ.), Νέα Εστία, τ. 156ος, Αθήνα, Ιούλιος-Αύγουστος 2004, σσ.6–19.

Περισσότερα: ΚΟΣΜΟΪΔΙΟΓΛΩΣΣΊΑ