t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 30 Ιουλίου 2009

Γιάννης Σταύρου: βιβλία και διακοπές

Διακοπές, βιβλία και σχόλια γύρω από τη θεωρία του πολέμου…

averof

Γιάννης Σταύρου, Θωρηκτό Αβέρωφ, ορείχαλκος

30 Ιουλίου, εν μέσω καλοκαιρινών διακοπών…

Για όσους από μας οι διακοπές είναι πρωταρχικά ευκαιρία για ανανέωση σκέψης, προβληματισμού και νοητική απόδραση από την επιβεβλημένη καθημερινή χυδαιότητα…

Μια μόνο απελπισμένη λύση μας απομένει: το διάβασμα ή – διαφορετικά - η συνομιλία με τους μεγάλους στοχαστές.

Ξεκινώ με ένα άρθρο του Παναγιώτη Κονδύλη και βέβαια παραπέμπω στα βιβλία του…

Το εμπόριο του πολέμου

Π. ΚΟΝΔΥΛΗΣ | Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 1997 ΤΟ ΒΗΜΑ

Δύο μόνο χρόνια πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ένα βιβλίο, που μόλις είχε δημοσιευθεί, τράβηξε την προσοχή του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, έγινε θέμα συζητήσεων της ευρωπαϊκής και της αμερικανικής πολιτικής και οικονομικής ελίτ και μεταφράστηκε αμέσως σε πολλές γλώσσες. Συγγραφέας του ήταν ο βρετανός δημοσιολόγος Norman Angell και τίτλος του The Great Illusion, η μεγάλη ψευδαίσθηση. Θύματα της μεγάλης αυτής ψευδαίσθησης ήσαν, κατά τον Angell, όσοι από πολέμους και κατακτήσεις προσδοκούσαν την αύξηση της ισχύος και της ευημερίας του έθνους τους. Η σημερινή έκταση των διαπλοκών της παγκόσμιας οικονομίας, έλεγε, οι πυκνές και γρήγορες επικοινωνίες, και προπαντός ο διεθνής χαρακτήρας του χρηματοοικονομικού και του πιστωτικού συστήματος είχαν πλέον καταστήσει απαρχαιωμένη την παραδοσιακή πολιτική της ισχύος και μετατρέψει τα μικρά και οικονομικώς εύρωστα έθνη σε ισότιμους συναγωνιστές των μεγάλων.

Μολονότι ο Angell αμφισβητούσε ριζικά τη σημασία της στρατιωτικής ισχύος για την ανάπτυξη της εμπορικής δραστηριότητας και μολονότι κατηγορούσε με την ίδια δριμύτητα τόσο τους βρετανούς όσο και τους γερμανούς υποστηρικτές τέτοιων απόψεων, ωστόσο αποδεχόταν τη χρήση μη οικονομικών μέσων πίεσης με σκοπό την «αποκατάσταση και τήρηση της τάξης» και την προστασία του ελεύθερου εμπορίου. Οπου ήδη υφίσταται η δημόσια τάξη, έγραφε, όπως στις πολιτισμένες χώρες της Ευρώπης, εκεί οι κατακτήσεις περιττεύουν. Από την άλλη μεριά η Γερμανία, λ.χ., θα είχε το δικαίωμα να ακολουθήσει το βρετανικό παράδειγμα στις Ινδίες και να επιβάλει την τάξη στην οθωμανική επικράτεια. Ο Angell δεν εξέταζε τι θα γινόταν σε περίπτωση όπου μια πλευρά θα επεφύλασσε στον εαυτό της τον ρόλο του φύλακα της τάξης σε όλες τις νευραλγικές περιοχές.

Αλλωστε αυτό δεν αποτελούσε ούτε το μόνο κενό ούτε το μόνο σφάλμα της επιχειρηματολογίας του. Από οικονομική άποψη είχε βέβαια δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η αποικιακή επέκταση, όπως ασκήθηκε από τον 16ο ως τον 19ο αι., είχε γίνει ασύμφορη λόγω των στρατιωτικών δαπανών και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τον λιγότερο ή περισσότερο άμεσο οικονομικό έλεγχο. Η διαπίστωση όμως τούτη δεν αρκούσε από μόνη της για να αποδείξει τη γενική θέση ότι, σε κοσμοϊστορικό επίπεδο, οι σχέσεις μεταξύ οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής ισχύος είχαν οριστικά αντιστραφεί. Ο Angell παραδεχόταν έμμεσα αυτό το λογικό άλμα όταν δήλωνε ότι δεν επιθυμούσε να ισχυρισθεί την απιθανότητα μεγάλων μελλοντικών πολέμων, αλλά απλώς να αποδείξει ότι ο πόλεμος έγινε άπαξ διά παντός οικονομικά άχρηστος, και μάλιστα επιζήμιος.

Αλλά και εδώ η συλλογιστική του δεν ήταν συνεπής. Γιατί σε πολλές περικοπές του βιβλίου του εξέφραζε την πεποίθηση ότι η πρόοδος των παγκόσμιων οικονομικών διαπλοκών θα καθιστούσε αδύνατο τον πόλεμο και θα υποκαθιστούσε τη φυσική βία με τη συνεργασία. Η πρόγνωση αυτή προφανώς αποτελούσε, από λογική και ιστορική άποψη, κάτι διαφορετικό από τη διάγνωση της οικονομικής αχρηστίας των πολέμων. Για να συμπέσει η πρόγνωση με τη διάγνωση θα έπρεπε να αποδειχθεί επιπλέον ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις περιπτώσεις δίνουν το προβάδισμα στο οικονομικό όφελος και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η δική τους νίκη σε έναν πόλεμο θα βλάψει και μακροπρόθεσμα τα οικονομικά συμφέροντά τους. Ο πόλεμος, που ξέσπασε όσο ακόμη διαρκούσε η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου του Angell, έδειξε ότι κάτι τέτοιο δεν είχε αποδειχθεί.

Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο δεν έχασε ούτε την επικαιρότητα ούτε τους οπαδούς του. Οταν πριν από δύο χρόνια στο Βερολίνο ένας αμερικανός δημοσιογράφος διατύπωσε σε μιαν ομιλία παρόμοιες σκέψεις και του υπενθύμισα τον Norman Angell, ομολόγησε πρόθυμα την πηγή της έμπνευσής του. Στην πραγματικότητα οι θέσεις του Angell έγιναν εύκολα δημοφιλείς γιατί σε μιαν εποχή όπου οι διεθνείς οικονομικές διαπλοκές αυξήθηκαν κατά πολύ ως προς τον όγκο και την πυκνότητά τους, φαίνονταν να επιβεβαιώνουν εκ νέου έναν κοινό τόπο του πρώιμου φιλελευθερισμού, ότι δηλαδή το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο· έπιαναν έτσι το νήμα μιας μακράς παράδοσης και έπεφταν σε γόνιμο έδαφος. Το ίδιο συμβαίνει και στις μέρες μας. Πάντως γύρω στο 1900 θέσεις σαν και αυτές φαίνονταν ακαταμάχητες, και μάλιστα όχι μόνο σε φιλελεύθερους πολιτικούς αλλά και στους πλείστους ευρωπαϊκούς στρατιωτικούς ή στρατηγικούς σχεδιαστές.

Λίγοι γνωρίζουν σήμερα ­ και ακόμη λιγότεροι θέλουν να το γνωρίζουν ­ ότι η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του επιθετικού στρατιωτικού δόγματος σε όλα τα ευρωπαϊκά Γενικά Επιτελεία προ του 1914 στηριζόταν στη γενική πεποίθηση ότι η οικονομική ζωή είχε γίνει τόσο περίπλοκη και ευαίσθητη, ώστε δεν σηκώνει μακρό πόλεμο, άρα ο πόλεμος πρέπει να διεξαχθεί επιθετικά και να έχει γρήγορη έκβαση. Στη Γερμανία αυτό το είχε πει ήδη ο Moltke, αλλά η έρευνα έχει δείξει ότι και ο στρατηγικός σχεδιασμός του Schlieffen ξεκινούσε από παρόμοιες ιδέες. Σήμερα βέβαια μας φαίνεται εντελώς παράδοξο ότι μπορεί να υπάρχει κάποια συνάφεια ανάμεσα στην παραβίαση της βελγικής ουδετερότητας και σε μιαν φιλελεύθερη ­ οικονομιστική τοποθέτηση, ωστόσο γι’ αυτό φταίνε οι επικρατούσες εύκολες σχηματοποιήσεις. Το αληθινά παράδοξο ­ που βέβαια εξηγείται εκ των υστέρων ­ έγκειται στο ότι οι προσπάθειες όλων των πλευρών να συντομέψουν τον πόλεμο κατέληξαν στην παράτασή του.

Ανάμεσα στο 1900 και στο 1914 το γαλλογερμανικό εμπόριο αυξήθηκε κατά 137% και το ρωσογερμανικό κατά 121%. Το εμπόριο μεταξύ Γερμανίας και Μεγάλης Βρετανίας διπλασιάσθηκε από 60 εκατ. λίρες σε 120 και αποτελούσε το 9% του συνολικού βρετανικού εμπορίου· περισσότερα από τα μισά τοτινά διεθνή καρτέλ παραγωγής ήσαν κοινή γερμανοβρετανική ιδιοκτησία, ένα από αυτά μάλιστα παρήγε εκρηκτικές ύλες (βλ. Β. R. Mitchell, International Historical Statistics. Europe 1750-1988, Ν. Υόρκη 1992). Αν λοιπόν οι οικονομικοί οιωνοί έδειχναν ειρήνη, τότε ο πόλεμος, που παρ’ όλα αυτά έγινε, θα πρέπει να ξεπήδησε από μια λογική διαφορετική από τη λογική της οικονομίας. Η διερεύνηση πολλών ιστορικών παραδειγμάτων δεν μας επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι υπάρχει μια πάγια αιτιότητα, δηλαδή ένας νόμος, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εμπορίου και πολέμου. Η θεωρητική γενίκευση δεν μπορεί να προχωρήσει παραπέρα από την απόφανση ότι εδώ υφίστανται παράλληλα δύο διαφορετικές λογικές και δύο διαφορετικά κίνητρα, που μπορεί και να συμπίπτουν ­ όμως η σύμπτωσή τους διόλου δεν είναι υποχρεωτική.

Αντίθετα, τόσο η φιλελεύθερη προσδοκία ότι το εμπόριο θα υποκαταστήσει τον πόλεμο όσο και η χυδαιομαρξιστική ερμηνεία του πολέμου με οικονομικές αιτίες προϋποθέτουν και οι δύο σιωπηρά την ύπαρξη εμπειρικά αναπόδεικτων νομοτελειών. Και στις δύο περιπτώσεις η αποδεικτική στηρίζεται σε έναν οικονομιστικό ντετερμινισμό, οπότε η φιλελεύθερη τοποθέτηση, αν εξετασθεί προσεκτικότερα, αποκαλύπτεται ως χυδαίος μαρξισμός με αντεστραμμένα πρόσημα. Γιατί μόνο όποιος πιστεύει ότι τους πολέμους τους προκαλούν αποκλειστικά οι οικονομικοί ανταγωνισμοί, έχει λογικά το δικαίωμα και να δέχεται ότι η οικονομική συνεργασία θα καταργήσει οπωσδήποτε τον πόλεμο. Αλλωστε η τέτοια συνεργασία θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίδοτο εναντίον του πολέμου μονάχα αν εγκαινιαζόταν και καλλιεργούνταν με τη ρητή πρόθεση να λειτουργήσει ως εναλλακτική λύση προς τις αιματηρές συγκρούσεις.

Δεν υπάρχουν όμως χειροπιαστές ενδείξεις ότι συμβαίνει αυτό, υπάρχουν μόνο εκλογικεύσεις του πράγματος εκ των υστέρων. Τους ανθρώπους τους ωθούν στην οικονομική συνεργασία απλώς και μόνο οικονομικές βλέψεις και αναγκαιότητες, οι οποίες καθεαυτές δεν συνδέονται με ειρηνικές ή εχθρικές προθέσεις υπό την πολιτική έννοια. Μονάχα η θετική ή αρνητική τροπή της συνεργασίας κάνει πιθανή τη σύνδεση με παρόμοιες προθέσεις, χωρίς όμως και πάλι αυτό να είναι υποχρεωτικό. Στα τέλη του 20ού αι. ο βαθύτερος αντικειμενικός λόγος της αύξουσας παγκόσμιας οικονομικής διαπλοκής είναι ο ίδιος που κράτησε (και ίσως έθεσε) σε κίνηση τη βιομηχανική επανάσταση κατά τον 18ο και 19ο: μια άνευ προηγουμένου και συνεχώς επιτεινόμενη πληθυσμιακή πυκνότητα, αυτή τη φορά όχι σε περιορισμένη ευρωπαϊκή αλλά σε πλανητική κλίμακα. Και ακριβώς επειδή στον 21ο αι. οι παγκόσμιες οικονομικές διαπλοκές θα βρίσκονται κάτω από την πίεση του παραπάνω αντικειμενικού παράγοντα, μάλλον θα οξύνουν παρά θα αμβλύνουν το πρόβλημα της κατανομής.

Μετά το 1989 πολλαπλασιάσθηκαν οι φωνές που αποδίδουν τη σημερινή απιθανότητα μεγάλων πολέμων μεταξύ εθνών στην αύξουσα παγκόσμια διαπλοκή των οικονομιών. Οπως δείχνει το παράδειγμα της εποχής προ του 1914 η συνάφεια αυτή κάθε άλλο παρά υποχρεωτική είναι. Αντίθετα, είναι προφανής ο πολιτικός λόγος που καθιστά προς το παρόν απίθανους τέτοιους πολέμους. Ενα μεγάλο έθνος ανάμεσα στα υπόλοιπα, δηλαδή το αμερικανικό, διαθέτει τέτοια οικονομική και στρατιωτική υπεροχή απέναντι σε όλα τα άλλα, παρμένα χωριστά, ώστε ενάντια στη θέλησή του ούτε ετοιμοπόλεμες συμμαχίες μπορούν να συμπηχθούν ούτε ένα άλλο έθνος μπορεί να ασκήσει αποφασιστικά και ως τα άκρα πολιτική ισχύος. Ενώ η παγκόσμια κατάσταση γύρω στο 1900 χαρακτηριζόταν από την κατά προσέγγιση ισοδυναμία μεταξύ των τότε παγκόσμιων Δυνάμεων, γύρω στο 2000 καθορίζεται από την έμπρακτη ηγεμονία μιας και μόνο Δύναμης. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει αυτή η συγκυρία και υπό ποιες συνθήκες θα τερματισθεί, εφόσον μάλιστα ο μεταψυχροπολεμικός κόσμος δεν έχει ακόμη σαφή περιγράμματα. Το βέβαιο είναι ότι σήμερα την ειρήνη δεν τη διασφαλίζει η οικονομική συνεργασία πολλών ισότιμων κρατών αλλά η ηγεμονία ενός υπέρτερου.

Οσον αφορά ιδιαίτερα την Ευρώπη, εδώ η στενότερη οικονομική και πολιτική συνεργασία μάλλον προέκυψε επειδή ήταν αδύνατος ένας νέος μεγάλος πόλεμος μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών εθνών παρά το αντίστροφο. Αφ’ ότου η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, έχασαν και οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί την κοσμοϊστορική σημασία τους (όποιος κυριαρχεί στην Ευρώπη δεν κυριαρχεί πια στον κόσμο ολόκληρο) και γι’ αυτό η έντασή τους έπεσε κάθετα, υπό την κηδεμονία μάλιστα των ΗΠΑ. Στην ιμπεριαλιστική εποχή οι ανταγωνισμοί αυτοί όχι μόνο δεν εμπόδιζαν τη γενική ευρωπαϊκή επέκταση αλλά και την επέτειναν, γιατί κάθε ευρωπαϊκή Δύναμη φρόντιζε να μη μείνει πίσω από τις άλλες. Την εποχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών, ενώ σήμερα τα ευρωπαϊκά έθνη υποχρεώνονται να συνομαδωθούν και να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Με άλλα λόγια: ως το 1945 στην Ευρώπη ο πόλεμος ήταν ασθένεια της δύναμης, ενώ μετά το 1945 έγινε απίθανος γιατί την Ευρώπη την πρόσβαλε η ασθένεια της αδυναμίας.

Αφού κανένα ευρωπαϊκό έθνος δεν κατέχει την ισχύ και τη βούληση να πραγματοποιήσει υπό τη δική του ηγεμονία μιαν ιστορικά βιώσιμη ευρωπαϊκή ένωση, η τελευταία πρέπει να οικοδομηθεί με ατμομηχανή τη σύμπνοια των δύο ή τριών μεγαλύτερων εθνών. Στον δρόμο προς την ένωση αυτή θα φανεί ακόμη μια φορά πόσο διαφέρει η υπόθεση του εμπορίου από εκείνη του πολέμου και της ειρήνης. Η οικονομική όσμωση δεν θα απολήξει υποχρεωτικά στην πολιτική, προπαντός αν η ιστορικά κουρασμένη Ευρώπη βολευτεί ψυχολογικά με τη σκέψη ότι μπορεί να ζήσει άνετα και υπό αμερικανική ηγεμονία. Και αντίστροφα: παλινδρομήσεις κατά την προσπάθεια στενότερης συνύφανσης των ευρωπαϊκών οικονομιών δεν θα οδηγήσουν οπωσδήποτε σε πόλεμο, με δεδομένη την ευρωπαϊκή ασθένεια της αδυναμίας.

Η διαζευκτική λύση: «ή νομισματική ένωση ή πόλεμος», όπως τη διατυπώνουν μερικοί, μπορεί να είναι παιδαγωγικά σκόπιμη, όμως η ιστορική της αξία είναι ελάχιστη. Οχι μόνο επειδή πρόσφατα ακόμη στην πρώην Γιουγκοσλαβία και στην πρώην Σοβιετική Ενωση αλληλοσπαράχθηκαν λαοί που επί δεκαετίες απόλαυσαν τις ευλογίες του κοινού νομίσματος, αλλά και επειδή δεν ευσταθεί το υπονοούμενο, ότι δηλαδή σήμερα υπάρχουν στην Ευρώπη έθνη με τη βούληση και τη δύναμη να διεξαγάγουν πόλεμο. Το σημερινό δίλημμα της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν είναι: «ενότητα ή πόλεμος», όπως προ του 1945, αλλά «ενότητα ή παρακμή». Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα δύο αυτά πράγματα γίνεται βέβαια εμφανής μονάχα όταν δεν συγχέεται σε κανένα επίπεδο η λογική του εμπορίου και η λογική του πολέμου. Ακόμη γενικότερα, πρέπει να λεχθεί ότι οι ενδιαφερόμενοι καλά θα έκαναν να μην εμπιστεύονται την ειρήνη στους δήθεν αυτοματισμούς της οικονομίας, αλλά να αναζητήσουν τις προϋποθέσεις της στις πολιτικές ισορροπίες ισχύος μεταξύ των παγκόσμιων Δυνάμεων.

________________________________________________

πηγή η εξαιρετική ιστοσελίδα http://kondylis.wordpress.com/

Τρίτη 28 Ιουλίου 2009

Γιάννης Σταύρου: ζωγραφική & βιβλία...

bookmarks-sm2

Καλοκαίρι 2009

Μόλις κυκλοφόρησαν οι νέοι σελιδοδείκτες από έργα του ζωγράφου Γιάννη Σταύρου


Από το βιβλιοπωλείο ΠΟΛΙΤΕΙΑ - Ασκληπιού 1, Αθήνα



Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

Αποχαιρετισμός στον καπνό, συνέχεια...

marine-landscape-x

Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή νυχτερινής βάρδιας, λάδι σε καμβά

Αποφθέγματα του Καπνού

Smoke your pipe and be silent; there’s only wind and smoke in the world.

Κάπνισε την πίπα σου και μείνε σιωπηλός· μόνο άνεμος και καπνός υπάρχει στον κόσμο.

Ιρλανδέζικη παροιμία

Tobacco, divine, rare super excellent tobacco, which goes far beyond all panaceas, potable gold and philosopher’s stones, a sovereign remedy to all diseases.

Καπνός, θείος, σπάνιος υπέροχος καπνός, που πάει πέρα απ’όλες τις πανάκειες, τον πόσιμο χρυσό και τη φιλοσοφική λίθο, μια κυρίαρχη θεραπεία σε όλες τις ασθένειες.

Robert Burton, Anatomy of Melancholy

A woman is only a woman, but a good cigar is a smoke.

Μια γυναίκα είναι μόνο μια γυναίκα, όμως ένα καλό πούρο είναι καπνός.

Rudyard Kipling, The Betrothed

My rule of life prescribed as an absolutely sacred rite smoking cigars and also the drinking of alcohol before, after and if need be during all meals and in the intervals between them.

Ο ορισμός του κανόνα ζωής μου είναι η απόλυτη ιεροτελεστία του καπνίσματος πούρων και επίσης η κατανάλωση αλκοόλ πριν από, μετά από και αν χρειάστεί κατά τη διάρκεια όλων των γευμάτων και στα διαστήματα μεταξύ τους.

Winston Churchill

I promised myself that if ever I had some money that I would savor a cigar each day after lunch and dinner. This is the only resolution of my youth that I have kept, and the only realized ambition which has not brought disillusion.

Υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι αν ποτέ αποκτούσα κάποια χρήματα θα γευόμουν ένα πούρο κάθε μέρα μετά το μεσημεριανό και βραδυνό γεύμα. Αυτή είναι η μόνη εξαγγελία της νιότης μου που τήρησα, και η μόνη πραγματοποιημένη φιλοδοξία που δεν κατέληξε σε απομυθοποίηση.

Somerset Maugham

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

Η συνήθεια του καπνού θυσιάζεται στο βωμό της μαζικής δημοκρατίας

Εις ανάμνησιν των ωραίων, ποιητικών ημερών…

Έντονες ή ήρεμες συζητήσεις, γέλια ή θλίψη, παρέα με φίλους – μόνιμη συντροφιά ο καπνός, σε καφέ, σε μπαρ, στην ταβέρνα…

Ευλογημένες συνήθειες που θυσιάζονται στο βωμό της πολιτικής ορθότητας κι ευτέλειας της μαζικής δημοκρατίας και των μαζανθρώπων της…

kekkeris

Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο χαρμάνι, λάδι σε καμβά

Για τον καπνό…

Το τσιγάρο είναι η πιο τέλεια μορφή απόλαυσης. Είναι ηδονικό και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι περισσότερο να ζητήσει κανείς;.

Οσκαρ Ουάιλντ

Πιστεύω ότι το κάπνισμα της πίπας συμβάλλει σε μια πιο ήρεμη και αντικειμενική κρίση για όλες τις ανθρώπινες σχέσεις πέρα από τα στερεότυπα.

Άλμπερτ Αινστάιν

Το φαγητό και ο ύπνος είναι οι μόνες δραστηριότητες που επιτρέπεται να διακόψουν την απόλαυση ενός τσιγάρου.

Εάν δεν μπορώ να καπνίσω τσιγάρα στον άλλο κόσμο, τότε δεν υπάρχει περίπτωση να πάω!

Καπνίζω με μέτρο. Μόνο ένα τσιγάρο τη φορά!

Πάντα είχα σαν κανόνα να μην καπνίζω όταν κοιμάμαι και να μην σταματάω όταν είμαι ξύπνιος.

Μαρκ Τουέιν

Tο πακέτο των τσιγάρων, η τελετουργία με την οποία τα βγάζουμε από κει, το άναμμα του αναπτήρα, κι εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο που μας διαπερνά και που εισπνέουν τα ρουθούνια μας, αποτελούν ισχυρά θέλγητρα που έχουν σαγηνέψει και κατακτήσει τον κόσμο.

Ζαν Κοκτό

(Για το οινόπνευμα και τον καπνό)…Τους δύο πατέρες της δυνατής φιλίας και των γόνιμων ονειροπολήσεων.

Λουί Μπουνιουέλ

Εμάς που λατρέψαμε την καρέτα καρέτα, χωρίς ποτέ να διανοηθούμε να την καπνίσουμε ή να την μασήσουμε, γιατί δεν μας αφήνετε να ζούμε με τα καρέλια καρέλια, ακόμα κι αν δεν τραβάμε ούτε τζούρα απ’ αυτά; Δεν ακούτε τη βραχνή από το τσιγάρο φωνή του ποιητή; Πόσο βαθιά και σε τι κλουβί πρέπει να τον παραχώσετε για να μη σας ενοχλεί η φωνή του;

Δημήτρης Νόλλας, “Φύλλα καπνού”

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2009

...μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες *

black-red-ships

Γιάννης Σταύρου, Δυο πλοία, λάδι σε καμβά

Κάθε τόσο καλό είναι να καταφεύγεις στη σκέψη και την ανάλυση του Παναγιώτη Κονδύλη – ίσως το μοναδικό εργαλείο για να κρατήσεις την ψυχαραιμία σου με τα συμβαίνοντα στον τόπο μας.

Από τη “Θεωρία του Πολέμου” * (Εκδόσεις Θεμέλιο), ένα απόσπασμα για την Ελλάδα:

Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχω­ρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελω­νειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύοντας έ­τσι άθελα της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκί­ας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» καί της επιρροής των «Ευ­ρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύ­τερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης.

Στόν βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευ­δαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, έφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊ­κούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο πα­ρασιτικός καταναλωτισμός.

Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικό­τητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τούρκικου δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά», «υπέρβαση του εθνικι­σμού» και «εξευρωπαϊσμό».

Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντι­κειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή.

Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ε­νός ηράκλειου άθλου, για τον οποίο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια.

Οι μετριότητες, υπομετριότητες και ανθυπομετριότητες, που συναπαρτίζουν τον ελληνικό πολιτικό και παραπολιτικό κόσμο, δεν έχουν το ανάστημα να θέσουν και να λύσουν ιστορικά προβλή­ματα τέτοιας έκτασης και τέτοιου βάθους ίσως να καταρρεύσουν ακόμα και στην περίπτωση όπου θα βρεθούν μπροστά στη μεγάλη απόφαση να διεξαγάγουν έναν πόλεμο γιατί, αν o πόλεμος είναι συνέχεια της πολι­τικής, ποιός πόλεμος θα συνεχίσει μια σπασμωδική πολιτική;

Οι ευρύτε­ρες μάζες, καθοδηγούμενες από το ίδιο ένστικτο της βραχυπρόθεσμης αυ­τοσυντήρησης, έχουν βρει τη δική τους ψυχολογικά βολική λύση: το έθνος το υπηρετούν ανέξοδα περιβαλλόμενες γαλανόλευκα ράκη, οπότε το κα­λεί ή περίσταση, και έχοντας κατόπιν ήσυχη συνείδηση το κλέβουν μόνιμα με παντοειδείς τρόπους: από τη φοροδιαφυγή, την αισχροκέρδεια και τα «αυθαίρετα» ίσαμε τα ευκολοαπόκτητα πτυχία, τη χαμηλή παραγωγικό­τητα εργασίας (ούτε το 50% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης!) καί την κραυγαλέα ανισότητα ανάμεσα σ’ ό,τι παράγεται και σ’ ό,τι κατα­ναλώνεται, με αποτέλεσμα την καταχρέωση και την πολιτική εξάρτηση του τόπου.

Αν λάβουμε ύπ’ όψιν μας μόνον όσα πράττονται και αφήσου­με εντελώς στην άκρη την εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους οι πράττοντες,τότε φαίνεται να βρισκόμαστε σε συλλογική αναζήτηση της ιστο­ρικής ευθανασίας, υπό τον όρο να σκηνοθετηθούν έτσι τα πράγματα, ώστε κανείς να μην έχει την άμεση ευθύνη, και επίσης υπό τον όρο να τεχνουργηθούν απροσμάχητες ανακουφιστικές εκλογικεύσεις («ελληνοκεντρικές» ή «έξευρωπαιστικές», αδιάφορο).

Τις τραγωδίες ή τις κωμωδίες, που μπο­ρούν να περιγράψουν με τις αρμόζουσες αποχρώσεις αυτήν την ιδιαίτερη κοινωνική και ψυχολογική κατάσταση, θα τίς γράψουν ίσως άλλοι. Εμένα μου έρχεται στον νου η τετριμμένη, αλλά πάντοτε ευθύβολη θυμοσοφία: όπως στρώνει καθένας, έτσι και κοιμάται.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Ο λόγος του Σεφέρη καταφύγιο...

Ιούλιος 2009. Καλοκαίρι. Πολύς ευτελής λόγος για την Ακρόπολη και το μουσείο. Άθλια επικαιρότητα.

Όσο περισσότερο μιλούν για πολιτισμό, τόσο περισσότερο ο τόπος και οι άνθρωποι εκβαρβαρίζονται…

acr-rose

Γιάννης Σταύρου, Καλοκαίρι στην Ακρόπολη, λάδι σε καμβά

Ας θυμηθούμε το λόγο του Σεφέρη – ύστατο καταφύγιο από την ασχήμια…

“Εξι νύχτες στην Ακρόπολη”, Γιώργος Σεφέρης

  • Αποσπάσματα:

Χαμηλά, μέσα στη γούβα, γυάλιζαν θρύψαλα από μάρμαρα και φλόγιζαν τα μάτια. Μια χοντρή πλάκα ήταν αφησμένη στη μέση περιμένοντας να τη σηκώσουν. Ο αέρας έτρεμε πάνω από τούτο το καμίνι…
Το μυαλό πάλευε να μάθει αν ήμουν κι εγώ μαζί μ΄αυτά που έβλεπα…
Τότες ένοιωσα μιαν αστραπή να κόβει τον καιρό σαν ένα μεγάλο φίδι, μονοκόματα. Είδα την τέφρα του λινού σωριασμένη στη θέση που ήταν τα σφυρά της. Είδα έναν άνθρωπο ν΄ανασταίνεται μέσα από τον κόρφο των μαρμάρων.

  • Κάτω από τη μετάφραση της τελευταίας παραγράφου της “απολογίας του Σωκράτη” του Πλάτωνα, ο Σεφέρης προσθέτει ένα δικό του σχόλιο στο ίδιο μυθιστόρημα:

Τούτο μονάχα παρακαλώ: Τους γιους μου, όταν μεγαλώσουν, τιμωρήστε τους, Αθηναίοι, και βασανίστε τους, όπως σας βασάνιζα κι εγώ, αν σας φανεί πως νοιάζονται για τα χρήματα ή για άλλο τίποτε, πριν από την αρετή. Κι αν νομίζουν πώς είναι κάτι χωρίς να είναι τίποτε, ονειδίζετέ τους, καθώς κι εγώ εσάς, γιατί δεν επιμελούνται εκείνα που πρέπει, και θαρούνε πως είναι κάτι, όντας ολωσδιόλου ανάξιοι. Κι αν κάνετε έτσι, θα έχετε σταθεί δίκαιοι και για μένα και για τους γιους μου. Αλλά είναι καιρός να πηγαίνουμε. Εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να ζήσετε. Ποιος από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανείς δεν το ξέρει παρά ο θεός.

  • Ας προσθέσουμε και το σχόλιο του Le Corbusier για την Ακρόπολη…

Πάνω στην Ακρόπολη, μέσα στη σιωπηλή αγκαλιά του τοπίου τούτου που τινάχθηκε από τη προϊστορία, υψώνεται ένας λόγος περίπαθος, σχεδόν μια κραυγή, μια βοή σύντομη, ακέραιη, βίαιη, συμπαγής, βαριά, σουβλερή, κοφτερή, αποφασιστική: το μάρμαρο των ναών φέρει την ανθρώπινη φωνή.