Για τη ζωγραφική του Γιάννη Σταύρου. Ένα κείμενο του Μάνου Στεφανίδη...
ΓΥΑΛΙΝΑ ΜΑΤΙΑ - ΑΝΑΣΤΗΜΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΣΤΑΥΡΟΥ
Είναι ένα γυάλινο μάτι που με βλέπει στον ύπνο του, Γιώργος Θέμελης
Με ποιούς τρόπους μπορούμε να μιλήσουμε για τη ζωγραφική σήμερα; Κατ’αρχάς πρέπει να διαλέξουμε: Τον κόσμο των μορφών, την επικράτεια της τέχνης ή τον κόσμο των ειδώλων, το βασίλειο των σκιών που καμώνονται ύπαρξη εξ αιτίας της πρόσκαιρης και τυχάρπαστης δύναμης που τους παρέχει το μέσο; Και βέβαια αναφέρομαι στο γυάλινο μάτι της τηλεόρασης και ασφαλώς την αντιπαραθέτω προς την στατική αλλά όχι ακίνητη εικόνα της ζωγραφικής.
Όσο περνά ο καιρός, τόσο διαπιστώνω πως στη συνείδηση μου μαίνεται ένας αφίλιωτος πόλεμος: μια μάχη ανάμεσα στα έργα που αγάπησα και που έρχονται από το παρελθόν φιλοδοξώντας δίκαια να κατοικήσουν στο μέλλον μας και ανάμεσα στην υπερφίαλη τηλε-μαγγανεία που υποκρίνεται αυθεντία χωρίς όμως να εξορκίζει το χυδαίο. Γιαυτό είπα πιο πάνω ότι πρέπει να διαλέξουμε.
Υπονοώντας ότι η ζωγραφική σήμερα περισσότερο απ’όλα είναι μια πράξη αντίστασης του βλέμματος, ένα είδος σιωπηλής πλην έγκυρης διαμαρτυρίας για την πλημμυρίδα των α-νόητων και ανοήτων εικόνων που μας ροκανίζουν χρόνο και συνείδηση. Με εντολή άνωθεν, είμαι πια βέβαιος. Για να μας γονατίσουνε πολιτικά ή ιδεολογικα, πρέπει πρώτα να μας ευτελίσουνε αισθητικά. Όλοι αυτοί οι σύγχρονοι Μέττερνιχ της ξεπουλημένης εικόνας.Πώς όμως μπορεί ν’αντισταθεί και σε τί ένας ζωγραφισμένος μουσαμάς που παρουσιάζει λ.χ. ένα πλοίο σε σκοτεινά νερά απομάκρυνσης ή μια πόλη βυθισμένη στο πρωινό φώς, το εντεταλμένο να την εξαγνίσει και να την ελέγξει για τη νύχτα της;
Κατ’αρχάς ο πίνακας συγκροτεί έναν οπτικό λόγο που πάνω απ’όλα απαιτεί το βλέμμα του θεατή, τη σκέψη του την αφοσίωση του και αν είναι δυνατόν και τη καρδιά του. Αυτός ο μυστικός χρόνος επικοινωνίας που διαρκεί από ένα λεπτό ως μια ολοστρόγγυλη αιωνιότητα, ενέχει τα στοιχεία ενός ιερού δράματος, μιας θρησκευτικής διαδικασίας χωρίς προφανή θεό, αλλά με προφανές το θαύμα.
Γιαυτό μίλησα ήδη για ανάσταση του βλέμματος.
Συχνά, η ζωγραφική στις μέρες μας «χρησιμοποιείται» ως άλλοθι παιδείας ή δύναμης ή στρατεύεται στους πολύφερνους σκοπούς της διακόσμησης. Γιατί όχι; Ποιόν έβλαψε η σπαταλήμένη ομορφιά γύρω; Όμως πέρα από αυτό, η ζωγραφική που τιμά τ’όνομα της, ξέρει να παρασύρει σε ατραπούς αυτοσυνείδησης και σε νησίδες ωρίμανσης όσους την εμπιστευτούν. Μπορεί, όπως και κάθε μορφή τέχνης, να καταστήσει τον συνομιλητή της καλύτερο. Να του επιστρέψει επίσης τον χρόνο του, κερδισμένο. Κι αυτό είναι πολύ σπουδαίο. Επειδή πρόκειται για γνώση κατακτημένη με τη διαίσθηση και κατοικημένη από μιαν αλλοιώτικη ηδονή.
Τη χαρά του βλέμματος που ζωοποιεί όλη την ύπαρξη μας.
Έτσι αντιμετωπίζω και τη ζωγραφική του φίλου μου Γιάννη Σταύρου του νοσταλγικού απολογητή μιας άλλης Θεσσαλονίκης και του μεθοδικού κυνηγού των μικρών θησαυρών που κρύβει η καθημερινότητα στις τσέπες της. Σαν μια πρόκληση για ένα ένδον ταξίδι, σαν μια ευκαιρία του βλέμματος για ουσιαστική ανάσταση – παράταση ουσιαστικής ζωής.Οι συνθέσεις του στηρίζονται σε δύο άκρα αντίθετα: τρυφερότητα και ρωμαλέος ρυθμός, αίσθηση της λεπτομέρειας και γνώση του όλου, συναισθηματική φυγή σε χαρισάμενες εικόνες που θάλεγε κι ο Κοσμάς Πολίτης και έγνοια για τη φόρμα, για τη λιτή όσο και στιβαρή παρουσίαση της.
Οι πίνακες του είτε μνημειώνουν χώρους που ήδη αγάπησε, είτε επινοούν καινούργιες θάλασσες για νέα ταξίδια. Αλλού το πλαστικό στοιχείο χτίζει με αφαιρετικές διαδικασίες, κι αλλού ένα μικροφώς, μια πινελιά - καταλύτης αποκαλύπτει ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Είναι τότε που τα βαριά μπλε ηλεκτρίζονται από πορτοκαλείς ιριδισμούς και τα κόκκινα δεν αφήνουν ποτέ ασυντρόφευτα τα μαύρα ή τα βαθειά πράσινα.Έτσι είναι∙ το ηδύ πρέπει να προκύπτει απ’το πικρό και τούμπαλιν.
Δάσκαλοι του το πείσμα του για την κατάκτηση μιας αυτάρκους οπτικής γλώσσας και η γνώση, εμπειρική και γι αυτό πολύ ουσιαστική, της νεοελληνικής ζωγραφικής.Από τον Παπαλουκά στον Τσαρούχη και από τον Σπυρόπυλο στον Τέτση. Ώσπου να βρει το δικό του ύφος, την significant form του Clive Bell* ή την symbolic form του Cassirer* και του Panofsky*, δηλαδή έναν χαρακτήρα που να σφραγίζει το έργο του ασχέτως της περιόδου που το φιλοτέχνησε. Ας μην σας ζαλίζω όμως μ’αυτές τις τεχνικές πληροφορίες.
Η υγεία της ζωγραφικής του Γιάννη Σταύρου έγκειται στο ότι κανείς μπορεί να την χαρεί δίχως θεωρητικά δεκανίκια και «κριτικές» εξυπνάδες. Μακριά από μένα τέτοια ατοπήματα. Πόσο μάλλον που κατάγομαι κι από τον Πειραιά.
Μάνος Στεφανίδης, ιστορικός τέχνης, τεχνοκριτικός/καθηγητής στην Ιστορία της τέχνης, Πανεπιστήμιο Αθήνας
English vesion:
Glass eyes, Resurrected Gazes. On Yannis Stavrou's Paintings - Art criticism by Manos Steafanidis
"There is a glass eye that dreams of me"
Giorgos Themelis
In what terms can we discuss painting today? First of all, we have to choose between the world of shapes - the sovereignty of art - and the world of reflections. By reflections I mean the kingdom of shadows which feign existence due to the short-lived and accidental power provided by the medium itself. I’m obviously referring to the glass eye of television, juxtaposing it to the still - but not motionless - images of painting. As time goes by, I have come to realize that an irreconcilable battle has been raging in me. There are those works of art I have loved, which come from the past and rightly aspire to inhabit our future. And there is television’s overweening sorcery which pretends to authority without, however, exorcising vulgarity. This is why I said before that we have to choose. I meant to say that, in modern times, painting is above all an act of resistance of the gaze. This is a silent, and yet valid, protest against the overflow of unthinkable and thoughtless images which keep nibbling on our time and conscience. These images reach us following orders from above; I have no doubt anymore. In order to weigh us down politically and ideologically, a host of latter-day Metternichs of sold-out images have first to trivialize our aesthetics.
The question is how - and against what - can a painted canvas resist? Is this act of resistance possible, when the depicted theme is, for instance, a ship sailing away in dark waters or a city bathed in morning light, authorized to expiate it and censure it for its nocturnal life? First of all, each painting constitutes a form of visual expression which requires above all the viewer’s gaze, his mind, devotion and, if possible, his heart. This secret moment of communion, which could last from a minute to an eternity, comprises in it the elements of a holy drama. In this religious rite the presence of a divine power is not obvious but the ensuing miracle is. This is why I referred earlier to a resurrection of the gaze. Nowadays the art of painting is often used as an alibi for education or power. In certain other instances, it is recruited to serve the costly purposes of interior decoration. And why not? Has anyone ever been harmed by the squandering of beauty? Besides this, painting which respects itself knows how to carry those who trust it along paths of self-awareness to islets of maturity. It has the power, like any other art form, to make its fellow traveler a much better person and to return his time regained. And this is quite an achievement. The wisdom acquired derives from intuition and as such entails a feeling of delight which has no rival. This very pleasure of the gaze invigorates our entire being.
This is how I approach the painting of my friend Yannis Stavrou. He is the nostalgic advocate of a different Thessaloniki, the orderly tracker of those small treasures that lie hidden in the pockets of daily routine. I see his paintings as a challenge for an inner voyage, an opportunity for a resurrection of the gaze - a prolongation of real life. His compositions are structured around two opposite poles: tenderness and a sturdy rhythm; a sense for detail and understanding of the whole; a kind of sentimental escape to mirthful images, as Kosmas Politis would put it, and a preoccupation with form, represented in an unadorned and solid fashion. His paintings keep alive the memory of those places he fell in love with in the past or create novel seas for new journeys. Here plasticity is achieved via abstractive processes, and elsewhere a tiny light - one catalytic brushstroke - unveils a well-hidden secret. His heavy blues are electrified with orange iridescences and his reds never leave his blacks or dark greens unaccompanied. This is how it goes: what is sweet should always come out of what is bitter, and vice versa. Stavrou’s art is guided by his perseverance in striving for a self-sufficient visual language and by his grasp, empirical and therefore true, of modern Greek painting - from Papaloukas to Tsarouchis and from Spyropoulos to Tetsis - until he finds his own style, Clive Bell’s* ‘significant form’ or Cassirer* and Panofsky’s* ‘symbolic form.’ In other words a character of its own which will mark his work regardless of the period it was created. Let me not baffle you with any further technicalities. The robustness of Yannis Stavrou’s painting lies in that it can be enjoyed without the aid of theoretical crutches and critical witticisms. Such improprieties would be unfitting...
Manos Stefanidis, Art historian, Professor of the Athens University Τρίτη, 1 Σεπτεμβρίου 2009
Κείμενο της C. Papadopoulou, με αφορμή πρόσφατη έκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Σταύρου
An artist’s last itineraries
Armed with colour - his refuge from disheartening reality - painter YannisStavrou crystallises the beauty of days bygone
από την CHRISTY PAPADOPOULOU
DESERTED buildings, rusting boats and solitary trees - remnants of the days of yore silently awaiting their death - rejoice in an instant of lustre in artist Yannis Stavrou’s paintings. Warm, earthy brushstrokes spring out of a black backdrop in an illusionary escape from the frustrations of daily life. Aside from a few shows between friends in the artist’s atelier, Last Itineraries - Stavrou’s latest exhibition - marks the 60-year-old artist’s comeback to Athens’ gallery scene after an absence of seven years.
Stavrou, who studied sculpture at the Athens Fine Arts School before painting won him over, points to a state of Babel on a national, political, social and cultural level. “I don’t identify with any of the modernday routines. Whatever I’ve loved, they spit at. Whatever I’ve spat at, they love. I find it hard to compromise and go on living out of habit,” the Thessaloniki-born, Athens-based artist told the Athens News.
In his trademark - but not untroubled - brainstorming manner, Stavrou expresses his despair over the ‘democratic’ levelling of talent in the name of equality, citizens’ incessant littering of public places, the time carelessly wasted on entertainment alone and the daily demise of aesthetic values.
“I’m no longer drawn to anything modern. I prefer to petrify things, to preserve their old air. I’m against facelifting. An old person, for instance, is beautiful as long as you have the eyes to appreciate that beauty,” he points out.
Throughout his oeuvre, Stavrou has been preoccupied with safeguarding glimpses of the urban landscape, which is threatened with extinction due to the dramatic changes inflicted on the city’s image from the 1970s onwards. “These images are cast in my memory and painting gives me the ability to revisit them, even if this is an illusion,” says Stavrou.
His sculpture-like iron ships waiting to embark on their next journey and the rusted cranes and deserted warehouses of his industrial landscapes bear echoes of Athens, Thessaloniki and Hydra - some landmark stops in Stavrou’s artistic itineraries.
Whether he is painting an almond tree in his yard, an old winery in Mesogeia or the Ladadika warehouses in Thessaloniki (references to locale in the works’ titles are not of key importance), theme is no longer a priority in itself. Rather than focusing on a house or a boat as such, Stavrou is more concerned about the colour of a roof tile or the hull of a ship. As Stavrou’s paintings move from sheer representation to a more impressionistic approach, colour - the artist’s refuge - determines and takes precedence over form. “Colour is to painting what melody is to music,” he says.
Generous layers of warm, earthy colours - red, brown and black - make for a glistening, luscious palette as opposed to the matte effect of his paintings up till now. The richly-textured oils have a flavourful quality to them.
“They remind me of rich dishes that one craves but cannot indulge in due to old age,” says Stavrou. Despite its usual ominous undertones, the black colour holds a supportive role. “It gives my subject-matter a relief quality and enhances it by isolating all the surrounding dirt,” he says, pointing to his influence by Johannes Vermeer’s art and Flemish painting in general.
The economic crisis has not affected Stavrou’s work. “I’ve sold more works lately than I ever have,” he says.
“Consumerism has made its presence felt in the art market too, which is not necessarily a bad thing. These days many artists can make a living out of their art,” says Stavrou. However, the prosperity in collectors’ circles differs from a real love for art, he believes.
“Before the 1970s, it wasn’t unusual for poor students to cut back on their sandwich in order to acquire a work of art,” he says. And though he recognises many talented artists among the Fine Arts School’s graduates, he warns against their being disheartened as a result of being shunned from art galleries that in their majority make their choices based on trends and financial criteria.
* Yannis Stavrou’s Last Itineraries is on at the Arktos Gallery (5 Irodotou St, Kolonaki, tel 210-729-9610) through to November 30. Open: Monday, Wednesday and Saturday 10.30am-2.30pm; Tuesday, Thursday and Friday 10.30am-9pm
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ATHENS NEWS , 14/11/2008, page: A23Article code: C13313A231
Armed with colour - his refuge from disheartening reality - painter YannisStavrou crystallises the beauty of days bygone
από την CHRISTY PAPADOPOULOU
DESERTED buildings, rusting boats and solitary trees - remnants of the days of yore silently awaiting their death - rejoice in an instant of lustre in artist Yannis Stavrou’s paintings. Warm, earthy brushstrokes spring out of a black backdrop in an illusionary escape from the frustrations of daily life. Aside from a few shows between friends in the artist’s atelier, Last Itineraries - Stavrou’s latest exhibition - marks the 60-year-old artist’s comeback to Athens’ gallery scene after an absence of seven years.
Stavrou, who studied sculpture at the Athens Fine Arts School before painting won him over, points to a state of Babel on a national, political, social and cultural level. “I don’t identify with any of the modernday routines. Whatever I’ve loved, they spit at. Whatever I’ve spat at, they love. I find it hard to compromise and go on living out of habit,” the Thessaloniki-born, Athens-based artist told the Athens News.
In his trademark - but not untroubled - brainstorming manner, Stavrou expresses his despair over the ‘democratic’ levelling of talent in the name of equality, citizens’ incessant littering of public places, the time carelessly wasted on entertainment alone and the daily demise of aesthetic values.
“I’m no longer drawn to anything modern. I prefer to petrify things, to preserve their old air. I’m against facelifting. An old person, for instance, is beautiful as long as you have the eyes to appreciate that beauty,” he points out.
Throughout his oeuvre, Stavrou has been preoccupied with safeguarding glimpses of the urban landscape, which is threatened with extinction due to the dramatic changes inflicted on the city’s image from the 1970s onwards. “These images are cast in my memory and painting gives me the ability to revisit them, even if this is an illusion,” says Stavrou.
His sculpture-like iron ships waiting to embark on their next journey and the rusted cranes and deserted warehouses of his industrial landscapes bear echoes of Athens, Thessaloniki and Hydra - some landmark stops in Stavrou’s artistic itineraries.
Whether he is painting an almond tree in his yard, an old winery in Mesogeia or the Ladadika warehouses in Thessaloniki (references to locale in the works’ titles are not of key importance), theme is no longer a priority in itself. Rather than focusing on a house or a boat as such, Stavrou is more concerned about the colour of a roof tile or the hull of a ship. As Stavrou’s paintings move from sheer representation to a more impressionistic approach, colour - the artist’s refuge - determines and takes precedence over form. “Colour is to painting what melody is to music,” he says.
Generous layers of warm, earthy colours - red, brown and black - make for a glistening, luscious palette as opposed to the matte effect of his paintings up till now. The richly-textured oils have a flavourful quality to them.
“They remind me of rich dishes that one craves but cannot indulge in due to old age,” says Stavrou. Despite its usual ominous undertones, the black colour holds a supportive role. “It gives my subject-matter a relief quality and enhances it by isolating all the surrounding dirt,” he says, pointing to his influence by Johannes Vermeer’s art and Flemish painting in general.
The economic crisis has not affected Stavrou’s work. “I’ve sold more works lately than I ever have,” he says.
“Consumerism has made its presence felt in the art market too, which is not necessarily a bad thing. These days many artists can make a living out of their art,” says Stavrou. However, the prosperity in collectors’ circles differs from a real love for art, he believes.
“Before the 1970s, it wasn’t unusual for poor students to cut back on their sandwich in order to acquire a work of art,” he says. And though he recognises many talented artists among the Fine Arts School’s graduates, he warns against their being disheartened as a result of being shunned from art galleries that in their majority make their choices based on trends and financial criteria.
* Yannis Stavrou’s Last Itineraries is on at the Arktos Gallery (5 Irodotou St, Kolonaki, tel 210-729-9610) through to November 30. Open: Monday, Wednesday and Saturday 10.30am-2.30pm; Tuesday, Thursday and Friday 10.30am-9pm
δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ATHENS NEWS , 14/11/2008, page: A23Article code: C13313A231
Πέμπτη, 27 Αυγούστου 2009
Για τη ζωγραφική του Γιάννη Σταύρου. Κείμενο του Μάνου Μπίρη
Τη ζωγραφική τέχνη του Γιάννη Σταύρου τη γνώρισα, όπως είναι φυσικό, μέσα από δικούς μου εσωτερικούς κώδικες και επομένως για τη δική μου σχέση με τους πίνακές του μπορώ να έχω γνώμη. Από την αρχή, όπως τους παρατηρώ, έχω την εντύπωση ότι δεν με παρασύρουν μόνον σε μία άμεση αισθητική απόλαυση, που είναι έντονη με την πρώτη ματιά.
Ωστόσο, το θέμα (πρωτίστως), το σχήμα, τα χρώματα φαίνονται να μην προτείνουν μία ακριβή σπουδή του «αισθητικού» αλλά, όλα αυτά τα στοιχεία, ή και το καθένα ξεχωριστά, με παρασύρουν σε διακεκριμένες εικαστικές αναμνήσεις, δηλαδή στην ένταση της εικόνας μέσα στη χρονική της στιγμή και προφανώς, σε έναν προσωπικό στοχασμό, που ξεφεύγει από την συμβατική παρουσία του θέματος.
Έτσι, στα «βαπόρια» του Σταύρου, περισσότερο δέχομαι μέσα μου το μίγμα της αλμύρας και του σκοταδιού, καθώς η περίεργη λάμψη της πορφυρής καρίνας προσπαθεί να αντιδράσει στην αίσθηση μοναξιάς που αναδύεται από το σκούρο έργο.
Με παρόμοιο τρόπο στα πελώρια «δένδρα» του ζωγράφου αντικρίζω λιγότερο τη –γνωστή μου- Φύση και περισσότερο τη δύναμη ενός τοπίου απροσδιόριστου, καθώς ο γαλαζοπράσινος ουρανός του βάθους διαπερνά κλαδιά και φύλλα, με την ατσάλινη αναλαμπή του απόμακρου φωτός. Του φωτός που με τόση επιδεξιότητα χειρίζεται ο καλλιτέχνης πάνω στις στατικές φιγούρες και των ταπεινών «σπιτιών» - μιάς σιωπηλής «γειτονιάς» του υποσυνείδητου- σε αιώνιο ανταγωνισμό με τον νυχτερινό ουρανό.
Ο Γιάννης Σταύρου οπωσδήποτε δεν καταγράφει μία γρήγορη εντύπωση. Εκφράζει περισσότερο τα συναισθήματα ενός ανθρώπου –και το πιστεύω βαθειά αυτό- που στέκεται διορατικός απέναντι στις δυνάμεις που δεν μπορεί να δαμάσει, θεωρώντας ανώφελο να χαιρόμαστε τους πίνακές του μέσα από «αρμονίες» και στερεότυπα αισθητικά τεχνάσματα.
Μάνος Γ. Μπίρης Αρχιτέκτων-Καθηγητής ΕΜΠ (Ιστορία της Αρχιτεκτονικής)
Ωστόσο, το θέμα (πρωτίστως), το σχήμα, τα χρώματα φαίνονται να μην προτείνουν μία ακριβή σπουδή του «αισθητικού» αλλά, όλα αυτά τα στοιχεία, ή και το καθένα ξεχωριστά, με παρασύρουν σε διακεκριμένες εικαστικές αναμνήσεις, δηλαδή στην ένταση της εικόνας μέσα στη χρονική της στιγμή και προφανώς, σε έναν προσωπικό στοχασμό, που ξεφεύγει από την συμβατική παρουσία του θέματος.
Έτσι, στα «βαπόρια» του Σταύρου, περισσότερο δέχομαι μέσα μου το μίγμα της αλμύρας και του σκοταδιού, καθώς η περίεργη λάμψη της πορφυρής καρίνας προσπαθεί να αντιδράσει στην αίσθηση μοναξιάς που αναδύεται από το σκούρο έργο.
Με παρόμοιο τρόπο στα πελώρια «δένδρα» του ζωγράφου αντικρίζω λιγότερο τη –γνωστή μου- Φύση και περισσότερο τη δύναμη ενός τοπίου απροσδιόριστου, καθώς ο γαλαζοπράσινος ουρανός του βάθους διαπερνά κλαδιά και φύλλα, με την ατσάλινη αναλαμπή του απόμακρου φωτός. Του φωτός που με τόση επιδεξιότητα χειρίζεται ο καλλιτέχνης πάνω στις στατικές φιγούρες και των ταπεινών «σπιτιών» - μιάς σιωπηλής «γειτονιάς» του υποσυνείδητου- σε αιώνιο ανταγωνισμό με τον νυχτερινό ουρανό.
Ο Γιάννης Σταύρου οπωσδήποτε δεν καταγράφει μία γρήγορη εντύπωση. Εκφράζει περισσότερο τα συναισθήματα ενός ανθρώπου –και το πιστεύω βαθειά αυτό- που στέκεται διορατικός απέναντι στις δυνάμεις που δεν μπορεί να δαμάσει, θεωρώντας ανώφελο να χαιρόμαστε τους πίνακές του μέσα από «αρμονίες» και στερεότυπα αισθητικά τεχνάσματα.
Μάνος Γ. Μπίρης Αρχιτέκτων-Καθηγητής ΕΜΠ (Ιστορία της Αρχιτεκτονικής)
"...ζωγράφος της μεταφυσικής υφής της πόλης", γράφει ο Μάνος Μπίρης
"...Ο Γιάννης Σταύρου, είναι ο ζωγράφος της μεταφυσικής υφής της πόλης. Καθώς αυτός ανήκει στην τυχερή γενιά που βίωσε τα σπαράγματα των ελληνικών αστικών κέντρων και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, μας οδηγεί με σιγουριά στον εικαστικό μύθο των παιδικών μας χρόνων:Στον απύθμενο θύλακα του λιμανιού του Θερμαϊκού, όπου μέσα από την υγρή ομίχλη της χαραυγής φιγουράρουν ξεμοναχιασμένοι οι στιβαροί όγκοι των σιδερένιων καραβιών.
Στα ανηφορικά σοκάκια της γειτονιάς και τα ωχρά είδωλα των σπιτιών. Επάνω στα τζάμια των παραθύρων τους αντιφεγγίζουν οι ασθενικοί λαμπτήρες των οδών και τα πρώτα ημιτόνια των ακτίνων του ανατέλλοντος ηλίου.
Τέλος, μας οδηγεί στην πρωϊνή εγρήγορση της κεντρικής πόλης. Εκεί, ανάμεσα στο γοητευτικό σκηνικό των πολυκατοικιών του μεσοπολέμου με την επίπλαστη κοσμοπολίτικη όψη τους, κυλάει στο μισοσκόταδο η κομψή σιλουέτα του τραμ.
Ο Γιάννης Σταύρου περνάει στις σιωπηλές εικόνες του το απόσταγμα της ζωής - το απόσταγμα της ύλης και του πνεύματος.
Δημιουργεί - στον δικό του κόσμο - την αρμονική σχέση του 'αστικού τοπίου' με το άπειρο. Σε αυτήν την αδέσμευτη έκταση του απείρου, τολμάει να προβάλει τη φύση των αισθημάτων του, δια μέσου του φωτός. Ίσως, γιατί γνωρίζει ασφαλώς ότι η ψυχή της πόλης εκφράζεται στο φως της...
Σε εκείνα τα μαβιά με τις χρυσές πινελιές κατέγραψε το ασυμβίβαστο, "πολυεθνικό" πρόσωπο της όμορφης Θεσσαλονίκης."
Μάνος Μπίρης, καθηγητής Ε.Μ.Π, στην Ιστορία της Αρχιτεκτονικής
English version:
Yannis Stavrou is a painter who touches upon the city's metaphysical tissue...
"...Yannis Stavrou is a painter who touches upon the city's metaphysical tissue. An offspring himself of the lucky generation, which witnessed the historical heart-rending moments of Greek urban centers, and more closely so in his city of Thessaloniki, he takes us by the hand, striding with confident strokes back to our legendary childhood evoked by his images; deep down into the bottomless hollow of Thermaikos harbour, where the massive metal shapes of ships are hovering all aloof, emerging through the midst of cracking-dawn's fog; up through the steep alleys traversing our neighborhood and past the fading reflections of its households.
The street-lamps' flickering light is cast upon windowpanes mixing with the first-born crescents of the rising sun. Our last stop finds us in the heart of the city center's morning awakening. And there, in the midst of the evocative setting of inter-war flats discerned by an artificial air of cosmopolitan facade, we spot the fine silhouette of a tram sliding through semi-darkness.
Yannis Stavrou's serene images render a lifetime's essence - an essence of matter and spirit. In his own universe, he is moulding a harmonious relationship between the "urban landscape" and infinity. In infinity's unlimited domain he dares to boldly project the nature of his feelings through the use of light. No doubt, he is aware that light expresses best a city's soul...His violet hues embellished with golden tinges render the uncompromising, "multi-ethnic" dimension of the beautiful city of Thessaloniki..."
Dr Manos G. Biris, Professor of the Architecture History in the Polytechnic School of Athens