t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Καλή Χρονιά

Ας ξεκινήσει η νέα χρονιά με εξαίσιες μουσικές...

Ίσως τότε όλα να γίνουν ή να φαίνονται λίγο καλύτερα...

Ευτυχισμένο 2014! 

L. Boccherini: La Musica Notturna delle Strade di Madrid



Και μερικοί στοχασμοί...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Αποφθέγματα

Ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι ἐπάγγελμα καὶ ὅστις ὡς ἐπάγγελμα θέλει νὰ τὴν μετέλθῃ, πλανᾶται οἰκτρῶς καὶ γίνεται γελοῖος.
Ἠξεύρω ὅτι οὐδεὶς τολμᾷ ποτε ν᾿ ἀτενίσῃ ἐντὸς ἑαυτοῦ, ὡς εἱς βαθὺ καὶ ἀπύθμενον φρέαρ, πρὸς ὃ ἰλιγγιᾷ ἡ ὅρασις. Κατοπτρίζεσθε μᾶλλον ἐν τοῖς πράγμασι τοῦ πλησίον καὶ εὐλόγως πράττετε.
Ἡ φιλοδοξία εἶναι ἡ νόσος τῶν χορτάτων, ἡ λαιμαργία εἶναι τῶν πεινασμένων τὸ νόσημα.
Τίς ἠμύνθη περὶ πάτρης; Καὶ τὶ πταίει ἡ γλαύξ, ἡ θρηνωδοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ κακοὶ κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος.
Τὸ πονηρὸν πνεῦμα μαστίζει κατὰ θείαν παραχώρησιν τοὺς ἐναρέτους τῶν ἀνδρῶν.
Πρέπει νὰ παρηγορώμεθα, διότι εἰς τοιούτους δυστυχεῖς καιρούς ὅπου εὑρέθημεν, στενὰ εἶναι πανταχόθεν καὶ δὲν ὑποφέρομεν ἡμεῖς μόνον, ἀλλ᾿ ὁ κόσμος ὅλος.

Αποφθέγματα από κείμενα

Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις, ὅτι ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες, διὰ νὰ ἀποδειχθῇ, ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. 
«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ»

Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμα τί καθ᾿ ὁ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου.
«ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ»

Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πεῖνα παρήγαγεν τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησεν τὴν πολιτικήν.
«Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν»

Γιὰ ν᾿ ἀποκτήσῃ κανεὶς γρόσια, ἄλλος τρόπος δὲν εἶναι, πρέπῃ νἄχῃ μεγάλη τύχη, νὰ εὕρῃ στραβὸν κόσμο, καὶ νὰ εἶναι αὐτὸς μ᾿ ἕνα μάτι, δὲν τοῦ χρειάζονται δύο. Πρέπει νὰ φάῃ σπίτια, νὰ καταπιῇ χωράφια, νὰ βουλιάξῃ καράβια, μὲ τριανταὲξ τὰ ἑκατὸ θαλασσοδάνεια, τὸ διάφορο κεφάλι.
«Τὰ βενέτικα»

Ὁ Θεός, ὅστις ἔκαμε τὰς ἀράχνας διὰ νὰ συλλαμβάνουν τὰς μυΐας, παρεχώρησε νὰ ὑπάρχουν οἱ τοκογλύφοι, διὰ νὰ τιμωροῦνται οἱ μέθυσοι καὶ οἱ ὀκνηροί.
«Ὁ πεντάρφανος»

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Γιατί εκείνη την εποχή της παρακμής...

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχα έναν θάνατο ωραίο...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλίο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Gastón Baquero

Εξομολόγηση ενός έφορα του Βυζαντίου

Το φθινόπωρο του επτακόσια
Εξασφάλισα για τη θεία μου Ευφροσύνη Μιτικλός
έναν τίτλο αυλικής.
Γιατί εκείνη την εποχή της παρακμής
Μόνο οι γυναίκες του παλατιού έχαιραν υπόληψης
στο Βυζάντιο.

Μόλις της αποδόθηκε η τιμή, ζήτησα ως αντάλλαγμα,
Υφάσματα από κόκκινο βελούδο φερμένα από το Τουρκεστάν,
φάλαρα διαμαντένια για την αγαπημένη μου φοράδα,
άνθη ξεραμένα δύο αιώνες πριν, κιλίμια από το Βόσπορο,
κηροπήγια αγορασμένα αντί σικάλεως στη Βασόρα:
όλα όσα θα ομόρφαιναν το σπιτικό μου
για να δεχθώ ευπρεπώς σ’ αυτό την Ευφροσύνη Μιτικλός.

Όλα μου τα αρνήθηκε το άσπλαχνο αρπακτικό.
Ενώπιον του Μέγα Βασιλέα με κατηγόρησε για μισθαρνία, χρηματισμό,
και σκαιότητα προς τους αγαπημένους γάτους του Αυτοκράτορα.
Πεσμένη κατάχαμα στο σχήμα του σταυρού ορκίστηκε ότι είχα δηλητηριάσει
τη γάτα που κοιμότανε πλάι στο στήθος του Κωνσταντίνου·
με αφάνισε, με έριξε στον όχλο, ξεπλήρωσε με χολή
όλη μου την αβρότητα για δαύτη.

Και καταδικάστηκα
να αιωρούμαι από το λαιμό στο πιο ψηλό καμπαναριό
της μητρόπολης του Βυζαντίου. Θηλιά του απαγχονισμού έγινε
το μακρύ βελούδο ύφασμα φερμένο από το Τουρκεστάν: κι εκεί ψηλά έμεινα,
κυματίζοντας στα σύννεφα σαν λάβαρο της μάχης·
τα παιδιά, στην πλατεία, ζητωκραύγαζαν θαρρώντας με, κόκκινο χαρταετό
που κάποιος ύψωσε για να διασκεδάσουν. Χειροκροτούσαν αδιάκοπα,
και έτσι γνώρισα, βουτηγμένος στη ταπείνωση, μια κατά λάθος ευχάριστη
αποθέωση. Έφυγα από τον κόσμο εν μέσω επευφημιών, και η Ευφροσύνη Μιτικλός
απόμεινε οριστικά ηττημένη. Εκεί στο μακρινό καμπαναριό του Βυζαντίου
κυμάτιζε το φλάμπουρο περιστοιχισμένο χελιδόνια.

Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχα έναν θάνατο ωραίο.


Μετ. Ελένη Χαρατσή, Εκδόσεις Mικρή Άρκτος

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Χρόνια Πολλά!

Καλά Χριστούγεννα & Χρόνια Πολλά!
Με καλύτερες μέρες...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Χριστουγεννιάτικο, λάδι σε καμβά

Ευχές με Παπαδιαμάντη...

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη

Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!
Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.
'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της. Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.
Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν  τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.

Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;


Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.
-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.

Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του.
Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.

Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.
-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' Άη- Νικολάου δουλέψαμε, τ' Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...

Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε. Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
                                              
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα. Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η ομιλία έπαυσεν.

Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"

Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!

Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.

Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον Παύλον και εστράφη προς αυτόν.
-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του. Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι

η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.

Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου. Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'
-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις, εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.
Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ' ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου. Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;

Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των
Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.
Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε,
κι άλλε πέντε, δέκα!
Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Όταν περνώ τη μεγάλη πύλη...

Τώρα επισκέπτομαι τακτικά
Πύργους και κάστρα
Και σπίτια μυθικά...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ροτόντα, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Μαρία Κέντρου - Αγαθοπούλου

Η απάνω πόλη

Έπαψα πια να συχνάζω
Στην κάτω πόλη
Με τις πολλές αναθυμιάσεις
Τις καφενόβιες συζητήσεις
Μάταιες συναθροίσεις
Τώρα επισκέπτομαι τακτικά
Πύργους και κάστρα
Και σπίτια μυθικά
Εκεί ένας αιωνόβιος φρουρός
Πάντα μου χαμογελά
Όταν περνώ τη μεγάλη πύλη
Κάποτε στέκομαι
Και του διαβάζω ποιήματα
Μου φαίνεται λυπημένος
Γιατί βλέπω να βγαίνουν
Απ' τα μαλλιά του άσπρα πουλιά
Σαν στρατιώτες κουρασμένοι
Που πάνε ήσυχα να κοιμηθούν
Να ονειρευτούν το δικό τους σπίτι

Από την ενότητα Δεύτερος τίτλος (1978)

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

Πού έχει ανθρώπους σ' αυτό τον κόσμο;

Βλάκες, είμαι μπουχτισμένος από ημίθεους!
Πού έχει ανθρώπους σ' αυτό τον κόσμο;

Δηλαδή εγώ είμαι ο μόνος
Λαθεμένος και κακός σ' αυτή τη γη; 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Φερνάντο Πεσόα

Αποφθέγματα

Δεν υπάρχουν κανόνες .Όλοι οι άνθρωποι είναι εξαιρέσεις σε έναν κανόνα που δεν υπάρχει.

Η λογοτεχνία είναι η απόδειξη πως η ζωή δεν είναι αρκετή.

Ποτέ δεν είχα αρκετά χρήματα για να μπορέσω να νιώσω όλη την ανία που θα επιθυμούσα.

Αν η καρδιά μπορούσε να σκεφτεί, θα σταματούσε.

Η ομορφιά είναι Ελληνική. Αλλά η γνώση ότι είναι Ελληνική είναι σύγχρονη.

Όλα αξίζουν τον κόπο, αν η ψυχή δεν είναι μικρή.

Είναι εύκολο να απομακρύνεις τους ανθρώπους. Αρκεί να μην τους πλησιάζεις.

Η ζωή είναι ο δισταγμός μεταξύ ενός θαυμαστικού και ενός ερωτηματικού. Στην αμφιβολία, υπάρχει και η τελεία.

Σοφός είναι αυτός που απολαμβάνει το θέαμα που προσφέρεται από τον Κόσμο.

Η ζωή είναι σαν να με χτύπησαν μ’ αυτήν.

Η ματαιοδοξία είναι πίστη στο αποτέλεσμα της αξίας μας, η κενοδοξία είναι πίστη στην αξία μας.

Δύο ποιήματα

Μάσκες

Ποσες και ποσες μασκες
Πανω απο το προσωπο της ψυχης φοραμε...
Οταν γι' αστειο η ψυχη τη μασκα θελησει να βγαλει
Αραγε ξερει οτι ετσι αφηνει
Το προσωπο γυμνο να φανει;
Η μασκα η πραγματικη, δεν νιωθει τιποτα κατω απ' τη μασκα
Αλλα κοιταζει μες απ' αυτη με ματια κρυμμενα.”


Πού έχει ανθρώπους σ’ αυτό τον κόσμο;

Ποτέ δε γνώρισα κάποιον που να 'χει φάει μπουνιές,
Όλοι μου οι γνωστοί, πρωταθλητές υπήρξανε σε όλα.

Κι εγώ, τόσο βρόμικος, τόσο συχνά γουρούνι,
Τόσες φορές κακός,
Τόσες φορές ανεύθυνα παράσιτο,
Ασυγχώρητα βρόμικος.
Εγώ, που τόσες φορές ανυπομονούσα να κάνω ένα μπάνιο,
Εγώ, που τόσες φορές έγινα ρεζίλι, ο παράξενος,
Που καθάρισα τα παπούτσια μου δημόσια, σε πανάκριβα χαλιά,
Που υπήρξα γελοίος, μικροπρεπής και υπερόπτης,
Που υπέμεινα εξευτελισμούς με το στόμα κλειστό,
Κι όταν δεν σιώπησα, έγινα ακόμα πιο γελοίος,
Εγώ, που έκανα αστεία με τις καθαρίστριες του ξενοδοχείου,
Εγώ, που έπιασα το νόημα από το κλείσιμο του ματιού
Των εργατών του λιμανιού,
Εγώ που διέπραξα οικονομικές ατασθαλίες,
Που δανείστηκα χωρίς να ξεπληρώσω,
Εγώ, που όταν ήρθε η ώρα της γροθιάς, έσκυψα το κεφάλι
Για να την αποφύγω,
Εγώ, που υπέφερα την αγωνία των γελοίων μικροπραγμάτων,
Εγώ, αποδεικνύω πως δεν έχω όμοιό μου σε τούτον τον κόσμο.

Μ' όλους τους ανθρώπους που γνωρίζω, και που συνομιλούν μαζί μου,
Ποτέ δεν είχα κάποια παρεξήγηση, ποτέ δεν υπέφερα από προσβολές.
Υπήρξαν πάντα πρίγκιπες - όλοι αυτοί πρίγκιπες - στη ζωή...

Ποιος θα μ' έκανε ν' ακούσω κάποιου την ανθρώπινη φωνή
Που θα ομολογούσε όχι μιαν αμαρτία, αλλά μιαν ατιμία·
Που θα διηγιόταν όχι μια βίαιη πράξη, αλλά μια δειλή!
Όχι, όλοι είναι το Ιδανικό, να, τους ακούω και μου μιλούν.
Υπάρχει κανείς σ' αυτό τον κόσμο που να μου ομολογήσει
Πως έστω μια φορά ήταν κακός;
Ω πρίγκιπες, αδέλφια μου.

Βλάκες, είμαι μπουχτισμένος από ημίθεους!
Πού έχει ανθρώπους σ' αυτό τον κόσμο;

Δηλαδή εγώ είμαι ο μόνος
Λαθεμένος και κακός σ' αυτή τη γη;

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

Ενός λεπτού σιγή για τις ρίζες μου...

Ενός λεπτού σιγή για τις ρίζες μου και  για τον τόπο που με γέννησε, με ανέθρεψε και  με διαμόρφωσε. Την Ελλάδα...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, Σειρά Ελλάδα των χρωμάτων, λάδι σε καμβά

"...ένας λυγμός για τα δεινά της χώρας μου, για τα όσα μεγάλα και ουσιαστικά πετάξαμε στον κάλαθο των αχρήστων, για τα όσα ρηχά και καταστροφικά υιοθετήσαμε και υπηρετήσαμε. Τόσες χιλιάδες ώρες ομιλίας κατά τις διδασκαλίες μου που δεν ήταν, στην πραγματικότητα, τίποτα άλλο παρά ενός λεπτού σιγή για την ελληνική γλώσσα, την σπουδαία γλώσσα μου, που υποβαθμίζεται, τσαλακώνεται και πετιέται/ για την ομορφιά των ασβεστωμένων τοίχων με το γιασεμί που έχουν, πια, μετατραπεί σε χώρους ρύπων και μουτζούρας/ για την μέχρι προ τριακονταετίας  κραταιή ελληνική Δημόσια Εκπαίδευση που καταρρέει αυτοβυθιζόμενη στην βία και την αυθαιρεσία, οι οποίες έχουν, από πολλού, καταστεί κανονικότητες της καθημερινότητάς της.

Ενός λεπτού σιγή για τις ρίζες μου και  για τον τόπο που με γέννησε, με ανέθρεψε και  με διαμόρφωσε. Την Ελλάδα."

Μαρία Δ. Ευθυμίου, Αναπλ. Καθηγήτρια Ιστορίας
(απόσπασμα από ομιλία της)

Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

οι λεοπαρδάλεις αφέντες στην πόλη μας...

Αὐτὸς – καταλήξαμε- – εἶναι ὁ τρόπος
γιὰ ν’ ἀντιμετωπίζη κανεὶς τὶς λεοπαρδάλεις•
καὶ τὸν μαθαίνουμε τώρα καὶ στὰ παιδιά μας,
γιὰ νὰ τὸν μάθουν κι αὐτὰ
στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους:
νὰ τὰ μάθουν ν’ ἀγαποῦν τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ σέβωνται τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ ταΐζουνε τὶς λεοπαρδάλεις,
ἀφοῦ γιὰ πάντα, ὅπως ξέρουμε, θάναι –
ἔξω ἀπὸ κακὸ ἢ ἀρρώστεια! –
οἱ λεοπαρδάλεις ἀφέντες στὴν πόλη μας...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Περίοδος Έντο, Ιαπωνία, 1860
  
Φαίδρος Μπαρλάς

Οι λεοπαρδάλεις

Τρυπώσαμε ὅλοι στὰ σπίτια μας ἔντρομοι
ὅταν φάνηκαν οἱ λεοπαρδάλεις στὴν πόλη.
Ἀγριεμμένες, διψασμένες γιὰ αἷμα, κοιτάζανε
μὲ μάτι θολὸ τὶς κατάκλειστες πόρτες -
μὴ ξεμυτίση κανένας, νὰ τὸν ξεσκίσουν.
Σιγὰ-σιγὰ ὅμως,
θέλεις τὸ κρέας –
πού κρεμότανε ἄφθονο στὰ τσιγκέλια
τῶν παρατημένων κρεοπωλείων
καὶ καταπράυνε τὴν ἀρχαία,
τὴν ἀχόρταγη πεῖνα τους –
θέλεις οἱ ὡραῖες λιακάδες τῆς πόλης μας –
πού τὶς χαιρόντουσαν, χουζουρεύοντας,
ξάπλα στὴ μέση τῶν ἔρημων δρόμων –,
οἱ λεοπαρδάλεις ἀρχίσανε,
ὅσο νάναι, νὰ ἡμερεύουν.
Ξεθαρρέψανε κάνας-δύο, τὶς πλησιάσανε,
τὶς ταΐσανε μὲ λιχουδιές, ποὺ φυλάγαν,
γιὰ τέτοιες ὧρες ἀνάγκης, στὸ σπίτι.
Οἱ λεοπαρδάλεις τὶς φάγανε -
γλείψαν καὶ τὸ μουσούδι τους,
τεντωθήκανε.
«Φανερό», εἶπε κάποιος,
«δὲν θὰ φᾶνε κ’ ἐμᾶς, ἅμα ξέρουν
πῶς θὰ τοὺς ρίχνουμε λιχουδιές.»
Ἔτσι, σὲ λίγο καιρό, ξεθαρρέψαμε ὅλοι•
ἀνοίξαμε πόρτες καὶ παράθυρα διάπλατα,
κυκλοφορούσαμε στοὺς δρόμους καὶ στὶς πλατεῖες,
ἄνθρωποι καὶ λεοπαρδάλεις ἀνάκατα.
Ἀπ’ τὸ τομάρι πιὰ μόνο μᾶς ξεχώριζες.
Βέβαια, παραμερίζαμε μὲ σέβας στὸ διάβα τους,
τοὺς προσφέραμε τὰ καλύτερα κρέατα,
τὶς ἐκλεκτότερες ποικιλίες ἀλλαντικῶν,
δηλώναμε, φωναχτά, ὁ ἕνας στὸν ἄλλο,
πῶς ὡραιότερα ζῶα ἀπὸ αὐτά,
ποῦ ἡ παρουσία τοὺς τιμοῦσε τὴν πόλη μας,
δὲν εἴχαμε ξαναδῆ στὴ ζωή μας!.
Μερικοί, μία φορά, παραπαίρνοντας θάρρος,
καθὼς βλέπανε τὶς λεοπαρδάλεις νὰ μπαταλεύουν –
ἀπ’ τὸ πολὺ φαΐ ποὺ τοὺς ρίχναμε,
τὴ λιακάδα, τὴν ξάπλα καὶ τὸ χουζούρι –
φαντάστηκαν πὼς θάταν βολετὸ νὰ τὶς διώξουν.
Μὰ οἱ λεοπαρδάλεις τοὺς κάνανε χίλια κομμάτια,
πρὶν προλάβουν ν’ ἁπλώσουν χέρι ἀπάνω τους.
Ἀπὸ τότε, τὸ βάλαμε καλὰ στὸ μυαλό μας,
τὸ τυπώσαμε σ’ ὅλα τὰ βιβλία ζωολογίας,
τὸ ἀποστηθίζουμε κάθε μέρα σὰν προσευχή:
«Δὲν πειράζουν οἱ λεοπαρδάλεις,
ἂν δὲν τίς πειράξης•
μὴν τὶς πειράζης,
γιὰ νὰ μὴ σέ πειράξουν.»
Ὅλοι πιά, πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητα, τὶς ταΐζουμε,
πρόθυμα κ’ εὐσυνείδητά τους φέρνουμε λιχουδιὲς -
κι ὅσοι ἔχουνε χέρι ἁπαλὸ κι ἐπιδέξιο
τοὺς χαϊδεύουν τὴ ράχη ἢ τὸ μουσούδι.
Κ’ οἱ λεοπαρδάλεις – ποιὸς θὰ τὸ πίστευε; -
τρίβονται λιγωμένες ἀπάνω τους,
ἀφήνοντας μικρὰ μουγκρητὰ εὐχαρίστησης.
Αὐτὸς – καταλήξαμε- – εἶναι ὁ τρόπος
γιὰ ν’ ἀντιμετωπίζη κανεὶς τὶς λεοπαρδάλεις•
καὶ τὸν μαθαίνουμε τώρα καὶ στὰ παιδιά μας,
γιὰ νὰ τὸν μάθουν κι αὐτὰ
στὰ παιδιὰ τῶν παιδιῶν τους:
νὰ τὰ μάθουν ν’ ἀγαποῦν τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ σέβωνται τὶς λεοπαρδάλεις,
νὰ ταΐζουνε τὶς λεοπαρδάλεις,
ἀφοῦ γιὰ πάντα, ὅπως ξέρουμε, θάναι –
ἔξω ἀπὸ κακὸ ἢ ἀρρώστεια! –
οἱ λεοπαρδάλεις ἀφέντες στὴν πόλη μας.

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

μια θάλασσα πιο σκληρή κι απ' τον γρανίτη...

«Τότε μονάχα ζω αληθινά όταν τα σπαθιά συγκρούονται», Έζρα Πάουντ

http://yannisstavrou.blogspot.com 


Έζρα Πάουντ

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ΑΚΤΑΙΩΝ

Εικόνα Λήθης,
και τα χωράφια
γεμάτα από αμυδρό φως
μα χρυσαφένιο,
γκρίζοι γκρεμοί,
και από κάτω
μια θάλασσα
πιο σκληρή κι απ' τον γρανίτη,
ανήσυχη, ποτέ δεν γαληνεύει-
υψηλές μορφές
με την κίνηση των Θεών,
επικίνδυνη θέα,
κι ένας είπε:
«Να ο Ακταίων»
Ο Ακταίων με τα χρυσά περικνήμια!
Πάνω από ωραία λειβάδια,
πάνω από την δροσερή όψη εκείνου του χωραφιού,
ανήσυχα, αεικίνητα
πλήθη αρχαίου λαού,
η σιωπηλή πομπή.

SURGIT FAMA

Ανακωχή έχουνε κάνει οι Θεοί
Η Κόρη επρόβαλε στο Βορρά,
περιφέρεται στην γκριζογάλανη θάλασσα
με χρυσό και μαυροκόκκινο μανδύα.
Το στάρι βρήκε πάλι τη μάνα του, κι αυτή, η Λευκονόη,
που ποτέ δεν παραμέλησε τις γυναίκες,
ούτε τη γη παραμελεί τώρα.


Ο κατεργάρης Ερμής βρίσκεται εδώ.
Μ΄ ακολουθεί
έτοιμος ν' αρπάξει τα λόγια μου,
έτοιμος να τα διαδώσει.

Να τους προσθέσει τις παραλλαγές του,
πανούργες κι έξυπνες..
να τ' αλλάξει όπως εκείνος θέλει.
Όμως εσύ πες την αλήθεια, ακόμη και κατά γράμμα:


«Ακόμη μια φορά στην Δήλο, ακόμη μια φορά ταράσσεται ο βωμός
ακόμη μια φορά ακούγεται ο ψαλμός,
ακόμη μια φορά οι κήποι που δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ,
είναι γεμάτοι ψιθυρίσματα και παλιές ιστορίες».

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

όλοι τη νοιώσαμε, βουβοί τη συμφορά...

Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη
και μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε φωτισμένο σπίτι, σιωπηλό,
όπου κάτι κακό λες κι έχει γίνει...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, λάδι σε καμβά

Άννα Αχμάτοβα

Πάνω απ' τη λίμνη στάθηκε η σελήνη...

Πάνω απ’ τη λίμνη στάθηκε η σελήνη
και μοιάζει με παράθυρο ανοιχτό
σε φωτισμένο σπίτι, σιωπηλό,
όπου κάτι κακό λες κι έχει γίνει.

Μη φέραν τον αφέντη πεθαμένο,
μη φύγανε η κυρά κι ο εραστής,
ή το παπούτσι βρήκαν της μικρής
που χάθηκε, στην όχθη σκαλωμένο.

Από τη γη δε φαίνεται. Όμως όλοι
τη νοιώσαμε, βουβοί τη συμφορά.
Σκούζαν τα νυχτοπούλια σιγαλά,
βαρύς τάραξε αέρας το περβόλι.

(Μετ, Κάρολος Τσίζεκ)


Το τραγούδι της τελευταίας συνάντησης

Κρύα πέτρα μου πλάκωνε τα στήθη
μα ήταν ανάλαφρα τα βήματά μου.
Έβαλα το ζερβί στην ταραχή μου
γάντι, στο χέρι το δεξί μου.

Πολλά φαινόντανε τα σκαλοπάτια
κι ας ήξερα πως ήταν μόνο τρία!
Μέσα απ’ τα σφεντάμια ο Νοέμβρης μού λέει:
‘‘Έλα να πεθάνουμε μαζί!’’ και κλαίει.

‘‘Γελάστηκα – ακούς; – από μια μοίρα
άπιστη, μοχθηρή, δίχως καρδιά.’’
‘‘Κι εγώ, γλυκέ, γλυκέ μου – κάνω –
θα ’ρθώ μαζί σου να πεθάνω’’.

Του στερνού ραντεβού είναι το τραγούδι.
Στρέφω, το σκοτεινό σπίτι κοιτάζω.
Στην κάμαρα κεριά ανάβαν μόνο
με αδιάφορη κίτρινη φλόγα. Κρυώνω.

Καθώς με καλαμάκι την ψυχή μου ήπια.
Ξέρω τη γεύση της: φαρμάκι που μεθάει·
μα το μαρτύριο δεν χαλάω με ικεσίες·
γαλήνη τόσων ημερών, που πήες;

Όταν τελειώσεις, πές το. Δε λυπάμαι
κι αν λείψει από τη γην αυτή η ψυχή μου.
Θα πάρω σβάρνα δρόμους και σοκάκια
πως παίζουνε να βλέπω τα παιδάκια.

Ανθεί τ’ αγκαθοστάφυλο στους βάτους,
πίσω απ’ το φράχτη τούβλα κουβαλούνε.
Ποιος είσαι; Εραστής μου, αδερφός; Δεν ξέρω.
Να μάθω δε χρειάζεται, δε θέλω.

Πώς φέγγει εδώ δα και δίχως σκέπη·
το κουρασμένο ξεκουράζεται κορμί μου…
Κι οι διαβάτες με λυπούνται: η κακομοίρα,
σκέφτονται, χτεσινή φαίνεται χήρα.

(Μετ, Ρίτα Μπούμη-Παπά)

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Η καλύτερη μετάφραση του Μπωντλαίρ!

Να μεταφράσεις ποίηση είναι τόσο δύσκολο...Για ορισμένους αδύνατο. 
Είναι σα να περιγράφεις ένα θαύμα με απλοϊκά λόγια. Η μεταφρασμένη ποίηση απαιτεί τη δύναμη ενός νέου ποιήματος...

Πρώτη γεύση της ανέκδοτης μετάφρασης του Baudelaire από τον Στάντη Αποστολίδη...
Δε βρίσκω λόγια να περιγράψω την απόλαυση που μου προσφέρεις φίλε Στάντη!

Σχεδόν 150 χρόνια μετά, οι Έλληνες επιτέλους θα έρθουν σ' επαφή με τον στίχο του μέγιστου ποιητή...
Μέσα στην απόλυτη, παρακμιακή εξαθλίωση του ελληνικού τοπίου, αναδύεται μια υπέρτατη αισθητική πολυτέλεια...Σαρκαστική ειρωνία, δίχως άλλο, αντάξια του Μπωντλαίρ...

Ένα μεγάλο Μπράβο!
Αναμένουμε να ολοκληρωθεί το έργο σου...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)


Ακολουθεί το ποίημα "AU LECTEUR" και η μετάφραση...


Charles Baudelaire


Au lecteur


La sottise, l'erreur, le péche, la lésine,
Occupent nos esprits et travaillent nos corps,
Et nous alimentons nos aimables remords,
Comme les mendiants nourrissent leur vermine.

Nos péchés sont têtus, nos repentirs sont lâches;
Nous nous faisons payer grassement nos aveux,
Et nous rentrons gaiement dans le chemin bourbeux,
Croyant par de vils pleurs laver toutes nos taches.

Sur l'oreiller du mal c'est Satan Trismégiste
Qui berce longuement notre esprit enchanté,
Et le riche métal de notre volonté
Est tout vaporisé par ce savant chimiste.

C'est le Diable qui tient les fils qui nous remuent.
Aux objets répugnants nous trouvons des appas;
Chaque jour vers l'Enfer nous descendons d'un pas,
Sans horreur, à travers des ténèbres qui puent.

Ainsi qu'un débauché pauvre qui baise et mange
Le sein martyrisé d'une antique catin,
Nous volons au passage un plaisir clandestin
Que nous pressons bien fort comme une vieille orange.

Serré, fourmillant comme un million d'helminthes,
Dans nos cerveaux ribote un peuple de démons,
Et quand nous respirons, la Mort dans nos poumons
Descend, fleuve invisible, avec de sourdes plaintes.

Si le viol, le poison, le poignard, l'incendie,
N'ont pas encore brodé de leurs plaisants dessins
Le canevas banal de nos piteux destins,
C'est que notre âme, hélas! n'est pas assez hardie.

Mais parmi les chacals, les panthères, les lices,
Les singes, les scorpions, les vautours, les serpents,
Les monstres glapissants, hurlants, grognants, rampants,
Dans la ménagerie infâme de nos vices,

Il en est un plus laid, plus méchant, plus immonde!
Quoiqu'il ne pousse ni grands gestes, ni grands cris,
Il ferait volontiers de la terre un débris
Et dans un bâillement avalerait le monde.

C'est l'Ennui!- L'oeil chargé d'un pleur involontaire,
Il rêve d'échafauds en fumant son houka.
Tu le connais, lecteur, ce monstre délicat,
Hypocrite lecteur, mon semblable, mon frère!