Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχα έναν θάνατο ωραίο...
Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλίο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Gastón Baquero
Εξομολόγηση ενός έφορα του Βυζαντίου
Το φθινόπωρο του επτακόσια
Εξασφάλισα για τη θεία μου Ευφροσύνη Μιτικλός
έναν τίτλο αυλικής.
Γιατί εκείνη την εποχή της παρακμής
Μόνο οι γυναίκες του παλατιού έχαιραν υπόληψης
στο Βυζάντιο.
Μόλις της αποδόθηκε η τιμή, ζήτησα ως αντάλλαγμα,
Υφάσματα από κόκκινο βελούδο φερμένα από το Τουρκεστάν,
φάλαρα διαμαντένια για την αγαπημένη μου φοράδα,
άνθη ξεραμένα δύο αιώνες πριν, κιλίμια από το Βόσπορο,
κηροπήγια αγορασμένα αντί σικάλεως στη Βασόρα:
όλα όσα θα ομόρφαιναν το σπιτικό μου
για να δεχθώ ευπρεπώς σ’ αυτό την Ευφροσύνη Μιτικλός.
Όλα μου τα αρνήθηκε το άσπλαχνο αρπακτικό.
Ενώπιον του Μέγα Βασιλέα με κατηγόρησε για μισθαρνία, χρηματισμό,
και σκαιότητα προς τους αγαπημένους γάτους του Αυτοκράτορα.
Πεσμένη κατάχαμα στο σχήμα του σταυρού ορκίστηκε ότι είχα δηλητηριάσει
τη γάτα που κοιμότανε πλάι στο στήθος του Κωνσταντίνου·
με αφάνισε, με έριξε στον όχλο, ξεπλήρωσε με χολή
όλη μου την αβρότητα για δαύτη.
Και καταδικάστηκα
να αιωρούμαι από το λαιμό στο πιο ψηλό καμπαναριό
της μητρόπολης του Βυζαντίου. Θηλιά του απαγχονισμού έγινε
το μακρύ βελούδο ύφασμα φερμένο από το Τουρκεστάν: κι εκεί ψηλά έμεινα,
κυματίζοντας στα σύννεφα σαν λάβαρο της μάχης·
τα παιδιά, στην πλατεία, ζητωκραύγαζαν θαρρώντας με, κόκκινο χαρταετό
που κάποιος ύψωσε για να διασκεδάσουν. Χειροκροτούσαν αδιάκοπα,
και έτσι γνώρισα, βουτηγμένος στη ταπείνωση, μια κατά λάθος ευχάριστη
αποθέωση. Έφυγα από τον κόσμο εν μέσω επευφημιών, και η Ευφροσύνη Μιτικλός
απόμεινε οριστικά ηττημένη. Εκεί στο μακρινό καμπαναριό του Βυζαντίου
κυμάτιζε το φλάμπουρο περιστοιχισμένο χελιδόνια.
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχα έναν θάνατο ωραίο.
Μετ. Ελένη Χαρατσή, Εκδόσεις Mικρή Άρκτος
Gastón Baquero
Εξομολόγηση ενός έφορα του Βυζαντίου
Το φθινόπωρο του επτακόσια
Εξασφάλισα για τη θεία μου Ευφροσύνη Μιτικλός
έναν τίτλο αυλικής.
Γιατί εκείνη την εποχή της παρακμής
Μόνο οι γυναίκες του παλατιού έχαιραν υπόληψης
στο Βυζάντιο.
Μόλις της αποδόθηκε η τιμή, ζήτησα ως αντάλλαγμα,
Υφάσματα από κόκκινο βελούδο φερμένα από το Τουρκεστάν,
φάλαρα διαμαντένια για την αγαπημένη μου φοράδα,
άνθη ξεραμένα δύο αιώνες πριν, κιλίμια από το Βόσπορο,
κηροπήγια αγορασμένα αντί σικάλεως στη Βασόρα:
όλα όσα θα ομόρφαιναν το σπιτικό μου
για να δεχθώ ευπρεπώς σ’ αυτό την Ευφροσύνη Μιτικλός.
Όλα μου τα αρνήθηκε το άσπλαχνο αρπακτικό.
Ενώπιον του Μέγα Βασιλέα με κατηγόρησε για μισθαρνία, χρηματισμό,
και σκαιότητα προς τους αγαπημένους γάτους του Αυτοκράτορα.
Πεσμένη κατάχαμα στο σχήμα του σταυρού ορκίστηκε ότι είχα δηλητηριάσει
τη γάτα που κοιμότανε πλάι στο στήθος του Κωνσταντίνου·
με αφάνισε, με έριξε στον όχλο, ξεπλήρωσε με χολή
όλη μου την αβρότητα για δαύτη.
Και καταδικάστηκα
να αιωρούμαι από το λαιμό στο πιο ψηλό καμπαναριό
της μητρόπολης του Βυζαντίου. Θηλιά του απαγχονισμού έγινε
το μακρύ βελούδο ύφασμα φερμένο από το Τουρκεστάν: κι εκεί ψηλά έμεινα,
κυματίζοντας στα σύννεφα σαν λάβαρο της μάχης·
τα παιδιά, στην πλατεία, ζητωκραύγαζαν θαρρώντας με, κόκκινο χαρταετό
που κάποιος ύψωσε για να διασκεδάσουν. Χειροκροτούσαν αδιάκοπα,
και έτσι γνώρισα, βουτηγμένος στη ταπείνωση, μια κατά λάθος ευχάριστη
αποθέωση. Έφυγα από τον κόσμο εν μέσω επευφημιών, και η Ευφροσύνη Μιτικλός
απόμεινε οριστικά ηττημένη. Εκεί στο μακρινό καμπαναριό του Βυζαντίου
κυμάτιζε το φλάμπουρο περιστοιχισμένο χελιδόνια.
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είχα έναν θάνατο ωραίο.
Μετ. Ελένη Χαρατσή, Εκδόσεις Mικρή Άρκτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου