t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2018

Ο Παναγιώτης Κονδύλης σε μετάφραση Ρεϋμόνδου Πετρίδη στο σημαντικό περιοδικό των ΗΠΑ Telos




Ο Παναγιώτης Κονδύλης, σε μετάφραση Ρεϋμόνδου Πετρίδη, ουσιαστικά για πρώτη φορά στην αγγλική γλώσσα, στο έγκυρο σημαντικό περιοδικό φιλοσοφίας των ΗΠΑ Telos. Πρόκειται για μετάφραση του σημαντικού δοκιμίου "Οικουμενισμός, Σχετικισμός και Ανοχή" που ευρίσκεται στο βιβλίο Από τον 20ο στον 21ο Αιώνα (εκδ. Θεμέλιο 1998 σελ. 45-60).  Έχουν προηγηθεί  βέβαια τα μικρότερης έκτασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και το αντίστοιχο για τον Heidegger, αλλά είναι το πρώτο πιο εκτενές άρθρο.Είναι βέβαιο ότι σύντομα ότι ο αγγλοσαξωνικός κόσμος και οι ΗΠΑ θα ανακαλύψουν την σημασία του Παναγιώτη Κονδύλη. Η αρχή έγινε.

λίγοι αυτοί που παντιστάθηκαν στο πλήθος...

.. Men have been found to resist the most powerful monarchs and to refuse to bow down before them, but few indeed have been found to resist the crowd, to stand up alone before misguided masses, to face their implacable frenzy without weapons and with folded arms to dare a no when a yes is demanded...
Hannah Arendt, The Origins of Totalitarianism
*
.. Έχουν υπάρξει άνθρωποι που αντιστάθηκαν στους πιο δυνατούς μονάρχες και αρνήθηκαν να υποκύψουν μπροστά τους, όμως λίγοι είναι αυτοί που πράγματι αντιστάθηκαν στο πλήθος, που όρθωσαν το ανάστημα τους μπροστά στις παραπλανημένες μάζες, που αντιμετώπισαν την αμείλικτη φρενίτιδά τους, χωρίς όπλα και με διπλωμένα τα χέρια, που τολμούν ένα όχι, όταν απαιτείται  ένα ναι...

(η πρόχειρη μετάφραση στα ελληνικά δική μου)

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2018

αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση...

.. Ένα αγωνιώδες ερώτημα, που συχνά τίθεται, είναι αν στην εποχή μας ωφελεί η ποίηση. Πιστεύω ότι βοηθάει, όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σ' ένα έρημο καταργημένο ξωκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον τύπον της κατανόησής της...
Κική Δημουλά

https://yannisstavrou.blogspot.com 
Γιάννης Σταύρου, Καρδερίνες στην αμυγδαλιά (λεπτομέρεια) 

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί...


Στο ελληνικό πνεύμα των Χριστουγέννων, συντροφιά με τον μέγιστο των γραμμάτων μας! 
 
https://yannisstavrou.blogspot.com 
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Το Κρυφό Μανδράκι
 
Χριστούγεννα ποὺ ἔμελλαν νὰ κάμουν τὴν χρονιὰν ἐκείνην οἱ χριστιανοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ χωριοῦ! Ἂν ἐπερίμεναν ἀπὸ τὸν μπαρμπα-Στάθην τὸν Γροῦτσον μὲ τὴν βάρκαν του, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην καὶ πισσωμένην, νὰ τοὺς φέρῃ ἀρνιὰ νὰ φᾶνε! Οἱ καιροὶ ἦσαν τόσον ἀκατάστατοι, μὲ ὅλα τὰ χιόνια ποὺ εἶχε ρίξει γύρω στὰ βουνὰ ― ἕως τὴν παραθαλασσίαν, στὴν ἄμμο τοῦ γιαλοῦ εἶχαν καταβῆ τὰ χιόνια. Καὶ μέσα στὸ χωρίον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι. Καὶ ὅλαι αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν, ἀπὸ πλάκες ἢ ἀπὸ κεραμίδια, εἶχον καλυφθῆ ἀπὸ παχὺ λευκὸν στρῶμα. Καὶ εἰς ὅλους τοὺς δρόμους καὶ τὰ σοκάκια τοῦ χωριοῦ εἶχε σωρευθῆ γόνα τὸ χιόνι πρὸς μεγάλην χαρὰν τοῦ Μιχαλιοῦ τῆς Μερεγκλίνας καὶ ὅλων τῶν ξυπολύτων παιδιῶν τῆς γειτονιᾶς, ὁποὺ δὲν ἄφησαν γριὰν ἢ νέαν, ἢ κορίτσι ἢ παιδὶ ποὺ νὰ φορῇ παπούτσια νὰ περάσῃ, χωρὶς νὰ τῆς σπάσουν τὴν στάμναν, ἢ νὰ τὴν στραβώσουν στὸ ἕνα μάτι, ἢ τὴν κουφάνουν ἀπὸ τὸ ἕνα αὐτὶ μὲ τοὺς τεραστίους καὶ πολὺ σφιχτοὺς βώλους χιόνος, ὁποὺ ἐξεσφενδόνιζον ἐναντίον των. Ἐκολλοῦσαν μεγάλες μπάλες ἀπὸ χιόνι, τὰς ἐξώγκωναν ἐπ᾿ ἄπειρον, καὶ τὰς ἐσώρευον μπροστὰ στὴν αὐλὴν τῆς Μερεγκλίνας· ὁ Μιχαλιός, ὅστις εἶχε παιδιόθεν μέγα δαιμόνιον πλαστικῆς, ἐσχεδίαζεν ἕνα πελώριον κολοσσὸν εἰς σχῆμα ἀνθρώπου ― Τούρκου ἢ λευκοῦ Ἀράπη, μὲ τὸ σαρίκι καὶ μὲ τὴν τσιμπούκα του. Ἀκολούθως ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ κατώγι τὴν «στάφνη», ναυπηγικὴν μπογιὰν ἀπὸ κοκκινόχωμα τοῦ πατρός του τοῦ μαστρο-Γιώργου τοῦ Μερεγκλῆ, κ᾿ ἐζωγράφιζε κόκκινον τὸν λευκὸν Ἀράπην ― κόκκινα μάτια, κόκκινα φρύδια, κόκκινα γένεια καὶ μαλλιά, κόκκινην καπόταν καὶ βράκαν, ὅλα κατακόκκινα. Ἦτο φοβερὸν τὴν θέαν τὸ τέρας ἐκεῖνο τῆς ἐκ χιόνος ἀνδριαντοποιΐας.
Μὲ αὐτὸν τὸν καιρὸν ἐβγῆκε τὴν νύκτα, βαθιὰ πρὸ τῆς χαραυγῆς, ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, σιμὰ στὸν αἰγιαλόν, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, φορῶν τοὺς ναυτικοὺς μαμτζάδες*, ἤτοι τὰ ὑψηλὰ ἄνω τοῦ γόνατος ὑποδήματά του, κατέβη μὲ βαρὺ βῆμα, τρῖζον ἐπὶ τῆς χιόνος εἰς τὴν ἀποβάθραν, ἔσυρε τὴν μπαρούμα τῆς βάρκας του, ἐπήδησε μέσα, κ᾿ ἐξύπνησε τὸν δεκαπεντούτην υἱόν του, τὸν Στεφανήν, ὅστις ἐκοιμᾶτο πολὺ ζεστὰ ὑποκάτω στὴν πλώρην τῆς βάρκας.
― Σήκω, παιδί μ᾿, παιδί μ᾿! Στεφανή, σήκω, Στεφανή!
Τὸν ἔσεισε βιαίως, κ᾿ ἐτράβηξε τὴν τσέργα νὰ τὸν ξεσκεπάσῃ.
― Σῦκο! εἶπε μέσα στὸν ὕπνον του ὁ Στεφανής. Καὶ ποῦ βρέθηκε τὸ σῦκο;
―Ἐκεῖ ποὺ θὰ πᾶμε, Στεφανή, εἶπεν ὁ γερο-Γροῦτσος, θὰ βρῇς πολλὰ σῦκα νὰ φᾷς, Στεφανή! Ἀκόμα καὶ κοκκόσες* θὰ βρῇς, γιὰ νὰ κάμῃς σουτζούκια.

Ὁ γερο-Γροῦτσος ἐμιμεῖτο ἐδῶ τὴν διάλεκτον τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου τοῦ Πηλίου, πρὸς τὴν ἀκτὴν τοῦ ὁποίου ἐσκόπευε νὰ ταξιδεύσῃ· κοκκόσες ὠνόμαζαν ἐκεῖ τὰ καρύδια.

*
Ὁ Στεφανὴς ἐσηκώθη, ἐκρύωσεν, ἐζεστάθη. Ἔπιασε τὸ κουπί. Ὁ γέρων εἶχε σηκώσει ἤδη τὸ σίδερο, τὴν ἄγκυραν τῆς βάρκας, κ᾿ ἔκαμε τὸ πανί, ἔπιασε τὴν σκόταν κ᾿ ἐκάθισεν εἰς τὴν πρύμνην νὰ κυβερνήσῃ. Ὁ ἄνεμος, ἄστατος, ἐφαίνετο νὰ εἶναι μᾶλλον γραῖος, ἢ νὰ κλίνῃ πρὸς τὸν λεβάντην, αὐτὸ τὸ πρωί. Ἄμποτε νὰ τὸν ἐπήγαινε σορόκον. Τὸν γερο-Γροῦτσον δὲν τὸν ἔμελεν ἂν θὰ ἔρριχνε βροχὴν ἢ νερόχιονον ― διὰ νὰ ψηλώσῃ πάλιν τραμουντάνα, νὰ πέσῃ ἄλλο χιόνι αὔριον τὸ πρωί. Ἤρκει νὰ μποροῦσε ν᾿ ἀρμενίσῃ πρύμα.
Ἔκαμψαν τὸ Καλαμάκι, παρέπλευσαν τὶς Κουκουναριές, ἔφθασαν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἑλένην, τὴν δυτικωτέραν ἀκτήν. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ μιλίων διάστημα. Εἶχαν νὰ πλεύσουν ἀκόμη ἄλλο τόσον, διὰ νὰ φθάσουν εἰς τὸν ἀντικρινὸν μικρὸν ὅρμον, τὸν Πλατανιᾶν, παρὰ τὴν ἄκραν τῆς Σηπιάδος. Ἀλλ᾿ ἐκεῖ τὸν ηὗραν μαΐστρον κατάμπροστα.
Ὁ γερο-Στάθης, εἶχε περιπλεύσει μὲ αὐτὴν τὴν βάρκαν, τὴν πολλάκις καλαφατισμένην καὶ πισσωμένην, καὶ μὲ ἄλλας πρὸ αὐτῆς, ἑκατοντάκις αὐτὴν τὴν νῆσόν του, εἶχεν ἐπισκεφθῆ τρισεκατοντάκις ὅλας τὰς γειτονικὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς ὅρμους. Καὶ δὲν ἵδρωνεν εὔκολα τὸ μάτι του. Ἐμαϊνάρισε τὸ πανί, κ᾿ ἐδοκίμασε νὰ πλεύσῃ μὲ τέσσαρα κουπιά, δύο χειριζόμενος αὐτός, καὶ δύο ὁ υἱός του, ἐναντίον τοῦ ἀνέμου. Ἀλλ᾿ ὁ μαΐστρος ἐφαίνετο ὅτι τὸν ἐσυνερίζετο κ᾿ ἐθύμωνε περισσότερον. Ὅσον ἐδοκίμαζε νὰ προχωρήσῃ αὐτός, τόσον τὸν ἐξέπεφτεν ὁ ἄνεμος, φουρτούνα, κιαμέτ.
Ἐδοκίμασε νὰ λοξοδρομήσῃ ὀλίγον πρὸς λίβα, διὰ νὰ προσπαθήσῃ νὰ ὑπερφαλαγγίσῃ τὸν ἄνεμον, μὲ ἡμιαναπεπταμένον τὸ πανί. Ἀλλ᾿ ὁ ἄνεμος τώρα ἐγίνετο σχεδὸν πονέντης, ἐτρέπετο πρὸς δυσμάς, κ᾿ ἐτίναζε τὰ κύματα εἰς τὴν πλώρην καὶ εἰς τὴν πλευρὰν τῆς βάρκας, κ᾿ ἐμαγκάνιζεν* ὅλην τὴν σκάφην, κ᾿ ἔπνιγε τὸν μπαρμπα-Στάθην καὶ τὸν υἱόν του, φουρτούνα, ξίδι!
Ἐμαϊνάρισε πάλιν, κ᾿ ἐδοκίμασε μὲ τὰ κουπιά, νὰ «τοῦ πάρῃ τὸ χνῶτο» τοῦ ἀνέμου, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου μέρους, πρὸς ἀνατολάς. Ἀλλ᾿ ἡ σκάφη ἐκλυδωνίζετο μέχρις ἀγωνίας κ᾿ ἐκινδύνευε νὰ συντριβῇ καθ᾿ ἑαυτὴν πρὶν προφθάσῃ νὰ βουλιάξῃ. Θάλασσα, κιαμέτ!

*
Ὁ γερο-Γροῦτσος ἀνέκρουσε πρύμνην. Ἦτο παραμονὴ Χριστουγέννων, καὶ εἶχε λογαριάσει νὰ ἐπιστρέψῃ, πρὶν ξημερώσῃ ἡ ἑορτή, εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ φέρῃ εἰς τὸν Γιάννην τὸν Μπόζαν, τὸν χασάπην, τὰ ὀλίγα ἀρνιά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐκεῖνος εἰς ἕνα κολλήγαν του, εἰς τὰ πέρα χωρία, ὅπως χρησιμεύσουν διὰ τὴν ἑορτήν. Καὶ τώρα ἐβασίλευεν ὁ ἥλιος τῆς παραμονῆς, ἥλιος λοξὰ βαδίζων βραχὺν δρόμον εἰς μίαν ἄκρην τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὸς ἄπρακτος καὶ ντροπαλὸς ἐπόδιζεν εἰς μίαν ἔρημον ἀκτὴν τῆς νήσου του. Ὤ, ἐκεῖ ἦτο πεπρωμένον νὰ κάμῃ Χριστούγεννα, τὴν χρονιὰν ἐκείνην!

*
Ἐνύχτωσε, κι ὁ γερο-Ντανάκιας μαζὶ μὲ τὴν κόρην του τὴν Βασώ, κορασίδα ἕνδεκα χρόνων, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὴν καλύβην του πλησίον εἰς τὴν ἔρημον ἀκτὴν τῆς Τουρκόβιγλας, βορειότερον ὀλίγον ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Ἑλένην. Ἡ κόρη εἶχεν ἀνάψει τὸν λύχνον, κ᾿ ἐπῆρε νὰ πλέξῃ τὴν κάλτσα της. Ὁ πατήρ της τῆς εἶπε:
― Δὲ δουλεύουν ἀπόψε· ξημερώνει Χριστούγεννα.

Ἡ μικρὴ ἀφῆκε τὴν κάλτσα της καὶ εἶπε:
― Κ᾿ εἶν᾿ ἀλήθεια, πατέρα, πὼς ἔρχονται τώρα οἱ καλλικαντζάροι;
― Ἀκοῦς ἐκεῖ! ὄρεξη νά ᾽χῃς· μιλιούνια.
― Εἶναι τόσοι πολλοί; εἶπε μὲ φρίκην ἡ κόρη. Καὶ τί κάνουν;
― Φωλιάζουν στὶς καπνοδόχους… φτύνουν ἀπάνω στὶς σοῦβλες μὲ τὸ γουρουνίσιο κρέας… Δέρνουν τὰ μικρὰ κορίτσια, ὅσα δὲν κάνουν φρόνιμα.
―Ἀλήθεια;
―Ἔρχονται καὶ χτυποῦν τὶς πόρτες, τὴν νύχτα…

Μόλις εἶπε τὴν λέξιν αὐτὴν ὁ Ντανάκιας, κ᾿ ἡ πόρτα τῆς καλύβης ἐκρούσθη βιαίως· ντούκ! ντούκ!
Τῆς μικρῆς Βασῶς τὸ αἷμα ἐπάγωσεν. Ὁ πατήρ της ὁ ἴδιος τὰ ἐχρειάσθη.

―Ἀνοῖξτε! εἶπεν ἀνδρικὴ χονδρὴ φωνή. Εἴμαστε καλοὶ ἄνθρωποι.

Ὁ Ντανάκιας ἐδίστασεν. Εἶτα ἔλαβε θάρρος, ἀφοῦ ἐπίστευεν ὅτι δὲν ἦσαν καλλικάντζαροι.

― Ποιοὶ εἶστε;
― Εἶμ᾿ ἐγώ, ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος, ὁ καϊκτσής, κι ὁ Στεφανὴς ὁ γυιός μου.

Ὁ Ντανάκιας ἤνοιξε τὴν θύραν, εἰσῆλθεν ὁ γερο-Γροῦτσος καὶ ὁ υἱός του.

― Καλῶς σᾶς ηὕραμε!
― Καὶ ποῦ βρεθήκατε δῶ, στὸ Μανδράκι; ἠρώτησεν ὁ χωρικός.

Μανδράκι ἐκαλεῖτο γραφικῶς ὁ μικρὸς θαλάσσιος ὁρμίσκος, μία ἀγκάλη ὡραία τῆς ἀκτῆς, μὲ χαμηλὴν ὄχθην γύρω-γύρω, ὁμοιάζουσα πράγματι μὲ μάνδραν αἰγοβοσκοῦ μὲ τὸν γυρτὸν φράκτην της. Ἡ καλύβα τοῦ Ντανάκια ἀπεῖχε δέκα βήματα ἀπὸ τὸ Μανδράκι.

― Ποῦ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο; ἐπανέλαβεν ὁ ἐρημίτης.

Ὁ Ντανάκιας ἐκατοίκει ἐκεῖ ἐντὸς μεγάλου κτήματος τὸ ὁποῖον ἐξάνοιγε κ᾿ ἐκαλλιέργει ὁ ἴδιος, ὡς κολλήγας καὶ συνιδιοκτήτης μὲ ἕνα ἄνθρωπον τῆς πόλεως. Σπανίως ἔβλεπεν ἐκεῖ ἐπισκέπτας, καὶ μάλιστα τὴν νύκτα.
Ὁ μπαρμπα-Στάθης ὁ Γροῦτσος διηγήθη τὴν μικρὰν Ὀδύσσειάν του.

― Καὶ τώρα θὰ κάμουμε μαζὶ Χριστούγεννα ἐδῶ στὴν ἐρημιά;
― Κατὰ πῶς φαίνεται, ἐστέναξεν ὁ γερο-Ντανάκιας! Κ᾿ ἔτσι δὲν ἔχετε ἀρνιὰ κάτω στὸ χωριό;
― Ποῦ νὰ τὰ βροῦμε;
― Καὶ γιατί δὲ σφάζουν φραγκόκοττες, πατέρα; ἠρώτησεν ἡ μικρὴ Βασώ.

Ὅλοι ἐγέλασαν.
Στεφανής, πρὶν εἰσέλθωσιν εἰς τὴν καλύβην, εἶχεν ἀκούσει γρυλλισμὸν ἐκεῖ πλησίον, καὶ εἶχε διακρίνει ἀμυδρῶς εἰς τὸ σκότος μίαν γουρούναν δεμένην εἰς ἕνα παλούκι, μὲ τὰ χοιρίδιά της.
― Πατέρα, εἶπεν ἀνήσυχος, κρυφὰ εἰς τὸ οὖς τοῦ μπαρμπα-Στάθη, ἔρχεσαι νὰ κλέψουμε τὴ γουρούνα μὲ τὰ γουρουνόπουλα, νὰ τὴν πᾶμε στὸ χωριό;… καὶ νὰ ποῦμε τοῦ Μπόζα, νά, αὐτὰ ηὕραμε, αὐτὰ σοῦ φέρνουμε!
― Σιώπα!

Ὣς τόσον, κατὰ τὸ «δίδου σοφῷ ἀφορμήν», ὁ μπαρμπα-Στάθης ἐσοφίσθη, καὶ εἶπεν εἰς τὸν Ντανάκιαν:

― Νὰ μὴ σοῦ βρίσκονται τίποτε ἀρνάκια, Γιάννη;
― Εἶχα δυὸ-τρία.
― Μοῦ τὰ δίνεις;… νὰ πάω ἀσπροπρόσωπος στὸ χωριό;… γιὰ νὰ σοῦ σηκώσω καὶ σένα τὸ βάρος, γλήγορα.
― Θὰ φύγουμε ἀπ᾿ τὴ ζεστασιά, πατέρα;… Φουρτούνα, κιαμέτ!
―Ὅπου εἶναι τώρα, θὰ μπονατσάρῃ.
― Καὶ θὰ τὰ πληρώσῃς, καπετὰν Στάθη; Ἔχεις λεπτά;

Ὁ Στάθης ἐξεκομβώθη, κ᾿ ἐξήγαγε μίαν σακκούλαν ἀπὸ τὸν κόλπον του, κρεμαμένην ἀπὸ τὸν τράχηλον. Ἔβγαλε πέντε ἢ ἓξ ἀργυρᾶ τάλληρα.

― Νά, πάρε, Γιάννη.

Ὁ Ντανάκιας ἔτρεξε, κ᾿ ἔφερε τ᾿ ἀρνιά, ὅσα εἶχε.

Ὁ Στάθης ὁ Γροῦτσος τὰ ἐμβαρκάρισε, καὶ ἀπέπλευσε μὲ τὸν υἱόν του. Ὁ ἄνεμος εἶχε κοπάσει. Ἔβαλαν πλώρην διὰ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ὅπου ἔφθασαν εἰς τὰς δύο μετὰ τὰ μεσάνυκτα ― τὴν ὥραν ὅπου ἡ χαρμόσυνος κλαγγὴ τῶν κωδώνων ἐκάλει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν νυκτερινὴν Ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων.