t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Finis Graeciae - Η Ελλάδα πέθανε και την σκοτώσαμε εμείς...

 

Πριν απο 25 χρόνια ο Χρήστος Γιανναράς λοιδορείται για το κείμενο του Finis Graeciae - Θρηνητική Εικασία 1987, Εκδόσεις Δόμος. Αξίζει να διαβαστεί για την σημερινή μας κατάληξη:

Finis Graeciae
Χρήστος Γιανναράς,

Πού είναι η Ελλάδα - θα σας το πω εγώ! Τη σκοτώσαμε, εσείς κι εγώ. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες της. Δεν νιώθετε γύρω σας το κενό; Δεν σας περονιάζει η παγωνιά που είσαστε χωρίς πατρίδα; Δεν ακούτε λοιπόν τίποτα από τον σαματά που κάνουν οι νεκροθάφτες θάβοντας την Ελλάδα; Δεν σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; Σαπίζουν κι οι πατρίδες. Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα μείνει νεκρή!
Βλέπουμε κι ακούμε τα κοράκια μαζεμένα ολόγυρα στα δέντρα - μυρίζονται πτώμα. Ο Οζάλ απειλεί αναίσχυντα, οι Σέρβοι μιλάνε για «μακεδονικό», ο Ντενκτάς γλείφεται και για την υπόλοιπη Κύπρο. Γιατί όχι, αφού αντίσταση δεν υπάρχει, έχει νεκρωθεί κάθε κίνητρο αντίστασης. Στη διαδικασία της αποσύνθεσης το μόνο κίνητρο είναι η ατομική επιβίωση - οι συντελεστές της αποσύνθεσης είναι τα τυφλά σκουλίκια που ξέρουν μόνο να τρώνε το πτώμα. Γι' αυτό και σύμβολο του θανάτου μας έγιναν τα «φαγάδικα» και τα «σούπερ-μάρκετ». Γίνεται εισβολή στην Κύπρο, και οι Έλληνες κατακλύζουμε τα σούπερ-μάρκετ με θηριώδη αγοραστική μανία. Γίνεται σεισμός, πάλι εκεί τρέχουμε πανικόβλητοι. Υποτίμηση της δραχμής, και γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ ποιός θα ψωνίσει περισσότερα. Έρχεται η ραδιενέργεια του Τσέρνομπιλ, και πάλι στη μανιώδη αποθησαύριση αγαθών ξεσπάμε.

Γιατί όχι, αφού κάθε άλλο νόημα ζωής το αρνηθήκαμε συνειδητά και με πείσμα. Η ζωή είναι μόνο σχέσεις οικονομικές, διαδικασίες παραγωγής και συστήματα διανομής των αγαθών. Να μιλάς για πατρίδα είναι γλυκερός ιδεαλισμός, οι πατρίδες πέθαναν, υπάρχει μόνο το κράτος, ρυθμιστής και διαχειριστής του παιχνιδιού της οικονομίας. Ελάτε στα σχολεία μας και στα πανεπιστήμια να δείτε πως γιορτάζουμε τις εθνικές γιορτές. Η λέξη ελευθερία είναι σχεδόν απαγορευμένη, όλοι μιλάμε μόνο για ειρήνη. Δεν υπάρχουν πια αγώνες και θυσίες προγόνων, υπάρχουν συσχετισμοί εξαγωγικού εμπορίου και αναγκών της ντόπιας αγοράς - γι' αυτούς τους συσχετισμούς ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες το '21, για τίποτε άλλο. Τόλμησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να μιλήσει για οργανική συνέχεια της ελληνικής Παράδοσης στο Βυζάντιο και στην τουρκοκρατία, και ξεσηκώθηκαν να τον ξεσκίσουν οι «επιστήμονες» της Ιστορίας - αφού Ιστορία είναι μόνο η αναδίφηση στα μπακαλοτέφτερα του εμπορίου και της αγοράς, κι ας πάει να κουρεύεται ο Θουκυδίδης.
Η Ελλάδα πέθανε και την σκοτώσαμε εμείς - δεν είναι ρητορικό σχήμα. Δεν υπάρχει προηγούμενο λαού που με απόφαση της Βουλής (ομόφωνη) να καταργεί τον τρόπο της γραφής που συντήρησε τη γλώσσα του ζωντανή δυό χιλιάδες χρόνια. Και κανένας τρελός δεν βγήκε στις πλατείες να ουρλιάξει για το μονοτονικό, που κάνει ακατανόητο ένα μεγάλο μέρος από το ζωντανό λεξιλόγιο και αποδιαρθρώνει τη σύνταξη. Προτεραιότητα έχουν πολλές άλλες ανάγκες πάρεξ ελευθερία και γλώσσα.

Δεν έχει νόημα να απαριθμούμε τα συμπτώματα του εκούσιου αυτομηδενισμού μας. Έχουν τόσα συντελεστεί, αλλά όσοι τρελοί κι αν τα διαλαλήσουν στην αγορά, είναι απόλυτα σίγουρο πως θα μας αφήσουν αδιάφορους. Γιατί οι πράξεις, έστω κι αν έχουν δημόσια διαπραχθεί, χρειάζονται χρόνο για να γίνουν ορατές και να συνειδητοποιηθούν από τους πολλούς. Εξάλλου, το μέγεθος της συντελεσμένης καταστροφής είναι τόσο μεγάλο, που γίνεται απρόσιτο στα μέτρα των δικών μας σπιθαμιαίων αναστημάτων. Κι όμως εμείς είμαστε που διαπράξαμε την πελώρια καταστροφή - εμείς, οι επίγονοι νάνοι. Μπορούν να διανοηθούν οι κομματικοί λόχοι των βουλευτών μας ποιό πανανθρώπινο αγαθό διαχειρίζονται, όταν πειθήνιοι στο αρχηγικό νεύμα ψηφίζουν το μονοτονικό ή τις αλλοπρόσαλλες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Ή μήπως συνειδητοποιούν οι Επίσκοποι της Ελλαδικής Εκκλησίας ποιά πανανθρώπινη ελπίδα αφανίζουν, όταν αλλοιώνουν την ορθόδοξη Παράδοση αυτού του τόπου σε θρησκευτική ιδεολογία και νομικίστικη ηθικολογία;

Σίγουρα είναι λειψό και στείρο να είμαστε φύλακες μουσείου, διαχειριστές μόνο ενός λαμπρού παρελθόντος. Αλλά είναι και μικρονοϊκή αυταπάτη να πιστεύουμε ότι θα ανοιχτούμε δυναμικά στην εξέλιξη και στην πρόοδο κατεδαφίζοντας κάθε στοιχείο πολιτιστικής ταυτότητας, μόνο για να εξομοιωθούμε αλλοτριωμένοι με τα φαντασιώδη πρότυπα εισαγόμενων ιδεολογημάτων.

Όλοι ξέρουμε ότι σε στιγμές επιθανάτιας κρίσης, όπως αυτή που ζούμε, ο διχασμός του λαού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την ολοκληρωτική καταστροφή. Κι όμως, από τη Βουλή ώς την τηλεόραση, κι από τις εφημερίδες ώς τις φοιτητικές νεολαίες, όλοι καλλιεργούν αδίσταχτα τέτοιον εφιαλτικό διχασμό που δεν γνώρισε η χώρα ούτε στην εποχή του εμφυλίου. Στην επαρχία το φαινόμενο έχει πραγματικές διαστάσεις κοινωνικής αποσύνθεσης. Δεν λειτουργούν πια ούτε καν οι προσωπικές σχέσεις οι συνεκτικές των μικρών κοινωνιών, καθώς ο εγωκεντρισμός της ατομικής επιβίωσης θωρακίζεται στη δραματική μοναξιά της φανατισμένης κομματικής ένταξης.

Τον παραλογισμό τον συνειδητοποιούμε όταν η καταστροφή έχει πια συντελεστεί. Έτσι έγινε το '97, έτσι έγινε το '22, έτσι και το '74 στην Κύπρο. Μόνο που τώρα οι προδιαγραφές του παραλογισμού οδηγούν όχι απλώς σε εθνική συμφορά, αλλά σε οριστικό τέλος. Finis Graeciae. Τα κοράκια στα δέντρα έχουν αλάθητο ένστικτο για τον επικείμενο διαμελισμό του πτώματος. Το σίγουρο είναι ότι ακόμα και τότε εμείς θα γρονθοκοπιόμαστε στα σούπερ-μάρκετ για περισσότερες προμήθειες. Για ποιά Παράδοση να πολεμήσουμε, για ποιά πολιτιστική ταυτότητα, για ποιά ιστορική μνήμη. Αυτά όλα τα ρήμαξαν ψυχρά και ανελέητα οι «φωταδιστές». Δεν μας μένουν σαν νόημα ζωής παρά μόνο οι νόμοι της αγοράς. Δηλαδή το σούπερ-μάρκετ.

Finis Graeciae.

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2012

(2) Στιγμή λύτρωσης...

(1) Στιγμή λύτρωσης...

η ζωή τους μια μίμηση...

 
Γιάννης Σταύρου, Άνθρωπος και δέντρο, λάδι σε καμβά


 Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι άλλοι άνθρωποι. Οι σκέψεις τους είναι οι απόψεις κάποιου άλλου, η ζωή τους μια μίμηση, τα πάθη τους ένα ρητό.
Ο άνθρωπος είναι λιγότερο ο εαυτός του όταν μιλάει ως ο εαυτός του. Δώσ’ του μια μάσκα και θα σου πει την αλήθεια.
Η «απλή και καθαρή αλήθεια» είναι σπάνια καθαρή και ποτέ απλή. 
Η φυσικότητα είναι απλώς μια πόζα και επιπλέον η πιο εκνευριστική απ’ όσες γνωρίζω. 
Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να είσαι υπερβολικά μοντέρνος. Διατρέχεις το κίνδυνο να γίνεις ξαφνικά υπερβολικά ξεπερασμένος. 

Oscar Wilde 

Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Μακριά από το πλήθος...

 

 Της ασφαλείας της εξ ανθρώπων γενομένης μέχρι τινός δυνάμει εξερειστική και ευπορία, ειλικρινεστάτη γίνεται η εκ της ησυχίας και εκχωρήσεως των πολλών ασφάλεια.


Των πλείστων ανθρώπων το μεν ησυχάζον ναρκά, το δε κινούμενον λυττά.

Ασθενής η φύσις εστί προς το κακόν, ου προς το αγαθόν. Ηδοναίς μεν γαρ σώζεται, αλγηδόσι δε διαλύεται.

Επίκουρος (341-270 π.Χ.)

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Για την πολυσυζητημένη γραμματική της 5ης & 6ης δημοτικού...

Αναδημοσίευση απο την ιστοσελίδα του ΑΡΔΗΝ



Το σκίτσο που παρατίθεται στη σελίδα 42 του βιβλίου της Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου

Η πανουργία της επιστήμης
του  Χρίστου Δάλκου

Ὁ κ. Γ. Μπαμπινιώτης, μέ τό ἄρθρο του «Έγερση ανύπαρκτων προβλημάτων» (Το Βήμα της Κυριακής, 22-7-᾿12), ἔθεσε τό τεράστιο κῦρος του στήν ὑπηρεσία τῆς μιᾶς ἀποκλειστικά πλευρᾶς, μέ ἐπιχειρήματα τῶν ὁποίων τήν ὀρθότητα –εἶναι ἀλήθεια- δύσκολα μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθῇ.
Ἄς μᾶς ἐπιτραπῇ, ὡστόσο, μιά «ἀσήμαντη», ἐκ πρώτης ὄψεως, ἔνσταση. Γράφει ὁ κ. Μπαμπινιώτης:
«Το ψευδοπρόβλημα που προέκυψε με τα φωνήεντα και η απίστευτη προέκταση που τού δόθηκε (ότι υπονομεύει την ελληνική γλώσσα, ότι αφαιρεί στοιχεία τής γλώσσας μας, ότι την αλλοιώνει, ότι την φτωχαίνει, ότι εισάγει το λατινικό αλφάβητο κ.λπ.) είναι προϊόντα πολλαπλής σύγχυσης: α) σύγχυσης φθόγγων και γραμμάτων άρα και σύγχυσης προφοράς και γραφής, β) σύγχυσης φθόγγων τής αρχαίας και τής νέας Ελληνικής και γ) σύγχυσης προφοράς (φωνητικής) με τη λοιπή δομή τής γλώσσας (γραμματική, σύνταξη και λεξιλόγιο).»
Κοντά σ᾿ αὐτές τίς «συγχύσεις», ἄς προσθέσουμε καί μιά ἄλλη σύγχυση γιά τήν ὁποία εὐθύνονται οἱ συγγραφεῖς τῆς Γραμματικῆς: σύγχυση τοῦ ἑλληνικοῦ μέ τό τουρκικό ἀλφάβητο. Δέν εἶναι μιά ἀπό τίς συνήθεις καί εὔκολα καταγγελλόμενες «ὑπερεθνικόφρονες» ὑπερβολές. Προκειμένου οἱ συγγραφεῖς νά ἀποδώσουν τά φωνήεντα (τούς φθόγγους) τῆς νέας ἑλληνικῆς, καί ἐπειδή δέν θέλουν –σωστά κατά τήν ἄποψή μου- νά χρησιμοποιήσουν τό διεθνές φωνητικό ἀλφάβητο, ἐφευρίσκουν μιά φραγκολεβαντίνικη πατέντα, πού ἀποδίδει τόν φθόγγο [i] μέ τό ἀποκλειστικῶς δικῆς τους ἐμπνεύσεως σύμβολο [ı] (λατινικό γιῶτα χωρίς τήν τελεία). Ὅμως τό σύμβολο αὐτό εἶναι ὑπαρκτό, καί χρησιμοποιεῖται στό τουρκικό ἀλφάβητο γιά νά ὑποδηλωθῇ ὁ φθόγγος τῆς τουρκικῆς –πού δέν ὑπάρχει στήν ἑλληνική- μεταξύ τοῦ [e] καί τοῦ [u]  (ὅπως περίπου προφέρεται τό i τοῦ ἀγγλικοῦ girl, πρβλ. τουρκ. bıktım, ἀόρ. τοῦ bıkmak (= ἀηδιάζω) – ν.ἑλλ. μπουχτίζω, τουρκ. kırbaç (= μαστίγιο), ν.ἑλλ. κουρμπάτσι).
Ἄς μή βιαστοῦμε νά καταγγείλουμε «ὀθωμανικό δάκτυλο», γιατί πιθανώτατα ἡ «πατέντα» εἶναι καρπός ἀσυγχώρητης ἐπιπολαιότητας μέ τήν ὁποία ἀντιμετωπίζεται ἡ γλῶσσα ἀπό ἀνθρώπους πού δέν χάνουν εὐκαιρία νά κραδαίνουν urbi et orbi τά διαπιστευτήρια τῆς ἐπιστημοσύνης τους. Ἀλλά βέβαια τήν ἐπιλογή τοῦ ἑρμαφρόδιτου συμβόλου δέν τήν ἔκαναν τυχαῖα (χρειάζεται κόπος γιά νά βρῇς τό σύμβολο αὐτό καί νά ἀντικαταστήσῃς τά πολύ πιό πρόχειρα ι ἤ i). Ἡ λογική τῆς «εὑρηματικῆς» (!) λύσης εἶναι νά ἔχουμε καί τήν φωνητική πίττα ἕτοιμη καί τόν φωνολογικό σκύλο χορτάτο, εὐελπιστῶντας ὅτι οἱ ἀφελεῖς ἰθαγενεῖς δέν θά προσέξουν τήν διαφορά, θά ἐθισθοῦν μιθριδατικῷ τῷ τρόπῳ στήν ἡμιλατινοποίηση τῶν συμβόλων (ἡ πλήρης τουρκοποίηση μᾶλλον δέν τούς εἶχε περάσει ἀπ᾿ τό μυαλό), ἔτσι ὥστε στό μέλλον νά γίνῃ πραγματικότητα τό ὄνειρο τοῦ Γληνοῦ, τοῦ Φιλήντα κ.λπ.
Ἡ ἴδια ἑρμαφρόδιτη λογική ἐνυπάρχει καί στήν ἀπόδοση τοῦ φθόγγου [e] μέ τό ἑλληνικό ε μιᾶς ἰδιόρρυθμης γραμματοσειρᾶς, ἔτσι ὥστε νά δίνεται στό μάτι ἡ ἐντύπωση ὅτι μπορεῖ νά πρόκηται καί γιά τό λατινικό [e] (ἐγώ ὁμολογῶ ὅτι τήν «πάτησα», καί εὐχαριστῶ τόν Ν. Σαραντάκο πού μοῦ ὑπέδειξε τό σφᾶλμα μου, ἄν καί ἡ ἐπιλογή τῆς ἰδιόρρυθμης γραμματοσειρᾶς εἶναι, νομίζω, καί πάλι ἐσκεμμένη).
Θά μοῦ πῆτε: Εἶναι δυνατόν ἐπιστήμονες γλωσσολόγοι νά προβαίνουν (στίς δύο αὐτές περιπτώσεις) σέ λαθραία ἐξαπάτηση τῶν ἀφελῶν γηγενῶν, παίζοντας μέ ἐντυπώσεις πού ξεγελοῦν τό μάτι; Ἡ ἀπάντηση, ἁπτόμενη τοῦ εὐρύτερου προβλήματος τῆς ἐπιστήμης τῆς χωριζομένης ἀρετῆς, πού κατά τήν πλατωνική διατύπωση «πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται», εἶναι ὅτι ναί, κάτι τέτοιο εἶναι δυνατόν, καί μάλιστα ἡ πρακτική αὐτή ἔχει υἱοθετηθῆ ἀπό τά golden boys and girls τῆς νέας γλωσσολογίας γιά νά ὑπονομευθῇ μιά καθ᾿ ὅλα ὀρθή ἄποψη, ποιοῦ νομίζετε; τοῦ ἴδιου τοῦ κ. Γ. Μπαμπινιώτη!
Κινδυνεύει ἡ γλῶσσα μας;
Στό ἐγχειρίδιο Νεοελληνική Γλώσσα τῆς Γ΄ Γυμνασίου (συγγραφεῖς Ελ. Κατσαρού, Αν. Μαγγανά, Αικ. Σκιά, Β. Τσέλιου), σ. 42, παρατίθεται ἀπόσπασμα ἀπό τό ἔργο τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη Ελληνική Γλώσσα, Παρελθόν-Παρόν-Μέλλον, εκδ. Gutenberg, 1994, ὑπό τόν ψευδότιτλο [Χωρίς γλωσσική αντίσταση]: «Από τις χειρότερες μορφές εξαρτήσεως αυτού του τόπου –μακροπρόθεσμα η πιο επικίνδυνη, νομίζω- είναι η γλωσσική μας εξάρτηση από ξένες γλώσσες, ιδίως δε σήμερα από την αγγλική. [...]
Αυτούσιες, παραλλαγμένες ή μεταφρασμένες, σμήνη ξένων λέξεων και φράσεων έχουν εισαχθεί τα τελευταία χρόνια, κι εξακολουθούν να εισάγονται καθημερινώς, με αυξανόμενο ρυθμό, από τα ποτάμια της τεχνολογίας και της διαφήμισης, που κατακλύζουν τη ζωή μας με έννοιες, εργαλεία και καταναλωτικά αγαθά, και φυσικά και με τις λέξεις που τα δηλώνουν. Έτσι, αφύλακτο το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης, χωρίς δική μας γλωσσική αντίσταση ή βοήθεια και με πρόθυμο και δραστήριο Εφιάλτη την ξενομανία μας, παραδίδεται από μας τους ίδιους στο γλωσσικό οδοστρωτήρα των ξένων γλωσσών. Γιατί, όταν ο Έλληνας ράφτης και η Ελληνίδα κομμώτρια της συνοικίας μας αυτοαποκαλούνται «Tailor Μιχάλης» και «Coiffures Λίτσα», απευθυνόμενοι προφανώς σε μας τους Έλληνες συμπολίτες και πελάτες τους, κι όταν διασχίζοντας πολλούς δρόμους πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών ακόμη έχεις συχνά την υποψία πως κατοικείς σε χώρα με άλλη γλώσσα, τότε δεν μπορεί παρά να είσαι «ώριμος» να δεχτείς αδιαμαρτύρητα κάθε ξένη λέξη που σου «σερβίρεται», και μάλιστα σε «δέσμες»:
σε –μαν                 μπίζνεζμαν  σπόρτσμαν  ρέκορντμαν
                               σόουμαν        λάισμαν     κάμεραμαν
                               μπάρμαν       μπούμαν    σούπερμαν
ή σε –άζ                μασάζ          τονάζ       φιξάζ
                               μοντάζ          σπικάζ       μιράζ
                               ρεπορτάζ     κολάζ        μιξάζ
[...] Ήδη χρησιμοποιήσαμε προθέσεις σε επιρρηματική χρήση: είσαι «ιν», είσαι «άουτ»· και σύνθετα ακόμη, του «στιλ»: σινεμάδες, drive in, σταρ-σίστεμ και φαστ-φουντ –ή, επί το ελληνικότερο, φαστφουντάδικο.»
Σέ κάποιον πού θά βιαζόταν νά χαρῇ, γιατί ἐπί τέλους ἕνα σχολικό ἐγχειρίδιο βάζει τόν δάκτυλον ἐπί τόν τύπον τῶν ἥλων, ἐπισημαίνοντας ἕνα ὑπαρκτό πρόβλημα καί ἐνσταλάζοντας στήν ψυχή τῶν Ἑλληνόπουλων τό πνεῦμα τῆς γλωσσικῆς ἀντίστασης, θά συνιστοῦσα νά μή βιάζεται.
Ἀκολουθεῖ ἕνα δεύτερο κείμενο, τοῦ Μάριου Πλωρίτη αὐτή τή φορά (ἀπό τό Τέχνη, γλώσσα και εξουσία, εκδ. Καστανιώτη, 1997), ὑπό τόν ψευδότιτλο [Η αφομοιωτική δύναμη της ελληνικής] πού ἀντιπροσωπεύει –κι αὐτό ἐκ πρώτης ὄψεως μοιάζει θεμιτό- τήν ἄποψη τῆς «ἄλλης πλευρᾶς»:
«Κι ωστόσο… ας μην ξεχνάμε πως πάμπολλες λέξεις της άλλοτε «αγνής και άφθαρτης» ελληνικής γλώσσας δεν είναι καν… ελληνικές. Ας μην ξεχνάμε πως η «από τριών χιλιάδων ετών» γλώσσα μας έχει υιοθετήσει κατά καιρούς χιλιάδες λέξεις απ᾿ όλες τις γλώσσες του γύρω κόσμου- απ᾿ τα περσικά, τα φοινικικά, τα εβραϊκά, τα λατινικά, τα σλάβικα, τα αρβανίτικα, τα ιταλικά, τα τουρκικά, τα αραβικά και, τους τελευταίους δύο αιώνες, απ᾿ τα γαλλικά, τ᾿ αγγλικά, τα γερμανικά… Ὀλες αυτές τις λέξεις η γλώσσα μας τις αφομοίωσε, τις εξελλήνισε, τις έκανε σάρκα της σάρκας της. Τόσο που, σήμερα, δύσκολα θα πίστευε κανένας πως ο περιπόθητος «παράδεισος» λ.χ. είναι περσικός, η αγνή «περιστερά» σημιτική, ο καταχθόνιος «σατανάς» εβραϊκός ή η «κούνια» που μας κούνησε λατινική…
Αυτές οι στρατιές λέξεων, παλιών και νέων, αλλοίωσαν ως ένα σημείο την ελληνική γλώσσα, αλλά δεν την έφθειραν. Θόλωσαν την «αττική καθαρότητά» της, αλλά και την πλούτισαν λεξιλογικά κι εκφραστικά, επειδή ανταποκρίνονταν στις συνθήκες και στις ανάγκες κάθε εποχής. Η γλώσσα μας δεν έχασε ούτε την «προσωπικότητά» της, ούτε την «αρμονία» της.»
Δέν ξέρω βέβαια ἄν ὁ μακαρίτης πιά Πλωρίτης θά ἐξακολουθοῦσε νά ἔχῃ καί σήμερα τήν ἴδια βεβαιότητα γιά τήν ἀφομοιωτική δύναμη τῆς ἑλληνικῆς, ὅταν ίδιωτικοί καί κρατικοί φορεῖς ἐπιδίδονται πλέον σέ συστηματική ἀντικατάσταση ἑλληνικῶν μέ ἀγγλικούς ὅρους, χωρίς νά ὑπάρχῃ καμμιά ἀνάγκη πέραν αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς στίς ἐπιταγές τοῦ παγκοσμιοποιούμενου πολιτισμικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ (βλ. π.χ. τίς ἐπισημάνσεις τοῦ Κ. Κουτσουρέλη στό «Ξενοζηλία καὶ ὑποτέλεια», νέος Ἑρμῆς ὁ Λόγιος, τ. 3: «Ὅ,τι καινούργιο φτιάχνεται, ξενίζει ὑποχρεωτικά, ἤ, ἔστω, λατινογραφεῖται. [...] Στὸν χῶρο τῆς καθαυτὸ οἰκονομίας ἡ κατάρρευση τῆς ἑλληνικῆς εἶναι πλήρης» κ.λπ.).
Ἐν τούτοις, θά μποροῦσε νά πῇ κανείς ὅτι τό βιβλίο τηρεῖ ἴσες ἀποστάσεις μεταξύ τῶν δύο θέσεων καί καλεῖ τούς μαθητές σέ προβληματισμό καί άνταλλαγή ἀπόψεων. Τηρεῖ ὅμως ὄντως; Μιά πρώτη ἐπιφύλαξη γιά πρόθεση ὑπονόμευσης τῆς μιᾶς πλευρᾶς, δημιουργεῖ ἡ ἐρώτηση τῆς σ. 43: «Ο Γιώργος Μπαμπινιώτης στο κείμενο 10 χρησιμοποιεί τη μεταφορική έκφραση το κάστρο της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης. Τι υποδηλώνει ο παραλληλισμός της γλώσσας μας με ένα κάστρο; Εσείς συμφωνείτε ή διαφωνείτε με αυτό τον παραλληλισμό; Διατυπώστε την άποψή σας αιτιολογημένα.»
Πόσο ἀθῶα καί δημοκρατικά μοιάζουν ὅλ᾿ αὐτά! Μέ τήν μόνη διαφορά ὅτι ἡ ὑπονόμευση τῆς ἔκφρασης στήν ὁποία ἑστιάζει -ὄχι τυχαῖα- τήν προσοχή του τό ἐγχειρίδιο, γίνεται ἀπό ἕνα «ἐξωκειμενικό» στοιχεῖο, τήν εἰκόνα πού κοσμεῖ τό κείμενο τοῦ Γ. Μπαμπινιώτη στήν σ. 42: Φουριόζα ἐναντίον τοῦ «κάστρου της γλωσσικής μας ρωμιοσύνης» ἐφορμᾷ μιά κομμώτρια, κραδαίνουσα ἕνα λάβαρο πού ἔχει ὡς κοντάρι του μιά ὑπερμεγέθη τσατσάρα καί φέρει τήν ἐπιγραφή: Coiffures ΛΙΤΣΑ. Τό ἀκίνδυνον τῆς ἐφορμήσεως τῆς κομμώτριας ὑποδηλώνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι στό δεξί της χέρι κρατάει ἕνα πιστολάκι γιά τά μαλλιά. Στά δεξιά τῆς εἰκόνας ὀρθώνεται τό κάστρο τῆς γλωσσικῆς μας ρωμιοσύνης. Πρόκειται γιά ἕνα γελοῖο κάστρο (πού ἔχει ὡς κατώφλι του καί σημαία του μιά ἀνθρώπινη γλῶσσα), στίς δέ ἐπάλξεις του ἕνας μοναχικός ὑπερασπιστής του (τό ἀντίστοιχο προφανῶς τοῦ κ. Μπαμπινιώτη) ἀντιμετωπίζει περιδεής τήν ἐφόρμηση τῆς ὑποτίθεται ἐπικίνδυνης κομμώτριας. Εἶναι σάν ἡ εἰκόνα νά λέῃ: Μήν ἀνησυχεῖτε, δέν ὑπάρχει κανένας ἀπολύτως κίνδυνος γιά τήν γλῶσσα μας, κι ὅσοι ἀφελεῖς ἤ φαιδροί κινδυνολογοῦν προβαίνουν –πῶς τό εἴπαμε;- σέ «έγερση ανύπαρκτων προβλημάτων»!
Ἔχουμε, βέβαια, νά κάνουμε μέ ἕνα «χτύπημα κάτω ἀπό τήν μέση» πού γελοιοποιεῖ ἀπόψεις καί φορεῖς ἀπόψεων μέ βάση τήν ὑποβλητική δύναμη τῆς εἰκόνας καί χωρίς ἴχνος λογικοῦ ἐπιχειρήματος. Αὐτό τό στοιχεῖο, ὅτι ἀπόψεις ὑποβάλλονται ἐμμέσως καί ὑπογείως, χωρίς ὁ μαθητής –πιθανόν καί ὁ καθηγητής- νά ἔχῃ συνείδηση τοῦ τί τοῦ ὑποβάλλεται, ἀποτελεῖ καί τήν πιό ἐπικίνδυνη πλευρά αὐτῆς τῆς ἀθέμιτης πρακτικῆς. Δέν ξέρω τί ἀντιδράσεις θά προκαλοῦσε μιά ὑποθετική ἀντίστοιχη πρωτοβουλία τῆς «ἄλλης πλευρᾶς» νά δασκάλευε τόν εἰκονογράφο-σκιτσογράφο ὥστε νά φτειάξῃ ἕναν ἄλλο πίνακα: τό ἀντίστοιχο τοῦ Μ. Πλωρίτη νά πίνῃ τήν Coca Cola του ξαπλωμένος στίς «ammoudies tou Omirou», περιτριγυρισμένος ἀπό κάθε εἴδους ξενόγλωσσες ἐπιγραφές καί σκουπίδια, ὁ ὁποῖος μάλιστα νά δηλώνῃ ἀμέριμνος πώς δέν πρέπει νά ἀνησυχοῦμε, δέν ὑπάρχει κίνδυνος μόλυνσης τῶν ἀκτῶν.
Ἐμεῖς ὅμως νομίζουμε πώς ὑπάρχει. Καί προέρχεται ὄχι μόνο ἀπό τούς ἐκτός τῶν τειχῶν, ἀλλά, δυστυχῶς, σήμερα, καί ἀπό αὐτούς ἀκριβῶς πού εἶναι ἐντεταλμένοι νά φυλᾶνε –καί δέν ἐννοῶ ἐδῶ, βέβαια, τόν κ. Γ. Μπαμπινιώτη- τό κάστρο τῆς γλωσσικῆς μας ρωμιοσύνης.
Ολόκληρο το βιβλίο της Νεοελληνικής Γλώσσας Γ΄ Γυμνασίου  μπορείτε να το διαβάσετε από εδώ

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Δίκιο έχουν οι ηλίθιοι...

 
Francisco Goya (1746-1828)
Ο ύπνος της λογικής γεννά τέρατα (1797-98), χαρακτικό

Δίκιο έχουν οι ηλίθιοι, οι παλαβοί, οι ξεροκέφαλοι, οι βίαιοι, οι πάντες - εκτός από τους λογικούς ανθρώπους. Τί άλλο γίνεται μέσα στην ιστορία πέρα από το να εφευρίσκει ο καθένας λογικές εξηγήσεις για τις παλαβομάρες του; Κι αυτό πάλι σημαίνει ότι έρχονται καινούργιοι παλαβοί στο προσκήνιο που τα κάνουν όλα άνω-κάτω.

Πρέπει να είμαστε παλαβοί, όχι ονειροπόλοι. Να βρισκόμαστε εντεύθεν του κανόνα, όχι εκείθεν.

Ένας παλαβός μπορεί και να ξανάρθει στα σύγκαλά του, όμως ο ονειροπόλος δεν έχει άλλη λύση παρά ν' απογειωθεί.

Ο παλαβός έχει εχθρούς. Ο ονειροπόλος δεν έχει παρά τον εαυτό του.


Τσέζαρε Παβέζε (1938)

Επιλογή από το Il mistiere di vivere
Εισαγωγή-Μετάφραση: Παναγιώτης Κονδύλης
Εκδ. Στιγμή

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

τραβήξαμε τά χέρια από τή ζωντανή αλυσίδα καί σωπάσαμε...


 Όλα είναι ίδια
κι ο χρόνος διαβαίνει -
Μια μέρα γεννιέσαι,
μια μέρα πεθαίνεις...



Cesare Pavese (1908-1950)

Τσέζαρε Παβέζε

Καί τότε εμείς οι δειλοί

Καί τότε εμείς οι δειλοί

πού αγαπούσαμε τους ψίθυρους

της νύχτας, τά σπίτια,

τά μονοπάτια στο ποτάμι,

τά κόκκινα καί βρώμικα φώτα

εκείνων τών τόπων, την ήρεμη,

σιωττηλή θλίψη -

τραβήξαμε τά χέρια

από τή ζωντανή αλυσίδα

καί σωπάσαμε, μά η καρδιά μας

σκίρτησε στό αίμα

καί δεν υπήρχε πια ηδονή

δεν υπήρχε πιά εγκατάλειψη

στο μονοπάτι στο ποτάμι -

όχι πιά σκλάβοι, μάθαμε

πώς είμαστε ζωντανοί καί μονάχοι.


Μετάφραση: Σωτήρης Τριβιζάς
23 Νοεμβρίου 1945
Απο την ενότητα «Η γη και ο θάνατος» 


Jean-Baptiste-Camille Corot, Δέντρα στο βάλτο, λάδι

Τελευταίο μπλουζ, για να διαβαστεί κάποια μέρα

Ήταν μόνο ένα φλέρτ,
το 'ξερες αυτό -
κάποιος πληγώθηκε
εδώ και καιρό.

Όλα είναι ίδια
κι ο χρόνος διαβαίνει -
Μια μέρα γεννιέσαι,
μια μέρα πεθαίνεις.

Eδώ και καιρό
κάποιος πέθανε -
κάποιος προσπάθησε,
μα δεν έμαθε.

Μετάφραση: Σωτήρης Τριβιζάς
11 Απριλίου 1950

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων, αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς...


Paul Gauguin, Από Πού Ερχόμαστε; Ποιοί Είμαστε; Πού Πηγαίνουμε;
λάδι σε καμβά 


Αν ξεπερασθούν οι χριστιανικές και ιδεαλιστικές δυαρχίες, τότε εξαφανίζονται και οι αντίστοιχες φοβίες και ελπίδες, βουβαίνονται οι θρήνοι και οι ύμνοι. 
Με αρχαία-στωική φαιδρότητα ψυχής μπορείς τώρα να θεάσαι το Είναι και το Γίγνεσθαι, να νιώθεις συμπόνια για τον αγώνα και τον πόνο κάθε παροδικής ύπαρξης και χαμογελώντας να κατανοείς με επιείκεια όλους, όσοι -επικαλούμενοι ή όχι τον Λόγο και την ηθική- επιδιώκουν την ισχύ: έτσι είναι, τα πλάσματα της Φύσης, και δεν μπορούν να κάμουν αλλιώς.
Παναγιώτης Κονδύλης

10 Ερωτήσεις για τον Παναγιώτη Κονδύλη
 ( Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα http://kondylis.wordpress.com/2012/07/01/terpstra/ )


Ερωτησεις: Marin Terpstra. Απαντησεις: Π. Κονδυλης (1993)

ΕΡΩΤΗΣΗ: Κύριε Κονδύλη, είσθε κατ’ αρχήν συγγραφέας μερικών εκτεταμένων μελετών πάνω σε σημαντικές επόψεις της δυτικής ιστορίας των ιδεών και της δυτικής σκέψης. Γράψατε για φιλοσόφους και για τους στοχασμούς τους, και επιμεληθήκατε δύο ανθολογίες με κείμενα φιλοσόφων. Όμως έχετε γράψει και ένα συστηματικό έργο, που εκθέτει τις βασικές φιλοσοφικές σας θέσεις. Επί πλέον, προ παντός στα τελευταία χρόνια, πήρατε τον λόγο και σε πολιτικές συζητήσεις. Πώς θα χαρακτηρίζατε περισσότερο τον εαυτό σας: ως ιστορικό, ως φιλόσοφο ή ως πολιτικό στοχαστή; Κι αν μπορείτε να ταυτίσετε τον εαυτό σας με καθέναν από τους τρεις αυτούς τύπους, πώς ξεπερνάτε τις αναπόφευκτες εντάσεις ανάμεσα σε τούτες τις επιστήμες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το πώς χαρακτηρίζει κανείς τον εαυτό του ή το πώς χαρακτηρίζεται από τους άλλους είναι δευτερεύον και συχνά τυχαίο. Πάνω απ’ όλα ενδιαφέρει το τι λέει και το αν έχει κάτι να πει. Στο πλαίσιο της επιστημονικής μου δραστηριότητας είμαι ένας παρατηρητής των ανθρωπίνων πραγμάτων, ένας αναλυτής της ανθρώπινης συμπεριφοράς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Ωστόσο δεν επιθυμώ να κατανοήσω και να παρουσιάσω την ανθρώπινη συμπεριφορά από τη σκοπιά «της» φιλοσοφίας, «της» πολιτικής, «της» κοινωνιολογίας, ή «της» ιστορίας, αλλά ακριβώς το αντίστροφο: πρόθεση μου είναι να κάμω πρόδηλη την ενότητα των βασικών της δομών και την εσώτερη λογική της εκδίπλωσής της στους τομείς της φιλοσοφικής, πολιτικής, κοινωνικής και ιστορικής πράξης. Όταν οι άνθρωποι δραστηριοποιούνται φιλοσοφικά δεν συμπεριφέρονται διαφορετικά απ’ ό,τι όταν ενεργούν πολιτικά και κοινωνικά. Τι κάνουν δηλαδή; Λαμβάνουν μία θέση, η οποία συμφωνεί με τις θέσεις μερικών ανθρώπων και συνάμα στρέφεται εναντίον άλλων δεν υπάρχει, άλλωστε, λόγος για να υιοθετήσει ή να πρωτοδιατυπώσει κάποιος μια θέση, αν δεν θεωρεί ορισμένες άλλες ως εσφαλμένες ή βλαβερές. Απ’ αυτό καταλαβαίνουμε γιατί ποτέ δεν πρόκειται να εκπληρωθεί το όνειρο ή η αξίωση ισχύος των (πλείστων) φιλοσόφων, οι οποίοι πιστεύουν ότι «η» φιλοσοφία, ως προνομιούχα δραστηριότητα sui generis, θα μπορούσε να δείξει στον υπόλοιπο κόσμο την οδό της αρμονίας. Η δομή της φιλοσοφικής πράξης υπερφαλαγγίζει τις φιλοδοξίες όσων πράττουν ως φιλόσοφοι. Παρά τις διαβεβαιώσεις εκείνων, οι οποίοι επιδιώκουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της ερμηνείας και εγείρουν τη φωνή τους στο όνομα «της» φιλοσοφίας, δεν υπήρξε ίσαμε σήμερα ενιαία φιλοσοφία· ήδη γι’ αυτόν τον λόγο δεν τίθεται ζήτημα πραγμάτωσης «της» φιλοσοφίας —και κάτι τέτοιο πρέπει να αναμένεται τόσο λιγότερο, όσο περισσότερο οι φιλοσοφικές θεωρίες εμφανίζονται ως κανονιστικές επιταγές. Το ίδιο πεπρωμένο θα έχουν και πολιτικές ή κοινωνικές θεωρίες, οι οποίες καθοδηγούνται από κανονιστικές αντιλήψεις και επιθυμίες.
Αν απεναντίας ξεκόψει κανείς απ’ αυτές τις τελευταίες και διαπιστώσει τον ενιαίο χαρακτήρα της ανθρώπινης πράξης με την. παραπάνω έννοια, τότε μπορεί να χρησιμοποιήσει μιαν ενιαία εννοιολογία και να διαρρήξει τα όρια μεταξύ των επιστημών, θεωρώντας τες κατά κάποιο τρόπο όλες μαζί εκ των έξω. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να χρησιμοποιούνται οι ίδιοι τεχνικοί όροι ανεξάρτητα από τον ιδιαίτερο τομέα, τον οποίο πραγματεύεσαι εκάστοτε. Επίσης δεν επιτρέπεται να αναμιγνύονται κατά βούληση και αρέσκεια τα πάντα με τα πάντα’ ο μεταμοντέρνος χυλός είναι ευκολοχώνευτος, όμως δεν αποτελεί θρεπτική τροφή. Όταν περιγράφουμε την εκάστοτε συμπεριφορά, αναζητούμε και διερμηνεύουμε – για να μιλήσουμε με τον Max Weber – το νόημα που συνδέει μαζί της το αντίστοιχο υποκείμενο, και ακριβώς αυτό το νόημα αρθρώνεται σε έννοιες, προ παντός όταν πρόκειται για πράξη σε μορφή θεωρίας. Κινούμαστε έτσι ταυτόχρονα πάνω σε δύο επίπεδα, όμως αυτό δεν γεννά αναγκαστικά κάποιον φαύλο κύκλο. Ποιες έννοιες πρέπει, τώρα, να χρησιμοποιηθούν στο περιγραφικό μεταεπίπεδο; Τούτο αποτελεί για μένα καθαρά ζήτημα τεχνικής σκοπιμότητας. Τις περίπλοκες ορολογίες, που μοιάζουν με κινέζικα, τις έχω σε μικρή υπόληψη’ όμως, από την άλλη μεριά, ακριβώς αν κάποιος επισκοπεί κάμποσες επιστήμες ταυτόχρονα και εργάζεται στον ιδιαίτερο τομέα τους, έχει την υποχρέωση να είναι καλά εξοικειωμένος με το ειδικό τους λεξιλόγιο· η λογιστική της σύγχρονης διεξαγωγής πολέμου δεν περιγράφεται με τα εννοιολογικά εργαλεία της εγελιανής Λογικής, μολονότι αυτή έχει αξιώσεις καθολικότητας. Οι κεντρικές έννοιες του περιγραφικού μεταεπιπέδου, τις οποίες, έχω αναλύσει στο βιβλίο μου Ισχύς και Απόφαση, κατά κανόνα είναι τέτοιες, ώστε συνηθίζονται λίγο-πολύ σ’ όλες τις sciences humaines και ευτυχώς δεν έχουν χάσει την επαφή τους με τη ζωντανή γλωσσική χρήση. Βεβαίως, το περιγραφικό τους νόημα πρέπει να εξηγηθεί ιδιαίτερα, εφ’ όσον μάλιστα, εξ αιτίας της προϊστορίας τους, έχουν ηθική-κανονιστική φόρτιση.
Μια τελευταία παρατήρηση: όποιος αντιλαμβάνεται τις θεωρίες ως μορφές συμπεριφοράς δικαιούται πολύ λιγότερο από άλλους να λησμονεί τον τεχνητό-πλασματικό χαρακτήρα των εννοιών και των νοητικών κατασκευών. Ως άνθρωπος ωστόσο, δηλαδή ως πεπερασμένος νους, δεν μπορεί να τον ξεπεράσει ολότελα, το ίδιο όπως και δεν .μπορεί να πηδήξει πάνω από τον ήσκιο του. Το μόνο που βοηθεί εδώ είναι η πάντοτε άγρυπνη συνείδηση, της πλασματικότητας, η αυστηρή διάκριση και η κατά το δυνατόν εναργής αντιδιαστολή του επιπέδου της ανάλυσης από το επίπεδο των πραγματικών διαδικασιών. Φυσικά, γι’ αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν συνταγές και μεθοδολογικές οδηγίες, που θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν και να γίνουν κοινό κτήμα ανεξάρτητα από την ατομική ποιότητα, δηλ. την παιδεία, την εναισθητική ικανότητα και τον πλούτο συνειρμών του κάθε ερευνητή. Μέτρο της επιτυχίας παραμένει το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα μετριέται με την απάντηση στο ερώτημα: πόσα και πόσο σημαντικά εμπειρικά φαινόμενα, πόση ζωντανή ιστορία κατάφερα να κάμω μ’ αυτόν τον τρόπο πιο κατανοητή; Το ερώτημα τούτο μπορεί να ηχεί αφελές στα άκρως εκλεπτυσμένα αυτιά των σύγχρονων επιστημολόγων και μεθοδολόγων, όμως εγώ θα επιθυμούσα να κρατηθώ σε ερωτήματα αφελή και στοιχειώδη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Τα μάλλον ιστορικά κύρια έργα σας πραγματεύονται μερικά μεγάλα φαινόμενα της σκέψης μέσα στην ιστορία της: τη γένεση της διαλεκτικής, το φαινόμενο του Διαφωτισμού και του συντηρητισμού, την εξέλιξη της κριτικής της μεταφυσικής στην πορεία των αιώνων. Τι σας ώθησε να ερευνήσετε αυτά ειδικά τα φαινόμενα; Διαφαίνεται κάποια συνάφεια μεταξύ τους;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα ιστορικά μου έργα περιέχουν μια θεωρία των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων. Αποτελούν εκάστοτε αναλύσεις βασικών πνευματικών και κοινωνικοπολιτικών απόψεων της εκπληκτικής αυτής εξέλιξης, η οποία εκβάλλει στη σημερινή πλανητική μας ιστορία. Στις εργασίες μου για την παρακμή του αστικού πολιτισμού και για την πλανητική πολιτική μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού υπεισήλθα λεπτομερέστερα στο πλαίσιο της κοινωνικής ιστορίας, μέσα στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθούν οι προγενέστερες αναλύσεις μου πάνω στην ιστορία των ιδεών, και ανέφερα τους λόγους που επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι, ως ιστορική εποχή με ειδοποιά γνωρίσματα, τελείωσαν, μολονότι οι βαθύρριζες πνευματικές μας έξεις δεν θέλουν να το αντιληφθούν αυτό. Αλλά τούτο αποτελεί ξεχωριστό ζήτημα. Για ν’ απαντήσω στο ερώτημα σας, προσθέτω ότι ένα βασικό μου μέλημα στα ιστορικά μου έργα είναι να τεκμηριώσω χειροπιαστά την ερμηνευτική γονιμότητα της γενικής μου θεώρησης των ανθρωπίνων πραγμάτων. Αν μια ορισμένη θεώρηση καταφέρνει να υπαγάγει σ’ έναν κοινό παρονομαστή και να συλλάβει με ενιαίο τρόπο θέματα και φαινόμενα που από πρώτη όψη απέχουν πολύ μεταξύ τους, τότε προφανώς έχει πολλά πλεονεκτήματα. Μια μεθοδολογικά προσανατολισμένη σύγκριση έργων όπως Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Συντηρητισμός ή Θεωρία του Πολέμου θα έδειχνε, πιστεύω, στον προσεκτικό αναγνώστη πώς επιχειρώ τη διάρρηξη των ορίων μεταξύ των επιστημών, για την οποία μίλησα προηγουμένως. Εδώ βέβαια δεν πρόκειται μονάχα, και αφηρημένα, για την «ορθή μέθοδο»· το ουσιαστικό σημείο είναι οι εμπράγματες θέσεις που στέκουν πίσω από τη μέθοδο και που μόνον αυτές την καθιστούν γόνιμη. Η κάποτε αποθαρρυντική για τον αναγνώστη έκταση και διεξοδικότητα των ιστορικών μου έργων οφείλεται στην επιδίωξη μου να καταδείξω τη γονιμότητα της μεθοδολογικής προσέγγισης φωτίζοντας ολότητες. Μονάχα όπου ένα όλο ερμηνεύεται δίχως κενά μπορεί κανείς να έχει ως έναν βαθμό πεισθεί για τη βασιμότητα και τη νηφαλιότητα της ερμηνείας, ενώ οι προκαταλήψεις, είτε συνάπτονται με κανονιστικά ζητήματα είτε αναφέρονται σε ζητήματα περιεχομένου, κατά κανόνα συμβαδίζουν με την επιλεκτική διαπραγμάτευση του υλικού. Αυτό συνεπάγεται ότι μια ενδεχόμενη ανασκευή των πορισμάτων μου νομιμοποιείται μονάχα πάνω στη βάση τουλάχιστον εξ ίσου εκτεταμένων αναλύσεων του υλικού.
Μια λέξη για την εργασία μου πάνω στη γένεση της εγελιανής διαλεκτικής, την οποία αναφέρατε. Εδώ αρχικά προείχε το ενδιαφέρον μου να φωτίσω την προϊστορία του μαρξισμού και των κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων της μαρξιστικής φιλοσοφίας της ιστορίας. Η θετική και αρνητική αντιπαράθεση με τον μαρξισμό στο επίπεδο της θεωρίας και με το κομμουνιστικό κίνημα στο επίπεδο της πολιτικής πράξης υπήρξε κεντρική εμπειρία στην πνευματική και προσωπική μου ζωή. Όποιος έχει παρόμοιες εμπειρίες θα βρει εύκολα τα ίχνη της αντιπαράθεσης αυτής μέσα στα κείμενα μου.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στην εισαγωγή του βιβλίου σας για τον Διαφωτισμό βρίσκεται η φράση: «η σκέψη είναι από τη φύση της πολεμική». Σε τούτη τη φράση, που συγγενεύει με την άποψη του Carl Schmitt ότι οι πολιτικές έννοιες είναι ως εκ της καταγωγής τους πολεμικές, φαίνεται σαν να προϋποθέτετε τον πολεμικό χαρακτήρα όλων των εννοιών. Στην ίδια εισαγωγή μέμφεσθε όμως την πολεμική χρήση της σκέψης του Διαφωτισμού, την οποία έκαμαν άλλοι. Σας ερμηνεύω σωστά όταν απ’ αυτό συμπεραίνω ότι για σας η σκέψη καθ’ εαυτήν είναι ή μπορεί να είναι ουδέτερη, έστω κι αν γίνεται χρήση ή κατάχρηση της με πολεμική πρόθεση εκ μέρους μη φιλοσόφων; Με άλλα λόγια, υπάρχει, παράλληλα με την πολεμική συνέπεια, και μια συνέπεια λογική, της οποίας μπορεί να γίνει κατάχρηση σε δεδομένες συνθήκες; Πώς σχετίζονται οι δύο συνέπειες μεταξύ τους; Ως «καθαρή» και «εφαρμοσμένη» σκέψη;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατ’ αρχήν ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω ότι δεν «μέμφθη-κα», παρά απλώς διαπίστωσα την πολεμική χρήση της σκέψης του Διαφωτισμού από μέρους άλλων. Ό,τι θα μπορούσε ίσως να δώσει στον αναγνώστη την εντύπωση «μομφής» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εμφατική κατάδειξη της διάστασης ανάμεσα στις πεζές πράξεις και στην εξιδανικευμένη εικόνα των πραττόντων για τον εαυτό τους. ʼλλωστε θα απορούσα πολύ αν δεν ήταν ab όνο πολεμική μια σκέψη που θητεύει σε μιαν ηθική-κανονιστική θεμελιώδη απόφαση. Αν δούμε έτσι τα πράγματα, τότε η πολεμική δεν είναι κατάχρηση, παρά η φυσιολογική χρήση της σκέψης. Το αντίθετο της λογικής σκέψης δεν είναι η πολεμική σκέψη, αλλά η μη λογική ή η λογικά εσφαλμένη σκέψη. Η λογική διόλου δεν ταυτίζεται με την ηθική-κανονιστική «ορθολογικότητα», παρά συνίσταται στην επιχειρηματολογικά ορθή ανάπτυξη μιας θέσης, όπου η ορθότητα μετριέται με τυπικά κριτήρια, λ.χ. την έλλειψη λογικών αλμάτων, δίσημων όρων κτλ. Μπορεί λοιπόν να κρίνει κανείς αν μια θεμελιώδης κοσμοθεωρητική απόφαση θεωρητικοποιήθηκε ορθά από λογική άποψη, όμως η αποτίμηση της «ορθολογικότητας» της είναι εντελώς άλλο ζήτημα. Η ηθική-κανονιστική και η αξιολογικά ελεύθερη-περιγραφική σκέψη μπορούν εξ ίσου ν’ αναπτυχθούν λογικά. Η λογική μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία όλων των δυνατών θέσεων ακριβώς επειδή δεν τις παράγει’ από την άποψη αυτή η λογική, και η λογική σκέψη εν γένει, είναι ουδέτερες. Ο χαρακτήρας μιας σκέψης δεν κρίνεται από το ζήτημα της λογικής, αλλά από το ζήτημα των κανονιστικών αρχών και των αξιών. Το ερώτημα δηλ. είναι αν το νοητικό εγχείρημα καθοδηγείται ρητά ή σιωπηρά από κανονιστικές αρχές και αξίες ή αν το νοητικό εγχείρημα θεωρεί τέτοιες αρχές και αξίες, καθώς και τη συναφή θεωρητική συμπεριφορά, ως αντικείμενο του.
Μολονότι τώρα η πολεμική και η λογική συνέπεια κατ’ αρχήν δεν αποκλείουν η μία την άλλη, στην ιστορία των ιδεών εμφανίζεται συχνά το φαινόμενο η πρώτη να παραγκωνίζει τη δεύτερη. Τούτο συμβαίνει όταν κάποιος θέλει να καταπολεμήσει μιαν τοποθέτηση εσωτερικά αντιφατική και σε κάθε σκέλος της αντίφασης αυτής αντιπαραθέτει ένα σκέλος της αντίστροφης αντίφασης· στις εργασίες μου έχω αναλύσει μερικά τέτοια σημαντικά παραδείγματα από την ιστορία των ιδεών. Η περιγραφική και αξιολογικά ελεύθερη σκέψη μπορεί επίσης να εκδιπλωθεί μη λογικά, όμως στην περίπτωση αυτή ο λόγος δεν έγκειται στην επικράτηση του πολεμικού στοιχείου. Γενικά, οι έννοιες είναι πολεμικές λόγω του κανονιστικού τους προσανατολισμού. Ακριβώς η επίκληση κανονιστικών αρχών και αξιών (ή της «ορθής» ερμηνείας τους) από μέρους όλων των παρατάξεων επιτείνει την πολεμική και τον αγώνα – η ηθική με αξιώσεις κοινωνικής επιβολής, όχι ο αυτάρκης σκεπτικισμός, κάνει τους ανθρώπους ανταγωνιστές και εχθρούς. Το ίδιο όμως μπορούν να κάμουν και έννοιες, οι οποίες prima facie δεν φαίνονται να συνεπάγονται κάποιαν κανονιστική αρχή. Πρόκειται για την περίπτωση όπου μια παράταξη συνδέει συμβολικά την ταυτότητα της με μιαν έννοια, έτσι ώστε η επικράτηση ή η ήττα τούτης της έννοιας εκπροσωπεί συμβολικά μέσα στο πνευματικό φάσμα την επικράτηση ή την ήττα της αντίστοιχης παράταξης.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Από την Αναγέννηση και μετά (ιδιαίτερα με τους Machiavelli, Hobbes και Spinoza) αναπτύσσονται ιδέες, οι οποίες οδηγούν «με λογική συνέπεια» στον μηδενισμό, δηλ. στην άρνηση αντικειμενικών κανονιστικών αρχών και αξιών. Μήπως ολόκληρη η μεταμεσαιωνική ή μεταθεολογική σκέψη, και όχι μόνον ο Διαφωτισμός, αποτελεί προσπάθεια διαφυγής από τούτη τη «λογική συνέπεια», ενώ μονάχα λίγοι στοχαστές (όπως οι παραπάνω) τόλμησαν να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, προτιμώντας την αλήθεια από τις παρηγοριές; Και μήπως από την άποψη αυτή η δική σας «περιγραφική θεωρία της απόφασης» αποτελεί την ολοκλήρωση τούτης της «λογικής συνέπειας»;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στην ερώτηση μπορώ ν’ απαντήσω και μ’ ένα απλό «ναι». Ωστόσο θα ήθελα να τονίσω δύο σημεία. Πρώτον, η αμφιβολία για την αντικειμενικότητα των κανονιστικών αρχών και των αξιών εκφράσθηκε όχι μόνον στη Δύση και όχι μόνον στους Νέους Χρόνους. Η ινδική και η κινεζική σκέψη γνωρίζουν ήδη παρόμοιες τάσεις, ενώ στην ελληνική αρχαιότητα η σοφιστική επεξεργάσθηκε την ίδια θέση πάνω στη βάση της αντίθεσης νόμου και φύσεως. Η φιλοσοφία του Πλάτωνα ουσιαστικά ήταν ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα ν’ αντιμετωπισθεί ο σοφιστικός σχετικισμός με έσχατα, δηλ. οντολογικά και μεταφυσικά επιχειρήματα. Όποια φιλοσοφία προασπίζει την αντικειμενικότητα ή έστω τη γενική δεσμευτικότητα των κανονιστικών αρχών και των αξιών είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει πλατωνικά στοιχεία, αδιάφορο με ποια μορφή και σε ποια δοσολογία. Οι διαπιστώσεις αυτές -η κοινωνική επικράτηση της ηθικής-κανονιστικής θεώρησης και ο παμπάλαιος ανταρτοπόλεμος εναντίον της- έχουν μεγάλη σημασία, αν θέλουμε να κατανοήσουμε, πέρα από τα εκάστοτε ιστορικά συμβεβηκότα, τον χαρακτήρα και τις λειτουργίες της φιλοσοφικής σκέψης στις καθαρές ανθρωπολογικές και κοινωνικές της συνάφειες, δηλ. ως εκλεπτυσμένη έκφραση της προσπάθειας των ανθρώπινων κοινωνιών ν’ αυτοσυντηρηθούν. Οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι βρέθηκαν αναγκασμένοι να πολεμούν συνεχώς εναντίον του αξιολογικού σχετικισμού και του μηδενισμού επειδή η ορθολογιστική τους τοποθέτηση είχε αρθρωθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε η λογικά συνεπής εκδίπλωσή της απέληγε ακριβώς στον μηδενισμό. Ενάντια στην αριστοτελική μεταφυσική της ουσίας επιστρατεύθηκε η έννοια της λειτουργίας, και τότε ο κίνδυνος της διάλυσης όλων των ουσιών μέσα σε μεταβλητές λειτουργίες χρειάσθηκε ν’ αντιμετωπισθεί με την επινόηση καινούργιων υποστάσεων: η «Φύση», ο « Ανθρωπος» και η «Ιστορία» διαδέχθηκαν έτσι τον Θεό και το (υπερβατικό) Πνεύμα. Όμως η έννοια της λειτουργίας επικράτησε ολοκληρωτικά στην πορεία του 20ού αι. και στο πλαίσιο μιας ανατροπής πλανητικού βεληνεκούς (στην περιγραφή αυτής της διαδικασίας είναι αφιερωμένα τα βιβλία μου για τον Διαφωτισμό, για την κριτική της μεταφυσικής στους Νέους Χρόνους και για την παρακμή του αστικού πολιτισμού).
Δεύτερον, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στη διευκρίνιση σας ότι μηδενισμός σημαίνει την «άρνηση αντικειμενικών κανονιστικών αρχών». Επομένως ο μηδενισμός δεν μπορεί να σημαίνει παρότρυνση προς καταστροφή των πάντων, γιατί τότε η καταστροφή θα αναγορευόταν σε καινούργια κανονιστική αρχή, πράγμα μη λογικό. ‘Αλλωστε οι χειρότερες καταστροφές στην ίσαμε τώρα ιστορία έγιναν στο όνομα κανονιστικών αρχών και αξιών, αδιάφορο αν ο εκάστοτε αντίπαλος τους τις θεωρούσε «ψευδείς» ή και «μηδενιστικές». Το πράγματι δελεαστικό ερώτημα είναι το εξής: γιατί η σκέψη δεν παραμένει στις καθησυχαστικές βεβαιότητες της τόσο χρήσιμης στη ζωή κανονιστικής θεώρησης, παρά αποτολμά κάπου-κάπου το περιδιάβασμα σε τόσο επικίνδυνα μονοπάτια; Αλλά η απάντηση σ’ αυτό θα μας οδηγούσε πολύ μακριά.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Αφετηρία των ερευνών σας είναι, όπως συχνά σημειώσατε, η παρατήρηση των πράξεων συγκεκριμένων ανθρώπων μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις. Οι άνθρωποι αυτοί προασπίζουν τις διαφορετικές επίμαχες θέσεις τους, μεταξύ άλλων, με λόγια και ιδέες. Κατά την άποψη σας, τα φιλοσοφικά συστήματα ή οι κοσμοεικόνες δεν είναι παρά η συστηματική επεξεργασία σκέψεων ριζωμένων μέσα σ’ αυτήν την ιστορικά συγκεκριμένη πολεμική. Το ερώτημα μου: η δική σας θεώρηση δεν ριζώνει κι αυτή σε τέτοιες ιστορικά συγκεκριμένες συνθήκες και δεν αποτελεί επίσης μιαν κοσμοεικόνα ανάμεσα σε άλλες; Στο έργο σας Ισχύς και Απόφαση φαίνεται να το επιβεβαιώνετε αυτό. Το γεγονός, ότι η θεώρηση σας είναι περιγραφική, δεν υποδηλώνει μιαν κοσμοεικόνα όπου η περιγραφική μέθοδος θεωρείται ανώτερη από την κανονιστική; Θεωρείτε ότι μια τέτοια αξιολόγηση μπορεί να νομιμοποιηθεί επιστημονικά;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μέσα στο ερώτημα σας κρύβεται ένα άλλο, το οποίο μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: «Αν οι κοσμοεικόνες σχετικοποιούνται με την κατάδειξη των ιστορικών τους προσδιορισμών, τι σώζει τη δική σας κοσμοεικόνα από τη σχετικοποίηση;» Παρόμοια όμως είναι και τα συνηθισμένα επιχειρήματα εναντίον των σκεπτικιστών: από πού συνάγει ο σκεπτικιστής τη βεβαιότητα της δικής του θέσης, αν, όπως λέει ο ίδιος, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα βέβαιο;
Η επιχειρηματολογία αυτή είναι λογικά αβάσιμη. Αν τη διατυπώσουμε σε μορφή κλασικού συλλογισμού, τότε η μείζων πρόταση και το συμπέρασμα αντιφάσκουν, ήτοι στη μείζονα πρόταση γίνεται δεκτή η αλήθεια μιας θέσης, ενώ στο συμπέρασμα η ίδια θέση θεωρείται εσφαλμένη. Έχουμε δηλαδή: «Η θεωρία σας, ότι οι κοσμοεικόνες είναι σχετικές, αληθεύει, άρα η θεωρία σας, ως κοσμοεικόνα, είναι σχετική και ψευδής». Όχι, έτσι δεν ανασκευάζονται οι σκεπτικιστικές θέσεις. Το ότι η θεωρία μου, όπως και κάθε άλλη, είναι ιστορικά προσδιορισμένη, δεν αποδεικνύει τη σχετικότητα της, αλλά επιβεβαιώνει (και) στο δικό της παράδειγμα τη γενική αρχή του ιστορικού προσδιορισμού. (Αντίθετα, μία θεωρία που αυτοθεωρείται απόλυτη κι ανεξάρτητη από ιστορικούς προσδιορισμούς δεν είναι καν σε θέση να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν και άλλες θεωρίες εκτός από την ίδια). Την αλήθεια των θεωριών πάνω στα ανθρώπινα πράγματα δεν την παρακωλύει η ιστορική τους εξάρτηση, αλλά η ηθική-κανονιστική τους δέσμευση. Ο Θουκυδίδης δεν έχει χάσει το παραμικρό από την επικαιρότητα του -και πάνω στο έργο του μπορεί να χτισθεί μια ανάλυση της σύγχρονης μας πολιτικής- όμως δεν ισχύει το ίδιο για τους Νόμους του Πλάτωνα. Κάθε ιστορική κατάσταση έχει δύο πλευρές, γιατί σε κάθε κατάσταση το Ανθρώπινο, αν το δούμε δομικά, εκτυλίσσεται και διαδραματίζεται στην ολότητα του, όμως αυτό γίνεται υπό τον μανδύα κανονιστικών πεποιθήσεων, οι οποίες είναι σχετικές και παροδικές. Πώς εξηγείται αλλιώς το ότι ορισμένοι θεμελιώδεις τύποι ανθρώπινης συμπεριφοράς παρέμειναν σε γενικές γραμμές σταθεροί μέσα στη γνωστή μας ιστορία, ενώ μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα άλλαξαν επανειλημμένα οι εκάστοτε κυρίαρχες ιδεολογίες και οι κοινωνικοί κανόνες; Γιατί π.χ. η πολιτική συμπεριφορά των συγχρόνων του Θουκυδίδη μας φαίνεται γνωστή και οικεία, μολονότι η θρησκεία και η ηθική τους μας είναι ξένες;
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκεπτικιστή με την τρέχουσα έννοια. Κατά την πεποίθηση μου, η γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι κατ’ αρχήν δυνατή -υπό την προϋπόθεση μιας συνεπούς αποκοπής από την ηθική-κανονιστική σκέψη. Η διαπίστωση της σχετικότητας των κανονιστικών αρχών και των αξιών μονάχα στα μάτια των ηθικιστών αποτελεί έκφραση σκεπτικισμού. Για μένα η ίδια αυτή διαπίστωση αποτελεί απλώς εμπειρικά τεκμηριωμένη και αποδείξιμη γνώση. Και έρχομαι έτσι στο τελικό σας ερώτημα. Φυσικά είναι τέτοιες αξιολογικά ελεύθερες γνώσεις και τέτοιες περιγραφικές μεθοδεύσεις ανώτερες -όμως ανώτερες είναι μονάχα μέσα στην προοπτική της επιστήμης ως αναζήτησης της αλήθειας. Η περιγραφική αξιολογικά ελεύθερη έρευνα θα γινόταν ασυνεπής μόνον εάν θα προσπαθούσε να αυτονομιμοποιηθεί με τον ισχυρισμό ότι η επιστήμη και η αξιολογικά ελεύθερη αλήθεια αποτελεί, εν γένει και καθ’ εαυτήν, την ύψιστη αξία. Όμως μονάχα οι ηθικές-κανονιστικές θέσεις αυτονομιμοποιούνται με την αντίληψη ότι οι δικές τους κανονιστικές αρχές έχουν γενική ισχύ και δεσμευτικότητα. Η επιστημονική γνώση -και μάλιστα ακριβώς στο βαθμό όπου παραμένει επιστημονική- δεν μπορεί να είναι πρακτικά δεσμευτική για κανέναν, επειδή δεν έχει να προσφέρει ηθικό-κανονιστικό προσανατολισμό’ άλλωστε η ίδια συγκροτείται ακριβώς παραμερίζοντας την επιθυμία παρόμοιων προσανατολισμών, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση είναι θέμα γούστου, ήτοι διόλου δεν εξαρτώνται από την επιστημοσύνη. Και εκτός αυτού η επιστημονική γνώση κάθε άλλο παρά αποτελεί την κυρίαρχη μορφή σκέψης μέσα σε μια κοινωνία.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η εικόνα σας για τον άνθρωπο παρουσιάζει ορισμένη ομοιότητα με την ανθρωπολογία του Clausewitz, όπως την περιγράφετε στο βιβλίο σας για τη θεωρία του πολέμου. Θεμέλιο τούτης της ανθρωπολογίας είναι ο διχασμός της ανθρώπινης φύσης: από τη μια ο άνθρωπος ρέπει προς την αμέριμνη ζωή, κι απ’ αυτήν την άποψη είναι ειρηνικό ον, από την άλλη όμως είναι διατεθειμένος ή και αναγκασμένος, όταν άλλοι απειλούν την ύπαρξη του, να αποφασίζει με τον αγώνα την έκβαση των συγκρούσεων. Στις εργασίες σας τονίζετε κυρίως τις συνέπειες της αγωνιστικής ανθρώπινης πραγματικότητας στο χώρο των ιδεών. Αντίθετα, πολλοί φιλόσοφοι, που προσπαθούν να εξορκίσουν το factum της ισχύος, θεμελίωσαν τη σκέψη πάνω στις ειρηνόφιλες καταβολές της ανθρωπότητας. Έχει η «μονομέρεια» σας μονάχα πολεμικές αιτίες που μπορούν να νομιμοποιηθούν λογικά; Τι νομίζετε για τις ειρηνόφιλες καταβολές των κοσμοεικόνων;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για τις ειρηνόφιλες καταβολές των κοσμοεικόνων δεν μπορείς να έχεις υψηλή ιδέα, αν έχεις ασχοληθεί σοβαρά με τη δομική ανάλυση των ιστορικά μαρτυρημένων κοσμοεικόνων και έχεις διαπιστώσει δύο πράγματα: α) ότι κάθε κοσμοεικόνα γεννιέται ως άρνηση ή και ως αντιστροφή μιας άλλης· β) ότι καμμιά κοσμοεικόνα δεν αντεπεξέρχεται στις λειτουργίες της χωρίς κάποιαν αντίληψη για το «κακό» σε οποιαδήποτε μορφή (αμαρτία, καταπίεση, αλλοτρίωση κτλ.), το οποίο πρέπει να νικηθεί ή να χαλιναγωγηθεί από το «καλό». Ακόμα και κοσμοεικόνες ή ουτοπίες, οι οποίες διαγράφουν μιαν κατάσταση ιδεώδους αρμονίας, περιέχουν την παράσταση μιας ξεπερασμένης πια κατάστασης συγκρούσεων και πόνου. Δεν μπορώ εδώ να υπεισέλθω στους λόγους που έσπρωχναν πάντα τους ανθρώπους προς το όνειρο της μεγάλης και τελειωτικής αρμονίας. Πρέπει μόνο να παρατηρήσω ότι και αυτό ακόμα το όνειρο έχει μιαν πολεμική αιχμή, εφ’ όσον στρέφεται εναντίον υφιστάμενων «δεινών» και εφ’ όσον επί πλέον δεν το ονειρεύονται όλοι με τον ίδιο τρόπο, έτσι ώστε κάθε βήμα προς την πραγμάτωση του -γεννά, το ζήτημα της δεσμευτικής ερμηνείας του, το οποίο ως γνωστόν είναι ζήτημα ισχύος. Όπως βλέπετε, η επίκληση των «ειρηνόφιλων καταβολών της ανθρωπότητας» διόλου δεν επαρκεί για να τελειώσουν οι συγκρούσεις.
Είναι ορθή η παρατήρηση σας ότι στις αναλύσεις μου προτάσσω το στοιχείο του αγώνα. Αυτό δεν το βλέπω, ως μονομέρεια, αλλά ως μεθοδολογική αναγκαιότητα. Περιγράφω δυναμικές ιστορικές διαδικασίες, και τέτοιες διαδικασίες, όπως και να το κάνουμε, προωθούνται από συγκρούσεις και αντιθέσεις, οι οποίες γεννούν αδιάκοπες και συνεχώς αναπροσδιοριζόμενες αλλαγές στις ανθρώπινες σχέσεις. Έτσι όμως διόλου δεν εξαλείφεται το στοιχείο της σύμπραξης, της συνεργασίας και της φιλίας. Πρέπει να τονίσω εμφατικότατα το εξής: μονάχα στην ηθικιστική και κανονιστική προοπτική εμφανίζεται η εχθρότητα ως το απλό αντίθετο της φιλίας· στην προοπτική της περιγραφικής ιστορίας και κοινωνιολογίας αποτελούν αμφότερες φαινόμενα που αναγκαστικά υπάρχουν παράλληλα και προσδιορίζονται αμοιβαία. Όπου ανεβαίνει η ένταση της εχθρότητας, εκεί ανεβαίνει και η ένταση της φιλίας, όπως και αντίστροφα. Τούτο εξηγείται εύκολα. Όποιος καταπολεμά άλλους επιδιώκοντας δημόσιους σκοπούς (π.χ. πολιτικούς σκοπούς, αλλά και πνευματικούς, οι οποίοι αποβλέπουν στην αλλαγή γενικών τρόπων σκέψης και συμπεριφοράς), αυτός αργά ή γρήγορα θα καταλήξει στο φρενοκομείο αν παραμείνει για πάντα μόνος του να φωνάζει -αν δηλ. δεν βρει (πολιτικούς) φίλους, που μπορεί να τους κινητοποιήσει για τους σκοπούς του· μονάχα αν έχει πλήθος φίλων τον λαμβάνει σοβαρά η κοινωνία στο σύνολο της. Η κήρυξη πολέμου εναντίον μιας παράταξης σημαίνει eo ipso τον σχηματισμό μιας άλλης, δηλ. ενός συνδέσμου φίλων. Παλαιά είναι η παρατήρηση ότι το αίσθημα κοινότητας δυναμώνει σε εποχή πολέμου εναντίον μιας άλλης κοινότητας. Τούτη η συνύπαρξη και πολλαπλή σύμμιξη εχθρότητας και φιλίας αντιστοιχεί δομικά στο ιάνειο πρόσωπο της ανθρώπινης φύσης, το οποίο άλλωστε δεν επεσήμανε μονάχα ο Clausewitz, αλλά και άλλοι μεγάλοι πολιτικοί στοχαστές (π.χ. ο Machiavelli και ο Hobbes). Σε σχέση με την κοινωνική συμβίωση γενικά, αυτό σημαίνει: η κοινωνία των ανθρώπων δεν μπορεί να ζει διαρκώς σε κατάσταση πολέμου χωρίς να διαλυθεί, ταυτόχρονα όμως δεν μπορεί να μη γεννά ασταμάτητα από τους κόλπους της συγκρούσεις (αιματηρές και μη). Η φιλία και η ειρήνη ανήκουν εξ ίσου στην situation humaine όσο η εχθρότητα και ο πόλεμος. Αυτό δεν αποτελεί κάποιο άρθρο πίστεως, παρά κοινότοπη αλήθεια, που τη μαθαίνει κανείς διαβάζοντας κάθε πρωί τις εφημερίδες. Όποιος δεν μπορεί να την αντιληφθεί και να τη χωνέψει, ίσως να είναι μεγάλος προφήτης ή και μεγάλος φιλόσοφος ή κοινωνικός θεωρητικός -όμως είναι ακατάλληλος ως αναλυτής των ανθρώπινων πραγμάτων.

ΕΡΩΤΉΣΗ: Ο Armin Mohler σας χαρακτήρισε «Αντί-Fukuyama». Ίσως αυτό να είναι σωστό από μιαν άποψη. Ωστόσο διαφαίνεται και μια ομοιότητα ανάμεσα στη δική σας σκέψη και στη σκέψη του Fukuyama σ’ ό,τι αφορά τη σημασία των διανοουμένων και των πολιτικών τους ιδεών για την πολιτική του μέλλοντος. Τα θέματα της σκέψης εξαντλήθηκαν! Από την άποψη αυτή, εσείς δεν, είστε λιγότερο απαισιόδοξος από τον Fukuyama. Όμως: είσθε πράγματι της γνώμης ότι η έκλειψη της πολιτικής σημασίας ιδεολογιών όπως του φιλελευθερισμού και του κομμουνισμού κάνει άσκοπη κάθε παραπέρα προσπάθεια να σκεφθούμε εξ αρχής και πάλι τις παραδοσιακές πολιτικές ιδέες;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι απολογητές του δυτικού συστήματος, που πανηγυρίζουν τη νίκη του πάνω στον κομμουνισμό, διαιωνίζουν την τωρινή στιγμή και μιλούν για το τέλος της ιστορίας. Το συναφές με τούτο εδώ τέλος των ιδεολογιών θα έρθει, όπως λέγεται, επειδή μία από τις ιδεολογίες αυτές επιβλήθηκε τάχα και εξάλειψε τις υπόλοιπες· αν η νικηφόρα ιδεολογία θα ισχύει εις τους αιώνας των αιώνων, τότε προφανώς οι διανοούμενοι θα έχουν λίγα πράγματα να κάμουν. Η δική μου διάγνωση διαφέρει ριζικά από τέτοιες κατασκευές. Κατά τη γνώμη μου ούτε η ιστορία τελείωσε ούτε στο μέλλον θα εκλείψει η απολογητική ή πολεμική δραστηριοποίηση των διανοουμένων. Στο τέλος της έφτασε απλώς μία ιστορική εποχή, και μαζί της στέρεψαν τώρα τα τρία μεγάλα πολιτικά-ιδεολογικά ρεύματα που τη χαρακτήρισαν: ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός (η κοινωνική δημοκρατία). Στα πολιτικά μου έργα εξήγησα διεξοδικά πώς οι ιδεολογίες αυτές έχασαν βαθμηδόν τους κοινωνικούς τους φορείς και τις κοινωνικές τους αναφορές, έτσι ώστε η χρήση τους έγινε αυθαίρετη, και μάλιστα εναλλακτική. Η κατάρρευση του κομμουνισμού έκαμε τις πολιτικές μας έννοιες ακόμη πιο περιττές. Γιατί μόλις τώρα, μετά το εξαιρετικά δραματικό κοσμοϊστορικό επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, έρχονται στην επιφάνεια οι βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις της μελλοντικής πλανητικής πολιτικής, οι οποίες συσσωρεύονταν, πολλές φορές ανεπαίσθητα, κάτω από τη Θυελλώδη πολιτική ιστορία του 20ού αι.
Μια τρομακτική ένταση δημιουργείται τώρα από το γιγάντωμα μαζικοδημοκρατικών προσδοκιών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα ο πλανήτης γίνεται στενότερος εξ αιτίας της πληθυσμιακής έκρηξης και της διαγραφόμενης σπανής οικολογικών και λοιπών αγαθών. Πρέπει λοιπόν να αναμένονται βίαιοι ανταγωνισμοί και συγκρούσεις, και μέσα σ’ όλα αυτά ως ο χειρότερος κίνδυνος ίσως δεν θ’ αποδειχθεί καν ο πόλεμος, παρά μια διαρκής κατάσταση αχαλίνωτης ανομίας. Δεν αποκλείεται η πολιτική, αφού έχει ήδη λάβει οικονομικό χαρακτήρα, να λάβει στο μέλλον χαρακτήρα βιολογικό, σε περίπτωση όπου θα αναγκαζόταν να συρρικνωθεί στην κατανομή ζωτικών αγαθών. Αν στο πλαίσιο αυτό θα γεννηθούν νέες ιδεολογίες ή θα χρησιμοποιηθούν κατάλοιπα των παλαιών σε νέα συσκευασία, αυτό εξαρτάται από την υφή και την ένταση των συγκρούσεων. Δύσκολα μπορώ να φαντασθώ ότι θα υπάρξουν πολλά περιθώρια για ιδεολογική δραστηριότητα αν οι άνθρωποι αναγκασθούν να πολεμήσουν για τροφή, νερό ή και αέρα· ήδη σήμερα οι λεγόμενοι «οικονομικοί πρόσφυγες» δεν διαθέτουν κάποιαν ευκρινή ιδεολογία. Αν ωστόσο, μέσα σε πιο υποφερτές καταστάσεις, διαμορφωθούν καινούργιες ιδεολογίες, τότε η μορφή και το περιεχόμενο τους θα προσδιορισθούν από τον χαρακτήρα των υποκειμένων και των συνομαδώσεων της πλανητικής πολιτικής: θα είναι άραγε έθνη, θα είναι πολιτισμοί, θα είναι ίσως φυλές; Ό,τι κι αν είναι πάντως, θα υπάρξουν διανοούμενοι που θα προσφέρουν τις ιδεολογικές τους υπηρεσίες στην εκάστοτε «δικαία υπόθεση». Είναι σήμερα μόδα να παραπονιούνται οι πάντες, κατόπιν εορτής, για την εύκολη ιδεολογική παραπλάνηση των «πνευματικών ανθρώπων» και να καυτηριάζουν σε νέες παραλλαγές την trahison des clercs. Αλλά αυτός ήταν ανέκαθεν ο ρόλος των διανοουμένων: να παράγουν ιδεολογία, να προσφέρουν συνθήματα αξιοποιήσιμα στην πράξη. Γιατί θα έπρεπε να είναι ή να γίνουν αλλιώς τα πράγματα; Και στο κάτω-κάτω μόνον διανοούμενοι ισχυρίζονται ότι οι διανοούμενοι καταλαβαίνουν τον κόσμο καλύτερα από τους άλλους.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Στη βιβλιοκρισία του για το έργο σας πάνω στην παρακμή του αστικού πολιτισμού ο Helmut König σημειώνει ότι στην ανασυγκρότηση των εξελίξεων αυτού του αιώνα λείπει η «εποχή του φασισμού». Έχει αυτό κάποιο βαθύτερο νόημα; Πώς βλέπετε τη μορφολογική ή πολεμική ομοιότητα ανάμεσα σε προαστικές και μετααστικές μορφές σκέψης και ζωής; Είναι φανερή κάποια χτυπητή συνάφεια ανάμεσα στη «φωτεινή» (μεταμοντερνισμός) και στη «σκοτεινή» (φασισμός) πλευρά της ίδιας αντιαστικής σκέψης;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το παραπάνω έργο επικεντρώθηκε στην ιδεοτυπική ανασυγκρότηση των βαθύτερων δομών της κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών, ενώ η πολιτική ιστορία έμεινε προγραμματικά απ’ έξω. Στην προοπτική της πολιτικής ιστορίας δεν μπορούν να κατανοηθούν τα φαινόμενα που σημάδεψαν ευκρινέστερα τη μετάβαση από τον αστικό φιλελευθερισμό στη συγκαιρινή μας μαζική δημοκρατία, όπως είναι λ.χ. ο κατακερματισμός της κοινωνίας σε άτομα εξ αιτίας του άκρως περίπλοκου καταμερισμού της εργασίας και της άκρας κινητικότητας ή η ριζική «αλλαγή παραδείγματος» σε όλους τους τομείς της πνευματικής παραγωγής, η οποία συντελέσθηκε γύρω στο 1900 και ακόμα κατεξουσιάζει τον 20ό αι. Από την άλλη μεριά, η πολιτική ιστορία δεν αποτελεί απλή επιφάνεια του συνολικού ιστορικού γίγνεσθαι, που μπορείς και να την πετάξεις ή να την αλλάξεις με μιαν οποιανδήποτε άλλη, αλλά παραμένει συνυφασμένη μαζί του- μονάχα τεχνικοί λόγοι παρουσίασης μπορούν να δικαιολογήσουν το χωρισμό της πολιτικής από την κοινωνική ή ιδεολογική έποψη. Για τον τρόπο, με τον οποίο πρέπει να συλλάβουμε τη συνάφεια αυτών των επόψεων, έχουν ως γνωστόν ειπωθεί πολλά ίσαμε σήμερα. Εδώ μπορώ να παρατηρήσω μονάχα ότι το ζήτημα αυτό τίθεται διαφορετικά από ιστορική περίπτωση σε ιστορική περίπτωση και επίσης λύνεται διαφορετικά, ανάλογα με τα εκάστοτε γνωστικά ενδιαφέροντα και τα εκάστοτε προσόντα των ερευνητών. Κατά την αντίληψη μου, τα μεγάλα πολιτικά κινήματα του 20ού αι. -δηλ. ο κομμουνισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός ή φασισμός και ο φιλελευθερισμός μεθερμηνευμένος εξισωτικά με την έννοια του «κοινωνικού κράτους»- προώθησαν, σε εκάστοτε διαφορετικό μέτρο και ρυθμό, με εκάστοτε διαφορετική αιτιολογία και σκοπιμότητα και κάτω από διαφορετικές έμπρακτες πιέσεις, μαζικοδημοκρατικές τάσεις, ήτοι παραμέρισαν παραδοσιακές (πατριαρχικές ή αστικές) ιεραρχίες και σύνδεσαν το ιδεώδες της τυπικής ισότητας με την ιδέα των υλικών δικαιωμάτων. Αν δούμε το συνολικό αυτό ιστορικό αποτέλεσμα, τότε το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας, όπως γίνεται αντιληπτό σήμερα στη Δύση, είχε υποδεέστερη μόνο σημασία, όσο κι αν βρέθηκε στο επίκεντρο ηθικών προβληματισμών και ιδεολογικών αγώνων. Όπως παρατηρείτε εύστοχα, είναι «φανερή» κάποια «συνάφεια» ανάμεσα στις φωτεινές και στις σκοτεινές πλευρές των αντιαστικών τοποθετήσεων μέσα στον 20ό αι., «χτυπητή» στο μάτι γίνεται όμως μονάχα όταν απελευθερωθεί κανείς από μερικές ευρύτατα διαδεδομένες προκαταλήψεις.
Γιατί τώρα ορισμένα έθνη ακολούθησαν αυτόν τον πολιτικό δρόμο ενώ άλλα τον άλλον; Εδώ μπορεί να μας οδηγήσει παραπέρα, μονάχα η πολυστρώματη ανάλυση της εκάστοτε συγκεκριμένης κατάστασης. Εν πάση περιπτώσει, καμμία εθνική πολιτική ιστορία δεν μπορεί να συναχθεί ολοκληρωτικά κι αδιαμεσολάβητα από τις κινητήριες δυνάμεις της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά πρέπει και να θυμούμαστε εξ ίσου ότι, με δεδομένο τον βαθμό πυκνότητας, στον οποίο έφθασε η πλανητική πολιτική στον 20ό αι., καμμιά εθνική πολιτική ιστορία δεν μπορεί να παρακάμψει ή να καταστρατηγήσει οικουμενικές κοινωνικές τάσεις.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Η πολιτική του μέλλοντος θα είναι, έτσι ή αλλιώς, ένας ίσως ανελέητος αγώνας για την κατανομή των πρώτων υλών και του πλούτου του κόσμου: ένας αγώνας για ζωτικά συμφέροντα. Καινούργιο στον αγώνα αυτόν είναι το πολύ-πολύ το ότι αγκαλιάζει ολόκληρον τον κόσμο. Αν εκθέτω ορθά την άποψη σας, η μαζικοδημοκρατική ορολογία θα διατηρήσει μέσα σ’ αυτόν τον αγώνα τη σημασία της για το μέλλον, αν και υπό την εμφατική προϋπόθεση ότι η σημασία τούτη μπορεί να προσδιορισθεί ή να πραγματωθεί μονάχα μέσα από τις σχέσεις ισχύος. Αλλά πιστεύετε ότι αποκλείεται οι σημερινοί και μελλοντικοί κυρίαρχοι να μην ασκήσουν απόλυτα την ισχύ τους, παρά να παραιτηθούν -ίσως θέλοντας και να την υπηρετήσουν με τον Λόγο- εκούσια από ένα μέρος της, για να αποδώσουν έτσι δικαιοσύνη στους ανίσχυρους; Με άλλα λόγια: το θεωρείτε εξ υπαρχής αδύνατο (και αν ναι, γιατί;) ότι γνήσιοι κυρίαρχοι καθοδηγούνται από ηθικές ιδέες, οι οποίες δεν καθορίζονται αποκλειστικά από την ορμή της αυτοσυντήρησης ή από την επιδίωξη διεύρυνσης της ισχύος, παρά έχουν καθ’ εαυτές πειστική έλλογη αξία;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η ερώτηση σας προϋποθέτει την τρέχουσα αντιδιαστολή ισχύος και δικαίου, αυτοσυντήρησης και Λόγου. Δεν μπορώ να αποδεχθώ την αντιδιαστολή αυτή. Είπα προηγουμένως (και έχω εξηγήσει πολλές φορές στα έργα μου) ότι ακόμα και η καθολική επίκληση του Λόγου και του δικαίου διόλου δεν επαρκεί καθ’ εαυτήν για να φέρει την ομόνοια ανάμεσα στους ανθρώπους. Τη σταθερή ομόνοια τη δημιουργεί πρώτα-πρώτα η κοινότητα των συμφερόντων, οπότε περιττεύουν οι πολλές αναφορές στον Λόγο και στο δίκαιο, Ώστε το μόνο ρεαλιστικό ερώτημα είναι το εξής: διαγράφεται σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα μια τέτοια κοινότητα συμφερόντων, ώστε η ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων να φαίνεται πιθανότερη απ’ όσο στο παρελθόν; Αν πράγματι αυτό συμβαίνει, τότε δεν θα χρειάζονται τα μεγάλα -και τετριμμένα- λόγια περί Λόγου και ηθικής. Εικάζω ωστόσο ότι θα εξακολουθήσουν να χρησιμοποιούνται και στο μέλλον, και ότι αυτή ακριβώς η χρήση τους θ’ αποτελεί ένδειξη όξυνσης των διχογνωμιών γύρω από εμπράγματα ζητήματα και επίσης ένδειξη επίτασης των αγώνων κατανομής. Στην εργασία μου για την πλανητική πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο ανέλυσα τους λόγους για τους οποίους η διάδοση των οικουμενικών ανθρώπινων δικαιωμάτων και η συνεπής τους εφαρμογή, πέρα και πάνω από την κρατική κυριαρχία, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε σημαντική αύξηση των διεθνών εντάσεων και θα ενισχύσει την παγκόσμια τάση προς την ανομία. Η μεγάλη πλειοψηφία -καθοδηγούμενη σήμερα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως άλλοτε από τους ιεροκήρυκες στον άμβωνα- στοχάζεται βέβαια κατά τρόπο τόσο αυτονόητο με βάση τις νοητικές κατηγορίες των κυρίαρχων ιδεολογημάτων, ώστε δεν θέλει καθόλου ν’ ακούει τέτοια επιχειρήματα και τέτοιες προγνώσεις.
Φυσικά, ο φλύαρος και δακρύβρεχτος ψευδοανθρωπισμός, ο οποίος χαρακτηρίζει σήμερα τον δημόσιο λόγο στη Δύση, δεν σημαίνει και κάποια χειροπιαστή διάθεση δραστικής παγκόσμιας ανακατανομής της υλικής ευημερίας. Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη το ζήτημα της υποκειμενικής εντιμότητας και της ηθικής συνέπειας. Το άκρως επικίνδυνο παράδοξο της πλανητικής κατάστασης έγκειται ακριβώς στο ότι ακόμα και οι δίκαιες λύσεις, ακόμα και μια αυταπάρνηση δίχως ιστορικό προηγούμενο δεν θα πρόσφερε μακροπρόθεσμη διέξοδο. Αν ο πλούτος των 800 εκατομμυρίων μοιρασθεί σε 6 δισεκατομμύρια, απλώς θα γίνουν όλοι αδέρφια μέσα στη φτώχεια -και αντίστροφα: αν ο Κινέζος, ο Ινδός και ο Αφρικανός καταναλώσουν κατά κεφαλήν τόσες πρώτες ύλες και τόση ενέργεια όπως ο Βορειοαμερικανός, αυτό θα μπορούσε να συνεπιφέρει την οικολογική κατάρρευση. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει συγκεκριμένα και πρακτικά η δικαιοσύνη μέσα στις δεδομένες συνθήκες; Οι παγκόσμιες υλικές προσδοκίες προσανατολίζονται τώρα πια στο πρότυπο της δυτικής μαζικής δημοκρατίας, ενώ λείπουν οι υλικές προϋποθέσεις για την ικανοποίηση τους. Αυτά όλα συνιστούν μιαν εξαιρετικά ευαίσθητη εκρηκτική ύλη -και ακριβώς απ’ αυτήν την ύλη πρέπει να πλασθεί η πλανητική πολιτική του μέλλοντος. Πώς μπορεί λοιπόν να ελπίζει κανείς ότι ακριβώς στην εποχή μας θα πραγματωθούν τα ιδεώδη εκείνα του Λόγου και της ηθικής, τα οποία σ’ ολόκληρη την ιστορία ίσαμε σήμερα δεν ευοδώθηκαν; Αναμφισβήτητα, ο Λόγος, η ηθική και τα ανθρώπινα δικαιώματα δεσπόζουν στο συγκαιρινό μας λεξιλόγιο. Αλλά τούτο συμβαίνει μόνο και μόνο επειδή τα συνθήματα αυτά αποτελούν τους άξονες της δικής μας ιδεολογίας. Σε άλλες εποχές έπιανε κανείς στο στόμα του με ίση τουλάχιστον θέρμη τον Θεό και το θέλημα του. Αλλά άρκεσε αυτό για να γίνει η εντολή της αγάπης γνώμονας των ανθρώπινων πράξεων;

ΕΡΩΤΗΣΗ: Μου έκανε εντύπωση πόσο οι σκέψεις σας μοιάζουν σε ορισμένα σημεία με εκείνες του Spinoza, προ παντός στο τρίτο και τέταρτο βιβλίο της Ηθικής και στην Πολιτική Πραγματεία. Αλλά στις εργασίες σας δεν δηλώνεται ιδιαιτέρως κάποια συγγένεια με τον Spinoza. Ελάχιστα αναφέρεσθε σ’ αυτόν. Μπορεί να υποθέσει κανείς γι’ αυτόν τον λόγο ότι θα αποκρούατε το χαρακτηρισμό του «σπινοζιστή»; Πώς εξηγείτε το πράγμα;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Διάβασα για πρώτη φορά την Ηθική όταν ήμουν δεκατεσσάρων ετών, και έκτοτε δεν άλλαξε ούτε στο παραμικρό η πεποίθηση μου ότι ο Spinoza ανήκει στις ευγενέστερες και πιο αδέκαστες μορφές μέσα σ’ ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας. Αλλά στη δική μου αντίληψη για τον άνθρωπο και τον κόσμο κατέληξα περνώντας από άλλους ευθείς και πλάγιους δρόμους, οι οποίοι άλλωστε συχνά δεν είχαν σχέση με βιβλία και διαβάσματα. Τον Spinoza τον ξανασυνάντησα -με την ίδια παλιά χαρά- όταν η αντίληψη αυτή είχε ήδη διαμορφωθεί. Ωστόσο η πνευματική συγγένεια ή εγγύτητα, την οποία υπαινίσσεσθε, δεν είναι τυχαία. Στα δύο μου κείμενα για τη σκέψη του Spinoza (εννοώ το κεφάλαιο στην Κριτική της Μεταφυσικής και το δοκίμιο «Οι φιλόσοφοι και η ισχύς») προσπάθησα να εξηγήσω ότι φέρνει με συνέπεια ως το τέρμα της την εσώτερη τάση του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων, μολονότι χρησιμοποιεί μιαν απαρχαιωμένη οντολογική -εννοιολογία. Η αυτοσυντήρηση και η ισχύς αναγκαστικά γίνονται έννοιες-κλειδιά για την ερμηνεία των ανθρωπίνων πραγμάτων αν κανείς παραμερίσει ριζικά όλες τις δυαρχίες και όλους τους πλατωνισμούς, όλες τις παραδοσιακές διακρίσεις μεταξύ Εκείθεν και Εντεύθεν, ιδεώδους και πραγματικότητας, νόησης και βούλησης. Πέρα απ’ αυτό, με τον Spinoza με συνδέει η αίσθηση ζωής που συμβαδίζει με μια τέτοια φιλοσοφική τοποθέτηση. Αν ξεπερασθούν οι χριστιανικές και ιδεαλιστικές δυαρχίες, τότε εξαφανίζονται και οι αντίστοιχες φοβίες και ελπίδες, βουβαίνονται οι θρήνοι και οι ύμνοι. Με αρχαία-στωική φαιδρότητα ψυχής μπορείς τώρα να θεάσαι το Είναι και το Γίγνεσθαι, να νιώθεις συμπόνια για τον αγώνα και τον πόνο κάθε παροδικής ύπαρξης και χαμογελώντας να κατανοείς με επιείκεια όλους, όσοι -επικαλούμενοι ή όχι τον Λόγο και την ηθική- επιδιώκουν την ισχύ: έτσι είναι, τα πλάσματα της Φύσης, και δεν μπορούν να κάμουν αλλιώς.


ΠΗΓΗ: Περιοδικό Λεβιάθαν 15 (1994): http://leviathan.gr/LEV15/Kondylis_Erwthseis.htm

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Ανέλαβαν τα βατράχια...

 


Και ξάφνου, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου, τα βατράχια ανέλαβαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο...

Έκτακτος συνειρμός για την επικαιρότητα - κοινωνική και πολιτική...

Η είδηση:

Επεισοδιακά ξεκίνησε φέτος το Φεστιβάλ Επιδαύρου με ένα περιστατικό που κανένας δεν μπορούσε να περιμένει.  
Κατά τη διάρκεια της παράστασης Οιδίποδας Τύραννος, επικράτησε αναταραχή στο κοινό, με τους ηθοποιούς να μην....μπορούν να συνεχίσουν.

Ο λόγος:   
Εκατοντάδες βατράχια... εισήλθαν στο θέατρο και… επιτέθηκαν στους θεατές.
Επικράτησε πανικός με αποτέλεσμα να διακοπεί για λίγο η παράσταση και να ανάψουν οι προβολείς του θεάτρου...

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Μια συμπλήρωση για το σωματίδιο Higgs...

 
Ο Peter Higgs

 Σε βίντεο που αποσύρθηκε αμέσως μόλις άρχισαν τα τηλέφωνα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης, ο Joe Incandela, εκπρόσωπος Τύπου του πειράματος CMS, επιβεβαιώνει ότι οι ερευνητές έχουν ανακαλύψει ένα νέο σωματίδιο, χωρίς όμως να κατονομάζει σαν Higgs.
Στο βίντεο ο Incandela δηλώνει  ξεκάθαρα: «Έχουμε παρατηρήσει ένα νέο σωματίδιο. Έχουμε πολύ ισχυρές ενδείξεις ότι κάτι υπάρχει εκεί, η εξακρίβωση των ιδιοτήτων του θα πάρει όμως ακόμη λίγο χρόνο».

Ο εκπρόσωπος του CMS προσθέτει ότι το σωματίδιο που ανακαλύφθηκε διασπάται σε δυο φωτόνια – γεγονός το οποίο σημαίνει ότι πρόκειται για μποζόνιο –, ότι έχει ακέραιο spin και ότι η μάζα του είναι 130 φορές μεγαλύτερη από αυτή του πρωτονίου – δηλαδή γύρω στα 121 Gev.

Η μάζα του Χιγκς έχει «εντοπισθεί» από τους ερευνητές που αναζητούν το φευγαλέο σωματίδιο γύρω στα 125 GeV, όπως όμως επισημαίνεται η διατύπωση των φράσεων του Joe Incandela είναι αρκετά αόριστη ώστε να μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η αυριανή ανακοίνωση τοποθετεί πιθανώς το σωματίδιο πιο κοντά στα 121 GeV.

Πηγή
http://www.physics4u.gr/blog/?p=5337

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Καλό καλοκαίρι...


 Γιάννης Σταύρου, Σταφύλια σε μπολ, λάδι σε καμβά

Μάλλον τελικά ανακαλύψαμε που οφείλουμε την μοιραία ύπαρξη μας...

Όπως όλα δείχνουν το σωματίδιο Higgs ή σωματίδιο του Θεού πιθανότατα είναι υπαρκτό...

Βέβαια, συμφωνούμε με την άποψη του συγγραφέα που ήθελε αρχικώς να το ονομάσει σωματίδιο του διαβόλου...

Θαυμάστε τα δημιουργήματά του - ας μη μιλήσουμε για τα ανθρωποειδή...

Η επιστήμη όμως είναι πάντα όμορφη - a candle in the dark, όπως έλεγε κι ο Μαρκ Σαγκάλ...

Ακολουθεί η είδηση για την ανακάλυψη:

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 5-7-2012

Τι είναι το μποζόνιο του Χιγκς;

Στον Πίτερ Χιγκς δεν άρεσε το παρατσούκλι «σωματίδιο του Θεού» που προσδόθηκε στο υπό αναζήτηση μποζόνιο, ήδη από τη δεκαετία του 1990. Ωστόσο, επειδή η απόδειξη της ύπαρξής του θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, εξαιτίας του ρόλου που εκτιμάτο ότι έπαιζε στο Σύμπαν, το παρατσούκλι έμεινε. Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό;
Τι είναι το μποζόνιο του Χιγκς; 
Είναι ένα σωματίδιο, σήμα κατατεθέν ενός πεδίου που απλώνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν και προσδίδει στα σωματίδια τη μάζα που έχουν. Οφείλει το όνομά του στον 83χρονο σήμερα φυσικό από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου Πίτερ Χιγκς, που πρότεινε την ύπαρξή του πριν από 48 χρόνια. Επιστήμονες θεωρούν ότι αμέσως μόλις έγινε η Μεγάλη Εκρηξη, πολλά σωματίδια δεν είχαν μάζα αλλά την απέκτησαν χάρη σε αυτό το πεδίο που φέρει επίσης το όνομα του Χιγκς. Οποιο σωματίδιο αλληλεπιδρά με το πεδίο αποκτά μάζα. Η ύπαρξη του σωματιδίου Χιγκς που είναι αλληλένδετη με το ομώνυμο πεδίο, είναι καθοριστική για να κατανοήσουμε την προέλευση της μάζας.
Ποια είναι η σπουδαιότητα του πεδίου Χιγκς;
Κατ' αρχάς πρόκειται για ένα αόρατο ενεργειακό πεδίο που απλώνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν. «Αιχμαλωτίζει» τα στοιχειώδη σωματίδια όπου κι αν βρίσκονται και τα καθιστά βαρύτερα προσδίδοντάς τους μάζα. Ομως δεν περνούν όλα τα σωματίδια το ίδιο εύκολα μέσα από το πεδίο. Ορισμένα, όπως τα φωτόνια, διέρχονται «ανενόχλητα» και άλλα με δυσκολία όπως ένας ελέφαντας σε βάλτο. Η ουσία είναι ότι θεωρητικά κανένα σωματίδιο δεν είχε μάζα αλλά την απέκτησε όταν ενεργοποιήθηκε το πεδίο μετά τη Μεγάλη Εκρηξη.
Γιατί θεωρείται επομένως τόσο σημαντική η ανακάλυψη του σωματιδίου;
Επειδή αποδεικνύει και κυρίως συμπληρώνει την αξιοπιστία μιας θεωρίας της σύγχρονης Φυσικής που ονομάζεται Καθιερωμένο Μοντέλο και η οποία μας βοηθά να ερμηνεύσουμε πράγματα που γίνονται πάνω στη Γη αλλά και πολύ πιο μακριά, στο αχανές Σύμπαν. Το Καθιερωμένο Μοντέλο πρεσβεύει ότι το Σύμπαν αποτελείται από 12 δομικά συστατικά που λέγονται στοιχειώδη σωματίδια και «διοικείται» από τέσσερις κυρίαρχες δυνάμεις. Ομως αυτή η θεωρία, το καλύτερο δηλαδή ερμηνευτικό εργαλείο που έχουμε, δυστυχώς δεν αρκεί για να κατανοήσουμε τα πάντα στο Σύμπαν.
Ποιο είναι το κομμάτι του παζλ που έλειπε από το Καθιερωμένο Μοντέλο και συμπληρώθηκε με τη χθεσινή ανακάλυψη;
Είναι η προέλευση της μάζας. Η μάζα που αποτελεί εμάς τους ίδιους, τα ζώα, τα φυτά, ό,τι πιάνουμε και βλέπουμε στη Γη και στο Σύμπαν. Το σωματίδιο του Χιγκς και το αντίστοιχο ομώνυμο πεδίο που αναφέραμε πιο πάνω μάς εξηγούν πώς τα σωματίδια αποκτούν τη μάζα τους και στη συνέχεια ξεχύνονται στο Σύμπαν κατευθυνόμενα από διάφορες δυνάμεις για να δημιουργήσουν με τη συμπεριφορά τους τον κόσμο. Αν δεν υπήρχε η μάζα όλα τα σωματίδια, από το μικρότερο μέχρι το μεγαλύτερο, θα περιφέρονταν με ταχύτητα του φωτός χωρίς να υπάρχει τίποτα το υλικό, χειροπιαστό στο Σύμπαν.
Ποια πράγματα μπορούμε να καταλάβουμε χρησιμοποιώντας το Καθιερωμένο Μοντέλο;
Το Καθιερωμένο Μοντέλο περιγράφει τον φυσικό κόσμο χρησιμοποιώντας σωματίδια και τέσσερις αλληλεπιδράσεις. Αυτές είναι η βαρύτητα, ο ηλεκτρομαγνητισμός, η ασθενής και η ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση. Αυτά χρειάζονται όλα κι όλα οι φυσικοί, προκειμένου να εξηγήσουν κάθε φυσικό φαινόμενο πάνω στη Γη, καθώς και τις διεργασίες που συμβαίνουν στον Ηλιο και σε κάθε αστέρα που βλέπουμε στον νυχτερινό ουρανό.
Με ποιον τρόπο κατάφεραν οι επιστήμονες να βρουν το επίμαχο σωματίδιο;
Με έμμεσο τρόπο. Δημιουργώντας συγκρούσεις με δέσμες πρωτονίων στον Μεγάλο Επιταχυντή Αδρονίων του CERN, που εκτοξεύονταν η μία πάνω στην άλλη σχεδόν με ταχύτητα φωτός. Από τις συγκρούσεις αυτές προέκυπταν διάφορα σωματίδια που «παγιδεύονταν» στους ανιχνευτές του CERN και τα οποία υποδήλωσαν σε ορισμένες περιπτώσεις την ύπαρξη του σωματιδίου Χιγκς το οποίο ζει για απειροελάχιστο χρονικό διάστημα.
Και τώρα που ανακαλύφθηκε
το σωματίδιο με τι θα ασχολείται ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων στο CERN;
Χωρίς δουλειά δεν θα μείνει γιατί από εδώ και πέρα περνάμε σε άλλο επίπεδο στη Φυσική, πιο δύσκολο. Είναι πολλά τα πράγματα που δεν κατανοούμε στο Σύμπαν και η συνδρομή του CERN ελπίζεται να είναι καθοριστική. Μεταξύ άλλων, στο μέλλον, οι επιστήμονες θα επιχειρήσουν να κατανοήσουν τη λεγόμενη σκοτεινή ύλη που λέγεται ότι αποτελεί το 25% του Σύμπαντος αλλά δεν εκπέμπει καθόλου φως ή κάποιο άλλο είδος ακτινοβολίας, τις μαύρες τρύπες και τις περίφημες έξτρα διαστάσεις.
Εντέλει, ποιος είχε την ιδέα να ονομαστεί «σωματίδιο του Θεού;»
Οχι ο ίδιος ο Χιγκς πάντως που έχει δηλώσει ότι είναι άθεος. Το παρατσούκλι οφείλεται στον νομπελίστα φυσικό Λίον Λέντερμαν που εξέδωσε ένα σχετικό βιβλίο το 1993 και οι εκδότες τού είπαν να ονομάσει έτσι το σωματίδιο.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Π. Κονδύλη, Η Κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη

 


Του π. Ευαγγελου Γκανα

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
 

Η Κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη
μετ.: Μιχ. Παπανικολάου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης


Υπάρχει κάτι το παράδοξο στην επικράτεια της Δανιμαρκίας, την οποία οι φιλοσοφούντες ονομάζουν «μεταφυσική». Κατ’ αρχάς, για να παραφράσουμε μια γνωστή ρήση, η μεταφυσική είναι «οι άλλοι» · η έννοια της μεταφυσικής κατά τους Νέους Χρόνους συνδυάστηκε με τις πιο αρνητικές συνδηλώσεις. Παράλληλα όμως, η μεταφυσική κατόρθωσε, μέσα από ποικίλες οβιδιακές μεταμορφώσεις, να επιβιώνει και πλέον εισέρχεται πλησίστια στον 21ο αιώνα.

Το φαινομενικό αυτό παράδοξο εξηγεί και αναλύει με θαυμαστή ενάργεια, σαφήνεια και πληρότητα ο Παναγιώτης Κονδύλης στο έργο του «Η Κριτική της Μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη», το οποίο επανεκδίδεται σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση, σε ολοκληρωμένη πλέον μορφή, συμπεριλαμβάνοντας, στον δεύτερο τόμο, τις εξελίξεις κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, σε εξαιρετική μετάφραση του Μιχάλη Παπανικολάου.

Τι εννοούμε όταν μιλάμε για «μεταφυσική»; Η απουσία ενός γενικά δεσμευτικού ορισμού δεν σημαίνει, κατά τον Κονδύλη, ότι αδυνατούμε να περιγράψουμε τα γενικά της γνωρίσματα. Η μεταφυσική στηρίζεται στη διάκριση ανάμεσα σε Υπερβατικό και Εμμενές – σε ένα υπερεμπειρικό Εκείθεν, που θεωρείται ως η «αληθινή» και ανόθευτη πραγματικότητα και συνάμα ως πηγή ηθικών-κανονιστικών αρχών, και στο εμπειρικό Εντεύθεν. Εργο της μεταφυσικής είναι η έλλογη σύλληψη του όντος, εμφανιζόμενη έτσι και ως έμπρακτη απόδειξη της παντοδυναμίας του Λόγου.
Η κριτική της μεταφυσικής κινήθηκε, κατ’ αναλογία, σε δύο επίπεδα. Στην πρώτη χρονολογικά, και πιο ήπια μορφή της, η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς διατηρείται, αλλά είτε αμφισβητείται η δυνατότητα έλλογης σύλληψης του Υπερβατικού, οδηγώντας σε κάποια μορφή αγνωστικισμού, δηλαδή σε κάποια θεωρία που επικαλείται την περατότητα των γνωστικών δυνάμεων του ανθρώπου και, συνεπώς, τη μη γνωσιμότητα του «αληθινού» Οντος, είτε η μεταφυσική ερμηνεύεται ως λανθασμένη χρήση της γλώσσας που υποστασιοποιεί αφηρημένες έννοιες. Στη δεύτερη φάση της κριτικής, η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς καταρρέει. Το ενδιαφέρον στρέφεται στο ερώτημα τι οδήγησε τον άνθρωπο σε μια τόσο παράλογη και αντίθετη προς την εμπειρία πεποίθηση. Και πάλι διακρίνονται δύο τάσεις. Πρώτον, η ιστορική-κοινωνιολογική, που βλέπει τη μεταφυσική ως ιδεολογία, με καρπό της την «ψευδή συνείδηση» και αποστολή της τη διατήρηση της εξουσίας των ισχυρών επί των αδυνάτων. Και δεύτερον, η ανθρωπολογική, που βλέπει τη μεταφυσική ως έκφραση μιας ανεκρίζωτης ανθρωπολογικής σταθεράς που υπηρετεί την ανάγκη του ανθρώπου για νόημα και προσανατολισμό μέσα στον κόσμο.

Στην εποχή της επιφανειακής και από δεύτερο χέρι γνώσης που διάγουμε, μια ευρεία σύνθεση που χαρακτηρίζεται από γνώση των πηγών στην πρωτότυπη γλώσσα εκπλήσσει ευφρόσυνα. Ο Κονδύλης ξεκινά από τη συμβολή των σχολαστικών, των νομιναλιστών και των ανθρωπιστών του όψιμου Μεσαίωνα για να φτάσει μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον υπαρξισμό του 20ού αιώνα.

Ετερογονία των σκοπών

Συνεχώς παρούσα είναι η ετερογονία των σκοπών. Κάθε πνευματικό κίνημα ξεκινά μέσα από συγκεκριμένες ιστορικές αφορμές για να μεταμορφωθεί στην πορεία σε κάτι συχνά ριζικά διαφορετικό, μέσα από τη διαπάλη των ιδεών ή μάλλον των ανθρώπων που επικαλούνται ιδέες και προκρίνουν συνήθως την πολεμική αποτελεσματικότητα από τη λογική συνέπεια. Τα παραδείγματα αφθονούν. Ο νομιναλισμός ξεκινά ως προϊόν της αυγουστίνειας-φραγκισκανικής παράδοσης με θεολογική στόχευση και καταλήγει να θεωρείται κίνημα που προήγαγε το επιστημονικό κοσμοείδωλο. Η μαθηματική φυσική αποστρέφει το ενδιαφέρον της από τον αριστοτελισμό προς χάριν της μελέτης μιας ανατιμημένης πια Φύσης και καταλήγει στην κλασική μεταφυσική διάκριση, αν και με καινούργιο πλέον νόημα, ανάμεσα στην ουσία και στα συμβεβηκότα της. Ο θετικισμός και η αναλυτική φιλοσοφία ασκούν δριμεία κριτική στις καταχρήσεις της γλώσσας στις οποίες υποπίπτει η μεταφυσική, για να καταλήξουν να εισαγάγουν από τη μεριά τους, κρυφά και ασυνείδητα, μεταφυσικές αρχές, στον βαθμό που δεν μπορεί να υπάρξει άμεση συνάφεια μεταξύ γεγονότων και θεωρίας όπως την υποθέτει ο εμπειρισμός. Ο Κονδύλης διαπιστώνει πως ολόκληρη η σχετική επιχειρηματολογία βασίζεται στη συνεχή επίκληση «προφανειών», μολονότι το πρόβλημα της προφάνειας είναι ανεπίλυτο, καθώς βασίζεται σε «προ-ορθολογικές αποφάσεις».
Η μακρά διάρκεια την οποία εποπτεύει ο Κονδύλης τού δίνει τη δυνατότητα να αποδώσει τα εύσημα στους σχεδόν άγνωστους πια πρωτοπόρους στον χώρο της δυτικής φιλοσοφίας (π. χ. Lorenzo Valla, Ramus, Nizolio) αναδεικνύοντας την καίρια συμβολή τους και μετριάζοντας τη σημασία της συμβολής μεταγενέστερων φιλοσόφων που έκαναν αισθητή την παρουσία τους με ιδιαίτερα αυτάρεσκο και δυσανάλογο για το πραγματικό μέγεθος της συμβολής τους τρόπο (π. χ. Heidegger, Wittgenstein).

Νόημα, ταυτότητα, ισχύς

Αν ο Θεός είναι αυτός που εξήγαγε τον Ισραήλ εξ Αιγύπτου και ανέστησε τον Ιησού εκ νεκρών, όπως έγραψε ένας σύγχρονος θεολόγος, ο Θεός αυτός ουδέποτε εμφανίζεται στις σελίδες των μεγάλων μεταφυσικών συστημάτων, ούτε και σε αυτές των κριτικών τους. Ανάλογη είναι η εξέλιξη και στο επίπεδο της αρχαιοελληνικής μεταφυσικής. Αν αρχικά μεταφυσική σήμαινε τον σχολιασμό των «Μετά τα Φυσικά» και γενικότερα του αριστοτελικού corpus που υποβάσταζε το μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, αργότερα η έννοια διαφοροποιείται και εναρμονίζεται με εξελίξεις και αιτήματα των Νέων Χρόνων.

Ετσι το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα φιλοσοφικό Bildungsroman με πρωταγωνιστή τον νεωτερικό δυτικό άνθρωπο που παραμερίζει το παρελθόν προσποιούμενος ότι το ανασκεύασε. Ως προς τούτο, εξόχως διαφωτιστική είναι η καταληκτήρια ετυμηγορία του Κονδύλη για το παράδοξο που ήδη αναφέραμε: αυτό της συνεχούς παρουσίας της μεταφυσικής, παρά τα συντριπτικά χτυπήματα που της κατέφεραν οι κριτικοί της. Για τον Κονδύλη, αυτό που διασώζει τη βασική δομή της μεταφυσικής σκέψης, ακόμα κι όταν η διάκριση Υπερβατικού και Εμμενούς έχει υπερβαθεί, είναι η ανθρωπολογική ανάγκη για νόημα, ταυτότητα και ισχύ. Τέτοια έσχατα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν όσο παραμένουμε στον χώρο της εμπειρίας. Ετσι οι πρωτοπόροι του νεότερου «αντιμεταφυσικού» ορθολογισμού ήταν αναγκασμένοι να καταφύγουν σε έννοιες όπως Φύση, Ανθρωπος, Λόγος, Ιστορία, οι οποίες είχαν μια υπερ-εμπειρική διάσταση, στο φως της οποίας βλεπόταν και αξιολογούνταν η εμπειρική. Οποιος δεν αρκείται στην περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά φιλοδοξεί να διατυπώσει λόγο κανονιστικό, δηλαδή η σαρωτική πλειονότητα των ανθρώπων με σάρκα και οστά, όποιος διακατέχεται από το ζωτικό για την ανθρώπινη υπόσταση πάθος να δημιουργήσει μια κοίτη, μέσα στην οποία θα οδηγηθούν οι ανθρώπινες ελπίδες και οι φόβοι, αναπόδραστα εισέρχεται στα δίχτυα της μεταφυσικής όσο κι αν διαρρηγνύει τα μεταφυσικά του ιμάτια. Ανεξάρτητα του πώς ερμηνεύουμε τη φράση, εκκοσμικευμένα ή υπερβατικά, δεν μπορούμε να ζήσουμε κάτω από έναν άδειο ουρανό.

Πηγή
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1-7-2012

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

Ίδια παντού θα 'ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων ...

 Γιάννης Σταύρου, Καλοτάξιδο, λάδι σε καμβά

Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ' άλογα
Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου... 

Νίκος Γκάτσος
Αμοργός
(απόσπασμα)

Πετάτε τους νεκρούς είπ' ο Hράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλωμιάζει
Kι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Kι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ' τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Tί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Tο ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ' όνομά του
Tο ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Mα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Mόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Kαι να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Nα βρεις μιαν άλλη θάλασσα μιαν άλλη απαλοσύνη
Nα πιάσεις από τα λουριά του Aχιλλέα τ' άλογα
Aντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Tον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Kίτσου.
Γιατί κι εσύ θα 'χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα 'χει γεράσει.
Mέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Πάρ' το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Kι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Kι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα 'ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Mε το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Mε το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Mε το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ' ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν' ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...

Αυτή η ζωή

Αυτή η ζωή είναι δυνατή μόνο με έλλειψη φαντασίας και μνήμης.