Μίλα μας, ποιητή, για την τρομερή άβυσσο αυτών που την έζησαν κι αυτών
που δεν την έζησαν, των γεννημένων και των αγέννητων, για το σταθμάρχη
που ακόμα περιμένει το τρένο σιωπηλός μαζεύοντας γαρύφαλλα στις έρημες
ράγες. Για τις ατέλειωτες νυχτερινές επισκέψεις σου στα ναυπηγεία του
κόσμου, προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν,
μοιράζοντας τα εισιτήρια της ακαθόριστης προσδοκίας...
Γιάννης Στάυρου, Πλοία στον Πειραιά, λάδι σε καμβά
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Πες μας ποιητή
Ποιητή, θα μας πεις; Πες μας, με ποιους ανέμους συνωμοτείς, ποια μουσική
ακούς όταν σκαλίζεις στο χαρτί τα σκοτεινά σου αινίγματα; Πώς γίνεται
ένας μονάχα άνθρωπος να είναι τόσοι άλλοι, κατεβάζοντας τα φεγγάρια στην
πιο σκοτεινή φυλακή, με τα χρυσά μαλλιά του ξεφτισμένα και το πρόσωπο
ρημαγμένο, το φωτοστέφανό του σβηστό πεταμένο μέσα στις λάσπες και το
κορμί λαβωμένο, τρεκλίζοντας, φωνάζοντας το θεό του;
Πες μας, πώς γίνεται να κουβαλάς το ασήκωτο βάρος του καημού με μάτι
άγρυπνο και αυτί ασκημένο στους ψιθύρους, ανελέητος κι ακριβοδίκαιος,
ωστόσο, έτοιμος για τη μεγάλη αγρύπνια που διαλαλεί των μαύρων σαν το
χιόνι ονείρων την αμφίσημη απειλητική ωμότητα, όπως οσμίζεται του
αίματος το μέταλλο, καθώς στα ίσα προμηνύει του αθώου τη σφαγή;
Πες μας, για την ανάγνωση και τη γραφή, για το γράμμα και το ψηφίο,
καθώς στις ουράνιες κι υπόγειες διαδρομές σου γράφεις την Ιστορία της
οικουμένης, σκοντάφτοντας στα άπειρα οστά που τη γεννούν, σταματώντας με
δέος σε εκείνα των παιδιών, των δολοφονημένων και των αυτοκτόνων. Και
ποιος είσαι εσύ που γνωρίζεις όσα η καταιγίδα, κατάμονος στη βροχή,
κουκίδα στη διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος, χωρίς ομπρέλα, χωρίς
καπαρντίνα, χτυπώντας τα πόδια σου, πετώντας ένα ένα τα ρούχα καθώς η
κραυγή σου ανταμώνει την αστραπή;
Μίλα μας, ποιητή, για την τρομερή άβυσσο αυτών που την έζησαν κι αυτών
που δεν την έζησαν, των γεννημένων και των αγέννητων, για το σταθμάρχη
που ακόμα περιμένει το τρένο σιωπηλός μαζεύοντας γαρύφαλλα στις έρημες
ράγες. Για τις ατέλειωτες νυχτερινές επισκέψεις σου στα ναυπηγεία του
κόσμου, προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν,
μοιράζοντας τα εισιτήρια της ακαθόριστης προσδοκίας.
Ποιητή, θα μας πεις; Πες μας, για τα δόγματα που μας βομβαρδίζουν
ντυμένα μανδύες ελευθερίας, για το νέο άνθρωπο που συλλέγει χρόνο κι
αυταπάτες και το δικό σου αναμάλλιασμα, όρθιος μένοντας σε αυτό το
μακελειό, με την ψυχή ζωσμένη με εκρηκτικά και τις τσέπες γεμάτες
θρυαλλίδες για τις μεγάλες διαδηλώσεις των σωμάτων, μαζί με τους
εξόριστους και τους κατατρεγμένους.
Κι ύστερα, πες μας, ποιος σε κρατά ακίνητο στον αέρα σαν φτερούγα
πουλιού; Ποιος σε αγαπά κρυφά και δε σου το’ πε ακόμα; Ποιος; Πώς περνάς
και ξαναπερνάς απαρατήρητος ανάμεσα σε μονόδρομους σκοπούς και μουσικές
οδυρόμενες; Πώς ξεγλιστράς αναπνέοντας το άρωμα του αίματος και του
δενδρολίβανου, της δάφνης και του ιδρώτα των απόκληρων; Εσύ, που αγαπάς
τους ισοβίτες αγγέλους, ομολόγησέ μας τις μυστικές σου συναντήσεις με
τον Γιεσένιν και τη Γώγου, τον Μαγιακόφσκι και την Άννα Αχμάτοβα, με τον
Καρυωτάκη και την Έμιλυ Ντίκινσον και τα μεγάλα σας ζεϊμπέκικα και τα
μπλουζ σε κάμαρες μικρές, κλειστές, χωρίς φώτα.
Πες μας, επιτέλους, τι είναι οι λέξεις σου; «Αρρώστια» ή ίαση; Λαμπάδες
στις εκκλησίες των ανέστιων και των σαλών ώρες Σαββάτου αναστάσιμου;
Λουλούδια, λιανοτούφεκα ή φεγγάρια κατακόκκινα καρφιτσωμένα στη θέση της
καρδιάς που αιμορραγεί; Ή είναι εκείνο το μέγα πάθος που το ίδιο σου
ανοίγει την πληγή, το ίδιο και την κλείνει; Πες μας, αλήθεια, γιατί
άλλην αλήθεια δεν μπορείς να παραστήσεις πάρεξ εκείνης που κουβαλάς μέσα
σου, εκείνης, δηλαδή, που σαν στυπόχαρτο ρουφά τον πόνο του άλλου μέχρι
να τον νιώσει δικό του;
Κανείς κι απόψε, ποιητή. Κανείς πια δε γεννιέται. Ένας θεός ή ένας
δαίμονας μας αφήνει γυμνούς για να κρυώνουμε, νηστικούς για να πεινούμε.
Οι ψυχές μας δεν μπορούν να μιλήσουν, δεν έχουν γλώσσα, ούτε φωνή. Μας
έχουν ξεκάνει τα πράγματα, μας ρήμαξε το έρεβος των οραμάτων. Τα μέλη
μας τρέμουν. Τα σπλάχνα μας έχουν τον πυρετό της πυρκαγιάς. Πονά το αίμα
μας.
Πες μας, ποιητή, μίλησέ μας για τους ωραίους ναυαγούς που χάνονται στον
έρωτα, στη θάλασσα και στην αθανασία. Για την κοινή μας μήτρα και μοίρα
που κομματιάζεται, θανατώνει και θανατώνεται. Γιατί τόσα χρόνια τίποτα
δε μάθαμε κι ακόμα ψάχνουμε να βρούμε τη θηλειά που μας ταιριάζει.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017
προσθέτοντας παράθυρα στα πλοία που ετοιμάζονται να σαλπάρουν...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου