t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Κυριακή 8 Αυγούστου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι: να πέσει μια μεγάλη βροχή...

Λογοτεχνία & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Μετά τη βροχή, λάδι σε καμβά

Με την ευχή:

Νά πέσει μια μεγάλη δυνατή βροχή στη Ρωσία - να σταματήσει αυτή η κόλαση της φωτιάς...

Ένα δίηγημα...

Άντον Τσέχωφ

Καημός


Σε ποιον να πω τον καημό μου; Σούρουπο. Το πυκνό νερόχιονο νωθρά κάνει κύκλους γύρω από τα φανάρια, που μόλις έχουν ανάψει, σχηματίζοντας ένα λεπτό, απαλό στρώμα στις στέγες, στα καπούλια των αλόγων, στα καπέλα των περαστικών. Ο αμαξάς Ιωνάς Ποτάποφ έχει γίνει κάτασπρος σαν φάντασμα. Έχει καμπουριάσει, όσο μπορεί να καμπουριάσει ζων σώμα και κάθεται στο κάθισμά του χωρίς να κινείται. Κι ολάκερη χιονοστιβάδα να έπεφτε πάνω του, ούτε και τότε δε θα 'βρισκε τη δύναμη που χρειάζεται για να τινάξει από πάνω του το χιόνι... Το αλογάκι του είναι κι αυτό κάτασπρο και στέκεται ακίνητο. Έτσι όπως στέκει ακίνητο, με το άχαρο σχήμα του και τα ίσια σαν μπαστούνια πόδια του, μοιάζει με φτηνό ζαχαρένιο αλογάκι. Όπως φαίνεται, είναι βυθισμένο σε σκέψεις. Το απέσπασαν από τ' αλέτρι, από τις συνηθισμένες γκρίζες εικόνες και το 'ριξαν εδώ, σ' αυτή τη δίνη τη γεμάτη από εκτυφλωτικά φώτα ακατάπαυστο θόρυβο κι ανθρώπους που τρέχουν. Ο Ιωνάς και το αλογάκι του έχουν πολλή ώρα να κουνηθούν από τη θέση τους. Βγήκαν από την αυλή πριν ακόμα ξημερώσει και το πρώτο αγώγι ακόμα δε φαίνεται πουθενά. Αλλά να, στη πόλη πέφτει η βραδινή καταχνιά. Το χλομό φως των φαναριών γίνεται πιο έντονο κι όλο δυναμώνει η φασαρία του δρόμου.


Η Μόσχα μέσα στους καπνούς...

-"Αμαξά, για τη συνοικία Βιμπόργκσκαγια!" ακούει ο Ιωνάς. "Αμαξά"! Ο Ιωνάς τινάζεται και πίσω από τις βλεφαρίδες, τις σκεπασμένες με χιόνι, διακρίνει έναν αξιωματικό με χλαίνη και κουκούλα. "Στη Βιμπόργκσκαγια!" ξαναφωνάζει ο στρατιωτικός. "Κοιμάσαι; Τί κάνεις λοιπόν; Στη Βιμπόργκσκαγια"! Σε απάντηση, ο Ιωνάς τραβάει τα χαλινάρια, έτσι που από τα καπούλια του αλόγου κι από τους ώμους του πέφτουνε στρώματα χιόνι... Ο αξιωματικός κάθεται στο έλκηθρο. Ο αμαξάς κροταλίζει με τα χείλη, τεντώνει μπροστά σα κύκνος το λαιμό, ανασηκώνεται πιότερο από συνήθεια παρά από ανάγκη και χτυπά με το καμουτσίκι στον αέρα. Το αλογάκι τεντώνει κι αυτό το λαιμό, στραβώνει τα πόδια του, που μοιάζουνε μπαστούνια και ξεκινά διστακτικά... -"Πού πας να χωθείς, διάβολε!" ακούγονται διάφορες φωνές από τη σκούρα μάζα των περαστικών, που κινούνται προς κάθε κατεύθυνση. "Πού στο διάβολο πας; Κράτα δεξιά"! -"Εσύ ούτε να οδηγήσεις δε ξέρεις! Κράτα δεξιά!" θυμώνει κι ο αξιωματικός. Ο αμαξάς βρίζει, ένας περαστικός τον κοιτά με άγριες διαθέσεις, ενώ τινάζει από το μανίκι το χιόνι που 'πεσε πάνω του όταν, διασχίζοντας το δρόμο, ακούμπησε με τον ώμο του τη μούρη του αλόγου. Ο Ιωνάς στριφογυρίζει στο κάθισμα της άμαξας σα να κάθεται σε καρφιά, χτυπάει τους αγκώνες του στα πλευρά του και κοιτάζει σαν ηλίθιος, σα να μη καταλαβαίνει πού βρίσκεται και για ποιό λόγο είναι κει. -"Τί παλιάνθρωποι που είναι όλοι!" κοροϊδεύει ο αξιωματικός. "Προσπαθούν να πέσουν επάνω σου ή πάνω στη μούρη του αλόγου. Είναι συνεννοημένοι". Ο Ιωνάς κοιτάζει πίσω τον επιβάτη και κουνά τα χείλη... Θέλει, όπως φαίνεται, να πει κάτι, αλλ' από το λάρυγγα δε βγαίνει τίποτα, εκτός από ένα βραχνό ήχο. "Τι;" ρωτά ο αξιωματικός. Ο Ιωνάς στραβώνει το στόμα προσπαθώντας να χαμογελάσει, σφίγγεται για ν' ανοίξει ο λαιμός του και να μιλήσει, αλλά και πάλι μόνο βραχνιασμένα καταφέρνει να πει: -"Ξέρετε, αφέντη, να... πέθανε ο γιος μου τούτη τη βδομάδα". -"Χμμ!... Κι από τι πέθανε"; Γυρίζει με όλο του το σώμα προς τον επιβάτη και λέει: -"Και ποιός το ξέρει! Φαίνεται από θέρμες... Τρεις μέρες ήτανε στο νοσοκομείο και πέθανε... Θέλημα Θεού". -"Στρίψε, διάβολε!" ακούγεται μια φωνή στο σκοτάδι. "Έπεσες επάνω μου, τί κάνεις λοιπόν, γέρικο μαντρόσκυλο; 'Ανοιξε τα γκαβά σου"! -"Προχώρα, προχώρα..." λέει ο επιβάτης. "Έτσι όπως πάμε, ούτ' αύριο δε θα φτάσουμε. Βιάσου, λοιπόν"! Ο αμαξάς τεντώνει πάλι το λαιμό, ανασηκώνεται και μ' επιδέξια και χαριτωμένη κίνηση χτυπά με το μαστίγιο το άλογο. Ύστερα κοιτά κάμποσες φορές πίσω τον επιβάτη, όμως αυτός έχει κλείσει τα μάτια κι όπως φαίνεται, δεν έχει διάθεση ν' ακούσει. Αφού τον πήγε στη Βιμπόργκσκαγια, σταματά κοντά σε μια ταβέρνα, καμπουριάζει στο κάθισμα και μένει έτσι εκεί χωρίς να σαλεύει... Το νερόχιονο πάλι τον χρωματίζει άσπρο, αυτόν και το αλογάκι. Περνά μια ώρα, άλλη μια... Τρεις νεαροί περπατούνε στο πεζοδρόμιο, χτυπώντας τις γαλότσες τους και καβγαδίζουν. Οι δυο είναι ψηλοί κι αδύνατοι, ο τρίτος κοντός και καμπούρης. -"Αμαξά, στη γέφυρα της αστυνομίας!" φωνάζει με τρεμουλιαστή φωνή ο καμπούρης. "Είμαστε τρεις, θα μας πας με είκοσι καπίκια"! Ο Ιωνάς τραβάει τα γκέμια και πλαταγίζει τα χείλη του... Είκοσι καπίκια δεν είναι καλή τιμή για το αγώι, αλλά κείνον πια δεν τον νοιάζει η τιμή... Τί ένα ρούβλι, τί πέντε καπίκια -τώρα πια του είναι αδιάφορο, φτάνει μόνο να έχει αγώι... Οι νεαροί, σπρώχνοντας και βρίζοντας, ζυγώνουν στο έλκηθρο και κάθονται κι οι τρεις μαζί στο κάθισμα. Αρχίζουν να μαλώνουν: ποιοι θα καθίσουν και ποιος θα στέκεται όρθιος; Μετά από πολύωρο καβγά, καπρίτσια και κατηγόριες, καταλήγουν στ' ότι πρέπει να στέκεται όρθιος ο καμπούρης, σαν πιο κοντός. -"Λοιπόν ξεκίνα!" στριγκλίζει ο καμπούρης όρθιος ανασαίνοντας στο σβέρκο του Ιωνά. "Χτύπα! Φοράς βλέπω καπέλο αδερφάκι! Χειρότερο σ' ολάκερη τη Πετρούπολη δε θα βρεις..." -"Χι, χι... χι, χι", χαχανίζει ο Ιωνάς. "Ό, τι έχει ο καθείς φορά..." -"Λοιπόν, εκείνο που έχεις... 'Αντε, πιο γρήγορα! Έτσι θα πας σ' όλο το δρόμο; Ναι; Θέλεις να σου δώσω καμιά"; -"Το κεφάλι μου πάει να σπάσει...", λέει ο ένας από τους ψηλούς. "Χτες στους Ντουκμάσοφ οι δυο μας με το Βάσκα ήπιαμε τέσσερις μποτίλιες κονιάκ". -"Δε καταλαβαίνω γιατί λες ψέματα!" θυμώνει ο άλλος ψηλός. "Όλο ψευτιές λες". -"Να με τιμωρήσει ο Θεός αν λέω ψέματα, αλήθεια λέω..." -"Αυτό λοιπόν είναι τόσο αληθινό όσο το ότι η ψείρα βήχει".

-"Χι, χι!" ψευτογελά ειρωνικά ο Ιωνάς. "Κεφάτοι οι κύριοι"! -"Φτου, να σε πάρει ο διάβολος!" θυμώνει ο καμπούρης. "Θα τρέξεις πιο γρήγορα, παλιόγερε, ή όχι; Έτσι θα πάμε; Χτύπα το λίγο με το καμτσίκι! Μπρος, πού να πάρει ο διάβολος! Πιο δυνατά χτύπα το"! Ο Ιωνάς νιώθει πίσω απ' τη πλάτη του τον καμπούρη να στριφογυρίζει και τον ακούει να βρίζει με τρεμουλιαστή φωνή, βλέπει τους ανθρώπους στο δρόμο και το αίσθημα της μοναξιάς αρχίζει σιγά-σιγά να γίνεται πιο ελαφρύ. Ο καμπούρης βρίζει, μέχρι που πνίγεται από το επιτηδευμένο ατελείωτο βρισίδι και τονε πιάνει βήχας. Οι δύο ψηλοί αρχίζουν να μιλάνε για κάποια Ναντιέζντα Πετρόβνα. Ο Ιωνάς τους κοιτάζει. Ύστερα από μια μικρή παύση, τους κοιτάζει ακόμα μια φορά και μουρμουρίζει: -"Αυτή τη βδομάδα... να, δηλαδή... πέθανε ο γιος μου"! -"Όλοι θα πεθάνουμε..." αναστενάζει ο καμπούρης σκουπίζοντας τα χείλη ύστερα από το βήχα. "Λοιπόν, τρέξε, τρέξε! Κύριοι, εγώ δεν μπορώ άλλο να πηγαίνω έτσι. Πότε, επιτέλους, θα μας πάει τούτος στον προορισμό μας"; -"Τσίγκλισέ το λίγο κι εσύ πιο δυνατά, ξέρεις... στο σβέρκο"! -"Παλιόγερε, τ' ακούς; Λοιπόν, θα σε τρυπήσω στο σβέρκο!... Με τον αδερφό σου να κάνεις τσιριμόνιες, έτσι και με τα πόδια πηγαίναμε! Ακούς, παλιόμουτρο ή αψηφάς τα λόγια μας"; Κι ο Ιωνάς περισσότερο άκουσε, παρά ένιωσε, το χτύπο της καρπαζάς στο σβέρκο! -"Χι, χι", γελά. "Τί διασκεδαστικοί κύριοι... Ο Θεός να σας δίνει χρόνια"! -"Αμαξά, είσαι παντρεμένος;" ρωτά ο ένας ψηλός. -"Εγώ, ναι! Χι, χι... Τί διασκεδαστικοί κύριοι! Τώρα έχω γυναίκα... τη μαύρη γη. Χι, χο, χο... Ένα μνήμα υπάρχει! Πέθανε ο γιος μου κι εγώ είμαι ζωντανός... Παράξενη υπόθεση, ο θάνατος έκανε λάθος στη πόρτα... Αντί να 'ρθει σε μένα, πήγε στο γιο..." Κι ο Ιωνάς στρέφεται για να διηγηθεί με ποιο τρόπο πέθανε ο γιος του, αλλά κείνη τη στιγμή ο καμπούρης αναστενάζει ελαφρά και δηλώνει ότι, δόξα τω Θεώ, επιτέλους έφτασαν. Αφού πήρε τα είκοσι καπίκια, ο Ιωνάς για κάμποση ώρα κοιτάζει τους γλεντζέδες, που χάνονται πίσω από μια σκοτεινή είσοδο. Είναι πάλι μονάχος και ξαναγίνεται ησυχία... Ο καημός, που είχε για λίγο μετριαστεί, ξανάρχεται πάλι και του πιέζει το στήθος με μεγαλύτερη δύναμη. Τα μάτια του Ιωνά μ' ανησυχία ψάχνουνε βασανιστικά ανάμεσα στο πλήθος που πηγαινοέρχεται στις δυο πλευρές του δρόμου. Δε θα βρεθεί, λοιπόν, μέσα σ' αυτές τις χιλιάδες τους ανθρώπους έστω κι ένας που να θέλει να τον ακούσει με προσοχή; Αλλά οι άνθρωποι τρέχουν, χωρίς να προσέχουν ούτε αυτόν ούτε τον πόνο του... Ο πόνος του είναι πολύ μεγάλος, δεν έχει όρια. Αν έσπαζε το στήθος του Ιωνά και ξεχυνόταν από μέσα του ο πόνος, του φαίνεται ότι θα πλημμύριζε όλο τον κόσμο. Όμως κανένας δεν τον βλέπει. Έχει χωθεί μέσα σ' ένα τόσο μικροσκοπικό κέλυφος, που δε μπορείς να το δεις ούτε στο φως της ημέρας. Ο Ιωνάς βλέπει έναν πορτιέρη που κουβαλά ένα σακί κι αποφασίζει να πιάσει κουβέντα μαζί του. -"Φίλε, τι ώρα είναι τώρα;" ρωτά. -"Δέκα... Γιατί σταμάτησες εδώ; Πήγαινε παραπέρα"!

Ο Ιωνάς πηγαίνει μερικά βήματα πιο πέρα, σκύβει όσο γίνεται πιότερο και παραδίνεται στον καημό του... Το θεωρεί πια ανώφελο να μιλήσει στους ανθρώπους. Αλλά δεν περνούν ούτε πέντε λεπτά και τεντώνεται, τινάζει το κεφάλι, σα να 'νιωσε δυνατό πόνο, και τραβά τα γκέμια... Δεν αντέχει άλλο. "Πίσω στην αυλή", σκέφτεται. "Στην αυλή!" Κι η φοραδίτσα, σα να κατάλαβε τη σκέψη του, άρχισε να τρέχει με τροχασμό... Μετά μιάμιση ώρα ο Ιωνάς κάθεται σ' ένα μεγάλο βρόμικο πατάρι, πάνω από τη σόμπα. Το πάτωμα κι οι πάγκοι είναι γεμάτοι ανθρώπους που ροχαλίζουν. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, τούφες καπνού ανεβαίνουν προς το ταβάνι. Ο Ιωνάς κοιτά τους κοιμισμένους, ξύνεται και λυπάται που γύρισε τόσο νωρίς... "Ούτε για βρόμη δεν κάνουν αυτά που κονόμησα", σκέφτεται. "Απ' αυτό είναι ο καημός. Ο άνθρωπος που ξέρει τη δουλειά του... που είναι κι ο ίδιος χορτάτος και τ' άλογο χορτάτο, είναι πάντα ήσυχος..." Από μια γωνιά σηκώνεται ένας νεαρός αμαξάς, κάτι μουρμουρίζει νυσταγμένα και κατευθύνεται προς τον κάδο με το νερό.

-"Διψάς;" ρωτά ο Ιωνάς. -"Έτσι φαίνεται"! -"Έτσι... Στην υγειά σου... Είχα κι εγώ ένα γιο, φίλε και πέθανε... Τ' άκουσες πουθενά; Αυτή τη βδομάδα, στο νοσοκομείο... Είναι μεγάλη ιστορία"! Ο Ιωνάς κοιτάζει τι εντύπωση έκαναν τα λόγια του, αλλά δε βλέπει τίποτα. Ο νεαρός σκεπάζεται ως το κεφάλι και ξανακοιμάται. Ο γέρος αναστενάζει και ξύνεται... Όπως ο νεαρός διψούσε για νερό, έτσι κι αυτός διψάει για κουβέντα. Σε λίγο θα συμπληρωθεί μια βδομάδα από τότε που πέθανε ο γιος του κι αυτός δε μπόρεσε να μιλήσει με κανέναν... Αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει καθαρά, να τα πει όλα όπως έγιναν... Πρέπει να διηγηθεί πώς αρρώστησε ο γιος του, πώς βασανίστηκε, τι έλεγε πριν πεθάνει, πώς πέθανε... Πρέπει να πει πώς έγινε η κηδεία και πώς πήγε στο νοσοκομείο για να πάρει τα ρούχα του συχωρεμένου. Στο χωριό έμεινε η κορούλα του Ανίσια... Και γι' αυτή πρέπει να μιλήσει... Είναι, λοιπόν, λίγα αυτά που 'χει να πει; Όποιος τον ακούσει πρέπει έπειτα να βογκά, ν' αναστενάζει, να κλαίει... Ακόμα και με γυναίκες να μιλούσε, θα 'τανε καλύτερα. Αυτές, αν κι είναι λιγόμυαλες, όμως κλαίνε γοερά απ' τις πρώτες λέξεις. "Ας πάω να δω το άλογο", σκέφτεται. "Να κοιμηθείς πάντα προφταίνεις... Σίγουρα θα χορτάσω ύπνο". Ντύνεται και πάει στο στάβλο, όπου βρίσκεται το άλογο του. Σκέφτεται τη βρόμη, το σανό, τον καιρό... Για το γιο, όταν είναι μόνος, δε μπορεί να σκέφτεται... Να μιλήσει με κάποιον γι' αυτόν μπορεί, αλλά ο ίδιος να τονε σκέφτεται και να φέρνει στο μυαλό την εικόνα του, του είναι αβάσταχτο... -"Μασάς;" ρωτά ο Ιωνάς το άλογό του, βλέποντας τα γυαλιστερά του μάτια. "Λοιπόν, μάσα, μάσα... Αφού δε βγάλαμε λεφτά ν' αγοράσουμε βρόμη, θα φάμε σανό... Ναι... Γέρασα πια για να κάνω κούρσες με την άμαξα... Ο γιος μου έπρεπε να τις κάνει κι όχι εγώ... Ήτανε πραγματικός αμαξάς... Να ζούσε μόνο..." Ο Ιωνάς σωπαίνει για κάμποσο κι έπειτα συνεχίζει: "Έτσι, λοιπόν, αδερφούλα, φοραδίτσα... Δεν υπάρχει πια ο Κοσμάς Ιόνιτς... Μας άφησε χρόνους... Πέθανε άδικα... Τώρα, ας πούμε πως έχεις ένα πουλαράκι κι εσύ είσαι η αγαπημένη του μητέρα... και ξαφνικά, ας πούμε, αυτό το μοναδικό πουλαράκι μας αφήνει χρόνους... Δε θα 'τανε πραγματικά λυπηρό"; Η φοραδίτσα μασά, ακούει κι ανασαίνει μες στα χέρια του αφεντικού της. Ο Ιωνάς συναρπάζεται και της τα διηγείται όλα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: