t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοι: ταξίδι, μόνο δια της λογοτεχνίας..

Καράβια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Τέσσερα κόκκινα καράβια, λάδι σε καμβά

Το καλοκαίρι δε λέει να τελειώσει...

Κι έχουμε κουραστεί απ' όλα...

Ακόμα και τα μελτέμια εκφυλίστηκαν στον καταραμένο μας τόπο...

Ύστατο καταφύγιο το ταξίδι, μόνο δια της λογοτεχνίας..!

...Αλλά όταν του λέω πως είναι τυχερός που 'δε την αυγή στα πιο όμορφα νησιά της γης, στη θύμηση χαμογελά κι αποκρίνεται πως ο ήλιος ανάτειλε την ώρα που η μέρα ήτανε γρια γι' αυτούς...

Τσέζαρε Παβέζε


Είσαι σαν κάποια χώρα
που ποτέ κανένας δεν ονόμασε.
Τίποτα δεν περιμένεις
παρά μονάχα τη λέξη
που θ' αναβλύσει απ' τα βάθη
σαν τον καρπό ανάμεσα στους κλώνους.
Είναι ένας άνεμος που σε προφταίνει.
Πράγματα στεγνά, ξαναπεθαμένα
σου φράζουν το δρόμο, τα παίρνει ο άνεμος.
Μέλη και λέξεις αρχαίες.
Τρέμεις μέσα στο καλοκαίρι.


Cesare Pavese (1908-1950)

Η Δουλειά κουράζει
Οι Θάλασσες του Νότου

(στον Α. Μόντυ)

Περπατάμε ένα βράδυ στην πλαγιά ενός λόφου,
σιωπηλά. Στην σκιά του σούρουπου που προχωρούσε
ο ξάδερφός μου φαντάζει σαν γίγαντας ντυμένος στα λευκά ,
που προχωράει ήρεμος , ηλιοκαμένος στο πρόσωπο,
σιωπηλός . Η σιωπή είναι η αρετή μας.
Κάποιος πρόγονός μας ήταν σίγουρα λιγομίλητος
- ένας άνδρας ανάμεσα σε ηλίθιους ή ένας θλιμμένος ανόητος -
για να διδάξει σε μας τέτοια σιωπή.
Ο ξάδερφός μου μίλησε απόψε. Με ρώτησε
εάν θ’ ανέβαινα μαζί του στην κορυφή ,απ’ όπου
τις ξάστερες νύχτες, ο μακρινός φάρος
του Τορίνο, καθρεφτίζεται στον ουρανό. « Εσύ που μένεις στο Τορίνο… »
είπε « … έχεις δίκιο. Tη ζωή πρέπει να τη ζήσουμε
μακριά από το χωριό : προκόβεις και χαίρεσαι
και μετά , όταν επιστρέφεις , σαν εμένα στα σαράντα σου
τα πάντα έχουν αλλάξει. Οι Λάγκε δεν χάνονται ».
Μιλάει αργά τη διάλεκτο, που όπως οι πέτρες,
αυτού λόφου, είναι τόσο τραχιά και σκληρή
που είκοσι χρόνια ιδιωμάτων και διαφορετικών ωκεανών
δεν την άλλαξαν. Περπατάει στην ανηφόρα ανήσυχος
με ένα σκληρό βλέμμα που θυμάμαι από παιδί

να έχουν οι αγρότες, όταν είναι λιγάκι κουρασμένοι.
Είκοσι χρόνια ταξίδεψε στον κόσμο.
Ήμουν παιδί όταν έφυγε ,σε αγκαλιές γυναικών
και τον είχαν για νεκρό. Άκουσα μετά να μιλάνε γι’ αυτόν
οι γυναίκες , όπως στα παραμύθια , μερικές φορές΄
όμως οι άνδρες τον ξέχασαν .
Έναν χειμώνα στον πατέρα μου , που είχε ήδη πεθάνει, έφτασε μια κάρτα
μ’ ένα μεγάλο πράσινο γραμματόσημο, με καράβια σ’ ένα λιμάνι
και ευχές για καλό τρύγο. Ήταν μεγάλη έκπληξη ,
αλλά ο μικρός που είχε πια μεγαλώσει, εξήγησε με ζήλο
ότι η κάρτα ερχόταν από ένα νησί που το λέγαν Τασμανία,
που την κυκλώνει μια γαλάζια θάλασσα, άγρια με καρχαρίες,
στον Ειρηνικό, νότια της Αυστραλίας. Και πρόσθεσε ότι ο
ξάδερφος χωρίς αμφιβολία ψάρευε μαργαριτάρια. Και ξεκόλλησε το γραμματόσημο.
Ο καθένας είπε την γνώμη του, αλλά όλοι συμπέραιναν
ότι, εάν δεν ήταν νεκρός , σύντομα θα πέθαινε.
Κατόπιν τον ξέχασαν και πέρασε πολύς καιρός.
Ω ! από πότε έχω να παίξω τους πειρατές της Μαλαισίας,
πόσος καιρός πέρασε. Από την τελευταία φορά
που κατέβηκα να βουτήξω σε κείνο το θανάσιμο σημείο
ακολουθώντας ένα παιδί που παίζαμε μαζί και ανέβηκα πάνω σ’ ένα δέντρο
σπάζοντάς τα ωραία του κλαδιά ,χτυπώντας το κεφάλι μου
πάνω σ’ έναν αντίπαλο,
πόση ζωή πέρασε. Άλλες μέρες, άλλα παιχνίδια,
άλλα τινάγματα του αίματος μπροστά σε πιο ύπουλους
αντιπάλους : τις σκέψεις και τα όνειρα.
Η πόλη με δίδαξε ατελείωτο φόβο
Ένα πλήθος, ένας δρόμος με κάνανε να τρέμω,
μερικές φορές ένα βλέμμα βγαλμένο από ένα πρόσωπο.
Ακόμα νιώθουν τα μάτια μου το περιπαικτικό φως
από τα χιλιάδες λαμπιόνια ,που παίζουν στο σύρσιμο των ποδιών.
Ο ξάδερφός μου επέστρεψε με το τέλος του πολέμου ,
ένας γίγαντας, ανάμεσα στους μικρούς. Και με χρήματα.
Οι συγγενείς λέγανε σιγά : « Σ’ ένα χρόνο το πολύ,
θα τα έχει φάει όλα και θα περιπλανιέται και πάλι.
Έτσι πεθαίνουν οι απελπισμένοι ».
O ξάδερφός μου με το αποφασιστικό πρόσωπο αγόρασε στο χωριό
ένα ισόγειο και το μετέτρεψε σε τσιμεντένιο γκαράζ
με μια λαμπερή χρωματιστή αντλία για να δίνει βενζίνη
και πάνω στη στροφή , στο γεφύρι, έστησε μια μεγάλη διαφημιστική πινακίδα.
Έβαλε εκεί έναν μηχανικό για να παίρνει τα χρήματα
και αυτός γύρισε όλους τους λόφους, καπνίζοντας.
Στο μεταξύ παντρεύτηκε μια κοπέλα από το χωριό
αδύνατη και ξανθιά όπως οι ξένες,
που θα είχε βέβαια συναντήσει σε άλλους τόπους .
Όμως βγήκε και πάλι μόνος του. Ντυμένος στα λευκά,
με τα χέρια πίσω από την πλάτη , με ηλιοκαμένο πρόσωπο.

Τα πρωινά γύριζε στα πανηγύρια και με πονηρό ύφος
παζάρευε άλογα. Μετά μου εξήγησε,
όταν το σχέδιο ναυάγησε, ότι ο σκοπός του
ήταν να απομακρύνει όλα τα ζώα από την κοιλάδα
και ν’ αναγκάσει τον καθένα ν’ αγοράσει μηχανές απ’ αυτόν.
« Όμως» έλεγε, « το πιο χοντρό ζώο απ’ όλα,
ήμουνα εγώ που το σκέφτηκα. Έπρεπε να το ξέρω
ότι εδώ άνθρωποι και βόδια είναι όλοι τους μια ράτσα ».
Περπατάμε πάνω από μισή ώρα. Η κορυφή είναι κοντά ,
και συνεχώς μεγαλώνει γύρω μας το θρόισμα και το σφύριγμα του ανέμου.
Ο ξάδερφός μου σταματάει ξαφνικά και γυρίζοντας είπε : « φέτος
θα γράψω στην πινακίδα : - το Σαν Στέφανο
ήταν πάντα πρώτο στις γιορτές της κοιλάδας του Μπέλμπο – κι ας λένε αυτοί απ’
το Κανέλλι » . Μετά ξαναπήρε την ανηφόρα.
Ένα άρωμα από χώμα και αέρα μας τυλίγει στο σκοτάδι,
κάποιο μακρινό φως : αγροικίες, αυτοκίνητα
που μόλις ακούγονται : και γω σκέφτομαι τη δύναμη
που μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος τραβώντας τον απ’ τη θάλασσα,
απ’ τις μακρινές χώρες, απ’ αυτή την ησυχία που διαρκεί .
Ο ξάδερφός μου δεν μιλάει για τα περασμένα ταξίδια.
Λέει ξερά ότι ήταν σ’ αυτό ή στο άλλο μέρος
και σκέφτεται τις μηχανές του.
Μονάχα ένα όνειρο
απόμεινε στο αίμα του : Ταξίδευε κάποτε
όταν ήταν θερμαστής σ’ ένα ολλανδικό ψαράδικο
και είδε να πετάνε τα βαριά καμάκια στον ήλιο,
είδε να φεύγουν φάλαινες ανάμεσα σε αφρούς από αίμα ,
να τις κυνηγάει και να σηκώνουν τις ουρές και να παλεύουν με τα καμάκια.
Μου το αναφέρει καμιά φορά .
Αλλά όταν του λέω
ότι είναι τυχερός που είδε την αυγή
στα πιο όμορφα νησιά της γης,
στη θύμηση χαμογελάει και αποκρίνεται ότι ο ήλιος
ανάτειλε την ώρα που η μέρα ήταν γρια γι’ αυτούς.

( 7-19 Σεπτεμβρίου - Νοεμβρίου 1930 )

-------------------

μετάφραση: Γιάννης Η. Παππάς

Δεν υπάρχουν σχόλια: