νερά σε φέρνουν σ’ ένα απόμακρο σκοπό,
ψηλά το φως λούζει τα δέντρα, άχροο μύρο,
και παιχνιδίζει μες στων ίσκιων τον ιστό,
στάχυ τ’ ακρόκλωνα, καρπός δεν στεφανώνει,
για τη σοδειά η μέρα πια αδιαφορεί...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γκόττφρηντ Μπεν
Αποχαιρετισμός
Όπως τη νέα πληγή το αίμα με σκεπάζεις
και σπέρνεις το ίχνος του βαθιά το σκοτεινό,
όπως η νύχτα εσύ την ώρα μ’ αγκαλιάζεις
που βάφουν οι ίσκιοι το χαλί ρούχο χλωμό,
όπως το ρόδο ανθείς, ποτέ σε κήπο ξένο,
εσύ του γήρατος, του ολέθρου μοναξιά,
εσύ επιβίωση, όνειρο εσύ πεσμένο –
ω πόσα υπέφερες και πόσα είδες πολλά!
Φυγάς νωρίς από την άνοια των πραγμάτων,
μα πάντα υπόλογος στον κόσμο τον δοτό,
απ’ την απάτη κουρασμένος των σχημάτων
π’ ούτε καν ψαύουν το βαθύ, το μύχιο εγώ·
τώρα απ’ τα βάθη αυτά, που ’ναι η απάθεια πλήρης
κι όπου ποτέ μια λέξη δεν τα εξιστορεί,
ώρα να πάρεις τη σιωπή σου και να γείρεις
στα ρόδα τα όψιμα, στη νύχτα τη γυμνή.
Αναλογίζεσαι φορές –θρύλοι δικοί σου…– :
Ήσουν αυτό λοιπόν; πώς έχεις ξεχαστεί!
Τέτοια η εικόνα σου; δεν ήταν κατοχή σου
η λέξη, το ουράνιο φως πού ’χες εκεί;
Η λέξη, το ουράνιο φως που είχα πρώτα,
η λέξη, το ουράνιο φως, τρίμμα, σωρός –
αν κάποιος τά ’ζησε ποτέ, στρέφει τα νώτα,
κείνες τις ώρες δεν τις ξαναγγίζει αυτός.
Ύστερη μέρα: ύστερο θάλπος, άπλα γύρω,
νερά σε φέρνουν σ’ ένα απόμακρο σκοπό,
ψηλά το φως λούζει τα δέντρα, άχροο μύρο,
και παιχνιδίζει μες στων ίσκιων τον ιστό,
στάχυ τ’ ακρόκλωνα, καρπός δεν στεφανώνει,
για τη σοδειά η μέρα πια αδιαφορεί –
ρουφάει το φως της, το παιχνίδι που τελειώνει,
δεν έχει μνήμη εκείνη – όλα έχουν λεχθεί.
(μετ. Κώστας Κουτσουρέλης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου