Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα...
νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα...
Γιάννης Κοντός
Κενή ώρα
Κρύβομαι πίσω από το λοφάκι
του χρόνου και μένω στάσιμος
στις εξελίξεις και στον πολιτισμό.
Μένω πίσω και ησυχάζω
από τις διακυμάνσεις του φωτός
και τις επίμονες ματιές σου.
Έρχεται ένα άσπρο,
ένας ασβέστης, ένα ουδέτερο.
Ήτανε απογευματάκι,
και πώς νύχτωσε απότομα.
Όπως λέμε: "Καλό δρόμο".
Κάτι σύννεφα πήγαν
να βελάξουν, αλλά δεν έβρεξε.
Στο σχολείο, εκείνη την ώρα,
παίζαμε. Τώρα μας παίζουν άλλοι.
Πώς να σε πάρει ο ύπνος
Πώς να σε πάρει ο ύπνος με τέτοιες μυρουδιές
ένα γύρο σου;
Θαμμένοι σ’ ένα σπίτι αποστειρωμένο,
μέσα σε γάζες και στο οινόπνευμα.
Ακουμπισμένοι στο γραμμόφωνο που παίζει
τα τραγούδια που μας έκαναν άντρες.
Περνούμε κάτι βδομάδες
όλο αργές
και επικίνδυνα σιωπηλές
Κυριακές.
Πού και πού πεταγόμαστε από τον λήθαργο
νομίζοντας ότι ακούμε σφυρίγματα, μουσικές κι ιαχές.
Τρέχουμε στη μισάνοιχτη πόρτα. Τίποτα.
Μόνο ο κρεμασμένος μένει στη θέση του
– στον στύλο του ηλεκτρικού –
Και Δευτέρα δεν έρχεται ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου