t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Δύσκολη νύχτα!

Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας  απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά...
*
L'automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καράβι σε κίτρινο φόντο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Αρθούρος Ρεμπώ
Μια εποχή στην κόλαση
Αποχαιρετισμός


Φθινόπωρο κιόλας! – Μα γιατί η λύπη για τον ήλιο τον αιώνιο, όταν με την αναζήτηση της θεϊκής διαύγειας καταγινόμαστε – πολύ μακρύτερα απ΄ όλους αυτούς που παρέρχονται με τις εποχές.

Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας  απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά. Α! τα δυσώδη κουρέλια, το μουλιασμένο με βροχή ψωμί, το μεθύσι, οι χίλιοι έρωτες που με σταύρωσαν! Πότε επιτέλους θα αποκάμει τούτη η αιματορουφίχτρα, των μυριάδων ψυχών και πτωμάτων, βασίλισσα, που θα κριθούν! Βλέπω ξανά τον εαυτό μου, η σάρκα μου διαβρωμένη απ’ τη λάσπη και την πανούκλα, σκουλήκια γεμάτα τα μαλλιά κι οι μασχάλες μου κι ακόμα μεγαλύτερα σκουλήκια στην καρδιά μου, ξαπλωμένα μεταξύ αγνώστων δίχως ηλικία, δίχως αίσθημα…Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί…Φρικτή μνήμη! Απεχθάνομαι την μιζέρια.

Και τρέμω το χειμώνα, επειδή της άνεσης χαρακτηρίζεται εποχή!

-Μερικές φορές βλέπω στον ουρανό ατέλειωτες ακτές καλυμμένες λευκών εθνών. Απάνω μου, ένα μεγαλοπρεπές χρυσό πλεούμενο, ανεμίζει τις πολύχρωμες σημαίες του στου πρωινού την αύρα. Δημιούργησα κάθε ξεφάντωμα, κάθε θρίαμβο, κάθε δράμα. Προσπάθησα ν’ ανακαλύψω νέα άνθη, νέα αστέρια, νέα σάρκα, νέες διαλέκτους. Πίστεψα πως υπερφυσικές δυνάμεις θα αποκτούσα. Α, καλά! Θα πρέπει να θάψω την φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η ωραία δόξα του καλλιτέχνη και του παραμυθά πάει περίπατο!

Εγώ! Εγώ που ονόμασα τον εαυτό μου μάγο ή άγγελο, χωρίς ηθικούς φραγμούς, επέστρεψα στο χώμα αποζητώντας μια σθεναρή πραγματικότητα να υιοθετήσω! Χωριάτη!

Εξαπατήθηκα; Μπορεί η φιλανθρωπία να είναι η αδελφή του θανάτου για με;

Εν τάχη θα ζητήσω συγχώρεση επειδή ανατράφηκα με ψέματα. Και τώρα ας πηγαίνουμε.

Μα ούτε ένα χέρι φιλικό. Και που να ψάξω βοήθεια;

Αλήθεια, η νέα ώρα είναι το λιγότερο άτεγκτη.

Για αυτό μπορώ να πω ότι η νίκη κερδίσθηκε: ο τριγμός των οδόντων, το σύριγμα της φωτιάς, οι στεναγμοί της μόλυνσης  μετριάζονται. Κάθε ανόητη μνήμη μου εξασθενίζει. Οι τελευταίες μου απογοητεύσεις απομακρύνονται – ζήλια των ζητιάνων, των ληστών, των νεκρόφιλων, του κάθε είδους υπανάπτυκτων – καταραμένοι, εάν επρόκειτο να πάρω εκδίκηση!

Κάποιος οφείλει να είναι απόλυτα σύγχρονος.

Κανένα άσμα ασμάτων: κράτησε το κερδισμένο έδαφος. Δύσκολη νύχτα! Το ξεραμένο αίμα καπνίζει στο πρόσωπο μου, και τίποτα δεν άφησα πίσω μου παρ’ εκτός του φριχτού τούτου χαμόδεντρου!… Οι πνευματικές μάχες είναι τόσο βάναυσες όσο και των ανθρώπων ο πόλεμος: αλλά το όραμα της δικαιοσύνης  είναι μόνο θέλημα Θεού.

Και στο μεταξύ, τούτη είναι η παραμονή. Ας καλωσορίσουμε κάθε εισροή ζωτικότητας και αληθινής ευαισθησίας. Και την αυγή, οπλισμένοι με φλογερή υπομονή σε μεγαλοπρεπείς πόλεις θα εισέλθουμε.

Γιατί μίλησα για ένα χέρι φιλικό; Ένα μεγάλο μου πλεονέκτημα είναι ότι τώρα μπορώ να γελώ με τους παλιούς ψευδείς μου έρωτες, και να ντροπιάζω εκείνα τ’ άτιμα ζευγάρια – εκεί πίσω αντίκρισα την κόλαση κάθε γυναίκας- και θα’ ναι θεμιτό τώρα να κατέχω την αλήθεια μέσα σ’ ένα σώμα και μια ψυχή.

(Μετ. Γιάννης Αντιόχου)
*
Arthur Rimbaud
Une saison en enfer
Adieu


L'automne déjà ! — Mais pourquoi regretter un éternel soleil, si nous sommes engagés à la découverte de la clarté divine, — loin des gens qui meurent sur les saisons.

L'automne. Notre barque élevée dans les brumes immobiles tourne vers le port de la misère, la cité énorme au ciel taché de feu et de boue. Ah ! les haillons pourris, le pain trempé de pluie, l'ivresse, les mille amours qui m'ont crucifié ! Elle ne finira donc point cette goule reine de millions d'âmes et de corps morts et qui seront jugés ! Je me revois la peau rongée par la boue et la peste, des vers plein les cheveux et les aisselles et encore de plus gros vers dans le cœur, étendu parmi les inconnus sans âge, sans sentiment... J'aurais pu y mourir... L'affreuse évocation ! J'exècre la misère.

Et je redoute l'hiver parce que c'est la saison du comfort !

— Quelquefois je vois au ciel des plages sans fin couvertes de blanches nations en joie. Un grand vaisseau d'or, au-dessus de moi, agite ses pavillons multicolores sous les brises du matin. J'ai créé toutes les fêtes, tous les triomphes, tous les drames. J'ai essayé d'inventer de nouvelles fleurs, de nouveaux astres, de nouvelles chairs, de nouvelles langues. J'ai cru acquérir des pouvoirs surnaturels. Eh bien ! je dois enterrer mon imagination et mes souvenirs ! Une belle gloire d'artiste et de conteur emportée !

Moi ! moi qui me suis dit mage ou ange, dispensé de toute morale, je suis rendu au sol, avec un devoir à chercher, et la réalité rugueuse à étreindre ! Paysan !
Suis-je trompé, la charité serait-elle sœur de la mort, pour moi ?
Enfin, je demanderai pardon pour m'être nourri de mensonge. Et allons.
Mais pas une main amie ! et où puiser le secours ?

Oui, l'heure nouvelle est au moins très sévère.
Car je puis dire que la victoire m'est acquise : les grincements de dents, les sifflements de feu, les soupirs empestés se modèrent. Tous les souvenirs immondes s'effacent. Mes derniers regrets détalent, — des jalousies pour les mendiants, les brigands, les amis de la mort, les arriérés de toutes sortes. — Damnés, si je me vengeais !

Il faut être absolument moderne.

Point de cantiques : tenir le pas gagné. Dure nuit ! le sang séché fume sur ma face, et je n'ai rien derrière moi, que cet horrible arbrisseau !... Le combat spirituel est aussi brutal que la bataille d'hommes ; mais la vision de la justice est le plaisir de Dieu seul.

Cependant c'est la veille. Recevons tous les influx de vigueur et de tendresse réelle. Et à l'aurore, armés d'une ardente patience, nous entrerons aux splendides villes.

Que parlais-je de main amie ! un bel avantage, c'est que je puis rire des vieilles amours mensongères, et frapper de honte ces couples menteurs, — j'ai vu l'enfer des femmes là-bas ; — et il me sera loisible de posséder la vérité dans une âme et un corps.

Δεν υπάρχουν σχόλια: