t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 6 Απριλίου 2015

Με τέτοια θλίψη λυγίζουν τα βουνά...

Πού να' ναι οι φίλες μου άραγε οι τυχαίες
Από τα διαβολικά, τα χρόνια εκεί τα δυο;
Στης Σιβηρίας τις θύελλες άραγε τι βλέπουν
Τι να τους φανερώνεται στον δίσκο της σελήνης τον λευκό;
Τον ύστατο, σε όλες τους, στέλνω χαιρετισμό... 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο φως της σελήνης, λάδι σε καμβά

Άννα Αχμάτοβα
Το τραγούδι της τελευταίας συνάντησης

Κρύα πέτρα μου πλάκωνε τα στήθη
μα ήταν ανάλαφρα τα βήματά μου.
Έβαλα το ζερβί στην ταραχή μου
γάντι, στο χέρι το δεξί μου.

Πολλά φαινόντανε τα σκαλοπάτια
κι ας ήξερα πως ήταν μόνο τρία!
Μέσα απ’ τα σφεντάμια ο Νοέμβρης μού λέει:
‘‘Έλα να πεθάνουμε μαζί!’’ και κλαίει.

‘‘Γελάστηκα – ακούς; – από μια μοίρα
άπιστη, μοχθηρή, δίχως καρδιά.’’
‘‘Κι εγώ, γλυκέ, γλυκέ μου – κάνω –
θα ’ρθώ μαζί σου να πεθάνω’’.

Του στερνού ραντεβού είναι το τραγούδι.
Στρέφω, το σκοτεινό σπίτι κοιτάζω.
Στην κάμαρα κεριά ανάβαν μόνο
με αδιάφορη κίτρινη φλόγα. Κρυώνω.

Καθώς με καλαμάκι την ψυχή μου ήπια.
Ξέρω τη γεύση της: φαρμάκι που μεθάει·
μα το μαρτύριο δεν χαλάω με ικεσίες·
γαλήνη τόσων ημερών, που πήες;

Όταν τελειώσεις, πές το. Δε λυπάμαι
κι αν λείψει από τη γην αυτή η ψυχή μου.
Θα πάρω σβάρνα δρόμους και σοκάκια
πως παίζουνε να βλέπω τα παιδάκια.

Ανθεί τ’ αγκαθοστάφυλο στους βάτους,
πίσω απ’ το φράχτη τούβλα κουβαλούνε.
Ποιος είσαι; Εραστής μου, αδερφός; Δεν ξέρω.
Να μάθω δε χρειάζεται, δε θέλω.

Πώς φέγγει εδώ δα και δίχως σκέπη·
το κουρασμένο ξεκουράζεται κορμί μου…
Κι οι διαβάτες με λυπούνται: η κακομοίρα,
σκέφτονται, χτεσινή φαίνεται χήρα.

(μετ. Ρίτα Μπούμη-Παπά)

Αφιέρωση

Με τέτοια θλίψη λυγίζουν τα βουνά
Και το ποτάμι ορμητικό πια δεν κυλά
Της φυλακής τα σίδερα κλειστά
Πίσω απ' αυτά, των «αιχμαλώτων τρύπες τα κελιά»
Θανατερή απλώνεται η συμφορά.
Για άλλον φυσάει αέρας δροσερός,
Για άλλον ο ήλιος που δύει είναι τερπνός-
Δεν ξέρουμε, οι ίδιοι είμαστε πάντα εδώ
Μόνο ακούμε τον ήχο του κλειδιού τραχύ
Και των φρουρών το βήμα το βαρύ.
Σάμπως και σηκωνόμασταν για Θεία Λειτουργία
Την άγρια πόλη σχίζαμε, μακριά πεζοπορία
Και συναντιόμασταν εκεί,  ξεψυχισμένοι σα νεκροί.
Ο ήλιος είναι χαμηλά και ο Νέβας φαίνεται θαμπά
Μα η ελπίδα τραγουδά, ακούγεται από μακριά.
Δάκρυα χύνει στη στιγμή... Καταδικασμένη
Κι ήδη απ' όλους πια, ξεχωρισμένη
Σαν την καρδιά της να ρημάξουν, ύστερα να την πετάξουν
Σαν κτήνη να τη σπρώξουν, φαρδιά πλατιά να την ξαπλώσουν,
Μα εκείνη όμως συνεχίζει... μόνη... τρεκλίζοντας βαδίζει...
Πού να' ναι οι φίλες μου άραγε οι τυχαίες
Από τα διαβολικά, τα χρόνια εκεί τα δυο;
Στης Σιβηρίας τις θύελλες άραγε τι βλέπουν
Τι να τους φανερώνεται στον δίσκο της σελήνης τον λευκό;
Τον ύστατο, σε όλες τους, στέλνω χαιρετισμό.

(απόδοση, Γιάννης Αντιόχου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: