Το βράδυ, μια θύελλα δάγκασε τον ουρανό.
Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,
και ο αέρας του Θεού πάγωσε τις λίμνες
Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,
– να το γευτώ όμως αδύνατο...
Un orage vint chasser le ciel. Au soir
L'eau des bois se perdait sur les sables vierges,
Le vent de Dieu jetait des glaçons aux mares ;
Pleurant, je voyais de l'or - et ne pus boire...
Γιάννης Σταύρου, Λεύκες στον Λαγκαδά, λάδι σε καμβά
Αρθούρος Ρεμπώ
Μια εποχή στην κόλαση
Παραλήρημα
ΙΙ
Η Αλχημεία του Λόγου
(απόσπασμα)
Εφηύρα των φωνηέντων το χρωματολόγιο! Το Άλφα για το μαύρο, το Έψιλον για το λευκό, το Ιώτα για το κόκκινο, το Όμικρον για το κυανό, το Ύ(U)ψιλον για το πράσινο. Οριοθέτησα τη μορφή και την κίνηση κάθε συμφώνου, και, με ενστικτώδεις ρυθμούς, κολακεύτηκα με την ανακάλυψη μιας ποιητικής γλώσσας, που σήμερα ή αύριο, όλοι θ’ αναγνώριζαν. Και κράτησα για μένα τη μετάφραση της.
Αρχικά ήταν κάτι σαν έρευνα. Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο, σταμάτησα την περιδίνηση.
*
Πολύ πιο μακριά κι απ΄ τα πουλιά, τις αγέλες και τις χωριατοπούλες
Τι να’ πια άραγε, στα ρείκια που γονάτισα
με ιτιές άγουρες τριγυρισμένος
καταμεσής μιας πράσινης και χλιαρής απογευματινής ομίχλης;
Τι θα μπορούσα να ρουφήξω απ’ το νεαρό πουλί
-Φτελιές δίχως φωνή, λιβάδια δίχως άνθους, συννεφιασμένος ουρανός!
Να μεθύσω με τούτες τις κιτρινισμένες κολοκύθες,
μακριά απ΄ την καλύβα Αγάπη μου;
Λίγο χρυσό πιοτό σε κάνει να ιδρώνεις.
Ως πανδοχείου έμοιαζα φτηνό σημάδι
-Το βράδυ, μια θύελλα δάγκασε τον ουρανό.
Οι χυμοί των δένδρων στέγνωσαν σε αμμουδιές παρθένες,
και ο αέρας του Θεού πάγωσε τις λίμνες
Κλαίγοντας, αντίκρισα το χρυσό,
– να το γευτώ όμως αδύνατο.
Τέσσερις, ξημερώνοντας καλοκαίρι,
κι η απουσία της αγάπης παρατείνεται.
Κάτω από θάμνους αναθυμιάζει
τ’ άρωμα γιορτινής νυχτός.
Εκεί πέρα, στη θεόρατη ξυλαποθήκη
Με τον ήλιο των Εσπερίδων,
Ξεμπράτσωτοι πιάνουν δουλειά οι ξυλοκόποι.
Και στις βαλτώδεις έρημους τους, ήσυχα,
ανεκτίμητης αξίας φατνώματα κατασκευάζουν
όπου η πόλη ουρανούς ψεύτικους θα ζωγραφίσει.
Ω τούτοι οι εργάτες,
θελκτικοί Σκλάβοι Βαβυλώνιου Βασιλέα,
Αφροδίτη! Άσε για μια στιγμή τους εραστές
που’ χουν ψυχές στεφανωμένες.
Βασίλισσα των ποιμένων με τ’ ακριβότερο ποτό
ξεδίψασε τους γρήγορα,
που τώρα αναπαύονται
καρτερώντας να βουτηχτούν στη θάλασσα καταμεσήμερο.
*
Το παλιομοδίτικο στυλ ποίησης έπαιξε πάντα έναν σημαντικό ρόλο στην αλχημεία του λόγου μου.
Εθίστηκα στις στοιχειώδεις παραισθήσεις: Θα μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω ένα μουσουλμανικό τέμενος αντί ενός εργοστασίου, μία ορδή αγγέλων τυμπανιστών, άμαξες με άλογα στα μονοπάτια τ’ ουρανού, ένα ατελιέ στο βυθό μιας λίμνης· σημεία και τέρατα. Ο τίτλος μίας επιθεώρησης με γέμισε δε δέος.
Και έτσι εξήγησα τις μαγικές σοφιστείες μου μεταγράφοντας τις λέξεις σε οράματα!
Τελικά, άρχισα να θεωρώ την αναταραχή του μυαλού μου ως ιερό πράγμα. Αδρανούσα χτυπημένος από ένα τυραννικό πυρετό: Φθόνησα την ευδαιμονία των ζώων – κάμπιες, οι οποίες απεικονίζουν την αθωότητα της αγέννητης ψυχής, τυφλοπόντικες, ο λήθαργος της παρθενίας!
(μετ. Γιάννης Αντιόχου)
Arthur Rimbaud
Une saison en enfer
Délires
II
Alchimie du Verbe
J'inventai la couleur des voyelles ! - A noir, E blanc, I rouge, O bleu, U vert. - Je réglai la forme et le mouvement de chaque consonne, et, avec des rythmes instinctifs, je me flattai d'inventer un verbe poétique accessible, un jour ou l'autre, à tous les sens. Je réservais la traduction.
Ce fut d'abord une étude. J'écrivais des silences, des nuits, je notais l'inexprimable. Je fixais des vertiges.
*
Loin des oiseaux, des troupeaux, des villageoises,
Que buvais-je, à genoux dans cette bruyère
Entourée de tendres bois de noisetiers,
Dans un brouillard d'après-midi tiède et vert ?
Que pouvais-je boire dans cette jeune Oise,
- Ormeaux sans voix, gazon sans fleurs, ciel couvert ! -
Boire à ces gourdes jaunes, loin de ma case
Chérie? Quelque liqueur d'or qui fait suer.
Je faisais une louche enseigne d'auberge.
- Un orage vint chasser le ciel. Au soir
L'eau des bois se perdait sur les sables vierges,
Le vent de Dieu jetait des glaçons aux mares ;
Pleurant, je voyais de l'or - et ne pus boire. -
À quatre heures du matin, l'été,
Le sommeil d'amour dure encore.
Sous les bocages s'évapore
L'odeur du soir fêté.
Là-bas, dans leur vaste chantier,
Au soleil des Hespérides,
Déjà s'agitent - en bras de chemise -
Les Charpentiers.
Dans leurs Déserts de mousse, tranquilles,
Ils préparent les lambris précieux
Où la ville
Peindra de faux cieux
O, pour ces Ouvriers charmants
Sujets d'un roi de Babylone,
Vénus ! quitte un instant les Amants
Dont l'âme est en couronne.
O Reine des Bergers,
Porte aux travailleurs l'eau-de-vie,
Que leurs forces soient en paix
En attendant le bain dans la mer à midi
*
La vieillerie poétique avait une bonne part dans mon alchimie du verbe.
Je m'habituai à l'hallucination simple : je voyais très franchement une mosquée à la place d'une usine, une école de tambours faite par des anges, des calèches sur les routes du ciel, un salon au fond d'un lac ; les monstres, les mystères ; un titre de vaudeville dressait des épouvantes devant moi.
Puis j'expliquai mes sophismes magiques avec l'hallucination des mots !
Je finis par trouver sacré le désordre de mon esprit. J'étais oisif, en proie à une lourde fièvre : j'enviais la félicité des bêtes, - les chenilles, qui représentent l'innocence des limbes, les taupes, le sommeil de la virginité !
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Κυριακή 19 Απριλίου 2015
Έγραψα για σιωπές, για νύχτες, έδωσα λέξεις στ’ απερίγραπτο...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου