Γιάννης Σταύρου, Κόκκινα καράβια, λάδι σε καμβά
Υλικά ποίησης...
Φθινόπωρο, ναύτες, πλοία, κυπαρίσσια, ταξιδιώτες...
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου...
Γκιγιόμ Απολινέρ
Αλήθεια πέρα από την πραγματικότητα
Χωρίς τους ποιητές και τους καλλιτέχνες οι άνθρωποι θα έπλητταν από τη μονοτονία της φύσης
Guillaume Apollinaire (1880-1918)
L' Adieu
J'ai cueilli ce brin de bruyère
L'automne est morte souviens-t'en
Nous ne nous verrons plus sur terre
Odeur du temps brin de bruyère
Et souviens-toi que je t'attends
Αποχαιρετισμός
Ένα κλωνάρι από ρεικιά στο χέρι μου ριγεί
Να το θυμάσαι το φθινόπωρο το πεθαμένο
Δε θα ξαναϊδωθούμε πια ποτέ σ’ αυτή τη γη
Πικρή ευωδιά της εποχής κλωνάρι της ρεικιάς
Και να θυμάσαι πως εγώ σε περιμένω
Μετάφραση: Γιώργος Γεραλής
Le Voyageur
Ouvrez-moi cette porte où je frappe en pleurant
La vie est variable aussi bien que l'Euripe
Tu regardais un banc de nuages descendre
Avec le paquebot orphelin vers les fièvres futures
Et de tous ces regrets de tous ces repentirs
Te souviens-tu
Vagues poisons arqués fleurs surmarines
Une nuit c'était la mer
Et les fleuves s'y répandaient
Je m'en souviens je m'en souviens encore
Un soir je descendis dans une auberge triste
Auprès de Luxembourg
Dans le fond de la sale il s'envolait un Christ
Quelqu'un avait un furet
Un autre un hérisson
L'on jouait aux cartes
Et toi tu m'avais oublié
Te souviens-tu du long orphelinat des gares
Nous traversâmes des villes qui tout le jour tournaient
Et vomissaient la nuit le soleil des journées
Ô matelots ô femmes sombres et vous mes compagnons
Souvenez-vous en
Deux matelots qui ne s'étaient jamais quittés
Deux matelots qui ne s'étaient jamais parlé
Le plus jeune en mourant tomba sur le coté
Ô vous chers compagnons
Sonneries électriques des gares chants des moissonneuses
Traîneau d'un boucher régiment des rues sans nombre
Cavalerie des ponts nuits livides de l'alcool
Les villes que j'ai vues vivaient comme des folles
Te souviens-tu des banlieues et du troupeau plaintif des paysages
Les cyprès projetaient sous la lune leurs ombres
J'écoutais cette nuit au déclin de l'été
Un oiseau langoureux et toujours irrité
Et le bruit éternel d'un fleuve large et sombre
Mais tandis que mourants roulaient vers l'estuaire
Tous les regards tous les regards de tous les yeux
Les bords étaient déserts herbus silencieux
Et la montagne a l'autre rive était très claire
Alors sans bruit sans qu'on put voir rien de vivant
Contre le mont passèrent des ombres vivaces
De profil ou soudain tournant leurs vagues faces
Et tenant l'ombre de leurs lances en avant
Les ombres contre le mont perpendiculaire
Grandissaient ou parfois s'abaissaient brusquement
Et ces ombres barbues pleuraient humainement
En glissant pas à pas sur la montagne Claire
Qui donc reconnais-tu sur ces vieilles photographies
Te souviens-tu du jour ou une abeille tomba dans le feu
C'était tu t'en souviens à la fin de l'été
Deux matelots qui ne s'étaient jamais quittés
L'aîné portait au cou une chaîne de fer
Le plus jeune mettait ses cheveux blonds en tresse
Ouvrez-moi cette porte ou je frappe en pleurant
La vie est variable aussi bien que l'Euripe
Ταξιδιώτης
Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι
αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
ώ μνήμη μνήμη
ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
κοντά στο Λουξεμβούργο
στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
ένας κρατούσε μια νυφίτσα
άλλος ένα σκαντζόχοιρο
έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
θυμάσαι το πένθος των σταθμών
πολύωρο
διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε
δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
να μιλούν
ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων
γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
και το γυμνό κοπάδι των τοπίων
κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
χαύνο κι εξοργισμένο
και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
ποταμού
και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
ματιών
κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
φοντας
αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
όπως
οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
λώναν
οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
στρώντας
βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά
Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
χτυπώ
η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
Ευρίπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου