t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι: Η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αφουγκράστηκε ξανά. Απόλυτα σιωπηλή. Ένιωσε πως ήταν μόνος...

Λογοτεχνία & ζωγραφική, ζωγράφοι, σύγχρονοι ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Σχινιάς, λάδι σε καμβά

Πού είναι οι αναμνήσεις; Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο κι ο θόρυβος χάθηκε μακριά. Δε την ένιωθε πια κοντά του. Μες στα σκοτάδια η φωνή της δε του ψιθύριζε τίποτα. Έμεινεν ακίνητος λίγα λεπτά ακούγοντας. Τίποτα. Η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αφουγκράστηκε ξανά. Απόλυτα σιωπηλή. Ένιωσε πως ήταν μόνος...

He began to doubt the reality of what memory told him. He halted under a tree and allowed the rhythm to die away. He could not feel her near him in the darkness nor her voice touch his ear. He waited for some minutes listening. He could hear nothing: the night was perfectly silent. He listened again: perfectly silent. He felt that he was alone...

Τζέημς Τζόυς
Ένα Θλιβερό Συμβάν - Δουβλινέζοι
(απόσπασμα)

Ο κύριος Ντάφυ σήκωσε τα μάτια από την εφημερίδα κι άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί έξω απ' το παράθυρο, στο σκυθρωπό βραδινό τοπίο. Το ποτάμι κυλούσεν ήσυχα πίσω από το εγκαταλελειμμένο οινοποιείο, ενώ, από καιρό σε καιρό ένα φως άναβε σ' ένα από τα σπίτια της οδού Λούκαν. "Θεέ μου! τί τέλος", ψιθύρισε. Όλη η περιγραφή του θανάτου της τον έκανε να επαναστατήσει και πιο πολύ γιατί αυτός πρώτος της είχε μιλήσει για πράγματα που ο ίδιος θεωρούσε ιερά. Οι τετριμμένες φράσεις, οι κενές εκφράσεις συμπαθείας, οι προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις του πληρωμένου δημοσιογράφου για ν' αποσιωπήσει τις λεπτομέρειες ενός κοινότατου και χυδαίου θανάτου, του φέραν αναγούλα. Όχι μόνον εξευτέλισε τον εαυτό της, αλλά εξευτέλισε κι αυτόν τον ίδιο, είδε τη βρωμερή πλευρά του βίτσιου της, ένα βίτσιο άθλιο κι εμετικό. Η σύντροφος της ψυχής του! Θυμήθηκε τις θλιβερές υπάρξεις που 'χε δει να τρεκλίζουνε, κρατώντας κανάτια ή μπουκάλια κρασί, που τους γέμιζεν ο κάπελας. Δίκαιε Θεέ, τί τέλος! Σίγουρα, δε γινόταν αλλιώς. Ήταν μια γυναίκα διπλοπρόσωπη, βέβαια δυσκολοπροσάρμοστη, χωρίς θέληση και σκοπό, εύκολη λεία των παθών, έν από τα ανθρώπινα ράκη που ξερνούν οι πολιτισμένες κοινωνίες. Να ξεπέσει τόσο! Ήτανε δυνατό να 'χει διαψευστεί εντελώς για λογαριασμό της; Θυμήθηκε την έκρηξή της κείνη τη βραδιά και τη βρήκε ακόμα πιο κατάπτυστη. Επιδοκίμαζε τώρα τον εαυτό του για τη στάση που 'χε κρατήσει τότε.


Τζέημς Τζόυς (1882-1941)

Καθώς έπεφτε η νύχτα κι η μνήμη ξεστράτιζε, νόμιζε πως ένιωσε το χέρι της νεκρής ν' αγγίζει το δικό του. Το τράβηγμα που πριν είχε νιώσει στο στομάχι του, τώρα το 'νιωθε στα νεύρα του. Έβαλε βιαστικά το καπέλο και το πανωφόρι του και βγήκε. Ο παγωμένος αέρας τονε χτύπησε στο πρόσωπο, έμπαινε μέσα στα μανίκια του πανωφοριού. 'Οταν έφτασε στην ταβέρνα που βρίσκεται στη γέφυρα του Τσάπελιζολντ, μπήκε μέσα και ζήτησε ένα ζεστό γκρογκ. Ο ταβερνιάρης τονε σέρβιρε σχεδόν δουλικά, όμως δε σκέφτηκε να διακινδυνεύσει να του μιλήσει. Υπήρχανε πεντέξι εργατικοί στο κατάστημα, που συζητούσανε για την αξία της ιδιοκτησίας στην κομητεία του Κιλντέαρ. Πίνανε κατά διαστήματα από τα μεγάλα ποτήρια του μισού κιλού, κάπνιζανε και φτύνανε στο πάτωμα, σέρνοντας τις βαριές αρβύλες τους σκεπάζοντας τα φτυσίματα με το πριονίδι. Ο κύριος Ντάφυ κάθισε σ' ένα σκαμνί και τους κοίταζε χωρίς να τους βλέπει. Ύστερα από λίγο φύγανε κι ο κύριος Ντάφυ ζήτησε και δεύτερο γκρογκ. Η ταβέρνα τώρα ήταν άδεια, ο ταβερνιάρης ακουμπισμένος στον πάγκο διάβαζε την εφημερίδα και χασμουριόταν. Αραιά και πού, ακούγονταν τα τραμ που περνούσανε στο μοναχικό δρόμο.

Όπως καθόταν, άρχισε να ξαναζεί στιγμές από τη ζωή του μαζί της. Στη μνήμη ερχόταν διαδοχικά οι δυο εικόνες. η τωρινή ζωή του και το κοινό παρελθόν. Τότε κατάλαβε πως αυτή δε ζούσε πια, πως είχε κιόλας γίνει ασήμαντη. Πως δεν υπήρχε.

Άρχισε να αισθάνεται πολύ άσχημα. Αναρωτιότανε τί άλλο μπορούσε να κάνει, δε μπορούσε βέβαια να διατηρήσει αυτή τη σχέση, αυτή τη κωμωδία της υποκρισίας. Εξάλλου δε μπορούσε να ζει μαζί της ανοιχτά. Έκανε αυτό που νόμιζε σωστό. Σε τί ήτανε φταίχτης; Όμως τώρα που αυτή δεν υπήρχε κατάλαβε πόσο μοναχική ήταν η ζωή της, καθισμένη ολομόναχη, νύχτες και νύχτες σε κείνο το δωμάτιο. Κι η δικιά του η ζωή ήτανε το ίδιο μοναχική κι αυτός θα πέθαινε, θα 'παυε να υπάρχει, θα γινόταν ανάμνηση, αν βρισκότανε βέβαια κάποιος να τονε θυμηθεί. Ήτανε περασμένες εννιά, όταν άφησε τη ταβέρνα. Η νύχτα ήτανε κρύα και σκοτεινή. Μπήκε στο πάρκο από τη πρώτη πόρτα και περπάτησε μόνος κάτω από τα δέντρα. Περιπλανήθηκε κάτω από τις παγωμένες αλέες, όπως τότε, τέσσερα χρόνια πριν. Του φαινότανε πως περπατούσε πλάι του μες στο σκοτάδι. Στιγμές-στιγμές νόμιζε πως άκουγε τη φωνή της να του χαϊδεύει τ' αφτιά, το χέρι της ν' αγγίζει το δικό του. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε. Γιατί αλήθεια της αρνήθηκε τη ζωή; Γιατί τη καταδίκασε σε θάνατο; Ένιωσε την ηθική του να γίνεται κομμάτια.

Όταν έφτασε στη κορφή ενός χαμηλού υψώματος, σταμάτησε και κοίταξε το ποτάμι να κατεβαίνει ως το Δουβλίνο, που τα φώτα του λάμπανε κατακόκκινα και φιλόξενα, μες στη παγωμένη νύχτα. Έπειτα το βλέμμα του κατηφόρισε τη πλαγιά ως τα ριζά του χαμηλού λόφου. Κει, στη σκιά του τοίχου του πάρκου, είδε αγκαλιασμένες κάτι ανθρώπινες σκιές. Αυτοί οι λαθραίοι και πληρωμένοι έρωτες, που τονε γέμιζαν απελπισία. Γιατί βασάνιζε έτσι σκληρά τον εαυτό του; Γιατί τόσην αναλγησία; Ένιωσε πως ήταν ένας απόβλητος απ' το πανηγύρι της ζωής. Ένας άνθρωπος, μια γυναίκα τον είχε αγαπήσει κι αυτός της είχε αρνηθεί τη ζωή και την ευτυχία και το χειρότερο τη καταδίκασε σ' αυτό το ντροπιασμένο θάνατο. Ήξερε πως αυτοί που κυλιόνταν στο χώμα, κοντά στον τοίχο, θα 'θελαν να τον έβλεπαν να φεύγει. Κανείς δεν τον ήθελε. Ήταν ο απόβλητος, ο διωγμένος. Γύρισε τα μάτια του προς το γκρίζο λαμπρό ποτάμι που προχωρούσε ελικοειδώς προς τη πόλη.

Πέρα από το ποτάμι ένα τρένο κατευθυνόταν προς τον σταθμό του Κίνγκσταουν, καθώς ένα σκουλήκι που σέρνεται με πυρωμένο κεφάλι μες στα σκοτάδια, πεισμωμένο κι εργατικό. Το τρένο εξαφανίστηκε, όμως αυτός εξακολουθούσε ν' ακούει στ' αφτιά του τον κουρασμένο βόμβο της ατμομηχανής που επαναλάμβανε τις συλλαβές του ονόματός της. Πήρε τον ίδιο δρόμο του γυρισμού. Ο ρυθμός του τρένου σφυροκοπούσε τα μηνίγγια του. 'Αρχισε ν' αμφιβάλλει για τη πραγματικότητα. Πού είναι οι αναμνήσεις; Στάθηκε κάτω από ένα δέντρο κι ο θόρυβος χάθηκε μακριά. Δε την ένιωθε πια κοντά του. Μες στα σκοτάδια η φωνή της δε του ψιθύριζε τίποτα. Έμεινεν ακίνητος λίγα λεπτά ακούγοντας. Τίποτα. Η νύχτα ήταν απόλυτα σιωπηλή. Αφουγκράστηκε ξανά. Απόλυτα σιωπηλή. Ένιωσε πως ήταν μόνος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: