Έλληνες ποιητές & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοιΓιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, λάδι σε καμβάΗ ζέστη κατεδαφίζει τη σκέψη, αναδεικνύει την ασχήμια, διαλύει την ψευδαίσθηση - συμμαχεί με την απόλυτη βαρβαρότητα των ημερών. Χωρίς έλεος...Με όπλα λόγο και εικόνα, ποίηση και ζωγραφική...Συνεχίζουμε τα ξόρκια της ψύχρας...Συνεχίζουμε τον χορό της βροχής...Γιάννης Ρίτσος
Χειμερινή διαύγεια(απόσπασμα)
Ατέλειωτα κυριακάτικα πρωινά με μια παγερή χειμωνιάτικη λιακάδα
λίγες παιδιάτικες φωνές σταματημένες στον καρόδρομο
κ' η επαρχία ασβεστωμένη φέγγοντας μες στο κενό, μες στην ασφυκτική διαφάνεια
Το σπίτι τού συμβολαιογράφου με τα μεγάλα του παράθυρα
τα καθαρά του τζάμια, όλο ανοιγμένο προς τα έξω,
μην έχοντας να κρατήσει τίποτα δικό του,
ολόκληρο κερδισμένο απ' το χειμώνα,
με τα ντουλάπια του, τις κρεμάστρες του, την κουζίνα του,
με το μεγάλο μπρούντζινο μαγκάλι τής τραπεζαρίας -
κ' οι μανταρινόφλουδες να σιγοκαίνε στο μαγκάλι θυμιατίζοντας
παλιές εικόνες, παλιούς καιρούς, που χάσανε τη δύναμή τους και το χρώμα τους
και λίγο - λίγο χάσανε το νόημά τους
κι αργότερα τον πόνο και το βάρος τους
κι αργότερα τη νοσταλγία τους -
Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Πότε; Πού; Γιατί;
Και τι να τα κρατήσεις; Τι να τα κάνεις;
Τι να τον κάνεις το χρόνο; Να διατηρήσεις τι;
Έγνοιες για τα χαλιά, για τις κουβέρτες, για τα μάλλινα ρούχα -
χρόνια και χρόνια, κάθε χρόνο, στο έμπα τής άνοιξης,
να τα μαζεύεις, να τα τινάζεις, να τα βουρτσίζεις,
να τα καταχωνιάζεις στα μπαούλα, στις ντουλάπες, στρώμα - στρώμα με παλιές εφημερίδες,
σα να θάβεις κάτι αγαπημένο για να το διαφυλάξεις
κ' είναι μια λύπη να το θάβεις - μα τι να γίνει;
Ύστερα είναι το φως τής άνοιξης και το πράσινο της άνοιξης,
ύστερα το φως τού καλοκαιριού κ' η θάλασσα του καλοκαιριού,
ύστερα μήτε άνοιξη μήτε καλοκαίρι μήτε πράσινο μήτε θάλασσα,
μονάχα το φως κ' οι χειρονομίες του μες στο άπειρο,
το κάτασπρο φως που όλα τα καίει, τα πνίγει, τ' αφανίζει,
παλιά και νέα και αυριανά, βουνά, δέντρα και μάρμαρα,
δόξες κ' αισθήματα και γεγονότα κι αποφάσεις.
Τότε και συ ξεχνούσες λύπη, τύψη, σχέδια και μετάνοια - ξανάρχιζες
τα ίδια σφάλματα, τα ίδια φιλιά, την ίδια γύμνια έτσι καλά ντυμένη,
ώσπου να ‘ρθουν οι πρώτες υγρασίες,
τα πρώτα μεγάλα μετανιωμένα αστέρια,
η σιωπηλή, όλο θάμβος, λεηλασία τού φθινοπώρου.
Κ' έφτανε αργή κι αθόρυβη, κι όχι θλιμμένη, η άλλη μέθη, της περισυλλογής,
να συγκεντρώνεις τα διασκορπισμένα, να εκβιάζεις
ένα κέρδος μαγικό απ' τ' απωλεσμένα - κι όχι να εκβιάζεις
μονάχα τους προσφέρονταν διπλά και τρίδιπλα,
κήποι και γέλια κοριτσιών ανάμεσα στις ακακίες πού ήταν κάποτε
εχθρικά ή αδιάφορα ανθισμένες
κ' ήταν πάλι ανθισμένες - ολόκληρες λευκές στρατιές, σύμμαχες τώρα, στο αραιό σκοτάδι.
Το πράσινο παγκάκι, όπου κάθισες μια νύχτα ολομόναχος, περικλεισμένος από ανώφελα άστρα,
μετακόμιζε μόνο του τώρα μες απ' τα ωχρά χωράφια τής φθινοπωρινής ερήμωσης
φτάνοντας ως την πόρτα σου σαν αμαξάκι εξοχικό μέσα του
κάθονταν τώρα δυο, - μπορείς να πεις κ' ευτυχισμένοι,
γιατί με το να δεις και να παραδεχτείς εκείνα πού δεν είχες και δε θα 'χεις
είναι σχεδόν σα να τα 'χεις, - τα 'χεις σίγουρα. Έτσι λέγαμε, κ' ίσως με ειλικρίνεια.
Γιάννης Ρίτσος (1909-1990)
Η επιστροφή της Ιφιγένειας(απόσπασμα)
Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι' αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί∙ — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
πούχε κυλήσει κάτω απ' το τραπέζι κ' ύστερα
κάτω απ' τον καναπέ κ' εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — τόχε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κ' ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα-ένα —
λογής-λογής αποτυπώματα δοντιών, — κ' είταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.
Τι περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ' αυτή την ερήμωση; Τι περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ' την πόρτα, πίσω απ' τα ρούχα μας, πίσω απ' το θάνατό μας,
πίσω απ' τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ' έμφαση ως κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.
---------------------
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Στ' Τόμος] (1978)