Μια πλήξη, ερημωμένη απ' τις σκληρές ελπίδες,
πιστεύει ακόμα στο υπέροχο "αντίο" των μαντηλιών!
Κι ίσως τα κατάρτια σου, τις θύελλες καλώντας
να είν' αυτά που ο άνεμος τα γέρνει στα χαμένα
τα ναυάγια, δίχως κατάρτια, δίχως να φτάσουνε στα γόνιμα νησιά...
Όμως καρδιά μου, άκουσε το τραγούδι των ναυτών!
Στεφάν Μαλαρμέ
Θαλασσινή Αύρα
Η σάρκα είναι γεμάτη θλίψη αλίμονο! και διάβασα όλα τα βιβλία.
Να φύγεις! Να φύγεις κάτω κει! Νιώθω πως τα πουλιά μεθούν
σα βρίσκονται ανάμεσα στον άγνωστον αφρό και στα ουράνια!
Τίποτα, ούτε οι κήποι οι παλιοί όπου στα μάτια καθρεφτίζονται
δε θα κρατήσουν τη καρδιά αυτή όπου βουτά στη θάλασσα
ω νύχτες! ούτε το αχνό φως της λάμπας μου που πέφτει
πάνω στ' άγραφο χαρτί που ανθίσταται η λευκότης του
κι ούτε η νέα γυναίκα που το βρέφος της βυζαίνει.
Θα φύγω! Πλοίο συ, που το κατάρτι σου ζυγιάζεται,
την άγκυρά σου σήκωσε για χώρα εξωτική!
Μια πλήξη, ερημωμένη απ' τις σκληρές ελπίδες,
πιστεύει ακόμα στο υπέροχο "αντίο" των μαντηλιών!
Κι ίσως τα κατάρτια σου, τις θύελλες καλώντας
να είν' αυτά που ο άνεμος τα γέρνει στα χαμένα
τα ναυάγια, δίχως κατάρτια, δίχως να φτάσουνε στα γόνιμα νησιά...
Όμως καρδιά μου, άκουσε το τραγούδι των ναυτών!
Mallarmé Stéphane (1842-1898)
(πορτρέτο του Édouard Manet)
Brise marine
La chair est triste, hélas ! et j’ai lu tous les livres.
Fuir ! là-bas fuir ! Je sens que des oiseaux sont ivres
D’être parmi l’écume inconnue et les cieux !
Rien, ni les vieux jardins reflétés par les yeux
Ne retiendra ce cœur qui dans la mer se trempe
Ô nuits ! ni la clarté déserte de ma lampe
Sur le vide papier que la blancheur défend
Et ni la jeune femme allaitant son enfant.
Je partirai ! Steamer balançant ta mâture,
Lève l’ancre pour une exotique nature !
Un Ennui, désolé par les cruels espoirs,
Croit encore à l’adieu suprême des mouchoirs !
Et, peut-être, les mâts, invitant les orages
Sont-ils de ceux qu’un vent penche sur les naufrages
Perdus, sans mâts, sans mâts, ni fertiles îlots...
Mais, ô mon cœur, entends le chant des matelots !
ΌραμαΘλίψη η σελήνη σκόρπιζε. Και δακρυσμένα Σεραφείμ
ονειρεύονταν, στα δάχτυλά τους το δοξάρι, στη σιγαλιά ανθών
όλο μελαγχολία, από θλιμμένες βιόλες ανακρούοντας
λευκούς λυγμούς που αργοσέρνονται στο γαλανό των πετάλων
ήταν ευλογημένη μέρα του πρώτου σου φιλιού.
Ο ρεμβασμός μου, που να με τυραννά του αρέσει
μεθούσε πάνσοφα από την ευωδιά της θλίψης
που και χωρίς λύπη ή στεναχώρια αφήνει
στη καρδιά όπου την έδρεψε του Ονείρου τη συγκομιδή
λοιπόν πλανιόμουν, το μάτι καρφωμένο στο ρικνόν οδόστρωμα
όταν με τον ήλιο στα μαλλιά, εκεί στο δρόμο
και μες στ' απόβραδο, μου φανερώθηκε γελώντας
και πίστεψα πως τη νεράδια έβλεπα με κόμη φωτισμένη
που άλλοτε, σαν ήμουνα παιδί, ερχόταν στο βαθύ μου ύπνο
αφήνοντας πάντα από τα μισάνοιχτα χέρια της
να πέφτουνε σα χιόνι, λευκά μπουκέτα μυρωμένων άστρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου