Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
...Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος...
Ανοίγει, πολύ νωρίς, τον κατάλογο των καταραμένων ποιητών...
Ο πρώτος καταραμένος ποιητής...
Ένας σύγχρονος ποιητής από τον μεσαίωνα...
François Villon
Η Μπαλάντα Του Μπλουά
Πλάι στη βρύση παθαίνω διψασμένος
Καίω σα φωτιά και τρέμω, τουρτουρώ
Στον τόπο μου ενώ ζω, είμαι πλέρια ξένος
Κοντά στη 'στιά τα δόντια κουρταλώ
Σα σκούληκας γυμνός στολή φορώ
Γελώντας κλαίω χωρίς ελπίδα πια
Χαίρουμαι κι όμως δεν έχω χαρές
Θεριό είμαι δίχως δύναμη καμιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Στ' "αβέβαιος" πάντα βρίσκω τ' "ορισμένος"
Το ξάστερο το βλέπω σκοτεινό
Διστάζω για ό,τι πλέρια είμαι πεισμένος
Για κάθε ξαφνικό φιλοσοφώ
Κερδίζω και χαμένος θε να 'βγω
Όταν χαράζει, λέω, -"Καλή νυχτιά!"
Ξαπλώνω, λέω, θα φάω καμιά βροντιά
Είμαι πλούσιος κι όλο έχω αδεκαριές
Μαγκούφης, καρτερώ κληρονομιά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Έγνοιες δεν έχω κι είμ' ιδεασμένος
Πλούτια να βρω, μα δεν επιθυμώ
Απ' όσους μ' επαινούνε προσβαλμένος
Και κοροϊδεύω ό,τι είναι σοβαρό
Φίλο έχω όποιον με πείσει πως γλυκό
Κελάηδημα είν' της κάργιας η σκουξιά
Για όποιον με βλάφτει λέω πως μ' αγαπά
Το ίδιο μου είναι κι οι αλήθειες κι οι ψευτιές
Τα ξέρω όλα, δε νιώθω τόσο δα
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές
Πρίγκιπα μου μακρόθυμε, καμμιά
γνώση δεν έχω και μυαλό σταλιά
Μα υπακούω στους νόμους, τι άλλο θες;
Πώς, τους μιστούς να πάρω είπες, ξανά
Καλόδεχτος, διωγμένος με κλοτσιές.
Μπαλάντα Στην Αγαπημένη
Ψεύτρα ομορφιά, που τόσο μου κοστίζεις.
Γλυκειά υποκρίτρα, με καρδιά σκληρή,
αγάπη, που σαν πέτρα δε λυγίζεις.
Του μαύρου χαλασμού μου εσύ αφορμή,
που τη καρδιά μου θες να δεις νεκρή.
Περήφανη, που θάνατο όλο σπέρνεις.
Ανήλεη δε σου λέει ποτέ η ψυχή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις;
Τη συμπόνοια, που εσύ δε μου χαρίζεις,
κάλλιο να ζήταγα αλλού μα δε βολεί,
απ' το φαρμάκι που όλο με ποτίζεις,
για να γλιτώσω φεύγω όλος ντροπή.
Βοήθεια, ωιμέ! Μεγάλη και μικρή,
έτσι, άμαχο νεκρό, γιατί με σέρνεις;
Λυπήσου με πια, δείξου σπλαχνική...
Αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις.
Θα' ρθεί καιρός που κλαίοντας, θ' αντικρύζεις
μαραμένη την άνθησή σου αυτή.
Πώς θα γελώ, αν μπορώ, όταν θα τσακίζεις;
θε να 'μαι τότε γέροντας κι εσύ,
άσχημη, δίχως χρώμα και ζωή.
Μέθα λοιπόν και τη χαρά μη παίρνεις
απ' όλους, όσο κι αν είσαι και ζωηρή
κι αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνεις!
Πρίγκιπα, απ' όλους πρώτα εσύ εραστή,
πιότερο η θλίψη ας μη σε συνεπαίρνει.
Έχει όμως χρέος, κάθε καρδιά πιστή,
αντίς απελπισιά, χαρά να φέρνει...
François Villon (1431-1463)
Κι εγώ υποτακτικός τους θα λογιέμαι
σε λόγια κι έργα. Δεν θα σταματήσει
να τους τιμά η καρδιά μου, ούτε θ’ αρνιέμαι
ό,τι κι αν λένε. Τρέλλα έχει χτυπήσει
όποιον βρεθεί να τους κακολογήσει,
γιατί στο κήρυγμα, ή εδώ κι εκεί
- να πω που; Τίποτα δεν θα ωφελήσει -,
τούτοι οι ανθρώποι είναι εκδικητικοί.
Η Μπαλάντα Των Κυριών Του Παλιού Καιρού
Πέστε μου που, σε ποιό μέρος της γης,
είναι η Φλώρα, η ωραία από τη Ρώμη,
η Αλκιβιάδα κι ύστερα η Θαΐς,
η ξαδέλφη της με τη χρυσή κόμη;
Ηχώ απαλή, σκια σε λίμνη, τρόμοι
των φύλλων, ροδοσύννεφα πρωινά,
η εμορφιά τους δεν έδυσεν ακόμη.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
Που 'ν' η αγνή και φρόνιμη Ελοΐς;
Γι' αυτήν είχε τότε καλογερέψει
ο Πέτρος Αμπαγιάρ. 'Αλλος κανείς
όμοια στον έρωτα δε θα δουλέψει.
Κι η βασίλισσα που έκαμε τη σκέψη
κι έριξε στον Σηκουάνα, αληθινά,
το σοφό Μπουριντάν για να μουσκέψει;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
Η ρήγισσα Λευκή, ρόδον αυγής,
με τη φωνή της τη γλυκακουσμένη,
η Βέρθα, η Βεατρίκη, η Αρεμβουργίς
του Μάιν, η Σπαρτιάτισσα Ελένη
κι η καλή Ιωάννα από τη Λοραίνη,
όλες ανοίξεως όνειρα τερπνά,
η ανάμνηση τους ζωηρή απομένει.
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
Πρίγκηψ, αν τις αναζητείτε τώρα,
τάχα θα τις έβρετε πουθενά,
τάχα θα υπάρχουν σε καμιά χώρα;
Μα που 'ναι τα χιόνια τ' αλλοτινά;
(μτφ Κώστας Καρυωτάκης)
Ballade Des Dames De Temps Jadis
Dictes moy ou, n'en quel pays,
Est Flora la belle Rommaine,
Archipiades ne Thaïs,
Qui fut sa cousine germaine,
Echo parlant quant bruyt on maine
Dessus riviere ou sus estan,
Qui beaulté ot trop plus q'humaine.
Mais ou sont les neiges d'antan?
Ou est la tres sage Helloïs,
Pour qui chastré fut et puis moyne
Pierre Esbaillart a Saint Denis?
Pour son amour ot ceste essoyne.
Semblablement, ou est la royne
Qui commanda que Buridan
Fust geté en ung sac en Saine?
Mais ou sont les neiges d'antan?
La royne Blanche comme lis
Qui chantoit a voix de seraine,
Berte au grand pié, Beatris, Alis,
Haremburgis qui tint le Maine,
Et Jehanne la bonne Lorraine
Qu'Englois brulerent a Rouan;
Ou sont ilz, ou, Vierge souvraine?
Mais ou sont les neiges d'antan?
Prince, n'enquerez de sepmaine
Ou elles sont, ne de cest an,
Qu'a ce reffrain ne vous remaine:
Mais ou sont les neiges d'antan?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου