t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 8 Ιουνίου 2010

Σχόλια & ζωγραφική, σύγχρονοι ζωγράφοι: όταν ακόμη υπήρχε ποίηση...

Ποιητές & ζωγράφοι, ζωγραφική, Έλληνες ζωγράφοι


Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινό, λάδι σε καμβά

Από τους τελευταίους μεγάλους ποιητές...

Όταν ακόμη η ποίηση σήμαινε χρώμα, τέχνη, ρυθμό και ήχο...

Όταν ήταν ακόμη ποίηση...

The first poems I knew were nursery rhymes, and before I could read them for myself I had come to love just the words of them, the words alone. What the words stood for, symbolised, or meant was of very secondary importance -- what mattered was the very sound of them as I heard them for the first time on the lips of the remote and quite incomprehensible grown-ups who seemed, for some reason, to be living in my world. And those words were, to me, as the notes of bells, the sounds of musical instruments, the noises of wind, sea, and rain, the rattle of milkcarts, the clapping of hooves on cobbles, the fingering of branches on a window pane, might be to someone deaf from birth, who has miraculously found his hearing.

Τα πρώτα ποιήματα που γνώρισα ήταν στιχάκια του νηπιαγωγείου, και πριν καν μάθω να τα διαβάζω είχα ερωτευτεί τις λέξεις τους, τις λέξεις τους μόνο. Τί ήταν οι αυτές οι λέξεις, τί συμβόλιζαν, τί σήμαιναν ήταν δευτερεύουσας σημασίας - σημασία είχε ο ίδιος τους ο ήχος όπως τις άκουγα για πρώτη φορά στα χείλη των απόμακρων και αρκετά ακατανόητων ενηλίκων που φαίνεται για κάποιο λόγο ζούσαν στον κόσμο μου. Και αυτές οι λέξεις ήταν, για μένα, σαν τα σήματα από καμπάνες, τους ήχους από μουσικά όργανα, τους θορύβους του ανέμου, της θάλασσας, και της βροχής, τα κουδουνίσματα του γαλατά, το άγγιγμα των κλαδιών στο τζάμι, σαν να ήμουν κάποιος εκ γενετής κουφός που βρήκε την ακοή του από θαύμα.

(εν αρχή, το ταλέντο: απόσπασμα από επιστολή του Dylan Thomas - πρόχειρη μετάφραση δική μας)

Dylan     Thomas Lights a Cigarette

Dylan Thomas (1914-1953)

Ο μεγάλος Ουαλός ποιητής Dylan Thomas

Light breaks where no sun shines

Light breaks where no sun shines;
Where no sea runs, the waters of the heart
Push in their tides;
And, broken ghosts with glow-worms in their heads,
The things of light
File through the flesh where no flesh decks the bones.

A candle in the thighs
Warms youth and seed and burns the seeds of age;
Where no seed stirs,
The fruit of man unwrinkles in the stars,
Bright as a fig;
Where no wax is, the candle shows its hairs.

Dawn breaks behind the eyes;
From poles of skull and toe the windy blood
Slides like a sea;
Nor fenced, nor staked, the gushers of the sky
Spout to the rod
Divining in a smile the oil of tears.

Night in the sockets rounds,
Like some pitch moon, the limit of the globes;
Day lights the bone;
Where no cold is, the skinning gales unpin
The winter’s robes;
The film of spring is hanging from the lids.

Light breaks on secret lots,
On tips of thought where thoughts smell in the rain;
When logics dies,
The secret of the soil grows through the eye,
And blood jumps in the sun;
Above the waste allotments the dawn halts.

Παύει το φως εκεί που ήλιος δε φωτίζει

Παύει το φως εκεί που ήλιος δε φωτίζει
Εκεί που θάλασσα δεν κυματίζει,
Παλίρροιες φουσκώνουν πέλαγο την καρδιά
Όσα απ το φως και του φωτός, φαντάσματα έκπτωτα,
Κεφάλια λαμπυρίδες παρελαύνουν προς τη σάρκα,
Όπου η σάρκα κόκαλα δεν καταστρώνει.

Κηροπήγιο στους μηρούς
Ζεσταίνει νιάτα και σπορά, καίει τους σπόρους της φθοράς
Εκεί που ο σπόρος δε σαλεύει,
Καρπός ανθρώπινος μεστώνει μες στ αστέρια,
Σαν σύκο φωτεινός
Εκεί που μήποτε κερί, το κηροπήγιο λύνει τα μαλλιά του.

Παύει η αυγή πίσω απ τα μάτια
Από τον πόλο του κρανίου, στον πόλο του ποδιού,
Αίμα ανεμόδαρτο σαν θάλασσα ορμάει
Άφραχτοι, ξέλυτοι οι κρουνοί των ουρανών
Γεμίζουν άκρη σ άκρη το ραβδίο,
Χαμογελούν προφητικά και να:το λάδι των δακρύων.

Νύχτα γυρίζει μες στις κόγχες των ματιών,
Πίσσα φεγγάρι σκοτεινό, το περιθώριο των σφαιρών
Το κόκαλο η μέρα καταυγάζει
Εκεί που κρύο μήποτε, κατάσαρκα μελτέμια
Ξεκουμπώνουν τους μανδύες του χειμώνα
Κρέμεται από τα βλέφαρα της άνοιξης μεμβράνη.

Παύει το φως στα χαμοτόπια,
Σκουπιδαριό το πνεύμα και οι αλήθειες
Βρωμούν και ζέχνουν στη βροχή όταν πεθαίνει η λογική,
Το μυστικό του χώματος πετιέται από το μάτι,
Αίμα τον ήλιο λούζει τα χωράφια
Χωματερές και πάνω εκεί, κατάπληκτη η αυγή.

(μετ. Γιώργος Μπλάνας)

And death shall have no dominion

And death shall have no dominion.
Dead men naked they shall be one
With the man in the wind and the west moon;
When their bones are picked clean and the clean bones gone,
They shall have stars at elbow and foot;
Though they go mad they shall be sane,
Though they sink through the sea they shall rise again;
Though lovers be lost love shall not;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
Under the windings of the sea
They lying long shall not die windily;
Twisting on racks when sinews give way,
Strapped to a wheel, yet they shall not break;
Faith in their hands shall snap in two,
And the unicorn evils run them through;
Split all ends up they shan't crack;
And death shall have no dominion.

And death shall have no dominion.
No more may gulls cry at their ears
Or waves break loud on the seashores;
Where blew a flower may a flower no more
Lift its head to the blows of the rain;
Though they be mad and dead as nails,
Heads of the characters hammer through daisies;
Break in the sun till the sun breaks down,
And death shall have no dominion.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
θάχουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θαχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θαναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αυτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που εν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία

(μετ. Λύντια Στεφάνου)

Do not go gentle into that good night

Do not go gentle into that good night,
Old age should burn and rave at close of day;
Rage, rage against the dying of the light.

Though wise men at their end know dark is right,
Because their words had forked no lightning they
Do not go gentle into that good night.

Good men, the last wave by, crying how bright
Their frail deeds might have danced in a green bay,
Rage, rage against the dying of the light.

Wild men who caught and sang the sun in flight,
And learn, too late, they grieved it on its way,
Do not go gentle into that good night.

Grave men, near death, who see with blinding sight
Blind eyes could blaze like meteors and be gay,
Rage, rage against the dying of the light.

And you, my father, there on the sad height,
Curse, bless, me now with your fierce tears, I pray.
Do not go gentle into that good night.
Rage, rage against the dying of the light.

Μην πας σιγά στο βράδυ το καλό

Μην πας σιγά στο βράδυ το καλό,
Πρέπει να ουρλιάζουν και να καίνε αποβραδίς τα γερατειά
αντιστάσου, αντιστάσου στου φωτός τον τελειωμό .

Αν και το ξέρουν οι σοφοί πως το σκοτάδι είναι σωστό,
Γιατί άνοιξαν οι λέξεις τους και λάμψη πουθενά,
Δεν πάνε αυτοί σιγά στο βράδυ το καλό.

Αποχωρώντας οι καλοί, θρηνούν για το χορό
Που θ άστραφτε η συστολή σε μια ζεστή αγκαλιά.
Αντιστέκονται κι αυτοί στου φωτός τον τελειωμό.

Για ένα τραγούδι οι ατίθασοι, χτυπούν τον ήλιο στο φτερό
Και το τραγούδι κάποτε θρήνος του ήλιου καταντά.
Όμως δεν πάνε αυτοί σιγά στο βράδυ το καλό.

Οι σοβαροί, σχεδόν τυφλοί, στο τέλος βλέπουν φωτεινό
Κι ολόχαρο μετέωρο να καιν τα μάτια τα τυφλά
Κι αντιστέκονται κι αυτοί στου φωτός τον τελειωμό.

Κι εσύ, πατέρα μου, εκεί, στης θλίψης το βουνό
Σ εκλιπαρώ, κατάρα, ευχή τα δάκρυα σου τα σκληρά,
Μην πας σιγά στο βράδυ το καλό.
Αντιστάσου, αντιστάσου στου φωτός τον τελειωμό.

(μετ. Γιώργος Μπλάνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: