t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

Σχόλια & σύγχρονοι ζωγράφοι, ζωγραφική: Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης...

Ποίηση & ζωγράφοι, Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική

Νίκος Καββαδίας

Θεσσαλονίκη

Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα, η πλώρη κέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα 'συ θυμάσαι τη Σμαρώ και τη Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που 'λέγαν οι Χιλιάνοι
-'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι 'Αγια Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσ' ο δόκιμος κι οι δυό Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα
μα 'σένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται, σε κέντησ' η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει πάνω στο σκοινί;

Επάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογά, παραπατά λοξά.
Θυμήσου 'κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μεσ' το ρικσά.

Κάτ' από φώτα κόκκινα κοιμάτ' η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ".
Αύριο, σα τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.

Θεσσαλονίκη ΙΙ

Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.

Τη μάκινα για το καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, τη ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που 'σπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.

Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνω
-της 'Αγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις 'δω αναθρώσκοντα καπνό.

Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Το παπαγάλο, μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας άκουγε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.

Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει.
Έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που μάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: