Μαρία Πολυδούρη
Μυθιστόρημα
(Απόσπασμα από ημιτελές, άτιτλο μυθιστόρημα / προσχέδιο. Γράφτηκε το 1926 , όταν η Μαρία Πολυδούρη παραθέριζε στη Φτέρη Αιγίου.)
*
- Τι άλλα νέα σου γράφει;
- Πως ο πατέρας του Λεωνίδα είνε στην Αθήνα και τους περιμένει. Τους έχει ετοιμάσει ένα ωραίο σπίτι και θα μείνει κοντά τους. Η θεία του, λέει, τρελλάθηκε και την έβαλε ο πατέρας του στο φρενοκομείο... τι γελάς;
- Ξέρω γω, μού φαίνεται πως δεν μπορούσε αλλοιώς να γίνει. Ήταν κι’ όλας τρελλή από τότε που την είχα ιδή για τελευταία φορά. Να, που γελάς και συ. Είδες που πάντα γελούσαμε με τα γεροντάκια αυτά. Κι’ όμως ήταν τόσο δυστυχισμένοι ανθρώποι. Άλλα νέα;
- Θέλεις κι’ άλλα; Ο Κούλης θα εγκατασταθή στο Παρίσι. Πήρε εργασία ως μηχανικός στις φάμπρικες του γαμπρού του. Προσκάλεσε και τον Αλέξη να εργασθή εκεί;
- Ε, λοιπόν;
- Θα πάει;
Είχε ένα ύφος φοβερά θλιμένο.
- Λυπάσαι;
- Ρωτάς; Θα μείνω τόσο μοναχός μου στην Αθήνα.
Παρ’ ολίγο θα του έλεγα “κι ο Λεωνίδας;” αλλά κρατήθηκα, δεν του το είπα, δεν έπρεπε. Είχαν περάσει μέρες που σχεδόν δεν είχαμε αναφέρει αυτό το όνομα. Σε κάποια μονάχα ομιλία, δεν ξέρω, για τους έρωτες των καλλιτεχνών, είπε έξαφνα.
- Ο Λεωνίδας π.χ. δεν είνε ικανός να κάνει ευτυχισμένο κανένα άνθρωπο, ούτε τη γυναίκα που αγαπάει.
Η φωνή του είχε ένα τόνο θυμού. Την άλλη μέρα πολύ πρωί έφυγε.
Είμαι ολομόναχη μέσα σ’ όλον αυτό τον παράξενο κόσμο. Άλλοτε οι γνωριμίες μού ήταν ένα ευχάριστο παιχνίδι, τώρα μού είνε κάτι πολύ ενοχλητικό. Αιστάνομαι εχθρότητα για τους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω. Αν χωνέψουν αυτή μου την εχθρότητα, ύστερα μπορούν τα πράμματα νάναι ομαλά, αν όχι... δε βαριέστε πάλι ομαλά θάναι! Αυτό έλειπε να τσακόνεται τώρα κανείς στα καλά καθούμενα με τον κόσμο. Το πολύ πολύ αν δε μου άρεσε μπορούσα να φύγω. Αυτά τα γαλλικά τους πάλι Θε μου! απάνω στο φαϊ. Και κείνη η άνοστη πολυλογία τους. Μα τι μανία ν’ ανταλλάζουν λόγια χωρίς νόημα με τόση επιμονή ώρες ολόκληρες. Σήμερα από το πρωί είμαι σαν απορροφημένη. Κάθομαι πάντα κάτω από το ίδιο ψηλό ελάτι και βλέπω μακρυά κάτω τη θάλασσα. Που και που περνά κανένα μεγάλο βαπόρι και το κυττάζω ως να χαθή στον ορίζοντα. Έκανα μια θαυμάσια ημέρα. Ο Αιμίλιος θάναι κιόλας στην Αθήνα. Ίσως νάχει έρθει κι’ ο Λεωνίδας από το Παρίσι. Η Αφρούλα λέει με τον Αλέξη εκάθησαν στο ίδιο σπίτι που καθόταν ο Λεωνίδας πριν παντρευτή· τους άφησε και τα έπιπλά του.
Ο ήλιος έχει γύρει πίσω από το δάσος, μόνο μια αδιόρατη ανταύγεια απόμεινε. Οι βάρκες πέρα στη θάλασσα φαίνονται σα μικρά σημάδια αφρό. Τα απέναντι βουνά έχουν το συνηθισμένο ροδογέλαστο χρώμα του δειλινού. Που και που φτάνει στ’ αυτιά μου το “γκουπ γκουπ” κανενός δέντρου που πέφτει. Το ξενοδοχείο είνε άδειο, ο κόσμος λείπει στον περίπατο. Βλέπω μονάχα στη βεράντα έναν άνθρωπο που περπατεί νευρικά πάνω κάτω.
Τι ωραία βραδυά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου