Εις αυτόν τον κάτω τόπον
των φθαρτών της γης ανθρώπων
όλες μας οι ευτυχίες
είν' της πλάνης φαντασίες...
των φθαρτών της γης ανθρώπων
όλες μας οι ευτυχίες
είν' της πλάνης φαντασίες...
Αθανάσιος Χριστόπουλος
Λυρικά - ΙΙΙ Βάκχος
Φύσις
Μοῖρες μου πολυτεχνίτρες,
τῆς ζωῆς μας κυβερνῆτρες
τί
πεθαίνω, ἂν γεννιοῦμαι;
κι
ἂν πεθαίνω, τί γεννιοῦμαι;
Ἄνθρωπε οἱ Μοῖρες λέγουν
ὅτι εἰς τοῦτο δὲν σὲ φταίγουν
καὶ αὐτὴν τὴν κωμωδία
σὲ
τὴν παίζουν τὰ στοιχεῖα.
Ζωντανά ‘ναι, τρέχουν, σμίγουν
κι
εὐθὺς πάλ’ ἐκεῖ ξεσμίγουν.
Μιὰ συμπλέκουν, μιὰ ξεμπλέκουν
καὶ ποτὲ ποσῶς δὲν στέκουν.
Ὅλη τέτοια εἶν’ ἐπίσης
ἡ
παντάστατή τους φύσις˙
κι
ἀπ’ αὐτὴν λοιπὸν στοχάσου,
τρέχ’ ἡ γέννα κι ἡ φθορά σου.
Ὁ σωρός τους ὁ σμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ γεννημένος
κι
ὁ σωρός τους ὁ ξεσμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ πεθαμένος.
Τοῦτο ξεῦρε το καὶ γέλα
κι
ἔλ’ νὰ πᾶμε στὴ βαρέλα,
νὰ
ρωτήσουμε κι ἐκείνη
τί
ἀπόκριση μᾶς δίνει.
Φροντίς
Φροντίς
Τί
μὲ μέλει; τί φροντίζω;
κι ἂν φροντίζω τί ἐλπίζω;
καὶ τί τάχα καρτερῶ;
Νὰ πηδήξω νὰ πετάξω
τὸ μελλούμενο ν’ ἀλλάξω
παντελῶς δὲν ἠμπορῶ.
Ὅ,τ’ ἡ Μοίρα διορίσει
δὲν εἶν’ τρόπος νὰ γυρίσει,
θὰ γενεῖ καὶ θὰ γενεῖ.
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶν’ χαμένα
οὔτε γίνεται κανένα,
ἂν αὐτὴν δὲν τὴν φανεῖ.
Νέος εἶμαι; θὰ γεράσω,
τὴν ζωή μου θὰ τὴν χάσω
καὶ σὰν ἥσκιος θὰ σβησθῶ.
Ὅσα κάμω καὶ πασχίσω,
εἰς τὸν κόσμον θὰ τ’ ἀφήσω
καὶ γυμνὸς θ’ ἀφανισθῶ.
Τὸ λοιπόν, γιατί φροντίδες;
γιατί φόβοι καὶ ἐλπίδες,
γιατί τόση ταραχή;
Βάκχε, φίλε κοίμισέ με˙
Ἔρωτά μου, ξύπνησέ με,
ὅταν φέξει τὸ ταχύ.
Ματαιότης
Εἰς αὐτὸν τὸν κάτω τόπον
τῶν φθαρτῶν τῆς γῆς ἀνθρώπων
ὅλες μας οἱ εὐτυχίες
εἶν’ τῆς πλάνης φαντασίες.
Πλοῦτος, δόξα μεγαλεῖα,
γνώση, μάθηση, σοφία
εἶναι ἥσκιος καὶ ἀέρας
καὶ ὀνείρατα ἡμέρας.
Μιά ‘ναι μόνον εὐτυχία,
ἡ ἀτάραχη ὑγεία:
Νὰ μπορεῖς νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,
κι ἀγκαλιὰ νὰ μὴν ἀφήνεις!
Φίλοι, φίλοι μὴ πλανάστε˙
φᾶτε, πιέτε κι ἀγκαλιάστε.
Ἡδονή ‘ναι τούτη μόνη
κι ὅλα τ’ ἄλλα πλάνοι πόνοι.
κι ἂν φροντίζω τί ἐλπίζω;
καὶ τί τάχα καρτερῶ;
Νὰ πηδήξω νὰ πετάξω
τὸ μελλούμενο ν’ ἀλλάξω
παντελῶς δὲν ἠμπορῶ.
Ὅ,τ’ ἡ Μοίρα διορίσει
δὲν εἶν’ τρόπος νὰ γυρίσει,
θὰ γενεῖ καὶ θὰ γενεῖ.
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶν’ χαμένα
οὔτε γίνεται κανένα,
ἂν αὐτὴν δὲν τὴν φανεῖ.
Νέος εἶμαι; θὰ γεράσω,
τὴν ζωή μου θὰ τὴν χάσω
καὶ σὰν ἥσκιος θὰ σβησθῶ.
Ὅσα κάμω καὶ πασχίσω,
εἰς τὸν κόσμον θὰ τ’ ἀφήσω
καὶ γυμνὸς θ’ ἀφανισθῶ.
Τὸ λοιπόν, γιατί φροντίδες;
γιατί φόβοι καὶ ἐλπίδες,
γιατί τόση ταραχή;
Βάκχε, φίλε κοίμισέ με˙
Ἔρωτά μου, ξύπνησέ με,
ὅταν φέξει τὸ ταχύ.
Ματαιότης
Εἰς αὐτὸν τὸν κάτω τόπον
τῶν φθαρτῶν τῆς γῆς ἀνθρώπων
ὅλες μας οἱ εὐτυχίες
εἶν’ τῆς πλάνης φαντασίες.
Πλοῦτος, δόξα μεγαλεῖα,
γνώση, μάθηση, σοφία
εἶναι ἥσκιος καὶ ἀέρας
καὶ ὀνείρατα ἡμέρας.
Μιά ‘ναι μόνον εὐτυχία,
ἡ ἀτάραχη ὑγεία:
Νὰ μπορεῖς νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,
κι ἀγκαλιὰ νὰ μὴν ἀφήνεις!
Φίλοι, φίλοι μὴ πλανάστε˙
φᾶτε, πιέτε κι ἀγκαλιάστε.
Ἡδονή ‘ναι τούτη μόνη
κι ὅλα τ’ ἄλλα πλάνοι πόνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου