...και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το
Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα
ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη.
Έμεινε
εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους.
Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγγό σφύριγμα. Το καράβι έφευγε...
Γιάννης Σταύρου, Σούρουπο στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Τα πεζά
Ο Ονειροπόλος
Ι
Δεν ήξερε αν ήταν μικρόβιο ή αόρατος κακοποιός, ή ακόμη τίποτε άλλο. Επίστευε όμως ότι ο Χρόνος υπήρχε στο διάστημα. Είχε αρκετές αποδείξεις.
Κάποτε, σ’ ένα μακρινό ταξίδι του, το βαπόρι πέρασε από το λιμάνι μιας επαρχιακής πόλεως όπου είχε ζήσει μικρός. Εβγήκε έξω, θέλοντας να θυμηθεί την παιδική του ζωή. Ήταν Κυριακή. Στην πλατεία η μπάντα έπαιζε κάποια ιταλική όπερα. Ο κόσμος έκανε βόλτες ή καθόταν στο καφενείο. Τα παιδιά, όσα δεν έτρεχαν, παρακολουθούσαν τις κινήσεις του αρχιμουσικού. Μια μακαριότης επλανάτο πάνω σ’ όλα.
Είδε το πατρικό του σπίτι. Τον κήπο. Την ταράτσα, που ανέβαινε για να απλώσει τους αετούς, ή για να κηρύξει πετροπόλεμο, δένοντας βιαστικά βιαστικά χάρτινες σημαιούλες.
Τίποτε δεν άλλαξε. Οι καρέκλες του ζαχαροπλαστείου σε τρεις σειρές, όπως και τότε. Ακόμα και η πλάκα που πατούσε ήταν ίδια. Όλα ήταν τα ίδια. Μόνο που είχαν μικρύνει. Είχαν απελπιστικά μικρύνει. Είχαν χάσει το ένα τρίτο του όγκου τους. Αλλά αυτό έγινε συμμετρικά, κ’ έτσι οι άνθρωποι που κάθονταν ακίνητοι και σιωπηλοί, σαν απόντες, γύρω στα μαρμάρινα τραπέζια, και τα κορίτσια, πιο πέρα, με τις φωτεινές γραμμές της σιλουέτας τους, υψωμένες παράλληλα προς το νερό του αναβρυτηρίου, και οι δυο γέροι, σ’ ένα μπαλκόνι, με τις θαμπές, αμφίβολες γραμμές, των χαρακτηριστικών τους, και οι μουσικοί, και ο αρχιμουσικός ακόμα, που ενόμιζε ότι κρατούσε με τη μπαγκέτα του το Χρόνο, δεν είχαν τίποτε αντιληφθεί. Ο Χρόνος όμως εδούλευε ελεύθερα ανάμεσα τους, τρώγοντας κάθε στιγμή κάτι από τη φτωχή τους ύπαρξη.
Έμεινε εκεί αρκετή ώρα, αφηρημένος, σα να περίμενε τους μικρούς του φίλους. Για να συνέλθει χρειάστηκε ένα στριγγό σφύριγμα. Το καράβι έφευγε...
IV
Εμελέτησε. Επούλησε κάποιο σπίτι που είχε, και αγόρασε χημικά όργανα. Κλεισμένος ολημέρα σ' ένα υπόγειο, έκανε σειρές πειραμάτων, αρχίζοντας απο τα πιο απλά και τολμώντας τ' αδύνατα. Ανέλυε τις ουσίες, ήλεγχε τους τύπους που παραδέχτηκε η επιστήμη. Προσπαθούσε να βρει ένα λάθος στα δεδομένα της, κι απο το λάθος αυτό να βγάλει το νέο στοιχείο. Μέσα στο υδρογόνο ή το οξυγόνο, μπορούσε να υπάρχει, σε μικρή βέβαια αναλογία, ο Χρόνος. Δεν αποθαρρυνόταν. Γεμάτος χαρά επανελάμβανε το πείραμα που απέτυχε.
Παρακολουθούσε τη ζωή απο την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πώς να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα σ' ένα γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τί θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2015
Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015
νύχτα θλιβερού Οχτώβρη...
Και της απάντησα εγώ: «Όνειρο είναι απλά:
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!...
*
I replied- 'This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Έντγκαρ Άλαν Πόε
ΟΥΛΑΛΟΥΜ
Σταχτί και σκυθρωπό το χρώμα τ’ ουρανού
και τα φύλλα ήταν τριμμένα και ξερά –
ναι, τα φύλλα ήταν μαραμένα και ξερά.
Ήταν νύχτα θλιβερού Οχτώβρη
στης μνήμης μου την ανεξίτηλη χρονιά.
Ήταν δύσκολα στη μουντή λίμνη του Όβρη
στην ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
μες στη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
στα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.
Εδώ κάποτε σε δρόμο με γιγάντια κυπαρίσσια,
περιπλανήθηκα συντροφιά με την Ψυχή μου
μες στα κυπαρίσσια οδήγησα την Αδερφή Ψυχή μου.
Κι ήταν μέρες που η καρδιά μου είχε λαύρα
σαν τα γεμάτα τέφρα ποτάμια που κυλούν –
σαν τις λάβες που αδιάκοπα κυλούν
ρέματα από θειάφι απ’ το Γιάανεκ ρέουν –
στα έσχατα κλίματα του πόλου –
που βογκούν κι απ’ το όρος Γιάανεκ ρέουν
στα βασίλεια του Βόρειου Πόλου.
O λόγος μας στοχαστικός και μετρημένος
αλλ’ οι σκέψεις μας ήταν αναιμικές, ξερές –
οι θύμησές μας ήταν ύπουλες, ξερές –
γιατί δε νιώθαμε πως ήταν Οχτώβρης,
και δεν προσέξαμε τη νύχτα της χρονιάς –
(αχ, εκείνη απ’ όλες τις νύχτες της χρονιάς!)
και δεν είδαμε τη μουντή λίμνη του Όβρη
(αν και κάποτε διαβήκαμ’ από δω)
κι ούτε νιώσαμε τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
κι ούτε τα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.
Και τώρα, καθώς η νύχτα έφτανε στο γέρμα
και τ’ αστρικά ρολόγια δείχνανε πρωί –
τ’ αστρικά ρολόγια προϊδέαζαν πρωί –
και στου διάβα μας φάνηκε το τέρμα
μια νεφελώδης και αχνή μαρμαρυγή
απ’ όπου της Αστάρτης βγήκε η λειψή σελήνη
δικέρατη, διαμαντοστόλιστη πριν τη χαραυγή
ξεχωριστή, δικέρατη σελήνη.
Και είπα: «Απ’ την Άρτεμη αυτή είναι πιο θερμή:
πετάει μέσα σ’ αιθέρα αναστεναγμών –
ξεφαντώνει σε βασίλεια αναστεναγμών:
είδε τα δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμη
στις παρειές αυτές που το σκουλήκι ζει ακόμη
και διάβηκε απ’ τ’ άστρα του Λέοντα
να μας δείξει το ουράνιο μονοπάτι –
της γαλήνιας Λήθης το μονοπάτι,
βγήκε, ενάντια στο Λέοντα,
να μας φέξει με τα λαμπρά της μάτια –
πέρασε μέσ’ απ’ το άντρο του Λέοντα
με αγάπη στα φωτεινά της μάτια».
Αλλά η Ψυχή το δάχτυλό της ύψωσε
κι είπε: «Το άστρο αυτό το δυσπιστώ –
την ασυνήθιστη ωχρότητά του τη φοβούμαι: –
Αχ, σπεύσε! Να μη μείνουμε άλλο εδώ!
Να φύγουμε! Να πάμε! Μη χρονοτριβούμε!»
Με τρόμο μίλησε και άφησε να πέσουν
τα φτερά της και να συρθούν μέσα στη σκόνη –
αγωνιούσε κι έκλαιγε αφήνοντας να πέσουν
τα βαμβακένια της φτερά μέσα στη σκόνη –
και θλιβερά να σέρνονται μέσα στη σκόνη.
Και της απάντησα εγώ: «Όνειρο είναι απλά:
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!
Η σιβυλλική του αίγλη μας φέγγει λαμπρά
μ’ Ομορφιά κι Ελπίδα απόψε: –
Δες πώς τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε!
Αχ, ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά –
ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά,
αφού τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε».
Έτσι κανάκεψα την Ψυχή και τη φίλησα,
και την έβγαλα απ’ την κακοκεφιά της –
νικώντας τις φοβίες της και την κακοκεφιά της,
και στου ορίζοντα φτάσαμε το τέρμα,
αλλά σταματήσαμε στη θύρα ενός τύμβου –
στη θύρα ενός ενεπίγραφου τύμβου.
Κι είπα: «Τι γράφει εδώ, γλυκιά αδελφούλα
στη θύρα αυτού του ενεπίγραφου τύμβου;»
Απαντώντας μου είπε: «Ουλαλούμ – Ουλαλούμ –
είν’ ο τάφος της χαμένης σου Ουλαλούμ!»
Πελιδνή και μαύρη έγινε τότε η καρδιά μου
σαν τα φύλλα τα τριμμένα και ξερά –
σαν τα φύλλα τα μαραμένα και ξερά.
Κι ανέκραξα: «Ήταν όντως νύχτα του Οχτώβρη
σαν τη νύχτ’ αυτή την περσινή χρονιά.
που πορεύτηκα εδώ κάτω – διάβηκα δω κάτω –
που φορτίο τρομερό έφερα εδώ κάτω –
τούτη τη νύχτα απ’ όλες της χρονιάς,
ποιος δαίμονας μ’ έφερ’ εδώ φονιάς;
Πολύ καλά γνωρίζω τώρα τη μουντή λίμνη του Όβρη
την ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
πολύ καλά γνωρίζω τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
και τα βρικολακιασμένα τούτα δάση του Γουήαρ.
(απόδοση, Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Edgar Allan Poe
Ulalume
The skies they were ashen and sober;
The leaves they were crisped and sere-
The leaves they were withering and sere;
It was night in the lonesome October
Of my most immemorial year;
It was hard by the dim lake of Auber,
In the misty mid region of Weir-
It was down by the dank tarn of Auber,
In the ghoul-haunted woodland of Weir.
Here once, through an alley Titanic,
Of cypress, I roamed with my Soul-
Of cypress, with Psyche, my Soul.
There were days when my heart was volcanic
As the scoriac rivers that roll-
As the lavas that restlessly roll
Their sulphurous currents down Yaanek
In the ultimate climes of the pole-
That groan as they roll down Mount Yaanek
In the realms of the boreal pole.
Our talk had been serious and sober,
But our thoughts they were palsied and sere-
Our memories were treacherous and sere-
For we knew not the month was October,
And we marked not the night of the year-
(Ah, night of all nights in the year!)
We noted not the dim lake of Auber-
(Though once we had journeyed down here),
Remembered not the dank tarn of Auber,
Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.
And now, as the night was senescent,
And star-dials pointed to morn-
As the star-dials hinted of morn-
At the end of our path a liquescent
And nebulous lustre was born,
Out of which a miraculous crescent
Arose with a duplicate horn-
Astarte's bediamonded crescent
Distinct with its duplicate horn.
And I said- 'She is warmer than Dian:
She rolls through an ether of sighs-
She revels in a region of sighs:
She has seen that the tears are not dry on
These cheeks, where the worm never dies,
And has come past the stars of the Lion,
To point us the path to the skies-
To the Lethean peace of the skies-
Come up, in despite of the Lion,
To shine on us with her bright eyes-
Come up through the lair of the Lion,
With love in her luminous eyes.'
But Psyche, uplifting her finger,
Said- 'Sadly this star I mistrust-
Her pallor I strangely mistrust:-
Oh, hasten!- oh, let us not linger!
Oh, fly!- let us fly!- for we must.'
In terror she spoke, letting sink her
Wings until they trailed in the dust-
In agony sobbed, letting sink her
Plumes till they trailed in the dust-
Till they sorrowfully trailed in the dust.
I replied- 'This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!
Its Sybilic splendor is beaming
With Hope and in Beauty to-night:-
See!- it flickers up the sky through the night!
Ah, we safely may trust to its gleaming,
And be sure it will lead us aright-
We safely may trust to a gleaming
That cannot but guide us aright,
Since it flickers up to Heaven through the night.'
Thus I pacified Psyche and kissed her,
And tempted her out of her gloom-
And conquered her scruples and gloom;
And we passed to the end of the vista,
But were stopped by the door of a tomb-
By the door of a legended tomb;
And I said- 'What is written, sweet sister,
On the door of this legended tomb?'
She replied- 'Ulalume- Ulalume-
'Tis the vault of thy lost Ulalume!'
Then my heart it grew ashen and sober
As the leaves that were crisped and sere-
As the leaves that were withering and sere-
And I cried- 'It was surely October
On this very night of last year
That I journeyed- I journeyed down here-
That I brought a dread burden down here-
On this night of all nights in the year,
Ah, what demon has tempted me here?
Well I know, now, this dim lake of Auber-
This misty mid region of Weir-
Well I know, now, this dank tarn of Auber,
This ghoul-haunted woodland of Weir.'
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!...
*
I replied- 'This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!...
Γιάννης Σταύρου, Ανατολή σελήνης, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Έντγκαρ Άλαν Πόε
ΟΥΛΑΛΟΥΜ
Σταχτί και σκυθρωπό το χρώμα τ’ ουρανού
και τα φύλλα ήταν τριμμένα και ξερά –
ναι, τα φύλλα ήταν μαραμένα και ξερά.
Ήταν νύχτα θλιβερού Οχτώβρη
στης μνήμης μου την ανεξίτηλη χρονιά.
Ήταν δύσκολα στη μουντή λίμνη του Όβρη
στην ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
μες στη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
στα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.
Εδώ κάποτε σε δρόμο με γιγάντια κυπαρίσσια,
περιπλανήθηκα συντροφιά με την Ψυχή μου
μες στα κυπαρίσσια οδήγησα την Αδερφή Ψυχή μου.
Κι ήταν μέρες που η καρδιά μου είχε λαύρα
σαν τα γεμάτα τέφρα ποτάμια που κυλούν –
σαν τις λάβες που αδιάκοπα κυλούν
ρέματα από θειάφι απ’ το Γιάανεκ ρέουν –
στα έσχατα κλίματα του πόλου –
που βογκούν κι απ’ το όρος Γιάανεκ ρέουν
στα βασίλεια του Βόρειου Πόλου.
O λόγος μας στοχαστικός και μετρημένος
αλλ’ οι σκέψεις μας ήταν αναιμικές, ξερές –
οι θύμησές μας ήταν ύπουλες, ξερές –
γιατί δε νιώθαμε πως ήταν Οχτώβρης,
και δεν προσέξαμε τη νύχτα της χρονιάς –
(αχ, εκείνη απ’ όλες τις νύχτες της χρονιάς!)
και δεν είδαμε τη μουντή λίμνη του Όβρη
(αν και κάποτε διαβήκαμ’ από δω)
κι ούτε νιώσαμε τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
κι ούτε τα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.
Και τώρα, καθώς η νύχτα έφτανε στο γέρμα
και τ’ αστρικά ρολόγια δείχνανε πρωί –
τ’ αστρικά ρολόγια προϊδέαζαν πρωί –
και στου διάβα μας φάνηκε το τέρμα
μια νεφελώδης και αχνή μαρμαρυγή
απ’ όπου της Αστάρτης βγήκε η λειψή σελήνη
δικέρατη, διαμαντοστόλιστη πριν τη χαραυγή
ξεχωριστή, δικέρατη σελήνη.
Και είπα: «Απ’ την Άρτεμη αυτή είναι πιο θερμή:
πετάει μέσα σ’ αιθέρα αναστεναγμών –
ξεφαντώνει σε βασίλεια αναστεναγμών:
είδε τα δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμη
στις παρειές αυτές που το σκουλήκι ζει ακόμη
και διάβηκε απ’ τ’ άστρα του Λέοντα
να μας δείξει το ουράνιο μονοπάτι –
της γαλήνιας Λήθης το μονοπάτι,
βγήκε, ενάντια στο Λέοντα,
να μας φέξει με τα λαμπρά της μάτια –
πέρασε μέσ’ απ’ το άντρο του Λέοντα
με αγάπη στα φωτεινά της μάτια».
Αλλά η Ψυχή το δάχτυλό της ύψωσε
κι είπε: «Το άστρο αυτό το δυσπιστώ –
την ασυνήθιστη ωχρότητά του τη φοβούμαι: –
Αχ, σπεύσε! Να μη μείνουμε άλλο εδώ!
Να φύγουμε! Να πάμε! Μη χρονοτριβούμε!»
Με τρόμο μίλησε και άφησε να πέσουν
τα φτερά της και να συρθούν μέσα στη σκόνη –
αγωνιούσε κι έκλαιγε αφήνοντας να πέσουν
τα βαμβακένια της φτερά μέσα στη σκόνη –
και θλιβερά να σέρνονται μέσα στη σκόνη.
Και της απάντησα εγώ: «Όνειρο είναι απλά:
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!
Η σιβυλλική του αίγλη μας φέγγει λαμπρά
μ’ Ομορφιά κι Ελπίδα απόψε: –
Δες πώς τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε!
Αχ, ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά –
ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
και με σιγουριά θα μας πάει σωστά,
αφού τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε».
Έτσι κανάκεψα την Ψυχή και τη φίλησα,
και την έβγαλα απ’ την κακοκεφιά της –
νικώντας τις φοβίες της και την κακοκεφιά της,
και στου ορίζοντα φτάσαμε το τέρμα,
αλλά σταματήσαμε στη θύρα ενός τύμβου –
στη θύρα ενός ενεπίγραφου τύμβου.
Κι είπα: «Τι γράφει εδώ, γλυκιά αδελφούλα
στη θύρα αυτού του ενεπίγραφου τύμβου;»
Απαντώντας μου είπε: «Ουλαλούμ – Ουλαλούμ –
είν’ ο τάφος της χαμένης σου Ουλαλούμ!»
Πελιδνή και μαύρη έγινε τότε η καρδιά μου
σαν τα φύλλα τα τριμμένα και ξερά –
σαν τα φύλλα τα μαραμένα και ξερά.
Κι ανέκραξα: «Ήταν όντως νύχτα του Οχτώβρη
σαν τη νύχτ’ αυτή την περσινή χρονιά.
που πορεύτηκα εδώ κάτω – διάβηκα δω κάτω –
που φορτίο τρομερό έφερα εδώ κάτω –
τούτη τη νύχτα απ’ όλες της χρονιάς,
ποιος δαίμονας μ’ έφερ’ εδώ φονιάς;
Πολύ καλά γνωρίζω τώρα τη μουντή λίμνη του Όβρη
την ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ –
πολύ καλά γνωρίζω τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη
και τα βρικολακιασμένα τούτα δάση του Γουήαρ.
(απόδοση, Βασίλης Κ. Μηλίτσης)
Edgar Allan Poe
Ulalume
The skies they were ashen and sober;
The leaves they were crisped and sere-
The leaves they were withering and sere;
It was night in the lonesome October
Of my most immemorial year;
It was hard by the dim lake of Auber,
In the misty mid region of Weir-
It was down by the dank tarn of Auber,
In the ghoul-haunted woodland of Weir.
Here once, through an alley Titanic,
Of cypress, I roamed with my Soul-
Of cypress, with Psyche, my Soul.
There were days when my heart was volcanic
As the scoriac rivers that roll-
As the lavas that restlessly roll
Their sulphurous currents down Yaanek
In the ultimate climes of the pole-
That groan as they roll down Mount Yaanek
In the realms of the boreal pole.
Our talk had been serious and sober,
But our thoughts they were palsied and sere-
Our memories were treacherous and sere-
For we knew not the month was October,
And we marked not the night of the year-
(Ah, night of all nights in the year!)
We noted not the dim lake of Auber-
(Though once we had journeyed down here),
Remembered not the dank tarn of Auber,
Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.
And now, as the night was senescent,
And star-dials pointed to morn-
As the star-dials hinted of morn-
At the end of our path a liquescent
And nebulous lustre was born,
Out of which a miraculous crescent
Arose with a duplicate horn-
Astarte's bediamonded crescent
Distinct with its duplicate horn.
And I said- 'She is warmer than Dian:
She rolls through an ether of sighs-
She revels in a region of sighs:
She has seen that the tears are not dry on
These cheeks, where the worm never dies,
And has come past the stars of the Lion,
To point us the path to the skies-
To the Lethean peace of the skies-
Come up, in despite of the Lion,
To shine on us with her bright eyes-
Come up through the lair of the Lion,
With love in her luminous eyes.'
But Psyche, uplifting her finger,
Said- 'Sadly this star I mistrust-
Her pallor I strangely mistrust:-
Oh, hasten!- oh, let us not linger!
Oh, fly!- let us fly!- for we must.'
In terror she spoke, letting sink her
Wings until they trailed in the dust-
In agony sobbed, letting sink her
Plumes till they trailed in the dust-
Till they sorrowfully trailed in the dust.
I replied- 'This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!
Its Sybilic splendor is beaming
With Hope and in Beauty to-night:-
See!- it flickers up the sky through the night!
Ah, we safely may trust to its gleaming,
And be sure it will lead us aright-
We safely may trust to a gleaming
That cannot but guide us aright,
Since it flickers up to Heaven through the night.'
Thus I pacified Psyche and kissed her,
And tempted her out of her gloom-
And conquered her scruples and gloom;
And we passed to the end of the vista,
But were stopped by the door of a tomb-
By the door of a legended tomb;
And I said- 'What is written, sweet sister,
On the door of this legended tomb?'
She replied- 'Ulalume- Ulalume-
'Tis the vault of thy lost Ulalume!'
Then my heart it grew ashen and sober
As the leaves that were crisped and sere-
As the leaves that were withering and sere-
And I cried- 'It was surely October
On this very night of last year
That I journeyed- I journeyed down here-
That I brought a dread burden down here-
On this night of all nights in the year,
Ah, what demon has tempted me here?
Well I know, now, this dim lake of Auber-
This misty mid region of Weir-
Well I know, now, this dank tarn of Auber,
This ghoul-haunted woodland of Weir.'
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015
Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας...
Έλα, θα γείρω σαν δεντρί δοκιμασμένο
και μυστικά και φανερά θα τραγουδήσω
με μαγικούς ήχους βροχής και θρήνους,
με τις φωνές των κεραυνών, των κεντρισμένων ζώων μ' οργή και κλάμα ωκεανών και ραγισμένων βράχων...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά
Η κεντρική οδός
Αυτή η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας
Δεν έχει χελιδόνι, δεν έχει ουρανό.
Μεταλλικός ο ήχος της τους τοίχους της σταυρώνει
Κι οι κήποι λησμονήθηκαν μες στων νεκρών τα μάτια.
Αυτή η κεντρική οδός αδιαφορεί στις φλόγες και στο αίμα
Γελάς κι η υπεροψία της καπνίζει
Βουλιάζεις στη μονοτονία της ασφάλτου
Τα βιαστικά σου βήματα, λαβύρινθος θανάτου.
Δέστε σκοινιά να κρατηθώ μέσα στις μνήμες
Με τ’ άσπρα δέντρα και τις πορφυρές σκιές,
Πάνω στα στήθη των ωραίων αγαλμάτων
Στη χάλκινη ακινησία των αλόγων
Μες στα χαμόγελα γυμνών παιδιών
Που σαν κοράλλια απολιθώθηκαν στην αγκαλιά της.
Τι ωφελούν τα συντριβάνια
Μέσα στη δυναστεία των ανέμων;
Η φωνή μου χάνεται στις φωνές του πλήθους,
Στα πέτρινα σπίτια, στους κρότους των μηχανών.
Πίσω απ’ τα κάγκελα οι θησαυροί,
Σκόνη πυκνή κι αμείλικτη σαν τελευταία κρίση.
Μακριά, με δροσερό κρασί
Και το πουλίς της Άνοιξης στα ουράνια.
Μακριά! Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας.
*
-Έλα, θα γείρω να σου τραγουδήσω
τις νύχτες με φωνές πουλιών,
τα μεσημέρια με φωνές ανέμων και αγγέλων.
Έλα, θα γείρω σαν δεντρί δοκιμασμένο
και μυστικά και φανερά θα τραγουδήσω
με μαγικούς ήχους βροχής και θρήνους,
με τις φωνές των κεραυνών, των κεντρισμένων ζώων μ' οργή και κλάμα ωκεανών και ραγισμένων βράχων.
Έλα, πλησίασε.
Δες, πως χτυπάει τον αέρα μοναχός.
Άκουσε η ζωή πως ρέει...ρέει...
και μυστικά και φανερά θα τραγουδήσω
με μαγικούς ήχους βροχής και θρήνους,
με τις φωνές των κεραυνών, των κεντρισμένων ζώων μ' οργή και κλάμα ωκεανών και ραγισμένων βράχων...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Κοραλία Ανδρειάδη-Θεοτοκά
Η κεντρική οδός
Αυτή η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας
Δεν έχει χελιδόνι, δεν έχει ουρανό.
Μεταλλικός ο ήχος της τους τοίχους της σταυρώνει
Κι οι κήποι λησμονήθηκαν μες στων νεκρών τα μάτια.
Αυτή η κεντρική οδός αδιαφορεί στις φλόγες και στο αίμα
Γελάς κι η υπεροψία της καπνίζει
Βουλιάζεις στη μονοτονία της ασφάλτου
Τα βιαστικά σου βήματα, λαβύρινθος θανάτου.
Δέστε σκοινιά να κρατηθώ μέσα στις μνήμες
Με τ’ άσπρα δέντρα και τις πορφυρές σκιές,
Πάνω στα στήθη των ωραίων αγαλμάτων
Στη χάλκινη ακινησία των αλόγων
Μες στα χαμόγελα γυμνών παιδιών
Που σαν κοράλλια απολιθώθηκαν στην αγκαλιά της.
Τι ωφελούν τα συντριβάνια
Μέσα στη δυναστεία των ανέμων;
Η φωνή μου χάνεται στις φωνές του πλήθους,
Στα πέτρινα σπίτια, στους κρότους των μηχανών.
Πίσω απ’ τα κάγκελα οι θησαυροί,
Σκόνη πυκνή κι αμείλικτη σαν τελευταία κρίση.
Μακριά, με δροσερό κρασί
Και το πουλίς της Άνοιξης στα ουράνια.
Μακριά! Η κεντρική οδός δεν είναι πια δική μας.
*
-Έλα, θα γείρω να σου τραγουδήσω
τις νύχτες με φωνές πουλιών,
τα μεσημέρια με φωνές ανέμων και αγγέλων.
Έλα, θα γείρω σαν δεντρί δοκιμασμένο
και μυστικά και φανερά θα τραγουδήσω
με μαγικούς ήχους βροχής και θρήνους,
με τις φωνές των κεραυνών, των κεντρισμένων ζώων μ' οργή και κλάμα ωκεανών και ραγισμένων βράχων.
Έλα, πλησίασε.
Δες, πως χτυπάει τον αέρα μοναχός.
Άκουσε η ζωή πως ρέει...ρέει...
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2015
28η Οκτωβρίου 1940
Από τις αναμνήσεις του Γιώργου Θεοτοκά και του Ιωάννη Γεωργάκη...
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο...
Γιώργος Θεοτοκάς
Τετράδια ημερολογίου (1939-1945)
(απόσπασμα)
Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.
Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνονται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιέμαι. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες το λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω, για να μην τη δουν.
Φτάνω στο γραφείο και ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτε που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου, που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο, που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου γεννά κάποια υπερηφάνεια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάζουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνομαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους, που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.
Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνονται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέφυτο πολιτισμό, που απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Στις κρίσιμες ώρες οι Ελληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!
Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, τον Δημαρά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους.
Στον δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οταν φτάνω στο γραφείο, αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο.
Ξαναβγαίνω σε λίγο και συναντώ τον Σαραντίδη και τον Βακαλόπουλο. Ο τελευταίος συγκρίνει την εορτάσιμη όψη της Αθήνας με την όψη που είχε το Παρίσι τη μέρα που η Γαλλία κήρυξε τον πόλεμο και μιλά για την κατήφεια και τη μελαγχολία των Γάλλων. Υστερα συναντώ τον διπλωμάτη Νικολαρεΐζη, που μόλις έφτασε από το Αργυρόκαστρο, όπου ήταν υποπρόξενος. Μου κάνει λόγο για τη στρατιωτική κατάσταση στην Ηπειρο, για το χαμηλό ηθικό των Ιταλών, για το εξαίρετο ηθικό των δικών μας. Στον δρόμο ξανά συναγερμός, αντιαεροπορικά πυρά κλπ. Πηγαίνω στο σπίτι, προσπαθώ να διαβάσω Σολωμό, ενώ αντηχεί ξανά συναγερμός. Κλείνω το βιβλίο, αλλά μένω στο δωμάτιό μου και δε συλλογίζομαι να βγω έξω και να προφυλαχτώ.
Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.
Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε ενδιαφέρουσες ιστορίες...
*
Μέρες του '40
Μνήμες του καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη
(Εκπομπή ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ)
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ '40 - ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΙΩΑΝ.ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο...
Τετράδια ημερολογίου (1939-1945)
(απόσπασμα)
Κηφισιά, Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 1940.
Ξυπνώ με τις καμπάνες, που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Ο ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη, που αισθάνομαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή στην ημέρα, που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. Η πρώτη μου σκέψη είναι: “Το μεσημέρι, το αργότερο, θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν”.
Ξεκινώ για την Αθήνα νωρίτερα από τη συνηθισμένη μου ώρα. Στο δρόμο, ενώ πηγαίνω προς τον Πλάτανο να πάρω το λεωφορείο, με συνοδεύει μια γριά προσφυγίνα, μαγείρισσα σε κάποιο σπίτι, που τρέχει να πάει στον Πειραιά να δει τι γίνονται τα παιδιά της. Είναι πανικόβλητη, μου μιλά για την καταστροφή της Σμύρνης, για τα πτώματα στους δρόμους.
Στο λεωφορείο διαβάζω την εφημερίδα και ξεχνιέμαι. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία.
Μετά τους Αμπελόκηπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρίζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνομαι την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Γελούν, τραγουδούν, κάνουν σαν παιδιά, που ξεκινούν και πορεύονται σε μια ευχάριστη εκδρομή. Μες το λεωφορείο μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει να κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω, για να μην τη δουν.
Φτάνω στο γραφείο και ύστερα βγαίνω στην οδό Βουκουρεστίου. Παντού υπάρχει μια κίνηση ασυνήθιστη, αλλά τίποτε που να μοιάζει με φόβο. Ο κόσμος είναι γενναίος και εύθυμος, πηγαινοέρχεται στους δρόμους, συζητεί με θέρμη, αλλά χωρίς υπερβολική νευρικότητα.
Ξαναβρίσκω όλη την απάθειά μου, που είχε θαρρείς κλονιστεί για μια στιγμή στο λεωφορείο. Αισθάνομαι ότι ανήκω σ’ ένα σύνολο, που δεν έχασε την αυτοπειθαρχία του. Το αίσθημα αυτό μου γεννά κάποια υπερηφάνεια.
Στη γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου μια αρκετά μεγάλη διαδήλωση νέων έχει επιτεθεί στα γραφεία της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας Ala Litoria. Σπάζουν τις πόρτες, μπαίνουν μέσα και τα σπάζουν όλα, γεμίζουν το δρόμο με συντρίμμια και χαρτιά. Το νεανικό πλήθος φωνάζει και γελά. Αισθάνομαι ότι μου μεταδίδει τον ενθουσιασμό του, φωνάζω και εγώ και γελώ.
Σιγά-σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα, πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες τον αέρα, ένα φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου, που αισθάνομαι τέτοια ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο.
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμή ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σ’ αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνομαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός, είναι ένας λαός που αξίζει περισσότερο από ορισμένους μεγάλους λαούς του κόσμου και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ αυτούς τους ξιπασμένους, που ξεκίνησαν σήμερα να μας κατακτήσουν.
Μου κάνει εντύπωση πως όλες οι εκδηλώσεις της Αθήνας σήμερα, ακόμα και οι εκδηλώσεις που έχουν ένα τόνο μίσους και βίας, γίνονται με κάποιο ύφος αυθόρμητης ευγένειας, με κάποια αξιοπρέπεια, με κάποιον ορμέφυτο πολιτισμό, που απεχθάνεται τη χυδαιότητα. Στις κρίσιμες ώρες οι Ελληνες βρίσκουν τον πιο αληθινό εαυτό τους, ενώ στις ομαλές περιπτώσεις συμβαίνει τόσο συχνά να τον ξεχνούν!
Επιστρέφω στο γραφείο ύστερα από αρκετή ώρα, αφού συναντώ στην οδό Σταδίου ένα σωρό φίλους, τον Κατσίμπαλη, τον Δημαρά, τον Σεφέρη, τον Ελύτη και άλλους.
Στον δρόμο με βρίσκει συναγερμός. Δεν κάνει αίσθηση σε κανέναν, ο κόσμος περιδιαβάζει σαν να μη συνέβαινε τίποτα, ψάχνει να δει τα αεροπλάνα στον ουρανό. Οταν φτάνω στο γραφείο, αντηχούν τα πρώτα αντιαεροπορικά πυρά, που μοιάζουν πολύ κοντινά. Κατεβαίνει όλη η πολυκατοικία στο καταφύγιο.
Αργότερα περιδιαβάζω στην Αθήνα, παρακολουθώ την κίνηση των επιστράτων, που πηγαίνουν συνεχώς να καταταγούν. Γελούν, φλυαρούν, χειρονομούν ζωηρά. Ως τις 5μ.μ. περίπου που φεύγω για την Κηφισιά, η Αθήνα διατηρεί την εορτάσιμη όψη της.
Το βράδυ επικράτησε μαυρίλα και ησυχία βαριά. Παράξενη ησυχία. Περίμενα ότι θα είχαν συμβεί περισσότερα γεγονότα. Στην Πάτρα σκότωσαν τα αεροπλάνα αρκετό κόσμο και εξάλλου έχομε και τη νύχτα μπροστά μας. Αν ζήσομε, θα έχομε να διηγούμαστε ενδιαφέρουσες ιστορίες...
*
Μέρες του '40
Μνήμες του καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη
(Εκπομπή ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ)
ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ '40 - ΜΝΗΜΕΣ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΙΩΑΝ.ΓΕΩΡΓΑΚΗ
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015
Μια συμπλέκουν, μια ξεμπλέκουν...
Εις αυτόν τον κάτω τόπον
των φθαρτών της γης ανθρώπων
όλες μας οι ευτυχίες
είν' της πλάνης φαντασίες...
των φθαρτών της γης ανθρώπων
όλες μας οι ευτυχίες
είν' της πλάνης φαντασίες...
Αθανάσιος Χριστόπουλος
Λυρικά - ΙΙΙ Βάκχος
Φύσις
Μοῖρες μου πολυτεχνίτρες,
τῆς ζωῆς μας κυβερνῆτρες
τί
πεθαίνω, ἂν γεννιοῦμαι;
κι
ἂν πεθαίνω, τί γεννιοῦμαι;
Ἄνθρωπε οἱ Μοῖρες λέγουν
ὅτι εἰς τοῦτο δὲν σὲ φταίγουν
καὶ αὐτὴν τὴν κωμωδία
σὲ
τὴν παίζουν τὰ στοιχεῖα.
Ζωντανά ‘ναι, τρέχουν, σμίγουν
κι
εὐθὺς πάλ’ ἐκεῖ ξεσμίγουν.
Μιὰ συμπλέκουν, μιὰ ξεμπλέκουν
καὶ ποτὲ ποσῶς δὲν στέκουν.
Ὅλη τέτοια εἶν’ ἐπίσης
ἡ
παντάστατή τους φύσις˙
κι
ἀπ’ αὐτὴν λοιπὸν στοχάσου,
τρέχ’ ἡ γέννα κι ἡ φθορά σου.
Ὁ σωρός τους ὁ σμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ γεννημένος
κι
ὁ σωρός τους ὁ ξεσμιγμένος
εἶσ’ ἐσὺ ὁ πεθαμένος.
Τοῦτο ξεῦρε το καὶ γέλα
κι
ἔλ’ νὰ πᾶμε στὴ βαρέλα,
νὰ
ρωτήσουμε κι ἐκείνη
τί
ἀπόκριση μᾶς δίνει.
Φροντίς
Φροντίς
Τί
μὲ μέλει; τί φροντίζω;
κι ἂν φροντίζω τί ἐλπίζω;
καὶ τί τάχα καρτερῶ;
Νὰ πηδήξω νὰ πετάξω
τὸ μελλούμενο ν’ ἀλλάξω
παντελῶς δὲν ἠμπορῶ.
Ὅ,τ’ ἡ Μοίρα διορίσει
δὲν εἶν’ τρόπος νὰ γυρίσει,
θὰ γενεῖ καὶ θὰ γενεῖ.
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶν’ χαμένα
οὔτε γίνεται κανένα,
ἂν αὐτὴν δὲν τὴν φανεῖ.
Νέος εἶμαι; θὰ γεράσω,
τὴν ζωή μου θὰ τὴν χάσω
καὶ σὰν ἥσκιος θὰ σβησθῶ.
Ὅσα κάμω καὶ πασχίσω,
εἰς τὸν κόσμον θὰ τ’ ἀφήσω
καὶ γυμνὸς θ’ ἀφανισθῶ.
Τὸ λοιπόν, γιατί φροντίδες;
γιατί φόβοι καὶ ἐλπίδες,
γιατί τόση ταραχή;
Βάκχε, φίλε κοίμισέ με˙
Ἔρωτά μου, ξύπνησέ με,
ὅταν φέξει τὸ ταχύ.
Ματαιότης
Εἰς αὐτὸν τὸν κάτω τόπον
τῶν φθαρτῶν τῆς γῆς ἀνθρώπων
ὅλες μας οἱ εὐτυχίες
εἶν’ τῆς πλάνης φαντασίες.
Πλοῦτος, δόξα μεγαλεῖα,
γνώση, μάθηση, σοφία
εἶναι ἥσκιος καὶ ἀέρας
καὶ ὀνείρατα ἡμέρας.
Μιά ‘ναι μόνον εὐτυχία,
ἡ ἀτάραχη ὑγεία:
Νὰ μπορεῖς νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,
κι ἀγκαλιὰ νὰ μὴν ἀφήνεις!
Φίλοι, φίλοι μὴ πλανάστε˙
φᾶτε, πιέτε κι ἀγκαλιάστε.
Ἡδονή ‘ναι τούτη μόνη
κι ὅλα τ’ ἄλλα πλάνοι πόνοι.
κι ἂν φροντίζω τί ἐλπίζω;
καὶ τί τάχα καρτερῶ;
Νὰ πηδήξω νὰ πετάξω
τὸ μελλούμενο ν’ ἀλλάξω
παντελῶς δὲν ἠμπορῶ.
Ὅ,τ’ ἡ Μοίρα διορίσει
δὲν εἶν’ τρόπος νὰ γυρίσει,
θὰ γενεῖ καὶ θὰ γενεῖ.
Ὅλα τ’ ἄλλα εἶν’ χαμένα
οὔτε γίνεται κανένα,
ἂν αὐτὴν δὲν τὴν φανεῖ.
Νέος εἶμαι; θὰ γεράσω,
τὴν ζωή μου θὰ τὴν χάσω
καὶ σὰν ἥσκιος θὰ σβησθῶ.
Ὅσα κάμω καὶ πασχίσω,
εἰς τὸν κόσμον θὰ τ’ ἀφήσω
καὶ γυμνὸς θ’ ἀφανισθῶ.
Τὸ λοιπόν, γιατί φροντίδες;
γιατί φόβοι καὶ ἐλπίδες,
γιατί τόση ταραχή;
Βάκχε, φίλε κοίμισέ με˙
Ἔρωτά μου, ξύπνησέ με,
ὅταν φέξει τὸ ταχύ.
Ματαιότης
Εἰς αὐτὸν τὸν κάτω τόπον
τῶν φθαρτῶν τῆς γῆς ἀνθρώπων
ὅλες μας οἱ εὐτυχίες
εἶν’ τῆς πλάνης φαντασίες.
Πλοῦτος, δόξα μεγαλεῖα,
γνώση, μάθηση, σοφία
εἶναι ἥσκιος καὶ ἀέρας
καὶ ὀνείρατα ἡμέρας.
Μιά ‘ναι μόνον εὐτυχία,
ἡ ἀτάραχη ὑγεία:
Νὰ μπορεῖς νὰ τρῶς, νὰ πίνεις,
κι ἀγκαλιὰ νὰ μὴν ἀφήνεις!
Φίλοι, φίλοι μὴ πλανάστε˙
φᾶτε, πιέτε κι ἀγκαλιάστε.
Ἡδονή ‘ναι τούτη μόνη
κι ὅλα τ’ ἄλλα πλάνοι πόνοι.
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2015
Mελαγχολεί και πάει...
Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη;
Είναι χαρά;...
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γιώργος Σαραντάρης
Ταξίδι
Kάτω από ένα πεύκο
O αγέρας δε φυσούσε
Tραγούδαγε τον ύπνο
Mια κοπέλα
Kάτω από τον ύπνο
H αναπνοή μας φύλαγε
H αυγή
Nα περάσει το ρέμα
Ήταν νύχτα
Ποιος ξέρει
Aν δε γεννηθήκαμε
Tότε
Σαν κλείνουμε τα μάτια
Φοβούμαστε και τώρα
Mήπως γίνουμε ξένοι
O ένας στον άλλο
Aλλά τότε δεν έφταιγε
Παρεκτός η καρδιά μας
Mας αγαπούσε η θάλασσα
Mας αγαπούσε ο ύπνος
Σήμερα η μπόρα πέρασε
Θα μας σηκώσει ο Θεός
Θα μας φιλήσει
Θα γίνουμε παιδιά του
Πάνω στη χλόη
O στοχασμός μας τρέχει
Mελαγχολεί σα μέλισσα
Mελαγχολεί και πάει
Kαι καβαλάρης ο άνεμος
Mπροστά του περπατάει
Kαι χαιρετάει τα σύννεφα
Kαι αψηφά τη γη
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη;
Είναι χαρά;
Το φως έρχεται
Εκλέγει τα πουλιά
Το φως δεν καταστρέφει
Ανάμεσά μας πάντοτε ένας
Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ' ουρανού
Και που πετάει με τα πουλιά
Μέσα στον αιθέρα.
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη;
Είναι χαρά;...
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στην Αττική, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Γιώργος Σαραντάρης
Ταξίδι
Kάτω από ένα πεύκο
O αγέρας δε φυσούσε
Tραγούδαγε τον ύπνο
Mια κοπέλα
Kάτω από τον ύπνο
H αναπνοή μας φύλαγε
H αυγή
Nα περάσει το ρέμα
Ήταν νύχτα
Ποιος ξέρει
Aν δε γεννηθήκαμε
Tότε
Σαν κλείνουμε τα μάτια
Φοβούμαστε και τώρα
Mήπως γίνουμε ξένοι
O ένας στον άλλο
Aλλά τότε δεν έφταιγε
Παρεκτός η καρδιά μας
Mας αγαπούσε η θάλασσα
Mας αγαπούσε ο ύπνος
Σήμερα η μπόρα πέρασε
Θα μας σηκώσει ο Θεός
Θα μας φιλήσει
Θα γίνουμε παιδιά του
Πάνω στη χλόη
O στοχασμός μας τρέχει
Mελαγχολεί σα μέλισσα
Mελαγχολεί και πάει
Kαι καβαλάρης ο άνεμος
Mπροστά του περπατάει
Kαι χαιρετάει τα σύννεφα
Kαι αψηφά τη γη
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Μέσα στον απέραντο ουρανό
Ο λίγος χρόνος των πουλιών
Είναι λύπη;
Είναι χαρά;
Το φως έρχεται
Εκλέγει τα πουλιά
Το φως δεν καταστρέφει
Ανάμεσά μας πάντοτε ένας
Εκείνος που μαθαίνει τα νιάτα τ' ουρανού
Και που πετάει με τα πουλιά
Μέσα στον αιθέρα.
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν...
σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και
τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να
αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος
βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα
της Κύναιθας σ' όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα
της ζωής που έχασε την μουσική της.
Έχασαν τον ρυθμό τους. Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου
Γύρω στο τέλος του τρίτου προ Χριστού αιώνα, στην Κύναιθα της ορεινής Αρκαδίας η εγκληματική δραστηριότης δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα, οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινοί και τίποτε δεν εμποδίζει τους κατέχοντες ευκαιριακά την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντίπαλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλυτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αναι τιολόγητη μοιάζει.
Καμμία στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της ιστορίας, που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας.
Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, τράβηξε για μιά δεκαετία περίπου, και η έκβαση της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
Καμμιά τρακοσαριά εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Κι από κει, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει, διαπραγματεύονται την παράδοση της Κύναιθας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη για να διευκολύνουν την πρόσβαση, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες, δεν έχουν τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι ο στρατηγός μόλις μπει στην πόλη, αφού σφάξει όσους του αντιστάθηκαν, θα καταδικάσει σε θάνατο κι αυτούς που τον βοήθησαν:
"των αδίκων έργων εν τούτ' έπραξαν δικαιότατον", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πολιτείες ζητώντας άσυλο. Καμμία δεν θα τους δεχθεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμα τους, θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει παρά μόνον μερικά ερείπια, τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα γεγονότα στα επεισόδια του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ό,τι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποίαν προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία — σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες — επειδή ακριβώς ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάσει περισσότερο πειστική. Πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς την τόσο ακραία συμπεριφορά αν δεν ανατρέξει σε πρωτογενείς χειρονομίες, αυτές που το οικοδόμημα του εκλεπτυσμένου λόγου παλεύει να θάψει κάτω απ' τις πολύπλοκες περιστροφές του;
Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί, για κάποιους λογούς αμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λέει ο Πολύβιος. Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε την μουσική της.
Έχασαν τον ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πως το "αρκαδικόν κοινόν", μιά από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων πού εμφανίστηκε στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων που, παρ' ότι γειτονικές, παρέμεναν απομονωμένες η μία από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.
Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να τραγουδήσουν και να παίξουν μουσική.
"Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πάσι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον", - λέει και πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.
Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και τους παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου, ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου, και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως πρόσθεσε την δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ' όλη την διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν κάθε χρόνο υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές, στον ρυθμό του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσια τους οι Αρκάδες, ποτέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν. Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς οι ίδιοι.
Γι' αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδία τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ' ένα σωρό καθαρτήριες δοκιμασίες. Η σπουδαιότερη κι η πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση της μοναξιάς, ή "κατά μόνας" όπως την αποκαλούσαν, προφέροντας αυτό το "μόνας" με κάποια ειρωνική έμφαση, σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντας τους τούς ανομολόγητους φόβους τους - τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάω-να, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνότανε σε λύκο.
Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποίαν πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος, έχοντας υπερβεί τα όρια του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.
Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών, οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, "ίνα άση", όπως συνήθιζαν να λένε παροιμειωδώς. Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμη και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινότανε επειδή, στην διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου, το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει την γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Το σίγουρο είναι ότι θεωρούσαν πως κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγότανε το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνον τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω κατά προσέγγισιν.
Τί ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος, η φυσική δοκιμασία, ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των "δοκιμασμένων" μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετήσιων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα απ' το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της, σαν την ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα — αυτή η θάλασσα που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμη κι όταν δεν την βλέπεις υπήρξε μιά άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας.
Είναι εξάλλου, μάλλον βέβαιο ότι η "κατά μόνας δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλοιώς δεν εξηγείται πώς διατηρήθηκε ακόμη και σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος, ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο.
Σ' έναν εκχριστιανισμένο σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου, χρωστάμε και την μόνη γραπτή μαρτυρία για το τί υπήρξε το "μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" — διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον, ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων πού ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι' αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά την μια αδιαίρετο και μοναδική θεότητα, αυτήν πού δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της. Στα λόγια του, είν' η αλήθεια, διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με τον σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.
Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ακόμη κι αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία - κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε — τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτι-κούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με τον χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια τα υλικά πού χρησιμοποιεί και η τέχνη της αφήγησης. Έναν πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις, ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός κι αν καταφύγεις σ' εκείνες τις μεταφορές πού παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει την μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το "μουσικήν ποίει και εργάζου" λίγες μόνον στιγμές πριν απ' τον θάνατο του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του για να του ζητήσουν εξηγήσεις.
Για το τέλος μένει η απορία: ποιά να είναι άραγε αυτή η "αληθώς μουσική" στην οποίαν αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένος από τις προσπάθειες αποκαταστάσεως της αρχαίας ελληνικής μουσικής πού μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες ιστοριοδίφες, αρκούμαι στην νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φαντασθώ — ελάχιστα μελωδικούς, μονότονους και σκληρούς κατά προτίμησιν — αλλά γιατί μπορώ να σκεφθώ την ύπαρξή τους.
Τί άλλο μπορεί να επιδιώξει μια μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός απ' το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους της με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σε όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανα τους, όχι για να προσθέσουν στην ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.
Η μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησης τους.
Έχασαν τον ρυθμό τους. Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τάκης Θεοδωρόπουλος
Το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου
Γύρω στο τέλος του τρίτου προ Χριστού αιώνα, στην Κύναιθα της ορεινής Αρκαδίας η εγκληματική δραστηριότης δεν είναι πλέον προνόμιο των λίγων αποδιοπομπαίων εξαιρέσεων. Πρώην ευυπόληπτοι πολίτες μεταμορφώνονται σε αχόρταγους ληστές, χωρίς καν να μπουν στον κόπο να τηρήσουν τα προσχήματα, οι βιασμοί ανηλίκων και γυναικών είναι καθημερινοί και τίποτε δεν εμποδίζει τους κατέχοντες ευκαιριακά την εξουσία να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τους αντίπαλους τους αφού δημεύσουν τις περιουσίες τους. Οι υπόλοιπες πόλεις του αρκαδικού κοινού έχουν γεμίσει από φυγάδες Κυναιθείς. Προσπαθούν να γλυτώσουν από τις συνοπτικές διαδικασίες μιας παραφοράς που όσο πιο ανεξέλεγκτη είναι τόσο πιο αναι τιολόγητη μοιάζει.
Καμμία στρατηγική ή πολιτική σκοπιμότης δεν μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Μακριά από τους μεγάλους δρόμους της ιστορίας, που πάντα δικαιολογούν τέτοιες παρεκτροπές, οι κάτοικοι της μικρής πολιτείας, εγκλωβισμένοι στα υψόμετρα της Αρκαδίας, έχουν γίνει έρμαια της κακοφορμισμένης βίας.
Η κατάσταση αυτή, όπως μας πληροφορεί ο Πολύβιος, τράβηξε για μιά δεκαετία περίπου, και η έκβαση της θυμίζει ομαδική αυτοκτονία.
Καμμιά τρακοσαριά εξόριστοι Κυναιθείς συμφωνούν με αυτούς που τους εξόρισαν να επιστρέψουν στην πόλη. Κι από κει, παραβαίνοντας τους όρκους που έχουν δώσει, διαπραγματεύονται την παράδοση της Κύναιθας στον Δωρίμαχο, τον στρατηγό των Αιτωλών που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την Πελοπόννησο. Οι λεπτομέρειες, οι σκάλες που έστησαν πάνω στα τείχη για να διευκολύνουν την πρόσβαση, ο δόλος που χρησιμοποίησαν για να ανοίξουν την τελευταία στιγμή τις πύλες, δεν έχουν τόση σημασία.
Σημασία έχει ότι ο στρατηγός μόλις μπει στην πόλη, αφού σφάξει όσους του αντιστάθηκαν, θα καταδικάσει σε θάνατο κι αυτούς που τον βοήθησαν:
"των αδίκων έργων εν τούτ' έπραξαν δικαιότατον", θα συμπεράνει ο ιστορικός για τους Αιτωλούς.
Όσοι καταφέρουν να γλιτώσουν θα περιφέρονται για μερικούς μήνες στις υπόλοιπες αρκαδικές πολιτείες ζητώντας άσυλο. Καμμία δεν θα τους δεχθεί. Οι Μαντινείς μάλιστα, μετά το πέρασμα τους, θα κάνουν καθαρτήριες τελετές και θα περιφέρουν τα σφάγια κυκλικά γύρω από τα μέρη που είχαν πατήσει οι φυγάδες για να βεβαιωθούν ότι το μίασμα δεν θα μολύνει τις ψυχές τους. Τέσσερις αιώνες αργότερα ο Παυσανίας που θα περάσει από την Κύναιθα δεν θα βρει παρά μόνον μερικά ερείπια, τα τελευταία σιωπηλά ίχνη μιας πολιτείας που κάποτε υπήρξε μεγάλη.
Το συμπέρασμα του Πολύβιου που εντάσσει τα γεγονότα στα επεισόδια του λεγόμενου "Συμμαχικού Πολέμου" είναι κατηγορηματικό: Οι Κυναιθείς δίκαια έπαθαν ό,τι έπαθαν. Και η ερμηνεία με την οποίαν προσπαθεί να επουλώσει την τραυματική για όλους τους Αρκάδες εμπειρία — σ' αυτήν λέγεται πως αναφέρονταν οι προφορικές παραδόσεις της περιοχής για πολλούς αιώνες — επειδή ακριβώς ακούγεται εκ πρώτης όψεως παράδοξα απλοϊκή, μοιάσει περισσότερο πειστική. Πώς αλλοιώς να εξηγήσει κανείς την τόσο ακραία συμπεριφορά αν δεν ανατρέξει σε πρωτογενείς χειρονομίες, αυτές που το οικοδόμημα του εκλεπτυσμένου λόγου παλεύει να θάψει κάτω απ' τις πολύπλοκες περιστροφές του;
Οι Κυναιθείς εξαγριώθηκαν, αποθηριώθηκαν γιατί, για κάποιους λογούς αμέλησαν την πατροπαράδοτη μουσική παιδεία των Αρκάδων, λέει ο Πολύβιος. Και συνεχίζει: σ' ένα τοπίο όπως αυτό της Αρκαδίας που είναι αύθαδες και τραχύ, ψυχρό και στυγνό, ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί η ακαμψία πού φέρνει στην ψυχή ο σκληρός και επίπονος βίος είναι η μουσική. Η έκφραση της αγριότητας πού σκόρπισαν τα γεγονότα της Κύναιθας σ' όλον τον τόπο δεν ήταν τίποτε άλλο από την γκριμάτσα της ζωής που έχασε την μουσική της.
Έχασαν τον ρυθμό τους.
Ξέπεσαν, αποκτηνώθηκαν.
Λέγεται πως το "αρκαδικόν κοινόν", μιά από τις πρώτες, αν όχι η πρώτη ομοσπονδία ελληνικών πόλεων πού εμφανίστηκε στην ιστορία, δεν στηρίχθηκε ούτε στην κοινή πολιτική οργάνωση όλων αυτών των πόλεων που, παρ' ότι γειτονικές, παρέμεναν απομονωμένες η μία από την άλλη, ούτε στα οικονομικά συμφέροντα κι άλλα παρόμοια, αλλά στην καλλιέργεια του κοινού αισθήματος που κατέθετε στο μέσον της ζωής η μουσική.
Οι Αρκάδες δεν διακρίνονταν για τις ρητορικές τους επιδόσεις. Όταν συγκεντρώνονταν όλοι μαζί, οι άνθρωποι δεν μιλούσαν. Μαζεύονταν για να τραγουδήσουν και να παίξουν μουσική.
"Μουσικήν γαρ, την γε αληθώς μουσικήν, πάσι μεν ανθρώποις όφελος ασκείν, Αρκάσι δε και αναγκαίον", - λέει και πάλι ο Πολύβιος ο οποίος διακόπτει την αφήγηση των Ιστοριών του για να παρεμβάλει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στις μουσικές επιδόσεις των Αρκάδων.
Από μικρά παιδιά μάθαιναν τους νόμους της τέχνης και τραγουδούσαν τους πατροπαράδοτους ύμνους και τους παιάνες για τους επιχώριους θεούς και ήρωες. Αργότερα από τους γεροντότερους διδάσκονταν τους σκοπούς του Φιλόξενου, ενός διθυραμβικού ποιητή που έζησε στην αυλή του Διονυσίου του Τυράννου, και τα τραγούδια του Τιμόθεου, αυτού που λέγεται πως πρόσθεσε την δέκατη και την ενδέκατη χορδή στην κιθάρα, το όργανο που υπηρέτησε με τόση δεξιοτεχνία σ' όλη την διάρκεια του βίου του. Ως τα τριάντα τους οι νέοι συμμετείχαν κάθε χρόνο υποχρεωτικά χορεύοντας στις ετήσιες γιορτές, στον ρυθμό του διονυσιακού αυλού. Στα συμπόσια τους οι Αρκάδες, ποτέ δεν καλούσαν επαγγελματίες τραγουδιστές για να τους διασκεδάσουν. Πάντα εκτελούσαν τους γνώριμους σκοπούς οι ίδιοι.
Γι' αυτούς ήταν μεγάλη ντροπή να ομολογήσουν πως δεν ξέρουν κάποιο από τα τραγούδια τους και τα άμουσα παιδία τους μπορεί να μην τα έριχναν στον Καιάδα, τα υπέβαλαν όμως σ' ένα σωρό καθαρτήριες δοκιμασίες. Η σπουδαιότερη κι η πιο ακραία ήταν η λεγόμενη άσκηση της μοναξιάς, ή "κατά μόνας" όπως την αποκαλούσαν, προφέροντας αυτό το "μόνας" με κάποια ειρωνική έμφαση, σαν να ήθελαν να προκαλέσουν εξορκίζοντας τους τούς ανομολόγητους φόβους τους - τους ίδιους αυτούς φόβους που δούλεψαν για να βγει από το μυθολογικό εργαστήριο η τρομερή μορφή του Λυκάω-να, του ιδρυτή της πρώτης πόλης επί γης, που κάθε εννιά χρόνια μεταμορφωνότανε σε λύκο.
Η "κατά μόνας" εμπειρία την οποίαν πολλοί από τους κατοίκους της ενδοχώρας είχαν γευθεί στην τρυφερή ηλικία των έξι ετών, είχε όλα τα χαρακτηριστικά της καθόδου στις πιο ενδόμυχες μονές της φαντασίας, στις περιοχές του νου όπου ο λόγος, έχοντας υπερβεί τα όρια του, αγγίζει τον πρωτογενή βόμβο μιας ύπαρξης αρχαϊκής, αυτής που αμετακίνητη ελλοχεύει και σήμερα ακόμη στο υπέδαφος της ζωής.
Πολύ απλά οι γονείς, υπό τους ήχους των αυλών, οδηγούσαν το παιδί τους σε κάποιο ερημικό σημείο και το εγκατέλειπαν εκεί μέχρι να τραγουδήσει, "ίνα άση", όπως συνήθιζαν να λένε παροιμειωδώς. Κατά προτίμηση η δοκιμασία ελάμβανε χώρα τις ημέρες του χειμερινού ηλιοστασίου όταν η θερμοκρασία κατεβαίνει κάτω από το μηδέν, οι χιονοπτώσεις είναι καθημερινές και το σκοτάδι της νύχτας υπονομεύει ακόμη και το παγωμένο φως της ημέρας. Δεν ξέρω αν αυτό γινότανε επειδή, στην διάρκεια αυτής της εποχής του χρόνου, το τοπίο της Αρκαδίας θυμίζει την γη των υπερβορείων, τόπο καταγωγής για πολλούς του ξανθού θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Το σίγουρο είναι ότι θεωρούσαν πως κάτι τέτοιες ώρες εκεί πέρα ακουγότανε το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου, αυτό που ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει στα συστατικά της ψυχής του και μόνον τα πνευστά του Μεγάλου Πανός μπορούν να το αποδώσουν με κάποια σχετική ενάργεια, έστω κατά προσέγγισιν.
Τί ήταν αυτό που οδηγούσε το ανυπότακτο αυτί των νεαρών Αρκάδων στους νόμους της μουσικής; Ήταν ο φόβος, η φυσική δοκιμασία, ή μήπως ο συνδυασμός και των δύο; Πάντως έλεγαν ότι το τραγούδι των "δοκιμασμένων" μπορούσες μετά να το ξεχωρίσεις από μακριά, ακόμη και στις μεγάλες χορωδίες των ετήσιων τελετών. Κουβαλούσε στους φθόγγους του τα χρώματα απ' το σκοτάδι της μεγάλης νύχτας που το γέννησε, αυτό το μερίδιο της σιωπής που χρειάζεται κάθε μουσική για να μπορέσει να διεισδύσει χωρίς παρεκτροπές στα μόρια της ψυχής, και να ανακινήσει τα υλικά της, σαν την ρευστότητα της θάλασσας στο βάθος του ορίζοντα — αυτή η θάλασσα που κυκλοφορεί σαν υπονοούμενο στις πτυχές του τοπίου της Πελοποννήσου ακόμη κι όταν δεν την βλέπεις υπήρξε μιά άλλη έμμονη ιδέα των κατοίκων της ενδοχώρας.
Είναι εξάλλου, μάλλον βέβαιο ότι η "κατά μόνας δοκιμασία θα πρέπει να ήταν αποτελεσματική. Αλλοιώς δεν εξηγείται πώς διατηρήθηκε ακόμη και σε εποχές που ο χριστιανισμός έχει θριαμβεύσει και αντιμετωπίζεται από πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, μαζί με ορισμένες τελετές προς τιμήν της Αρτέμιδος, ως μία από τις τελευταίες εκδηλώσεις του παγανισμού στην Πελοπόννησο.
Σ' έναν εκχριστιανισμένο σλάβο ψάλτη των Μέσων αιώνων εξάλλου, χρωστάμε και την μόνη γραπτή μαρτυρία για το τί υπήρξε το "μουσικό υπόβαθρο του κόσμου" — διόλου περίεργο αν σκεφτεί κανείς ότι οι Αρκάδες, βοσκοί αιγοπροβάτων και μισθοφόροι πολεμιστές ως επί το πλείστον, ελάχιστα γραπτά μνημεία άφησαν πίσω τους. Αυτός λοιπόν σημειώνει ότι το μουσικό υπόβαθρο του κόσμου είναι ο συντεταγμένος συνδυασμός του συρίγματος της απολύτου σιωπής, του αισθήματος της ερημιάς και των δρόμων πού ακολουθεί ο νους όταν βρεθεί αντιμέτωπος με το θέαμα του έναστρου ουρανού. Γι' αυτόν όλα αυτά τα στοιχεία δεν αντανακλούν παρά την μια αδιαίρετο και μοναδική θεότητα, αυτήν πού δεν μπορούσαν να ακούσουν οι Αρκάδες πίσω από τους φθόγγους της μουσικής τους, γιατί κανείς δεν τους είχε αποκαλύψει την ύπαρξη της. Στα λόγια του, είν' η αλήθεια, διακρίνεται η ειρωνεία του χριστιανού απέναντι στην παγανιστική αφέλεια, μαζί με τον σεβασμό όμως του μουσικού που υποκλίνεται μπροστά στην προϊστορία της τέχνης του.
Βέβαια, δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι ακόμη κι αν είχε αναπτυχθεί κάτι σαν αρκαδική λογοτεχνία - κάτι μάλλον αδιανόητο για ανθρώπους που προτιμούσαν να τραγουδούν αντί να μιλάνε — τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Η μουσική παραμένει πάντα η τέχνη που ανθίσταται περισσότερο στον εγκλωβισμό της σε λέξεις και στους γραμματικοσυντακτι-κούς κανόνες τους, ίσως γιατί οι νόμοι της έχουν να κάνουν με τον χρόνο και τις σιωπές, τα ίδια τα υλικά πού χρησιμοποιεί και η τέχνη της αφήγησης. Έναν πίνακα μπορείς να τον περιγράψεις, ένα μουσικό κομμάτι όμως είναι αδύνατον να το αφηγηθείς, εκτός κι αν καταφύγεις σ' εκείνες τις μεταφορές πού παλεύουν να μπαλώσουν σαν κέρινα ομοιώματα το κενό της αμηχανίας. Δεν είναι τυχαίο που ο Σωκράτης ενώ με τόση ευφράδεια στέκεται μπροστά σε έννοιες όπως η ελευθερία και το δίκαιο, αφήνει την μουσική για το τέλος, διατυπώνοντας εκείνο το "μουσικήν ποίει και εργάζου" λίγες μόνον στιγμές πριν απ' τον θάνατο του, σαν να μην θέλει να αφήσει χρόνο στους μαθητές του για να του ζητήσουν εξηγήσεις.
Για το τέλος μένει η απορία: ποιά να είναι άραγε αυτή η "αληθώς μουσική" στην οποίαν αναφέρεται ο Πολύβιος; Ελάχιστα πεισμένος από τις προσπάθειες αποκαταστάσεως της αρχαίας ελληνικής μουσικής πού μπορούν να ικανοποιήσουν μόνον ορισμένους συλλέκτες ιστοριοδίφες, αρκούμαι στην νοσταλγία αυτών των ρυθμικών φθόγγων που χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους τους, όχι γιατί μπορώ να τους φαντασθώ — ελάχιστα μελωδικούς, μονότονους και σκληρούς κατά προτίμησιν — αλλά γιατί μπορώ να σκεφθώ την ύπαρξή τους.
Τί άλλο μπορεί να επιδιώξει μια μουσική που θέλει να είναι αληθινή, εκτός απ' το να συμφιλιώσει τους ανθρώπους της με τον κόσμο τους; Κι αν κάτι με γοητεύει σε όλη αυτήν την ιστορία είναι η εικόνα αυτών των λιγομίλητων ανθρώπων που με τα σώματα ελαφρώς σκυφτά, αν και γεροδεμένα, με τα πρόσωπα σκαμμένα από τον ήλιο, αρχίζουν να τραγουδάνε ή να ξεφυσάνε με μανία τα πρωτόλεια όργανα τους, όχι για να προσθέσουν στην ζωή τους κάποια πολυτέλεια, αλλά για να αντιμετωπίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, το μερίδιο της αγριότητας που κουβαλούσαν μέσα τους.
Η μουσική ήταν το ένδυμα της ορφανής συνείδησης τους.
Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2015
Καιρός γι' αρμένισμα...
Και ο κόσμος του φάνηκε
τώρα δυο φορές πιο μεγάλος κι η βάρκα του καράβι τρικάταρτο, που βρισκότανε μέσα
μοναχός του κι έρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος από ένα μαμούνι. Καμμιά φωνή δεν αποκρινότανε τώρα, σαν τις άλλες φορές, στους στοχασμούς του...
Γιάννης Σταύρου, Θαλασσινή ιστορία (πολύπτυχο), λάδι σε καμβά
Παύλος Νιρβάνας
Νυν απολύοις
Ὁ Στρατὴς στὴ μοναξιά του εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ᾿ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς τοῦ κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.
- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρώποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. T᾿ ἀγαπᾷς καὶ σ᾿ ἀγαποῦνε. Τύφλα νἄχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.
Ωστόσ᾿ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὔτ᾿ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.
Tο κορίτσι του, τὸ Μαχώ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρή σε μία γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν᾿ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμί του ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα της ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.
- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μας εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὦρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ᾿ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατή. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα». Ἔπαιρνε μία βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ᾿ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ -μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα- ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:
- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.
- Δόξα σοι ὁ Θεός!
- Γιὰ κοίτα τ᾿ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.
- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερο-Θεός. Ὅλα του τ᾿ ἀστέρια τἄβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.
- Καιρὸς γι᾿ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμα τό! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;
- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμησή μας ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορά;
- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σὰ θέλει νὰ γελάσει.
Ὁ Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...
- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.
- Καὶ ποιὸς ἀπόλαψε τίποτε στὸν ψευτόκοσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπόλαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μία στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...
- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.
- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σοῦ ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου κι ἕνας γιὰ τ᾿ ἀχαμνά του.
- Ὥς που νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.
- Πὲς καὶ πὼς τἄχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλείσω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ᾿ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερο-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.
- Πάει νὰ μαραθῇ τὸ καημένο τὸ κορίτσι! Ἕνα μου τ᾿ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη -Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴν!- δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ᾿ τὰ χέρια του, νὰ χαρῇ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχώ. Κι ἡ ἔγνοια του μοῦ δίνει ζωὴ ἐμένα.
- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἔπιασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τι τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα του μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
- Ποιὸς ἔβηξ᾿ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!
- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.
- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πῶς ἔβηξε τὸ Μαχώ. Δὲν μπορῶ ν᾿ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.
Mια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. T᾿ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερο-Θεός, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια του μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν᾿ ἀφιόνια πάνω σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.
Ὁ Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια του πονετικά.
- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα -ἀνήμερα τοῦ Χριστοὺ- ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀπόκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερα τοῦ Χριστοῦ.
Bράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ᾿ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ᾿ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τοὔπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω τοῦ -ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα- καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ᾿ ἕνα περιβόλι τοὔφερε στὰ ρουθούνια μία μυρωδιὰ παράξενη ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῇ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια του ἀπάνω της τοὔρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ᾿ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σὰ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῇ. Μὰ πάλι τοῦ ἦρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα του καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμούνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες του εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ἦρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια του ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ τάραζε φουρτούνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ᾿ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.
- Στὸ καλό, Μαχώ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ᾿ ἄσπρα σε προβόδησα. Μαχώ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχώ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...
Ἕνα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.
- Στὸ καλό, Μαχώ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἄς μοῦ τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ᾿ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Θαλασσινή ιστορία (πολύπτυχο), λάδι σε καμβά
Παύλος Νιρβάνας
Νυν απολύοις
Ὁ Στρατὴς τὸ στοιχειὸ -ἔτσι ἀκουγότανε τώρα σ᾿ ὅλο τὸ νησί, χρόνια καὶ χρόνια- δὲν ἀγαποῦσε τὸν κόσμο καὶ ζοῦσε πάντ᾿ ἀλάργα ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ παιδὶ μοῦτσος στὰ Σκοπελίτικα καράβια καὶ πιὸ ὕστερα ναύτης καὶ λοστρόμος καὶ καπετάνιος, καὶ τώρ᾿ ἀκόμα, ποὖχε παρατήσει τὶς θάλασσες, γέρος ὀγδοντάρης, κι ἔπιασε τοὺς γιαλούς, μὲ τὴ μικρή του ψαρόβαρκα, τὴ «Μαχώ» -τῆς μοναχοκόρης του τ᾿ ὄνομα- δὲν ἄλλαζε ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου μὲ τὴ μοναξιά του. Ἔτσι τοῦ κόλλησε καὶ τὸ παρανόμι. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μὲ τ᾿ ὄνομα. Ὡστόσ᾿ ὁ Στρατὴς δὲν ἤτανε καὶ τόσο μονάχος, στὴ μοναξιά του. Εἶχε τοὺς συντρόφους του. Κι ἂν δὲν τοὺς ἔβλεπε ὁ κόσμος, τί τάχα; Ὁ Στρατὴς γελοῦσε ἀπὸ μέσα του. «Τὰ μάτια τοῦ κόσμου, σὰ δὲν εἶναι στραβά, ἀλλοιθωρίζουν, ἔλεγε κάποτε μὲ τὸν ἑαυτό του. Λίγα πράματα βλέπομε μὲ τὰ μάτια μας. Κι ὅσα δὲ βλέπομε, εἶναι τὰ περισσότερα». Καὶ σὰν ἄκουγε τὸ παρανόμι του ἔλεγε μέσα του περήφανος: «Στοιχειὸ καὶ μὲ τὰ στοιχειὰ ζῶ...».
Ὁ Στρατὴς στὴ μοναξιά του εἶχε τοὺς καλύτερους συντρόφους τοῦ κόσμου. Καὶ πῶς ἀλλιῶς; Ἄνθρωπος δὲ στάθηκε, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ζήσει μοναχός του. Οὔτε τὰ στοιχειά, τ᾿ ἀληθινὰ στοιχειά. Κι ὁ πιὸ ἔρημος ἀκόμα, καὶ στοῦ βουνοῦ τὴν κορφὴ καὶ στὴ μέση του πελάγου νὰ τὸν βάλεις, κάθε ψυχή, κάθε ἀγρίμι στοῦ λόγγου τὰ βαθειά, καὶ τὸ καψαλισμένο δένδρο, καταμεσῆς τοῦ κάμπου, βρίσκει τὸν σύντροφό του. Πολλὲς φορὲς ἔκανε μὲ τὸ νοῦ του τὴ συλλογὴ τούτη ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, ὅταν ἄκουγε ἀποπίσω του τὰ λόγια τοῦ κόσμου. Μὰ ὁ κόσμος εἶναι στραβός, ἔλεγε. Μὲ ὅ,τι βλέπει μιλάει.
- Μοναχὰ μέσα στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖ νὰ βρεθῆ κανένας ἀληθινὰ ἔρημος, συλλογιζότανε. Τέτοια μοναξιὰ μπορεῖ νὰ σοῦ φέρει τρέλλα! Μακρυὰ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους, βρίσκει πάντα κανένας τὸν σύντροφό του. Καὶ τάχα μοναχὰ οἱ ἀνθρώποι εἶναι σύντροφοί μας; Ἕνα ζωντανό, ἕνα σκυλί, ἕνα γατί, ἕνα πετούμενο εἶναι κάποιες φορὲς καλύτεροι συντρόφοι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ μονάχα τοῦτα; Ἕνα δένδρο, ἕνας βράχος, ἕνα κούτσουρο ἀκόμα. Τοὺς μιλᾷς καὶ σοῦ μιλοῦνε. T᾿ ἀγαπᾷς καὶ σ᾿ ἀγαποῦνε. Τύφλα νἄχουνε οἱ ἀνθρῶποι καὶ τὰ καλά τους.
Ωστόσ᾿ ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ μήτε τέτοιο σύντροφο δὲν εἶχε κανένα. Οὔτε σκυλί, οὔτε γατί, οὔτε ζωντανό, οὔτ᾿ ἕνα κούτσουρο ἀκόμα.
Tο κορίτσι του, τὸ Μαχώ, τὴ μονάκριβή του, τὴν εἶχε ἀπὸ μικρή σε μία γερόντισσα, ποὺ τὴν εἶχε ἀναθρέψει ὀρφανούλα. Στὴ χάση καὶ τὴ φέξη τὴν ἔβλεπε, τὰ πόδια του δὲ βαστούσανε ν᾿ ἀνεβαίνει συχνὰ ἀπάνω στὸ χωριὸ καὶ τὸ ψωμί του ἤτανε κάτω στὸ γιαλό. Μὰ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ λαχτάρα της ἤτανε πάντα μαζί του. Καὶ μὲ αὐτὴ βαστιότανε στὸν κόσμο.
- Κι ἡ ἔγνοια κι ἡ ἀγάπη συντρόφοι μας εἶναι, ἔλεγε μοναχός του. Κι οἱ καλύτεροί μας συντρόφοι. Αὐτοὶ κι ὁ Στρατής. Τὸν ξέρω καὶ μὲ ξέρει. Τοῦ μιλῶ καὶ μοῦ μιλεῖ. Μαλλώνομε κι ἀγαπίζομε. Ὡς ποὺ νὰ κλείσομε τὰ μάτια καὶ νὰ χωρίσομε γιὰ πάντα.
Έτσι κάθε βράδι, σὰ μαγείρευε κανένα ψαράκι μὲς στὴ βάρκα του καὶ τραβοῦσε καὶ τὴν τσότρα του, ἔβαζε κέφι ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή, καὶ ξαπλωμένος ἀπάνω στὸ πρυμνιὸ σκαμνὶ ἀνάσκελα, κοίταζε τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ κι ἄρχιζε τὴν κουβέντα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μὲ τὶς ἔγνοιες του. Περνούσανε οἱ ὦρες, χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει. Κι ὅταν κατέβαινε γλυκὰ ὁ ὕπνος ἀπὸ τ᾿ ἄστρα καὶ τοῦ γλυκοσφαλοῦσε τὰ μάτια, ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἀποχαιρετοῦσε τὸ φίλο του: «Πολλὰ εἴπαμε, Στρατή. Ὥρα γιὰ ὕπνο, καληνύχτα». Ἔπαιρνε μία βαθειὰ ἀναπνοὴ κι ἔχανε τὸν κόσμο. Τὰ κυματάκια τὸν νανουρίζανε μὲ τὰ φιλιά τους: «Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...»
Ένα μαγιάτικο βράδι, χαρὰ Θεοῦ, ποὺ τ᾿ ἀστέρια εἴχανε πληθύνει στὸν οὐρανὸ -μυριάδες ἄστρα εἴχανε προβάλει ἐκεῖνο τὸ βράδι ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριὲς καὶ στριμώνονταν τρελλὰ τὸ ἕνα κοντὰ στὸ ἄλλο, νὰ χαροῦνε τὴν ὄμορφη νύχτα- ὁ Στρατὴς εἶχε γλέντι σὰν πάντα. Ὅλη ἡ τσότρα ἔγινε θυσία ἐκεῖνο τὸ βράδι. «Τράβα, Στρατή, ἄλλη μίαν ἀκόμα νὰ πᾶνε τὰ φαρμάκια κάτω». Καὶ τραβούσανε ὁ Στρατὴς μὲ τὸν Στρατή. Σὰν ἔστρωσε καὶ ξαπλώθηκε καὶ τράβηξε κι ἕνα τσιμπουκάκι, ἔδεσε τὰ χέρια πίσω ἀπ᾿ τὸ κεφάλι κι ἄρχισε τὴν κουβέντα:
- Καλὰ περάσαμε καὶ σήμερα, Στρατή.
- Δόξα σοι ὁ Θεός!
- Γιὰ κοίτα τ᾿ ἀστέρια, Στρατή. Σμάρι τ᾿ ἀστέρια ἀπόψε. Γεμίσανε τὰ οὐράνια. Κι ὅλο φανερώνονται καινούργια. Ὅλο βγαίνουνε καὶ τελειωμὸ δὲν ἔχουνε.
- Λὲς κι ἔχει πανηγύρι στὰ ψηλὰ ὁ γερο-Θεός. Ὅλα του τ᾿ ἀστέρια τἄβγαλε ὄξω, δὲν ἄφησε κανένα ἀπόψε.
- Καιρὸς γι᾿ ἀρμένισμα, Στρατή. Σὰν ἔχεις τέτοια ἀστροφεγγιά, τί νὰ τὸ κάνεις τὸ φεγγάρι; Ἄπιστο πρᾶμα. Σοῦ ρίχνει στάχτη στὰ μάτια. Σοῦ μπερδεύει τὶς στεριές, σοῦ ἀνακατεύει ὅλα τὰ πάντα. Λὲς καὶ κάνει μάγια ἀπάνω στὶς θάλασσες καὶ μαγεύει τοὺς μαρνέρους. Ἀνάθεμα τό! Δυὸ φορὲς ναυαγήσαμε μὲ τὸ φεγγάρι. Στρατή, τὸ θυμᾶσαι;
- Τὸ θυμᾶμαι, λέει; Ἡ θύμησή μας ἀπόμεινε... Καὶ δὲν εἶναι, ποὺ θὰ σὲ φᾶνε τὰ ψάρια, μόνο θὰ σοῦ ποῦνε καὶ τύφλα. Καὶ θὰ γελάει καὶ τὸ φεγγάρι ἀπὸ πάνω σου. Εἶδες, ἀλήθεια, πῶς γελάει τὸ φεγγάρι καμμιὰ φορά;
- Τὸ φεγγάρι; Δυὸ πῆχες ἀνοίγει τὸ στόμα του, Στρατῆ, σὰ θέλει νὰ γελάσει.
Ὁ Στρατὴς τέντωσε τὰ χέρια του καὶ ξεραχαμνίστηε. Θυμήθηκε τὰ χρόνια ποὺ περάσανε. Μιὰ ζωὴ ἀπάνω στὴ θάλασσα, σαράντα τόσα χρόνια. Ἔφαγε τὸ σάλαδο μὲ τὸ καντάρι, μὲ τὸ χουλιάρι ἤπιε τὴ θάλασσα. Φουρτοῦνες, μπουνάτσες, καραβοτσακίσματα, πέλαγα, ὠκεανοί, πολιτεῖες, χαρές, λῦπες, λαχτάρες, ἀποθυμιές, χαροπαλέματα καὶ πανηγύρια. Ἕνα κουφάρι, παλαίβοντας σαράντα τόσα χρόνια ἀνάμεσα στεριὰ καὶ θάλασσα, χωρὶς ἀναπαμό, χωρὶς ἀνάσα. Μιὰ ζωὴ ὄρτσα καὶ πότζα. Μιὰ ζωὴ σάρπα καὶ φοῦντο. Τώρα στὴν ἀνατολὴ καὶ τώρα στὴ δύση. Νὰ τὰ συλλογίζεσαι καὶ νὰ σοῦ γυρίζει τὸ κεφάλι...
- Καὶ τί ἀπολάψαμε, Στρατή; Τίποτε.
- Καὶ ποιὸς ἀπόλαψε τίποτε στὸν ψευτόκοσμο; Εἴτε καὶ γυρίζεις σὰν τὸν ἄνεμο, εἴτε καὶ μένεις καρφωμένος στὸ χῶμα, σὰν τὸ δεντρί, τὸ ἴδιο ἀπόλαψες. Χαρὲς καὶ λῦπες μία στιγμὴ ἕνα γίνονται. Καὶ δὲν τὶς ξεχωρίζεις τὴν μίαν ἀπὸ τὴν ἄλλη...
- Σὰν παραμύθι, Στρατή, σὰν ξένο παραμύθι.
- Καὶ σὰν πάρει τέλος τὸ παραμύθι, τί σοῦ ἀπόμεινε; Ἕνας καημός. Ἕνας καημὸς γιὰ τὰ καλὰ τοῦ κόσμου κι ἕνας γιὰ τ᾿ ἀχαμνά του.
- Ὥς που νὰ κλείσομε τὰ μάτια, Στρατή.
- Πὲς καὶ πὼς τἄχομε κλεισμένα. Τί βγαίνει; Ὡστόσο, πρὶν τὰ κλείσω, κάτι καρτερῶ νὰ δῶ ἀκόμα. Δὲ μ᾿ ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸ δῶ. Σὰ μ᾿ ἀξιώσει, τότε θὰ πῶ κι ἐγώ: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, Δέσποτα». Θὰ τὸ πῶ μὲ τὴν καρδιά μου σὰν τὸ γερο-Συμεών, ποὺ λένε τὰ γράμματα.
- Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, Στρατή.
- Πάει νὰ μαραθῇ τὸ καημένο τὸ κορίτσι! Ἕνα μου τ᾿ ἄφησε ἡ μάννα του, σὰν ἔφυγε. Μαζὶ φύγαμε στὸ ταξίδι. Ἐγὼ ξαναγύρισα, κι ἐκείνη -Θεὸς σχωρέσ᾿ τὴν!- δὲν ξαναγύρισε πιά. Βρῆκε καλύτερα καὶ μᾶς ἄφησε. Τί νὰ γένει; Εἶπα κι ἐγὼ νὰ μ᾿ ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ τὸ παντρέψω, νὰ τὸ βλογήσω, νὰ πιάσω παιδὶ ἀπ᾿ τὰ χέρια του, νὰ χαρῇ κι ἐκείνη ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Δὲν ἤτανε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τὰ κορίτσια παντρευτήκανε, βρήκανε τὴν τύχη τους, ἀκουμπήσανε τὸ κεφάλι τους. Τοῦ σχοινιοῦ καὶ τοῦ παλουκιοῦ καὶ βρήκανε τὸν δικό τους. Εἴχανε μαννάδες αὐτά. Τὰ ὀρφανὰ ὅμως; Αὐτὰ τὰ φυλάει, λέει, ὁ Χριστὸς γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἂς εἶναι. Σὰν τὸν κρίνο στὴ γλάστρα μαράθηκε τὸ Μαχώ. Κι ἡ ἔγνοια του μοῦ δίνει ζωὴ ἐμένα.
- Ἔχει ὁ Θεός, Στρατή... Ποῦ ξέρεις ἀκόμα; Καθένας μὲ τὴν τύχη του. Μὴν τὸ βάζεις μαράζι. «Ἀργοπαντρεμένη καλοπαντρεμένη!» τὸ λέει κι ἡ παροιμία...
Ένας βῆχας ξερὸς ἀκούστηκε μὲς στὴ σιγαλιὰ τῆς νύχτας. Ἕνας κόμπος ἔπιασε τὸν Στρατὴ στὸ λαιμό, κάτι τι τοῦ φάνηκε, πὼς τοῦ ἀποστάθηκε στὸ λαρύγγι κι ἔβηξε νὰ τὸ πετάξει. Ἄκουσε μόνος του τὸ βῆχα του μέσα στὴ σιγαλιὰ καὶ ξαφνίστηκε.
- Ποιὸς ἔβηξ᾿ ἔτσι; Χριστὸς καὶ Παναγιά!
- Κανένας. Ἐσὺ ἔβηξες, Στρατή.
- Ἀλήθεια, ἐγὼ ἔβηξα. Καὶ ξαφνίστηκα. Νόμισα πῶς ἔβηξε τὸ Μαχώ. Δὲν μπορῶ ν᾿ ἀκούω ἄνθρωπο νὰ βήχει... Δὲν μπορῶ.
Mια σιωπὴ θανατικὴ ἔπνιξε τὸ βῆχα. Τσιμουδιὰ δὲν ἀγροικιότανε τριγύρω. T᾿ ἀστέρια λαμπυρίζανε βουβὰ στὸν οὐρανὸ καὶ τὰ κυματάκια, ποὺ φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας ἀποκοιμήθηκαν κι αὐτά. Λὲς κι ὁ γερο-Θεός, κουρασμένος ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια, εἶχε κλείσει τὰ μάτια του μέσα στὰ οὐράνια κι οἱ ἄγγελοι στάζαν᾿ ἀφιόνια πάνω σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα, καμμιὰ φωνὴ νὰ μὴν ξυπνήσει τὸν Κύριο.
Ὁ Στρατὴς σήκωσε τὰ μάτια του πονετικά.
- Ἡ Πούλια ἔγυρε νὰ βασιλέψει, εἶπε σιγὰ-σιγά, κλείνοντας τὰ μάτια. Ἔγνοιες μου κοιμηθῆτε, νὰ ξυπνήσομε πάλι τὴν αὐγή...
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα.
Ὅλη τὴν ἡμέρα -ἀνήμερα τοῦ Χριστοὺ- ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα τοῦ Στρατῆ, σάλευε μοναχή της, δεμένη στὸν ξύλινο μῶλο. Ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειὸ δὲν εἶχε φανῆ καθόλου στὸ γιαλό. Δὲν ἤτανε ἡ μεγάλη σκόλη ποὺ τὸν κράτησε μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα του. Οὔτε ἀπόκρηα, οὔτε Λαμπρή, οὔτε ἄλλη μεγάλη γιορτὴ τὸν ξελόγιασε ποτέ του. Μονάχα τοῦ Χάρου τὰ πανηγύρια τὸν ξελογιάζανε τὸν Στρατή. Κι ἤτανε τὸ τελευταῖο τοῦτο, ἀνήμερα τοῦ Χριστοῦ.
Bράδι-βράδι κατὰ τὸ σούρπωμα φάνηκε ὁ Στρατὴς τὸ Στοιχειό, κατεβαίνοντας στὸ γιαλό. Σκυφτός, σκεβρωμένος, μὲ τὸ κομπολόγι κρεμασμένο πίσω ἀπ᾿ τὰ δεμένα χέρια του, περπατοῦσε, τρεκλίζοντας σὰ μεθυσμένος. Μὲ τὸν κοῦκο κατεβασμένον ὡς κάτω στὰ μάτια, σὰν νὰ μὴν ἤθελε νὰ βλέπει τὸν κόσμο, μ᾿ ἕνα μαῦρο πουκάμισο, ποὺ τοὔπνιγε σὰ θηλιὰ τὸ λαιμό, κατέβαινε, παραπατώντας ἀπάνω στὰ ξερολίθαρα. Ψυχὴ δὲν ἤτανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος εἶχε βασιλέψει, ἀφήνοντας χρυσάφια πίσω τοῦ -ὁ Στρατὴς δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα- καὶ τὸ φεγγάρι εἶχε ψηλώσει στὸν οὐρανό, γεμίζοντας τὸν ἕνα γαλάζιο φῶς. Ἕνα πανηγύρι κάνανε στὸν οὐρανὸ τὰ σμιγμένα χρώματα, σὰν νὰ καλούσανε ὅλες τὶς ψυχὲς στὸ γλυκὸ ξεφάντωμα. Ὁ Στρατής, μὲ τὸ κεφάλι σκυμένο κάτω, δὲν ἔβλεπε ἄλλο ἀπ᾿ τὸ μουντὸ χῶμα. Ἕνας λάκκος νεοσκαμένος δίπλα σ᾿ ἕνα περιβόλι τοὔφερε στὰ ρουθούνια μία μυρωδιὰ παράξενη ἀπ᾿ τὰ σπλάγχνα τῆς γῆς, ποὺ τοῦ φάνηκε γλυκειὰ σὰν παρηγοριὰ καὶ σὰν κάλεσμα νὰ πέσει καὶ νὰ κοιμηθῇ ἕναν ἀξύπνητον ὕπνο.
Ἔφτασε σιγὰ-σιγὰ κάτω στὸ γιαλὸ καὶ πέρασε τὴν ξύλινη σκάλα. Ἡ «Μαχώ», ἡ βάρκα του, τὸν περίμενε, γλυκοσαλεύοντας παραπονεμένη ἀπάνω στὰ νερά. Σὰν πέσανε τὰ μάτια του ἀπάνω της τοὔρθανε τὰ κλάματα. Στάθηκε καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του, τὸ γέρικο κεφάλι μὲ τ᾿ ἄσπρα μακρυὰ μαλλιά, τὸ κούνησε λυπητερὰ καὶ κατάπιε μέσα του τὰ δάκρυά του. Ἔλυσε τὸ σχοινὶ καὶ πήδησε μέσα, ὅπως ἔκανε πάντα. Οὔτε ὁ ἴδιος δὲν ἤξερε σήμερα τί ἔκανε. Ἔπιασε τὰ κουπιά, ἀλαργάρησε λιγάκι καὶ φουντάρησε ἀρόδου. Σὰν ἔσβησε ὁ κρότος τῆς ἄγκυρας μέσα στὴν ἡσυχία τοῦ δειλινοῦ, στάθηκε στὴ μέση της βάρκας σὰ χαμένος. Ποτὲ δὲν εἶχε πέσει τόσο βαρειὰ ἡ ἄγκυρα στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ νεροῦ. Στάθηκε πολλὴν ὥρα ἔτσι σαστισμένος. Ὕστερα, ἔκανε τὸ σταυρό του νὰ πέσει νὰ κοιμηθῇ. Μὰ πάλι τοῦ ἦρθε νὰ σηκώσει τὴν ἄγκυρα, νὰ ζυγώσει στὸ μῶλο καὶ νὰ βγεῖ στὴ στεριά. Τὸν ἔπνιγε κάποια στενοχώρια. Πρώτη φορὰ ἔνοιωθε, πὼς ἤτανε μοναχός του μέσα στὸν κόσμο καὶ μοναχός του μέσα στὴ βάρκα. Ἀληθινὸ στοιχειό. Καὶ ὁ κόσμος τοῦ φάνηκε τώρα δυὸ φορὲς πιὸ μεγάλος κι ἡ βάρκα του καράβι τρικάταρτο, ποὺ βρισκότανε μέσα μοναχός του κι ἔρημος, μικρός, μικρός, μικρότερος ἀπὸ ἕνα μαμούνι. Καμμιὰ φωνὴ δὲν ἀποκρινότανε τώρα, σὰν τὶς ἄλλες φορές, στοὺς στοχασμούς του. Οἱ ἔγνοιες του εἴχανε πεθάνει κι αὐτές. Καὶ τοῦ ἦρθε φόβος. Ξανάκαμε τὸ σταυρό του, καὶ καθὼς δὲν τὸν βαστούσανε πιὰ τὰ πόδια, ἔγειρε καὶ ξαπλώθηκε χάμου, σὰ ζαλισμένος. Τὰ γέρικα στήθια του ἀνεβοκατεβαίνανε, σὰν νὰ τὰ τάραζε φουρτούνα, τὸ κεφάλι τοῦ σάλευε, τὸ ἄσπρο κεφάλι, σ᾿ ἕνα μοιρολόγι παράξενο χωρὶς δάκρυα.
- Στὸ καλό, Μαχώ, στὸ καλό, παιδί μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Νυφοῦλα μὲ τ᾿ ἄσπρα σε προβόδησα. Μαχώ, μὲ τὸν γαμπρὸ τὸν καβαλλάρη. Στὸ καλό, Μαχώ, καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα. Αὐτὸ καρτερούσανε νὰ δοῦνε τὰ μάτια μου...
Ἕνα ποτάμι δάκρυα χύθηκε ξαφνικὰ ἀπ᾿ τὰ μάτια του, σὰν μπόρα ποὺ ξεσπάει μὲς στὴν ἄψη τῆς κουφόβρασης.
- Στὸ καλό, Μαχώ μου. Σὲ βλόγησα καὶ σὲ πάντρεψα. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἔφυγες καὶ πῆρες μαζί σου τὶς ἔγνοιες μου καὶ τὶς λαχτάρες μου. Τὸ Στρατὴ μαζί σου τὸν πῆρες. Κι ἀπόμεινα ἕνα ξερὸ κουφάρι, μονάχος κι ἀπομόναχος. Ἕνα κουφάρι γιὰ πέταμα. Ποῦ οὔτε νὰ τὸ πετάξεις δὲν ἀξίζει. Στοιχειὸ τοῦ στοιχειοῦ. Αὐτὸ καρτερούσανε τὰ μάτια μου. Ἄς μοῦ τὰ κλείσει τώρα ὁ Θεός...
Έκλεισε τὰ μάτια του καὶ δὲν τ᾿ ἄνοιξε πιά. Καμμιὰ φωνὴ δὲν τὸν καλονύχτισε τώρα. Κι οἱ συντρόφισσές του, οἱ ἀχώριστες οἱ ἔγνοιες κι οἱ λαχτάρες, τὸν ἀφήσανε κι αὐτὲς καὶ φύγανε μακρυά. Τὰ κυματάκια μόνο φλοισβίζανε στὰ πλευρὰ τῆς βάρκας:
- Καληνύχτα, Στρατή, καληνύχτα...
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015
Π. Κονδύλης: Περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Για πρώτη, ίσως, φορά τυπώνεται άρθρο του Π.Κονδύλη στα αγγλικά.
Πρόκειται για το γνωστό άρθρο περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η μετάφραση
είναι των Stephen Stafford και Ρεϋμόνδου Πετρίδη και η επιμέλεια του
Gary Ulmen, οι οποίοι είναι γνώστες του κονδυλικού έργου. Το άρθρο
δημοσιεύτηκε το 2014 στο εμβληματικό αμερικανικό περιοδικό Telos, η
ιδεολογική πορεία του οποίου θυμίζει την αντίστοιχη του Π.Κονδύλη (βλ.
λήμμα wikipedia)
22 Οκτωβρίου 2015
(αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα για τον Παναγιώτη Κονδύλη)
P. Kondylis
“Human Rights”: Conceptual Confusion and Political Exploitation
Human rights do not exist. To be more precise, in the year 1998 human rights do not exist and no one can know if they will exist in the future. This ascertainment is inescapable if we wish to strictly define the concept of “right” and “human right” without taking into consideration political-ideological expediencies. A “right” is not something that exists merely as a phantom in the minds of philosophers or that flourishes on the lips of propagandists. The very essence of a right entails by definition that it can be demanded and imposed, and a “human right” can only be one that is enjoyed by all humans purely and simply because they are humans, i.e., without the mediation of ruling authorities and collective subjects (e.g., nations and states), which, from a conceptual and physical viewpoint, are narrower than humanity as a whole.
Moreover, a genuine human right must be one that exists and is enjoyed by humans wherever they live and wherever they wish to settle. So in the final analysis there are no human rights without unrestricted freedom of settlement and movement, and without the automatic legal equalization of all individuals by virtue of the universal force of a single body of legislation. For example, as long as an Albanian does not have in Italy the same rights as an Italian, we may speak stricto sensu about political and civil rights, but not about human rights.
Of course, states may label at least some of the rights they grant to their citizens as “human rights,” but this term would be meaningful only if the state reserved the characterization “human” exclusively for its own citizens, just as some primitive tribes do. For otherwise, no state would be able to guarantee rights considered quintessentially human, such as the right to physical integrity or to free speech, to individuals living beyond its borders. Conversely, no state without dissolving itself can grant to all people without exception certain rights considered to be political or civil rights, e.g., the right to vote and to be elected or the right of free settlement.
The situation in today’s world is clear: it is not permitted for all people, by virtue alone of their being human, to have all rights (whether they are called political and civil or human) regardless of where they were born or where they live. Rights, which would truly deserve to be called human could be granted only by a global state, with which all individuals would be in an equal and direct relation, i.e., they would acquire all their rights directly from that state as representative of all humanity. Only a representative of humanity in its entirety can view every individual solely in their capacity as a human being, irrespective of racial or national predicates, and grant to him or her human rights.
The formation of a global state in the future and consequently the establishment of human rights cannot be ruled out, but this would not automatically bring about harmonization between the moral-normative and the legal concept of human rights, particularly under the auspices of the former. For example, a global state could establish human rights under conditions of high population density and scarcity of commodities, in such a way that these rights would correspond very little to moral-normative views presently held in the West. So, whoever is capable of making conceptual distinctions cannot regard as necessary the relation between the formation of a global state and the moralization of global society, as advocates of moral universalism are wont to do.
The difference between the above two concepts of human rights also becomes clear if we make an optimistic assumption, namely the following: it is possible that a global state will not be formed and despite this that the moral-normative content of what today we call “human rights” will prevail universally, because all states without exception would make this content a yardstick and guide for formulating the political and civil rights they grant to their citizens. This means that moral demands also can be met without resorting to the rhetoric of universal human rights, and whoever considers this rhetoric to be hollow does not necessarily belong to those who are pleased when arbitrary arrests and torture take place, as frequently intimated by advocates of universalistic morality.
Therefore, the statement “human rights do not exist” is self-evident provided we do not confuse it in any way and at any level with the statements “human rights (in the moral-normative sense) should not exist” and “human rights will never exist.” In any case, the statement “human rights do not exist” is confirmed daily by the political, legal, and police practices of the “West” itself, which endeavors to circumvent the painful ultimate consequences of its own propaganda about “human rights” by insisting on the crucial distinction between human and political rights and by giving precedence to the latter, i.e., by refusing to grant all rights to all individuals by virtue alone of the fact that they are human.
The exercise of “human rights” is always subject to (national, “European” or other) sovereign rights. Every sovereign state or sovereign power has the right to arrest people from other countries simply because they enter or reside in its territory without permission, but it does not have, for example, the right to assault them because that same state or power proclaims the human right to physical integrity, as if the arrest itself does not constitute eo ipso abrogation of an individual’s right to do with his or her body as he or she pleases! With this recipe the West believes it “can serve two masters,” but the price it pays is the surreptitious introduction of the principles and practices of the “rule of law” into the domain of human rights.
Illegal immigrants who are deported of course suffer their fate in accord with the (variable) provisions of the “rule of law”; however, they do so not because they are human but because they are not French, Greek, German, etc. In this crucial case, the criterion of nationality proves to be decisive despite the claims of Western rhetoric concerning “human dignity,” etc. The “rule of law” is improperly presented here as a guardian of human rights and behaves just as inconsistently as the advocate of moral universalism, who, when facing difficulties in a foreign country does not telephone humanity for assistance, but rather the embassy of the country that issued his or her passport.
Very often the conceptual confusion is extremely convenient for individuals and states, because it masks glaring contradictions between theory and practice. However, our intention here is not to somehow force active subjects to adopt morally “rational” behavior by clarifying concepts and exposing inconsistencies and hypocrisies. Such endeavors can be left to the many high-minded philosophers, who look to the moment of their triumphal entrance. The conceptual confusion and equivocation will prevail on the global scene as long as the interests lurking behind them prevail. And the political exploitation of “human rights” will first of all be plain to see in their selective invocation and use on the basis of extra-moral criteria.
From as early as the Cold War era, the programmatic mobilization of “human rights” against “totalitarianism” did not prevent the Western camp from allying itself with brutal dictatorships. The very different behavior of the United States, for example, toward Saudi Arabia and Iran, even though both these countries treat “human rights” in the same way, testifies to the fact that the West has no intention of behaving differently in this respect. Instructive examples are too numerous to mention, so let us confine ourselves to a general observation. The political exploitation of “human rights,” i.e., their use as a means for exerting pressure and intervention, is inevitable simply because of the fact that such “rights” can be imposed only by the strongest over the weakest, whereas the reverse cannot happen, nor would it be possible in such a case for there to be any institutional arrangements.
To reiterate: here we are not castigating moral misdeeds, but describing a situation in which moral misdeeds are inevitable. An integral element of this description is, of course, pointing out the contradiction between the idealized image that active subjects have of themselves and their actual makeup and practice. As recently as a few years ago, similar points were often being made by the analytical laboratories of the Marxist “Left,” but this source has since dried up. Following the collapse of the Eastern utopia, the now tamed Western “Left” has embraced the utopia of the West, i.e., the utopia of a global society that tends toward harmony on the basis of “human rights.”
A number of “leftists,” even former communists or communist sympathizers, today engage in various rationalizing acrobatics in order to adapt their “progressive” conscience to the reality shaped since the U.S. victory in the Cold War. The fervent confession of faith in “human rights” enables them to erect bridges of compromise between the past and the present without being openly humiliated, because they conceal this confession of faith in the ideology of the former enemy behind the supposed insistence on the initial “humanitarian ideal” of the “Western Left.” Thus, that same “Left” which even until recently played the role of the “useful idiot” (Lenin) in the Kremlin’s various peace campaigns and could not tolerate the expression “human rights” when coming from the lips of Reagan and Thatcher, has itself now become the “useful idiot” of multinational corporations and of universal Americanism. Its motives are political gains and tangible social benefits, although each time in very different doses and mixes.
Of course, many “leftists” still nurture the delusion that they represent the antithesis to the “system,” simply because they sometimes invoke the ideology of the system against its actual reality. Thus, they acquire the immaculate mantle, which they then wear ostentatiously. But the ideology of the system, i.e., its conscience, constitutes just as much a part of the system as its practice, i.e., its belly, and there are strong indications that here the belly sleeps less than the conscience and directs it.
“Human rights” are a political tool in a global situation, whose density necessitates the use of universalistic ideological stratagems, within which, however, the binding interpretation of these stratagems continues to be contingent on the inclinations and interests of the most powerful nations. “Human rights” are subject to the shifting logic of this situation and reflect the contradictions and tensions that mark global society in a dramatic way. This is why the struggle for their interpretation inevitably will turn into a struggle among individuals over what each person believes at any given moment to be their own inalienable right. This struggle for interpretation already began some time ago between “North” and “South” or “West” and “East” and is intensifying to the extent that billions of people in the “South” and “East” are interpreting “human rights” not formally but materially, demanding a substantial redistribution of global wealth without being interested in the ethics of the well fed. Just as the internal logic of “free trade,” so too the internal logic of “human rights” will soon turn against the West, and then the latter will abandon its current ideological positions. But even then, it is of course highly doubtful whether it will manage to win the tremendous struggles of distribution, which will shake the twenty-first century.
SOURCE: Telos Spring 2014 vol. 2014/166 pp. 161-165. Translated by Stephen Stafford and Raymond Petridis. Edited by Gary Ulmen. Available at: http://phdtree.org/pdf/53497401-human-rights-conceptual-confusion-and-political-exploitation/
22 Οκτωβρίου 2015
(αναδημοσίευση από την Ιστοσελίδα για τον Παναγιώτη Κονδύλη)
P. Kondylis
“Human Rights”: Conceptual Confusion and Political Exploitation
Human rights do not exist. To be more precise, in the year 1998 human rights do not exist and no one can know if they will exist in the future. This ascertainment is inescapable if we wish to strictly define the concept of “right” and “human right” without taking into consideration political-ideological expediencies. A “right” is not something that exists merely as a phantom in the minds of philosophers or that flourishes on the lips of propagandists. The very essence of a right entails by definition that it can be demanded and imposed, and a “human right” can only be one that is enjoyed by all humans purely and simply because they are humans, i.e., without the mediation of ruling authorities and collective subjects (e.g., nations and states), which, from a conceptual and physical viewpoint, are narrower than humanity as a whole.
Moreover, a genuine human right must be one that exists and is enjoyed by humans wherever they live and wherever they wish to settle. So in the final analysis there are no human rights without unrestricted freedom of settlement and movement, and without the automatic legal equalization of all individuals by virtue of the universal force of a single body of legislation. For example, as long as an Albanian does not have in Italy the same rights as an Italian, we may speak stricto sensu about political and civil rights, but not about human rights.
Of course, states may label at least some of the rights they grant to their citizens as “human rights,” but this term would be meaningful only if the state reserved the characterization “human” exclusively for its own citizens, just as some primitive tribes do. For otherwise, no state would be able to guarantee rights considered quintessentially human, such as the right to physical integrity or to free speech, to individuals living beyond its borders. Conversely, no state without dissolving itself can grant to all people without exception certain rights considered to be political or civil rights, e.g., the right to vote and to be elected or the right of free settlement.
The situation in today’s world is clear: it is not permitted for all people, by virtue alone of their being human, to have all rights (whether they are called political and civil or human) regardless of where they were born or where they live. Rights, which would truly deserve to be called human could be granted only by a global state, with which all individuals would be in an equal and direct relation, i.e., they would acquire all their rights directly from that state as representative of all humanity. Only a representative of humanity in its entirety can view every individual solely in their capacity as a human being, irrespective of racial or national predicates, and grant to him or her human rights.
The formation of a global state in the future and consequently the establishment of human rights cannot be ruled out, but this would not automatically bring about harmonization between the moral-normative and the legal concept of human rights, particularly under the auspices of the former. For example, a global state could establish human rights under conditions of high population density and scarcity of commodities, in such a way that these rights would correspond very little to moral-normative views presently held in the West. So, whoever is capable of making conceptual distinctions cannot regard as necessary the relation between the formation of a global state and the moralization of global society, as advocates of moral universalism are wont to do.
The difference between the above two concepts of human rights also becomes clear if we make an optimistic assumption, namely the following: it is possible that a global state will not be formed and despite this that the moral-normative content of what today we call “human rights” will prevail universally, because all states without exception would make this content a yardstick and guide for formulating the political and civil rights they grant to their citizens. This means that moral demands also can be met without resorting to the rhetoric of universal human rights, and whoever considers this rhetoric to be hollow does not necessarily belong to those who are pleased when arbitrary arrests and torture take place, as frequently intimated by advocates of universalistic morality.
Therefore, the statement “human rights do not exist” is self-evident provided we do not confuse it in any way and at any level with the statements “human rights (in the moral-normative sense) should not exist” and “human rights will never exist.” In any case, the statement “human rights do not exist” is confirmed daily by the political, legal, and police practices of the “West” itself, which endeavors to circumvent the painful ultimate consequences of its own propaganda about “human rights” by insisting on the crucial distinction between human and political rights and by giving precedence to the latter, i.e., by refusing to grant all rights to all individuals by virtue alone of the fact that they are human.
The exercise of “human rights” is always subject to (national, “European” or other) sovereign rights. Every sovereign state or sovereign power has the right to arrest people from other countries simply because they enter or reside in its territory without permission, but it does not have, for example, the right to assault them because that same state or power proclaims the human right to physical integrity, as if the arrest itself does not constitute eo ipso abrogation of an individual’s right to do with his or her body as he or she pleases! With this recipe the West believes it “can serve two masters,” but the price it pays is the surreptitious introduction of the principles and practices of the “rule of law” into the domain of human rights.
Illegal immigrants who are deported of course suffer their fate in accord with the (variable) provisions of the “rule of law”; however, they do so not because they are human but because they are not French, Greek, German, etc. In this crucial case, the criterion of nationality proves to be decisive despite the claims of Western rhetoric concerning “human dignity,” etc. The “rule of law” is improperly presented here as a guardian of human rights and behaves just as inconsistently as the advocate of moral universalism, who, when facing difficulties in a foreign country does not telephone humanity for assistance, but rather the embassy of the country that issued his or her passport.
Very often the conceptual confusion is extremely convenient for individuals and states, because it masks glaring contradictions between theory and practice. However, our intention here is not to somehow force active subjects to adopt morally “rational” behavior by clarifying concepts and exposing inconsistencies and hypocrisies. Such endeavors can be left to the many high-minded philosophers, who look to the moment of their triumphal entrance. The conceptual confusion and equivocation will prevail on the global scene as long as the interests lurking behind them prevail. And the political exploitation of “human rights” will first of all be plain to see in their selective invocation and use on the basis of extra-moral criteria.
From as early as the Cold War era, the programmatic mobilization of “human rights” against “totalitarianism” did not prevent the Western camp from allying itself with brutal dictatorships. The very different behavior of the United States, for example, toward Saudi Arabia and Iran, even though both these countries treat “human rights” in the same way, testifies to the fact that the West has no intention of behaving differently in this respect. Instructive examples are too numerous to mention, so let us confine ourselves to a general observation. The political exploitation of “human rights,” i.e., their use as a means for exerting pressure and intervention, is inevitable simply because of the fact that such “rights” can be imposed only by the strongest over the weakest, whereas the reverse cannot happen, nor would it be possible in such a case for there to be any institutional arrangements.
To reiterate: here we are not castigating moral misdeeds, but describing a situation in which moral misdeeds are inevitable. An integral element of this description is, of course, pointing out the contradiction between the idealized image that active subjects have of themselves and their actual makeup and practice. As recently as a few years ago, similar points were often being made by the analytical laboratories of the Marxist “Left,” but this source has since dried up. Following the collapse of the Eastern utopia, the now tamed Western “Left” has embraced the utopia of the West, i.e., the utopia of a global society that tends toward harmony on the basis of “human rights.”
A number of “leftists,” even former communists or communist sympathizers, today engage in various rationalizing acrobatics in order to adapt their “progressive” conscience to the reality shaped since the U.S. victory in the Cold War. The fervent confession of faith in “human rights” enables them to erect bridges of compromise between the past and the present without being openly humiliated, because they conceal this confession of faith in the ideology of the former enemy behind the supposed insistence on the initial “humanitarian ideal” of the “Western Left.” Thus, that same “Left” which even until recently played the role of the “useful idiot” (Lenin) in the Kremlin’s various peace campaigns and could not tolerate the expression “human rights” when coming from the lips of Reagan and Thatcher, has itself now become the “useful idiot” of multinational corporations and of universal Americanism. Its motives are political gains and tangible social benefits, although each time in very different doses and mixes.
Of course, many “leftists” still nurture the delusion that they represent the antithesis to the “system,” simply because they sometimes invoke the ideology of the system against its actual reality. Thus, they acquire the immaculate mantle, which they then wear ostentatiously. But the ideology of the system, i.e., its conscience, constitutes just as much a part of the system as its practice, i.e., its belly, and there are strong indications that here the belly sleeps less than the conscience and directs it.
“Human rights” are a political tool in a global situation, whose density necessitates the use of universalistic ideological stratagems, within which, however, the binding interpretation of these stratagems continues to be contingent on the inclinations and interests of the most powerful nations. “Human rights” are subject to the shifting logic of this situation and reflect the contradictions and tensions that mark global society in a dramatic way. This is why the struggle for their interpretation inevitably will turn into a struggle among individuals over what each person believes at any given moment to be their own inalienable right. This struggle for interpretation already began some time ago between “North” and “South” or “West” and “East” and is intensifying to the extent that billions of people in the “South” and “East” are interpreting “human rights” not formally but materially, demanding a substantial redistribution of global wealth without being interested in the ethics of the well fed. Just as the internal logic of “free trade,” so too the internal logic of “human rights” will soon turn against the West, and then the latter will abandon its current ideological positions. But even then, it is of course highly doubtful whether it will manage to win the tremendous struggles of distribution, which will shake the twenty-first century.
SOURCE: Telos Spring 2014 vol. 2014/166 pp. 161-165. Translated by Stephen Stafford and Raymond Petridis. Edited by Gary Ulmen. Available at: http://phdtree.org/pdf/53497401-human-rights-conceptual-confusion-and-political-exploitation/
έναν απατεώνα ή έναν ευνούχο να μας κυβερνήσει...
τα πάντα ρεί
λέει ο σοφός Ηράκλειτος
μα μια κακόγουστη φτήνια
θα επιβιώσει μετά τις μέρες μας...
Έζρα Πάουντ
Ποιήματα
(αποσπάσματα)
*
Η εποχή απαιτούσε μια εικόνα
του επιταχυνόμενου της μορφασμού,
κάτι για την σύγχρονη σκηνή,
όχι πάντως χάρη αττική.
Όχι, όχι βέβαια, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς της ενόρασης
Καλύτερα ψευδολογίες
παρά κλασσικούς σε παράφραση!
*
Η «εποχή απαιτούσε» κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
φτιαγμένο δίχως απώλεια χρόνου
μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, ασφαλώς όχι,
αλάβαστρο ή το λάξευμα της ρίμας.
*
τα πάντα ρεί
λέει ο σοφός Ηράκλειτος
μα μια κακόγουστη φτήνια
θα επιβιώσει μετά τις μέρες μας
Ακόμη κι η Χριστιανική Ομορφιά
αποστατεί μετά τη Σαμοθράκη
βλέπουμε το καλόν
θεσπισμένο στην αγορά
.. ίσοι κατά το νόμο οι πάντε
απαλλαγμένοι από τον Πεισίστρατο
επιλέγουμε έναν απατεώνα ή έναν ευνούχο
να μας κυβερνήσει
*
Ώ λαμπρέ Απόλλωνα
τιν' άνδρα, τιν' ήρωα, τίνα θεόν,
Σε ποιον θεό, ήρωα ή άνδρα
τσίγκινο ένα στεφάνι να φορέσω;
*
Ακόμη μια φορά στην Δήλο, ακόμη μια φορά ταράσσεται ο βωμός
ακόμη μια φορά ακούγεται ο ψαλμός,
ακόμη μια φορά οι κήποι που δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ,
είναι γεμάτοι ψιθυρίσματα και παλιές ιστορίες.
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ΑΚΤΑΙΩΝ
Εικόνα Λήθης,
και τα χωράφια
γεμάτα από αμυδρό φως
μα χρυσαφένιο,
γκρίζοι γκρεμοί,
και από κάτω
μια θάλασσα
πιο σκληρή κι απ' τον γρανίτη,
ανήσυχη, ποτέ δεν γαληνεύει-
υψηλές μορφές
με την κίνηση των Θεών,
επικίνδυνη θέα,
κι ένας είπε:
«Να ο Ακταίων»
Ο Ακταίων με τα χρυσά περικνήμια!
Πάνω από ωραία λειβάδια,
πάνω από την δροσερή όψη εκείνου του χωραφιού,
ανήσυχα, αεικίνητα
πλήθη αρχαίου λαού,
η σιωπηλή πομπή.
CODA
Ω τραγούδιά μου,
Γιατί ψάχνετε τόσο αχόρταγα και τόσο περίεργα τα πρόσωπα των ανθρώπων,
μήπως και βρείτε ανάμεσά τους τον χαμένο σας νεκρό;
λέει ο σοφός Ηράκλειτος
μα μια κακόγουστη φτήνια
θα επιβιώσει μετά τις μέρες μας...
Έζρα Πάουντ
Ποιήματα
(αποσπάσματα)
*
του επιταχυνόμενου της μορφασμού,
κάτι για την σύγχρονη σκηνή,
όχι πάντως χάρη αττική.
Όχι, όχι βέβαια, τους σκοτεινούς ρεμβασμούς της ενόρασης
Καλύτερα ψευδολογίες
παρά κλασσικούς σε παράφραση!
*
Η «εποχή απαιτούσε» κυρίως ένα γύψινο εκμαγείο
φτιαγμένο δίχως απώλεια χρόνου
μια πρόζα κινηματογραφική, όχι, ασφαλώς όχι,
αλάβαστρο ή το λάξευμα της ρίμας.
*
τα πάντα ρεί
λέει ο σοφός Ηράκλειτος
μα μια κακόγουστη φτήνια
θα επιβιώσει μετά τις μέρες μας
Ακόμη κι η Χριστιανική Ομορφιά
αποστατεί μετά τη Σαμοθράκη
βλέπουμε το καλόν
θεσπισμένο στην αγορά
.. ίσοι κατά το νόμο οι πάντε
απαλλαγμένοι από τον Πεισίστρατο
επιλέγουμε έναν απατεώνα ή έναν ευνούχο
να μας κυβερνήσει
*
Ώ λαμπρέ Απόλλωνα
τιν' άνδρα, τιν' ήρωα, τίνα θεόν,
Σε ποιον θεό, ήρωα ή άνδρα
τσίγκινο ένα στεφάνι να φορέσω;
*
Ακόμη μια φορά στην Δήλο, ακόμη μια φορά ταράσσεται ο βωμός
ακόμη μια φορά ακούγεται ο ψαλμός,
ακόμη μια φορά οι κήποι που δεν εγκαταλείφθηκαν ποτέ,
είναι γεμάτοι ψιθυρίσματα και παλιές ιστορίες.
Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: ΑΚΤΑΙΩΝ
Εικόνα Λήθης,
και τα χωράφια
γεμάτα από αμυδρό φως
μα χρυσαφένιο,
γκρίζοι γκρεμοί,
και από κάτω
μια θάλασσα
πιο σκληρή κι απ' τον γρανίτη,
ανήσυχη, ποτέ δεν γαληνεύει-
υψηλές μορφές
με την κίνηση των Θεών,
επικίνδυνη θέα,
κι ένας είπε:
«Να ο Ακταίων»
Ο Ακταίων με τα χρυσά περικνήμια!
Πάνω από ωραία λειβάδια,
πάνω από την δροσερή όψη εκείνου του χωραφιού,
ανήσυχα, αεικίνητα
πλήθη αρχαίου λαού,
η σιωπηλή πομπή.
CODA
Ω τραγούδιά μου,
Γιατί ψάχνετε τόσο αχόρταγα και τόσο περίεργα τα πρόσωπα των ανθρώπων,
μήπως και βρείτε ανάμεσά τους τον χαμένο σας νεκρό;
Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015
Στο ρεμβασμό και στο θυμό...
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό...
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Oι Γάτες των Φορτηγών
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό...
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Oι Γάτες των Φορτηγών
Oι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.
Tα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναίκεια συντροφιά.
Eίναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό·
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.
Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό·
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τούς κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.
Tης έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.
Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο το τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.
Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
―αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά―
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μέσ' στη θάλασσα την άγρια την πετά.
Kαι τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.
Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015
Αποχαιρετισμός στη φιλοσοφία...
Είμαστε καταποντισμένοι μέσα σε ένα πλεονασματικό σύμπαν, όπου οι ερωτήσεις και οι ανταπαντήσεις ισοψηφούν...
Γιάννης Σταύρου, Απολαύσεις, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Εμίλ Σιοράν
Αποχαιρετισμός στη φιλοσοφία - Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού
(απόσπασμα)
...Απέναντι στη μουσική, τον μυστικισμό και την ποίηση, η φιλοσοφική δραστηριότητα γεννιέται από μια μειωμένη ικμάδα και από μια ύποπτη βαθύτητα, που έχουν κύρος μόνο για τους δειλούς και τους χλιαρούς. Άλλωστε, η φιλοσοφία, - απρόσωπη ανησυχία, καταφυγή σε αναιμικές ιδέες - είναι το καταφύγιο όλων εκείνωνπου αποφεύγουν τη φθαρτική δαψίλεια της ζωής.
Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι είχαν καλό τέλος: αυτό είναι το μείζον επιχείρημα κατά της φιλοσοφίας...
*
...όταν βλέπουμε πόσο λίγες από τις οδύνες της ανθρωπότητας πέρασαν στη φιλοσοφία της...
*
...Τα αληθινά προβλήματα αρχίζουν όταν έχουμε διεξέλθει ή εξαντλήσει τη φιλοσοφία, μετά από το τελευταίο κεφάλαιο ενός μεγάλου τόμου που βάζει τελεία σαν σημείο παραίτησης μπροστά στο Άγνωστο, όπου ριζώνουν όλες μας οι στιγμές...
Έδώ ο φιλόσοφος μας εγκαταλείπει: εχθρός της συμφοράς, είναο φρόνιμος σαν το Λόγο και σώφρων όσο κι αυτός. Και έτσι μένουμε συντροφευμένοι με έναν αρχαίο πανουκλιασμένο, με έναν ποιτή που έχει θητεύσει σε όλα τα παραληρήματα και με έναν μουσικό του οποίου η μεγαλοπρέπεια υπερβαίνει τη σφαίρα της καρδιάς...
*
...Τα μεγάλα συστήματα κατά βάθος είναι λαμπρές ταυτολογίες. Τι ωφελεί να γνωρίζουμε ότι η φύση του είναι συνίσταται στη "βούληση του ζην", στην "ιδέα", ή στη φαντασία του θεού της Χημείας;
Απλός μετατοπισμός των λέξεων...
Άλλωστε το ίδιο το είναι δεν αντιπροσωπεύει παρά μια αξίωση του Τίποτα....
Η πρωτοτυπία των φιλοσόφων περιορίζεται στην επινόηση όρων...
Είμαστε καταποντισμένοι μέσα σε ένα πλεονασματικό σύμπαν, όπου οι ερωτήσεις και οι ανταπαντήσεις ισοψηφούν...
Γιάννης Σταύρου, Απολαύσεις, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Εμίλ Σιοράν
Αποχαιρετισμός στη φιλοσοφία - Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού
(απόσπασμα)
...Απέναντι στη μουσική, τον μυστικισμό και την ποίηση, η φιλοσοφική δραστηριότητα γεννιέται από μια μειωμένη ικμάδα και από μια ύποπτη βαθύτητα, που έχουν κύρος μόνο για τους δειλούς και τους χλιαρούς. Άλλωστε, η φιλοσοφία, - απρόσωπη ανησυχία, καταφυγή σε αναιμικές ιδέες - είναι το καταφύγιο όλων εκείνωνπου αποφεύγουν τη φθαρτική δαψίλεια της ζωής.
Όλοι σχεδόν οι φιλόσοφοι είχαν καλό τέλος: αυτό είναι το μείζον επιχείρημα κατά της φιλοσοφίας...
*
...όταν βλέπουμε πόσο λίγες από τις οδύνες της ανθρωπότητας πέρασαν στη φιλοσοφία της...
*
...Τα αληθινά προβλήματα αρχίζουν όταν έχουμε διεξέλθει ή εξαντλήσει τη φιλοσοφία, μετά από το τελευταίο κεφάλαιο ενός μεγάλου τόμου που βάζει τελεία σαν σημείο παραίτησης μπροστά στο Άγνωστο, όπου ριζώνουν όλες μας οι στιγμές...
Έδώ ο φιλόσοφος μας εγκαταλείπει: εχθρός της συμφοράς, είναο φρόνιμος σαν το Λόγο και σώφρων όσο κι αυτός. Και έτσι μένουμε συντροφευμένοι με έναν αρχαίο πανουκλιασμένο, με έναν ποιτή που έχει θητεύσει σε όλα τα παραληρήματα και με έναν μουσικό του οποίου η μεγαλοπρέπεια υπερβαίνει τη σφαίρα της καρδιάς...
*
...Τα μεγάλα συστήματα κατά βάθος είναι λαμπρές ταυτολογίες. Τι ωφελεί να γνωρίζουμε ότι η φύση του είναι συνίσταται στη "βούληση του ζην", στην "ιδέα", ή στη φαντασία του θεού της Χημείας;
Απλός μετατοπισμός των λέξεων...
Άλλωστε το ίδιο το είναι δεν αντιπροσωπεύει παρά μια αξίωση του Τίποτα....
Η πρωτοτυπία των φιλοσόφων περιορίζεται στην επινόηση όρων...
Είμαστε καταποντισμένοι μέσα σε ένα πλεονασματικό σύμπαν, όπου οι ερωτήσεις και οι ανταπαντήσεις ισοψηφούν...
Εμίλ Σιοράν
Αποχαιρετισμός στη φιλοσοφία
Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού (σελ 97-100), Μετ. Κωστής Παπαγιώργης
Εκδ. Εξάντας
Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015
λίγα πλοία μπορούσαν να 'ρθουν...
Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ' όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό...
*
We were awakened in the dark by
the somnambulist brook
nearing the sea,
still dreaming audibly...
Γιάννης Σταύρου, Αγκυροβολημένα στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
Ονειρο καλοκαιριού
(απόσπασμα)
Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να 'ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
*
Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.
*
Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ' όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό.
Ερωτήματα του ταξιδιού
(απόσπασμα)
Υπάρχουν τόσοι καταρράκτες εδώ. στριμωγμένα ποτάμια
σπεύδουν τόσο βιαστικά κάτω στη θάλασσα,
κι η πίεση από τόσα σύννεφα στις κορυφογραμμές
που τα κάνει να χύνονται στις πλαγιές σ' απαλή, αργή κίνηση,
αλλάζοντάς τα σε καταρράκτες εμπρός στα ίδια μας τα μάτια.
-Κι αν αυτές οι φλέβες, αυτοί οι μίλια μακριοί, στιλπνοί, δακρυλεκέδες
δεν είναι ακόμα καταρράκτες
σε μια κοντινή εποχή ή έτσι, όπως οι εποχές περνούν εδώ,
πιθανώς θα γίνουν.
Μα κι αν ποτάμια και σύννεφα συνεχίζουν να ταξιδεύουν, να ταξιδεύουν
τα βουνά μοιάζουν με τα καύκαλα μπαταρισμένων πλοίων
στη λάσπη βουτηγμένα και κολλημένα.
*
Τι παιδαριώδες είναι αυτό όσο υπάρχει ανάσα ζωής
στα σώματά μας, είμαστε αποφασισμένοι να βιαστούμε
να δούμε τον ήλιο της άλλης πλευράς ολόγυρα;
Το πιο μικροσκοπικό κολιμπρί στον κόσμο;
Να σταθεί το βλέμμα μας σε κάποια δυσερμήνευτη πέτρινη κατασκευή,
δυσερμήνευτη κι απόρθητη,
από κάθε άποψη,
ευθύς αμέσως να ιδωθεί και παντοτινά, παντοτινά απολαυστική.
Ω πρέπει να ονειρευόμαστε τα όνειρά μας
και να τα κατακτούμε επίσης;
Κι έχουμε χώρο
για ένα επιπλέον στολισμένο ηλιοβασίλεμα, ακόμα αρκετά θερμό;
Μα σίγουρα θα ήταν κρίμα
να μην έχουμε δει τα δέντρα παραπλεύρως αυτού του δρόμου,
αληθινά σπουδαία για την ομορφιά τους,
να μην τα έχουμε δει να λικνίζονται
σαν αριστοκράτες της παντομίμας, ντυμένα στα ροζ.
*
- Και ποτέ να μην έχουμε ακούσει τη βροχή
τόσο πολύ όσο τους λόγους των πολιτικών:
δύο ώρες αδυσώπητου ορατόριου
και μετά μια θλιβερή χρυσαφένια σιωπή
όταν ο ταξιδιώτης παίρνει ένα σημειωματάριο, γράφει:
Είναι η ελλιπής φαντασία που μας φέρνει
σε φανταστικούς τόπους κι απλά δεν μένουμε στο σπίτι;
Ή μπορεί ο Πασκάλ να μην έχει ολότελα δίκιο
για το απλά να κάθεσαι ήσυχα μέσα σ' ένα δωμάτιο;
Ηπειρος, πολιτεία, χώρα, κοινωνία:
η επιλογή δεν είναι ποτέ πλατιά και ποτέ ελεύθερη.
Κι εδώ ή εκεί... Οχι. Θα έπρεπε να έχουμε μείνει στο σπίτι,
οπουδήποτε αυτό κι αν ήταν;
(μετ. Γιώργος Παναγιωτίδης)
Elizabeth Bishop
A Summer’s Dream
(extract)
To the sagging wharf
few ships could come.
The population numbered
two giants, an idiot, a dwarf,
*
By the sea, lying
blue as a mackerel,
our boarding house was streaked
as though it had been crying.
*
We were awakened in the dark by
the somnambulist brook
nearing the sea,
still dreaming audibly.
Questions Of Travel
(extract)
There are too many waterfalls here; the crowded streams
hurry too rapidly down to the sea,
and the pressure of so many clouds on the mountaintops
makes them spill over the sides in soft slow-motion,
turning to waterfalls under our very eyes.
-For if those streaks, those mile-long, shiny, tearstains,
aren't waterfalls yet,
in a quick age or so, as ages go here,
they probably will be.
But if the streams and clouds keep travelling, travelling,
the mountains look like the hulls of capsized ships,
slime-hung and barnacled.
*
What childishness is it that while there's a breath of life
in our bodies, we are determined to rush
to see the sun the other way around?
The tiniest green hummingbird in the world?
To stare at some inexplicable old stonework,
inexplicable and impenetrable,
at any view,
instantly seen and always, always delightful?
Oh, must we dream our dreams
and have them, too?
And have we room
for one more folded sunset, still quite warm?
But surely it would have been a pity
not to have seen the trees along this road,
really exaggerated in their beauty,
not to have seen them gesturing
like noble pantomimists, robed in pink.
*
-And never to have had to listen to rain
so much like politicians' speeches:
two hours of unrelenting oratory
and then a sudden golden silence
in which the traveller takes a notebook, writes:
"Is it lack of imagination that makes us come
to imagined places, not just stay at home?
Or could Pascal have been not entirely right
about just sitting quietly in one's room?
Continent, city, country, society:
the choice is never wide and never free.
And here, or there . . . No. Should we have stayed at home,
wherever that may be?"
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ' όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό...
*
We were awakened in the dark by
the somnambulist brook
nearing the sea,
still dreaming audibly...
Γιάννης Σταύρου, Αγκυροβολημένα στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Ελίζαμπεθ Μπίσοπ
Ονειρο καλοκαιριού
(απόσπασμα)
Στη γερμένη αποβάθρα
λίγα πλοία μπορούσαν να 'ρθουν.
Ο πληθυσμός αριθμούσε
δύο γίγαντες, έναν χαζό, μία τσιλιβήθρα,
*
Στη θάλασσα παντού, είχε στάξει
μπλε σαν ψάρι του Ατλαντικού,
η πανσιόν μας ξεμοναχιασμένη
λες κι είχε πάει να κλάψει.
*
Ημαστε ξάγρυπνοι στο σκοτάδι στο
ρυάκι που υπνοβατούσε
κοντά στη θάλασσα
και τ' όνειρό μας ακόμα σχεδόν ακουστό.
Ερωτήματα του ταξιδιού
(απόσπασμα)
Υπάρχουν τόσοι καταρράκτες εδώ. στριμωγμένα ποτάμια
σπεύδουν τόσο βιαστικά κάτω στη θάλασσα,
κι η πίεση από τόσα σύννεφα στις κορυφογραμμές
που τα κάνει να χύνονται στις πλαγιές σ' απαλή, αργή κίνηση,
αλλάζοντάς τα σε καταρράκτες εμπρός στα ίδια μας τα μάτια.
-Κι αν αυτές οι φλέβες, αυτοί οι μίλια μακριοί, στιλπνοί, δακρυλεκέδες
δεν είναι ακόμα καταρράκτες
σε μια κοντινή εποχή ή έτσι, όπως οι εποχές περνούν εδώ,
πιθανώς θα γίνουν.
Μα κι αν ποτάμια και σύννεφα συνεχίζουν να ταξιδεύουν, να ταξιδεύουν
τα βουνά μοιάζουν με τα καύκαλα μπαταρισμένων πλοίων
στη λάσπη βουτηγμένα και κολλημένα.
*
Τι παιδαριώδες είναι αυτό όσο υπάρχει ανάσα ζωής
στα σώματά μας, είμαστε αποφασισμένοι να βιαστούμε
να δούμε τον ήλιο της άλλης πλευράς ολόγυρα;
Το πιο μικροσκοπικό κολιμπρί στον κόσμο;
Να σταθεί το βλέμμα μας σε κάποια δυσερμήνευτη πέτρινη κατασκευή,
δυσερμήνευτη κι απόρθητη,
από κάθε άποψη,
ευθύς αμέσως να ιδωθεί και παντοτινά, παντοτινά απολαυστική.
Ω πρέπει να ονειρευόμαστε τα όνειρά μας
και να τα κατακτούμε επίσης;
Κι έχουμε χώρο
για ένα επιπλέον στολισμένο ηλιοβασίλεμα, ακόμα αρκετά θερμό;
Μα σίγουρα θα ήταν κρίμα
να μην έχουμε δει τα δέντρα παραπλεύρως αυτού του δρόμου,
αληθινά σπουδαία για την ομορφιά τους,
να μην τα έχουμε δει να λικνίζονται
σαν αριστοκράτες της παντομίμας, ντυμένα στα ροζ.
*
- Και ποτέ να μην έχουμε ακούσει τη βροχή
τόσο πολύ όσο τους λόγους των πολιτικών:
δύο ώρες αδυσώπητου ορατόριου
και μετά μια θλιβερή χρυσαφένια σιωπή
όταν ο ταξιδιώτης παίρνει ένα σημειωματάριο, γράφει:
Είναι η ελλιπής φαντασία που μας φέρνει
σε φανταστικούς τόπους κι απλά δεν μένουμε στο σπίτι;
Ή μπορεί ο Πασκάλ να μην έχει ολότελα δίκιο
για το απλά να κάθεσαι ήσυχα μέσα σ' ένα δωμάτιο;
Ηπειρος, πολιτεία, χώρα, κοινωνία:
η επιλογή δεν είναι ποτέ πλατιά και ποτέ ελεύθερη.
Κι εδώ ή εκεί... Οχι. Θα έπρεπε να έχουμε μείνει στο σπίτι,
οπουδήποτε αυτό κι αν ήταν;
(μετ. Γιώργος Παναγιωτίδης)
Elizabeth Bishop
A Summer’s Dream
(extract)
To the sagging wharf
few ships could come.
The population numbered
two giants, an idiot, a dwarf,
*
By the sea, lying
blue as a mackerel,
our boarding house was streaked
as though it had been crying.
*
We were awakened in the dark by
the somnambulist brook
nearing the sea,
still dreaming audibly.
Questions Of Travel
(extract)
There are too many waterfalls here; the crowded streams
hurry too rapidly down to the sea,
and the pressure of so many clouds on the mountaintops
makes them spill over the sides in soft slow-motion,
turning to waterfalls under our very eyes.
-For if those streaks, those mile-long, shiny, tearstains,
aren't waterfalls yet,
in a quick age or so, as ages go here,
they probably will be.
But if the streams and clouds keep travelling, travelling,
the mountains look like the hulls of capsized ships,
slime-hung and barnacled.
*
What childishness is it that while there's a breath of life
in our bodies, we are determined to rush
to see the sun the other way around?
The tiniest green hummingbird in the world?
To stare at some inexplicable old stonework,
inexplicable and impenetrable,
at any view,
instantly seen and always, always delightful?
Oh, must we dream our dreams
and have them, too?
And have we room
for one more folded sunset, still quite warm?
But surely it would have been a pity
not to have seen the trees along this road,
really exaggerated in their beauty,
not to have seen them gesturing
like noble pantomimists, robed in pink.
*
-And never to have had to listen to rain
so much like politicians' speeches:
two hours of unrelenting oratory
and then a sudden golden silence
in which the traveller takes a notebook, writes:
"Is it lack of imagination that makes us come
to imagined places, not just stay at home?
Or could Pascal have been not entirely right
about just sitting quietly in one's room?
Continent, city, country, society:
the choice is never wide and never free.
And here, or there . . . No. Should we have stayed at home,
wherever that may be?"
Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015
Τα αναθήματα της ανελέητης Γης...
Η δική μου νωθρότητα πυκνώνει
Κοιτάζοντας τον κορυδαλλό να μοχθεί δίπλα στο σύννεφο
Αναρριχιέται
Με κόπο εφιαλτικό
ψηλά μέσα στο τίποτα...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά
Έντουαρντ Τζέιμς Χιουζ
Κορυδαλλοί στον ουρανό
(απόσπασμα)
IV
Σταματάς για ανάπαυση, ψηλά εκεί, ταλαντεύεσαι
Πάνω από την πτώση
Χωρίς σταματημό τραγουδώντας
Ανάπαυση μόνο για μια στιγμή
Μικρή πτώση ελάχιστη
Μετά πάνω και πάνω και πάνω
Σαν ποντικός που πνίγεται
Ξετυλίγοντας το μασούρι των βημάτων του στο τοίχωμα του πηγαδιού
Θρηνώντας, αρπάζεται για λίγο-
Αλλά ο ήλιος δεν δίνει σημασία
Και το κέντρο της Γης χαμογελά.
V
Η δική μου νωθρότητα πυκνώνει
Κοιτάζοντας τον κορυδαλλό να μοχθεί δίπλα στο σύννεφο
Αναρριχιέται
Με κόπο εφιαλτικό
ψηλά μέσα στο τίποτα
Τα φτερά του συνθλίβονται, η καρδιά του θα βροντάει σαν μηχανή,
Σα να ήταν πια πολύ αργά, πολύ αργά
Διαλύεται στον αιθέρα
Το τραγούδι του ξετυλίγεται όλο και πιο γρήγορα
Και ο ήλιος γυρίζει
Ο κορυδαλλός εξατμίζεται
Μέχρι που ο ιστός του ματιού μου σπάει
και η ακοή μου επιστρέφει αιωρούμενη στη Γη
Και μετά ο ουρανός στέκεται ανοιχτός και άδειος
Χωρίς φτερά, και η Γη ένας σβώλος από χώμα.
Μόνον ο ήλιος εξακολουθεί σιωπηλά και ατέρμονα με το
τραγούδι του κορυδαλλού.
VI
Ολο το ζοφερό κυριακάτικο πρωινό
Ο ουρανός ένα φρενοκομείο
Με τις φωνές και τις τρέλες των κορυδαλλών,
Να στριγγλίζουν, να φλυαρούν, να καταριούνται
Με τα κεφάλια ριγμένα πίσω, τους βλέπω,
Με τα φτερά τους σχεδόν σκισμένα - εκεί ψηλά
Σαν θυσίες που αρμενίζουν
Τα αναθήματα της ανελέητης Γης
Οι ιεραπόστολοι της τρελής Γης.
VII
Σαν εκείνες τις φλόγες που μαίνονται
Την κορυφή μιας πυρκαγιάς που κορώνει
Νύχια αρπακτικού που αιωρούνται κρατώντας εκείνο που τα τρέφει
Οι κορυδαλλοί μεταφέρουν τη γλώσσα τους μέχρι το έσχατο άτομο
Εκσφενδονίζοντας ξανά και ξανά τις τελευταίες σπίθες τους έξω απ' τα όρια-
Κι είναι μια ανακούφιση, μια δροσερή αύρα
Οταν πια χορτάσουν, όταν καούν εντελώς
Και ο Ηλιος τούς ρουφήξει ώς το μεδούλι
Και η Γη τούς δώσει την έγκρισή της
Και γαληνεύουν, αφήνονται σε κελαηδισμούς αλλιώτικους
Βουτούν και πλανάρουν, όχι ακόμα σίγουροι αν μπορούν
Και μετά σίγουροι πια πέφτουν
Και ίσως ολόκληρος ο αγώνας έγινε γι' αυτό
Την κάθετη θανάσιμη πτώση
Με μακρόσυρτες κοφτερές κραυγές συντρίβονται σαν ξυράφια
Αλλά μόλις πριν φυτευτούν στη Γη
Πεταρίζουν και γλιστρούν χαμηλά στο γρασίδι, μετά πιο πάνω
Για να προσγειωθούν πάνω σ' έναν τοίχο, με το λοφίο ψηλά
Χωρίς βάρος
Εκπληρωμένοι
Εναργείς
Με τη συνείδηση άθικτη.
(μετ. Κατερίνα Ηλιοπούλου)
Κοιτάζοντας τον κορυδαλλό να μοχθεί δίπλα στο σύννεφο
Αναρριχιέται
Με κόπο εφιαλτικό
ψηλά μέσα στο τίποτα...
Γιάννης Σταύρου, Αλλαγή βάρδιας, λάδι σε καμβά
Έντουαρντ Τζέιμς Χιουζ
Κορυδαλλοί στον ουρανό
(απόσπασμα)
IV
Σταματάς για ανάπαυση, ψηλά εκεί, ταλαντεύεσαι
Πάνω από την πτώση
Χωρίς σταματημό τραγουδώντας
Ανάπαυση μόνο για μια στιγμή
Μικρή πτώση ελάχιστη
Μετά πάνω και πάνω και πάνω
Σαν ποντικός που πνίγεται
Ξετυλίγοντας το μασούρι των βημάτων του στο τοίχωμα του πηγαδιού
Θρηνώντας, αρπάζεται για λίγο-
Αλλά ο ήλιος δεν δίνει σημασία
Και το κέντρο της Γης χαμογελά.
V
Η δική μου νωθρότητα πυκνώνει
Κοιτάζοντας τον κορυδαλλό να μοχθεί δίπλα στο σύννεφο
Αναρριχιέται
Με κόπο εφιαλτικό
ψηλά μέσα στο τίποτα
Τα φτερά του συνθλίβονται, η καρδιά του θα βροντάει σαν μηχανή,
Σα να ήταν πια πολύ αργά, πολύ αργά
Διαλύεται στον αιθέρα
Το τραγούδι του ξετυλίγεται όλο και πιο γρήγορα
Και ο ήλιος γυρίζει
Ο κορυδαλλός εξατμίζεται
Μέχρι που ο ιστός του ματιού μου σπάει
και η ακοή μου επιστρέφει αιωρούμενη στη Γη
Και μετά ο ουρανός στέκεται ανοιχτός και άδειος
Χωρίς φτερά, και η Γη ένας σβώλος από χώμα.
Μόνον ο ήλιος εξακολουθεί σιωπηλά και ατέρμονα με το
τραγούδι του κορυδαλλού.
VI
Ολο το ζοφερό κυριακάτικο πρωινό
Ο ουρανός ένα φρενοκομείο
Με τις φωνές και τις τρέλες των κορυδαλλών,
Να στριγγλίζουν, να φλυαρούν, να καταριούνται
Με τα κεφάλια ριγμένα πίσω, τους βλέπω,
Με τα φτερά τους σχεδόν σκισμένα - εκεί ψηλά
Σαν θυσίες που αρμενίζουν
Τα αναθήματα της ανελέητης Γης
Οι ιεραπόστολοι της τρελής Γης.
VII
Σαν εκείνες τις φλόγες που μαίνονται
Την κορυφή μιας πυρκαγιάς που κορώνει
Νύχια αρπακτικού που αιωρούνται κρατώντας εκείνο που τα τρέφει
Οι κορυδαλλοί μεταφέρουν τη γλώσσα τους μέχρι το έσχατο άτομο
Εκσφενδονίζοντας ξανά και ξανά τις τελευταίες σπίθες τους έξω απ' τα όρια-
Κι είναι μια ανακούφιση, μια δροσερή αύρα
Οταν πια χορτάσουν, όταν καούν εντελώς
Και ο Ηλιος τούς ρουφήξει ώς το μεδούλι
Και η Γη τούς δώσει την έγκρισή της
Και γαληνεύουν, αφήνονται σε κελαηδισμούς αλλιώτικους
Βουτούν και πλανάρουν, όχι ακόμα σίγουροι αν μπορούν
Και μετά σίγουροι πια πέφτουν
Και ίσως ολόκληρος ο αγώνας έγινε γι' αυτό
Την κάθετη θανάσιμη πτώση
Με μακρόσυρτες κοφτερές κραυγές συντρίβονται σαν ξυράφια
Αλλά μόλις πριν φυτευτούν στη Γη
Πεταρίζουν και γλιστρούν χαμηλά στο γρασίδι, μετά πιο πάνω
Για να προσγειωθούν πάνω σ' έναν τοίχο, με το λοφίο ψηλά
Χωρίς βάρος
Εκπληρωμένοι
Εναργείς
Με τη συνείδηση άθικτη.
(μετ. Κατερίνα Ηλιοπούλου)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)