Λεονάρδος ντὰ Βίντσι· σὲ
κάτοπτρο βαθὺ καὶ ζοφερό,
ἄγγελοι
γεμᾶτοι χάρη μὲ μειδίαμα ἱλαρὸ[2]
μυστήριο
φορτωμένο, στοὺς ἥσκιους μέσα ξεχωρίζουν
πέυκων καὶ παγετώνων ποὺ τὸν τόπο τους ὁρίζουν
Leonardo da Vinci, Η παρθένος των Βράχων
Ανέκδοτη εισαγωγή και μετάφραση του Στάντη Αποστολίδη
Charles Baudelaire
Les Phares
Rubens,
fleuve d’oubli, jardin de la paresse,
oreiller
de chair fraîche où l’on ne peut aimer,
mais
où la vie afflue et s’agite sans cesse,
comme
l’air dans le ciel et la mer dans la mer;
Léonard
de Vinci, miroir profond et sombre,
où
des anges charmants, avec un doux souris
tout
chargé de mystère, apparaissent à l’ombre
des
glaciers et des pins qui ferment leur pays,
Rembrandt,
triste hôpital tout rempli de murmures,
et
d’un grand crucifix décoré seulement,
où
la prière en pleurs s’exhale des ordures,
et
d’un rayon d’hiver traversé brusquement;
Michel-Ange,
lieu vague où l’on voit des Hercules
se
mêler à des Christs, et se lever tout droits
des
fantômes puissants qui dans les crépuscules
déchirent
leur suaire en étirant leurs doigts;
Colères
de boxeur, impudences de faune,
toi
qui sus ramasser la beauté des goujats,
grand
coeur gonflé d’orgueil, homme débile et jaune,
Puget,
mélancolique empereur des forçats,
Watteau,
ce carnaval où bien des coeurs illustres,
comme
des papillons, errent en flamboyant,
décors
frais et légers éclairés par des lustres
qui
versent la folie à ce bal tournoyant,
Goya,
cauchemar plein de choses inconnues,
de
foetus qu’on fait cuire au milieu des sabbats,
de
vieilles au miroir et d’enfants toutes nues,
pour
tenter les démons ajustant bien leurs bas;
Delacroix,
lac de sang hanté des mauvais anges,
ombragé
par un bois de sapins toujours vert,
où,
sous un ciel chagrin, des fanfares étranges
passent,
comme un soupir étouffé de Weber;
Ces
malédictions, ces blasphèmes, ces plaintes,
ces
extases, ces cris, ces pleurs, ces Te
Deum,
sont
un écho redit par mille labyrinthes;
c’est
pour les coeurs mortels un divin opium!
C’est
un cri répeté par mille sentinelles,
un
ordre renvoyé par mille porte-voix;
c’est
un phare allumé sur mille citadelles,
un
appel de chasseurs perdus dans les grands bois!
Car
c’est vraiment, Seigneur, le meilleur témoignage
que
nous puissions donner de notre dignité
que
cet ardent sanglot qui roule d’âge en âge
et
vient mourir au bord de votre éternité!
Σαρλ Μπωντλαίρ
VI
Οἱ Φάροι
Ροῦμπενς· ποτάμι λησμονιᾶς καὶ ραθυμίας κῆπος,
προσκέφαλο
σάρκας τρυφερῆς,[1] ποὺ ν’ ἀγαπήσῃς δὲ βολεῖ
μὰ
σφύζει ἡ ζωὴ ἐκεῖ κι ἀέναα σαλεύει,
σὰν
ἄνεμος στὸν οὐρανό, στὴ θάλασσα σὰν τὸ νερό.
Λεονάρδος ντὰ Βίντσι· σὲ
κάτοπτρο βαθὺ καὶ ζοφερό,
ἄγγελοι
γεμᾶτοι χάρη μὲ μειδίαμα ἱλαρὸ[2]
μυστήριο
φορτωμένο, στοὺς ἥσκιους μέσα ξεχωρίζουν
πέυκων
καὶ παγετώνων ποὺ τὸν τόπο τους ὁρίζουν.[3]
Ρέμπραντ· νοσοκομεῖο θλιβερό,
ψιθύρους γεμισμένο,
στολίδι
ἔχει μοναχὸ μέγαν Ἐσταυρωμένο -
ἀπὸ
τὴ βρόμα ὑψώνεται μὲ κλάμα ἡ ἱκεσία
κ’
αἴφνης χειμερινὴ τὸ διαπερνᾶ φωτοχυσία.[4]
Μιχαηλάγγελος· νὰ θωρῇς Ἡρακλεῖς
σὲ τόπους θολούς,
ποὺ
νὰ μοιάζουν Χριστούς, ἀναστάντες ὀρθούς,
στὴν
ἀμφιλύκη μέσα φάσματα γεροδεμένα,
τὰ
σάβανά τους μὲ δάχτυλα σκίζουν τεντωμένα.[5]
Τοῦ
παλαιστῆ ὀργή, τοῦ φαύνου ἀκολασίες -
Σύ
ποὺ νὰ δρέπῃς ἤξερες τῶν χωριατῶν τὰ κάλλη,[6]
περήφανη
καρδιὰ μεγάλη, ἄνθρωπε ἀδύναμε καὶ κιτρινιάρη,
Πυζέ: περίλυπε μονάρχη τοῦ κάθε
τῆς γαλέρας κατεργάρη.
Βαττώ: καρναβάλι αὐτό, ποὺ
διάσημες καρδιὲς πολλὲς
πεταλοῦδες
τριγυρνοῦν φανταχτερές -
σκηνογραφίες
ζωηρὲς κ’ ἐλαφρές, σὲ πολυελαίων ἀναλαμπές,
ποὺ
τὴν τρέλλα σκορποῦν στοῦ χοροῦ τὶς στροφές.[7]
Γκόγια: ἐφιάλτης πραγμάτων
σκοτεινῶν,
ἔμβρυα
ψημένα σ’ ὄργια μαγισσῶν,
γριὲς
στὸν καθρέφτη μπρὸς καὶ παιδοῦλες γυμνὲς ὁλωσδιόλου
τὶς
κάλτσες τεντώνουν - πειρασμὸς τοῦ διαόλου.[8]
Ντελακρουά: αἱμάτων λίμνη ἀπ’ ἀγγέλους
στοιχειωμένη πονηρούς,
στὴ
σκιὰ ἐλάτης δάσους πράσινου ἀειθαλλοῦς,[9]
ὅπου
σάλπισμα ἀλλόκοτο κάτ’ ἀπ’ οὐρανὸ θλιμμένο
περνάει,
θυμίζοντας τοῦ Βέμπερ[10] στεναγμὸ
πνιγμένο.
Οἱ
κατάρες αὐτές, οἱ βλαστήμιες, τὰ παράπονα, οἱ μομφές,
οἱ
ἐκστάσεις, οἱ κραυγές, οἱ λυγμοί, οἱ προσευχές,
ἀχὸς
κι ἀντιλαλεῖ μές ἀπὸ χίλιες στοές,
ὄπιο
θεϊκὸ γιὰ τὶς θνητὲς εἶναι καρδιές.
Κραυγὴ
ἀπὸ στόματα χίλια φρουρῶν ξαναβγαλμένη,
προσταγὴ
ἀπὸ χίλια μέσα χωνιὰ φωναγμένη,
φρυκτωρία
ψηλὰ σὲ κάστρα χίλια ἀναμμένη,
κόρνο
ν’ ἀκούσουν οἱ κυνηγοὶ στὰ μεγάλα δάση οἱ χαμένοι...
Κύριε,
εἶν’ ἀλήθεια ὁ μάρτυς ὁ πιὸ ἰσχυρός,
ἰκανὸς
γιὰ τὴν ἀξία μας νὰ συνηγορήσῃ
ὁ
ὀλολυγμὸς αὐτὸς ποὺ ἀπὸ αἰῶνα σ’ αἰῶνα κυλᾶ φλογερὸς
καὶ
φτάνει στῆς Αἰωνιότητάς σου τὸν ὄχτο νὰ σβήσῃ...[11]
____________________________________________ |
[1] Ὁ Μπωντλαὶρ εἶχε
σίγουρα διαβάσει τὶς παρεμφερεῖς φράσεις τοῦ Γκωτιέ, Albertus, XXXII: montagnes de chair
à la Rubens (=σάρκας βουνὰ στὸ στὺλ τοῦ Ροῦμπενς), καθὼς καὶ τοῦ
Μπαλζάκ, Chef-d’oeuvre inconnu (Pleiade, X, 420): ce faquin de
Rubens avec ses montagnes des viandes flamandes, saupoudrées de vermillon (=αὐτὸς ὁ βρομο-Ροῦμπενς
μὲ τὰ βουνὰ φλαμανδικῶν κρεάτων παστωμένα στὸ κόκκινο χρῶμα), χαρακτηριστικώτατες
ἀσφαλῶς τῆς τεχνοτροπίας τοῦ συγκεκριμένου ζωγράφου.
[2] Φυσικὰ ἐξυπονοεῖ
τὰ πανταχοῦ παρόντα μειδιάματα στοὺς πίνακές του.
[3] Εἰδικὰ στὸν
πίνακα τῆς Παρθένου μὲ τὴν ἁγία Ἄννα,
ἀλλὰ καὶ τῆς Παρθένου Lansdowne, ἐμφανεῖς στὸ
φόντο οἱ παγετῶνες καὶ τὰ πεῦκα.
[4] Ἡ ἔκφραση νοσοκομεῖο θλιβερὸ πιθανώτατα ἀπ’ τὸ
περίφημο Μάθημα ἀνατομίας, ἐνῶ ὁ
στίχος: αἴφνης χειμερινὴ τὸ διαπερνάει
φωτοχυσία, ἴσως ἀναφέρεται στὸν πίνακά του μὲ τὸν τίτλο Τρεῖς σταυροί.
[5] Σαφὴς ὑπαινιγμὸς
στὴν τοιχογραφία τῆς Δευτέρας Παρουσίας
στὴν Καπέλλα Σιξτίνα, μὲ τὸν ἡράκλειας
διάπλασης ἐκεῖνον ἀναστάντα Χριστὸ στὸ κέντρο της.
[6] Ὁ Πιὲρ Πυζέ
(1622-94), ὁ Γάλλος Μιχαὴλ Ἄγγελος,
καθὼς τὸν ἀποκαλοῦσαν, γλύπτης καὶ ζωγράφος γεννημένος στὴ Μασσαλία, διακρίθηκε
ἀναλαμβάνοντας τὸ διάκοσμο πλοίων στὴ γενέτειρά του καὶ στὴν Τουλῶνα. Ἀπ’ τὰ ἔργα
του ξακουστὸς ὁ Μίλων ὁ Κροτωνιάτης (τοῦ παλαιστῆ θυμοί), σήμερα στὸ Λοῦβρο
καθὼς κι ὁ Ἀναπαυόμενος φαῦνος.
Δούλεψε γιὰ λογαριασμὸ τοῦ Λουδοβίκου ΙΔ’, φαίνεται ὅμως, πὼς μὲ τὸ δύσκολο καὶ
περήφανο χαρακτῆρα του, δὲν ἀνέχτηκε γιὰ πολὺ τὸ αὐλικὸ περιβάλλον. Ἀσθενικὴ
φύση, ἀναγκάστηκε, λόγῳ σοβαρῆς ἀρρώστιας, κατόπιν συμβουλῆς τῶν γιατρῶν, νὰ ἐγκαταλείψῃ
τὴ ζωγραφικὴ. Τὰ ἔργα του φέρουν ἔντονη τ
ο π ι κ ή, προβηγκιανὴ χροιά, κι ὅπως ἡ Britannica,11 XXII,
637, ἀναφέρει χαρακτηριστικά: «ὁ Ἡρακλῆς
του μοιάζει νάχῃ μόλις βγῆ ἀπ’ τὴ γαλέρα». (Τοῦτο ἐξηγεῖ καὶ τὴν ἔκφραση: νὰ δρέπῃς τῶν χωριατῶν τὰ κάλλη.) Ὅσο γιὰ
τὴ φράση: τοῦ παλαιστῆ θυμοὶ γίνεται
κατανοητὴ μόνο ἂν γνωρίζῃ κανεὶς τὸ μῦθο τοῦ οἰκτροῦ θανάτου τοῦ Μίλωνα: Πὼς
τάχα κάποτε στὸ δάσος βρίσκοντας ἕναν κορμὸ πούχαν βάλει σφῆνες οἱ ξυλοκόποι γιὰ
νὰ τὸν σκίσουν, προσπάθησε ἐμπιστευόμενος στὴν ἡράκλεια δύναμή του νὰ τὸν ἀνοίξῃ
μὲ τὰ χέρια. Γλίστρησαν ὅμως οἱ σφῆνες, τοῦ πιάστηκαν τὰ δάχτυλα, κι ἀπ’ τὰ οὐρλιαχτὰ
τοῦ πόνου μαζεύτηκαν θηρία ποὺ τὸν κατασπαράξαν ζωντανό - καὶ σ’αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν
τραγικὴ στιγμὴ τὸν ἔχει ἀπεικονίσει ὁ Πυζέ!
[7] Ὁ Βαττώ
(1684-1721) --τ’ ἀντιπροσωπευτικώτερα ἔργα
τοῦ ὁποίου ἦταν οἱ λεγόμενες Fêtes galantes
(σκηνὲς βουκολικῶν διασκεδάσεων), ἐνῶ ἐπιδίδονταν ἰδιαίτερα καὶ στὴν ἀπεικόνιση
χαρακτήρων τῆς Commedia dell’arte (πρβλ: τὸ
καρναβάλι αὐτό)--, εἶχε περιπέσει σὲ λήθη ἴσαμε τὰ μέσα τοῦ 19ου
αἰώνα, ὁπότε οἱ ἀδερφοὶ Γκονκοὺρ τὸν ἀνέσυραν, ὑποδεικνύοντας τὴ μεταμφιεσμένη
μελαγχολία κάτω ἀπ’ τὰ χαμόγελα τῶν προσώπων του, ἕνα εἶδος τρέλλας κρυμμένης
πίσω ἀπ’ τὴ χαριτωμένη κομψότητα. Γιὰ τὸ φίλο, εἰδικώτερα, τοῦ Μπωντλαὶρ
ζωγράφο Ἐμὶλ Ντερουὰ μαρτυρεῖται ρητά (Τh.
de Banville,
Mes souvenirs, Paris,
[1882], 93) ὅτι ἤξερε νὰ διακρίνῃ στὸ
πασίγνωστο ἔργο τοῦ Βαττώ «Ἐπιβίβαση γιὰ τὰ Κύθηρα» μιὰν ἀπέραντη θλίψη (Αdam, 280-1).
[8] Ἀναφέρεται στὴ
συλλογὴ τῶν περίφημων χαρακτικῶν μὲ τὸν τίτλο Caprichos. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ πρῶτος στίχος,
στὸ χαρακτικὸ ἀρ.43, τιτλοφορούμενο: «Ὁ ὕπνος
τῆς λογικῆς γεννᾷ τέρατα» (ὅπου ἕνας ἀποκοιμισμένος λόγιος περιτριγυρίζεται
ἀπὸ δεκάδες ἐφιαλτικὲς νυχτερίδες). Ὁ δεύτερος ἀπηχεῖ τὸ ὑπ’ ἀρ.19 «Ὅλοι θὰ πέσουν» (μιὰ γριὰ καὶ δυὸ νέες
σουβλίζουν ἕνα κοτόπουλο μ’ ἀνθρώπινο κεφάλι) κι ὁ Μπωντλαίρ, μάλιστα, ὁ ἴδιος
σημειώνει γιὰ τὸν Γκόγια Quelques caricaturistes étrangers, ἔκδ. Pleiade, ΙΙ, 568: Il est curieux
...que ce haïsseur des moines ait tant rêvé sorcières, sabbat, diableries,
enfants qu’ on fait cuire à la broche. Ὁ τρίτος συναρτᾶται μὲ τὸ ὑπ’ ἀρ.55 «Μέχρι θανάτου» (μιὰ γριὰ ἀριστοκράτισσα φτειάχνεται μπρὸς στὸν καθρέφτη), κι ὁ τελευταῖος μὲ τὸ ὑπ’ ἀρ.17, «Τὴν τραβάει σωστά» (μιὰ νεαρὴ πόρνη τεντώνει τὴν κάλτσα). Περαιτέρω γραμματειακὲς ἐπιρροὲς ἐντοπίζει ὁ Αdam, 281.
[9] Ὁ Ντελακρουὰ εἶν’ ὁ μόνος σύγχρονος καλλιτέχνης ποὺ ὁ Μπωντλαὶρ κατατάσσει δίπλα στοὺς ἀδιαμφισβήτους γίγαντες τῆς Τέχνης, κ’ εἶχε ἐπανειλημμένα ξεσπαθώσει μάλιστα ὑπέρ του στὶς αἰσθητικὲς κριτικές του. Γενικώτερα,
ὁ Μπωντλαὶρ προσπάθησε στὴν τεχνοκριτική του ν’ ἀποδώσῃ τὰ χρώματα μὲ λέξεις. Οἱ
συγκεκριμένοι δὲ συμβολισμοί: ἡ αἱμάτων
λίμνη καὶ τὰ πράσινα ἐλάτης δάση ἀειθαλλῆ
ξεκαθαρίζονται ἀπὸ μιὰ φράση τῆς μελέτης του, ποὺ ἀναφέρεται στὴ χρήση τοῦ
κόκκινου καὶ τοῦ πράσινου ἀπ’ τὸν Ντελακρουά: τὴν αἱματοβαμμένη κι ἄγρια ἐρήμωση ποὺ μόλις ἀντισταθμίζεται μὲ τὸ σκοῦρο πράσινο τῆς ἐλπίδας (Salon de 1846, ἔκδ. Pleiade, II, 436 / Charles Baudelaire, Εὐγένιος
Ντελακρουά, ΝΕ, 971, 1967, 144, σὲ
μτφρ Ξ. Καράκαλου, μὲ δικές μου βελτιώσεις). Σ’ ἄλλο σημεῖο ἐπιμένει πὼς ὕψιστο
προσὸν τοῦ Ντελακρουὰ εἶν’ ἡ παράδοξη κ’ ἐπίμονη
μελαγχολία ποὺ ξεχύνεται ἀπ’ ὅλα του τὰ ἔργα κ’ ἐκφράζεται μές ἀπ’ τὴν ἐκλογὴ τῶν
θεμάτων, τὴν ἔκφραση τῶν μορφῶν, τὴ χειρονομία καὶ τὸ στὺλ τῶν χρωμάτων του (Pleiade, ὅ.π., 440 / NE, ὅ.π., 146) καὶ
φαίνεται πὼς αὐτή του ἀκριβῶς ἡ ἰδιότητα τὸν ἔφερε ὡς ἐκλεκτικὸ συγγενῆ κοντύτερα στὸν ποιητή. Θεωροῦσε ὅτι ὁ χρωστήρας του
ἐξέφραζε καλύτερα ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους
ζωγράφους τῆς ἐποχῆς του τὸν ἠθικὸ πόνο καὶ σημειώνει μὲ τὶς ἴδιες λέξεις
τοῦ ποιήματος πώς: τὸ χρῶμα του εἶναι γοερὸ καὶ βαθὺ σὰν μελωδία τοῦ
Βέμπερ (Pleiade,
ὅ.π. / NE, ὅ.π., 146-7). Ἀργότερα, ὁ Μπωντλαὶρ θεώρησε
σκόπιμο σ’ ἕνα ἄρθρο του γιὰ τὴν Exposition
universelle de 1855 (Pleiade, ὅ.π., 595) νὰ διευκρινίσῃ ὁ ἴδιος τὴ
συγκεκριμένη στροφὴ τῶν Φάρων: αἱμάτων λίμνη εἶναι τὸ κόκκινο· στοιχειωμένη
ἀπ’ ἀγγέλους πονηρούς: ὁ «ὑπερνατουραλισμός»· δάσος πράσινο ἀειθαλές: τὸ
συμπληρωματικὸ τοῦ κόκκινου πράσινο· ἕνας βαρὺς οὐρανός: τὰ ταραγμένα καὶ
θυελλώδη φόντα τῶν πινάκων του· τὰ σαλπίσματα τοῦ Βέμπερ: ἰδέες ρομαντικῆς
μουσικῆς ποὺ ἐγείρουν οἱ ἁρμονίες τοῦ χρώματός του. Τὸν ὅρο «ὑπερνατουραλισμός»
τὸν ἀνάγει στὸν Χάινε: Ὡς πρὸς τὴν Τέχνη
εἶμαι ὑπερνατουραλιστής. Πιστεύω πὼς ἡ Τέχνη δὲν μπορεῖ νὰ βρῇ στὴ Φύση ὅλους
τοὺς τύπους της· οἱ πιὸ ἀξιόλογοι τῆς ἀποκαλύπτονται μές στὴν ψυχή, ὅπως ἡ ἔμφυτη
Συμβολικὴ τῶν ἐμφύτων ἰδεῶν, ἄμεσα (ὅ.π., 432).
[10]
Κὰρλ Μαρία φὸν Βέμπερ (1786-1826), ρομαντικὸς
συνθέτης μ’ ἔντονα ὑποβλητικοὺς τόνους, πατέρας τοῦ γερμανικοῦ μελοδράματος, μὲ
βασικώτερο ἔργο τὸν Freischütz.
[11]
Διάφορες ἑρμηνεῖες
ἔχουν προταθῆ γιὰ τὶς τρεῖς τελευταῖες στροφές. Ἄλλοι ἀνακαλύπτουν μιὰν εἰκονοκλαστικὴ
ἐξέγερση τοῦ ἀνθρώπου κατέναντι τοῦ θεοῦ, ἄλλοι, ἀντιθέτως, διακρίνουν μιά
«διαμεσολαβητικὴ δύναμη» τῶν καλλιτεχνικῶν αὐτῶν Φάρων, μεταξὺ θεοῦ καὶ ἀνθρώπων... Πιθανώτερα ὁ Μπωντλαὶρ ἐκφράζει
τὴ βασικὴ ρομαντικὴ ἀντίληψη πὼς ἡ Ποίηση, καὶ γενικώτερα ἡ Τέχνη συνιστᾷ κραυγὴ
τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸ Ἄπειρο, τὸ Αἰώνιο, τὸ Θεῖο κ.λ. Πρβλ τὰ γραφόμενα τοῦ ἔνθερμου
ἀπολογητῆ τοῦ χριστιανισμοῦ στὸν αἰῶνα του, Φ. Λαμενναί (Esquisse d’ une philosophie, 1840): Ἡ Ποίηση, ἄμεση ἐκδήλωση τοῦ ἔλλογου καὶ ἠθικοῦ ὄντος, ἀπηχοῦσε κατ’ ἀρχὰς
μιὰ ὁρμὴ πρὸς τὸ Δημιουργό, μία ἔκφραση λατρείας, εὐγνωμοσύνης καὶ ἀγάπης (Adam, 282-3).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου