Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ιλαρίε Βορόνκα (1903–1946)
Ο λαός μου φάντασμα
Ανάμεσα σε θάλασσα καϊ γη, λιθάρια κι' ουρανό.
Με το ξερό ψωμί του δρόμου. Με το σκουριάρικο κρασί του δάσου.
Το έργο μου τελειωμένο. Τα εργαλεία μου
όργανα πια για μουσική.
Και τ' αντικείμενα τη φλογισμένη μνήμη διαπερνώντας
σε λόγια μεταβάλλονται.
Στην εσχατιά της γης, έδω, το τελευταίο χνάρι ανθρώπων.
Συνάντηση. Ο άνεμος χτυπάει μέσα στους αφρούς σπαθιά νερών.
Κόβουν πουλιά την μοναξιά γεωμετρικά.
Και της ζωής τα πρόσωπα αντιδείχνονται.
Ο ήλιος δύει στο αλατισμένο βλέφαρό μου.
Σε φύκια αγνάντια και παρέες των ψαριών,
το πρόοωπό μου ραγισμένο από αγέρα,
τα χείλια μου σφιχτά, αυγή και δειλινό σαν ένας ήχος.
Κυνήγι δίχως δίχτυα, δίχως όπλα.
Ένα με τα βράχια. Προς το Νοτιά
αφρών αετοί. Μόνος με τελειωμένο το έργο μου,
ανάμεσα σε γη και δάκρυα.
Της ψαρικής τα σύνεργα γίνηκαν άρπες, τα τουφέκια μου αυλοί.
Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά.
θα σε γνωρίσω φάντασμα κάτω απ' τα καραβόπανα
ηπείρων ταξιδιάρικων. Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα
είναι η θέση μου. Εκεί στη Νήσο Φάντασμα
θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.
Καιρός της εξορίας; Όχι. Φυγή μέσ' απ' τους παγετώνες του ύπνου; Όχι.
Το σκουλήκι του άλγους στραγγαλισμένο μέσ' το μήλο της πληγής.
Μα ως τότε, δίχως δάκρια, δίχως εργαλεία,
στα ράχτα εκείνα, στην πιο ακρινή παρυφή ηπείρου,
ανάμεσα σε άγρια βράχια κι' ανταριασμένα κύματα
που ανεβάζουν το άσπρο γάλα των αφρών
μέχρι την πείνα μου τη μάνητα του αγέρα.
Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό.
Η φωνή λησμονημένη μέσα μου σαν έναέ γράμμα μέσα σε βιβλίο.
θα περιμένω το Λαό μου Φάντασμα, το Νησί μου Φάντασμα.
(μετάφραση, Κώστας Ασημακόπουλος)
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Ιλαρίε Βορόνκα (1903–1946)
Ο λαός μου φάντασμα
Ανάμεσα σε θάλασσα καϊ γη, λιθάρια κι' ουρανό.
Με το ξερό ψωμί του δρόμου. Με το σκουριάρικο κρασί του δάσου.
Το έργο μου τελειωμένο. Τα εργαλεία μου
όργανα πια για μουσική.
Και τ' αντικείμενα τη φλογισμένη μνήμη διαπερνώντας
σε λόγια μεταβάλλονται.
Στην εσχατιά της γης, έδω, το τελευταίο χνάρι ανθρώπων.
Συνάντηση. Ο άνεμος χτυπάει μέσα στους αφρούς σπαθιά νερών.
Κόβουν πουλιά την μοναξιά γεωμετρικά.
Και της ζωής τα πρόσωπα αντιδείχνονται.
Ο ήλιος δύει στο αλατισμένο βλέφαρό μου.
Σε φύκια αγνάντια και παρέες των ψαριών,
το πρόοωπό μου ραγισμένο από αγέρα,
τα χείλια μου σφιχτά, αυγή και δειλινό σαν ένας ήχος.
Κυνήγι δίχως δίχτυα, δίχως όπλα.
Ένα με τα βράχια. Προς το Νοτιά
αφρών αετοί. Μόνος με τελειωμένο το έργο μου,
ανάμεσα σε γη και δάκρυα.
Της ψαρικής τα σύνεργα γίνηκαν άρπες, τα τουφέκια μου αυλοί.
Μα η καρδιά αιώνια βάρκα του Οδυοσέα
που στ' όνειρό του τι νησιά περνάει•
σε οίστρους καινούργιων αρχιπελάγων τ' αγγίζει,
από ένα λόγο, ένα γέλιο, χτίζεται μία πόλη.
Σ' αυτή την εσχατιά της γης θα περιμένω
περάσματα νησιών, παράξενα πτηνά που λάμνουν μέσα στα σχοινιά.
θα σε γνωρίσω φάντασμα κάτω απ' τα καραβόπανα
ηπείρων ταξιδιάρικων. Εκεί κοντά στον άξενο λαό με τη νεκρή πατρίδα
είναι η θέση μου. Εκεί στη Νήσο Φάντασμα
θα 'ρθώ με όργανα μουσικής και πλήρης ημερών.
Καιρός της εξορίας; Όχι. Φυγή μέσ' απ' τους παγετώνες του ύπνου; Όχι.
Το σκουλήκι του άλγους στραγγαλισμένο μέσ' το μήλο της πληγής.
Μα ως τότε, δίχως δάκρια, δίχως εργαλεία,
στα ράχτα εκείνα, στην πιο ακρινή παρυφή ηπείρου,
ανάμεσα σε άγρια βράχια κι' ανταριασμένα κύματα
που ανεβάζουν το άσπρο γάλα των αφρών
μέχρι την πείνα μου τη μάνητα του αγέρα.
Εκεί. Μακριά από τον ανελέητο άνθρωπο. Μακριά
απ' όσους διανέμουνε τη γη. Δίχως φυγή και δίχως γυρισμό.
Η φωνή λησμονημένη μέσα μου σαν έναέ γράμμα μέσα σε βιβλίο.
θα περιμένω το Λαό μου Φάντασμα, το Νησί μου Φάντασμα.
(μετάφραση, Κώστας Ασημακόπουλος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου