t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί...

Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ανάμεσα σε βιβλιά, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Τάκης Σινόπουλος
Νυχτολόγιο
(Απόσπασμα)

Η φρικιαστική αίσθηση της μοναξιάς, η επικοινωνία με τους άλλους, η αγωνία σου μπροστά στη βεβαιωμένη τώρα πια αδυνατότητα αυτής της επικοινωνίας. Ακολουθεί μια σύντομη αλύπητη διερεύνηση του εγώ, έρχεται η νύχτα σε πολλαπλασιάζει πότε με πραγματικότητες, πραγματικές αισθήσεις, πότε με παραισθήσεις κι όνειρα. Έχει ανοίξει το κορμί σου όλες τις πόρτες του και μπαίνουν μέσα του τα πάντα, τρέφεσαι και λεηλατείσαι. Παρ’ όλα αυτά αργότερα πέφτεις και κοιμάσαι σαν κτήνος. Την άλλη μέρα ακμαίος, δε συνέβη τίποτα. Le sentiment de ne pas comprendre autrui n’est pas de ceux qui troublent les nuits de beaucoup de personnes.

Και υπήρχαν μέσα μου κραυγές. Πολλά χρόνια, όσο θυμάμαι. Τις έπνιγα και ξαναρχίζανε, τις άκουγα που ανέβαιναν με ορμή, ακατάπαυστα κύματα, σε ώρες απροσδιόριστες. Έλεγα μέσα μου: κλείσε καλά το καπάκι. Τίποτα δεν πρέπει ν’ ακουστεί, τίποτα να φτάσει στην επιφάνεια. Κραυγές του ονείρου και του φόβου, του ματωμένου κορμιού, της επιθυμίας, του θανάτου. Κι άλλες πολλές, κάθε φορά που σε περίμενα και δεν ερχόσουν. Όπως είπα, απέξω ήμουν κυριαρχημένος. Και τίποτα – έτσι νόμιζα – δεν ακουγόταν. Όμως αυτές ακουγόταν. Κυρίως το βράδυ μετά τη δύση του ήλιου ή το πρωί χαράματα που ξύπναγα κι έκλεινα το παράθυρο – με πείραζε το φως. Και κάθε νύχτα στο κρεβάτι μου προτού να κοιμηθώ. Σάββατο βράδυ 10-12, περπάτημα και καταβύθιση στο χώρο φανταστικών συναντήσεων, φανταστικών σκηνών και βασανιστηρίων. Η Κυριακή την άλλη μέρα πυρακτωμένες πέτρες πέφτανε από τον ουρανό.

Βιβλία, βιβλία, βιβλία. Και περιοδικά κι εφημερίδες. Όγκοι τυπωμένο χαρτί, το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο, ολάκερα βουνά γύρω γύρω, βιβλία ασάλευτα κι αμετακίνητα, βυθισμένα στη σκόνη, φθαρμένα από το χρόνο, (που κατάφαγε και σένα), ακατανόητα τώρα και μάταια κι άχρηστα. Τι πάθος κάποτε για όλα αυτά, για το παραμικρότερο απ’ αυτά! Βέβαια εσύ και σήμερα διαβάζεις, επιμένεις, βασανίζεσαι. Όμως καμιά δυνατή χαρά, καμιά ερεθιστική έκπληξη. Κανείς δε βγάζει με το μαχαίρι του φλούδες από το κορμί σου, όπως γινότανε παλιά, όταν ανακάλυπτες και τούτο και κείνο και το άλλο και ξενύχταγες και μεθυσμένος, μεταρσιωμένος και πήγαινες ως τα χαράματα.
Τώρα έχασες το ενδιαφέρον σου ακόμα και για την ποίηση, όπως χάνει κανείς – ας πούμε απ’ τα σαράντα κι ύστερα – σιγά σιγά τα μαλλιά του, τα δόντια του ή τη μνήμη του. Αυτά (σε σένα φυσικά) πάνε. Δεν απομένει παρά να χάσεις τ’ αρχίδια σου, να γυρίσεις ξερός στον τοίχο και να πεθάνεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: