Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός, πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις,
κάποτε ήσουν η αυγή...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, λάδι σε καμβά
Τσεζάρε Παβέζε
Είσαι σαν κάποια γη
Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.
Τη νύχτα που κοιμήθηκες
Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει,
η μακρινή νύχτα που κλαίει
βουβά, βαθιά στην καρδιά ,
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα.
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος, κάποιος
παλεύει, σ' ικετεύει, μόνος,
χαμένος μέσα σου, μέσα στον πυρετό σου .
Η νύχτα υποφέρει, λαχταρά την αυγή,
φτωχή καρδιά που τρέμεις .
Ω, κλειστό πρόσωπο, σκοτεινή αγωνία,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή.
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός, πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις,
κάποτε ήσουν η αυγή.
Εσύ δεν ξέρεις
Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδειο ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.
σαν ένας κλειστός, πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις,
κάποτε ήσουν η αυγή...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό, λάδι σε καμβά
Τσεζάρε Παβέζε
Είσαι σαν κάποια γη
Είσαι σαν κάποια γη
που κανένας ποτέ δεν ονόμασε.
Δεν περιμένεις τίποτα
μόνο τη λέξη
που θ’ αναβλύσει απ’ το βάθος
σαν καρπός στα κλαριά.
Ένας άνεμος σε προλαβαίνει.
Στεγνά και μαραμένα πράγματα
σε κατακλύζανε και φεύγουν με τον άνεμο.
Μέλη και λόγια αρχαία. Τρέμεις
μέσα στο καλοκαίρι.
Τη νύχτα που κοιμήθηκες
Ακόμα κι η νύχτα σου μοιάζει,
η μακρινή νύχτα που κλαίει
βουβά, βαθιά στην καρδιά ,
και τ΄ άστρα περνούν κουρασμένα.
Κάποιο μάγουλο αγγίζει άλλο μάγουλο -
είναι ένα παγωμένο ρίγος, κάποιος
παλεύει, σ' ικετεύει, μόνος,
χαμένος μέσα σου, μέσα στον πυρετό σου .
Η νύχτα υποφέρει, λαχταρά την αυγή,
φτωχή καρδιά που τρέμεις .
Ω, κλειστό πρόσωπο, σκοτεινή αγωνία,
πυρετέ που πικραίνεις τ' αστέρια,
υπάρχει κάποιος που σαν κι εσένα
λαχταρά την αυγή
γυρεύοντας το πρόσωπο σου στη σιωπή.
Απλώθηκες κάτω απ' τη νύχτα
σαν ένας κλειστός, πεθαμένος ορίζοντας
Φτωχή καρδιά που τρέμεις,
κάποτε ήσουν η αυγή.
Εσύ δεν ξέρεις
Εσύ δεν ξέρεις τους λόφους
εκεί που χύθηκε το αίμα.
Όλοι μας φεύγαμε
όλοι μας ρίξαμε
το όπλο και τ’ όνομά μας. Μια γυναίκα
μας κοιτούσε που φεύγαμε.
Ένας μονάχα από μας
στάθηκε εκεί με σφιγμένη γροθιά,
είδε τον άδειο ουρανό,
έσκυψε το κεφάλι και πέθανε
μπροστά στον τοίχο, σωπαίνοντας.
Τώρα, ένα αιμάτινο κουρέλι
και τ’ όνομά του. Μια γυναίκα
μας περιμένει στους λόφους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου