« Το σπίτι μας εμάυρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τα’ αλλουνού...
Γιάννης Σταύρου, Παλιό οινοποιείο, λάδι σε καμβά
Κυριάκος Χαραλαμπίδης
Αιγιαλούσα
Στον Γιώργο Χριστοδούλου από την Αιγιαλούσα Ι
Πλήθος θαλάσσης• θάλασσα πλημμύρισε
τον ουρανό με κέντημα χρυσό.
Γλωσσολαλία• ρινισμένα τα κουδούνια,
καθένα στο δικό του πλάγιο ήχο.
Νομίσματα θαμμένα βασιλέων
που γνώρισαν τον αίνο σκιαμαχούν
με τα βελάσματα του χόρτου. Πέτρα ήμερη
κατέχει τους γήλοφους και κατέρχεται
προς το αγίασμα τ’ Αγίου Θερίσου.
Μα του πελάου ο κάμπος –άγνωστο διατί-
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή.
2
« Το σπίτι μας εμάυρισε, δεν ξέραμε από πού
ερχόμαστε, πού πάμε, τριγυρίζαμε
σαν τα φαντάσματα, μια λέξη δεν σταυρώναμε,
τα μάτια δεν θωρούσε ο ένας τα’ αλλουνού.
Κι η κόρη μου είπεν μου: «Μάνα, εν κρίμαν
να κλαίεις τους ζωντανούς, γιατί –ακούεις;-
εν ζωντανοί, δεν γίνεται να ν΄πεθαμένοι,
ειδάλλως πρέπει να χαθεί τέλεια τούτος ο κόσμος » .
Εγέλουν την εγώ ( κρυφά της έκλαια ),
την τύχην της εσκέφτουμουν και τούτης.
Ύστερα έπεψε ο Θεός και τους δυό γιούς μου
μαζί με τον γαμπρόν μου απολύσαν τους.
Όμως τον αδερφότχνον μου τον καθηγητήν
-έναν τον είχαν οι γονιοί του- και τους άλλους
που πιάσαν μες στον καφενέν, ‘κόμα κρατούν τους.
Δεν είδα, η αλήθεια, τα παιδιά μου
αλλ’ άκουσα στο ράδιον τη φωνή τους.
Γλυκότερο δεν άκουσα μες στη ζωή μου ήχο,
που ο κάλλιος θα τον ζήλευε βιολάρης.
Από τα τείχη της Λευκωσίας (2)
Αυτή ‘ναι η μοίρα των αγνοουμένων
τέκνων της δυστυχούς πατρίδας, να τους βλέπεις
ωσάν σε πανελλήνιους αγώνες πίσω
από τ’ άρματα μέρες εννιά και χρόνια εννιά
μες στο Δημόσιο Κήπο, στα κομμένα
δέντρα του Απόλλωνα, στα αίματα λουσμένους
και να κατατροπώνουν την ψυχή τους
σκοτάδια, η ψυχή τους στραγγισμένη
απ’ τ’ ανελέητο μίσος των αλόγων
κι η μαύρη ράχη του βουνού θλίψη ζωσμένη
κι οι ολόδικοί τους ν’ απελευθερώνουν
εικόνες απ’ το Σύμπαν — ο νεκρός του είναι
ο Κόσμος όλος, το κλειδί και το θεμέλιο,
το πιο αγαπητερό περπάτημα και διώμα,
το πρόσωπο κι η λάμψη του μες στα λουλούδια,
θέλουν να του φωνάξουν ν’ ανεβεί
μαζί τους πάνω στων τειχών τη ντάπια—
πλην δεν ακούει κανείς, όλα είναι μαύρα
ωσάν την πρώτη μέρα της δημιουργίας,
τα σύγνεφα τα γέρικα βαραίνουν
στον ανελέητο χτύπο της καρδιάς.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 23 Μαΐου 2015
Χοχλά θανάτου θειάφι κι άγρια διαρπαγή...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου