t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Επιτάφιος για έναν ποιητή...

Οκτάβιο Πας
Επιτάφιος για έναν ποιητή

Ποθούσε πάντοτε να τραγουδάει,
να τραγουδάει για να ξεχνάει
την αληθινή ζωή του
που ήταν γεμάτη ψέματα
και να θυμάται την ψεύτικη ζωή του
που ήταν γεμάτη αλήθειες.

http://yannisstavrou.blogspot.com 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

Κώστας Κουτσουρέλης: Πολιτικοί και λογοτεχνικοί καθωσπρεπισμοί

Η λαίλαπα της "πολιτικής ορθότητας" και στην ελληνική λογοτεχνία...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιές στην Παιανία, λάδι σε καμβά

Κώστας Κουτσουρέλης
Πολιτικοί και λογοτεχνικοί καθωσπρεπισμοί
(απόσπασμα)

ΙΔΙΩΣ ΣΕ Ο,ΤΙ αφορά την τρέχουσα ελληνική πεζογραφία, φαίνεται ότι πολιτικός καθωσπρεπισμός και εμπορική απήχηση συμβαδίζουν περίπου αναγκαία. Αν μη τι άλλο, η υποδοχή που θα επιφυλάξει σ' ένα έργο η κριτική, μοιάζει να εξαρτάται από την ικανότητα του συγγραφέα του να πείσει ότι υιοθετεί αδίστακτα όλα τα κραταιά στερεότυπα. Το φαινόμενο έχει σατυρίσει περίφημα σ' ένα πρόσφατο διήγημά του ο Ρέννος Οιχαλιώτης (περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τχ. 1773, Δεκέμβριος 2004). Ο ήρωας του διηγήματος, συγγραφέας ο ίδιος, αναλογίζεται την αποτυχία του να βρει εκδοτικό οίκο πρόθυμο να εκδώσει το μυθιστορήμα του. Στο τέλος, παρακινημένος και από έναν επαγγελματία του χώρου, πείθεται να προβεί σε μια σειρά "δραστικές παρεμβάσεις".

"Καταρχάς ο γεωγραφικός χώρος όπου διαδραματιζόταν η ιστορία του έπρεπε να αλλάξει… Διαβάζει ο άλλος, Καλύβια, Κουβαράς, Μαρκόπουλο, πιο κάτω, και βαριέται, τον στραγγαλίζει η πλήξη… Κατέληξε σε μια συνοικία της Θεσσαλονίκης. Η τετριμμένη επωδός της 'πανέμορφης Θεσσαλονίκης' τόσων Βορειοελλαδιτών καλλιτεχνών του θεάματος –που κατά τα άλλα, με την πρώτη σοβαρή ευκαιρία, την εγκατέλειπαν και εγκαθίσταντο μόνιμα στην Αθήνα– θα λειτουργούσε υπέρ του: νάρκωνε το μυαλό του αναγνώστη σε μία αυταπάτη παρελθοντικής ομορφιάς που, χωρίς κανένα δικό του κόπο, έδινε βάθος στους χαρακτήρες του. Εξάλλου του έφερνε και πολυπολιτισμικότητα· με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια."

Στη συνέχεια, θα έρθει η σειρά των πρωταγωνιστών του βιβλίου να μεταδημοτεύσουν. Ο θείος του κύριου ήρωα, αντί της Αταλάντης Φθιώτιδος θα βρεθεί να έλκει την καταγωγή του από την Οδυσσό, συγκεντρώνοντας "στο πρόσωπό του την αίγλη του ακμάζοντος ελληνισμού της διασποράς". Ένα άλλο από τα πρόσωπα αποκτά εκ των υστέρων ρίζες στη Σμύρνη, στον "μύθο της ιστορίας και την τραγωδία της προσφυγιάς". Ένας ασήμαντος νεαρός θαμώνας της δημοτικής καφετέριας θα μετατραπεί σε

"ένα Αλβανόπουλο, δουλευτή, με απονήρευτο βλέμμα στο πρόωρα γερασμένο από τις δοκιμασίες πρόσωπο. Μάτωναν, τώρα, τα χέρια του μετανάστη από τη Σκόδρα στις βαριές αγροτικές εργασίες… και εισέπραττε επιπλέον την υποτίμηση μιας ελληνικής οικογένειας μικρομεσαίων αυθαίρετων οικιστών με σωβινιστικές προκαταλήψεις. Όταν ολοκλήρωσε τη σχετική ενότητα, ο συγγραφέας έβαλε ικανοποιημένος ένα 'νι' δίπλα στην ένδειξη 'ξενοφοβία-ρατσισμός' στον κατάλογο των προσαρμογών που είχε σκεφτεί να επιφέρει στο μυθιστόρημα."

Κ.ο.κ., κ.ο.κ., στο ίδιο πάντα πνεύμα. Όπως εύκολα μπορεί να εικάσει κανείς, μετά από τόσες καίριες αλλαγές το μυθιστόρημα του ήρωα μας θα γίνει επιτέλους δεκτό. Τη δημοσίευσή του μάλιστα θα συνοδεύσουν οι καλύτεροι οιωνοί:

"οι πωλήσεις το επιβεβαίωσαν· διότι, όπως παρατηρούσε μια κριτική στήλη, 'μέσα από τη φωτεινή δέσμη της περιπέτειας του Κλεάνθη που τον οδηγεί στην αυτογνωσία, περνούν αθόρυβα και δεξιοτεχνικά –δοσμένες με μια τραγανή και πάλλουσα γλώσσα–, τόσο οι μνήμες του μείζονος ελληνισμού, όσο και οι κοινωνικοπολιτισμικές αρρυθμίες της σύγχρονης Ελλάδας, της προσαρμογής των ξένων μεταναστών και της σφυρηλάτησης μιας νέας ταυτότητας'".

Με τη σειρά της η παρωδία του Οιχαλιώτη θα πρέπει ασφαλώς να διαβαστεί ως διεισδυτική διάγνωση των καθωσπρεπικών αγκυλώσεων και αρρυθμιών που ταλαιπωρούν μεγάλο τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά και ως πειστική απαρίθμηση των λόγων που εξηγούν γιατί αυτή η τελευταία, αν δεν ανακτήσει γρήγορα τη χαμένη αυτογνωσία της, είναι καταδικασμένη να μείνει και μελλοντικά ό,τι είναι ήδη τώρα. Πάει να πει: αμελητέα ποσότης. 

(Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, τχ. 65, Ιούνιος 2007)


Περισσότερα

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ξενιτεμένοι στον τόπο μας...

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος....


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά

Γιώργος Σεφέρης
O γυρισμός του ξενιτεμένου 

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

και ευφυείς βουβαίνει εκείνος και μωρούς...

Αύριο θα παίζουμε σε θίασο σκιών
ρόλους αχνότερους κι από τον φρέσκο αέρα –
κι ας προσδοκούμε τώρα ανάσταση νεκρών...

https://yannisstavrou.blogspot.com 

Ερνστ Χύσμερτ
Ο Θάνατος

ΟΧΙ, ΤΟ ΧΑΠΙ δεν θα σ' το χρυσώσει αυτός,
θα βγάλει σκάρτη τη μεγάλη σου εμπειρία.
Παίζουμε όλοι στη δική του κωμωδία,
κι ο σκηνοθέτης είναι για όλα ικανός.

Κι είτε κομπάρσος είτε πρωταγωνιστής,
ήρωας περίοπτος ή μέσα στους πολλούς,
σαν βγεις στο πάλκο δεν θα ξέρεις τι να πεις,
και ευφυείς βουβαίνει εκείνος και μωρούς.

Θά 'ρθει μ' έναν καρκίνο, ένα φιλί, μια σφαίρα,
ασμένως θύματα συλλέγει σωρηδόν,
κι όχι εννοείται για μιας Κρίσεως ημέρα.

Αύριο θα παίζουμε σε θίασο σκιών
ρόλους αχνότερους κι από τον φρέσκο αέρα –
κι ας προσδοκούμε τώρα ανάσταση νεκρών.
(μετ. Κώστας Κουτσουρέλης)

Σάββατο 27 Αυγούστου 2016

Άρωμα πεύκου και σιγὴ...

«Αθήναι. Ανελίσσονται ραγδαίως
τα γεγονότα που ήκουσε με δέος
η κοινή γνώμη. Ο κύριος υπουργός
εδήλωσεν, Δεν μένει πλέον καιρός...»
«... πάρε κυκλάμινα... πεύκο βελόνες...
κρίνα απ' την άμμο... πεύκο βελόνες...
γυναίκα. .»
«... υπερτερεί συντριπτικώς.
Ο πόλεμος...»
 
https://yannisstavrou.blogspot.com 
 
Γιώργος Σεφέρης
Τo ραδιόφωνο

«Πανιὰ στὸ φύσημα τοῦ ἀγέρα
ὁ νοῦς δὲν κράτησε ἄλλο ἀπὸ τὴ μέρα.
Ἄρωμα πεύκου καὶ σιγὴ
εὔκολα θ᾿ ἁπαλύνουν τὴν πληγὴ
ποὺ ἔκαμαν φεύγοντας ὁ ναύτης
ἡ σουσουράδα ὁ κοκωβιὸς κι ὁ μυγοχάφτης.
Γυναίκα ποὺ ἔμεινες χωρὶς ἁφή,
ἄκουσε τῶν ἀνέμων τὴν ταφή.

«Ἄδειασε τὸ χρυσὸ βαρέλι
ὁ γήλιος ἔγινε κουρέλι
σὲ μιᾶς μεσόκοπης λαιμὸ
ποὺ βήχει καὶ δὲν ἔχει τελειωμό-
τὸ καλοκαίρι ποὺ ταξίδεψε τὴ θλίβει
μὲ τὰ μαλάματα στοὺς ὤμους καὶ στὴν ἥβη.
Γυναίκα ποὺ ἔχασε τὸ φῶς,
ἄκουσε, τραγουδᾶ ὁ τυφλός.»

«Σκοτείνιασε- κλεῖσε τὰ τζάμια-
κάνε σουραύλια μὲ τὰ χτεσινὰ καλάμια,
καὶ μὴν ἀνοίγεις ὅσο κι ἂν χτυποῦν-
φωνάζουν μὰ δὲν ἔχουν τί νὰ ποῦν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο, κι ἀπ᾿ τὴ θάλασσα ἀνεμῶνες
γυναίκα ποὺ ἔχασες τὸ νοῦ,
ἄκου, περνᾶ τὸ ξόδι τοῦ νεροῦ...»

«Ἀθῆναι. Ἀνελίσσονται ραγδαίως
τὰ γεγονότα ποὺ ἤκουσε μὲ δέος
ἡ κοινὴ γνώμη. Ὁ κύριος ὑπουργὸς
ἐδήλωσεν, Δὲν μένει πλέον καιρός...»
«... πάρε κυκλάμινα... πεῦκο βελόνες...
κρίνα ἀπ᾿ τὴν ἄμμο... πεῦκο βελόνες...
γυναίκα. .»
«... ὑπερτερεῖ συντριπτικῶς.
Ὁ πόλεμος...»

ΨΥΧΑΜΟΙΒΟΣ

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2016

μες σε διπλή γαλήνη...

Εκεί μου ανοίξαν το παλιό κρασί, που πλέριο ευώδισε
μες στην ιδρένια στάμνα,
σαν τη βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεί κατάψυχρη
νύχτια δροσιά τα θάμνα...

https://yannisstavrou.blogspot.com
Θαλερό

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἀπὸ τ᾿ ἀμπέλια ἀπάνωθεν
ἐκοίταγε ἡ σελήνη -
κι ἀκόμα ὁ ἥλιος πύρωνε τὰ θάμνα, βασιλεύοντας
μὲς σὲ διπλὴ γαλήνη·

βαριὰ τὰ χόρτα, ἱδρώνανε στὴν ἀψηλὴν ἀπανεμιὰ
το θυμωμένο γάλα,
κι ἀπὸ τὰ κλήματα τὰ νιά, ποὺ τῆς πλαγιᾶς ἀνέβαιναν
μακριὰ-πλατιὰ τὴ σκάλα,

σουρίζανε οἱ ἀμπελουργοὶ φτερίζοντας, ἐσειόντανε
στον ὄχτο οἱ καλογιάννοι,
κι ἅπλων᾿ ἀπάνω στὸ φεγγάρι ἡ ζέστα ἀραχνοΰφαντο
κεφαλοπάνι...

Στὸ σύρμα, μὲς στὸ γέννημα, μονάχα τρία καματερά,
τό ῾να ἀπὸ τ᾿ ἄλλο πίσω,
τὴν κρεμαστή τους τραχηλιὰ κουνώντας, τὸν ἀνήφορο
ξεκόβαν τὸ βουνίσο·

σκυφτό, τὴ γῆς μυρίζοντας, καὶ τὸ λιγνὸ λαγωνικό,
με γρήγορα ποδάρια,
στοῦ δειλινοῦ τὴ σιγαλιὰ βράχο τὸ βράχο ἐπήδαγε
ζητώντας μου τὰ χνάρια·

καὶ κάτου ἀπ᾿ τὴν κληματαριὰ τὴν ἄγουρη μ᾿ ἐπρόσμενε,
στο ξάγναντο τὸ σπίτι,
σωστὸ τραπέζι πόφεγγε, λυχνάρι ὀμπρὸς τοῦ κρεμαστό,
το φῶς τοῦ Ἀποσπερίτη.

Ἐκεῖ κερήθρα μὄφερε, ψωμὶ σταρένιο, κρύο νερὸ
η ἀρχοντοθυγατέρα,
ὁποὖχε ἀπὸ τὴ δύναμη στὸν πετρωτό της τὸ λαιμὸ
χαράκι ὡς περιστέρα·

ποὺ ἡ ὄψη της, σὰν τῆς βραδιᾶς τὸ λάμπο, ἔδειχνε διάφωτη
τῆς παρθενιᾶς τὴ φλόγα,
κι ἀπ᾿ τὴ σφιχτή της ντυμασιὰ στὰ στήθια της τ᾿ ἀμάλαγα,
χώριζ᾿ ὁλόρτη ἡ ρώγα·

ποὺ ὀμπρὸς ἀπὸ τὸ μέτωπο σὲ δυὸ πλεξοῦδες τὰ μαλλιὰ
πλεμένα εἶχε σηκώσει,
σὰν τὰ σκοινιὰ τοῦ καραβιοῦ, ποὺ δὲ θὰ μπόρει᾿ ἡ φούχτα μου
νὰν τῆς τὰ χερακώσει.

Λαχανιασμένος στάθη ἐκεῖ κι ὁ σκύλος π᾿ ἀγανάχτησε
στα ὀρτὰ τὰ μονοπάτια,
κι ἀσάλευτος στὰ μπροστινά, μὲ κοίταγε, προσμένοντας
μιὰ σφήνα, μὲς στὰ μάτια·

ἐκεῖ τ᾿ ἀηδόνια ὡς ἄκουγα, τριγύρα μου, καὶ τοὺς καρποὺς
γευόμουν ἀπ᾿ τὸ δίσκο,
εἶχα τὴ γέψη τοῦ σταριοῦ, τοῦ τραγουδιοῦ καὶ τοῦ μελιοῦ
βαθιά στὸν οὐρανίσκο.

Σὰ σὲ κυβέρτι γυάλινο μέσα μου σάλευε ἡ ψυχή,
πασίχαρο μελίσσι,
ποὺ ὅλο κρυφὰ πληθαίνοντας γυρεύει σμάρια ὡσὰν τσαμπιὰ
στὰ δέντρα ν᾿ ἀμολήσει.

Κι ἔνιωθα κρούσταλλο τὴ γῆ στὰ πόδια μου ἀποκάτωθε
καὶ διάφανο τὸ χῶμα
γιατὶ πλατάνια τριέτικα τριγύρα μου ὑψωνόντανε
μ᾿ ἁδρό, γαλήνιο σῶμα.

Ἐκεῖ μοῦ ἀνοῖξαν τὸ παλιὸ κρασί, ποὺ πλέριο εὐώδισε
μὲς στὴν ἱδρένια στάμνα,
σὰν τὴ βουνίσια μυρουδιά, σύντας βαρεῖ κατάψυχρη
νύχτια δροσιὰ τὰ θάμνα...

Φλογάτη, γελαστή, ζεστή, ἐκεῖ ἡ καρδιά μου δέχτηκε
ν᾿ ἀναπαυτεῖ λιγάκι
πὰ σὲ σεντόνια εὐωδερὰ ἀπὸ βότανα, καὶ γαλανὰ
στὴ βάψη ἀπὸ λουλάκι.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

κι είμαστε πτηνά στ' αλήθεια παράδοξα...

Το ωραίο στο τέλος πάντα μας στενοχωρεί.
Το άσχημο μας χαροποιεί, γιατί διαρκεί...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ρόμπερτ Γκέρνχαρτ
Κύκνειο άσμα

Μα τι θέλουν οι κύκνοι λοιπόν να μας πουν;
Φεύγουμε, ερχόμαστε
κράζουμε, άδουμε
τρώμε και πίνουμε,
ζούμε και φθίνουμε,
φέρνουμε, παίρνουμε,
πάμε, πετάμε
κι είμαστε πτηνά στ' αλήθεια παράδοξα –
να τι θέλουν οι κύκνοι λοιπόν να μας πουν.

Βολτάροντας στα πέριξ

Εσένα θέλω να υμνήσω Ασχήμια.
Έχεις κάτι αξιόπιστο παρ' όλη σου τη γύμνια.

Η ομορφιά παρέρχεται και φθίνει.
Μας πιάνει πόνος που τη βλέπουμε να σβήνει.

Όσοι το ωραίο θαυμάζουν, νιώθουν τη φθορά:
γρήγορα θά 'ρθει κι η δική του η σειρά.

Το ωραίο στο τέλος πάντα μας στενοχωρεί.
Το άσχημο μας χαροποιεί, γιατί διαρκεί.

(μετ. Κώστας Κουτσουρέλης)

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2016

να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά...

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες -
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι - ω συμφορά! - απ’ τον Ελληνισμό... 
 
http://yannisstavrou.blogspot.com
 
Κωνσταντίνος Καβάφης
Ποσειδωνιάται

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.

Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.

Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.

Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες -
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι - ω συμφορά! - απ’ τον Ελληνισμό.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου...

Από σας, πριν απ' την ώρα τους ρεμβαστικά,
μεμιάς το μάταιο φως
ως τη στερνή σταγόνα του εστραγγίστη
μάτια ωραία, στα σφαλιστά τους βλέφαρα χορτάτα...
 
http://yannisstavrou.blogspot.com 
 
Τζουζέπε Ουνγκαρέττι
Το θαμμένο λιμάνι

Φτάνει μόλις εκεί
μια στιγμούλα ν' αγγίξει
ο ποιητής
Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει
με τα τραγούδια του
που τα σκορπάει

Από μια τέτοια ποίηση δεν
μου απομένει πάρεξ
ένα κάτι ελάχιστο
θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου.

Μνήμη της Οφηλίας της αυγής

Από σας, πριν απ' την ώρα τους ρεμβαστικά,
μεμιάς το μάταιο φως
ως τη στερνή σταγόνα του εστραγγίστη
μάτια ωραία, στα σφαλιστά τους βλέφαρα χορτάτα.

Εντός σας αθάνατα
πια και χωρίς κανένα βάρος
τα πράγματα που εζούσατε μ' άωρους δισταγμούς
καίγοντας μες στην αλλαγή τους
μια γαλήνη προσμένουν
και σε λίγο, στα βάθη της σιωπής της δικής σας
ν' αρμοστούν οριστικά θα πάνε,
ασωτεμένα πράγματα:

Καθάρια αναθυμήματα
ονόματα, αιώνια εμβλήματα...

(μετ. Οδυσσέας Ελύτης)

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

Οι απαντήσεις, πετριές...

Ένα θρόισμα
άναρθρων φωνών, σαν
φύλλα κόντρα στην ανασαιμιά
πίσω απ’ τα τζάμια...


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Τζόρτζιο Καπρόνι
Φύλλα

Πόσοι έχουν φύγει…
Πόσοι.
Τι απομένει.
Ούτε καν
η πνοή.
Ούτε καν
της πίκρας η αμυχή ή
της παρουσίας η κεντιά.
Όλοι
έχουν φύγει δίχως
ν’ αφήσουν ίχνος.
Όπως
δεν αφήνει ίχνος ο άνεμος
στο μάρμαρο καθώς περνά.
Όπως
δεν αφήνει πατημασιά
στο πεζοδρόμιο η σκιά.
Όλοι
άφαντοι σ’ έναν κονιορτό
ανάκατο από μάτια.
Ένα θρόισμα
άναρθρων φωνών, σαν
φύλλα κόντρα στην ανασαιμιά
πίσω απ’ τα τζάμια.
Φύλλα
που μόνο η καρδιά μπορεί να δει
κι ο νους δεν δίνει πίστη.

Γιατί εγώ…

…γιατί εγώ, που μόνος τη νύχτα κατοικώ,
κι εγώ, τη νύχτα, σέρνοντας στον τοίχο
ένα σπίρτο, προσεχτικός, ανάβω ένα κερί
λευκό μες στο μυαλό - ανοίγω ένα πανί
δειλό μες στο σκοτάδι, και σέρνοντας
τη γραφίδα που μου τρίζει, εγώ γράφω
και ξαναγράφω στη σιωπή και για ώρα το κλάμα
που μου μουσκεύει το μυαλό…

Πετριές

προσπάθησα να μιλήσω.
Ίσως να μην ξέρω τη γλώσσα.
Όλες οι προτάσεις λανθασμένες.
Οι απαντήσεις, πετριές

(μετ. Ευαγγελία Πολύμου)

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια...

Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό. Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη. Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια...

Τζωρτζ Όργουελ
1984
(αποσπάσματα)

-Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμη του πάνω σε ένα άλλο, Ουίνστων;
Ο Ουίνστων σκέφτηκε:
-Κάνοντας τον να υποφέρει, είπε.
-Ακριβώς. Κάνοντας τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί.
Αν δεν υποφέρει, πως μπορεί να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του;
Δύναμη είναι να επιβάλλεις πόνο και ταπείνωση.
Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντας του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές.
Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος.
*
… Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονταν πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε-όλα!
Ήδη τώρα καταστρέφουμε τις συνήθειες της σκέψης που έχουν επιζήσει από την Προ-Επαναστατική εποχή. Σπάσαμε τα δεσμά που ένωναν τους γονείς με τα παιδιά, τους άνδρες με τους άνδρες και τον άνδρα με τη γυναίκα. Κανένας δεν τολμά πια να εμπιστευτεί τη γυναίκα του, το παιδί του ή το φίλο του. Στο μέλλον όμως δε θα υπάρχουν ούτε γυναίκες, ούτε φίλοι. Τα παιδιά θα τα παίρνουμε από τη μητέρα τους μόλις γεννιώνται όπως παίρνει κανείς τα αυγά από την κότα. Το σεξουαλικό ένστικτο θα ξερριζωθεί. Η αναπαραγωγή θα είναι μια ετήσια τυπική διαδικασία όπως η ανανέωση του δελτίου τροφίμων.
Δε θα υπάρχει γέλιο παρά μόνο το γέλιο του θριάμβου για κάποιο νικημένο εχθρό.
Δε θα υπάρχει τέχνη, λογοτεχνία, επιστήμη. Όταν θα είμαστε παντοδύναμοι δε θα έχουμε πια ανάγκη την επιστήμη.
Δε θα υπάρχει διάκριση ανάμεσα στην ομορφιά και την ασχήμια.
Δε θα υπάρχει πια η περιέργεια ούτε η χαρά της ζωής.
Δε θα υπάρχει άμιλλα.
*
... Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπο ενός ανθρώπου-για πάντα…

Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

κι εξακολούθησα τον περίπατό μου...

Όμως ξαφνικά ένας ήλιος έσκισε τα
σύννεφα.
η θάλασσα έγινε πάλι γαλάζια... 

https://yannisstavrou.blogspot.com

Μίλτος Σαχτούρης
Ο περίπατος

μνήμη Άρη Κωνσταντινίδη

Βάδιζα κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς
μιὰ βαριὰ συννεφιὰ σκέπαζε τὸν οὐρανὸ
τὰ κύματα γκρίζα κι ἀνατριχιαστικὰ
κύματα γκρίζα σκάζαν στὴν παραλία
μιὰ δύναμη μ᾿ ἔσπρωχνε νὰ κάνω στροφὴ
ν᾿ ἀρχίσω νὰ περπατάω πάνω στὰ κύματα
μαῦρες γάτες περπατοῦσαν πάνω στὰ γκρίζα
κύματα
καὶ ἡ ψυχή μου ἦταν νεκρή.

Ὅμως ξαφνικὰ ἕνας ἥλιος ἔσκισε τὰ
σύννεφα.
ἡ θάλασσα ἔγινε πάλι γαλάζια
ζωντάνεψε πάλι ἡ ψυχή μου

κι ἐξακολούθησα τὸν περίπατό μου.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2016

Όλα τα αηδόνια δεν είναι στολίδια χαράς...

Τα κομμένα φύλλα περιπλανιούνται γύρω απ' τα δέντρα
Τ' άλογα τρέχουν αλαφιασμένα στα μονοπάτια
Τ' άνθη ετοιμάζουν το φέρετρο των εποχών...


https://yannisstavrou.blogspot.com 

Τάκης Βαρβιτσιώτης
Επιτάφιος

Όλα τα χέρια δεν είναι κλώνοι τριανταφυλλιάς
Όλα τα δάχτυλα δεν κατοικούν σε δροσερά ποτάμια
Όλα τα αηδόνια δεν είναι στολίδια χαράς

Τα κομμένα φύλλα περιπλανιούνται γύρω απ' τα δέντρα
Τ' άλογα τρέχουν αλαφιασμένα στα μονοπάτια
Τ' άνθη ετοιμάζουν το φέρετρο των εποχών

Χαρείτε την άνοιξη χαρείτε

Τα πιάνα λησμόνησαν τους καπνούς των πεθαμένων παιδιών
Οι λάμπες δεν προστατεύουν τα όνειρα τους

Ένα μικρό κυκλάμινο ολομόναχο
Προσεύχεται μπροστά στη δύση

Κι όλα τα κορίτσια γονατιστά
Χαρίζουν τα μάτια τους στις βιολέττες

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

ψίθυρος σιγής...

Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι...


https://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Πλοία στο λιμάνι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Τσεζάρε Παβέζε
Το θλιμμένο κρασί

Το δύσκολο είναι να την αράξεις στη γωνίτσα σου δίχως να σε προσέξουν.
Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους. Τρεις γουλίτσες
και σου ξανάρχεται η όρεξη να χάνεσαι στις σκέψεις σου.
Ορθώνεται ένα μακρινό κύμα με ξεχασμένους ψιθύρους,
τα πάντα θολώνουν, και είναι σαν θαύμα
να υπάρχεις για να χαζεύεις το ποτήρι. Η δουλειά
(γιατί οι άντρες δεν μπορούν να μη σκέφτονται τη δουλειά)
ξαναγίνεται το ανέκαθεν μοιραίο: ότι
είναι ωραίο να υποφέρεις
για να μπορείς να χάνεσαι στον πόνο. Μετά, τα μάτια
ατενίζουν το κενό, σαν πονεμένα μάτια τυφλού.

Αν αυτός ο άντρας σηκωθεί, τραβώντας σπίτι για ύπνο
θα μοιάζει μ’ έναν στραβό που ‘χασε το δρόμο. Ο καθένας
μπορεί να ξεμπουκάρει απ’ τη γωνιά και να τον αρχίσει στις γροθιές.
Μπορεί να εμφανιστεί μια γυναίκα, όμορφη και νέα,
αγκαζέ μ’ έναν άντρα, ανθίζοντας.
Όπως κάποτε μια γυναίκα άνθιζε μαζί του.
Μα δεν βλέπει. Δεν μπορεί να δει. Τραβάει σπίτι για ύπνο
και η ζωή του δεν είναι παρά ένας ψίθυρος σιγής.

Σαν τον γδύσεις, θα βρεις σαραβαλιασμένα μέλη
και την επιδερμίδα, καταφαγωμένη. Ποιος να έλεγε
ότι τον διατρέχουν άθερμες φλέβες
εκεί που άλλοτε ζεμάταγε η ζωή; Κανείς δεν θα πίστευε
πως κάποτε μια γυναίκα γέμιζε χάδια και φιλιά εκείνο το κορμί,
που, λουσμένο στα δάκρυα, τρέμει,
τώρα που έφτασε σπίτι για να κοιμηθεί,
μα δεν τα καταφέρνει, και αντί να κοιμάται, ανθίζει.

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2016

Μας συνεπήρε κ' εμάς τὸ μυστήριο...

Προχωρήσαμε, μπήκαμε στη Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ήταν το ξωκκλήσι, καθώς όλα τα ξωκκλήσια τωνν Ελλήνων. Μονάχα ένα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο...
 
https://yannis.stavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ελληνικό ξωκκλήσι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ηλιάς Βενέζης
Η Θεοσκέπαστη

... Ἄξαφνα ψίθυρος σιγονότατος, ψαλμωδία κατανυκτική, φωνὴ ἱκέτις, μπερδεύοντας μὲ τὴ φωνὴ τῆς ἐρημίας καὶ τῆς θαλάσσης, ἔφτασε στ᾿ αὐτιά μας. Χείλη γυναικεία ἔψελναν ὕμνους χριστιανικούς. Κάτω ἀπ᾿ τὰ ἐρείπια τοῦ κάστρου τῶν Φράγκων, ἡ ταπεινὴ μελωδία τῆς Ὀρθοδοξίας, βεβαίωση τῆς συνέχειας, τί συγκίνηση ποὺ ἦταν!

Σὰν νὰ μᾶς ἔσεισε ἀγέρας βίαιος. Κάμαμε ἀκόμα λίγα βήματα. Καὶ τότε πρόβαλε μπρὸς στὰ μάτια μας, ὅραμα θαμπωτικό, ἀλησμόνητο γιὰ πάντα, ἄσπρο, πάλλευκο: ἡ «Θεοσκέπαστη». Πάνω ἀπ᾿ τὰ κρεμαστὰ νερά, στὸν ἄγριο βράχο, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἡφαίστειο.

Οἱ ὕμνοι τώρα ἔρχονται πιὸ καθαροί. Προχωρήσαμε, μπήκαμε στὴ Θεοσκέπαστη. Κατακάθαρο, γυμνό, κατάγυμνο ἦταν τὸ ξωκκλήσι, καθὼς ὅλα τὰ ξωκκλήσια τῶν Ἑλλήνων. Μονάχα ἕνα ξυλόγλυπτο, παλιό, παμπάλαιο τέμπλο. Καὶ μπρὸς στὸ Ἱερό, κάτω ἀπ᾿ τὸ φαγωμένο τέμπλο, γονατισμένες πάνω στὶς πλάκες, μὲ σκυφτὸ κεφάλι, ἀποτραβηγμένες στὴ δέησή τους, μονάχες μὲ τὸν ἑαυτό τους καὶ μὲ τὸ Θεό, ξιπόλυτες, οἱ μαυροφορεμένες γυναῖκες, ποὺ εἴχαμε δεῖ ἀπὸ μακριά, ἔψελναν. Ἡ μιὰ διάβαζε τὰ τροπάρια ἀπ᾿ τὴ Σύνοψη, οἱ ἄλλες, οἱ ἀγράμματες, μουρμούριζαν μαζί της. Εἶχαν ἀνάψει τὰ καντήλια, ἔξω ἦταν τὸ πέλαγο, τὰ «συστήματα τῶν ὑδάτων» ὅλα ἦταν κατάνυξη κ᾿ ἐρημιά. Οἱ γυναῖκες λέγαν τὴν Ἀκολουθία τοῦ Μικροῦ Παρακλητικοῦ Κανόνος:

«Προστασίαν καὶ σκέπην ζωῆς ἐμῆς τίθημί σε, Θεογεννῆτορ Πάρθενε, σὺ μὲ κυβέρνησον πρὸς τὸν λιμένα σου». «Διάσωσον ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου, Θεοτόκε, ὅτι πάντες μετὰ Θεὸν εἰς σὲ καταφεύγομεν».

Ἄκουσαν τὰ βήματά μας, μὰ ἦταν σὰ νὰ μὴν εἴμαστε, μήτε κἂν γύρισαν πρὸς τὰ ἐμᾶς. Ἔτσι πάντα: σκυφτές, γονατισμένες, πνιγμένες στὰ μαῦρα, ἱκέτιδες.

Μᾶς συνεπῆρε κ᾿ ἐμᾶς τὸ μυστήριο, ἡ κατάνυξη, γινήκαμε σὲ λίγο μαζί τους ἕνα, προσευχηθήκαμε κ᾿ ἐμεῖς γιὰ ὅ,τι ἀγαποῦμε καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Σὰν τέλειωσε ἡ παράκληση κ᾿ οἱ γυναῖκες σηκωθῆκαν ἀπ᾿ τὶς πλάκες, ὠχρές, γαλήνη ἦταν στὸ πρόσωπό τους πολλή. Μᾶς τριγυρίσανε, εἶπαν τὰ δικά τους, εἴπαμε τὰ δικά μας. Ἡ μιὰ εἶχε παιδὶ σκοτωμένο στὸν πόλεμο, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ στὸ στρατό, ἡ ἄλλη ἔχει γιὸ ποὺ ταξιδεύει στὴ θάλασσα. Κάθε χρονιὰ ἔχουνε τάμα νὰ πάρουν βόλτα ὅλο τὸ νησί, μὲ τὰ πόδια, ν᾿ ἀνάψουν τὰ καντήλια στὰ ξωκκλήσια. Ἔτσι ξεκινήσανε καὶ φέτος. Μὲ τὰ χαράματα πέσαν στὸ δρόμο ἀπ᾿ τὸν Πύργο, ξιπόλυτες, κ᾿ ἡ σκόνη σκέπαζε τὰ σκληρά, τυραγνισμένα πόδια τους. Τώρα, ὕστερα ἀπ᾿ τὴ χάρη της, μετὰ τὴ Θεοσκέπαστη, θ᾿ ἀνηφορίζαν γιὰ τ᾿ ἄλλα τὰ ξωκκλήσια, κατὰ τὰ δυτικά.

Βγάλανε ἀπ᾿ τὸ μπογαλάκι τους τὸ γιόμα τους, ψωμὶ σταρένιο, τὶς μικροσκοπικὲς ντομάτες τῆς Σαντορίνης, ψαράκια τῆς τράτας τηγανητά. «Ἤντλησαν» νερὸ ἀπ᾿ τὴ μικρὴ στέρνα, νερὸ βρόχινο, μᾶς φιλέψαν νερὸ καὶ ψωμί. Δὲ θέλαμε νὰ τοὺς τὸ στερήσουμε ποὺ τὸ εἶχαν λιγοστὸ - τὸ ψωμὶ καὶ τὸ νερό. Μὰ ἐπιμένανε νὰ τὸ πάρουμε κοιτάζοντάς μας παρακαλεστικὰ μὲς στὰ μάτια, σὰν νὰ τὸ γυρεῦαν γιὰ χάρη.

«Τώρα μᾶς ἕνωσε ἡ Θεοσκέπαστη», εἶπαν.