–που το σκοπό του χάνω–
τριγύριζε στα τέλια του
και στα κλειδιά του απάνω,
κι έλεγε, στ' άψυχα, τ' απλά
κι ασάλευτα -αγιασμένα–
γι' άγραφες λύπες, άγραφες
χαρές και πάθη ξένα...
Γιάννης Σταύρου, Ναύπλιο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τέλλος Άγρας
Αποβραδινό κουβεντολόι
Πέρασε δίχως συντροφιὰ
κι ἡ Κυριακὴ στὸ σπίτι˙
βοῦλες στοὺς τοίχους ἔριξε
τὸ δείλι ἀπ᾽ τὸ φεγγίτη.
Κι ἦρθε τοῦ δρόμου τ᾽ ὄργανο
βαθιὰ πολὺ ἀπ᾽ τὰ ξένα
νὰ δέσει μὲ τὴν ἔρημη
καρδιὰ τὰ περασμένα,
νὰ κάμει ἀκόμα πιότερο
καθημερνὲς τὶς σχόλες
– καὶ πῆρε πόλκες ὁ ἄνεμος,
ρομάντσες, βαρκαρόλες.
Μάγια σὰν νά ᾽ταν τοῦ καιροῦ
βγαῖναν οἱ νότες, ἴδια
μὲ ξόρκια, μὲ καλέσματα
καὶ μαγικὰ ἀντικλείδια.
῏Ηχος γλυκὸς κι ἀγύριστος
–ποὺ τὸ σκοπό του χάνω–
τριγύριζε στὰ τέλια του
καὶ στὰ κλειδιά του ἀπάνω,
κι ἔλεγε, στ᾽ ἄψυχα, τ᾽ ἁπλὰ
κι ἀσάλευτα –ἁγιασμένα–
γι᾽ ἄγραφες λύπες, ἄγραφες
χαρὲς καὶ πάθη ξένα . . .
Κι ὕστερα – στάση˙ κι ἡ ἤρεμη
ἡ ψυχὴ γλυκὰ ἐκοιμήθη
σὰ νά εἰπε, νά εἰπε, νά ᾽κλαψε,
καὶ σὰ νὰ προσευχήθη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου