– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου...
*
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux...
Αλμπέρ Σαμαίν
Ελένη
Της μάχης πλέει αχνός στη βραδιασμένη μέρα…
Κι έξω απ' τα τείχη η Αργείτισσα κι απ' τα παλάτια
μακριά - πάει προς το κόκκινο ποτάμι πέρα
πατώντας ξαπλωτά κορμιά ή κορμιών κομμάτια.
Φέγγουν των Αχαιών φωτιές στο θαμπόν αέρα·
στ' άρματα δίπλα χλιμιντρούν τ' αθάνατα άτια…
Μόνη, του μακελειού διαβάτρα η λευκοχέρα,
το χέρι της περνά με φρίκη εμπρός στα μάτια.
Τη δείχνει θεία με τη στερνή φεγγοβολιά της
η μέρα· - απ' τα κρυφά τα πέπλα, που ανεμίζει,
μια ανίκητη μυρωδιά αγάπης αναβρύζει.
Προς τα γυμνά της πόδια οι βαριοπληγωμένοι
σέρνοντας στους αγκώνες, τα χρυσά μαλλιά της
αγγίζουν - και πεθαίνουν παρηγορημένοι.
(μετ. Γεώργιος Δροσίνης)
Πύργος
Επειδή τα δώδεκά μου ολόχρυσα παλάτια δε με φτάναν – κι είχ’ η
βασιλικιά καρδιά μου απογοητευθεί απ’ την ημέρα – γι’
αυτό κι εγώ ανέβασα κάποια βραδιά τον πορφυρένιο μου
θρόνο – για παντοτινά, στην ψηλότερη κορφή του πιο
ψηλού μου πύργου.
Κι εκείθε, δεσπόζοντας τον άνθρωπο και τις πολύβουες πολιτείες
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου.
Έζησα ωχρός, με την επιθυμία του θανάτου στα χείλη. Η γη κάτ’
απ’ τα πόδια μου μοιάζει σαν κουλουριασμένος σκύλος
που κοιμάται· τα χέρια μου πλέουν μες στ’ άστρα, μες στη
νύχτα.
Τίποτα δεν έτερψε τ’ ακίνητά μου χωρίς ανάπαψη μάτια, τίποτα
δεν εγέμισε την πάντα άδεια καρδιά μου, που ονειρεύεται
πάνω στην ακαταμέτρητη θάλασσα της ανίας μου.
Και τ’ άπειρο μ’ έφτιασε μια ψυχή όμοιά του.
(μετ. Μήτσος Παπανικολάου)
Albert Samain
Hélène
L'âcre vapeur d'un soir de bataille surnage.
L'Argienne aux bras blancs a franchi les remparts,
Et vers le fleuve rouge, où les morts sont épars.
Solitaire, s'avance à travers le carnage.
Là-bas, les feux des Grecs brillent sur le rivage ;
Les chevaux immortels hennissent près des chars...
Lente, elle va parmi les cadavres hagards.
Et passe avec horreur sa main sur son visage.
Qu'elle apparaît divine aux lueurs du couchant !...
Des longs voiles secrets, qu'elle écarte en marchant,
Monte une odeur d'amour irrésistible et sombre ;
Et déjà les mourants, saignants et mutilés,
Rampant vers ses pieds nus sur leurs coudes dans l'ombre,
Touchent ses cheveux d'or et meurent consolés.
La tour
Mes douze palais d'or ne pouvant plus suffire,
Mon cœur royal étant désenchanté du jour,
Un soir, j'ai fait monter mon trône de porphyre
Pour jamais au plus haut de ma plus haute tour.
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux.
Pâle, j'attends, le goût de la mort à la bouche.
La terre est à mes pieds comme un chien qui se couche ;
Mes mains flottent parmi les étoiles, la nuit.
Rien n'a distrait mon œil immobile sans trève,
Rien n'a rempli mon cœur toujours vide, qui rêve
Sur l'incommensurable mer de mon ennui ;
Et le néant m'a fait une âme comme lui.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου