Να με θυμάσαι όταν θα 'μαι μακριά,
μακριά σε χώρα σιωπηλή...
*
Remember me when I am gone away,
Gone far away into the silent land...
Γιάννης Σταύρου, Θερμαϊκός, λάδι σε καμβά
Κριστίνα Ροσέτι
Να με θυμάσαι
Να με θυμάσαι όταν θα 'μαι μακριά,
μακριά σε χώρα σιωπηλή, να μην μπορεί
εσύ απ' το χέρι να με παίρνεις ούτε πια
μισή στραμμένη για να φύγω να 'μαι εκεί.
Να με θυμάσαι κι όταν πια δεν θα μου λες
μέρα τη μέρα σχέδιά σου για το μέλλον˙
να με θυμάσαι απλώς: καταλαβαίνεις, πλέον
θα 'ναι αργά για προσευχές ή συμβουλές.
Μα κι αν για λίγο με ξεχάσεις κι ύστερα
με θυμηθείς ξανά, μη θλίβεσαι: γιατί
εάν αφήσουν το σκοτάδι κι η φθορά
έστω ένα ίχνος από αυτά που 'χα σκεφτεί,
καλύτερα είναι να γελάς κι ας μη θυμάσαι
παρά να μη με λησμονείς και να λυπάσαι.
(Μετ. Διονύσης Καψάλης)
Christina Georgina Rossetti
Remember
Remember me when I am gone away,
Gone far away into the silent land;
When you can no more hold me by the hand,
Nor I half turn to go yet turning stay.
Remember me when no more day by day
You tell me of our future that you plann'd:
Only remember me; you understand
It will be late to counsel then or pray.
Yet if you should forget me for a while
And afterwards remember, do not grieve:
For if the darkness and corruption leave
A vestige of the thoughts that once I had,
Better by far you should forget and smile
Than that you should remember and be sad.
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016
Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016
Κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω...
Γιάννης Σταύρου, Βιομηχανικό τοπίο. Κερατσίνι, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Εκ βαθέων
Λυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,
Χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
- χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
Προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί
Ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
Ζητώντας εκείνο που δεν θα βρεθεί!
Λυπήσου όλα εκείνα που πάνε του κάκου,
Γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
Και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
Χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
Λυπήσου και κείνα, λυπήσου και μένα,
- και μένα που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θέ μου, καμιά λογική…
Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
Λιγάκι να φέξει μες στα σκοτεινά,
Κι αμέσως η μοίρα μου να ξαναπαίρνει,
Κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
Λυπήσου με, Θέ μου, στην απόγνωσή μου,
Λυπήσου την φλόγα που ματαία σκορπώ
- λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
Aνέκδοτοι στίχοι
Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω.
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω...
Γιάννης Σταύρου, Βιομηχανικό τοπίο. Κερατσίνι, λάδι σε καμβά
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Εκ βαθέων
Λυπήσου με, Θέ μου, στο δρόμο που πήρα,
Χωρίς, ως το τέλος, να ξέρω το πώς,
- χωρίς να’ χω μάθει, με μια τέτοια μοίρα,
ποιο κρίμα με δένει, και ποιος ο σκοπός!
Λυπήσου τα χρόνια που πάνε χαμένα,
Προτού η νύχτα πάλι βαριά ν’ απλωθεί
Ζητώντας τους άλλους, ζητώντας και μένα,
Ζητώντας εκείνο που δεν θα βρεθεί!
Λυπήσου όλα εκείνα που πάνε του κάκου,
Γιατί έτσι τους είπαν πως είναι γραφτό,
Και γίνουνται χώμα, στα βάθη ενός λάκκου,
Χωρίς να γυρέψουν το λόγο γι’ αυτό!
Λυπήσου και κείνα, λυπήσου και μένα,
- και μένα που πάω με καρδιά στοργική,
ζητώντας μια λύση, σε πράγματα ξένα,
που δεν έχουν, Θέ μου, καμιά λογική…
Λιγάκι να κάνω πως κάτι με σέρνει,
Λιγάκι να φέξει μες στα σκοτεινά,
Κι αμέσως η μοίρα μου να ξαναπαίρνει,
Κι αμέσως η νύχτα γυρίζει ξανά…
Λυπήσου με, Θέ μου, στην απόγνωσή μου,
Λυπήσου την φλόγα που ματαία σκορπώ
- λυπήσου με μες στην αγανάκτησή μου,
να ζω δίχως λόγο και δίχως σκοπό…
Aνέκδοτοι στίχοι
Τ' όνειρο μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,
μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.
Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλίμονο μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου...
Μόνος ήρθα, κάποιο βράδι, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα και θα φύγω.
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016
και πήρε πόλκες ο άνεμος...
–που το σκοπό του χάνω–
τριγύριζε στα τέλια του
και στα κλειδιά του απάνω,
κι έλεγε, στ' άψυχα, τ' απλά
κι ασάλευτα -αγιασμένα–
γι' άγραφες λύπες, άγραφες
χαρές και πάθη ξένα...
Γιάννης Σταύρου, Ναύπλιο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τέλλος Άγρας
Αποβραδινό κουβεντολόι
Πέρασε δίχως συντροφιὰ
κι ἡ Κυριακὴ στὸ σπίτι˙
βοῦλες στοὺς τοίχους ἔριξε
τὸ δείλι ἀπ᾽ τὸ φεγγίτη.
Κι ἦρθε τοῦ δρόμου τ᾽ ὄργανο
βαθιὰ πολὺ ἀπ᾽ τὰ ξένα
νὰ δέσει μὲ τὴν ἔρημη
καρδιὰ τὰ περασμένα,
νὰ κάμει ἀκόμα πιότερο
καθημερνὲς τὶς σχόλες
– καὶ πῆρε πόλκες ὁ ἄνεμος,
ρομάντσες, βαρκαρόλες.
Μάγια σὰν νά ᾽ταν τοῦ καιροῦ
βγαῖναν οἱ νότες, ἴδια
μὲ ξόρκια, μὲ καλέσματα
καὶ μαγικὰ ἀντικλείδια.
῏Ηχος γλυκὸς κι ἀγύριστος
–ποὺ τὸ σκοπό του χάνω–
τριγύριζε στὰ τέλια του
καὶ στὰ κλειδιά του ἀπάνω,
κι ἔλεγε, στ᾽ ἄψυχα, τ᾽ ἁπλὰ
κι ἀσάλευτα –ἁγιασμένα–
γι᾽ ἄγραφες λύπες, ἄγραφες
χαρὲς καὶ πάθη ξένα . . .
Κι ὕστερα – στάση˙ κι ἡ ἤρεμη
ἡ ψυχὴ γλυκὰ ἐκοιμήθη
σὰ νά εἰπε, νά εἰπε, νά ᾽κλαψε,
καὶ σὰ νὰ προσευχήθη.
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016
Μη σταθείς ταξιδιώτη...
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια...
Γιάννης Σταύρου, Καμίνι Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα
Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια...
Γιάννης Σταύρου, Καμίνι Ύδρα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σεφέρης
Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα
Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
«Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα...», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«... και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
...ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα τό ειχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2016
δε βρίσκεται ακίδα πιο μυτερή από εκείνη του Απείρου...
Αχ ! πρέπει για πάντα να υποφέρουμε , ή για πάντα να αποφεύγουμε το
ωραίο ; Φύση , γόησσα , χωρίς οίκτο , αντίπαλε που πάντοτε νικάς , άφησέ
με ! Σταμάτα να βάζεις σε πειρασμό τους πόθους και την περηφάνειά μου .
Η σπουδή του ωραίου είναι μια μονομαχία όπου ο καλλιτέχνης κραυγάζει
από τρόμο προτού να νικηθεί...
*
Ah ! faut-il éternellement souffrir, ou fuir éternellement le beau ? Nature, enchanteresse sans pitié, rivale toujours victorieuse, laisse-moi ! Cesse de tenter mes désirs et mon orgueil ! L’étude du beau est un duel où l’artiste crie de frayeur avant d’être vaincu...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Μικρά ποιήματα σε πρόζα
Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη
Πόσο είναι διαπεραστικά τα απογεύματα του φθινοπώρου ! Αχ ! διαπεραστικά μέχρι να πονέσεις ! γιατί υπάρχουν κάποιες ηδονικές αισθήσεις των οποίων η αοριστία δεν αποκλείει την ένταση … και δε βρίσκεται ακίδα πιο μυτερή από εκείνη του Απείρου.
Μεγάλη ευχαρίστηση για κείνον που βυθίζει το κοίταγμα του μέσα στο απέραντο του ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά,σιωπή, άφθαστη αγνότητα του γαλάζιου ! Ένα μικρό ιστιοφόρο τρεμουλιάζει στον ορίζοντα , και με τη μικρότητα του και την απομόνωσή του μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη , μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς , κι όλα τα πράγματα σκέφτονται για μένα , ή εγώ σκέφτομαι γι’ αυτά < γιατί μέσα στο μεγαλείο του ονείρου , το εγώ γρήγορα χάνεται ! >… σκέφτονται , λέω ,όμως μουσικά και γραφικά , χωρίς λεπτολογίες , χωρίς συλλογισμούς , χωρίς συμπεράσματα .
Κάθε φορά , αυτές οι σκέψεις , που βγαίνουν από μένα ή εφορμούν από τα πράγματα , γίνονται γρήγορα πολύ έντονες . Η ενέργεια μέσα στην ηδονή δημιουργεί μια αδιαθεσία και μια θετική οδύνη . Τα νεύρα μου πολύ τεντωμένα δε δίνουν πια παρά κραδασμούς παραπονιάρικους και οδυνηρούς .
Και τώρα το βάθος του ουρανού με καταπλήσσει …η διαφάνειά του με εξαγριώνει . Η αναισθησία της θάλασσας , το αμετάβλητο του θεάματος , με αγανακτούν …Αχ ! πρέπει για πάντα να υποφέρουμε , ή για πάντα να αποφεύγουμε το ωραίο ; Φύση , γόησσα , χωρίς οίκτο , αντίπαλε που πάντοτε νικάς , άφησέ με ! Σταμάτα να βάζεις σε πειρασμό τους πόθους και την περηφάνειά μου . Η σπουδή του ωραίου είναι μια μονομαχία όπου ο καλλιτέχνης κραυγάζει από τρόμο προτού να νικηθεί.
(Μετ. Κώστας Ριτσώνης)
Charles Baudelaire
Petits poèmes en prose
Le Confiteor de l'Artiste
Que les fins de journées d’automne sont pénétrantes ! Ah ! pénétrantes jusqu’à la douleur ! car il est de certaines sensations délicieuses dont le vague n’exclut pas l’intensité ; et il n’est pas de pointe plus acérée que celle de l’Infini.
Grand délice que celui de noyer son regard dans l’immensité du ciel et de la mer ! Solitude, silence, incomparable chasteté de l’azur ! une petite voile frissonnante à l’horizon, et qui par sa petitesse et son isolement imite mon irrémédiable existence, mélodie monotone de la houle, toutes ces choses pensent par moi, ou je pense par elles (car dans la grandeur de la rêverie, le moi se perd vite !) ; elles pensent, dis-je, mais musicalement et pittoresquement, sans arguties, sans syllogismes, sans déductions.
Toutefois, ces pensées, qu’elles sortent de moi ou s’élancent des choses, deviennent bientôt trop intenses. L’énergie dans la volupté crée un malaise et une souffrance positive. Mes nerfs trop tendus ne donnent plus que des vibrations criardes et douloureuses.
Et maintenant la profondeur du ciel me consterne ; sa limpidité m’exaspère. L’insensibilité de la mer, l’immuabilité du spectacle me révoltent… Ah ! faut-il éternellement souffrir, ou fuir éternellement le beau ? Nature, enchanteresse sans pitié, rivale toujours victorieuse, laisse-moi ! Cesse de tenter mes désirs et mon orgueil ! L’étude du beau est un duel où l’artiste crie de frayeur avant d’être vaincu.
*
Ah ! faut-il éternellement souffrir, ou fuir éternellement le beau ? Nature, enchanteresse sans pitié, rivale toujours victorieuse, laisse-moi ! Cesse de tenter mes désirs et mon orgueil ! L’étude du beau est un duel où l’artiste crie de frayeur avant d’être vaincu...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Μικρά ποιήματα σε πρόζα
Η εξομολόγηση του καλλιτέχνη
Πόσο είναι διαπεραστικά τα απογεύματα του φθινοπώρου ! Αχ ! διαπεραστικά μέχρι να πονέσεις ! γιατί υπάρχουν κάποιες ηδονικές αισθήσεις των οποίων η αοριστία δεν αποκλείει την ένταση … και δε βρίσκεται ακίδα πιο μυτερή από εκείνη του Απείρου.
Μεγάλη ευχαρίστηση για κείνον που βυθίζει το κοίταγμα του μέσα στο απέραντο του ουρανού και της θάλασσας! Μοναξιά,σιωπή, άφθαστη αγνότητα του γαλάζιου ! Ένα μικρό ιστιοφόρο τρεμουλιάζει στον ορίζοντα , και με τη μικρότητα του και την απομόνωσή του μιμείται την αγιάτρευτή μου ύπαρξη , μονότονη μελωδία της φουσκοθαλασσιάς , κι όλα τα πράγματα σκέφτονται για μένα , ή εγώ σκέφτομαι γι’ αυτά < γιατί μέσα στο μεγαλείο του ονείρου , το εγώ γρήγορα χάνεται ! >… σκέφτονται , λέω ,όμως μουσικά και γραφικά , χωρίς λεπτολογίες , χωρίς συλλογισμούς , χωρίς συμπεράσματα .
Κάθε φορά , αυτές οι σκέψεις , που βγαίνουν από μένα ή εφορμούν από τα πράγματα , γίνονται γρήγορα πολύ έντονες . Η ενέργεια μέσα στην ηδονή δημιουργεί μια αδιαθεσία και μια θετική οδύνη . Τα νεύρα μου πολύ τεντωμένα δε δίνουν πια παρά κραδασμούς παραπονιάρικους και οδυνηρούς .
Και τώρα το βάθος του ουρανού με καταπλήσσει …η διαφάνειά του με εξαγριώνει . Η αναισθησία της θάλασσας , το αμετάβλητο του θεάματος , με αγανακτούν …Αχ ! πρέπει για πάντα να υποφέρουμε , ή για πάντα να αποφεύγουμε το ωραίο ; Φύση , γόησσα , χωρίς οίκτο , αντίπαλε που πάντοτε νικάς , άφησέ με ! Σταμάτα να βάζεις σε πειρασμό τους πόθους και την περηφάνειά μου . Η σπουδή του ωραίου είναι μια μονομαχία όπου ο καλλιτέχνης κραυγάζει από τρόμο προτού να νικηθεί.
(Μετ. Κώστας Ριτσώνης)
Charles Baudelaire
Petits poèmes en prose
Le Confiteor de l'Artiste
Que les fins de journées d’automne sont pénétrantes ! Ah ! pénétrantes jusqu’à la douleur ! car il est de certaines sensations délicieuses dont le vague n’exclut pas l’intensité ; et il n’est pas de pointe plus acérée que celle de l’Infini.
Grand délice que celui de noyer son regard dans l’immensité du ciel et de la mer ! Solitude, silence, incomparable chasteté de l’azur ! une petite voile frissonnante à l’horizon, et qui par sa petitesse et son isolement imite mon irrémédiable existence, mélodie monotone de la houle, toutes ces choses pensent par moi, ou je pense par elles (car dans la grandeur de la rêverie, le moi se perd vite !) ; elles pensent, dis-je, mais musicalement et pittoresquement, sans arguties, sans syllogismes, sans déductions.
Toutefois, ces pensées, qu’elles sortent de moi ou s’élancent des choses, deviennent bientôt trop intenses. L’énergie dans la volupté crée un malaise et une souffrance positive. Mes nerfs trop tendus ne donnent plus que des vibrations criardes et douloureuses.
Et maintenant la profondeur du ciel me consterne ; sa limpidité m’exaspère. L’insensibilité de la mer, l’immuabilité du spectacle me révoltent… Ah ! faut-il éternellement souffrir, ou fuir éternellement le beau ? Nature, enchanteresse sans pitié, rivale toujours victorieuse, laisse-moi ! Cesse de tenter mes désirs et mon orgueil ! L’étude du beau est un duel où l’artiste crie de frayeur avant d’être vaincu.
Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016
κάτι πελώρια πλοία...
Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι
στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως
ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και
επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού...
Γιάννης Σταύρου, Bleu blanc rouge, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Καβάφης
Τα Πλοία
Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα, 1877)
Γιάννης Σταύρου, Bleu blanc rouge, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κωνσταντίνος Καβάφης
Τα Πλοία
Aπό την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα. H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος, διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ' όχι μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Άμα δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν. Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά. Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Aλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Eπίσης οι νόμοι του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ' όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Oι δε αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
Θλιβερόν, θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Eίναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Kαι εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Eυτυχώς είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ' όλον μας τον βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η λήθη της. Kαι αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ' αρχάς και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος, όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις ηξεύρει πού.
(από τα Kρυμμένα Ποιήματα, 1877)
Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2016
Το δηλητήριο τούτο θα μείνει...
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα
που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες
την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να
δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα...
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Αρθούρος Ρεμπώ
Πρωινό Μέθης
Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.
Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
(Εκλάμψεις, μετ. Αλέξης Ασλάνογλου)
Γιάννης Σταύρου, Πεπρωμένο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Αρθούρος Ρεμπώ
Πρωινό Μέθης
Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.
Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Νάτη η εποχή των Δολοφόνων.
(Εκλάμψεις, μετ. Αλέξης Ασλάνογλου)
Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν...
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας δίπλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Άννα Αχμάτοβα
Στη άκρη της θάλασσας
Χαμηλά την ακτή ψαλιδίσαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ' ανοιχτά αρμενίζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ' αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: «Πού γυρνάς μες στη νύχτα;».
Ένιωθα το νερό κι οι γείτονες το ξέραν,
Κι όταν άνοιγαν καινούργιο πηγάδι
Με καλούσαν να βρω το μέρος
Και δεν πήγαινε ο κόπος τους χαμένος.
Όπως άλλοι μαζεύουν μανιτάρια ή μούρα,
Μάζευα εγώ σφαίρες των Γάλλων,
Κι έφερνα σπίτι μες στην ποδιά μου
Θραύσματα σκουριασμένα από βαριές οβίδες.
Κι έλεγα με θυμό στην αδερφή μου:
«Όταν θα γίνω τσαρίνα,
Έξι θωρηκτά θα φτιάξω
Κι έξι κανονιοφόρους,
Για να φρουρούν τις ακτές μου
Από δω ως τ' ακρωτήρι».
Και τη νύχτα μπροστά στο κρεβάτι
Στη σκοτεινή προσευχόμουν εικόνα
Τις κερασιές να μην χτυπήσει χαλάζι,
Ένα ψάρι μεγάλο να πέσει στα δίχτυα,
Κι ο πονηρός αλήτης να μην προσέξει
Το κίτρινό μου φουστάνι.
(μετ. Α. Λαμπρινίδου)
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας δίπλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Άννα Αχμάτοβα
Στη άκρη της θάλασσας
Χαμηλά την ακτή ψαλιδίσαν οι κόλποι,
Πανιά πολλά στ' ανοιχτά αρμενίζαν,
Κι εγώ στέγνωνα τ' αλμυρά μου μαλλιά
Σε βράχο πλατύ, από τη στεριά ένα μίλι.
Ένα πράσινο ψάρι γλιστρούσε σε μένα,
Ένας άσπρος γλάρος σε μένα πετούσε,
Κι ήμουνα τολμηρή και χαρούμενη, ήμουν αγρίμι,
Και διόλου δεν ήξερα πως αυτό είναι ευτυχία.
Το κίτρινο φουστάνι μου έθαβα στην άμμο,
Μην το πάρει ο αέρας, μην το κλέψει ο αλήτης,
Και στη θάλασσα ανοιγόμουν και ξάπλωνα
Στα ζεστά σκοτεινά κύματά της.
Όταν γύριζα αναβόσβηνε κιόλας
Από τα ανατολικά το φως του φάρου,
Κι ο καλόγερος στης Χερσονήσου την πύλη
Με ρωτούσε: «Πού γυρνάς μες στη νύχτα;».
Ένιωθα το νερό κι οι γείτονες το ξέραν,
Κι όταν άνοιγαν καινούργιο πηγάδι
Με καλούσαν να βρω το μέρος
Και δεν πήγαινε ο κόπος τους χαμένος.
Όπως άλλοι μαζεύουν μανιτάρια ή μούρα,
Μάζευα εγώ σφαίρες των Γάλλων,
Κι έφερνα σπίτι μες στην ποδιά μου
Θραύσματα σκουριασμένα από βαριές οβίδες.
Κι έλεγα με θυμό στην αδερφή μου:
«Όταν θα γίνω τσαρίνα,
Έξι θωρηκτά θα φτιάξω
Κι έξι κανονιοφόρους,
Για να φρουρούν τις ακτές μου
Από δω ως τ' ακρωτήρι».
Και τη νύχτα μπροστά στο κρεβάτι
Στη σκοτεινή προσευχόμουν εικόνα
Τις κερασιές να μην χτυπήσει χαλάζι,
Ένα ψάρι μεγάλο να πέσει στα δίχτυα,
Κι ο πονηρός αλήτης να μην προσέξει
Το κίτρινό μου φουστάνι.
(μετ. Α. Λαμπρινίδου)
Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια...
Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε...
Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, λάδι σε χαρτί
Νίκος Καββαδίας
Θεσσαλονίκη
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό
*
Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
(Στο σημειωματάριο του ποιητή βρέθηκαν οι παραπάνω
τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο»)
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε...
Γιάννης Σταύρου, Αρόδο, λάδι σε χαρτί
Νίκος Καββαδίας
Θεσσαλονίκη
Ήταν εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά
σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι
άγιε Νικόλα φύλαγε κι αγιά θαλασσινή
τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί
Απάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού
εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού
Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες σ’ αγαπώ
αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Ντεπό
*
Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.
(Στο σημειωματάριο του ποιητή βρέθηκαν οι παραπάνω
τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο»)
Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016
βουβαμάρα της άγνοιας...
Πού, σε ποιά πλαγιά
ή πυκνωσιά ή άνεμο.
Σε ποιό γκρεμό
σε ποιό μακρινο μέρος, ω απύθμενη
βουβαμάρα της άγνοιας...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Μερσέντες Μάρκος Σάντσεζ
...Και τον θάνατο
Δύο Νοέμβρη
Ι
Ρυθμίστε τα βήματά σας στα δικά μου.
Μοιραστείτε την πορεία μου τώρα που αναζητώ
τη βραδύτητα του χειμώνα.
ΙΙ
Είστε. Δεν είστε. Δεν σας βλέπουν τα μάτια
που παρατηρούν τη σκιά και τη σιωπή.
Δεν είστε. Είστε. Κατεβείτε από τον ρου
της καρδιάς και των γκρεμών της.
Είστε. Δεν είστε. Τα χέρια αγγίζουν
τον κενό χώρο μιας ανάμνησης.
Δεν είστε, μα αν σας φωνάξω
έρχεστε καλυμμένοι με χιόνι
και ξεστομίζετε λόγια υβριστικά
για ν' αρωματίσετε το μαγκάλι του ονείρου,
για να διώξετε τον πόνο του παγετού.
Είστε. Δεν είστε. Ομως αν σας αναζητώ
πίσω από την πυκνή ματιά,
σας συναντώ στη ρίζα όσων κοιτώ,
πιο κει και πιο πέρα από κάθε αφή,
πιο κει και πιο πέρα απ' όσα βλέπω.
Στη διάλυση του λαβυρίνθου
Κάτω από την καρδιά, ένα ποτάμι
πυρακτωμένης λάβας που συντρίβει
τη βάση της ίδιας απόστασης
όλων όσων ήμουν.
Κάτω από την καρδιά ένα σύννεφο καπνού
που θολώνει τους καθρέφτες, τους σκιαγραφεί
με λάμψη θανάτου.
Ήδη το τίποτα είναι τίποτα.
Εγκατάσταση τελική
στη διάλυση του λαβυρίνθου.
Βουβαμάρα της άγνοιας
Σε τι βάθος βαδϊζει
η καρδιά, αυτός ο ανήσυχος ταξιδιώτης
που φαίνεται στις λέξεις
όπως σε ασταθείς χώρες
που καταφεύγει και διαλύεται.
Πού, σε ποιά πλαγιά
ή πυκνωσιά ή άνεμο.
Σε ποιό γκρεμό
σε ποιό μακρινο μέρος, ω απύθμενη
βουβαμάρα της άγνοιας.
(μετ. Βιργινία Χορμοβίτη)
ή πυκνωσιά ή άνεμο.
Σε ποιό γκρεμό
σε ποιό μακρινο μέρος, ω απύθμενη
βουβαμάρα της άγνοιας...
Γιάννης Σταύρου, Μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Μερσέντες Μάρκος Σάντσεζ
...Και τον θάνατο
Δύο Νοέμβρη
Ι
Ρυθμίστε τα βήματά σας στα δικά μου.
Μοιραστείτε την πορεία μου τώρα που αναζητώ
τη βραδύτητα του χειμώνα.
ΙΙ
Είστε. Δεν είστε. Δεν σας βλέπουν τα μάτια
που παρατηρούν τη σκιά και τη σιωπή.
Δεν είστε. Είστε. Κατεβείτε από τον ρου
της καρδιάς και των γκρεμών της.
Είστε. Δεν είστε. Τα χέρια αγγίζουν
τον κενό χώρο μιας ανάμνησης.
Δεν είστε, μα αν σας φωνάξω
έρχεστε καλυμμένοι με χιόνι
και ξεστομίζετε λόγια υβριστικά
για ν' αρωματίσετε το μαγκάλι του ονείρου,
για να διώξετε τον πόνο του παγετού.
Είστε. Δεν είστε. Ομως αν σας αναζητώ
πίσω από την πυκνή ματιά,
σας συναντώ στη ρίζα όσων κοιτώ,
πιο κει και πιο πέρα από κάθε αφή,
πιο κει και πιο πέρα απ' όσα βλέπω.
Στη διάλυση του λαβυρίνθου
Κάτω από την καρδιά, ένα ποτάμι
πυρακτωμένης λάβας που συντρίβει
τη βάση της ίδιας απόστασης
όλων όσων ήμουν.
Κάτω από την καρδιά ένα σύννεφο καπνού
που θολώνει τους καθρέφτες, τους σκιαγραφεί
με λάμψη θανάτου.
Ήδη το τίποτα είναι τίποτα.
Εγκατάσταση τελική
στη διάλυση του λαβυρίνθου.
Βουβαμάρα της άγνοιας
Σε τι βάθος βαδϊζει
η καρδιά, αυτός ο ανήσυχος ταξιδιώτης
που φαίνεται στις λέξεις
όπως σε ασταθείς χώρες
που καταφεύγει και διαλύεται.
Πού, σε ποιά πλαγιά
ή πυκνωσιά ή άνεμο.
Σε ποιό γκρεμό
σε ποιό μακρινο μέρος, ω απύθμενη
βουβαμάρα της άγνοιας.
(μετ. Βιργινία Χορμοβίτη)
Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016
γερμένος εδώ κάτω στο σκοτάδι...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
H γραφή του Θεού
(απόσπασμα)
Κάθε άνθρωπος συγχέεται, βαθμιαία, με τη μορφή της μοίρας του· κάθε άνθρωπος είναι, πάνω απ' όλα, οι περιστάσεις του. Πάνω από αποκρυπτογράφος ή εκδικητής, πάνω από ιερέας του θεού, ήμουν ένας φυλακισμένος. Γύρισα στη σκληρή μου φυλακή απ' τον ανεξάντλητο λαβύρινθο των ονείρων, σαν να επέστρεφα στο σπίτι μου. Ευλόγησα την υγρασία της, ευλόγησα τον τίγρη της, ευλόγησα τον φεγγίτη, ευλόγησα το γέρικο, βασανισμένο μου κορμί, ευλόγησα το σκότος και την πέτρα. Και τότε συνέβη αυτό που δεν μπορώ ούτε να ξεχάσω ούτε να περιγράψω. Συνέβη η ένωσή μου με το θείον, με το σύμπαν (δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις διαφέρουν). Η έκσταση δεν επαναλαμβάνει τα σύμβολά της· υπάρχουν κάποιοι που είδαν τον Θεό σε μία λάμψη, υπάρχουν άλλοι που τον διέκριναν σ' ένα σπαθί ή στους κύκλους ενός ρόδου. Εγώ είδα έναν θεόρατο Τροχό, που δεν ήταν μπρος στα μάτια μου, ούτε πίσω, ούτε στο πλάι μου, αλλά παντού, ταυτόχρονα. Ο Τροχός αυτός ήταν φτιαγμένος από νερό, αλλά και από φωτιά, παρόλο δε που φαινόταν το περίγραμμά του, ήταν άπειρος. Τον αποτελούσαν, το 'να μέσα στ' άλλο, όλα τα πράγματα που θα είναι, που είναι και που ήταν· εγώ ήμουν μία ίνα μέσα σ' εκείνον τον ολοκληρωτικό μίτο, και ο Πέδρο δε Αλβαράδο, που με βασάνιζε, μια άλλη. Εκεί ήταν τα αίτια και τ' αποτελέσματα, και δεν χρειαζόταν παρά να δω αυτόν τον Τροχό για να τα καταλάβω όλα, μέχρι τέλους.
Ω χαρά τού να καταλαβαίνεις, πόσο πιο μεγάλη είσαι απ' τη χαρά τού να φαντάζεσαι ή του να αισθάνεσαι! Είδα το σύμπαν και είδα τα κρυφά σήματα του σύμπαντος. Είδα τις απαρχές, όπως τις περιγράφει η Βίβλος των Κοινών. Είδα τα βουνά που αναδύθηκαν απ' το νερό, είδα τους πρώτους ανθρώπους από ξύλο, είδα τα πιθάρια που χιμήξαν στους ανθρώπους, είδα τα σκυλιά που τους ρήμαξαν τα πρόσωπα. Είδα τον απρόσωπο θεό που υπάρχει, πίσω απ' τους θεούς. Είδα άπειρες διεργασίες που κατέληγαν σε μία και μόνη μακαριότητα και, καταλαβαίνοντας τα πάντα, μπόρεσα να καταλάβω και τη γραφή του τίγρη. Είναι ένας τύπος, ο οποίος αποτελείται από δεκατέσσερις τυχαίες λέξεις (από δεκατέσσερις λέξεις που δείχνουν τυχαίες)· θα μου έφτανε να τον εκφέρω με δυνατή φωνή για να γίνω παντοδύναμος. Θα μου έφτανε να τον εκφέρω για να γκρεμίσω αυτό το πέτρινο μπουντρούμι, για να εισχωρήσει η μέρα μες στη νύχτα μου, για να γίνω νέος, για να γίνω αθάνατος, για να ξεσκίσει ο τίγρης τον Αλβαράδο, για να βυθίσω το άγιο μου μαχαίρι σε στήθια ισπανικά, για να παλινορθώσω την πυραμίδα, για να παλινορθώσω την αυτοκρατορία. Σαράντα συλλαβές, δεκατέσσερις λέξεις, και εγώ, ο Τζινακάν, θα κυβερνούσα τα εδάφη που κάποτε κυβέρνησε ο Μοκτεζούμα. Κι όμως το ξέρω πως δεν θα τις πω ποτέ αυτές τις λέξεις, γιατί τον Τζινακάν δεν τον θυμάμαι πια.
Ας πεθάνει μαζί μου το μυστήριο που είναι γραμμένο στους τίγρεις. Όποιος έχει δει το σύμπαν, όποιος έχει δει τα έμπυρα σήματα του σύμπαντος, δεν μπορεί πια να σκέφτεται έναν άνθρωπο, να σκέφτεται τις κοινότοπες ευτυχίες ή δυστυχίες του, ακόμη κι αν πρόκειται για τον εαυτό του. Τι τον νοιάζει η ζωή αυτού του άλλου, η πατρίδα αυτού του άλλου, τώρα που ο ίδιος δεν είναι πια κανένας; Γι' αυτό και δεν εκφέρω τον τύπο, γι' αυτό κι αφήνω τις μέρες να με ξεχάσουν, γερμένος εδώ κάτω στο σκοτάδι.
Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016
έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα...
Κι εκείθε, δεσπόζοντας τον άνθρωπο και τις πολύβουες πολιτείες
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου...
*
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux...
Θαλής Παπακωνσταντίνου, Ψυχοναύτης ΙΙ, μικτή τεχνική
Αλμπέρ Σαμαίν
Ελένη
Της μάχης πλέει αχνός στη βραδιασμένη μέρα…
Κι έξω απ' τα τείχη η Αργείτισσα κι απ' τα παλάτια
μακριά - πάει προς το κόκκινο ποτάμι πέρα
πατώντας ξαπλωτά κορμιά ή κορμιών κομμάτια.
Φέγγουν των Αχαιών φωτιές στο θαμπόν αέρα·
στ' άρματα δίπλα χλιμιντρούν τ' αθάνατα άτια…
Μόνη, του μακελειού διαβάτρα η λευκοχέρα,
το χέρι της περνά με φρίκη εμπρός στα μάτια.
Τη δείχνει θεία με τη στερνή φεγγοβολιά της
η μέρα· - απ' τα κρυφά τα πέπλα, που ανεμίζει,
μια ανίκητη μυρωδιά αγάπης αναβρύζει.
Προς τα γυμνά της πόδια οι βαριοπληγωμένοι
σέρνοντας στους αγκώνες, τα χρυσά μαλλιά της
αγγίζουν - και πεθαίνουν παρηγορημένοι.
(μετ. Γεώργιος Δροσίνης)
Πύργος
Επειδή τα δώδεκά μου ολόχρυσα παλάτια δε με φτάναν – κι είχ’ η
βασιλικιά καρδιά μου απογοητευθεί απ’ την ημέρα – γι’
αυτό κι εγώ ανέβασα κάποια βραδιά τον πορφυρένιο μου
θρόνο – για παντοτινά, στην ψηλότερη κορφή του πιο
ψηλού μου πύργου.
Κι εκείθε, δεσπόζοντας τον άνθρωπο και τις πολύβουες πολιτείες
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου.
Έζησα ωχρός, με την επιθυμία του θανάτου στα χείλη. Η γη κάτ’
απ’ τα πόδια μου μοιάζει σαν κουλουριασμένος σκύλος
που κοιμάται· τα χέρια μου πλέουν μες στ’ άστρα, μες στη
νύχτα.
Τίποτα δεν έτερψε τ’ ακίνητά μου χωρίς ανάπαψη μάτια, τίποτα
δεν εγέμισε την πάντα άδεια καρδιά μου, που ονειρεύεται
πάνω στην ακαταμέτρητη θάλασσα της ανίας μου.
Και τ’ άπειρο μ’ έφτιασε μια ψυχή όμοιά του.
(μετ. Μήτσος Παπανικολάου)
Albert Samain
Hélène
L'âcre vapeur d'un soir de bataille surnage.
L'Argienne aux bras blancs a franchi les remparts,
Et vers le fleuve rouge, où les morts sont épars.
Solitaire, s'avance à travers le carnage.
Là-bas, les feux des Grecs brillent sur le rivage ;
Les chevaux immortels hennissent près des chars...
Lente, elle va parmi les cadavres hagards.
Et passe avec horreur sa main sur son visage.
Qu'elle apparaît divine aux lueurs du couchant !...
Des longs voiles secrets, qu'elle écarte en marchant,
Monte une odeur d'amour irrésistible et sombre ;
Et déjà les mourants, saignants et mutilés,
Rampant vers ses pieds nus sur leurs coudes dans l'ombre,
Touchent ses cheveux d'or et meurent consolés.
La tour
Mes douze palais d'or ne pouvant plus suffire,
Mon cœur royal étant désenchanté du jour,
Un soir, j'ai fait monter mon trône de porphyre
Pour jamais au plus haut de ma plus haute tour.
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux.
Pâle, j'attends, le goût de la mort à la bouche.
La terre est à mes pieds comme un chien qui se couche ;
Mes mains flottent parmi les étoiles, la nuit.
Rien n'a distrait mon œil immobile sans trève,
Rien n'a rempli mon cœur toujours vide, qui rêve
Sur l'incommensurable mer de mon ennui ;
Et le néant m'a fait une âme comme lui.
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου...
*
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux...
Αλμπέρ Σαμαίν
Ελένη
Της μάχης πλέει αχνός στη βραδιασμένη μέρα…
Κι έξω απ' τα τείχη η Αργείτισσα κι απ' τα παλάτια
μακριά - πάει προς το κόκκινο ποτάμι πέρα
πατώντας ξαπλωτά κορμιά ή κορμιών κομμάτια.
Φέγγουν των Αχαιών φωτιές στο θαμπόν αέρα·
στ' άρματα δίπλα χλιμιντρούν τ' αθάνατα άτια…
Μόνη, του μακελειού διαβάτρα η λευκοχέρα,
το χέρι της περνά με φρίκη εμπρός στα μάτια.
Τη δείχνει θεία με τη στερνή φεγγοβολιά της
η μέρα· - απ' τα κρυφά τα πέπλα, που ανεμίζει,
μια ανίκητη μυρωδιά αγάπης αναβρύζει.
Προς τα γυμνά της πόδια οι βαριοπληγωμένοι
σέρνοντας στους αγκώνες, τα χρυσά μαλλιά της
αγγίζουν - και πεθαίνουν παρηγορημένοι.
(μετ. Γεώργιος Δροσίνης)
Πύργος
Επειδή τα δώδεκά μου ολόχρυσα παλάτια δε με φτάναν – κι είχ’ η
βασιλικιά καρδιά μου απογοητευθεί απ’ την ημέρα – γι’
αυτό κι εγώ ανέβασα κάποια βραδιά τον πορφυρένιο μου
θρόνο – για παντοτινά, στην ψηλότερη κορφή του πιο
ψηλού μου πύργου.
Κι εκείθε, δεσπόζοντας τον άνθρωπο και τις πολύβουες πολιτείες
– μόνος ανάμεσα έζησα στον σιωπηλόν αιθέρα –
κοιτάζοντας, αδιάφορος, τα βασιλέματα, τις αυγές – να
καθρεφτίζουν τους ουρανούς των μέσα στο έρημο νερό
των ματιών μου.
Έζησα ωχρός, με την επιθυμία του θανάτου στα χείλη. Η γη κάτ’
απ’ τα πόδια μου μοιάζει σαν κουλουριασμένος σκύλος
που κοιμάται· τα χέρια μου πλέουν μες στ’ άστρα, μες στη
νύχτα.
Τίποτα δεν έτερψε τ’ ακίνητά μου χωρίς ανάπαψη μάτια, τίποτα
δεν εγέμισε την πάντα άδεια καρδιά μου, που ονειρεύεται
πάνω στην ακαταμέτρητη θάλασσα της ανίας μου.
Και τ’ άπειρο μ’ έφτιασε μια ψυχή όμοιά του.
(μετ. Μήτσος Παπανικολάου)
Albert Samain
Hélène
L'âcre vapeur d'un soir de bataille surnage.
L'Argienne aux bras blancs a franchi les remparts,
Et vers le fleuve rouge, où les morts sont épars.
Solitaire, s'avance à travers le carnage.
Là-bas, les feux des Grecs brillent sur le rivage ;
Les chevaux immortels hennissent près des chars...
Lente, elle va parmi les cadavres hagards.
Et passe avec horreur sa main sur son visage.
Qu'elle apparaît divine aux lueurs du couchant !...
Des longs voiles secrets, qu'elle écarte en marchant,
Monte une odeur d'amour irrésistible et sombre ;
Et déjà les mourants, saignants et mutilés,
Rampant vers ses pieds nus sur leurs coudes dans l'ombre,
Touchent ses cheveux d'or et meurent consolés.
La tour
Mes douze palais d'or ne pouvant plus suffire,
Mon cœur royal étant désenchanté du jour,
Un soir, j'ai fait monter mon trône de porphyre
Pour jamais au plus haut de ma plus haute tour.
Et là, dominant l'homme et les cités sonores,
J'ai vécu seul parmi l'azur silencieux,
À voir, indifférent, les couchants, les aurores
Mirer leurs ciels dans l'eau déserte de mes yeux.
Pâle, j'attends, le goût de la mort à la bouche.
La terre est à mes pieds comme un chien qui se couche ;
Mes mains flottent parmi les étoiles, la nuit.
Rien n'a distrait mon œil immobile sans trève,
Rien n'a rempli mon cœur toujours vide, qui rêve
Sur l'incommensurable mer de mon ennui ;
Et le néant m'a fait une âme comme lui.
Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016
σαν άβυσσος...
Δεν έχω πια τίποτα
να δώσω
από αυτή τη σκληρότητα
της νικημένης ζωής
όπως ένας δρόμος
του πολέμου...
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τζουζέπε Ουνγκαρέτι
Ποιήματα
Κάτω απ’ αυτή την τέντα
ο ουρανός μουχλιασμένος,
η γη
αποσυντίθεται
σ’ ένα μεγάλο τόξο τεντωμένη
ξεδιψασμένη
*
Ύπνος
Ω βαρκούλα φλεγόμενη
ουράνιο στεφάνι
που κατοικείς από μια ηχώ
το παγκόσμιο κενό
*
Στρατιώτης
Είμαι εξαντλημένος.
Η φτώχεια των πετρών
που πάνω τους ρίχνομαι
όταν έρθει η στιγμή
που περίμενα
Δεν έχω πια τίποτα
να δώσω
από αυτή τη σκληρότητα
της νικημένης ζωής
όπως ένας δρόμος
του πολέμου.
(Μετ. Κωνσταντίνος Μούσσας)
*
Επιστολή
Αγαπητέ
Ettore Serra
η ποίηση
είναι ο οίκος των ανθρώπων.
Η ζωή μου
από το λόγο ανθοβολεί
του τρομερού αγώνα
το υπέροχο δέος
Όταν
στη σιωπή
βρίσκω τη λέξη
βαθειά σκαμένη είναι μέσα μου
σαν άβυσσος.
(μετ. Κώστας Μαυρουδής)
να δώσω
από αυτή τη σκληρότητα
της νικημένης ζωής
όπως ένας δρόμος
του πολέμου...
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τζουζέπε Ουνγκαρέτι
Ποιήματα
Κάτω απ’ αυτή την τέντα
ο ουρανός μουχλιασμένος,
η γη
αποσυντίθεται
σ’ ένα μεγάλο τόξο τεντωμένη
ξεδιψασμένη
*
Ύπνος
Ω βαρκούλα φλεγόμενη
ουράνιο στεφάνι
που κατοικείς από μια ηχώ
το παγκόσμιο κενό
*
Στρατιώτης
Είμαι εξαντλημένος.
Η φτώχεια των πετρών
που πάνω τους ρίχνομαι
όταν έρθει η στιγμή
που περίμενα
Δεν έχω πια τίποτα
να δώσω
από αυτή τη σκληρότητα
της νικημένης ζωής
όπως ένας δρόμος
του πολέμου.
(Μετ. Κωνσταντίνος Μούσσας)
*
Επιστολή
Αγαπητέ
Ettore Serra
η ποίηση
είναι ο οίκος των ανθρώπων.
Η ζωή μου
από το λόγο ανθοβολεί
του τρομερού αγώνα
το υπέροχο δέος
Όταν
στη σιωπή
βρίσκω τη λέξη
βαθειά σκαμένη είναι μέσα μου
σαν άβυσσος.
(μετ. Κώστας Μαυρουδής)
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016
άσπιλη, απέραντη...
Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας
κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η
μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος,
τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της...
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Το εγκώμιο της θαλάσσης
Ι
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
ΙΙ
Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.). Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ’ έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Κώστας Καρυωτάκης
Το εγκώμιο της θαλάσσης
Ι
Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό.
Δε θυμάμαι το πρώτο αντίκρισμά της. Χωρίς άλλο θα κατέβαινα από μια κορφή, φέρνοντας αγκαλιές λουλούδια. Παιδί ακόμα, εσκεπτόμουν το ρυθμό του φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στην αμμουδιά, εταξίδευα με τα καράβια που περνούσαν. Ένας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οι αύρες μού άγγιζαν τα μαλλιά. Άστραφτε η μέρα στο πρόσωπό μου και στα χαλίκια. Όλα μου ήταν ευπρόσδεκτα: ο ήλιος, τα λευκά σύννεφα, η μακρινή βοή της.
Αλλά η θάλασσα επειδή ήξερε, είχε αρχίσει το τραγούδι της, το τραγούδι της που δεσμεύει και παρηγορεί.
Είδα πολλά λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες επήγαιναν δώθε κείθε σαν εύθυμοι μικροί μαθητές. Κουρασμένα πλοία, με ονόματα περίεργα, εξωτικά, ύψωναν κάθε πρωί τη σκιά τους. Άνθρωποι σκεφτικοί, ώριμοι από την άλμη, ανέβαιναν σταθερά τις απότομες, κρεμαστές σκάλες. Άγρια περιστέρια ζυγίζονταν στις κεραίες.
Ύστερα ενύχτωσε. Μια κόκκινη γραμμή στον ορίζοντα, μόλις έβρισκε απάντηση στις ράχες των μεγάλων, αργών κυμάτων. Εσάλευαν σαν από κάποια μυστική, εσωτερική αιτία, και άπλωναν πλησιάζοντας, για να σπάσουν απαλά, βουβά. Όλα τ’ άλλα — ο ουρανός, τα βουνά αντίκρυ, το ανοιχτό πέλαγος — ένα τεράστιο μαύρο παραπέτασμα.
ΙΙ
Έζησε κανείς θλιβερά πράγματα. (Σπίτια μαύρα, κλειστά. Αναιμικά, εξόριστα δέντρα του δρόμου. Η «μαντάμα» μετράει απογοητευμένη τις μάρκες της. Στην πλατεία οι λούστροι, κουρασμένοι να κάθονται, σηκώνονται και παίζουν μεταξύ τους. Ο νέος νομάρχης, με μονόκλ, επροσφώνησε τους υπαλλήλους. Δίπλα εξύπνησαν για να πάρουν το τρένο. Ποτά ανδρών 10 δρ., ποτά γυναικών 32,50 δρ.). Στον άνεμο ανοίγει ένα παράθυρο, κ’ έρχεται μπροστά μας. Όλα ξεχνιούνται. Είναι εκεί, άσπιλη, απέραντη, αιώνια. Με το πλατύ της γέλιο σκεπάζει την ασχήμια της. Με τη βαθύτητά της μυκτηρίζει. Η ψυχή του εμπόρου πεθαμένη και περπατεί. Η ψυχή της κοσμικής κυρίας φορεί τα πατίνια της. Η ψυχή του ανθρώπου λούζεται στην αγνότητα της θαλάσσης. Βρίσκει η νοσταλγία μας διέξοδο και ο πόνος μας την έκφρασή του.
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016
εξάπλωση της ομίχλης...
Μόνο ό,τι είναι ανθρώπινο μπορεί πραγματικά
να είναι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι όλα πυκνοπλεγμένα δάση,
λαγούμια από τυφλοπόντικες και άνεμος...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στην ομίχλη, λάδι σε καμβά
Βισλάβα Σιμπόρσκα
Ψαλμός
Ω, πόσο διάτρητα είναι τα σύνορα στις πολιτείες
που έστησαν οι άνθρωποι!
Πόσο αμέτρητα τα σύννεφα που επιπλέουν
ατιμώρητα πάνω τους!
Πόσο αμέτρητη η άμμος των ερήμων που μετακινείται
από χώρα σε χώρα!
Πόσο αμέτρητα τα βουνίσια βότσαλα που κατρακυλούν
στις ξένες επικράτειες
με προκλητικά πηδηματάκια!
Χρειάζεται εδώ να απαριθμήσω κάθε πουλί, ένα ένα,
πως πετάει πάνω απ’ τη μεθόριο
ή πως προσγειώνεται μόλις τώρα πάνω
στο χαμηλό οδόφραγμα της;
Αν πρόκειται μόνο για ένα σπουργίτι- η ουρά του
βρίσκεται τώρα στα ξένα
αν και το ράμφος του είναι ακόμα στην πατρίδα,
κι επιπλέον –σαν να μην έφτανε αυτό- δεν σταματάει
να πηγαινοέρχεται σα νευρόσπαστο.
Απ’ τα’ αναρίθμητα έντομα θα ξεχωρίσω
μόνο το μυρμήγκι,
που ανάμεσα στην αριστερή και τη δεξιά
αρβύλα του συνοριακού φρουρού
στο ερώτημα «που πηγαίνει» και «πουθ’ έρχεται»
δεν φορτώνεται καμιά απόκριση.
Ω, τι θέαμα να βλέπεις αυτό το χάος
πάνω σε κάθε ήπειρο με μια ματιά
και σ’ όλες τις λεπτομέρειες
γιατί, δεν είναι το λιγούστρο στην αντίπερα όχθη
που περνάει λαθραία το πολλοστό του φύλλο
σ’ όλο το πλάτος του ποταμού;
Γιατί ποιος, αν όχι η σουπιά με τα θρασύτατα
μακριά πλοκάμια της,
παραβιάζει την καθαγιασμένη σφαίρα
των χωρικών υδάτων;
Γενικά μπορούμε να μιλάμε για κάποιο
είδος τάξης
όταν ακόμα και τ΄ αστέρια δεν γίνεται
να τα ορίσουμε σωστά
έτσι ώστε να ξέρουμε για το καθένα ποιο απ’ όλα
ακτινοβολεί και για ποιον;
Κι ας μην μιλήσομε για την αξιόμεμπτη εξάπλωση
της ομίχλης!
Και τις μάζες της σκόνης πάνω σ’ όλες τις στέπες
σα να μην είχαν διόλου διαμοιραστεί.
Και τους αντίλαλους στ απρόθυμα κύματα του αέρα,
από φωνές, επικλητικά τσιρίγματα
και υπαινικτικά γουργουρητά.
Μόνο ό,τι είναι ανθρώπινο μπορεί πραγματικά
να είναι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι όλα πυκνοπλεγμένα δάση,
λαγούμια από τυφλοπόντικες και άνεμος.
(μετ. Βασίλη Καραβίτη)
να είναι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι όλα πυκνοπλεγμένα δάση,
λαγούμια από τυφλοπόντικες και άνεμος...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στην ομίχλη, λάδι σε καμβά
Βισλάβα Σιμπόρσκα
Ψαλμός
Ω, πόσο διάτρητα είναι τα σύνορα στις πολιτείες
που έστησαν οι άνθρωποι!
Πόσο αμέτρητα τα σύννεφα που επιπλέουν
ατιμώρητα πάνω τους!
Πόσο αμέτρητη η άμμος των ερήμων που μετακινείται
από χώρα σε χώρα!
Πόσο αμέτρητα τα βουνίσια βότσαλα που κατρακυλούν
στις ξένες επικράτειες
με προκλητικά πηδηματάκια!
Χρειάζεται εδώ να απαριθμήσω κάθε πουλί, ένα ένα,
πως πετάει πάνω απ’ τη μεθόριο
ή πως προσγειώνεται μόλις τώρα πάνω
στο χαμηλό οδόφραγμα της;
Αν πρόκειται μόνο για ένα σπουργίτι- η ουρά του
βρίσκεται τώρα στα ξένα
αν και το ράμφος του είναι ακόμα στην πατρίδα,
κι επιπλέον –σαν να μην έφτανε αυτό- δεν σταματάει
να πηγαινοέρχεται σα νευρόσπαστο.
Απ’ τα’ αναρίθμητα έντομα θα ξεχωρίσω
μόνο το μυρμήγκι,
που ανάμεσα στην αριστερή και τη δεξιά
αρβύλα του συνοριακού φρουρού
στο ερώτημα «που πηγαίνει» και «πουθ’ έρχεται»
δεν φορτώνεται καμιά απόκριση.
Ω, τι θέαμα να βλέπεις αυτό το χάος
πάνω σε κάθε ήπειρο με μια ματιά
και σ’ όλες τις λεπτομέρειες
γιατί, δεν είναι το λιγούστρο στην αντίπερα όχθη
που περνάει λαθραία το πολλοστό του φύλλο
σ’ όλο το πλάτος του ποταμού;
Γιατί ποιος, αν όχι η σουπιά με τα θρασύτατα
μακριά πλοκάμια της,
παραβιάζει την καθαγιασμένη σφαίρα
των χωρικών υδάτων;
Γενικά μπορούμε να μιλάμε για κάποιο
είδος τάξης
όταν ακόμα και τ΄ αστέρια δεν γίνεται
να τα ορίσουμε σωστά
έτσι ώστε να ξέρουμε για το καθένα ποιο απ’ όλα
ακτινοβολεί και για ποιον;
Κι ας μην μιλήσομε για την αξιόμεμπτη εξάπλωση
της ομίχλης!
Και τις μάζες της σκόνης πάνω σ’ όλες τις στέπες
σα να μην είχαν διόλου διαμοιραστεί.
Και τους αντίλαλους στ απρόθυμα κύματα του αέρα,
από φωνές, επικλητικά τσιρίγματα
και υπαινικτικά γουργουρητά.
Μόνο ό,τι είναι ανθρώπινο μπορεί πραγματικά
να είναι ξένο.
Τα υπόλοιπα είναι όλα πυκνοπλεγμένα δάση,
λαγούμια από τυφλοπόντικες και άνεμος.
(μετ. Βασίλη Καραβίτη)
Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016
Υπήρξε Καιρός...
Ό, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Υπήρξε Καιρός
Υπήρξε καιρός
που χορευτές με το ξεφάντωμά τους
Σε χαρωπές παιδιάστικες συνάξεις
Τα βάσανά τους αλαφρώναν;
Υπήρξε καιρός
που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία.
Όμως ο χρόνος
έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους.
Τώρα ειν' αβέβαιοι
κάτω από την αψίδα τ' ουρανού.
Ό, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή.
Κάτω απ' τα ουράνια σημεία,
ο δίχως άκρα
Έχει τ' αγνότερα χέρια
και σαν τ' άκαρδο στοιχειό
Απλήγωτο στη μοναξιά του,
ο τυφλός καλύτερα βλέπει.
Το Χρώμα Της Λαλιάς
Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τ’ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απ’ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.
Η ορμή που πορεύει το νερό μεσ’ απ’ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ
ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.
Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ
κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απ’ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.
Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σ’ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ’ αστέρια.
Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.
Είναι το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Ντύλαν Τόμας
Υπήρξε Καιρός
Υπήρξε καιρός
που χορευτές με το ξεφάντωμά τους
Σε χαρωπές παιδιάστικες συνάξεις
Τα βάσανά τους αλαφρώναν;
Υπήρξε καιρός
που μπορούσαν να κλάψουν με βιβλία.
Όμως ο χρόνος
έβαλε το σαράκι του στο πέρασμά τους.
Τώρα ειν' αβέβαιοι
κάτω από την αψίδα τ' ουρανού.
Ό, τι για πάντα άγνωστο θα μείνει
Είναι το βεβαιότερο σε τούτη τη ζωή.
Κάτω απ' τα ουράνια σημεία,
ο δίχως άκρα
Έχει τ' αγνότερα χέρια
και σαν τ' άκαρδο στοιχειό
Απλήγωτο στη μοναξιά του,
ο τυφλός καλύτερα βλέπει.
Το Χρώμα Της Λαλιάς
Η ορμή που μέσα απο τον ανθηρό δίαυλο
πορεύει το λουλούδι
Και τ’ ανθηρά μου χρόνια πορεύειֹ
Αφανίζει των δέντρων τις ρίζες
Είναι ο χαλαστής μου.
Και φωνή δεν έχω να πω στο τσακισμένο ρόδο
Πως απ’ τον ίδιο τσάκισε η νιότη μου χειμέριο πυρετό.
Η ορμή που πορεύει το νερό μεσ’ απ’ τους βράχους
Και το κόκκινό μου αίμα πορεύειֹ
ξεράινει τις βουνοπηγές,
Κερώνει και το δικό μου.
Και δεν έχω φωνή να κραυγάσω, ως με τις φλέβες μου
Πως τη βουνοπηγή το ίδιο στόμα τη βυζαίνει.
Το χέρι που αναδεύει στη λιμνούλα το νερό,
Ταράζει και τη σύρτηֹ
κατευθύνει το φύσημα του ανέμου,
Τη σαβανοφόρα μου πλεύση οδηγεί.
Και δεν έχω φωνή για να πω στον κρεμασμένο
Πως απ’ τη γη μου πλάθεται ο πηλός του κρεμαστή.
Τα χείλη του χρόνου κολλούν σαν βδέλες στην πηγήֹ
Η αγάπη στάζει και μαζεύει, μα το χυμένο αίμα
Θα γαληνέψει τις πληγές της.
Και φωνή δεν έχω να πω σ’ έναν άνεμο πρόσκαιρο
Πώς ο χρόνος με ουρανό τύλιξε τ’ αστέρια.
Και φωνή δεν έχω να πω στον τάφο του εραστή
Πως στο σεντόνι μου πορεύεται
Το ίδιο κουλουριασμένο σκουλήκι.
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
τα σύννεφα που περνούν...
-Ε ! λοιπόν εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε ;
-Αγαπώ τα σύννεφα…τα σύννεφα που περνούν…εκεί πέρα…τα υπέροχα σύννεφα !...
*
- Eh! qu'aimes-tu donc, extraordinaire étranger?
- J'aime les nuages... les nuages qui passent... là-bas... là-bas... les merveilleux nuages!...
Γιάννης Σταύρου, Αγναντεύοντας τα σύννεφα, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Μικρά ποιήματα σε πρόζα
Η σούπα και τα σύννεφα
Η μικρή μου τρελή αγαπημένη μού σέρβιρε το γεύμα , και από το ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας θαύμαζα τις κινούμενες αρχιτεκτονικές που ο Θεός φτιάχνει με τους ατμούς , τις υπέροχες κατασκεύες του άπιαστου . Και έλεγα μέσα στο θαυμασμό μου:-Όλες αυτές οι φαντασμαγορίες είναι σχεδον το ίδιο όμορφες με τα μάτια της όμορφής μου αγαπημένης , του μικρού τρελού τέρατος με τα πράσινα μάτια .
Κι απότομα δέχτηκα ένα άγριο χτύπημα γροθιάς πάνω στην πλάτη , κι άκουσα μια φωνή βραχνή και θελκτική , μια φωνή υστερική και σα χαλασμένη απ’ το ρακί , τη φωνή της ακριβής μου
μικρής αγαπημένης που μου έλεγε : -Θα φας επιτέλους τη σούπα σου , κ… μ… έμπορα συννέφων ;
Ο ξένος
-Ποιόν αγαπάς πιο πολύ , άνθρωπε αινιγματικέ , πες μου ; τον πατέρα σου ,τη μητέρα σου , την αδερφή σου ή τον αδερφό σου ;
-Δεν έχω ούτε πατέρα ,ούτε μητέρα , ούτε αδερφή , ούτε αδερφό .
-Τους φίλους σου ;
-Κάνετε χρήση μιας λέξης που μου έχει μείνει μέχρι τώρα άγνωστη.
-Την πατρίδα σου ;
-Αγνοώ σε πιο γεωγραφικό πλάτος είναι η θέση της .
-Την ομορφιά ;
-Θα την αγαπούσα με προθυμία θεά και αθάνατη .
-Το χρυσάφι ;
-Το μισώ όπως εσείς μισείτε το Θεό .
-Ε ! λοιπόν εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε ;
-Αγαπώ τα σύννεφα…τα σύννεφα που περνούν…εκεί πέρα…τα υπέροχα σύννεφα !
(μετ. Κώστας Ριτσώνης)
Charles Baudelaire
Petits poèmes en prose
La soupe et les nuages
Ma petite folle bien-aimée me donnait à dîner, et par la fenêtre ouverte de la salle à manger je contemplais les mouvantes architectures que Dieu fait avec les vapeurs, les merveilleuses constructions de l'impalpable. Et je me disais, à travers ma contemplation: "- Toutes ces fantasmagories sont presque aussi belles que les yeux de ma belle bien-aimée, la petite folle monstrueuse aux yeux verts."
Et tout à coup je reçus un violent coup de poing dans le dos, et j'entendis une voix rauque et charmante, une voix hystérique et comme enrouée par l'eau-de-vie, la voix de ma chère petite bien-aimée, qui disait: "- Allez-vous bientôt manger votre soupe, s...b... de marchand de nuages?"
L'étranger
- Qui aimes-tu le mieux, homme enigmatique, dis? ton père, ta mère, ta soeur ou ton frère?
- Je n'ai ni père, ni mère, ni soeur, ni frère.
- Tes amis?
-Vous vous servez là d'une parole dont le sens m'est resté jusqu'à ce jour inconnu.
- Ta patrie?
- J'ignore sous quelle latitude elle est située.
- La beauté?
- Je l'aimerais volontiers, déesse et immortelle.
- L'or?
- Je le hais comme vous haïssez Dieu.
- Eh! qu'aimes-tu donc, extraordinaire étranger?
- J'aime les nuages... les nuages qui passent... là-bas... là-bas... les merveilleux nuages!
-Αγαπώ τα σύννεφα…τα σύννεφα που περνούν…εκεί πέρα…τα υπέροχα σύννεφα !...
*
- Eh! qu'aimes-tu donc, extraordinaire étranger?
- J'aime les nuages... les nuages qui passent... là-bas... là-bas... les merveilleux nuages!...
Γιάννης Σταύρου, Αγναντεύοντας τα σύννεφα, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Μικρά ποιήματα σε πρόζα
Η σούπα και τα σύννεφα
Η μικρή μου τρελή αγαπημένη μού σέρβιρε το γεύμα , και από το ανοιχτό παράθυρο της τραπεζαρίας θαύμαζα τις κινούμενες αρχιτεκτονικές που ο Θεός φτιάχνει με τους ατμούς , τις υπέροχες κατασκεύες του άπιαστου . Και έλεγα μέσα στο θαυμασμό μου:-Όλες αυτές οι φαντασμαγορίες είναι σχεδον το ίδιο όμορφες με τα μάτια της όμορφής μου αγαπημένης , του μικρού τρελού τέρατος με τα πράσινα μάτια .
Κι απότομα δέχτηκα ένα άγριο χτύπημα γροθιάς πάνω στην πλάτη , κι άκουσα μια φωνή βραχνή και θελκτική , μια φωνή υστερική και σα χαλασμένη απ’ το ρακί , τη φωνή της ακριβής μου
μικρής αγαπημένης που μου έλεγε : -Θα φας επιτέλους τη σούπα σου , κ… μ… έμπορα συννέφων ;
Ο ξένος
-Ποιόν αγαπάς πιο πολύ , άνθρωπε αινιγματικέ , πες μου ; τον πατέρα σου ,τη μητέρα σου , την αδερφή σου ή τον αδερφό σου ;
-Δεν έχω ούτε πατέρα ,ούτε μητέρα , ούτε αδερφή , ούτε αδερφό .
-Τους φίλους σου ;
-Κάνετε χρήση μιας λέξης που μου έχει μείνει μέχρι τώρα άγνωστη.
-Την πατρίδα σου ;
-Αγνοώ σε πιο γεωγραφικό πλάτος είναι η θέση της .
-Την ομορφιά ;
-Θα την αγαπούσα με προθυμία θεά και αθάνατη .
-Το χρυσάφι ;
-Το μισώ όπως εσείς μισείτε το Θεό .
-Ε ! λοιπόν εσύ τι αγαπάς παράξενε ξένε ;
-Αγαπώ τα σύννεφα…τα σύννεφα που περνούν…εκεί πέρα…τα υπέροχα σύννεφα !
(μετ. Κώστας Ριτσώνης)
Charles Baudelaire
Petits poèmes en prose
La soupe et les nuages
Ma petite folle bien-aimée me donnait à dîner, et par la fenêtre ouverte de la salle à manger je contemplais les mouvantes architectures que Dieu fait avec les vapeurs, les merveilleuses constructions de l'impalpable. Et je me disais, à travers ma contemplation: "- Toutes ces fantasmagories sont presque aussi belles que les yeux de ma belle bien-aimée, la petite folle monstrueuse aux yeux verts."
Et tout à coup je reçus un violent coup de poing dans le dos, et j'entendis une voix rauque et charmante, une voix hystérique et comme enrouée par l'eau-de-vie, la voix de ma chère petite bien-aimée, qui disait: "- Allez-vous bientôt manger votre soupe, s...b... de marchand de nuages?"
L'étranger
- Qui aimes-tu le mieux, homme enigmatique, dis? ton père, ta mère, ta soeur ou ton frère?
- Je n'ai ni père, ni mère, ni soeur, ni frère.
- Tes amis?
-Vous vous servez là d'une parole dont le sens m'est resté jusqu'à ce jour inconnu.
- Ta patrie?
- J'ignore sous quelle latitude elle est située.
- La beauté?
- Je l'aimerais volontiers, déesse et immortelle.
- L'or?
- Je le hais comme vous haïssez Dieu.
- Eh! qu'aimes-tu donc, extraordinaire étranger?
- J'aime les nuages... les nuages qui passent... là-bas... là-bas... les merveilleux nuages!
Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία...
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα μέσα στη νύχτα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Δέντρα μου
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα μέσα στη νύχτα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Καρυωτάκης
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ
Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ' τ' όνειρο και κείθε απ' τη γη!
Οταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ' άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να 'χουμε, τι να 'χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμ' έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Δέντρα μου
Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ' έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου να μένω απ' όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στα πλάση,
εγώ λιγότερο γι' αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ' έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016
Ποια Πάτμος θα μας λυτρώσει;
Πολλές μέρες πριν άκουγα στο μυαλό εκείνες τις λέξεις της Αποκαλύψεως:«εις νήσον καλουμένην Πάτμον». Ποια Πάτμος θα μας λυτρώσει;
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Δ. Π. Παπαδίτσας
Το φεγγάρι
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.
Εν Πάτμω
VII
Καθώς τα χρόνια επέστρεφαν
Στα λιβάδια της ρέμβης
Φως απ' το χόρτο ανέβαινε
Κι από τα βήματα
Φθόγγοι γλυκείς εγέμιζαν τον αέρα
Ω η σαγήνη τους
Καθαρό κι άσπρο ανάλαφρο
Πουλί από φως ανέβηκες
Με μιας το τραγούδι σου
Το τίναγμά σου χτύπησε
Του στήθους το σήμαντρο
Κι αντήχησε ο χρησμός
Των θρήνων
Κι όταν το χέρι άπληστο
Κλείδωνε με τη σήψη του
Το φλύαρο στόμα
Στο ξαφνιασμένο απόβροχο
Ουράνιο τόξο φάνηκες
Της ερημιάς, να ενώσεις
Την Πάτμο με το άφωνο.
*
"Αγαπητέ μου Νώντα
Χτες το βράδυ ξαφνικά μου ‘ρθε και μπήκα σ’ ένα καΐκι που θα μετέφερνε κρομμύδια στους Λειψούς και βρέθηκα στην Πάτμο. Και σου γράφω από εδώ.
Πολλές μέρες πριν άκουγα στο μυαλό εκείνες τις λέξεις της Αποκαλύψεως: «εις νήσον καλουμένην Πάτμον». Ποια Πάτμος θα μας λυτρώσει;"
(Επιστολή του ποιητή στον Επαμεινώνδα Γονατά)
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Δ. Π. Παπαδίτσας
Το φεγγάρι
Δε σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά
Στις μύτες των ποδιών μου
Πήρα όλα τα οστά μας
Και τα βούτηξα – ας μην το μάθουν σε παρακαλώ
Στο φεγγάρι
Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι
Κανείς δεν θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο
Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν
Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους
Θα επαναληφθεί κι εδώ
Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα
Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο
Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει
Θα το ‘χουμε στα χέρια μας
Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί
Δεν γίνεται λόγος για τη σκέψη
Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι
Και κάτι άλλο
Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό
Πες τους ένα ψέμα:
Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι
Αυτό που είναι στον ουρανό.
Εν Πάτμω
VII
Καθώς τα χρόνια επέστρεφαν
Στα λιβάδια της ρέμβης
Φως απ' το χόρτο ανέβαινε
Κι από τα βήματα
Φθόγγοι γλυκείς εγέμιζαν τον αέρα
Ω η σαγήνη τους
Καθαρό κι άσπρο ανάλαφρο
Πουλί από φως ανέβηκες
Με μιας το τραγούδι σου
Το τίναγμά σου χτύπησε
Του στήθους το σήμαντρο
Κι αντήχησε ο χρησμός
Των θρήνων
Κι όταν το χέρι άπληστο
Κλείδωνε με τη σήψη του
Το φλύαρο στόμα
Στο ξαφνιασμένο απόβροχο
Ουράνιο τόξο φάνηκες
Της ερημιάς, να ενώσεις
Την Πάτμο με το άφωνο.
*
"Αγαπητέ μου Νώντα
Χτες το βράδυ ξαφνικά μου ‘ρθε και μπήκα σ’ ένα καΐκι που θα μετέφερνε κρομμύδια στους Λειψούς και βρέθηκα στην Πάτμο. Και σου γράφω από εδώ.
Πολλές μέρες πριν άκουγα στο μυαλό εκείνες τις λέξεις της Αποκαλύψεως: «εις νήσον καλουμένην Πάτμον». Ποια Πάτμος θα μας λυτρώσει;"
(Επιστολή του ποιητή στον Επαμεινώνδα Γονατά)
Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016
Τα αιώνια κύματα...
Η θάλασσα οριοθέτησε τη γη ή η γη τη θάλασσα;
Αντλούσαν και τα δυο νέα σημασία απ' των κυμάτων τη σύγκρουση.
Η θάλασσα ξέσπασε στη γη με απόλυτη ταυτότητα...
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Σέιμους Χίνι
Αν δεν ήμουν ξύπνιος
Αν δεν ήμουν ξύπνιος δεν θα τον είχα ακούσει,
Εναν άνεμο που σηκώθηκε και στροβιλιζόταν ώσπου στη στέγη
χόρευαν ρυθμικά τα βιαστικά φύλλα του σφενδάμου
Και με ξύπνησε, μ' έκανε να χορεύω ο ίδιος,
Γεμάτος ενέργεια και σφρίγος σαν ηλεκτρικός φράχτης:
Αν δεν ήμουν ξύπνιος δεν θα τον είχα ακούσει,
Ηρθε κι έφυγε τόσο αναπάντεχα
Κι έμοιαζε επικίνδυνα,
Να επιστρέφει σαν ζώο στο σπίτι,
Μια μαντατοφόρος ριπή που εκεί, τότε,
Παρέκκλινε από το συνηθισμένο. Αλλά ποτέ
Αλλοτε. Και όχι τώρα.
(μετ. Βασίλης Μανουσάκης)
Οι εραστές των Νήσων Aραν
Τα αιώνια κύματα, φωτεινά, σκόρπιζαν, σαν σπασμένο γυαλί,
Εφθαναν εκθαμβωτικά τριγύρω, μέσα στα βράχια,
Ερχονταν γυαλοκοπώντας, απομακρυσμένα από τις Αμερικές
Να κάνουν δικά τους τα Aραν. Ή μήπως τα Αραν βιάστηκαν
Να ρίξουν φαρδιές αγκαλιές βράχων γύρω από μια παλίρροια
Που παραδόθηκε σε μιαν άμπωτη, σε μιαν απαλή συντριβή;
Η θάλασσα οριοθέτησε τη γη ή η γη τη θάλασσα;
Αντλούσαν και τα δυο νέα σημασία απ' των κυμάτων τη σύγκρουση.
Η θάλασσα ξέσπασε στη γη με απόλυτη ταυτότητα.
(μετ. Γιώργος Αλισάνογλου)
Ενα ποτήρι νερό
Κάθε πρωί ερχόταν νερό να πάρει
Παραπατώντας στον αγρό σαν νυχτερίδα γέρικη:
Ο βήχας της αντλίας, το κροτάλισμα του κουβά
Και το αργό ντιμινουέντο του, όπως γέμιζε,
Tην παρουσία της σήμαιναν. Θυμάμαι
Την γκρίζα της ποδιά, το βρόμικο λευκό βερνίκι
Του ξέχειλου κουβά και τη φωνή της να τρίζει
Διαπεραστικά σαν τη λαβή της αντλίας.
Τις νύχτες, όταν ανέτειλε η πανσέληνος πάνω από τη στέγη της,
Εμπαινε απ' το παράθυρό της και απόμενε
Μες στο νερό που ήταν αφημένο στο τραπέζι.
Εκεί που βούτηξα να πιω ξανά, για να μαι
Πιστός στη νουθεσία του ποτηριού της,
«Τον δωρητή θυμήσου» που αχνόσβηνε στο χείλος.
(μετ. Γιάννης Δούκας)
Αντλούσαν και τα δυο νέα σημασία απ' των κυμάτων τη σύγκρουση.
Η θάλασσα ξέσπασε στη γη με απόλυτη ταυτότητα...
Γιάννης Σταύρου, Θύελλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Σέιμους Χίνι
Αν δεν ήμουν ξύπνιος
Αν δεν ήμουν ξύπνιος δεν θα τον είχα ακούσει,
Εναν άνεμο που σηκώθηκε και στροβιλιζόταν ώσπου στη στέγη
χόρευαν ρυθμικά τα βιαστικά φύλλα του σφενδάμου
Και με ξύπνησε, μ' έκανε να χορεύω ο ίδιος,
Γεμάτος ενέργεια και σφρίγος σαν ηλεκτρικός φράχτης:
Αν δεν ήμουν ξύπνιος δεν θα τον είχα ακούσει,
Ηρθε κι έφυγε τόσο αναπάντεχα
Κι έμοιαζε επικίνδυνα,
Να επιστρέφει σαν ζώο στο σπίτι,
Μια μαντατοφόρος ριπή που εκεί, τότε,
Παρέκκλινε από το συνηθισμένο. Αλλά ποτέ
Αλλοτε. Και όχι τώρα.
(μετ. Βασίλης Μανουσάκης)
Οι εραστές των Νήσων Aραν
Τα αιώνια κύματα, φωτεινά, σκόρπιζαν, σαν σπασμένο γυαλί,
Εφθαναν εκθαμβωτικά τριγύρω, μέσα στα βράχια,
Ερχονταν γυαλοκοπώντας, απομακρυσμένα από τις Αμερικές
Να κάνουν δικά τους τα Aραν. Ή μήπως τα Αραν βιάστηκαν
Να ρίξουν φαρδιές αγκαλιές βράχων γύρω από μια παλίρροια
Που παραδόθηκε σε μιαν άμπωτη, σε μιαν απαλή συντριβή;
Η θάλασσα οριοθέτησε τη γη ή η γη τη θάλασσα;
Αντλούσαν και τα δυο νέα σημασία απ' των κυμάτων τη σύγκρουση.
Η θάλασσα ξέσπασε στη γη με απόλυτη ταυτότητα.
(μετ. Γιώργος Αλισάνογλου)
Ενα ποτήρι νερό
Κάθε πρωί ερχόταν νερό να πάρει
Παραπατώντας στον αγρό σαν νυχτερίδα γέρικη:
Ο βήχας της αντλίας, το κροτάλισμα του κουβά
Και το αργό ντιμινουέντο του, όπως γέμιζε,
Tην παρουσία της σήμαιναν. Θυμάμαι
Την γκρίζα της ποδιά, το βρόμικο λευκό βερνίκι
Του ξέχειλου κουβά και τη φωνή της να τρίζει
Διαπεραστικά σαν τη λαβή της αντλίας.
Τις νύχτες, όταν ανέτειλε η πανσέληνος πάνω από τη στέγη της,
Εμπαινε απ' το παράθυρό της και απόμενε
Μες στο νερό που ήταν αφημένο στο τραπέζι.
Εκεί που βούτηξα να πιω ξανά, για να μαι
Πιστός στη νουθεσία του ποτηριού της,
«Τον δωρητή θυμήσου» που αχνόσβηνε στο χείλος.
(μετ. Γιάννης Δούκας)
Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016
το μουσκεμένο φως του δρόμου...
Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σού είναι ξένη...
Γιάννης Σταύρου, Χειμωνιάτικο απόγευμα, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μονάχος μου νυχτώνω
Βλέπω τη θάλασσα ν' ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου που κουρνιάζεις
Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτη μιας σβησμένης εποχής
που ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια
Μονάχος μου νυχτώνω εδωπέρα
Αισθηματικό τραγούδι
Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με μουσικές και με φώτα
να θυμάσαι κάνει κρύο σ' αυτό τον παράξενο κόσμο
δεν έχω τίποτε άλλο, μόνο δάκρυα
που παίζουν με το μουσκεμένο φως του δρόμου
Καρπάθια Όρη
Τι γίνεται όταν με τα χρόνια σε νεκρώνουν όλοι
των άλλων τα λακτίσματα, τάχα μια λάμψη μες στο νου
κι ένας λυγμός στ' άδεια δωμάτια σε αποπαίρνει
Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σού είναι ξένη
Με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά
ανήκοντας σε όλη τη γη, φτωχός κι αδέσποτος
στα παγωμένα δάση του ουρανού πεθαίνεις
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σού είναι ξένη...
Γιάννης Σταύρου, Χειμωνιάτικο απόγευμα, λάδι σε καμβά
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
Μονάχος μου νυχτώνω
Βλέπω τη θάλασσα ν' ανοίγεται για σένα
τρυφερέ περιηγητή του ουρανού
μες στις ακρογιαλιές μου που κουρνιάζεις
Βλέπω στον ουρανό μια κατασκήνωση για σένα
οργανοπαίχτη μιας σβησμένης εποχής
που ζωντανεύεις πάνω στην οθόνη
τη μνήμη μου ανάμεσα στα παιδικά σου χρόνια
Μονάχος μου νυχτώνω εδωπέρα
Αισθηματικό τραγούδι
Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με μουσικές και με φώτα
να θυμάσαι κάνει κρύο σ' αυτό τον παράξενο κόσμο
δεν έχω τίποτε άλλο, μόνο δάκρυα
που παίζουν με το μουσκεμένο φως του δρόμου
Καρπάθια Όρη
Τι γίνεται όταν με τα χρόνια σε νεκρώνουν όλοι
των άλλων τα λακτίσματα, τάχα μια λάμψη μες στο νου
κι ένας λυγμός στ' άδεια δωμάτια σε αποπαίρνει
Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σού είναι ξένη
Με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά
ανήκοντας σε όλη τη γη, φτωχός κι αδέσποτος
στα παγωμένα δάση του ουρανού πεθαίνεις
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016
στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης...
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του...
Γιάννης Σταύρου, Πλοίο στην ομίχλη, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Kαίσαρ Εμμανουήλ
Νυχτερινή Φαντασίωση
Νύχθ' υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του...
Γιάννης Σταύρου, Πλοίο στην ομίχλη, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Kαίσαρ Εμμανουήλ
Νυχτερινή Φαντασίωση
Νύχθ' υπό λυγαίαν
ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.
Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.
Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
ο Χάρος,
μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.
Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.
Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
εμηνύσαν
πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,
σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.
Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
άνθη.
Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!
Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.
Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
(η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.
Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016
τίποτα δεν μας σώζει…
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…», Καίσαρ Εμμανουήλ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…», Καίσαρ Εμμανουήλ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
– Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016
Ο κόσμος σου είναι κενός...
Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, όπως ο Μινώταυρος,
κοντά σε μια σιωπηλή θάλασσα
στην άκρη της ασφάλτου, πως μερικές φορές έχω περάσει
τη νεφελώδη στροφή της νύχτας, χωρίς να συναντήσω κανέναν...
Γιάννης Σταύρου, Τα μαύρα νερά στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Φρανσίσκο Λεόν
Ο Μινώταυρος κι εγώ
Ξέρω πως μερικές φορές πηγαίνω μόνος, οδηγώντας,
σε ένα δρόμο κοντά στη θάλασσα
που όλα είναι απατηλά και μοναχικά.
Αφήνω πίσω τους φοίνικες, τους διάσπαρτους ψιθύρους,
τα φευγαλέα πουλιά στην άκρη της ασφάλτου.
Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, πως κάποιος στο πλευρό μου λέει:
Η ακτινοβολία του Μάη το απόγευμα,
όταν η φωτιά του Μάη γυρίζει για να σου μιλήσει
και ψιθυρίζει: «Ο κόσμος σου είναι κενός».
Σκέφτομαι το Μινώταυρο της εικόνας
που είδα αυτό το πρωινό, ενώ περνάω
τη στροφή και τα φύκη της θάλασσας των Σαργασσών ακτινοβολούν
στις άψυχες άκρες του τίποτα.
Μια φωτιά σε ανθρώπινη μορφή
που επιχρίει τα άστρα, και φωτίζει
τους ώμους και τον αυχένα σου.
Την καθοδηγούσε μια μικρή, όπως ένα γέροντα, και ήταν
τυφλός.
Ο διορατικός ημίθεος, γερμένος στη βακτηρία του.
Φλεγόμενα τα μάτια, αφού καταβρόχθισε τους άντρες.
Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, όπως ο Μινώταυρος,
κοντά σε μια σιωπηλή θάλασσα
στην άκρη της ασφάλτου, πως μερικές φορές έχω περάσει
τη νεφελώδη στροφή της νύχτας, χωρίς να συναντήσω κανέναν.
Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος
τον οποίο τον φέρνουν άρρωστο κάτω από τη φωτιά του Μάη
τα χέρια μιας μικρής,
μην κατανοώντας το όνομα των αρχαίων μύθων.
Εγώ ακολουθώ την άκρη των κυμάτων, οδηγώντας
στη μεγάλη ασυνειδησία των καιρών,
προς το ακαταμάχητο τίποτα.
Η νύχτα των επιπλεόντων φυκών πλησιάζει
και ψιθυρίζει ένα φως : «Ο κόσμος σου είναι κενός».
Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος,
χαμένος στην παράνοια της ύπαρξης.
Τα διαμάντια της θάλασσας αστράφτουν στις παλάμες
γιατί κανένας δεν θυμάται το όνομα των μύθων.
(μετ. Άτη Σολέρτη)
κοντά σε μια σιωπηλή θάλασσα
στην άκρη της ασφάλτου, πως μερικές φορές έχω περάσει
τη νεφελώδη στροφή της νύχτας, χωρίς να συναντήσω κανέναν...
Γιάννης Σταύρου, Τα μαύρα νερά στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Φρανσίσκο Λεόν
Ο Μινώταυρος κι εγώ
Ξέρω πως μερικές φορές πηγαίνω μόνος, οδηγώντας,
σε ένα δρόμο κοντά στη θάλασσα
που όλα είναι απατηλά και μοναχικά.
Αφήνω πίσω τους φοίνικες, τους διάσπαρτους ψιθύρους,
τα φευγαλέα πουλιά στην άκρη της ασφάλτου.
Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, πως κάποιος στο πλευρό μου λέει:
Η ακτινοβολία του Μάη το απόγευμα,
όταν η φωτιά του Μάη γυρίζει για να σου μιλήσει
και ψιθυρίζει: «Ο κόσμος σου είναι κενός».
Σκέφτομαι το Μινώταυρο της εικόνας
που είδα αυτό το πρωινό, ενώ περνάω
τη στροφή και τα φύκη της θάλασσας των Σαργασσών ακτινοβολούν
στις άψυχες άκρες του τίποτα.
Μια φωτιά σε ανθρώπινη μορφή
που επιχρίει τα άστρα, και φωτίζει
τους ώμους και τον αυχένα σου.
Την καθοδηγούσε μια μικρή, όπως ένα γέροντα, και ήταν
τυφλός.
Ο διορατικός ημίθεος, γερμένος στη βακτηρία του.
Φλεγόμενα τα μάτια, αφού καταβρόχθισε τους άντρες.
Ξέρω πως πηγαίνω μόνος, όπως ο Μινώταυρος,
κοντά σε μια σιωπηλή θάλασσα
στην άκρη της ασφάλτου, πως μερικές φορές έχω περάσει
τη νεφελώδη στροφή της νύχτας, χωρίς να συναντήσω κανέναν.
Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος
τον οποίο τον φέρνουν άρρωστο κάτω από τη φωτιά του Μάη
τα χέρια μιας μικρής,
μην κατανοώντας το όνομα των αρχαίων μύθων.
Εγώ ακολουθώ την άκρη των κυμάτων, οδηγώντας
στη μεγάλη ασυνειδησία των καιρών,
προς το ακαταμάχητο τίποτα.
Η νύχτα των επιπλεόντων φυκών πλησιάζει
και ψιθυρίζει ένα φως : «Ο κόσμος σου είναι κενός».
Μακάρι να μην είμαι εγώ ο Μινώταυρος,
χαμένος στην παράνοια της ύπαρξης.
Τα διαμάντια της θάλασσας αστράφτουν στις παλάμες
γιατί κανένας δεν θυμάται το όνομα των μύθων.
(μετ. Άτη Σολέρτη)
Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016
Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει...
Και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε, και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο και τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Βύρων Λεοντάρης
Tώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα.
Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά;
Δε γίνεται.
Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό.
Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει.
Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ‘ναι.
Ένας Καιρός Ερείπιο
Ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό...
Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ' τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος – όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ' ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ' έφερες, πού μ' έφερες...
Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ' τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ' τα καλώδια κι απ' τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ' ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
– άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό.
Και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε, και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια...
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια...
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο και τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Βύρων Λεοντάρης
Tώρα που δεν μπορώ παρά να με θυμάμαι μόνο
ξέρω, δεν ήταν έτσι, τίποτε δεν ήταν
αλλιώς έγιναν όλα.
Η μαρτυρία μου ασαφής. Τι υπεκφυγές, τι συγκαλύψεις
σε λόγια, σε γραφτά και σε φερσίματα…
Αλλά πώς να τα πω και φαντασίας καμώματα όλα αυτά;
Δε γίνεται.
Πώς να αναιρέσω μια κατάθεση
πώς να διευκρινίσω μια ζωή;
Το ειπωμένο με εκδικείται
κι ανεξιχνίαστο μένει πάντα το υπαρκτό.
Σίγουρα κάτι μου διαφεύγει
κάτι που λάθος το έζησα και λάθος με έζησε
κι όλο και σκοτεινιάζει γύρω μου
κι όλο και σκοτεινιάζει.
Πού βρίσκομαι
Τι ώρα να ‘ναι.
Ένας Καιρός Ερείπιο
Ένας καιρός ερείπιο
κι η σκάλα που ανεβαίνω πότε να τυλίγεται στα πόδια μου σαν φίδι
και πότε να βυθίζεται σαν βίδα στο μυαλό...
Αθώο ξεκίνημα, μοναχικέ λυγμέ πάνω απ' τη θλίψη
με μολυβένια τώρα τα φτερά
χάνοντας ολοένα ύψος – όπως τόσες
απόπειρες αθανασίας που κατακάθισαν σ' ένα επιτύμβιο χαμόγελο
αθώο ξεκίνημα, πού μ' έφερες, πού μ' έφερες...
Ίλιγγοι και στροφές
τρεκλίσματα μες στους λαβύρινθους
χειρονομίες σακάτισσες
σκέψεις γριές σερνάμενες πιασμένες απ' τους τοίχους
μια υγρασία πανικού ως το κόκαλο κι όλοι γυρεύουν να σωθούν
κρεμιούνται απ' τα καλώδια κι απ' τις φλέβες τους
κυκλοφορούν μ' ένα μαχαίρι στην καρδιά σαν φυλαχτό
κλειδώνουνε τις πόρτες ψάχνονται για τη χαμένη αφή τους
– άλλοι στους τοίχους κολλημένοι κάνουν τα παράθυρα
κι άλλοι τρέχουνε, τους ανοίγουν και πηδάνε στο κενό.
Και τι μπορούμε εμείς να κάνουμε, και τι μπορούμε
μέσα στο στοιχειωμένο αυτό οικοδόμημα
κεριά που σβήνουμε στο βάθος των διαδρόμων
στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια...
Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016
Καλά μυαλά!
Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας
οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Ελληνας...
Γιάννης Σταύρου, Η σοφή, λάδι σε καμβά
Εμμανουήλ Ροΐδης
Αφορισμοί
Σέβομαι τους νεκρούς, και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
Ο Έλλην προτιμά συνήθως την ομαλωτέραν οδόν, έστω και άγουσαν εις βάραθρον.
Όταν έχει κανείς το δικαίωμα να λαθεύει απεριόριστα, είναι βέβαιος πως κάποτε θα πετύχει.
Γνωρίζει δώδεκα τρόπους να προσπορίζεται χρήματα εκ των οποίων ο τιμιότερος είναι η κλοπή (για διατελέσαντα υπουργό).
Είς νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων.
Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Ελληνας.
Στην Ελλάδα άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντες πτερά.
Κόμμα: Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
Όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς, και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!
Εξειδίκευση είναι η διέξοδος της άγνοιας προς μίαν κατεύθυνσιν.
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασσικήν αρχαιότητα ενδιαφέρουσαν και αγαπητήν, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκείαν.
Η θέσις των παρ’ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα.
Η θεία πρόνοια παραθέτει ημίν ως επιδόρπιον παν ό,τι δύσπεπτον και αηδές, τας ρυτίδας, την ποδάγραν, την πλήξιν και την εγκατάλειψιν.
Γιάννης Σταύρου, Η σοφή, λάδι σε καμβά
Εμμανουήλ Ροΐδης
Αφορισμοί
Σέβομαι τους νεκρούς, και όταν ακόμη είναι ζωντανοί.
Ο Έλλην προτιμά συνήθως την ομαλωτέραν οδόν, έστω και άγουσαν εις βάραθρον.
Όταν έχει κανείς το δικαίωμα να λαθεύει απεριόριστα, είναι βέβαιος πως κάποτε θα πετύχει.
Γνωρίζει δώδεκα τρόπους να προσπορίζεται χρήματα εκ των οποίων ο τιμιότερος είναι η κλοπή (για διατελέσαντα υπουργό).
Είς νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων.
Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Ελληνας.
Στην Ελλάδα άπαντες οι έχοντες ονύχια αγωνίζονται να σπαράξωσιν τους έχοντες πτερά.
Κόμμα: Ομάς ανθρώπων, ειδότων ν’ αναγιγνώσκωσι και ν’ αρθογραφώσιν εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες ενούμενοι υπο ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι να αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παρέχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι.
Όπως όλοι οι Εσκιμώοι αλιείς, όλοι οι Άραβες ιππείς, και όλοι οι αρχαίοι Πάρθοι τοξόται, ούτως και όλοι οι σημερινοί Έλληνες είναι πολιτευταί, όλοι ψηφοθήραι, όλοι κομματάρχαι και εκ τούτου και κάπως ρήτορες εξ ανάγκης!
Εξειδίκευση είναι η διέξοδος της άγνοιας προς μίαν κατεύθυνσιν.
Πολύ φοβούμεθα ότι οι ημέτεροι καθηγηταί καθιστώσι την κλασσικήν αρχαιότητα ενδιαφέρουσαν και αγαπητήν, όσω και οι παπάδες την ορθόδοξον θρησκείαν.
Η θέσις των παρ’ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την των αυτοκρατόρων της Βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ους αυτοί τε και οι υπήκοοι αυτών επλήρωνον έπειτα λύτρα.
Η θεία πρόνοια παραθέτει ημίν ως επιδόρπιον παν ό,τι δύσπεπτον και αηδές, τας ρυτίδας, την ποδάγραν, την πλήξιν και την εγκατάλειψιν.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)