t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

παρά μόνο άνθρωποι...

θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Μαύρα πεύκα, λάδι σε καμβά

Ντύλαν Τόμας
Χωρίς να είμαστε τίποτε άλλο παρά μόνο άνθρωποι

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,
περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα
φοβισμένοι, αφήνοντας τις λέξεις μας να είναι τρυφερές
από φόβο μήπως ξυπνήσουμε τις κουρούνες,
από φόβο μήπως έρθουμε
αθόρυβα μέσα σ’ έναν κόσμο φτερών και κραυγών.

Αν ήμασταν παιδιά, ίσως να σκαρφαλώναμε.
Θα πιάναμε τις κουρούνες να κοιμούνται,
και δεν θα σπάγαμε ούτε κλαράκι,
και μετά το μαλακό ανέβασμα,
θα τινάζαμε τα κεφάλια μας πιο πάνω απ’ τα κλαριά
για να θαυμάσουμε την τελειότητα των άστρων.

Πέρα απ’ τη σύγχυση, όπως συμβαίνει συνήθως,
και τον θαυμασμό για όσα ο άνθρωπος γνωρίζει,
πέρα απ’ το χάος θα ΄ρχόταν η μακαριότητα.

Αυτό, τότε, είναι ομορφιά, είπαμε.
Παιδιά που με θαυμασμό κοιτάζουν τ’ αστέρια,
είναι ο σκοπός και το τέλος.

Χωρίς να είμαστε τίποτ’ άλλο παρά μόνο άνθρωποι,
περπατήσαμε μέσ’ απ’ τα δέντρα.

(μετάφραση: Βίλκη Τσελεμέγκου-Αντωνιάδου)

"Poetry is what in a poem makes you laugh, cry, prickle, be silent, makes your toenails twinkle, makes you want to do this or that or nothing, makes you know that you are alone and not alone in the unknown world, that your bliss and suffering is forever shared and forever all your own. All that matters about poetry is the enjoyment of it however tragic it may be all that matters is the eternal movement behind it – the great undercurrent of human grief, folly, pretension, exaltation and ignorance – however unlofty the intention of the poem…" Dylan Thomas

(σε πρόχειρη μετάφραση: "Ποίηση είναι αυτό που σ’ ένα ποίημα σε κάνει να γελάς, να κλαις, να τσιμπιέσαι, να σωπαίνεις, που κάνει τα νύχια σου να λαμπυρίζουν, που σε κάνει να θέλεις αυτό ή εκείνο ή τίποτα, που σε κάνει να νιώθεις ότι είσαι ή δεν είσαι μόνος μέσα στον άγνωστο κόσμο, όπου παντοτινά ευτυχία και πόνος μοιράζονται ή παντοτινά ανήκουν μόνο σε σένα. Αυτό που μετράει στην ποίηση είναι η απόλαυση της, όσο τραγική κι αν είναι, αυτό που μετράει είναι η αέναη κίνηση που κρύβεται από πίσω της - το μεγάλο υπόγειο ρεύμα της ανθρώπινης θλίψης, τρέλας, υποκρισίας, εξύψωσης και άγνοιας – κι ας απέχει από την πρόθεση του ποιήματος..." Ντύλαν Τόμας)

Dylan M. Thomas
Being But Men

Being but men, we walked into the trees
Afraid, letting our syllables be soft
For fear of waking the rooks,
For fear of coming
Noiselessly into a world of wings and cries.

If we were children we might climb,
Catch the rooks sleeping, and break no twig,
And, after the soft ascent,
Thrust out our heads above the branches
To wonder at the unfailing stars.

Out of confusion, as the way is,
And the wonder, that man knows,
Out of the chaos would come bliss.

That, then, is loveliness, we said,
Children in wonder watching the stars,
Is the aim and the end.

Being but men, we walked into the trees.

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

στο φεγγαρόφωτο...

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ύδρα στο φεγγαρόφωτο. λάδι σε καμβά 

Γιάννης Ρίτσος 
H σονάτα του σεληνόφωτος

(Ανοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μία ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα μιλάει σ' έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η γυναίκα με τα μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα μαύρα μιλάει στον νέο.)

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!
Είναι καλό το φεγγάρι, - δε θα φαίνεται
που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι
θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,
αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,
ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου
λησμονημένα λόγια - δε θέλω να τ' ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου
λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα του τουβλάδικου,
ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται
η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,
τόσο αδιάφορη κι αϋλη,
τόσο θετική σαν μεταφυσική
που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις
πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κ' η φθορά του.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,
κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας
μπορεί να φαντάζουμε κιόλας πως θα πετάξουμε,
γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη, ακούω το θόρυβο του φουστανιού μου,
σαν το θόρυβο δυο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,
κι όταν κλείνεσαι μέσα σ' αυτόν τον ήχο του πετάγματος
νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,
κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,
μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,
δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις
ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,
(δεν είναι τούτο η λύπη μου - η λύπη μου είναι που δεν ασπρίζει κ' η καρδιά μου).
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει –
θέλω να πω έχει παλιώσει πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,
τα κάδρα ρίχνονται σε να βουτάνε στο κενό,
οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα
όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου
απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο
όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της
ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, - όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία –
λέω για την πολυθρόνα, τόσο αναπαυτική,
μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι
και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει
- μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,
πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα
δίνω στο στιλβωτήριο της γωνιάς,
ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος
λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,
τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δυο
σα να μην είχε τίποτα να κλείσει
ή να κρατήσει ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό. Πάντα μου
είχα μανία με τα μαντίλια,
όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,
τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο στους αγρούς
με το λιόγερμα
ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το σκουφί που φοράνε
οι εργάτες στο αντικρινό γιαπί
ή να σκουπίσω τα μάτια μου, - διατήρησα καλή την όρασή μου
ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια.

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι
ν’ απασχολώ τα δάχτυλα μου. και τώρα θυμήθηκα
πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο
με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δυο ξανθές πλεξούδες
- 8, 16, 32, 64 -
κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς
όλο φως και ροζ λουλούδια,
(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια – κακή συνήθεια) – 32, 64 -
κ’ οι δικοί μου στήριζαν
μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.
Λοιπόν, σου ‘λεγα για την πολυθρόνα –
ξεκοιλιασμένη – φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα –
έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,
μα που καιρός και λεφτά και διάθεση – τι να πρωτοδιορθώσεις; -
έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, - φοβήθηκα
τα’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. εδώ κάθισαν
άνθρωποι που ονειρεύθηκαν μεγάλα όνειρα,
όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,
και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα
δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας τ’ Αι Νικόλα,
ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω
έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα
απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου
κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα
κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι
που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων –
και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ
πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε
ντυμένος την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,
πυρπολημένη απ’ τα’ αδηφάγα μάτια των αντρών
κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,
πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,
άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,
στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)
μέτωπα, χείλη και λαιμοί, γόνατα, δάχτυλα και μάτια,
στέρνα και μπράτσα και μηροί (κι αλήθεια δεν τα ‘βλεπα)
- ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις,
σου φθάνει ο θαυμασμός σου, -
θέ μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν
σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων
γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,
άλλος δε μου ‘μενε παρά μονάχα προς τα πάνω ή προς τα κάτω. –
Όχι, δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,
γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια, έμεινα μόνη
ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,
ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,
γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,
στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μείνουνε σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο
πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ. δε φτάνει.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.
Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.
Πρέπει πάντα να προσέχεις,
να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ
να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι
να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες
να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου
να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.
Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δεν τολμάς να τ’ ανοίξεις.
Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες την άχνα της βραδιάς,
είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλητη,
κάτι θα τρίξει, - ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,
κάποια βήματα ακούγονται, - δεν είναι δικά μου.
Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, -
ή μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, -
κι αν κάνεις αν κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στον άλλον καθρέφτη,
πίσω απ’ τη σκόνη και τις ραγισματιές,
διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,
το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή
παρά να το κρατήσεις καθάριο κι αδιαίρετο.
Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο
σαν κυκλικό ξυράφι – πώς να το φέρω στα χείλη μου;
όσο κι αν διψώ, - πώς να το φέρω; - Βλέπεις;
έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, - αυτό μου απόμεινε,
αυτό με διαβεβαιώνει ακόμη πως δε λείπω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, την ώρα πού βραδιάζει, έχω την αίσθηση
πως έξω άπ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης
με την γριά βαριά του αρκούδα
με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια
σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο
ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο
και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο
και δεν τ' αφήνουν πια να βγουν έξω
μ' όλο πού πίσω απ' τούς τοίχους
μαντεύουν το περπάτημα της γριάς αρκούδας –
κ' η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,
μην ξέροντας για που και γιατί –
έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια να χορεύει στα πισινά της πόδια
δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της
να διασκεδάζει τα παιδιά, τούς αργόσχολους τους απαιτητικούς
και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα
αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά, παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της, δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,
την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,
στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,
την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή
με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου - έστω κ' ενός αργού θανάτου-
την τελική της ανυπακοή στο θάνατο με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής
που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ' τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;
Κ' η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται
υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,
χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλια της στις πενταροδεκάρες
που τις ρίχνουνε τα ωραία και ανυποψίαστα παιδιά
(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)
και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε
το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ , ευχαριστώ.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα
είναι σαν το βυθό της θάλασσας. Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν
σα στρόγγυλα, μεγάλα μάτια πίθανων ψαριών,
τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,
φύκια και όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου
– δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,
δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια –
ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, - σωριάζομαι
και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν
και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντας τες
κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,
τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,
στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω – όχι, τα δίνω
μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν – πάντως εγώ τα δίνω.
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.
Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.
Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι
δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο – τι δυνατό το στήθος σου,
τι δυνατό φεγγάρι, - η πολυθρόνα, λέω
– κι όταν σηκώνω το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι
μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω
να μην κοιτάξω μέσα, - αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του
και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου – μην κοιτάξεις μέσα,
είναι μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει – μην κοιτάξεις, μην κοιτάχτε,
ακούστε που σας μιλάω – θα πέσετε μέσα. Τούτος ο ίλιγγος
ωραίος, ανάλαφρος – θα πέσεις, -
ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,
ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές – δεν τις ακούτε;

Βαθύ βαθύ το πέσιμο,
βαθύ βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής, -
τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,
όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,
ανάσα ωκεανού. Ωραίος ανάλαφρος
ο ίλιγγος τούτος, - πρόσεξε, θα πέσεις. Μην κοιτάς εμένα,
εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα – ο εξαίσιος ίλιγγος.
Έτσι κάθε απόβραδο
έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες.

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη
άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου
ν' ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο
πού κάνουν οι σωλήνες του νερού,
ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,
ξεχνιέμαι κ' ετοιμάζω δυο - ποιος να τον πιει τον άλλον; -
αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει
ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας
απ' το παράθυρο τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου
σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου που έρχεται να με πάρει
με τα μαντίλια μου, τα σταβοπατημένα μου παπούτσια,
τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματά μου,
χωρίς καθόλου βαλίτσες - τι να τις κάνεις; -
Άφησε με να ‘ρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Όχι, δε θα ‘ρθω. Καληνύχτα.
Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα ‘κρυβε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μία πολύ γνώστη μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ' ένα ειρωνικό κ' ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ' ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Αϊ-Νικόλα, πριν κατεβεί τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, -ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ' ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ' το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να ‘ναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο, ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει «η παρακμή μίας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ' το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνιές του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; το ραδιόφωνο συνεχίζει.)


Μπετόβεν
Η Σονάτα του Σεληνόφωτος

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

Μακρύς είναι ο δρόμος κι έρημος...

που πάντα βγάζουν στον ένα δρόμο,
όπου κανείς δε με περιμένει, ούτε με ακολουθεί...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, λιμάνι, λάδι σε καμβά

Οκτάβιο Πας
Ο δρόμος

Μακρύς είναι ο δρόμος κι έρημος.
Περπατώ στο μισοσκόταδο, σκοντάφτω και πέφτω
και σηκώνομαι και με βήματα τυφλά
τις βουβές πέτρες πατώ και τα φύλλα τα ξερά,
και κάποιος άλλος, πίσω μου, τα πατά κι εκείνος•
όταν κοντοστέκομαι, κοντοστέκεται•
όταν τρέχω, τρέχει. Γυρίζω να τον αντικρίσω. Κανείς.
Τα πάντα είναι βυθισμένα στο σκοτάδι κι έξοδος πουθενά•
κόβω βόλτες, γυρίζω και γυρίζω, σε γωνιές
που πάντα βγάζουν στον ένα δρόμο,
όπου κανείς δε με περιμένει, ούτε με ακολουθεί,
όπου ε γ ώ έναν άντρα ακολουθώ που σκοντάφτει
και σηκώνεται και θωρώντας με λέει: Κανείς.

(Μετ. Έλενα Σταγκουράκη)

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο...

Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα... 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Γιώργος Σεφέρης, μικτή τεχνική

Γιώργος Σεφέρης
Θερινό Ηλιοστάσι

Α΄

Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.

Παραμονή της μακρύτερης μέρας.

Γ΄

Κι όμως σ’ αυτό τον ύπνο
τ’ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ’ το κύμα
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα·
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανεβεί το ταυρόπουλο·
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο·
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Π. Κονδύλης: Το οικονομικό στοιχείο εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού

Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.
Παναγιώτης Κονδύλης

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Βιβλία & γυαλιά, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Σύμφωνα με τον μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από τις πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στον δρόμο της λογικής και ενσάρκωσαν σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές απαίσιας μνήμης. Ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος... 

Όποιος θεωρεί ότι εδώ πρυτάνευσε ο ειρηνόφιλος Λόγος, είναι απροετοίμαστος απέναντι σε άσχημες εξελίξεις εντός της Ευρώπης και επι πλέον εκτίθεται στον κίνδυνο να επεκτείνει αυτή του τη θεώρηση σε ολόκληρο το πλανητικό τοπίο, δηλαδή να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτήρα προτύπου και να προσδοκά την λύση των παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παγκόσμιο κράτος, το οποίο θα στηριζόταν στη συναίνεση και θ' αποτελούσε μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση In magno...

Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά.

Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή, εφ’ όσον η οικονομία αφορά, το ίδιο όπως και η πολιτική, συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων· η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική. Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.
 

Παναγιώτης Κονδύλης

αμαρτίαι γονέων & πεζοδρόμηση Πανεπιστημίου...

Αμαρτίαι κεχηναίων…
του ΛΕΑΝΔΡΟΥ ΣΛΑΒΗ
(Eφημερίδα του "Κ.Σ.Μ."/τεύχος 172/Ιούνιος 2014)

Πόσοι και πόσοι, όταν τους δοθεί η ευκαιρία, δεν αποφαίνονται ότι «αμαρτίαι γονέων, παιδεύουσι τέκνα»; Στην πράξη, βέβαια, αυτό δεν επαληθεύεται πάντοτε. Πλην, ίσως, στην περίπτωση της πολιτικής, όπου οι αμαρτίες ενός πολιτικού παιδεύουν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τους («έως τρίτης και τετάρτης γενεάς» κατά τας γραφάς) επιγόνους του που τον διαδέχονται στις αρμοδιότητές του. Και τούτο ανεξάρτητα από το εάν οι «αμαρτίες» οφείλονται σε πολιτική οκνηρία, σε κομματική πονηρία, σε ψηφοθηρική λαθροχειρία ή σε ιδεοληπτική αβελτηρία.

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις, λάδι σε καμβά

Στην τελευταία υποπίπτουν κατά συρροήν διάφοροι αιθεροβάμονες και “χαζοβιόληδες” οραματιστές, που επιβάλλουν τις επιλογές τους, χωρίς να εξηγήσουν πλήρως στους πολίτες τις επιπτώσεις τους. Οι τελευταίοι, είτε από αδυναμία είτε από υστεροβουλία, προσκολλώνται στην ειδυλλιακή εικόνα που τους πλασάρουν και τα βάζουν με τους διαδόχους του οραματιστή που δεν καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις παρενέργειες, για τις οποίες δεν είναι υπεύθυνοι. Αυτοί δε, συχνά διστάζουν να ανατρέψουν μια επιλογή που κληρονόμησαν, ακόμα και αν δεν είναι αργά. Καραδοκεί το πολιτικό κόστος της απογοήτευσης μιας μωρόπιστης κοινής γνώμης ή κάποιων κακόπιστων δυναμικών ομάδων.

Μια τέτοια διαδικασία θα πληρώσουν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας (πρωτίστως) και της χώρας (δευτερευόντως) εξαιτίας της φαεινής ιδέας μιας ακολουθίας οραματιστών που ήθελαν και θέλουν τον κεντρικότερο δρόμο της Αθήνας πεζόδρομο. Πρώτος τους πλάνεψε ένας (μακαρίτης πια) πολυπράγμονας πολιτικός που αράδιαζε κατά καιρούς διάφορες παρόμοιες φουτουριστικές ανοησίες. Από αυτόν η σκυτάλη έφτασε στα χέρια ενός θηλυκού γένους διάττοντα αστέρα της πολιτικής. Αυτή την ενέταξε, ως “βαρύ πυροβολικό” του, σε ένα (χωρίς ραχοκοκαλιά και δήθεν μεγαλόπνοο) συνονθύλευμα παρεμβάσεων στον αττικό χώρο. Πριν, όμως, προλάβει να αλλάξει τα φώτα του τελευταίου, απήλθε, τιμής ένεκεν, για την Πόλη του Φωτός.

Ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν ανέστειλε τις πορεία της δρομολόγησης του οραματισμού, που καθιερώθηκε ως «Rethink Athens», καθώς ένα ίδρυμα ανέλαβε την χρηματοδότηση, πιθανότατα από την αντιζηλία του προς άλλο ίδρυμα που προωθούσε ένα πολύ πιο φιλόδοξο και ουσιαστικό έργο ανάπλασης στο Λεκανοπέδιο. Έτσι, διενεργήθηκε αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και επιλέχθηκε για εφαρμογή μία μελέτη. “Μελέτη” τρόπος του λέγειν, γιατί έχει περιοριστεί στην φιλοτεχνία των ωραίων εικόνων που θα προκύψουν από το έργο και έχει αδιαφορήσει για τις επιπτώσεις του στις γύρω περιοχές (και ακόμα παραπέρα), παραγνωρίζοντας το ότι, αν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, μια “όαση” στη μια πλευρά συνεπάγεται μια “κόλαση” στην άλλη! Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση όχι μόνον δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις, αλλ’, αντί να προβλεφθούν κάποια μέτρα που θα άμβλυναν τις παρενέργειες, το έργο εμπλουτίστηκε με πάρεργα που θα τις κάνουν ανυπόφορες!

Η ψευδεπίγραφη μελέτη είναι ελλιπής. Και τούτο κυρίως επειδή δεν περιέχει μελέτη κυκλοφοριακών επιπτώσεων. Με την πεζοδρόμηση καταργείται ο ένας από τους τρεις οδικούς άξονες της πόλης που εξυπηρετούν τις δύο κατευθύνσεις κυκλοφορίας οχημάτων στο κέντρο της και ενώνουν – καθώς δεν υπάρχουν περιφερειακές διαδρομές με κατάλληλη κυκλοφοριακή δυναμικότητα – τις δυτικές, τις ανατολικές, τις βόρειες και τις νότιες περιοχές της πόλης μεταξύ τους. Μάλιστα, ο άξονας που αφαιρείται από την κυκλοφορία, δηλαδή η Πανεπιστημίου, είναι αυτός που διαθέτει τις μισές από το σύνολο των λωρίδων κυκλοφορίας των τριών αξόνων! Ένας δεύτερος άξονας, η Ακαδημίας, αντιδρομείται, κάποια τμήματα στενών κεντρικών δρόμων πεζοδρομούνται και αυτά, ενώ δυο τρεις άλλοι κάπως φαρδύτεροι γειτονικοί μονόδρομοι, όπως η Μάρνη, των οποίων ο κυκλοφοριακός φόρτος θα αυξηθεί, περιορίζονται στο μισό πλάτος για να εξυπηρετηθεί η αντίθετη κίνηση. Σε μια άλη δε καίρια οδική αρτηρία, την Πατησίων, σε ένα μεν τμήμα της περιορίζεται το ωφέλιμο για τη κίνηση πλάτος, σε ένα δε άλλο απαγορεύεται η κυκλοφορία. Και τούτο για να περάσει τι λιγότερο αποδοτικό μέσο συγκοινωνίας για μια πόλη σαν την Αθήνα: το τραμ! Και όλα αυτά χωρίς καμία μελέτη για το τι θα συμβεί στις περιοχές που θα δεχθούν την κυκλοφορία που θα εκδιωχθεί από τους δρόμους που θα πεζοδρομηθούν ή θα μειωθεί το πλάτος τους! Χωρίς καμία πρόβλεψη για το πώς θα εξυπηρετηθεί η οδική επικοινωνία μεταξύ των αντιδιαμετρικών περιφερειακών συνοικιών της πόλης! Η δήθεν κυκλοφοριακή μελέτη περιορίζεται στα βελάκια που υποδεικνύουν τις νέες ή τις εναλλακτικές διαδρομές. Χωρίς να εξετάζεται αν αυτές αντέχουν τον κυκλοφοριακό φόρτο που τους επιφυλάσσεται. Χωρίς να ελέγχεται αν μπορούν να ελιχθούν σ’αυτές τα οχήματα που στέλνουν εκεί. Αν δεν ήταν για κλάματα η κατάσταση, θα είναι για γέλια να βλέπει κανείς τρόλλεϋ και λεωφορεία να προσπαθούν να στρίψουν σε ώρες αιχμής από την Βασ. Σοφίας στην Ακαδημίας!

Και όλα αυτά σε μία εποχή οικονομικής δυσπραγίας και επενδυτικής ένδειας της χώρας. Και τόσο η κυβέρνηση όσο και η δημοτική αρχή σωπαίνουν, χωρίς να είναι βέβαιο ότι σύσσωμες συντάσσονται ασμένως με το έργο. Βέβαια, δεν είναι εύκολο και χωρίς πολιτικό κόστος να αντιταχθούν μετωπικά σ’αυτό το ανοσιούργημα. Πώς να αρνηθούν την χρηματοδότηση από ένα ιδιωτικό κοινωφελές ίδρυμα όταν ζητιανεύουν την συνδρομή ιδιωτών για κάθε τι; Πώς να αποκηρύξουν το πνευματικό τέκνο ενός “αείμνηστου” οραματιστή; Πώς να διαφωτίσουν μια κοινή γνώμη που έχει πέσει θύμα μιας πολυετούς πλύσης εγκεφάλου; Πώς να αποφύγουν να ανοίξουν νέο μέτωπο με τις δυναμικές ομάδες που επενδύουν στην ταλαιπωρία και την απόγνωση του πολίτη;

Ευτυχώς, τουλάχιστον για την τιμή των όπλων της κοινότητας των τεχνικών αυτής της χώρας, υπήρξαν μερικές θαρραλέες φωνές που δεν έπαψαν να αναδεικνύουν τα (κατ’ευφημισμόν απλά) αδύνατα σημεία του έργου και να προσπαθούν να συνετίσουν τους άβουλους αρμόδιους· «φωνές βοόντων εν τη ερήμω» τόσο καιρό, αποφάσισαν να προχωρήσουν την ύστατη στιγμή σε πιο δραστικές ενέργειες.

Είθε να μην αποδειχθούν μάταιες! Και να πνίξουν εν τη γενέσει των άλλες ανάλογες παρεμβάσεις που οραματίζονται αυτοί που περιέβαλαν με επιστημονικό κύρος το έργο. Γιατί αυτοί οι, μιας και της αυτής κοπής, καθηγητάδες πήραν θάρρος από την απουσία επίσημων αντιδράσεων και άρχισαν να απεργάζονται νέες ταλαιπωρίες για τους πολίτες. Ανάμεσα σε αυτές την μετατροπή της Συγγρού από αυτοκινητόδρομο σε αστική λεωφόρο (ευφημισμός το στενέματός της) και τη διάνθισή της με τον απαραίτητο προσφιλή τους μαϊντανό: τον σύγχρονο αραμπά, δηλαδή το τραμ! Και αυτό τη στιγμή που συντελείται πραγματική κοσμογονία στην απόληξή της, στο Φαληρικό Δέλτα, και στο παραλιακό μέτωπο, η οποία θα αυξήσει αναπόδραστα την κυκλοφορία προς και από αυτούς τους προορισμούς!
Και αποφεύγουν, ίσως και σκόπιμα, να επιστήσουν την προσοχή της κυβέρνησης ότι θα ήταν προτιμότερη η εξυπηρέτηση της περιοχής με διακλάδωση της Γραμμής 2 του σύγχρονου μετρό, παρά της Γραμμής 1 του κατά κάποιο τρόπο παρωχημένου και πιο αργού ηλεκτρικού. Μην ζητάτε, όμως, τόση εγρήγορση από αυτούς των οποίων οι ανησυχίες περιορίζονται στο να ενυπνιάζονται την “νεφελοκοκκυγία” τους κατά τη διάρκεια του ημερήσιου νήδυμού τους.

Υστερόγραφο:
Το έργο θα μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να είναι αποδοτικό ή, έστω, πιο ανώδυνο.
- Αν δεν ήταν πρωθύστερο. Αν, δηλαδή, είχαν προηγηθεί άλλες παρεμβάσεις που θα άμβλυναν τις παρενέργειές του. Όπως αν η Αθήνα είχε αποκτήσει ένα επαρκές δίκτυο μετρό που θα περιόριζε δραστικά τις υπόλοιπες επίγειες μετακινήσεις. Όπως αν είχαν υλοποιηθεί διάφορες προτάσεις αποσυμφόρησης του κέντρου με εναλλακτικές διαδρομές ή με μεγαλεπήβολα έργα, σαν την σήραγγα κάτω από τον Λυκαβηττό.
- Αν δεν ήταν προϊόν ιδεοληψιών. Όπως των εμμονών των εμπνευστών του, με κύρια την ολέθρια επέκταση της γραμμής του τραμ.
- Αν δεν ήταν μονόπλευρο. Όπως αν προέβλεπε μερικές απλές και ουσιαστικές επικουρικές παρεμβάσεις, όπως την δημιουργία ενός δακτυλίου συνεχούς και ταχείας κυκλοφορίας Ακαδημίας – Πατησίων/Αιόλου – Σταδίου – Βασ. Γεωργίου – Βασ. Σοφίας πέριξ της Πανεπιστημίου, με την προϋπόθεση της δραστικής διαπλάτυνσης της Ακαδημίας και της Σταδίου και την εγκατάλειψη της φαιδράς ιδέας του κλεισίματος της Πατησίων για χάρη της επέκτασης του τραμ.
Όσο δε για το ίδρυμα, αν, όντως, ήθελε να προσφέρει κάτι σήμερα στην πόλη, ας χρηματοδοτούσε κάποιο άλλο έργο, όχι τόσο φανταχτερό, αλλά πολύ πιο ουσιαστικό. Όπως, λόγου χάριν, την περίφημη Γραμμή 4 (ή γραμμή “U”) του μετρό που αραχνιάζει χρόνια τώρα σε κάποια συρτάρια αρμοδίων, ενώ θα εξυπηρετούσε άμεσα κα αποτελεσματικά καθημερινά δεκάδες χιλιάδες κατοίκων και επισκεπτών της πόλης.
Μήπως έφτασε ο καιρό to rethink «Rethink Athens»;

Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Καὶ ταξιδέψαμε τὸ νοῦ καὶ τὸ κορμὶ...

Στὸν Ἰόνιο διάπλατο γιαλὸ διαβήκαμε, περνώντας
τὸν ἐλαιώνα, ἀγαπητό της Ἀθηνᾶς καὶ πλήθια
σὲ ἴσκιους βαθύ, σὰν πέλαγο, καὶ ἀχὸ μὲ τοὺς ἀνέμους...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Άγγελος Σικελιανός
Ραψωδίες του Ιονίου

Το Διάβα του Ελαιώνα

Στὸν Ἰόνιο διάπλατο γιαλὸ διαβήκαμε, περνώντας
τὸν ἐλαιώνα, ἀγαπητό της Ἀθηνᾶς καὶ πλήθια
σὲ ἴσκιους βαθύ, σὰν πέλαγο, καὶ ἀχὸ μὲ τοὺς ἀνέμους.
Καὶ ταξιδέψαμε τὸ νοῦ καὶ τὸ κορμὶ στοὺς ἴσκιους,
ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ λούλουδα κι ἀπὸ εὐωδιές, καθένας
στὴν ἁρμονία σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας ζυγιασμένος.
K᾿ οἱ σαῦρες, φωτοπράσινες, ποὺ δίπλα ἀπὸ τὴ ρίζαν
ἐκοίταγαν ἀσάλευτες στὸν ἥλιο, καὶ τὰ φίδια,
σὰ γητεμένα ὅλα βαθιὰ τῆς ἁρμονίας μας ἦταν,
καὶ τὸ ραβδί μου ὡς πιστικοῦ, τὸ φίδι νὰ πατήσει
δὲ σηκωνόνταν, στὸ μακρὺ τοῦ κάμπου μονοπάτι,
μὰ ὡς σὲ κλαδὶ λογίζομουν νὰ τυλιχτεῖ πὼς θά ῾ρτει...

K᾿ ἡ Γλαύκη πρώτη τη σιωπὴν ἔκοψε, πρώτη, ὡς ὅταν
κόβεις ψωμὶ κριθάρινο, στὴ μέση, ἀπὰ στὸ γόνα,
καὶ ἡ εὐωδιά του ξεχειλάει ἀγγίζοντας τὴ φρένα.
Τέτοια καὶ ἡ Γλαύκη ἐμίλησε, πού ῾χε γλυκὰ εὐωδιάσει
μὲ λιόφυλλο τὸ στόμα της κ᾿ ἐλούστη μὲ τὰ φύλλα
καὶ τὸν ἀνθὸ τῆς λυγαριᾶς στὰ χέρια καὶ στὰ χείλα.
Καὶ φούσκωνέ μας ἡ σιωπὴ τὰ στήθη, ὡσὰν τὴν πείνα.
Μὰ ἦταν κι ὁλόδροση ἡ φωνή, νὰ συγκερνάει τὴ δίψα,
σὰν τὸ ψωμὶ ποὺ πότισες σὲ κρύας πηγῆς τὴ φλέβα.
Καὶ τὰ μαλλιὰ τὴ σκέπαζαν, ἂν τά ῾ριχνε, ὡς τὰ πόδια,
μὰ πάντα διαφαινόντανε τὸ μέτωπο, ὡς φεγγάρι
ποὺ φέγγει θεῖον ὁλημερίς, κι ἂς ἀνεβαίνει ὁ ἥλιος.
Καὶ μὲς στὸ νοῦ μου φάνταζε σὰν τὴ στερνὴ τὴν ψίχα
τοῦ δέντρου, ὡσὰν τ᾿ ὁλόχυμο μιανῆς φτελιᾶς μελούδι.

K᾿ εἶπεν ἡ Γλαύκη: «Ὁλονυχτὶς τὰ μάτια σου στὸν ὕπνο
σὰν ἄστρα σου ἀνοιγόκλειναν· καὶ λαγαρὰ εἶναι τόσο
ποῦ, νὰ τὰ ἰδῶ, στὸ μέτωπο τὴν ἀπαλάμη βάνω;»

K᾿ ἐγώ, ποὺ νόμιζα ἡ φωνὴ σὰν κλειστὸς κρίνος ποὺ ἦταν,
ἀπάντησα, καὶ νά, ἡ φωνὴ μέσα μου ἀνοίχτη ὡς κρίνος:

«T᾿ ἄστρι πληθαίνει μέσα μου, σὰν τὸ σπειρὶ στὸ ρόδι,
ὡς ἀναπεύω τὸ κορμὶ στοὺς ἄμμους τοῦ Ἰονίου.
Ἡ νύχτα ἀνοίγει ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τὸν πόθο σὰν τὸ ρόδι,
καὶ μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ὁλάκερο μ᾿ ἀγγίζει,
πώς, σὰ λουστῶ ἀπονύχτερα, μίαν ἀστραψιὰ ἀναβράει
τριγύρα ἀπὸ φωσφόρισμα - σὰ μέσα ἀπὸ τὸ γνέφι
ποὺ κουφοκαίει ἡ ἀστραπὴ - καὶ ποὺ σπιθίζει ἀκόμα
στὰ χέρια μου, στοὺς ὤμους μου, πάλε ὡς συρτῶ στοὺς ὄχτους...
Κι ἀνοίγουν ἀπονύχτερα τῶν ἄστρων τὰ μπουμπούκια,
κι ὅλη εὐωδὰ ἡ μαγιάτικη νυχτιὰ ἀπ᾿ τὰ τόσα ρόδα,
ἡ Ἀλετροπόδα σὰ φανεῖ κι ὡς βασιλέψει ἡ Πούλια.
Κι ὁ ὕπνος μου εἶν᾿ ἀνάλαφρος, καὶ φτάνει μου νὰ σειῶνται
τὰ βλέφαρα σ᾿ ἀνασασμὸ βαθὺ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ μόνο φτάνει μου νὰ πιῶ σὲ μιᾶς σιωπῆς τὴ φλέβα,
κι ἂς εἶναι ὡς νυχτολούλουδα τὰ μάτια μου ἀνοιγμένα...»

K᾿ ἡ ἄλλη, πρασινοΐσκιωτα ποὺ εἶχε τὰ μάτια, ἐσίγα·
κι ἀπὸ τὸ λόγον ἄγγιχτη φαινόντανε, καὶ πλήθια
ν᾿ ἀκούει ἂς ἀναγάλλιαζε, καθὼς τὰ πελαγίσια
πουλιὰ πού, ὡς λούζονται, γλιστρᾶ τὸ κύμα ἀπάνωθέ τους.
Μεγαλομάτα - κ᾿ ἔδειχνε πὼς σὲ βαθιὲς πεδιάδες
εἶχε ἀναπέψει τὴ ματιὰ καὶ σ᾿ ἁπλωτὰ ποτάμια,
γιὰ τοῦτο κι ἀργοσάλευτη σὰν τοῦ βοδιοῦ γυρνοῦσε,
πότε τὸ πέλαο δάμαζε, πότε τὸν κάμπον ὅλο...

Ἀλλ᾿ ὅπως ἐκατέβαινε σὲ τόση ἀγάπη ὁ ἥλιος,
στὸ κύμα ὡς ἐλουστήκαμε καὶ βγήκαμε στὴν ἄκρη,
σὰ γλαῦκες ἐκοιτάζαμε τὴ σιωπηλὴν ἑσπέρα...

K᾿ ἐγώ, βαθιά μου πὄνιωθα πὼς δὲν πεθαίνει ἡ μέρα,
στῆς σιωπηλῆς ἀκούμπησα τὸν κόρφο, καὶ στὴν ἄλλη
τὰ πόδια ἀκούμπησα. Βαθιὰ ἐλογίζομουν, σὰ νά ῾χα
στὸν ἥλιο τὰ ποδάρια μου, στὸν ἴσκιο τὸ κεφάλι...

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γρανιτένια νησιά...

Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Ποιο νερό γλείφοντας την πρώρα
Και ποιο άρωμα πεύκου κι η κίχλη τραγουδώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Ποιες εικόνες επιστρέφουν...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Καράβι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

T.S. Eliot
Marina

Quis hic locus, quae
regio, quae mundi plaga?

What seas what shores what grey rocks and what islands
What water lapping the bow
And scent of pine and the woodthrush singing through the fog
What images return
O my daughter.

Those who sharpen the tooth of the dog, meaning
Death
Those who glitter with the glory of the hummingbird, meaning
Death
Those who sit in the sty of contentment, meaning
Death
Those who suffer the ecstasy of the animals, meaning
Death

Are become unsubstantial, reduced by a wind,
A breath of pine, and the woodsong fog
By this grace dissolved in place

What is this face, less clear and clearer
The pulse in the arm, less strong and stronger -
Given or lent? more distant than stars and nearer than the eye

Whispers and small laughter between leaves and hurrying feet
Under sleep, where all the waters meet.

Bowsprit cracked with ice and paint cracked with heat.
I made this, I have forgotten
And remember.
The rigging weak and the canvas rotten
Between one June and another September.
Made this unknowing, half conscious, unknown, my own.
The garboard strake leaks, the seams need caulking.
This form, this face, this life
Living to live in a world of time beyond me; let me
Resign my life for this life, my speech for that unspoken,
The awakened, lips parted, the hope, the new ships.

What seas what shores what granite islands towards my timbers
And woodthrush calling through the fog
My daughter.

Τ.Σ. Έλιοτ
Μαρίνα

Quis hic locus, quae regio, quae mundi plaga?

Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γκρίζα βράχια και ποια νησιά
Ποιο νερό γλείφοντας την πρώρα
Και ποιο άρωμα πεύκου κι η κίχλη τραγουδώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Ποιες εικόνες επιστρέφουν
Ω κόρη μου εσύ.

Αυτοί που ακονίζουν το δόντι του σκύλου, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που απαστράπτουν με τη δόξα του κολιμπριού, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που κάθονται στο αχούρι της ικανοποίησης, εννοώντας
Θάνατο
Αυτοί που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, εννοώντας
Θάνατο

Αυτοί εξαϋλώνονται, ελαττωμένοι από έναν άνεμο,
Μία του πεύκου αναπνοή, και την ομίχλη του δασώδους τραγουδιού
Από τη χάρη τούτη ξεθώριασαν επί τόπου

Ποιο είναι αυτό το πρόσωπο, ολοένα λιγότερο και λιγότερο καθαρό
Ο σφυγμός στο χέρι, ολοένα λιγότερο και λιγότερο δυνατός—
Δοσμένο ή δανεισμένο; περισσότερο μακρινό απ’ ότι τα αστέρια και πιο κοντά από ένα βλέμμα

Ψίθυροι και κρυφά γελάκια ανάμεσα στα φύλλα και επιταχύνοντας το βήμα
Στον ύπνο μέσα, εκεί που όλα τα νερά ενώνονται.

Πρόβολος σπασμένος με πάγο και μπογιά σκασμένη από τη ζέστα,
Εγώ το έκανα αυτό, το είχα ξεχάσει
Και το θυμάμαι.
Τα άρμενα αδύναμα και το καραβόπανο σάπιο
Ανάμεσα σε ένα Ιούνη και σ’ άλλο Σεπτέμβρη.
Αυτό το έκανα χωρίς να το ξέρω, μισοσυνείδητος, άγνωστος, εγώ ο ίδιος.
Των πιστρόφιων η σειρά μπάζει νερά, οι αρμοί χρειάζονται καλαφάτισμα.
Αυτό το σχήμα, αυτό το πρόσωπο, αυτή η ζωή
Ζώντας για να ζει σ’ ένα κόσμο του καιρού πέρα από μένα˙ ας
Παραιτηθώ απ’ τη ζωή μου γι’ αυτή τη ζωή, η λαλιά μου γι’ αυτό που δεν ειπώθηκε,
Αυτό που αφυπνίστηκε, χείλη μισανοιγμένα, την ελπίδα, τα νέα πλοία.

Ποιες θάλασσες ποιες ακτές ποια γρανιτένια νησιά μπροστά στα μαδέρια μου
Και η κίχλη καλώντας μέσα απ’ την ομίχλη
Κόρη μου.

(Μετ.Γιάννης Αντιόχου)

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Μια νύχτα στην Αθήνα στην άσπρη θάλασσα της Ακρόπολης...

σύμβολα, γόνιμα απ' ανθρώπινα ουρλιαχτά,
θέτοντας το γρίφο στα μαύρα μαργαριτάρια,
πάνω στην αόρατη αψίδα του Άδη.
Εκεί ο Αισχύλος έλεγε στη σεληνιακή Εκάτη:
τι τώνδ' εύ, τι δ' άτερ κακών;


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακροπολις 1970, λάδι σε καμβά

Σαλβατόρε Κουαζίμοντο

Τη νύχτα στην Ακρόπολη

Μια νύχτα στην Αθήνα στην άσπρη θάλασσα
της Ακρόπολης η κουκουβάγια είπε Αθήνα.
Δεν ήταν κάλεσμα κακό, το φεγγάρι
κατάλευκο, ο γρανίτης σκληρός αφρός
κι ο ελαιώνας κοντά στο Ερέχθειο
σχημάτιζε κεκλιμένα κυματοειδή τρίγωνα,
κινούμενους σκαραβαίους. Σήμανε η κουκουβάγια,
δροσερή, ευτυχής, πάνω απ' τη θάλασσα. Οι κίονες,
ζώα λευκού αίματος, σάλευαν
μέσα στη στήλη. Συλλογισμένο πουλί
η κουκουβάγια, περιστρεφόμενος στοχασμός,
μιά μελωδική έλλειψη
με αρμονικό και τέλειο ράμφος. Ο ξεναγός έλεγε
από το κύμα του της σελήνης
ότι στο κέντρο του Παρθενώνα
η έκρηξη μιας τουρκικής πυριτιδαποθήκης
κατάστρεψε την αρμονία των όγκων,
έλεγε την κατάρρευση της Αθηνάς Παλλάδας,
τον ερχομό της Μαρίας
Παρθένε μήτηρ, κόρη του τέκνου σου,
πάνω στης κίτρινης κουκουβάγιας το ξύλινο κέρας.

Ελευσίνα

Κάποιος στρατηγός ύψωσε στην Ελευσίνα
έναν πύργο από τσιμέντο και μολύβι
με το ρολόι του τις νύχτες να σημαίνει
τις ώρες των μυστηρίων. Απ' την τροχιά της
η ώρα κάνει έναν πρόστυχο στρόβιλο, γκρίζο,
πάνω στην πέτρα που θρηνούσε
η επικήδεια σελίδα, η μονότονη
εμφάνιση των νεκρων. Ο μοναχικός στρατηλάτης
καταπατούσε την Ελευσίνα,
τα καλάθια λυγαριάς γεμάτα με εύρωστα
σύμβολα, γόνιμα απ' ανθρώπινα ουρλιαχτά,
θέτοντας το γρίφο στα μαύρα μαργαριτάρια,
πάνω στην αόρατη αψίδα του Άδη.
Εκεί ο Αισχύλος έλεγε στη σεληνιακή Εκάτη:
τι τώνδ' εύ, τι δ' άτερ κακών;

(Μετ. Eυριπίδης Γαραντούδης)

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΔΡΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ!

Η αποτυχία των Πεζόδρομων

άρθρο της Σώτης Τριανταφύλλου 
(αναδημοσίευση Athens Voice, 4/6/21014)


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακαδημία, Πανεπιστημίου, λάδι σε καμβά

Οι πολλοί» απορούν γιατί υπάρχει διαφωνία στο σχέδιο της πεζοδρόμησης της Πανεπιστημίου. Γράφει, εύστοχα, ο γνωστός αρχιτέκτονας Αριστείδης Ρωμανός: «Ποιος δεν θέλει να κάθεται σε σκιερά υπόστεγα, μέσα σε πράσινο, χωρίς κυκλοφορία αυτοκινήτων παρά μόνο ποδηλάτων και τραμ, να πίνει τον καφέ του θαυμάζοντας τη Νεοκλασική Τριλογία και χαζεύοντας τους λοιπούς αργόσχολους πολίτες-τουρίστες στα γειτονικά τραπέζια; Με τέτοιες εικόνες άλλωστε –σε 3-D– μας βομβαρδίζει επί τόσα έτη ο ειδησεογραφικός οργασμός των ΜΜΕ. Είναι σαν να ρωτάς σε δημοσκόπηση: Σας αρέσει η βολή και η καλοπέραση; Τι απαντήσεις φαντάζεται κανείς ότι θα λάβει;»

Aλλά η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου είναι επιβλαβής όχι μόνον επειδή βασίζεται στη φιλοσοφία του φραπέ, της πόλης-χουζούρι και ραχάτι· στην ουσία της κωμόπολης. Είναι επιβλαβής διότι αποτελεί ακριβώς αυτό που η αριστερά χαρακτήριζε «έργο βιτρίνας» πλην όμως εννοώντας τις απαραίτητες υποδομές ενός σύγχρονου κράτους (π.χ. αεροδρόμια). Να λοιπόν ένα πραγματικό έργο βιτρίνας το οποίο θα απορροφήσει πόρους που θα μπορούσαν να διοχευτευτούν σε πιο ουσιαστικά δημόσια έργα. Ποια είναι αυτά τα έργα: η ανάπλαση της ακτής της Αττικής είναι σίγουρα ένα από αυτά· η αναζωογόνηση της Σταδίου είναι ένα άλλο.

Όπως έγραφα σε προηγούμενο αρθρίδιο, στην πολεοδομία δεν πρέπει να πειράζουμε ό,τι λειτουργεί. Η Πανεπιστημίου λειτουργεί. Αν πεζοδρομηθεί, εκτός του ότι θα προκληθεί κυκλοφοριακή συμφόρηση, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μαραζώσει ή να εκπέσει θλιβερά από αισθητική άποψη. Δηλαδή, να γίνει δυσλειτουργική ως προς το λιανικό εμπόριο και να απαξιωθούν τα εμβληματικά της κτίρια – κρατική τράπεζα, Πανεπιστήμιο, Βιβλιοθήκη, Ακαδημία, Ανώτατο Δικαστήριο: ήδη, τα Προπύλαια έχουν εξευτελιστεί, εφόσον, περιέργως, χρησιμεύουν ως χώρος διαδηλώσεων ή και ως κατασκήνωση απεργών. Η πεζοδρόμηση, μολονότι κίνηση «εξωραϊσμού» –και ακριβώς γι’ αυτό– θα μετατρέψει την Πανεπιστημίου σε προέκταση της Ομόνοιας, της Βάθης και του Μουσείου όπου, όπως είπαμε, έγινε η πιο παράλογη και κατά συνέπεια αποτυχημένη πεζοδρόμηση η οποία κατέληξε το τοπικό μας Needle Park.

Η Αθήνα δεν έχει ανάγκη από περισσότερους χώρους με καφέ και μπαρ. Η Αθήνα έχει ανάγκη από εργασία και από τον δυναμισμό που επιφέρει –και προϋποθέτει– η εργασία. Αναμφισβήτητα, πρέπει να διαπλατύνουμε όσα πεζοδρόμια μπορούν να διαπλατυνθούν (δεν μπορούμε να τα διαπλατύνουμε όλα), να κάνουμε δενδροφυτεύσεις και να εφαρμόσουμε τους νόμους για τα περιβόητα τραπεζάκια και τη στάθμευση τροχοφόρων. Όσο για το «πράσινο» γενικώς και αορίστως πιστεύω ότι πρόκειται για έμμονη ιδέα: οι Αθηναίοι φλυαρούν και γκρινιάζουν για το πράσινο, αλλά, εν τέλει, το αποφεύγουν. Είτε διότι δεν είναι σωστά οργανωμένο, είτε διότι προτιμούν να κάθονται στα προαναφερθέντα τραπεζάκια που σπανίως βρίσκονται μέσα στο «πράσινο».

Οι Αθηναίοι δεν μπορούν να γνωρίζουν σε βάθος ούτε τους πολεοδομικούς κανόνες, ούτε τους πολεοδομικούς κινδύνους. Και, όπως συμβαίνει με πολλές πρόσφατες ιδέες και αποφάσεις οι οποίες έχουν προπαγανδιστεί με τρομερή ένταση (π.χ. το κτίσιμο του τζαμιού, ο γάμος μεταξύ ομοφυλοφίλων) θεωρούν τις πεζοδρομήσεις «ανθρώπινες» και οικολογικές. Αλλά οι πεζοδρομήσεις, ιδιαίτερα εκείνη της Πανεπιστημίου, είναι ακριβώς το αντίθετο: απάνθρωπες, ρυπαντικές και αντιοικονομικές – εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η οδός Μεσολογγίου, όπου, καθόλου τυχαία, σκοτώθηκε ο νεαρός Αλέξης Γρηγορόπουλος. Ακόμα και η πεζοδρομημένη Φωκίωνος Νέγρη που δεν θεωρείται πολεοδομική καταστροφή (αλλά είναι) κάθε άλλο παρά έχει «εξωραϊστεί»: ο συνδυασμός πεζοδρόμησης και ταξικής/φυλετικής έκπτωσης μετέτρεψαν μια ευχάριστη, αστική συνοικία (στην οποία μεγάλωσα) σε λαϊκή, δήθεν πολυφυλετική, όπου επικρατούν μεζεδοπωλεία, σουβλατζίδικα και πιτσαρίες χαμηλού γούστου. Τα παλιά, παραδοσιακά ζαχαροπλαστεία και τα ροκ κλαμπ έκλεισαν· στη θέση τους άνοιξαν ψησταριές· η γειτονιά μυρίζει κοψίδια. Όσο για την ασφάλεια των κατοίκων αποτελεί μακρά συζήτηση: το σίγουρο είναι ότι η πεζοδρόμηση δεν την ευνόησε.


Οι πεζοδρομήσεις, εκτός του ότι απειλούν την εμπορική δραστηριότητα, δεν αποτελούν λύσεις ούτε για τις προβληματικές περιοχές: η υποβάθμιση της Βάθης, της Αττικής, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Παντελεήμονα, της Βικτωρίας, της Αμερικής και της Κολιάτσου δεν ανατρέπεται με πεζοδρομήσεις, αλλά με την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και της ελεύθερης κυκλοφορίας πεζών και τροχοφόρων. Όπου υπάρχει πλήθος που κινείται και εργάζεται, υπάρχει ζωή και ασφάλεια.

Γράφει ο Κωστής Χατζημιχάλης, καθηγητής  της οικονομικής γεωγραφίας και περιφερειακής ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο: «Η Πανεπιστημίου είναι σχεδιασμένη από το 19ο αιώνα ως ένα βασικό βουλεβάρτο-λεωφόρος της πόλης, ένας βασικός αστικός συντελεστής με ιστορικά χαρακτηριστικά διαμπερούς διέλευσης. Η μετατροπή του σε πεζόδρομο ανατρέπει τις ιστορικές καταβολές της λειτουργίας και του συμβολισμού της ως λεωφόρου και θα αναπαράγει το λάθος του πρόσφατου σχεδιασμού της Ομόνοιας που, από κυκλοφοριακός κόμβος-αναφορά της πόλης, έχει μετατραπεί σε αμήχανη, σκοτεινή διέλευση πεζών. [...] Ο ιστορικός σχεδιασμός της λεωφόρου έχει συνοδευτεί από χρήσεις δημόσιων κτιρίων και τραπεζών στα 2/3 του μήκους, με ελάχιστη κατοικία και εμπορικές χρήσεις. Αυτό σημαίνει ότι μετά το μεσημέρι αυτός ο φαρδύς δρόμος θα είναι έρημος. Φυσικά, η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επέλαση τραπεζοκαθισμάτων. Αλλά αξίζει αυτή τη χρήση η πλέον λαμπρή λεωφόρος της πόλης; Τα κυκλοφορικά προβλήματα στους γειτονικούς δρόμους θα είναι πολύ σοβαρά, γιατί η κάθοδος από την Ακαδημίας θα μεταφέρει κινήσεις ανόδου και διεξόδου προς Λ. Βασιλίσσης Σοφίας σε άλλους μικρότερους δρόμους. Προβλήματα θα έχουν και τα δημόσια μέσα μεταφοράς (διελεύσεις και αφετηρίες) […]

Υπάρχουν όμως και γενικότερα, εξίσου σοβαρά θέματα, που εγείρουν οι προτάσεις του Υπουργείου. Η πρόταση για την πεζοδρόμηση και ορισμένες από τις άλλες ιδέες για το κέντρο που έχουν δει τα φώτα της δημοσιότητας, εντάσσονται σε μια συνολικότερη αλλαγή υποδείγματος στην πολεοδομική πρακτική αλλά και στις σπουδές των αρχιτεκτόνων. Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια υποβαθμίζεται σταθερά το κοινωνικό και μεταρρυθμιστικό περιεχόμενο της πολεοδομίας και υπερτονίζεται η αρχιτεκτονική και αισθητική διάσταση. Η έμφαση δίνεται στην “ωραιοποίηση” της πόλης, αφήνοντας εκτός προβληματισμού τα κοινωνικά και καθημερινά λειτουργικά προβλήματα. Αντί για σχέδια μακρόπνοης συλλογικής χρησιμότητας τα σχέδια σήμερα μοιάζουν περισσότερο με πρότζεκτ-σημαίες ευκαιρίας, που στοχεύουν στην αξιοποίηση των κοινών για χρήσεις λάιφ στάιλ».

Συμφωνώ, λοιπόν. Οι πόλεις δεν είναι μόνο τα κτίρια, τα οικοδομικά τετράγωνα και οι πλατείες· είναι ζωντανά χωρο-κοινωνικά συστήματα. Τα προβλήματά τους δεν λύνονται μόνο με αρχιτεκτονικές και κυκλοφοριακές παρεμβάσεις. Καλούμαστε να αποφασίσουμε, όπως έγραφα σε προηγούμενο αρθρίδιο, τι λογής πόλη θέλουμε· στην ουσία, τι λογής οικονομία και κοινωνία: κοινωνία αργόσχολων «flâneurs» ή εργαζομένων σε δυναμικό και πολύβουο αστικό κέντρο.

Υπάρχουν πολλά που μπορούν και πρέπει να γίνουν στη θέση των πεζοδρομήσεων: εκσυγχρονισμός του συγκοινωνιακού δικτύου, διαχείριση των σκουπιδιών, εφαρμογή των νόμων σχετικά με τα τραπεζοκαθίσματα, αποκαταστάσεις κτιρίων, αναπαλαιώσεις, ανακαινίσεις, ανάδειξη γλυπτών (όχι ηρωικών ανδριάντων και μακάβριων μνημείων), αφαίρεση διαφημιστικών επιγραφών, επισκευή πεζοδρομίων και οδοστρωμάτων· κυρίως, χρειάζεται ανάπτυξη, θέσεις εργασίας, όχι ράβε-ξήλωνε, όχι νοοτροπία επαρχιακού συλλόγου. Αν η Αθήνα έχει στόχο να γίνει μητροπολιτικός δήμος χρειάζεται φυσιογνωμία μητρόπολης, όχι «κάτι το ωραίον» για χασομέρηδες.

Διαβάστε επίσης:
Η αποτυχία των πεζόδρομων 1
Η αποτυχία των πεζόδρομων 2

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

βγήκε η λειψή σελήνη...

Και διάβηκε απ’ τ’ άστρα του Λέοντα
Να μας δείξει το ουράνιο μονοπάτι-
Της γαλήνιας Λήθης το μονοπάτι,
Βγήκε, ενάντια στο Λέοντα,
Να μας φέξει με τα λαμπρά της μάτια...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς, λάδι σε καμβά

Edgar Allan Poe
ULALUME

The skies they were ashen and sober;
The leaves they were crisped and sere -
The leaves they were withering and sere;
It was night in the lonesome October
Of my most immemorial year:
It was hard by the dim lake of Auber,
In the misty mid region of Weir -
It was down by the dank tarn of Auber,
In the ghoul-haunted woodland of Weir.

Here once, through and alley Titanic,
Of cypress, I roamed with my Soul -
Of cypress, with Psyche, my Soul.
These were days when my heart was volcanic
As the scoriac rivers that roll -
As the lavas that restlessly roll
Their sulphurous currents down Yaanek
In the ultimate climes of the pole -
That groan as they roll down Mount Yaanek
In the realms of the boreal pole.

Our talk had been serious and sober,
But our thoughts they were palsied and sere -
Our memories were treacherous and sere, -
For we knew not the month was October,
And we marked not the night of the year
(Ah, night of all nights in the year!) -
We noted not the dim lake of Auber
(Though once we had journeyed down here) -
Remembered not the dank tarn of Auber,
Nor the ghoul-haunted woodland of Weir.

And now, as the night was senescent
And star-dials pointed to morn -
As the star-dials hinted of morn -
At the end of our path a liquescent
And nebulous lustre was born,
Out of which a miraculous crescent
Arose with a duplicate horn -
Astarte's bediamonded crescent
Distinct with its duplicate horn.

And I said: "She is warmer than Dian;
She rolls through an ether of sighs -
She revels in a region of sighs:
She has seen that the tears are not dry on
These cheeks, where the worm never dies,
And has come past the stars of the Lion
To point us the path to the skies -
To the Lethean peace of the skies -
Come up, in despite of the Lion,
To shine on us with her bright eyes -
Come up through the lair of the Lion,
With love in her luminous eyes."

But Psyche, uplifting her finger,
Said: "Sadly this star I mistrust -
Her pallor I strangely mistrust:
Ah, hasten! -ah, let us not linger!
Ah, fly! -let us fly! -for we must."
In terror she spoke, letting sink her
Wings until they trailed in the dust -
In agony sobbed, letting sink her
Plumes till they trailed in the dust -
Till they sorrowfully trailed in the dust.

I replied: "This is nothing but dreaming:
Let us on by this tremulous light!
Let us bathe in this crystalline light!
Its Sybilic splendour is beaming
With Hope and in Beauty tonight! -
See! -it flickers up the sky through the night!
Ah, we safely may trust to its gleaming,
And be sure it will lead us aright -
We safely may trust to a gleaming,
That cannot but guide us aright,
Since it flickers up to Heaven through the night."

Thus I pacified Psyche and kissed her,
And tempted her out of her gloom -
And conquered her scruples and gloom;
And we passed to the end of the vista,
But were stopped by the door of a tomb -
By the door of a legended tomb;
And I said: "What is written, sweet sister,
On the door of this legended tomb?"
She replied: "Ulalume -Ulalume -
'Tis the vault of thy lost Ulalume!"

Then my heart it grew ashen and sober
As the leaves that were crisped and sere -
As the leaves that were withering and sere;
And I cried: "It was surely October
On this very night of last year
That I journeyed -I journeyed down here! -
That I brought a dread burden down here -
On this night of all nights in the year,
Ah, what demon hath tempted me here?
Well I know, now, this dim lake of Auber -
This misty mid region of Weir -
Well I know, now, this dank tarn of Auber,
This ghoul-haunted woodland of Weir."


Έντγκαρ Άλαν Πόε
ΟΥΛΑΛΟΥΜ

Σταχτί και σκυθρωπό το χρώμα τ’ ουρανού
Και τα φύλλα ήταν τριμμένα και ξερά-
Ναι, τα φύλλα ήταν μαραμένα και ξερά.
Ήταν νύχτα θλιβερού Οχτώβρη
Στης μνήμης μου την ανεξίτηλη χρονιά.
Ήταν  δύσκολα στη μουντή λίμνη του Όβρη
Στην ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ-
Μες στη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη,
Στα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.

Εδώ κάποτε σε δρόμο με γιγάντια κυπαρίσσια,
Περιπλανήθηκα συντροφιά με την Ψυχή μου
Μες τα κυπαρίσσια  οδήγησα την Αδερφή Ψυχή μου.
Κι ήταν μέρες που η καρδιά μου είχε λαύρα
Σαν τα γεμάτα τέφρα ποτάμια που κυλούν-
Σαν τις λάβες που αδιάκοπα κυλούν
Ρέματα από θειάφι απ’ το Γιάανεκ ρέουν-
Στα έσχατα κλίματα του πόλου-
Που βογκούν κι απ’ το όρος Γιάανεκ ρέουν
Στα βασίλεια του Βόρειου Πόλου.

O λόγος μας στοχαστικός και μετρημένος
Άλλ’ οι σκέψεις μας ήταν αναιμικές, ξερές-
Οι θύμησές μας ήταν ύπουλες, ξερές-
Γιατί δε νιώθαμε πως ήταν Οχτώβρης,
Και δεν προσέξαμε τη νύχτα της χρονιάς-
(αχ εκείνη απ’ όλες τις νύχτες της χρονιάς!)
Και δεν είδαμε τη μουντή λίμνη του Όβρη
(αν και κάποτε διαβήκαμ’ από δω),
Κι ούτε νιώσαμε τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη,
Κι ούτε τα βρικολακιασμένα δάση του Γουήαρ.

Και τώρα, καθώς η νύχτα έφτανε στο γέρμα
Και τ’ αστρικά ρολόγια δείχνανε πρωί-
Τ’ αστρικά ρολόγια προϊδέαζαν πρωί-
Και στου διάβα μας φάνηκε το τέρμα
Μια νεφελώδης και αχνή μαρμαρυγή
Απ’ όπου της Αστάρτης βγήκε η λειψή σελήνη
Δικέρατη, διαμαντοστόλιστη πριν τη χαραυγή
Ξεχωριστή, δικέρατη σελήνη.

Και είπα- «Απ’ την Άρτεμη αυτή είναι πιο θερμή:
Πετάει μέσα σ’ αιθέρα αναστεναγμών-
Ξεφαντώνει σε βασίλεια αναστεναγμών:
Είδε τα δάκρυα που δε στέγνωσαν ακόμη
Στις παρειές αυτές που το σκουλήκι ζει ακόμη
Και διάβηκε απ’ τ’ άστρα του Λέοντα
Να μας δείξει το ουράνιο μονοπάτι-
Της γαλήνιας Λήθης το μονοπάτι,
Βγήκε, ενάντια στο Λέοντα,
Να μας φέξει με τα λαμπρά της μάτια-
Πέρασε μες απ’ το άντρο του Λέοντα
Με αγάπη στα φωτεινά της μάτια.»

Αλλά η Ψυχή το δάχτυλό της ύψωσε
Κι είπε- «το άστρο αυτό το δυσπιστώ-
Την ασυνήθιστη  ωχρότητά του τη φοβούμαι:-
Αχ, σπεύσε! Να μη μείνουμε άλλο εδώ
Να φύγουμε! να πάμε! Μη χρονοτριβούμε!»
Με τρόμο μίλησε και άφησε να πέσουν
Τα φτερά της και να συρθούν μέσα στη σκόνη-
Αγωνιούσε κι έκλαιγε αφήνοντας να πέσουν
Τα βαμβακένια της φτερά μέσα σκόνη-
Και θλιβερά να σέρνονται μέσα στη σκόνη.

Και της απάντησα εγώ-«όνειρο είναι απλά:
Ας συνεχίσουμε με το τρεμουλιαστό τούτο φως!
Ας μας λούσει το κρυστάλλινο τούτο φως!
Η σιβυλλική του αίγλη μας φέγγει λαμπρά
Μ’ Ομορφιά κι Ελπίδα απόψε:-
Δες πώς τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε!
Αχ, ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
Και με σιγουριά θα μας πάει σωστά-
Ασφαλώς να εμπιστευτούμε αυτή τη λάμψη,
Και με σιγουριά θα μας πάει σωστά,
Αφού τρεμοπαίζει στο στερέωμα απόψε.»

Έτσι κανάκεψα την Ψυχή και τη φίλησα,
Και την έβγαλα απ’ την κακοκεφιά της-
Νικώντας τις φοβίες της και την κακοκεφιά της,
Και στου ορίζοντα φτάσαμε το τέρμα,
Αλλά σταματήσαμε στη θύρα ενός τύμβου-
Στην θύρα ενός ενεπίγραφου τύμβου.
Κι είπα- «Τι γράφει εδώ, γλυκιά αδελφούλα
Στην θύρα αυτού του ενεπίγραφου τύμβου;»
Απαντώντας μου είπε-«Ουλαλούμ – Ουλαλούμ-
Είν’ ο τάφος της χαμένης σου Ουλαλούμ!»

Πελιδνή και μαύρη έγινε τότε η καρδιά μου
Σαν τα φύλλα τα τριμμένα και ξερά-
Σαν τα φύλλα τα μαραμένα και ξερά.
Κι ανέκραξα-«Ήταν όντως νύχτα του Οχτώβρη
Σαν τη νύχτ’ αυτή την περσινή  χρονιά.
Που πορεύτηκα εδώ κάτω – διάβηκα δω κάτω-
Που φορτίο τρομερό έφερα εδώ κάτω-
Τούτη τη νύχτα απ’ όλες της χρονιάς,
Ποιος δαίμονας μ’ έφερ’ εδώ φονιάς;
Πολύ καλά γνωρίζω τώρα τη μουντή λίμνη του Όβρη
Την ομίχλη του μεσόκαμπου Γουήαρ-
Πολύ καλά γνωρίζω τη μούχλα της πικρόλιμνης του Όβρη,
Και τα βρικολακιασμένα τούτα δάση του Γουήαρ.

(Mετ. Βασίλης Κ. Μηλίτσης)

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Ο κόσμος ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας...

Αρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά


Γιώργος Σεφέρης
Ημερολόγιο καταστρώματος, Γ΄    

Ευριπίδης, Αθηναίος

Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια·
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ο καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

Έγκωμη

Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θα ’χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα 
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.

Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.

Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.
Τα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,
χορός ακίνητος.

Κι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.
Και ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.
Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν· μια ανάληψη.

Ο κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Αρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2014

κανείς δεν σε προσμένει...

του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά

Μάρκος Μέσκος

Ποιητής

Τελείωνε το ποίημα όταν πλησίασα.
(Ήταν αθάνατος ή όχι;)
Του μιλούσα κι αυτός έβλεπε πώς πίνουν νερό τα πουλιά
του μιλούσα κι αυτός έπαιρνε τη σάλπιγγα
             να τραγουδήσει νεκρούς...
Του 'δειχνα τ' άσπρα μου μαλλιά μ' αυτός δε φοβόταν
             τον θάνατο,
του 'λεγα να 'ρθεί μαζί μου να γελάσει
να χορέψει ή να κλάψει κάτω απ' τη θλιμμένη βροχή
μ' αυτός βρήκε βάναυσα τα λόγια μου
κι έφυγε κρύβοντας την παρουσία του στο πλήθος
όπως το λαβωμένο ζώο στο δάσος.

Ενδοχώρα

Γκρίζο πρωινό σκελετωμένα δέντρα ορίζοντες τυφλοί•
για ‘κει που πας κανείς δεν σε προσμένει• φώτα χλωμά
ο πεινασμένος κι άλαλος κοκκινολαίμης μόνο
βουβός ο δρόμος κρύο πολύ
πάχνη στο αναποδογυρισμένο χώμα•
–άξιος είμαι πάρε με!

Σήματα

Πεινασμένος ο λόγος που καρτερεί σιωπηλά
λέξεις που σημαίνουν λέξεις που δεν σπιθοβολούν
λέξεις που εγείρονται να μιλήσουν πάλι βιαστικά
μην τάχα δεν προλάβουν…

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Τυχαίος σκοπός...

Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Kαι περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και την νύχτα
Kαι τις χρυσαφένιες σοδειές...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Υμηττός, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Φερνάντο Πεσόα
Ωδές και ποιήματα

Nα θέλεις λίγα: θα τα έχεις όλα.
Tίποτε να μη θέλεις: θα είσαι ελεύθερος.
O ίδιος ο έρωτας που νιώθουν
Για μας, μας απαιτεί, μας καταπιέζει.
Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ακέραιος: Tίποτε
Δικό σου να μην υπερβάλλεις ή να μη διαγράφεις.
Nα είσαι όλα σε κάθε πράγμα. Nα βάζεις όσα είσαι
Kαι στο ελάχιστο που κάνεις.
Eτσι σε κάθε λίμνη ολόκληρη η σελήνη
Λάμπει, γιατί ζει ψηλά.

Aναρίθμητοι ζουν μέσα μας,
Aν σκέφτομαι ή αν νιώθω, αγνοώ
Ποιος μέσα μου σκέφτεται ή νιώθει.
Eίμαι μονάχα ο τόπος
Oπου νιώθουν ή σκέφτονται.
Eχω περισσότερες από μια ψυχές.
Yπάρχουν περισσότερα εγώ απ' το ίδιο το εγώ μου.
Yπάρχω ωστόσο
Aδιάφορος για όλους,
Tους κάνω να σιωπούν: εγώ μιλάω.

Oι διασταυρωμένες παρορμήσεις
Oσων νιώθω ή δεν νιώθω
Πολεμούν μες σ' αυτόν που είμαι.
Tις αγνοώ. Tίποτε δεν υπαγορεύουν
Σ' αυτόν που γνωρίζω ότι είμαι: εγώ γράφω.

O θεός Παν δεν πέθανε,
Σε κάθε κάμπο που δείχνει
Στα χαμόγελα του Aπόλλωνα
Tα γυμνά στήθη της Δήμητρας -
Aργά ή γρήγορα θα δείτε
Nα εμφανίζεται εκεί
O θεός Παν, ο αθάνατος.
Oχι δε σκότωσε άλλους θεούς
O θλιμμένος χριστιανός θεός.
O Xριστός είναι ένας ακόμη θεός,
Ίσως ένας που έλειπε.
O Παν συνεχίζει να δίνει
Tους ήχους απ' τον αυλό του
Στ' αυτιά της Δήμητρας
Που καμαρώνει στους κάμπους.

Oι θεοί είναι οι ίδιοι,
Πάντοτε λαμπεροί και γαλήνιοι,
Γεμάτοι από αιωνιότητα
Kαι περιφρόνηση για μας,
Φέρνοντας τη μέρα και την νύχτα
Kαι τις χρυσαφένιες σοδειές
Oχι για να μας δώσουν
Tη μέρα και την νύχτα και το στάρι
Mα για άλλον και θείο
Tυχαίο σκοπό.


Μετ. Ανδρέας Παγουλάτος

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

ήταν η ώρα στοχαστική...

Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ’ όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος... 

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Σε γκρίζο φόντο, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Μ. Καραγάτσης
Το χαμένο νησί
(απόσπασμα)

...Και δεν ξέρω πως, - ήταν η ώρα στοχαστική, κ’ η μοναξιά, κ’ ο τόπος, - έφυγε κ’ η ψυχή μου, πισωδρόμησε στα υγρά και στεγνά μονοπάτια της περασμένης μου ζωής, γύμνωσε τον εαυτό μου, και τον έκρινε και στοχάστηκε.
Τριανταοχτώ χρονών. Πέρασαν τα νιάτα με τα όνειρα, κυλάει ο χρόνος που φέρνει το μεστωμένο άντρα στο κατόφλι του χινοπώρου. Τα γερατιά; Είναι ακόμα μακριά. Μα που είναι και τα νιάτα; Τι απομένει από την φλόγα της ψυχής, αυτή που φώτιζε τη ζωή με αντιφεγγίσματα πορφυρά; Τι κέρδισα, τι έχασα στο μεγάλο τριανταοχτάχρονο παζάρι της ζωής μου;
Και τότε είδα, και τότε ένιοσα - καθώς ο ήλιος του απομεσήμερου έγυρε κουρασμένος στο δρόμο της νυχτός - πως κύλησαν ανόητα τα χρόνια τα τριανταοχτώ, πως σπαταλήθηκαν δίχως λογισμό και κρίση, δίχως στοχασμό και πείρα, δίχως ηδονή και πίκρα, σε μια τελμάτωση ζωής καθημερινής, καθεωρινής, κουρντισμένης ωσάν ρολόϊ μ΄ ελατήρια που δεν λένε να σπάσουν ποτέ. Σπατάλησα τα κερδητά μου δίχως να τα χαρώ. Κ’ ήταν ζημιές τα κέρδη, κέρδη οι ζημιές, που ισοσκέλιζαν απελπιστικά όλα τα φύλα του μεγάλου βιβλίου... Καμιά μεταφορά εις νέον. Καμιά ανωμαλία στους λογαριασμούς. Κατάντησε μαγαζάκι η επιχείρηση, που πούλαγε αφιόνι με δράμι σ’ όσους ήθελαν να αποχτηνωθούν, όπως εγώ, όπως ο κόσμος όλος...

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2014

Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση...

Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκουριάσαν
Τα δάχτυλα λιγοστέψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο λιμάνι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Κλείτος Κύρου

Αναζήτηση

Απόψε βασανίστηκαν και πάλι οι αρχαίες μνήμες
απόψε εξαντλήθηκαν οι τελευταίες αναμονές
η νύχτα καταθλιπτικά γέρνει απάνω στις ψυχές μας
κι εμείς του κάκου ψάχνουμε μιαν ήλιου αναλαμπή
μονάχοι ολομόναχοι στα ρίγη του χειμώνα
ζητήσαμε λίγη ζεστασιά σε σκορπισμένες στάχτες
χάσαμε καθρεφτίσματα σε λαμπερά φευγάτα μάτια
ψάχνουμε είδωλα νεκρά σε λίμνες πόχουν στερέψει
όλα μας άφησαν γοργά: τα πεύκα οι αμμουδιές
τ' ανέμου τα σφυρίγματα τα χάδια οι επάλξεις...
Κι όμως το ξέρουμε καλά προτού να ξημερώσει:
Θα ξαναγεννηθούν οι αναμονές οι ελπίδες θα πληθαίνουν.

Εισβολή

Οι στρατιώτες φεύγαν σκυφτοί με σπασμένες τριάδες
Από τα δυτικά προάστια της χώρας
Γυναίκες με μπόγους στους ώμους
Αστοί φορτωμένοι χρυσάφι και τρόμο
Τα βαπόρια σφυρίζαν με απόγνωση
Οι επιβάτες συνωθούνταν χλομοί και αμφίβολοι
Το λιμάνι καιγόταν σσν δέντρο Χριστουγέννων
Αλλόφρονες δρόμοι
Ανοχύρωτη πόλη ψιθύριζαν κηρύχτηκε ανοχύρωτη
Το βράδυ φύσηξε μια ορφανή πειθαρχία
Συναχτήκαμε σε σπίτια συγγενικά
Κι ακούγαμε τις ανατινάξεις να κλυδωνίζουν
Τα ξάρτια της νύχτας
Πλαγιάσαμε κατόπι σ’ ένα πέτρινο μεταίχμιο
Πληγώσαμε τη σκέψη
Κάναμε υποθέσεις
Μπροστά σ’ ένα γρίφο με αυστηρή θωριά
Αλήθεια πώς θα ξημερωνόμασταν
Κανένας δε φαντάστηκε
Κανένας δε μάντεψε
Κανένας
Η μέρα πουλήθηκε το άλλο πρωί στις οχτώ
Μα δε φρόντισε κανείς να παραχώσει λίγον ήλιον στο χώμα
Το γέλιο στέγνωσε
Τ’ αστέρια σκουριάσαν
Τα δάχτυλα λιγοστέψαν
Στην καρδιά μας απλώθηκε ένας κάκτος
Νιώθαμε μόνοι τόσο μόνοι
Λες και μας αρνήθηκε μια γυναίκα
Μια γυναίκα πικρή
Μια γυναίκα ακατάληπτη
Μια γυναίκα που χαμογελούσε
Κι όμως ψιθύριζε ανελέητα
Το όχι.

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

18 Ιουνίου, παρουσίαση του νέου βιβλίου του Σ. Κουτρούλη
























Οι Εναλλακτικές Εκδόσεις παρουσιάζουν την Τετάρτη 18 Ιουνίου στις 19.30 το βιβλίο "Το ξερίζωμα του ανθρώπου, η κρίση της νεωτερικότητας, οι ιδεολογίες και οι στοχαστές" του Σπύρου Κουτρούλη.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Σωτήρης Γουνελάς, συγγραφέας, Μελέτης Μελετόπουλος,δρ.ιστορικός-κοινωνιολόγος, Ρεϋμόνδος Πετρίδης, δρ Φιλοσοφίας και ο συγγραφέας του βιβλίου. Συντονίζει ο Γιώργος Καραμπελιάς.

Η παρουσίαση θα πραγματοποιηθεί στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού του Άρδην, Ξενοφώντος 4, πλ. Συντάγματος.

Σάββατο 7 Ιουνίου 2014

Το Σούρουπο πάνω στη Μέρα γέρνει...

Τρέμουμε όλοι τη Σιωπή
Για μια Φωνή Λύτρα θα δώσεις–
Μα Άπειρο είναι η Σιωπή
Κι Αυτό δεν έχει μία όψη...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Δύση στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά

Έμιλυ Ντίκινσον
Είμαι ο Κανένας!

Είμαι ο Κανένας! Εσύ είσαι ποιός;
Είσαι—κι εσύ—Κανένας;
Τότε μαζί ζευγάρι να κάνουμε!
Και μη μιλάς! μήπως μας εξορίσουν—ξέρεις!

Τί βαρετό

Τί βαρετό—να ‘ σαι—ο Κάποιος!
Πόσο δημόσιο—ένα βατραχάκι ας πούμε κάπως—
Που τ’ όνομά του—έναν Ιούνη ατέλειωτο—κοάζει—
Σ’ έναν Λασπότοπο που το θαυμάζει!

Ίσως να ζήτησα τ’ απέραντα—
Από ουρανούς όχι πιο λίγα—παίρνω—
Γιατί, στην Πόλη που γεννήθηκα
Πυκνώνουνε σαν Μούρα, οι Γαίες—

Το Καλάθι μου έχει μέσα—μόνο—το Άπειρο—
Που ελεύθερα—στο μπράτσο μου—αιωρείται,
Αλλά μικρότερα δεμάτια—Συνωθούνται.

Η Πεταλούδα σίγουρα

Η Πεταλούδα σίγουρα
Σε Σκόνη τιμημένη θα ξαπλώσει
Αλλά κανείς να πειθαρχήσει τόσο δεν θ’ αναγκασθεί
Όσο η Μύγα όταν διαβεί την Κατακόμβη—

Όπως βλέφαρο

Όπως βλέφαρο πρόθυμο σε κουρασμένο μάτι
Το Σούρουπο πάνω στη Μέρα γέρνει
Ώσπου απ’ ολόκληρο της φύσης μας το Σπίτι
Μόνο ο Εξώστης μένει

Καλοκαίρι για σένα

Καλοκαίρι για σένα, εγώ να είμαι
Όταν οι μέρες του Καλοκαιριού περάσουν!
Και μουσική σου ακόμα, όταν η Οριόλη
Και το  Νυχτοχελίδονο—σωπάσουν!

Για ν’ ανθοφορώ για σε

Για ν’ ανθοφορώ για σε, τον τάφο θα τον δρασκελίσω
Και τους ανθούς μου πάνω σου θε να σκορπίσω!
Παρακαλώ σε δρέψε με—
                           Ανεμώνη—
Λουλούδι σου—για πάντα κι  απ’ το πάντα πιο!

(Μετ. Έλλη Συναδινού)


Μήτε τη θάλασσα είδα

Μήτε τη θάλασσα είδα
μήτε έρημο ποτέ μου.
Μα ξέρω τι είν΄ το κύμα,
το βουητό του ανέμου.

Με το Θεό στα ουράνια
δεν έχω κουβεντιάσει,
όμως το μέρος ξέρω
χάρτη ως να χα διαβάσει.

Καθόλου δεν είν΄ εύκολο
τη μοίρα να υποτάξεις.
Δεν είν΄ η νίκη χάρισμα,
πρέπει να την αδράξεις

με κόπο, ώρα την ώρα.
Κι έτσι έκπληκτη η ψυχή σου
θα ζήσει, ώσπου το δρόμο
να βρει του Παραδείσου.

Είναι η ελπίδα ένα πουλί

Είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην ψυχή έχω κλείσει
και δίχως λόγια τραγουδά
χωρίς να σταματήσει.

Άσπλαχνη θα ‘ν’ η θύελλα
που πάει να το σκοτώσει,
αυτό που βρίσκουν ζεστασιά
στο φτέρωμά του τόσοι.

Το άκουσα μες στην παγωνιά,
στου πέλαγου τη δίνη,
μα δε μου ζήτησε ποτέ
ψίχουλο ελεημοσύνη.

Είμαι η καμία!

Είμαι η καμία! Ποιος είσαι εσύ;
Είσαι κι εσύ κανείς;
Τότε οι δυο ταιριάξαμε.
Πουθενά μην το πεις.

Τι φριχτό να σαι κάποιος!
Σαν βάτραχος που κροάζει
τ΄ ονομά του στον όχλο
να λες, που σε θαυμάζει!

Τη μέλισσα δε νοιάζει

Τη μέλισσα δε νοιάζει
η γενεαλογία.
Γι΄ αυτήν το απλό τριφύλλι
είναι αριστοκρατία.

(μετ. Γ.Νίκας)

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Κυκλών και καταιγίς...

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά

Νίκος Καββαδίας
Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν - Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με...Κάποτες όπου 'χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με...Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε...ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε...ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέφτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που δε θα τα φορέσει...

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Άρης Μπερλής: Για τον Τ. Σ. Έλιοτ...

Ο Τόμας Στερνς Έλιοτ
Αναδρομές σε μέρες κρίσης
Από τον ΑΡΗ ΜΠΕΡΛΗ

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Βιβλίο & κίτρινα τριαντάφυλλα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)

Ένα εξαιρετικό, επίκαιρο κείμενο του σπουδαίου μεταφραστή και δοκιμιογράφου Άρη Μπερλή για τον Τ.Σ. Έλιοτ 
(αναδήμοσίευση από LEXILOGIA):

1.
Από την εποχή που ο Έλιοτ έγραφε τα πρώτα του νεωτερικά ποιήματα, γύρω στο 1915, απέχουμε σήμερα σχεδόν εκατό χρόνια, όσο δηλαδή απείχε ο Έλιοτ από την εποχή που έγραφαν οι μεγάλοι ρομαντικοί ποιητές, ο Βύρωνας, ο Σέλλεϋ, ο Κητς. Συνεπώς, ο Έλιοτ ήταν πολύ πιο κοντά στον ρομαντισμό απ’ όσο είμαστε εμείς, ήταν τόσο κοντά όσο κοντά είμαστε εμείς στην ποίηση του Έλιοτ και στον μοντερνισμό. Λέω κοντά κι όχι μακριά διότι περιέργως νιώθουμε ότι ο μοντερνισμός είναι κοντινός μας, μας εκφράζει, κι ας έχουν περάσει εκατό χρόνια από τότε που εμφανίστηκε. Μακριά μας είναι μόνο ο ρομαντισμός, που απέχει δύο αιώνες και μας φαίνεται ξεπερασμένος ως ευαισθησία και γλώσσα. Ο Έλιοτ και η γενιά του ήταν κοντά στον ρομαντισμό, σε ένα ποιητικό ιδίωμα που καλλιεργήθηκε σε όλον τον δέκατο ένατο αιώνα από τρεις τουλάχιστον γενιές ποιητών –την πρώτη (με κορυφαίους τον Γουέρντσγουερθ και τον Κόουλριτζ), τη δεύτερη (Βύρωνας, Σέλλεϋ, Κητς) και την τρίτη (Τένυσον και Ρόμπερτ Μπράουνιν). Υπάρχει και τέταρτη στα τέλη του 19ου αιώνα (Σουίνμπερν, Ουάιλντ κ.ά.). Αυτό το βάρος της ρομαντικής παράδοσης ο Έλιοτ και οι ομότεχνοί του θέλησαν να αποτινάξουν –και το πέτυχαν. Οι νεωτερισμοί που εισήγαγαν ήταν κοσμογονικοί στην ιστορία της λογοτεχνίας, οι επιπτώσεις ήταν ανάλογες με αυτές του ρομαντισμού όταν, στις αρχές του 19ου αιώνα, αποτίναξε το βάρος του κλασικισμού. Θα περίμενε λοιπόν κανείς ότι με το γύρισμα του 21ου αιώνα θα ξεσπούσε ένα νέο κίνημα, ανάλογο του ρομαντισμού και του μοντερνισμού. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και δεν φαίνεται πιθανό να συμβεί στο ορατό μέλλον. Μπορεί, καθώς είπα, διότι ο μοντερνισμός μάς εκφράζει ακόμη, μας κάνει. Ή πιθανόν διότι οι καλλιτεχνικές μορφές όπως τις γνωρίζουμε κάποτε εξαντλούνται, τελειώνουν. Η ποίηση είναι μια αρχαία τέχνη. Μπορεί να έφτασε στα όρια της, στο μη περαιτέρω, υποχρεωμένη πια να επαναλαμβάνει μορφές του παρελθόντος, να μιμείται τον εαυτό της. Ίσως στο μέλλον να προκύψουν άλλα μέσα καλλιτεχνικής δημιουργίας, άγνωστα προς το παρόν. Αλλά ας γυρίσω στον Έλιοτ.

2.
Ο Τ. Σ. Έλιοτ είναι από τους μεγαλύτερους ποιητές του εικοστού αιώνα, ίσως ο μεγαλύτερος στον αγγλόφωνο κόσμο –ας είμαστε όμως επιφυλακτικοί, την πρώτη θέση την διεκδικεί επίσης ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Είναι ακόμη ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς της ποίησης και της λογοτεχνίας, και ευρύτερα της κουλτούρας. Έγραψε και θεατρικά έργα, τα οποία ήσαν εφαρμογές στην πράξη μιας άποψης που είχε για το θέατρο –ο Έλιοτ είχε άποψη για τα πάντα–, αλλά τα ποιητικά του δράματα δεν είχαν επιτυχία.

Ο Έλιοτ γεννήθηκε στο Σαιν Λιούις του Μιζούρι το 1888. Στην ίδια δεκαετία γεννήθηκαν και οι τρεις άλλοι μεγάλοι μοντερνιστές, η Βιρτζίνια Γουλφ το 1882, ο Τζέημς Τζόυς τον ίδιο χρόνο, ο Έζρα Πάουντ το 1885. Ήσαν όλοι νέοι όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η φρικαλεότητα εκείνου του πολέμου είχε βαθύ αντίκτυπο στην ευαισθησία τους, στη συνείδησή τους, στη σκέψη τους, και κατά συνέπεια στο έργο τους. Ο Έλιοτ σπούδασε στο Χάρβαρντ φιλοσοφία. Άρχισε να γράφει ποιήματα που δημοσιεύονταν στο περιοδικό του πανεπιστημίου. Θα παραθέσω ένα από αυτά τα πρωτόλεια σε δική μου μετάφραση. Όσοι γνωρίζουν την ποίηση του Έλιοτ, θα διακρίνουν κάποια προεικάσματα, κάποια πρόδρομα στοιχεία της ώριμης ποίησής του, όπως η απωθημένη σεξουαλικότητα και η θρησκευτικότητα.

Το ποίημα λέγεται «Ο θάνατος του Αγίου Νάρκισσου»:

Κάποτε περπάτησε ανάμεσα στη
θάλασσα και τα ψηλά βράχια
Κι ο αέρας τον έκανε να νιώθει τα πόδια του
καθώς προσπερνούσαν μαλακά το ένα το άλλο
Και να νιώθει τα μπράτσα του
σταυρωμένα στο στήθος.
Όταν περπατούσε στα λιβάδια
Πνιγόταν και γαλήνευε απ’ τον ίδιο του τον ρυθμό.
Στην όχθη του ποταμού
Τα μάτια του ένιωθαν τις μυτερές
γωνιές των ματιών του
Και τα χέρια του ένιωθαν τις μυτερές
άκρες των δακτύλων του.
Τσακισμένος από αυτή τη γνώση
Δεν μπορούσε να ζει πια με τους
τρόπους των ανθρώπων
κι έγινε χορευτής χάριν του Θεού.
Όταν περπατούσε στους δρόμους της πόλης
Ήταν σαν να πατάει πάνω σε
πρόσωπα, μηρούς και γόνατα που σπάραζαν.
Κι έτσι έφτασε κάτω από το βράχο.
Στην αρχή ήταν βέβαιος πως κάποτε ήταν δέντρο
Μπλέκοντας τα κλαδιά το ένα με το άλλο
Και μπερδεύοντας τις ρίζες τη μια με την άλλη.
Έπειτα ήξερε πως κάποτε ήταν ψάρι
Με γλιστερή λευκή κοιλιά σφιγμένη
ανάμεσα στα δάχτυλά του,
σπαρταρώντας στη λαβή του, η αρχαία του ομορφιά
παγιδευμένη στις ροδαλές άκρες της
νέας του ομορφιάς.
Έπειτα ήταν κορίτσι
Παγιδευμένο στο δάσος από έναν
μεθυσμένο γέρο
Γνωρίζοντας τελικά τη γεύση της
λευκότητάς του,
τον τρόμο της απαλότητάς του. Και
αισθάνθηκε μεθυσμένος και γέρος.
Και έτσι έγινε χορευτής του Θεού,
Γιατί η σάρκα του ερωτεύτηκε τα
φλογερά βέλη.
Χόρεψε πάνω στην καυτή άμμο
Μέχρι να φτάσουν τα βέλη.
Καθώς τα αγκάλιαζε το λευκό του
δέρμα παραδόθηκε στην ερυθρότητα
του αίματος, και αυτό τον
ευχαρίστησε.
Τώρα είναι πράσινος, στεγνός και
λεκιασμένος
Με τη σκιά στο στόμα.

3.
Υπάρχουν τρεις σταθμοί στην ποίηση του Έλιοτ –ο Προύφροκ, η Έρημη χώρα, τα Κουαρτέτα.
Ο Έλιοτ, καθώς είπαμε, κάνει την πρώτη σοβαρή εμφάνισή του στην ποίηση το 1915 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Το Ερωτικό τραγούδι του Τζ. Άλφρεντ Προύφροκ» στο πρωτοποριακό αμερικανικό περιοδικό Poetry. To ποίημα είναι ένας δραματικός μονόλογος ενός άντρα αβέβαιης ηλικίας –μπορεί να είναι μεσήλικας, αλλά μπορεί να είναι και τριαντάρης. Το ποίημα διαδραματίζεται σε ένα σαλόνι αλλά υπάρχουν αναφορές στους δρόμους μιας μεγαλούπολης, που μπορεί να είναι το Λονδίνο, το Παρίσι ή το Βερολίνο, αν και η παρουσία της ομίχλης δείχνει μάλλον Λονδίνο. Ο Προύφροκ είναι προσωπείο του Έλιοτ -ένας άνθρωπος αδύναμος και άτολμος, που έχει πρόβλημα με τις γυναίκες, φοβάται τα γηρατειά, φοβάται ότι έχει ήδη γεράσει, φοβάται την προϊούσα φθορά, φοβάται τη σκιά του. Θέλει να πει κάτι σημαντικό ή να κάνει μια «καίρια» ερώτηση, αλλά τελικά δεν τολμά. Στο τέλος ομολογεί ότι άκουσε τις γοργόνες να τραγουδούν αλλά δεν τραγουδούσαν για αυτόν.

Ο Προύφροκ είναι ένα πολύ καλό ποίημα και το 1917, όταν κυκλοφόρησε η συλλογή του Έλιοτ Prufrock and Other Observations, έκανε μεγάλη εντύπωση. Ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο γνωστός μυθιστοριογράφος και φίλος του Καβάφη, έγραψε ότι στη γενιά του άρεσε ο Προύφροκ, όχι απλώς γιατί ήταν ένα ποίημα διαφορετικό από ό,τι ήξεραν ως τότε αλλά και διότι ο ήρωάς του τους ήταν οικείος, ήταν «ένας από μας». Γεγονός είναι ότι το ποίημα αποτελεί πράγματι μεγάλη ανατροπή στα ποιητικά πράγματα εκείνης της εποχής. Μπορούμε να πούμε ότι η ανατροπή αυτή παίζεται στους δύο πρώτους στίχους:

Let us go then you and I when the evening is spread out against the sky
Like a patient etherized upon the table.

Ο πρώτος στίχος είναι 19ος αιώνας:
Ας πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ όταν το βράδυ απλώνεται στον ουρανό-

Ο δεύτερος στίχος είναι νεωτερική ποίηση του 20ού αιώνα. Η τολμηρή μεταφορά το δειλινό είναι σαν ναρκωμένος άρρωστος στο χειρουργικό τραπέζι δεν θα μπορούσε να γραφεί τον 19ο αιώνα: με τους δύο πρώτους στίχους του Προύφροκ περνάμε από τον ρομαντισμό στον μοντερνισμό. Ο Προύφροκ είναι δύσκολο ποίημα, αν περιμένει κανείς ομαλή πορεία και ανάπτυξη των νοημάτων και των εικόνων. Η δυσκολία του έγκειται στον αποσπασματικό χαρακτήρα του, στο γεγονός ότι είναι μια «στοίβα σπασμένες εικόνες» (“a heap of broken images”), όπως λέει ο Έλιοτ στην Έρημη χώρα, ή μια σειρά φωτογραφιών, που εμείς πρέπει να τις συναρμόσουμε, να σχηματίσουμε την αλληλουχία, να βρούμε τη συνοχή. Αλλά πέρα από την έλλειψη ομαλής συνοχής των εικόνων, υπάρχει κάτι άλλο στον Προύφροκ, που μας αποζημιώνει: η εξαιρετική μουσικότητα των στίχων, η αίσθηση μιας έξοχης γλώσσας που αξίζει να την αποκρυπτογραφήσουμε.

4.
Το επόμενο ποιητικό έργο του Έλιοτ είναι η περιλάλητη Έρημη χώρα, το πιο εμβληματικό ποιητικό κείμενο του 20ού αιώνα, το διασημότερο ποίημα των νεότερων χρόνων. Εδώ μια παρένθεση. Γράφω Έρημη χώρα διότι έτσι έχει καθιερωθεί να λέγεται στα ελληνικά η Waste Land του Τ. S. Eliot, διότι έτσι μετέφρασε τον τίτλο ο Γιώργος Σεφέρης. Ο Τάκης Παπατσώνης, που μετέφρασε πρώτος το έργο, το τιτλοφόρησε Ο ερημότοπος, ενώ ο Κλείτος Κύρου το έκανε Η ρημαγμένη γη. Όλες αυτές οι αποδόσεις είναι λανθασμένες, και μάλιστα αδικαιολόγητα. Waste Land σημαίνει στέρφα γη, χέρσα γη, άγονη γη. Αυτή την τελευταία εκδοχή της Άγονης Γης υιοθέτησε η Δέσποινα Ρισάκη, όταν μετέφρασε τη Waste Land. Είναι κρίμα που η πολύ καλή μετάφρασή της παραμένει αδημοσίευτη. Η μετάφραση του Σεφέρη δεν είναι καλή· οπωσδήποτε δεν είναι έγκυρη. Υπάρχουν πολλά λάθη, αστοχίες, αγγλισμοί, αλλά και δημοτικιστικές εμμονές. Ήδη στους πρώτους στίχους της μετάφρασής του έχουμε στραμπουληγμένα ελληνικά: «Ο Απρίλης», λέει ο Σεφέρης, «είναι ο μήνας ο σκληρός γεννώντας μέσ’ από την πεθαμένη γη τις πασχαλιές, σμίγοντας θύμηση κι επιθυμία, ταράζοντας με τη βροχή της άνοιξης ρίζες οκνές». Οι μετοχές γεννώντας-σμίγοντας-ταράζοντας (breeding-mixing-stirring) δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα ελληνικά σε αυτά τα συμφραζόμενα ως αιτιολογικές. Θα πρέπει να αναλυθούν ή να γίνουν ρήματα στον ενεστώτα. Αλλά να μην μπλέξουμε με τα μεταφραστικά κατορθώματα του Σεφέρη –δεν θα έχουμε τελειωμό.

Η Waste Land εκδόθηκε το 1922, την ίδια χρονιά που εκδόθηκε ο Οδυσσέας του Τζέημς Τζόυς και οι Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε. Είναι το annus mirabilis της νεώτερης λογοτεχνίας. Στην Ελλάδα το 1922 εκδόθηκε η Έρση του Δροσίνη –αλλά είχαμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, που επηρέασε βαθύτατα τη Γενιά του ’30 και ιδιαίτερα τον Σεφέρη.

Η Waste Land δεν είναι δραματικός μονόλογος όπως ο Προύφροκ. Εδώ δεν έχουμε μια φωνή αλλά πολλές φωνές, μονολογικές ή διαλογικές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται, σε πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, μια σύγχυση. Από τη μία έχουμε τη φωνή του μάντη Τειρεσία, από την άλλη τη φωνή μιας λαϊκής γυναίκας σε μια παμπ του Λονδίνου. Παραδόξως, το συνολικό αποτέλεσμα δεν είναι κακόφωνο. Σαν να ενορχηστρώνονται από έναν ιδιοφυή συνθέτη. Αυτή ίσως είναι και η κατάλληλη μεταφορά για να περιγράψουμε την Waste Land, αν λάβουμε υπόψη ένα κείμενο του ίδιου του Έλιοτ όπου εκθέτει τις εντυπώσεις του από μια παράσταση της Ιεροτελεστίας της άνοιξης του Στραβίνσκυ που είδε στο Λονδίνο το 1921, όταν έγραφε την Waste Land. Μιλάει στο άρθρο του για «τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, το βουητό των μηχανών, το τρίξιμο των τροχών, τους κρότους του σίδερου και του ατσαλιού, τη βουή του μετρό, όλους τους βαρβαρικούς ήχους της σύγχρονης ζωής –αυτοί οι απελπιστικοί θόρυβοι, μεταμορφώνονται και γίνονται μουσική.» Δεν αποκλείεται ο Στραβίνσκυ να του έδειξε τον δρόμο για να κάνει κάτι ανάλογο στη δική του ποιητική σύνθεση. Στην Waste Land δεν έχουμε μόνο πολλές φωνές, έχουμε επίσης εκατοντάδες αναφορές στην παγκόσμια λογοτεχνία, οι οποίες, παρά τις σημειώσεις στο ποίημα του ίδιου του ποιητή, δυσκολεύουν την ανάγνωση. Ακόμη, το ποίημα είναι ένα κράμα του υψηλού και του ευτελούς, του πνευματικού με το υλικό, του αισθηματικού με το σεξουαλικό, του τραγικού με το κωμικό –τόσο ώστε να μας διαφεύγει τελικά η πρόθεση του ποιητή. Πολλοί υποστήριξαν ότι πρόκειται για φάρσα, ότι ο ποιητής κάνει πλάκα με σοβαρή διάθεση, όσο κι αν αυτό φαίνεται αντιφατικό.

Δεν είναι εύκολο, θα έλεγα πως είναι αδύνατο, να εξηγήσουμε με σαφήνεια και πληρότητα τι είναι η Waste Land, για τι πράγμα μιλάει, ποιο είναι το νόημα του ποιήματος. Μπορούμε όμως να αποπειραθούμε κάποιες προσεγγίσεις ή πλευροκοπήσεις. Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο τίτλος λέει αρκετά. Είναι ένα ποίημα για την άγονη γη –για τη στειρότητα, για το ζοφερό τοπίο του σύγχρονου κόσμου, για έναν «στείρο κεραυνό που δεν φέρνει βροχή». Άλλοι ποιητές είχαν περιγράψει τον σύγχρονο κόσμο με άλλες μεταφορές. Ο Τζέημς Τζόυς μίλησε για παράλυση, ο Γέιτς για ένα κέντρο που δεν αντέχει και για την αναρχία που λύθηκε στον κόσμο. Οι μεταφορές του Έλιοτ είναι η αγονία και η λειψυδρία. Θα παραθέσω από το πρωτότυπο ορισμένους στίχους προς το τέλος του ποιήματος για να ακουστεί ο τόνος του ποιητή. Δεν είναι ανάγκη να ξέρει κανείς καλά αγγλικά. Η γνώση δύο μόνο λέξεων –water (νερό) και rock (βράχια) αρκεί:

If there were water
And no rock
If there were rock
And also water
And water
A spring
A pool among the rock
If there were the sound of water only
Not the cicada
And dry grass singing
But sound of water over a rock
Where the hermit-thrush sings in the pine trees
Drip drop drip drop drop drop drop.
But there is no water

Στο μεγάλο ποίημα του Έλιοτ υπάρχει ρυθμός, υπάρχει μουσική, και βέβαια υπάρχει λυρισμός, συγκίνηση. Πολλά εκτενή αποσπάσματα είναι εύληπτα, απολύτως κατανοητά χωρίς καμιά βοήθεια. Ένα τέτοιο εκτενές απόσπασμα είναι η σκηνή της καταθλιπτικής ερωτικής συνάντησης της δακτυλογράφου με τον νεαρό υπάλληλο. Να σημειώσω ότι σε αυτό το απόσπασμα έχουμε κρυμμένο, μέσα στο σώμα του κειμένου, στους στίχους 235-249, ένα πλήρες έμμετρο σονέτο με τις ομοιοκαταληξίες του. Παραθέτω το απόσπασμα στη μετάφραση της Δέσποινας Ρισσάκη, που είναι και η μόνη από τους μεταφραστές που προσπαθεί να αποδώσει το σονέτο με σονέτο. Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Κλείτος Κύρου δεν πήραν είδηση τίποτα ή κανείς δεν τους το είπε. Είναι δειλινό και η δακτυλογράφος περιμένει για τσάι τον νεαρό. Το σκηνικό περιγράφεται από τον αόρατο αυτόπτη μάρτυρα Τειρεσία:

Έξω από το παράθυρο στεγνώνουν τολμηρά απλωμένα
Τα εσώρουχά της στου ήλιου τις στερνές αχτίδες.
Επάνω στο ντιβάνι της (τη νύχτα κρεβάτι της) στοιβαγμένα
Πασούμια, κάλτσες, μεσοφόρια και κορσέδες.
Κι αφού πάρουν το τσάι τους,
Προσφέρεται η στιγμή, ο νεαρός εικάζει.
Απόφαγαν, βαριέται κι είναι κουρασμένη.
Σε χάδια να την παρασύρει δοκιμάζει
Που εκείνη δεν τα επιθυμεί, απλώς τα υπομένει.
Αυτός ξανάβει, ορμάει με τη μία
Τα χέρια αντίσταση δεν συναντούν καμία
Απόκριση δεν απαιτεί η αλαζονεία
Και καλοδέχεται την αδιαφορία.
Μετά σαν κηδεμόνας την φιλά και φεύγει
Ψαύει στα σκοτεινά, την έξοδο γυρεύει.
Αυτή γυρνάει να κοιτάξει τον καθρέφτη,
Δεν αντελήφθη καν που έφυγε ο εραστής.
Μια σκέψη ατελή ο νους της επιτρέπει
«Τέλειωσε κι αυτό, αισθάνομαι ευτυχής».
Όταν η καλλονή τα χάσει τα μυαλά της
Μόνη στην κάμαρα πηγαίνει πάνω κάτω
Με χέρι αυτόματο χτενίζει τα μαλλιά της
Και βάζει μουσική στο φωνογράφο.

Ο Έλιοτ φοβάται τη χυδαιότητα, τη φτήνια και την κακογουστιά, την αποστρέφεται ενώ ταυτόχρονα γοητεύεται από αυτήν. Όθεν και η συχνή παρουσία του ευτελούς στο έργο του, κυρίως στο πρώιμο (στα Πρελούδια π.χ.), και στην Waste Land. Συνάμα τον ελκύει η δροσιά και η αθωότητα.

5.
Μετά την Waste Land ο Έλιοτ θα γράψει ευάριθμα και μικρού μήκους ποιήματα, όπως Οι κούφιοι άνθρωποι (1925), η Ash Wednesday (1930), τα Ariel Poems (1927-30). Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, το 1936, δημοσιεύει το πρώτο από τα Τέσσερα κουαρτέτα, το Burnt Norton. Θα ακολουθήσουν άλλα τρία, το 1940, το 1941 και το 1942. Γράφτηκαν στη διάρκεια του πολέμου εν μέσω των αεροπορικών βομβαρδισμών. Πρόσφατα μεταφράστηκαν στα ελληνικά από τον Χάρη Βλαβιανό. Η μετάφραση είναι πολύ καλή, οπωσδήποτε έγκυρη. Συνοδεύεται από μία εκτενή και κατατοπιστική εισαγωγή και πολλά σχόλια.

Στα Κουαρτέτα έχουμε έναν διαφορετικό Έλιοτ. Τα συνθετικά αυτά ποιήματα έχουν βαθύτατο θρησκευτικό χαρακτήρα. Να σημειώσουμε ότι ήδη το 1927 ο Έλιοτ είχε προσχωρήσει στην αγγλικανική εκκλησία, τη λεγόμενη High Church, που διατηρεί πολλά λειτουργικά στοιχεία του καθολικισμού, και είχε θεωρήσει σκόπιμο να κάνει σχετική δημόσια δήλωση.

Αν τα πρώτα ποιητικά έργα του Έλιοτ έχουν μιαν άγρια απελπισία, τα Κουαρτέτα έχουν μιαν ήρεμη και μελαγχολική πίστη. Υπάρχει πολλή φιλοσοφία, συχνά κοινότοπα φιλοσοφήματα («Στην αρχή μου βρίσκεται το τέλος μου»), υπάρχει μια στοχαστική διάθεση και μια σοφία, και οι αξίες που προβάλλονται είναι η ταπεινότητα και η υποταγή, η προσευχή και η μετάνοια –το ιδεώδες είναι η αγιότητα. Γνωρίζουμε από άλλα γραπτά του ότι ο Έλιοτ, στη μέση ηλικία του, είχε γίνει αυτό που θα λέγαμε «αντιδραστικός». Όπως σαφέστατα το θέτει ο Στήβεν Σπέντερ στη μονογραφία του για τον ποιητή, ο Έλιοτ πίστευε ότι η πολιτική δράση πρέπει να βασίζεται σε αφηρημένες αρχές, οι αρχές να βασίζονται στο δόγμα, και το δόγμα να βασίζεται σε υπερφυσική αυθεντία. Εγγυητές της αυθεντίας είναι οι θεσμοί της Εκκλησίας και η μοναρχία. Έτσι ο Έλιοτ άρχισε να θρησκεύεται σαν κοινός πιστός, δυσπιστούσε στο δημοκρατικό πολίτευμα, όπως τουλάχιστον λειτουργούσε στις δυτικές δημοκρατίες, δεν πίστευε στην πρόοδο, δεν πίστευε στην επιστήμη, δεν πίστευε στη μαζική εκπαίδευση που, κατά τη γνώμη του, δεν έχει καμία σχέση με την πραγματική παιδεία, αντίθετα την υπονομεύει ή την καταργεί, δεν πίστευε ότι οι κοινωνίες μπορούν να βρουν το δρόμο τους με τις δικές τους δυνάμεις. Τελικά, στα Κουαρτέτα δείχνει να μην πιστεύει καν στην ποίηση. Δηλώνει στα ίσα ότι “the poetry does not matter”, «η ποίηση δεν έχει σημασία», κατά τη μετάφραση του Βλαβιανού, εγώ θα έλεγα «η ποίηση δεν μετράει», για να μη νομίσει ο αναγνώστης ότι αυτό που λέει ο στίχος είναι ότι η ποίηση δεν έχει νόημα (meaning). Γενικά, σε αυτά τα ποιήματα υπάρχει έντονος προβληματισμός σχετικά με την ποίηση καθαυτή, τα ποιήματα είναι αναστοχαστικά. Θα παραθέσω ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το 5ο μέρος του East Coker, του δεύτερου κουαρτέτου, σε δική μου μετάφραση, καμωμένη εδώ και πολλά χρόνια.

Ιδού εγώ λοιπόν, στα μισά του δρόμου,
έχοντας σπαταλήσει
Είκοσι χρόνια, τα χρόνια του
μεσοπολέμου
Πασχίζοντας να μάθω να
χρησιμοποιώ τις λέξεις, κι η κάθε απόπειρα
Μια εντελώς καινούργια αρχή και μια
διαφορετική αποτυχία
Γιατί το μόνο που τελικά μαθαίνεις
είναι να κυριαρχείς στις λέξεις
Για να πεις το πράγμα που δεν έχεις
πια να πεις ή με τον τρόπο
Που δεν είσαι πια διατεθειμένος να το πεις.
Κι έτσι το κάθε εγχείρημα
Είναι μια νέα αρχή, μια επιδρομή στο άναρθρο
Με σαθρό εξοπλισμό που όλο και φθείρεται
Στη γενική αταξία της αοριστίας του αισθήματος
Των απείθαρχων στοιχείων της
συγκίνησης.
Κι ό,τι υπάρχει για να κατακτηθεί
Με δύναμη και υποταγή, έχει ήδη
ανακαλυφθεί
Μια και δυο ή πολλές φορές, από
ανθρώπους που κανείς δεν μπορεί να ελπίζει
Πως θα τους παραβγεί –αλλά δεν
υπάρχει ανταγωνισμός –
Υπάρχει μονάχα ο αγώνας για να
ανακτηθεί αυτό που χάθηκε
Και βρέθηκε και χάθηκε πάλι και
πάλι, και τώρα υπό συνθήκες
Που φαίνονται δυσμενείς.
Αλλά ίσως δεν υπάρχει ούτε κέρδος ούτε ζημιά.
Για μας υπάρχει μόνο η προσπάθεια.
Τα υπόλοιπα δεν μας αφορούν.

6.
Μια παρουσίαση του Έλιοτ θα ήταν ατελής αν δεν αναφερθούν κάποια βασικά στοιχεία της κριτικής σκέψης του. Ο Έλιοτ δεν ήταν μόνο ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα, ήταν και ένας από τους μεγαλύτερους κριτικούς. Μόνιμη έγνοια και προβληματισμός του ήταν η σχέση μας με την παράδοση, την ποιητική αλλά και γενικότερα την πολιτισμική παράδοση. Οι απόψεις του για τη σχέση του ποιητή με την παράδοση διατυπώθηκαν σε ένα πρώιμο και διάσημο πια δοκίμιό του με τον τίτλο «Παράδοση και ατομικό τάλαντο», το διασημότερο ίσως μελέτημά του.

Το παρακάτω απόσπασμα συνιστά την πεμπτουσία της κριτικής του σκέψης:

Ωστόσο, αν η μόνη μορφή της παράδοσης είναι να ακολουθούμε τους τρόπους της προηγούμενης γενιάς, προσκολλημένοι τυφλά ή δειλά στις επιτυχίες της, τότε η «παράδοση» πρέπει δίχως άλλο να αποθαρρύνεται. Έχουμε δει πολλά τέτοια ρεύματα να χάνονται γρήγορα στην άμμο –και η καινοτομία είναι καλύτερη από την επανάληψη. Η παράδοση είναι θέμα πολύ ευρύτερης σημασίας. Δεν μπορεί να κληρονομηθεί και, αν την επιθυμείς, θα πρέπει να την κερδίσεις με πολύ κόπο. Εμπεριέχει, πρώτα απ’ όλα, την ιστορική αίσθηση, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχεδόν υποχρεωτική για οποιονδήποτε εξακολουθήσει να είναι ποιητής μετά τα είκοσι πέντε· και η ιστορική αίσθηση εμπεριέχει μιαν αντίληψη, όχι μόνο για την παρελθοντότητα του παρελθόντος αλλά και για την παρουσία του– η ιστορική αίσθηση υποχρεώνει κάποιον να γράψει όχι απλώς με τη δική του γενιά στο αίμα του αλλά και με τη συναίσθηση ότι ολόκληρη η ευρωπαϊκή λογοτεχνία, από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, και μέσα σε αυτήν ολόκληρη η λογοτεχνία της δικής του χώρας συνυπάρχει και αποτελεί μια ταυτόχρονη τάξη. Η ιστορική αίσθηση, που είναι μια αίσθηση του άχρονου όσο και του έγχρονου, και του άχρονου και του έγχρονου μαζί, είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα παραδοσιακό. Και ταυτόχρονα είναι αυτό που κάνει έναν συγγραφέα να έχει οξεία αίσθηση της θέσης του στον χρόνο, της δικής του συγχρονικότητας. Κανένας ποιητής, κανένας καλλιτέχνης οποιασδήποτε τέχνης δεν έχει το πλήρες νόημά του από μόνος. Η σημασία του, η αποτίμησή του είναι η αποτίμηση της σχέσης του με τους νεκρούς ποιητές και καλλιτέχνες. Δεν μπορείς να τον αποτιμήσεις από μόνον του –πρέπει να τον βάλεις, για σύγκριση και αντιπαράθεση, ανάμεσα στους νεκρούς. Και τούτο το εννοώ ως αρχή της αισθητικής κριτικής, όχι απλώς της ιστορικής κριτικής. Η ανάγκη της συμμόρφωσης, της συναρμογής, δεν είναι μονόπλευρη –αυτό που συμβαίνει όταν δημιουργείται ένα καλλιτεχνικό έργο είναι κάτι που συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλα τα καλλιτεχνικά έργα που προηγήθηκαν. Τα υπάρχοντα μνημεία σχηματίζουν μια ιδανική τάξη που τροποποιείται με την εισαγωγή ανάμεσά τους του νέου (τον πραγματικά νέου) καλλιτεχνικού έργου. Η υπάρχουσα τάξη είναι πλήρης προτού φτάσει το νέο έργο· για να εξακολουθήσει να υπάρχει μετά την παρέμβαση της καινοτομίας, ολόκληρη η τάξη πρέπει να μεταβληθεί, έστω και ελαφρώς –και έτσι οι σχέσεις, οι αναλογίες, η αξία κάθε καλλιτεχνικού έργου ως προς το όλον αναπροσδιορίζονται– και αυτό συνιστά τη συμφωνία μεταξύ του παλαιού και του νέου. Όποιος συμμερίζεται αυτήν την ιδέα της τάξης, του σχήματος της ευρωπαϊκής, της αγγλικής λογοτεχνίας, δεν θα θεωρήσει παράλογη την ιδέα ότι το παρελθόν πρέπει να μεταβάλλεται από το παρόν όπως το παρόν κατευθύνεται από το παρελθόν. Και ο ποιητής που το αντιλαμβάνεται αυτό, έχει επίσης επίγνωση των μεγάλων δυσκολιών και των ευθυνών του. Αυτό που συμβαίνει είναι μία αδιάκοπη υποταγή του ποιητή σε κάτι που είναι πιο πολύτιμο. Η πρόοδος ενός καλλιτέχνη είναι μία συνεχής αυτοθυσία, μία συνεχής απόσβεση της προσωπικότητας.

Πέρα από τη σχέση του ποιητή με την παράδοση, το εύρος του κριτικού προβληματισμού του Έλιοτ είναι τεράστιο. Ο ελεύθερος στίχος, η ελάσσων ποίηση, το κλασικό, η μουσική της ποίησης, η κριτική και ο κριτικός, οι τρεις φωνές της ποίησης, οι ρομαντικοί ποιητές, οι μεταφυσικοί ποιητές, ο Σαίξπηρ, ο Μίλτων, είναι μερικά μόνο από τα θέματα για τα οποία ο Έλιοτ διατύπωσε γνώμη, συχνά βαρύνουσα. Ηγεμόνευσε στην ποίηση και στην κριτική για σχεδόν μισό αιώνα, από τη δεκαετία του ’20 ως τη δεκαετία του ’60.

Όσο κι αν διαφωνούμε –και υπάρχουν πολλά για να διαφωνήσει κανείς με τον Έλιοτ– δεν μπορούμε να μην τον λάβουμε υπόψη. Η επίδρασή του στην ποίηση και στη σκέψη του εικοστού αιώνα είναι γιγαντιαία. Τα χρέη στον Έλιοτ των μεταγενέστερων ποιητών και κριτικών, ακόμη και μυθιστοριογράφων, είναι ανυπολόγιστα. Και θα πρέπει να συμπεριλάβουμε στα χρέη όχι μόνο τις θετικές επιδράσεις αλλά και τη δυνατότητα (ή την ευκαιρία) να απορρίψεις τα ελιοτικά ποιητικά ή κριτικά πρότυπα. Για παράδειγμα, η θεωρία της αγωνίας της επίδρασης του Χάρολντ Μπλουμ, του επιφανέστερου ίσως κριτικού των τελευταίων δεκαετιών, μια θεωρία που αφορά στη σχέση των ποιητών με την ποιητική παράδοση, δεν θα ήταν δυνατή αν δεν είχε προϋπάρξει η σχετική θεωρία του Έλιοτ όπως διατυπώθηκε στο δοκίμιό του «Παράδοση και ατομικό τάλαντο», θεωρία την οποία ο Μπλουμ ανατρέπει.

7.
Προσωπικά, προτιμώ τον Έλιοτ του Προύφροκ και της Έρημης χώρας από τον Έλιοτ των Κουαρτέτων. Προτιμώ τον ρηξικέλευθο πειραματισμό και την ζωντανή απελπισία των πρώιμων ποιημάτων από τη θρησκευτική προσήλωση, την ταπεινότητα, τη φιλοσοφική πεζότητα και τον χλομό, γεροντικό λυρισμό των ύστερων έργων.

Σκέφτομαι πάντα ότι η εποχή που έγραφε ο Έλιοτ τα τρία από τα τέσσερα κουαρτέτα ήταν η εποχή του πολέμου, το ’40 και το ’41, η πιο ζοφερή, η πιο μαύρη, η πιο σκληρή εποχή για την Αγγλία, όταν ο ναζισμός κυριαρχούσε στην Ευρώπη και το Λονδίνο βομβαρδιζόταν ανηλεώς. Οι βομβαρδισμοί εκείνοι έχουν περάσει στη λογοτεχνία –το πρώτο που μου έρχεται στον νου είναι το μυθιστόρημα του Γκρέιαμ Γκρην Το τέλος της σχέσης. Εκείνες λοιπόν τις μέρες, στις 4 Ιουνίου του 1940, ακούγεται ο συναρπαστικός λόγος του Τσώρτσιλ στη Βουλή των Κοινοτήτων, που προσδιόρισε τον αγώνα των Άγγλων ενάντια στον ναζισμό:

«Μεγάλες εκτάσεις της Ευρώπης και πολλά παλιά και ξακουστά κράτη έχουν ήδη πέσει ή μπορεί να πέσουν στην αρπάγη της Γκεστάπο και των άλλων απεχθών ναζιστικών οργάνων –αλλά εμείς δεν θα ολιγωρήσουμε, θα φτάσουμε μέχρι το τέλος. Θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και στους ωκεανούς, θα πολεμήσουμε με ολοένα και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και δύναμη στους ουρανούς, θα υπερασπίσουμε το νησί μας όποιο κι αν είναι το κόστος. Θα πολεμήσουμε στις ακτές, θα πολεμήσουμε στους αγρούς και στους δρόμους, και δεν θα υποκύψουμε ποτέ.»

Αυτά ο Τσώρτσιλ. Αυτά που είχε να πει ο Έλιοτ εκείνες τις μαύρες μέρες του πολέμου ήταν πολύ διαφορετικά και συνοψίζονται στους στίχους των Κουαρτέτων: «η μόνη σοφία που μπορούμε να ελπίζουμε πως θα αποκτήσουμε είναι η σοφία της ταπεινοφροσύνης.»

Θα μου πείτε ότι συγκρίνω πράγματα ανόμοια. Τον πατριωτικό λόγο ενός πολιτικού με τον στοχαστικό λόγο ενός ποιητή. Δεν είμαι βέβαιος ότι οι γλώσσες αυτές ανήκουν σε τόσο διαφορετικές κατηγορίες. Η ποίηση βρίσκεται παντού και κάθε ισχυρός λόγος είναι ποιητικός, είτε αυτοπροσδιορίζεται ως ποίηση είτε όχι. Στο κάτω κάτω είναι και οι δύο γλώσσες προτρεπτικές. Η μία μας προτρέπει να είμαστε ταπεινοί, η άλλη μας προτρέπει να αντισταθούμε. Όσο βαθιά κι αν ψάξουμε στα Κουαρτέτα δεν θα βρούμε πουθενά ίχνος αντίστασης.

Στην προσπάθειά του να βρει το διαχρονικό ή και το άχρονο, ο ποιητής βρέθηκε εκτός τόπου και χρόνου. Ίσως αυτό ακριβώς να ήθελε. Η βουή των βομβαρδισμών είναι, καθώς βεβαιώνουν αυτόπτες μάρτυρες, φρικτή, τόσο όσο και ο βομβαρδισμός καθαυτός. Πολλοί δεν το άντεχαν. Ας πούμε λοιπόν, όπως ο ίδιος ο Έλιοτ μας λέει στα Κουαρτέτα, ότι «ο άνθρωπος δεν αντέχει πολλή πραγματικότητα.» –“Human kind cannot bear very much reality”.

Αλλά όταν πέφτουν οι μπόμπες στα κεφάλια των παιδιών σου, έγνοια σου είναι πώς θα σώσεις το σώμα τους, όχι την ψυχή τους. Ο Έλιοτ στη διάρκεια του πολέμου, έχοντας κατασταλάξει ότι η πολιτική όλη είναι για πέταμα, προσπαθεί να σώσει την ψυχή του. Αυτό μας λέει να κάνουμε κι εμείς.
Πεποίθησή μου είναι πως δεν τον ενδιέφερε καν η έκβαση του πολέμου. Αυτό που τον πονούσε ήταν η νεωτερική βαρβαρότητα, η καταστροφή της ευρωπαϊκής (όχι απλώς της αγγλικής, γαλλικής ή γερμανικής) παράδοσης, όπως την έβλεπε να συντελείται με τη δράση και των τριών πολιτικών συστημάτων της εποχής –του κομμουνισμού, της δημοκρατίας, του φασισμού. Η ιδεώδης πολιτεία του Έλιοτ είναι μια ανέφικτη προ-νεωτερική (δηλ. μεσαιωνική) ή μετα-νεωτερική (δηλ. νεο-μεσαιωνική) χριστιανική κοινωνία που συνοψίζεται από τον ίδιο ως εξής:

Να θυμόμαστε πάντα ότι η Βασιλεία του Χριστού επί της Γης δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ, και επίσης ότι πραγματοποιείται πάντα. Να θυμόμαστε ότι όποια μεταρρύθμιση ή επανάσταση και αν κάνουμε, το αποτέλεσμα θα είναι πάντα μια οικτρή παρωδία αυτού που θα έπρεπε να είναι η ανθρώπινη κοινωνία –αν και από τον κόσμο δεν λείπουν εντελώς οι θριαμβικές στιγμές.

Εμάς μας αρκούν αυτές οι θριαμβικές στιγμές –στιγμές αντίστασης στην άγνοια, στην απαιδευσία, στην πανούκλα των ολοκληρωτικών ιδεολογιών. Ο Τσώρτσιλ νίκησε τον Χίτλερ. Αυτό θα πρέπει να μας αρκεί. Κατά τα άλλα ο κορυφαίος ποιητής του Προύφροκ και της Άγονης Γης δεν θα είχε υπάρξει χωρίς αυτές τις θριαμβικές στιγμές μιας ανοιχτής, όσο και αν ατελούς, ανθρώπινης κοινωνίας.