Κωστής Παπαγιώργης
Κωστής Παπαγιώργης
Περί μέθης
(απόσπασμα)
….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
Ἡ εὐφορία πού προκαλεῖ ἡ ταχύτερη κυκλοφορία τοῦ αἵματος μοιάζει λίγο μέ τούς δοκιμαστικούς ἤχους πού βγάζουν τά ὄργανα ὀρχήστρας πού ἑτοιμάζεται. Κάτι βαθύτερο ἀρχίζει νά σαλεύει καί ἀφοῦ ἡ εὐκαιρία ὑπάρχει, εἶναι βέβαιο πώς θά «παίξει». Ἔστω κι ἄν ἡ εὐκαιρία ἔχει, καθώς λένε, τά μαλλιά στό κούτελο γιά νά τήν ἀδράχνουμε εὐκολότερα, τό ποτό δέν χρειάζεται τήν κώμη. Ἡ μποτίλια ποτέ δέν τό «σκάει».
Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
Κυριεύεται ἀπό πληθωρική πιθανότητα διάκρισης ἀπίθανων ἀποχρώσεων – εἰδικά ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν- λές καί ἔχει προστεθεῖ ἕνας ἐπί πλέον φλοιός στόν ἐγκέφαλό του. Καυτοί ψίθυροι τοῦ καίνε τ’αὐτιά. Ἡ ἀλήθεια τόν διάλεξε γιά ἀπολογητή της. Πῶς νά μή μιλήσει; Πῶς νά μήν ἀποφανθεῖ ἀφοῦ, εἶναι πασίδηλο, διαθέτει τό ἀλάθητο; Ὅπου κι ἄν βρίσκεται θά γυρέψει τόν ἀκροατή του.
Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
Τά πάντα ὑπόσχονται μία δαψίλεια. Ὁ ρακοσυλλέκτης τοῦ Μποντλέρ ἀρχίζει νά κρυφοκοιτάζει τήν πορφύρα τοῦ Βοναπάρτη. Ἀκατάσχετη διάθεση γιά λεπτότητα καί γενναιοδωρίες, ξένες στήν κατάσταση τοῦ νηφάλιου. Ἡ τσιγγουνιά ἔχει ἐλάχιστους πιστούς στόν χῶρο τῶν μεθυσμένων. Ἦρθε πιθανῶς ἡ στιγμή πού, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Λόουρι, σφίγγουμε τά χέρια μέ γνωστούς καί ἀγνώστους.
Ἡ μεταμόρφωση καταγίνεται στίς μνημειώδεις της χειρονομίες. Ξαναδίνει στό δειλό τήν τόλμη, στό χαμένο τήν ἐλπίδα, ἀφαιρεῖ ἀπό τήν λαλιά τοῦ τραυλοῦ τίς ἐγκοπές καί κάνει τόν ἀέρα αἰωρούμενο χρυσάφι. Τό παρόν ἔχει ἐπιβληθεῖ κατά κράτος. Παρελθόν καί μέλλον φιλοξενοῦνται πλουσιοπάροχα στό νῦν.
Παρότι ὁ μέθυσος μοιάζει κάπως μέ ἀδιάβαστο ἠθοποιό πού στρέφεται συχνά πυκνά πρός τόν ὑποβολέα του (τήν μποτίλια), διάχυτη εἶναι ἡ αἴσθηση πώς ὅλα πᾶνε κατ’ εὐχή. Χωρίς νά τό καταλάβει βρίσκεται στό ὑπερῶο τοῦ ἑαυτοῦ του. Μία ἀλλόκοτη ὑγρασία τυλίγει τά πάντα, ὅπως ὅταν ζυγώνουμε σέ καταρράκτη.
Ἡ συμπεριφορά τοῦ βρώμιου, αὐτοῦ πού ἀρέσκεται στή χλαπαταγή, δέν ἐμποδίζει τά τραγούδια. Κι ὅσο πιό παράφωνα τόσο πιό πειστικά. Ἀντίθετα ὁ μοναχικός μέθυσος δύσκολα τραγουδᾶ. Τραγουδᾶ μέ τά μάτια.
Ὑπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα γιά ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Γιά ἀποχαλίνωση. Ὅταν οἱ ἀφέντες τοῦ Μεσαίωνα ἔδιναν τά ἄλογά τους στούς ὑπηρέτες, ἐκεῖνοι τά ἔσκαγαν ἀπό τό τρέξιμο. Ἀργά ἤ γρήγορα κάποιο κεφάλι –τοῦ νόμου, τῆς ἠθικῆς, τοῦ πατέρα, τοῦ ὑπέρ-ἐγώ – θά βροντήξει στό πάτωμα. Οἱ Βεδουίνοι εἶδαν ἀπό μακριά τήν ὄαση κι ὅσο πιό πειστικός ὁ ἀντικατοπτρισμός τόσο περισσότερο θυμίζει ζωή.
Μέσα στόν καθένα ἔχει ἐκμανεῖ ὁ βάρδος πού ἔχει πάντα μεγαλύτερη ἔξαρση ἀπό τάλαντο. Ἀνασκευάζει τό παρελθόν κατά βούληση. Συλλαμβάνει μεγάλες ἰδέες. Τά πάντα πρέπει νά περάσουν ἀπό τό ἀφύλαχτο τελωνεῖο τοῦ στόματος. Ὅλα καθ’ὁδόν. Ὅλα ἐφικτά. Ἀκόμα καί ἡ καφκική ἱκανότητα πού μετατρέπει τό ἐρέθισμα σέ χαρακτήρα.
Ἄλλωστε εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει ἀπωλεσθεῖ –καί πόσο πολύ! –ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Οἱ ἐπιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι μέ κλωστή. Τόση πλησμονή ποιός τήν ἀντέχει; Ὁ μεθυσμένος νοιώθει πώς ἔχει μέσα του τά σπλάχνα τριῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ὥρα πού ψάχνουμε γιά ἐχθρούς. Καί ὅποιος ψάχνει βρίσκει.
Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή.
Συνάμα ξυπνάει καί μία ἄλλη αἴσθηση, πού ὁ μεθυσμένος ἀδυνατεῖ νά τήν ἐξηγήσει, παρότι εἶναι τό μέγα πάθος του. Πρόκειται γιά τήν ἐπαφή μέ μία μυστηριώδη βαθύτητα, ἕνα Ἄλλο, πού θυμίζει λίγο τήν ἱκανότητα πού ἔχουν τά σκυλιά στόν Ὅμηρο νά ἀναγνωρίζουν τούς μεταμορφωμένους θεούς. Φωνές τόν καλοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ζωῆς καί πέρα ἀπό αὐτή.
Ἐν πολλοῖς τό μεθύσι ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ὀργασμοῦ. Ὑψώνεται σιγά σιγά καί, μετά ἀπό ἕνα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν λίγο ἤ πολύ πρίν ἀπό τήν κορύφωση. Μά ἡ ἀληθινή μέθη –ὅπως ἡ λύση στό θέατρο –βρίσκεται ὁλόκληρη στή τελευταία πράξη. Ὄχι στήν ἔξαψη πού σφύζει ὅπως ἡ ζωή ἀλλά στήν πτώση.
Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
Ἡ γιορτή ἀρχίζει νά σβήνει καί τά τελευταία της φῶτα. Ὅποιος ἔφαγε κάποτε μάτια ἀγελάδας, γράφει ὁ Τζόις, θά τόν κοιτάζουν κατόπιν ὅλη του τή ζωή. Ποιά εἶναι τά μάτια ποῦ δέ βασιλεύουν ποτέ στά κατάβαθά του μεθυσμένου;
Κάνοντας ἀσύνδετες σκέψεις ( ποῦ βρῆκε τό ἁλάτι της ἡ θάλασσα; πόσα σύννεφα ἔχει ὁ οὐρανός; ) ἀπό τήν ἐξημμένη δύναμη τῆς ἀρχῆς φτάνει στή γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δέν τόν φτάνει σέ αὐτό τό ρόλο τοῦ δυστυχισμένου. Ἀδελφός τῆς ἀσχήμιας, τοῦ κουρελιάσματος, ἀνεβαίνει σέ φράσεις καί πέφτει ἀπό ἐκεῖ ὅπως ἀπό γκρεμό. Ἕνα ἀντίο ἀπό ἕνα στόμα χωρίς στομάχι. Τά τελευταία ποτήρια τά πίνει ἀχόρταγα, ὅπως οἱ ποδοσφαιριστές τό νερό στίς παρατάσεις τῶν καλοκαιρινῶν ἀγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ἤ τόν βγάζουν στό δρόμο. Θά ἀρχίσει νά χτυπάει πόρτες; Νά τυραννάει τή συσκευή τοῦ Μπέλ; Νά ἀνασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω ἀπό τά φύλλα τοῦ ἡμερολογίου; Καθώς ὅλες του οἱ ἡλικίες σέρνονται μεθυσμένες καί τυφλές, ἡ τελευταία του μεταμόρφωση εἶναι αὐτή: παριστάνει τήν ἐπιστροφή τοῦ χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σέ πλήρη κατάπτωση, σέ γκρέμισμα, σάν μικρός θάνατος. Γι’αὐτό ἡ ἐπιστροφή στό σπίτι –δέν ἁρμόζει νά μεθᾶμε σπίτι μας – ἀποτελεῖ πάντα μία μικρή περιπέτεια. Ἄς σεβόμαστε αὐτά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος μας, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πρόδρομοι.
Ὁ μεθυσμένος δέ γυρεύει πιά τίποτα. Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα. Ecce homo: μία πέτρα ἀμέθυστου, ὅπου ἕνα ἀσώματο χέρι σκαλίζει τραυλά τή μορφή τῆς μάνας του...
Κωστής Παπαγιώργης, Περί Μέθης, Εκδ. Καστανώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου