Η Ευρώπη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: μια κοσμοϊστορική και γεωπολιτική θεώρηση
Του Π. Κονδύλη
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο. λάδι σε καμβά
Σύμφωνα με τον μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των
Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από
πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στον δρόμο της λογικής και ενσάρκωσαν
σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική
συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς
χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές
απαίσιας μνήμης. Ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος, γιατί προϋποθέτει την
ικανότητα των δρώντων υποκειμένων (ή πάντως των ρητόρων) να διδάσκονται
από το παρελθόν και να ενεργούν με βάση ηθικά και ορθολογικά κίνητρα. Η
αλήθεια είναι πεζότερη και οδυνηρότερη.
Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγάλα έθνη της δυτικής και της
κεντρικής Ευρώπης έγιναν στις μέρες μας αδιανόητες επειδή η Ευρώπη έχασε
την παγκόσμια κυριαρχία, ούτως ώστε οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν
έχουν πλέον καθοριστική κοσμοϊστορική σημασία’ γι’ αυτό και η έντασή
τους κατ’ ανάγκη έπεσε κατακόρυφα. Στην ιμπεριαλιστική εποχή ο
ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών Δυνάμεων όχι μόνον δεν εμπόδισε τη συνολική
ευρωπαϊκή επέκταση, αλλά και την επέτεινε, γιατί καμμιά από τις Δυνάμεις
αυτές δεν ήθελε να υστερήσει σε σχέση με τις άλλες. Στην εποχή της
ευρωπαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας, λοιπόν, ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω
από τον άξονα των ενδοευρωπαικών ανταγωνισμών, ενώ τώρα τα ευρωπαϊκά
έθνη οφείλουν να συνομαδωθούν ή να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών
ανταγωνισμών. Τούτη η κοσμοϊστορική τομή συνιστά την προϋπόθεση της
αναδιάρθρωσης της Ευρώπης. Συνάμα απετέλεσε για την Ευρώπη μια κατάσταση
ανάγκης, η οποία βέβαια, λόγω της έκρηξης της μαζικής παραγωγής και της
μαζικής κατανάλωσης μετά το 1950 καθώς και λόγω των τεράστιων
αποθεμάτων της ιμπεριαλιστικής εποχής, δεν έγινε αισθητή ως τέτοια από
υλική άποψη, όμως η πολιτική της πλευρά έγινε ορατή στο καθοριστικό
γεγονός ότι ανάδοχοι της ευρωπαϊκής ενότητας υπήρξαν, θετικά ή αρνητικά,
ακριβώς οι δύο εκείνες μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετά το 1945
διαδέχθηκαν την Ευρώπη σε πλανητικό επίπεδο. Θετικά η κηδεμονία των
Ηνωμένων Πολιτειών και αρνητικά ο φόβος μπροστά στη σοβιετική
αυτοκρατορία έθεσαν σε κίνηση μία διαδικασία, την οποία, έστω και μετά
από τις πρόσφατες καταστροφές, διόλου δεν θα κινούσε από μόνος του ο
καθαρός Λόγος των Ευρωπαίων, αν είχαν αφεθεί μόνοι τους και δεν
διέτρεχαν κινδύνους εκ των έξω.
Το ότι η κοσμοϊστορική τομή που αναφέραμε συνιστούσε κατάσταση ανάγκης
γίνεται πρόδηλο και σε μιαν άλλη προοπτική. Το τέλος της παγκόσμιας
κυριαρχίας της Ευρώπης συνέπεσε χρονικά με το τέλος των ευρωπαϊκών Νέων
Χρόνων, όπως άλλωστε και η αρχή των Νέων Χρόνων σήμανε την αρχή της
παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει: οι Νέοι Χρόνοι δεν
ήσαν μονάχα (στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών) ευρωπαϊκό φαινόμενο
με την ειδοποιό έννοια του όρου, αλλά και (από οικονομική και πολιτική
άποψη) ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο. Η υπερφαλάγγιση του ευρωπαϊκού
συντελεστή από τον πλανητικό και, συναφώς, του ολιγαρχικού και
ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως τον πρώτο
κοινωνικό σχηματισμό πλανητικού βεληνεκούς στην ίσαμε τώρα ιστορία)
συμβάδισε έτσι αναγκαστικά με την εξασθένιση ή τον εξανεμισμό των ιδεών
των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και απέληξε σε μια ουσιωδώς καινούργια
παγκόσμια κατάσταση. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τα καθέκαστα, τις
ιδιαίτερες μορφές και τις επί μέρους συνέπειες της κοσμοϊστορικής αυτής
τροπής. Όμως η υπόμνηση της διαδικασίας στο σύνολό της παραμένει
απαραίτητη προκειμένου να συλλάβουμε σ’ όλη της την έκταση την ευρωπαϊκή
κατάσταση ανάγκης το αργότερο μετά το 1945. Και οφείλουμε να την έχουμε
συνεχώς κατά νουν. Γιατί ανάλογα με το αν η διαδικασία (ή η προσπάθεια)
της ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται αντιληπτή ως απάντηση σε μιαν
κατάσταση ανάγκης ή ως νίκη του Λόγου προκύπτουν δυο διαφορετικές
δεοντολογίες και στρατηγικές. Όποιος θεωρεί ότι εδώ πρυτάνευσε ο
ειρηνόφιλος Λόγος, είναι απροετοίμαστος απέναντι σε άσχημες εξελίξεις
εντός της Ευρώπης και επι πλέον εκτίθεται στον κίνδυνο να επεκτείνει
αυτή του τη θεώρηση σε ολόκληρο το πλανητικό τοπίο, δηλαδή να αποδώσει
στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτήρα προτύπου και να προσδοκά την λύση των
παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παγκόσμιο κράτος, το οποίο θα στηριζόταν
στη συναίνεση και θ’ αποτελούσε μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση In magno. Ωστόσο
δεν κατανοεί κανείς γιατί κράτη όπως η Κίνα λ.χ., που πιστεύουν ότι
διαθέτουν αυτοτελείς και πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες εκδίπλωσης
των δυνάμεων τους, θα υιοθετούσαν την λογική μιας δημογραφικά
εξασθενημένης ηπείρου, η οποία επί μερικές δεκαετίες μετά την απώλεια
των αυτοκρατοριών της έζησε υπό τη σκιά των Αμερικανών και των Ρώσσων κι
εξαρτάται ακόμα από τους πρώτους. Και επί πλέον: ποιός θα παίξει ως
προς το παγκόσμιο κράτος τον ίδιο θετικό και αρνητικό ρόλο που έπαιξαν
Αμερικανοί και Ρώσσοι ως προς την Ευρώπη;
.~`~.
ΙΙ
α´
Η ακριβής σύλληψη της ευρωπαϊκής κατάστασης ανάγκης μέσα στο πλαίσιο της
παγκόσμιας ιστορίας αποτελεί απλώς την αρχή μιας ουσιαστικής
προβληματικής – και αφήνει στην πράξη όλες τις δυνατότητες ανοιχτές.
Γιατί οι καταστάσεις ανάγκης και οι κρίσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν
τόσο κεντρομόλες όσο και κεντρόφυγες δυνάμεις, να γεννήσουν τόσο
αλληλεγγύη όσο και διαμάχη. Μια ομάδα ατόμων ή εθνών οφείλει, αν θέλει
να παραμείνει ανταγωνιστική, να υιοθετήσει μιαν οργανωτική μορφή, δηλαδή
να διευκρινίσει πώς και από ποιόν λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η
αλληλεγγύη (με την κοινωνιολογική, όχι με την ψυχολογική έννοια)
προκύπτει όταν το πρόβλημα λήψης αποφάσεων λύνεται δεσμευτικά, αδιάφορο
πού εδράζεται η δεσμευτικότητα’ αλλιώς είτε δημιουργείται άμεση
σύγκρουση είτε επικρατούν οι κεντρόφυγες δυνάμεις με βάση την αρχή «ο
σώζων εαυτόν σωθήτω». Ποιόν από τους δυο δρόμους θα πάρει η Ευρώπη δεν
μπορεί ακόμη να λεχθεί με έσχατη βεβαιότητα. Πριν από λίγον καιρό ακόμη
ήταν δυνατό να κατανέμεται η ευημερία, και απ’ αυτό επωφελήθηκαν όλοι σε
απόλυτα μεγέθη, μολονότι μερικοί επωφελήθηκαν περισσότερο συγκριτικά με
άλλους. Όμως η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη
δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή
σημαντικών βαρών.
Η ένοχη συνείδηση, η οποία, έμμεσα τουλάχιστον,
απετέλεσε ίσαμε σήμερα το κίνητρο της γερμανικής ταμειακής
γενναιοδωρίας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απροθυμία ή και σε
επιθετικότητα, αν η χαμηλή απόδοση άλλων θα απαιτούσε από τη Γερμανία
εξαιρετικές θυσίες ως αντιστάθμισμα σε πανευρωπαική κλίμακα. Ίσαμε
σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις εκ μέρους άλλων ευρωπαϊκών εθνών ότι είναι
διατεθειμένα να κάνουν θυσίες για χάρη τρίτων’ και η έφεση προς
αλληλέγγυα συμπεριφορά εξασθενίζει σήμερα και στο εσωτερικό των διαφόρων
ευρωπαϊκών εθνών.
Σ’ αυτά προστίθεται και η εσωτερική λογική μιας ενοποιητικής
διαδικασίας. Τα πρώτα βήματα προς μια ενοποίηση είναι παντότε τα
ευκολότερα, τα τελευταία τα δυσκολότερα. Όμως, χωρίς τα τελευταία, τα
πρώτα αιωρούνται στον αέρα, δεν αποτελούν οριστικές ή αποφασιστικές
δεσμεύσεις, έστω και αν δεν ακυρώνονται. Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται η
δυνατότητα της παλινδρόμησης μετά από μιαν μακρά τελμάτωση, προ παντός
αν σκεφθούμε ότι ακόμα και πολυεθνικά μορφώματα, τα οποία συνιστούσαν
ενιαία οικονομική και πολιτική μονάδα, διαλύθηκαν ακαριαία σε εποχές
βαθιάς κρίσης (η Σοβιετική Ένωση είναι το τελευταίο σχετικό παράδειγμα,
και θα έπεφτε κανείς πολύ έξω αν απέδιδε τη διάλυση της απλώς και μόνο
στην εξέγερση των λαών της εναντίον του «ολοκληρωτισμού»: η
οικονομική-πολιτική ενότητα απλώς καταργήθηκε, δεν ξαναθεμελιώθηκε υπό
συνθήκες ελευθερίας). Οι έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερες δυσκολίες κατά τα
τελευταία βήματα μιας ενοποιητικής διαδικασίας στην περίπτωση της
Ευρώπης πιθανόν να επιταθούν εξ αιτίας ενός σχετικά πρώιμου στρατηγικού
σφάλματος. Εννοούμε τη διεύρυνση του αρχικού πυρήνα με την εισδοχή
ασθενέστερων και ωστόσο ισότιμων μελών (αν ήδη η εισδοχή της Μεγάλης
Βρετανίας αποτελούσε στρατηγικό σφάλμα, όπως πίστευε ο de Gaulle, δεν το
εξετάζουμε εδώ). Κατά πάσα πιθανότητα, η γρήγορη εμβάθυνση της
οικονομικής και της πολιτικής ενότητας ανάμεσα στις χώρες του αρχικού
πυρήνα, καθώς και η προς τα έξω εκδήλωση της εμβάθυνσης με πράξεις
πλανητικού βεληνεκούς, θα είχε ασκήσει την επίδραση ενός μαγνήτη, ο
οποίος θα προσείλκυε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη σα να ήταν ρινίσματα
σιδήρου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο μαρκότερος χρόνος αναμονής των
υποψηφίων δεν θα τους έβλαπτε ουσιαστικά, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις ούτως ή
άλλως αύξουσες διαπλοκές και υφιστάμενες εξαρτήσεις. Σημερινές
προτάσεις και πράξεις, οι οποίες αποσκοπούν σε μιαν Ευρώπη «δύο ή
περισσοτέρων ταχυτήτων», μοιάζουν με προσπάθειες επανόρθωσης του πρώιμου
εκείνου σφάλματος, υπό δυσμενέστερες συνθήκες βέβαια. Ωστόσο το σφάλμα
δεν είναι οπωσδήποτε ανεπανόρθωτο, ανασκοπικά μάλιστα μπορούμε να το
θεωρήσουμε ως αναπόφευκτο υπό την έννοια ότι η ευρωπαϊκή, και προ παντός
η γερμανική, εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες την εποχή του Ψυχρού
Πολέμου έθετε αφ’ εαυτής όρια σε μιαν ποιοτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής
ενοποίησης, όρια που δεν υπήρχαν ως προς την ποσοτική διεύρυνση. Εν πάση
περιπτώσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει σήμερα σε σημείο όπου μια
ακόμη διεύρυνση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως φυγή μπροστά στο επείγον
καθήκον της εμβάθυνσης και ως ένδειξη οργανικής αδυναμίας.
β´
Στην πολιτική η ποσότητα δεν μεταβάλλεται αναγκαστικά σε ποιότητα, πολύ
συχνά μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο: το ποιοτικό στοιχείο διαλύεται μέσα
στον χυλό της ποσότητας.
Όποιος όμως σταθμίζει τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν
πρέπει να ξεκόψει μόνο από τα ποσοτικά κριτήρια. Εξίσου οφείλει να
απαλλαγεί από ευθύγραμμες αντιλήψεις για την πορεία της ενοποιητικής
διαδικασίας. Αυτό σημαίνει: ότι ευνοεί την ενοποίηση ονομαστικά δεν την
ευνοεί έμπρακτα. Ούτε καν η συμφωνία καθ’ εαυτήν δεν εγγυάται
περισσότερο από τη διαφωνία ότι πλησιάζουμε εγγύτερα προς την ευρωπαϊκή
ενοποίηση. Γιατί υπάρχει μια συμφωνία, η οποία αφορά κοινοτοπίες και
υποδηλώνει αδράνεια, και μια διαφωνία ή και μια διάσπαση, από την οποία
προκύπτουν όσοι μπορούν κατόπιν να λειτουργήσουν ως ατμομηχανές για την
παραπέρα εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει για τα επί μέρους οργανωτικά και
θεσμικά σχέδια. Η νομισματική ένωση αποτελεί λ.χ. ένα εγχείρημα, το
οποίο λογικά και in absracto προωθεί την ενοποιητική διαδικασία. Αν όμως
η εφαρμογή της γεννήσει σφοδρούς αγώνες ανακατανομής και μείζονες
αστάθειες, τότε ό,τι είχε σχεδιασθεί ως δρόμος προς την ενοποίηση θα
μεταβληθεί σε αιτία αδιέξοδης διαπάλης. Από την άλλη μεριά, τις
οικονομικές δυσχέρειες θα μπορούσε να τις διακινδυνεύσει κανείς αν από
τη νομισματική ένωση αναμένει ευμενή πολιτικά αποτελέσματα – όμως στην
περίπτωση αυτή ένας συγκεκριμένος φορέας θα όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα
αναμενόμενα αυτά αποτελέσματα να γίνουν πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι
ιδεολογικές προκαταλήψεις δεν συνιστούν τον καλύτερο πρακτικό σύμβουλο,
προ παντός όταν δεν έχουμε να κάνουμε με τις συχνά συγκεκαλυμμένες
ιδεολογίες των οικονομολόγων, αλλά με τις κραυγαλέες ιδεολογίες όσων
αγορεύουν υπέρ ή κατά του εθνικού κράτους.
Και εδώ από πρώτη όψη φαίνεται σαν η (έμπρακτη τουλάχιστον) κατάργηση
του εθνικού κράτους να άνοιγε eo ipso τον δρόμο της ευρωπαϊκής
ενοποίησης. Όποιος το πιστεύει αυτό, από τα εθνικά κράτη αναμένει μονάχα
εγωιστικές και στενοκέφαλες πράξεις (και όμως, εθνικά κράτη ίδρυσαν την
Ευρωπαϊκή Ένωση!) κι έτσι ταυτίζει το θετικό με την απάλειψη του
αρνητικού. Ένας στενός, λυσιτελής και μακροπρόθεσμος συντονισμός της
δράσης των δύο ή τριών σημαντικότερων εθνικών κρατών θα επιβοηθούσε
ωστόσο την ευρωπαϊκή υπόθεση πολύ περισσότερο από μιαν ενοποίηση, η
οποία πάνω απ’ όλα θα αντανακλούσε την παράλυση των κυβερνήσεων των
εθνικών κρατών. Και αντίστροφα: η πανευρωπαϊκή αρχή, η οποία θα
ανελάμβανε επιτυχώς ουσιώδεις κυρίαρχες αρμοδιότητες των κυβερνήσεων
αυτών, θα όφειλε λόγω του εξαιρετικού βάρους καθηκόντων της να είναι από
ορισμένες τουλάχιστον απόψεις ισχυρότερη σε σύγκριση με τις τελευταίες.
Αυτό το παραβλέπουν συχνότατα τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί του
εθνικού κράτους, γιατί αμφότεροι, αν και με αντεστραμμένα πρόσημα,
συγχέουν εννοιολογικά το έθνος και το κράτος. Ο σύνθετος όρος «εθνικό
κράτος» φαίνεται να ευνοεί αυτή τη σύγχυση, μολονότι στη πραγματικότητα
υποδηλώνει ότι το εθνικό κράτος συνιστά απλώς ένα μόνο είδος του γένους
«κράτος». Οι προασπιστές του εθνικού κράτους από τη μια φοβούνται την
απουσία κράτους, δηλαδή την ακυβερνησία, αν η κυβερνητική εξουσία
ασκείται από ένα μακρινό κέντρο εκτός του έθνους, ενώ από την άλλη
προσδοκούν έναν μαρασμό των εθνικών δυνάμεων, μια γενική ισοπέδωση και
μια πολιτισμική απίσχανση, αν το έθνος χάσει το έρεισμα του κράτους.
Όμως η λυσιτελής διακυβέρνηση είναι ζήτημα της πολιτικής βούλησης και
της οργανωτικής μορφής, όχι της εθνικότητας, όσο κι αν οφείλει να την
λαμβάνει υπ’ όψιν του’ και οι εθνικοί πολιτισμοί, οι οποίοι μπορούν καθ’
εαυτούς ακόμα και να ανθίσουν μέσα σ’ ένα πολυεθνικό κράτος,
υπονομεύονται σήμερα από πλανητικές δυνάμεις, εναντίον των οποίων το
εθνικό κράτος ως τέτοιο δεν είναι σε θέση να κάμει πολλά πράγματα. Οι
εχθροί του εθνικού κράτους συμμερίζονται λίγο-πολύ όλες αυτές τις
διαγνώσεις και προγνώσεις – μόνο που χαιρετίζουν το αποτέλεσμα. Τον
παραμερισμό του παράγοντα «έθνος» τον θεωρούν (και στο σημείο αυτό η
κοσμοπολίτικη «αριστερά» συμμαχεί, κατά τρόπον μόνον κατ’ επίφαση
παράδοξο, με τις πολυεθνικές εταιρείες) ως χαρμόσυνο βήμα προς την
εξασθένιση ή κατάργηση του παραδοσιακού κράτους εν γένει, προς την
ανάπτυξη μιας μεταεθνικής συνείδησης αυτόνομων πολιτών ως νέας βάσης της
πολιτικής δραστηριότητας κ.τ.λ κ.τ.λ.
Τώρα η συνείδηση του «ώριμου πολίτη» αντλεί κατά κανόνα την πνευματική
της τροφή μάλλον από την ιδιωτική τηλεόραση παρά από τις εκλεπτυσμένες
προσφορές των πολιτικών ιδεολογιών, κι έτσι η εξαφάνιση των εθνικιστικών
φανατισμών δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με ανώτερο πολιτικό φρόνημα. Αφ’
ετέρου, η ακυβερνησία, που μακροπροθέσμως θα ήταν ολέθρια για την
Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί ν’ αποφευχθεί μονάχα αν τα κυρίαρχα δικαιώματα
του εθνικού κράτους δεν εξατμισθούν απλώς, αλλά μεταβιβασθούν σ’ έναν
καινούργιο κυρίαρχο. Το τέλος του εθνικού κράτους και το τέλος του
κυρίαρχου κράτους εν γένει θα παραμείνουν δύο πράγματα διαφορετικά από
ιστορική και λογική άποψη ακόμη και στην περίπτωση όπου η Ευρώπη θα
απεκδυθεί τις πολιτικές μορφές του παρελθόντος χωρίς να μπορέσει να
δημιουργήσει καινούργιες. Όμως κάθε βήμα προς τις καινούργιες θα θέτει
ερωτήματα, στα οποία θα μπορεί ν’ απαντήσει μονάχα ένας νέος κυρίαρχος,
δηλαδή ένα (τουλάχιστον γεννώμενο) κράτος.
Τούτο το κράτος θα πρέπει πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσει δεσμευτικά το
ζήτημα: «ποιός ανήκει δικαιωματικά σ’ εμένα;», το οποίο εμφανίζεται σε
ποικίλες παραλλαγές («ποιός έχει το δικαίωμα να συναποφασίζει;» «ποιός
έχει το δικαίωμα να εισέρχεται ως μετανάστης;»). Το συγκεκριμένο αυτό
ζήτημα οφείλει να το θέσει και να το λύσει κάθε πολιτική οντότητα,
ανεξάρτητα από τη διάρθρωση και το μέγεθος της, γιατί αφορά την ίδια της
τη συγκρότηση. Γι’ αυτό και πλανώνται οικτρά όσοι νομίζουν ότι μαζί με
το εθνικό κράτος, τούτον τον δήθεν γενεσιουργό όλων των δεινών, θα
τελειώσει και κάθε σύνορο, κάθε διαχωρισμός. Μπορεί να συμβεί ακριβώς το
αντίθετο, υπό συνθήκες που εύκολα μπορούμε να μαντέψουμε: η ευρωπαϊκή
ενοποίηση συντελείται -όπως είναι εύλογο- σε εποχή αύξουσας
παγκοσμιοποίησης, όμως ακριβώς η αύξουσα παγκοσμιοποίηση δυναμώνει την
πίεση επί της Ευρώπης.
.~`~.
ΙΙΙ
α´
Κατ’ αρχήν μπορούμε να φανταστούμε ότι στο προβλεπτό μέλλον η Ευρώπη
είτε θα επιτύχει να συμπήξει μια κυρίαρχη πολιτική οντότητα είτε δεν θα
το επιτύχει. Στην πρώτη περίπτωση ερωτάται αν η ενότητα θα
πραγματοποιηθεί μέσω της ηγεμονίας ενός έθνους ή με άλλον τρόπο. Για το
ρόλο του ηγεμόνα υπάρχουν προφανώς (αφού η Μεγάλη Βρετανία, όπως
φαίνεται, αρκείται να εμποδίζει την ανάληψη της ηγεμονίας από μέρους
κάποιας άλλης ευρωπαϊκής δύναμης) μονάχα δύο υποψήφιοι: η Γαλλία, η
οποία προβάλλει αυτήν την αξίωση (τουλάχιστον στο διπλωματικό και
στρατιωτικό πεδίο), και η Γερμανία, η οποία διαθέτει τις υλικές
προϋποθέσεις και επί πλέον διαθέτει το έμπρακτα αναγνωρισμένο προβάδισμα
στον οικονομικό τομέα. Ωστόσο ένας ανοιχτός αγώνας μεταξύ Γαλλίας και
Γερμανίας με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ηγεμονία δεν θα μπορούσε σήμερα
να αποκτήσει γνήσια δυναμική ήδη λόγω της δραματικής αλλαγής της θέσης
της Ευρώπης μέσα στον κόσμο. Από την άμεση αντιπαράθεση με δεδομένη τη
δυνατότητα ένοπλης σύγκρουσης δεν μπορεί πλέον να αναδειχθεί ηγεμόνας.
Βεβαίως, η μια πλευρά μπορεί να επηρεάζει σημαντικά και μόνιμα την άλλη,
μπορεί μεσοπρόθεσμα ακόμα και να την «έχει του χεριού της», όμως είναι
αμφίβολο αν από αυτό θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια κανονική ηγεμονία.
Η ηγεμονία εντός της Ευρώπης απαιτεί κάτι περισσότερο από την
αποφασιστική επιρροή στα ζητήματα της νομισματικής ένωσης ή στην
οργάνωση μια στρατιωτικής επέμβασης· ο ηγεμόνας της Ευρώπης θα έπρεπε να
εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή ήπειρο μπροστά στα μάτια ολόκληρου του πλανήτη
με πράξεις, οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Ούτε η Γαλλία ούτε η
Γερμανία θα είναι μελλοντικά σε θέση να κάμουν κάτι τέτοιο, και μάλιστα
με τον καιρό το πλανητικό βάρος τους ως μεμονωμένων χωρών μάλλον θα
μειωθεί παρά θα αυξηθεί.
Η γερμανική πλευρά, μετά από τυχόν απογοητεύσεις της στη Γηραιά Ήπειρο,
θα μπορούσε να ερωτοτροπήσει με τη σκέψη να αποκτήσει την ηγεμονία στην
Ευρώπη στηριζόμενη στη βοήθεια των Αμερικανών, δηλαδή να κατευθύνει τα
ευρωπαϊκά πεπρωμένα σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς –στο κάτω-κάτω εξ
αιτίας (και) της αμερικανικής αντίστασης απέτυχαν δυο ηγεμονικές
προσπάθειες της Γερμανίας μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα. Αμερικανικοί κύκλοι
διατύπωσαν πράγματι την επιθυμία μιας προνομιούχας σχέσης με τη
Γερμανία. Ωστόσο παραμένει ασαφές αν έχουν κατά νουν μια Γερμανία, η
οποία θα χρησιμοποιούσε την αμερικανική υποστήριξη προ παντός για να
επιτύχει την ευρωπαϊκή ενοποίηση σύμφωνα με τις αντιλήψεις της (και τις
αντιλήψεις των ΗΠΑ), ή μια Γερμανία, η οποία, η οποία κατά βάση θα
αναλάμβανε το ρόλο του τοποτηρητή των Αμερικανών στην Ανατολική Ευρώπη
απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας και ανεξάρτητα από την τύχη
της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, μια ενδεχόμενη
απόφαση της Γερμανίας να συγκλίνει δυναμικά με την αμερικανική πολιτική
θα ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά επικίνδυνο παιχνίδι. Όχι μόνο
επειδή αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε μια επαναπροσέγγιση μεταξύ Γαλλίας,
Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, αλλά και επειδή στο ζήτημα αυτό δε θα
μπορούσε να αναμένεται από αμερικανικής πλευράς μια σταθερή και διαρκής
στάση.
Ο θρύλος της «ειδικής σχέσης» μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ηνωμένων
Πολιτειών ίσως είναι υπερβολικός, όμως οι Βρετανοί διατηρούν πάντοτε τη
διακριτική τους επιρροή στην Ουάσιγκτον. Και ακόμα ισχυρότερη μπορεί να
αποδειχθεί εντός των Ηνωμένων Πολιτειών η επιρροή δυνάμεων και lobbies
που θα επιδείκνυαν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε μιαν τέτοια τροπή
της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι σχεδιαστές της τελευταίας θα
μπορούσαν να συμφωνήσουν το δίχως άλλο μόνον ως προς τη γενική αρχή ότι
χρειάζονται μια ισχυρή Γερμανία στο πλαίσιο ενός ΝΑΤΟ απολύτως
ελεγχόμενου από τις ίδιες. Υπό παρόμοιο πνεύμα ενθάρρυναν στο παρελθόν
τις προσπάθειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, προϋποθέτοντας σιωπηρά τον
όρο ότι η Ευρώπη θα αποτελεί εξ ολοκλήρου τμήμα μιας Δύσης
ποδηγετούμενης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η λογική της ηγεσίας απαιτεί
να δίνει ο στρατηγός διαταγές σε ταξιάρχους και συνταγματάρχες, όχι σε
υπαξιωματικούς.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει απολύτως ότι μια μελλοντική
Γερμανία, θέλοντας ν’ αποκτήσει ηγεμονική θέση στην Ευρώπη, ίσως συνάψει
μια στενή και προνομιούχο συμμαχία με τις ΗΠΑ· είναι δυνατόν ακόμα και
να φαντασθούμε προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εγχείρημα αυτό θα
στεφόταν από επιτυχία. Όμως η επιτυχία θα απαιτούσε πολιτικές
ικανότητες, οι οποίες δεν ευδοκιμούν στη Γερμανία. Η έλλειψη των
εμπειριών που έχουν συγκεντρώσει από αιώνες στην παγκόσμια πολιτική τα
μεγάλα ιμπεριαλιστικά έθνη της Δύσης (με επικεφαλής τη Μεγάλη Βρετανία
και τη Γαλλία) δεν αναπληρώνεται εύκολα, ενώ ως γνωστόν οι λεπτοί
συνδυασμοί, τους οποίους συναποτελούν η ένδειξη ισχύος, οι ευαίσθητοι
χειρισμοί και η αποτελεσματική ρητορική, δεν υπήρξαν τα συνήθη προϊόντα
των γερμανικών πολιτιστικών εργαστηρίων αυτού του αιώνα.
β´
Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός
τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην
πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς
την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά
τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν
αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και
οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική
αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων
σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η
ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία
μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή, εφ’ όσον
η οικονομία αφορά, το ίδιο όπως και η πολιτική, συγκεκριμένες σχέσεις
συγκεκριμένων ανθρώπων· η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν
είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία,
ηθική και αισθητική. Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την
ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής
αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση
μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το
οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της
πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός
ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.
Στο φως της διαπίστωσης ότι η Γερμανία πιθανότατα ούτε και σήμερα
γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει το σημαντικότατο δυναμικό της (όπως δεν
το γνώριζε ούτε και στο πρώτο μισό του αιώνα μας), φθάνει κανείς σχεδόν
να λυπάται γιατί ο Θεός χάρισε σε αυτή τη χώρα τη «vingt million de
plus» και γιατί δε διαθέτει η Γαλλία τα δημογραφικά και οικονομικά
πλεονεκτήματα του επίφθονου γείτονά της. Αν κατείχε επαρκείς υλικές
προϋποθέσεις, η χώρα του Richelieu και του de Gaulle θα διέθετε
πιθανότατα επίσης επαρκή αυτοπεποίθηση και επιδεξιότητα, ώστε να πάρει
την ηγεμονία της Ευρώπης και να εκπροσωπήσει την ήπειρο με δυναμικότητα
και αξιοπρέπεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει οι Γερμανοί
έχουν να μάθουν πολλά από την πολιτικά υπέρτερη ελίτ της Γαλλίας και θα
διέπρατταν σφάλμα πρώτου μεγέθους αν με υψωμένο δάχτυλο έπαιζαν εδώ το
ρόλο ηθικού παιδαγωγού – και μάλιστα παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ
συγκαταλέγονται στους μεγαλοεξαγωγείς όπλων και έτσι ανήκουν ήδη στην
αμφιλεγόμενη κατηγορία των demi-vierges.
Οι φανερές ή κρυφές αξιώσεις της Γαλλίας ίσως να είναι μεγαλύτερες από
τις πραγματικές της δυνατότητες, όμως και η Γερμανία αποτελεί, σε
πλανητικό επίπεδο, μάλλον μεσαία Δύναμη, της οποίας οι κινήσεις
βρίσκονται επί πλέον υπό συνεχή επιτήρηση και θα συνεχίσουν να
επιτηρούνται και στο μέλλον. Rebus sic stantibus και εν όψει του
γεγονότος, ότι μια οξεία ηγεμονική σύγκρουση μεταξύ των ηγετικών
ευρωπαϊκών εθνών έχει ξεπεραστεί κοσμοϊστορικά, δεν μπορεί παρά να
συμπεράνει κανείς ότι, αν ποτέ πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική ευρωπαϊκή
ενοποίηση, αυτό θα γινόταν αναγκαστικά μέσω μιας στενής γαλλογερμανικής
συνεργασίας. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η εσωτερική
θεσμική μορφή αυτής της συνεργασίας λίγο μετρά καθ’ εαυτήν και ότι υπό
ορισμένους όρους η αρμονική και δυναμική συμπόρευση δυο χωριστών εθνικών
κρατών, τα οποία θα είχαν συνείδηση της θέσης τους και θα διέθεταν την
ικανότητα να συμπαρασύρουν και τα υπόλοιπα, θα εξυπηρετούσε ενδεχομένως
την ευρωπαϊκή υπόθεση περισσότερο από μιαν απρόθυμη και χαλαρή πολιτική
ένωση.
.~`~.
ΙV
α´
Παραμένοντας στην υπόθεση, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε μελλοντικά να
δραστηριοποιηθεί ως συνεκτική πολιτική οντότητα σε πλανητικό επίπεδο,
πρέπει τώρα να θέσουμε το εύλογο ερώτημα: που είναι για ποιόν σκοπό; Σ’
έναν πολυπολικό κόσμο ο ανταγωνισμός με τον καιρό θα οξυνθεί επειδή κάθε
ενεργό μέρος θα αναγκάζεται να μετρά τις δυνάμεις του με εκείνες πολλών
άλλων. Ο πλανητικός χαρακτήρας των δρώμενων δεν σημαίνει βέβαια ότι τα
δρώντα υποκείμενα οφείλουν να απλωθούν ισομερώς σε ολόκληρη την υδρόγειο
και να έχουν παντού τα ίδια ζωτικά συμφέροντα. Όπως είναι αυτονόητο,
έχουν την λιγότερο ή περισσότερο σταθερή τους βάση, με αφετηρία την
οποία δρουν επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ορισμένα βαρύνοντα
πεδία. Ακόμα και για μιαν αμιγώς πλανητική δύναμη, όπως είναι σήμερα οι
Ηνωμένες Πολιτείες, το Αφγανιστάν δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η Μέση
Ανατολή. Το ίδιο θα ίσχυε και για μιαν Ευρώπη δραστηριοποιούμενη σε
πλανητικό επίπεδο.
Πολιτικοί και επιχειρηματίες, αλλά και παρατηρητές, οι οποίοι αναζητούν
σήμερα το ευνοϊκότερο πεδίο εκδιπλώσεως για την Ευρώπη, κατά κανόνα
στρέφουν το βλέμμα τους προς την Άπω Ανατολή – ίσως όχι τόσο από
γεωπολιτικά εμπνεόμενη δίψα για δράση, αλλά μάλλον για λόγους ευκολίας,
αφού είναι πολύ απλούστερο και φθηνότερο να κερδίσεις συμμετέχοντας σε
μιαν ήδη ανιούσα πορεία παρά να τη θέσεις ο ίδιος σε κίνηση σχεδιάζοντας
την μόνος σου με βάση μακροπρόθεσμους ευρωπαϊκούς σκοπούς. Ασφαλώς, η
παρουσία ευρωπαϊκών Δυνάμεων σ’ έναν χώρο, όπου συμβαίνουν πράγματα
μεγάλης σημασίας για το μέλλον ενδείκνυται από κάθε άποψη. Όμως η Ευρώπη
είναι δυνατόν να διαθέτει εκεί αξιόλογο βάρος μονάχα αν δεν πουλά απλώς
τεχνογνωσία, την οποία μπορούν έτσι κι αλλιώς οι ενδιαφερόμενοι να την
αγοράσουν από τις γνήσιες επιχώριες δυνάμεις του Ειρηνικού, την Ιαπωνία
και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά έχει στα χέρια της πλεονεκτήματα, τα
οποία αναγνωρίζονται αμέσως ως τέτοια, τόσο σε σχέση με τις δικές της
δραστηριότητες όσο και στα μάτια της Άπω Ανατολής.
β´
Εννοούμε τη Ρωσσία, και μάλιστα τη Σιβηρία. Η Σιβηρία (και η Κεντρική
Ασία) αποτελεί την τελευταία πλούσια σε πρώτες ύλες και αραιοκατοικημένη
μεγάλη επιφάνεια μέσα σ’ έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη. Όποιος πιστεύει
ότι η «γνώση» και η «πληροφορία» έκανε παρωχημένα τα ζητήματα του χώρου
και των πρώτων υλών, απλώς έχει πέσει θύμα της ιδιοτελούς μυθολογίας
του κυβερνοχώρου που σήμερα είναι της μόδας.
Οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μέσω των επιστημόνων και των
μελλοντολόγων τους εξαγγέλλουν την «κατάλυση της ύλης», διατηρούν
ταυτόχρονα ένα πλανητικό στρατιωτικό-πολιτικό δίκτυο που τους
διασφαλίζει την προνομιακή πρόσβαση προς τους νευραλγικούς πόρους.
Αμερικανοί και Ιάπωνες εκμεταλλεύθηκαν ταχύτατα την εξασθένιση και
κατόπιν κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να εισβάλλουν
οικονομικά στη Σιβηρία, αρχικά υπό τη μορφή της ανηλεούς αποψίλωσης του
δασικού της πλούτου, αλλά έχοντας πάντοτε κατά νούν τα τεράστια
αποθέματα αρκτικού πετρελαίου και βιομηχανικά-στρατηγικά σημαντικών
μεταλλευμάτων.
Ωστόσο ο πρώτος μνηστήρας του σιβηρικού (και
κεντροασιατικού) χώρου και του πλούτου του ονομάζεται – Κίνα. Η Κίνα δεν
ωθείται προς τον χώρο αυτό απλώς και μόνο από μακρινές μνήμες ή βάσιμες
ιστορικές αξιώσεις, οι οποίες έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους στις
ένοπλες συγκρούσεις με την Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1960,
αλλά από στοιχειακές δυνάμεις. Στους 1,2 δισ. κατοίκους της σημερινής
(1998) Κίνας θα προστεθούν ως το 2030 αλλά 500 εκ. περίπου, και ήδη η
διατροφή τους, καθώς μάλιστα ανέρχεται παράλληλα το βιοτικό τους
επίπεδο, θα θέσει σε τρομερή δοκιμασία τους παγκόσμιους αγροτικούς
πόρους. Με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό θα αυξηθεί η πείνα για ενέργεια
και πρώτες ύλες. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων θα βρίσκονται μπροστά
σ’ έναν σχεδόν κενό τεράστιο χώρο, ο οποίος προσφέρει τα πλείστα, απ’
όσα χρειάζονται κατεπειγόντως.
Ο πειρασμός ή η ανάγκη θα έχουν τέτοια
ένταση, ώστε θα κάμψουν κάθε αντίσταση, και οι παγκόσμιοι πολιτικοί
συνδυασμοί, που θα προέκυπταν με άξονα τούτο το επίμαχο ζήτημα, θα
ασκούσαν ασφαλώς καθοριστική επιρροή στην πλανητική ιστορία του 21ου αι.
– προ παντός αν η Κίνα παραμείνει ενιαίο κράτος και προβάλλει
ταυτόχρονα αξιώσεις τόσο στον ασιατικό-ηπειρωτικό χώρο όσο και στον χώρο
του Ειρηνικού Ωκεανού.
Μόλις αρχίσει να διαγράφεται μία τέτοια
κατάσταση η Ρωσσία θα τεθεί υπό πίεση και θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει
συμμάχους. Αν δεν βρει, τότε θα υποχρεωθεί να κάμει παραχωρήσεις προς
την Κίνα ή και να συμπαραταχθεί μαζί της, οπότε θα δημιουργούνταν ένας
πανίσχυρος συνασπισμός.
Μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσσία οφείλει να
προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. Ασφαλώς είναι
δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της
πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή
και με τον κατακερματισμό της Ρωσσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα
είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός
τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής
όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής
Ένωσης. Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία [σημ. Δ`~. δες Για
το «γερμανικό ζήτημα»], όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου
σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσσικά σύνορα, δεν μπορεί
παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να
σπρώξει τη γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην
αγκαλιά της Κίνας.
Όποιος είναι έστω κι επιφανειακά εξοικειωμένος με τη ρωσική ιστορία, θα
πρέπει να γνωρίζει ότι καμία entente cordiale με τη Ρωσσία δεν είναι
δυνατή, αν δεν της αναγνωρισθεί εξ υπαρχής το δικαίωμα να τηρεί την τάξη
στην Καυκασία, στην κεντρική Ασία και σε ολόκληρο τον σιβηρικό χώρο. Η
Ευρώπη δεν θα είχε να χάσει τίποτε, αν η Ρωσσία επιτελούσε με επιτυχία
το έργο αυτό, αντίθετα μάλιστα. Και δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσικής
ηγεμονίας πάνω σε μία πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά
με ενιαίο τρόπο. Μία τέτοια Ευρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την
Ρωσσία, ενώ η Ρωσσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μίαν τέτοιαν
Ευρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μιας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης
της Ευρασίας θα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσσική επιρροή
στην Ανατολική Ευρώπη και οι αντίστοιχοι φόβοι των λαών.
γ´
Ώστε η μεγάλη πλανητική και κοσμοϊστορική δυνατότητα μίας Ενωμένης
Ευρώπης θα ήταν η Ευρασία. Κατ’ αρχήν βέβαια υπό την απτή έννοια της
διασφάλισης ενεργειακών πηγών και απαραίτητων πρώτων υλών σε εποχή όπου
εδώ διαφαίνεται στενότητα και οξύνονται οι συναφείς ανταγωνισμοί. Αλλά
επί πλέον και υπό την έννοια μιας αποστολής, η οποία διευρύνει τους
ορίζοντες και κινητοποιεί δυνάμεις. Φυσικά, το ότι η δυνατότητα υπάρχει
εξ αντικειμένου διόλου δεν σημαίνει και ότι γίνεται αντιληπτή ή ότι
επιζητείται η αξιοποίηση της. Με άλλα λόγια, η πρακτική της αξιοποίηση
θα προϋπέθετε κάτι παραπάνω από την οξυδέρκεια μιας κυβέρνησης.
Έργα
όπως η γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρασίας και η διάνοιξη τεράστιων
χώρων στο βόρειο, ανατολικό και κεντρικό τμήμα της δεν επιτελούνται από
γηράσκοντες και καλομαθημένους πληθυσμούς. Ώστε από δημογραφική άποψη η
Κίνα θα είχε αποφασιστικό πλεονέκτημα απέναντι της Ευρώπης, αν τυχόν οι
δύο πλευρές προέβαλαν ταυτόχρονα αξιώσεις στον σιβηρικό και
κεντρασιατικό χώρο’ ακόμα και αν η υπέρτερη ευρωπαϊκή τεχνική
εξουδετέρωνε ως ένα σημείο αυτόν τον παράγοντα, πάλι η Ευρώπη θα
πιεζόταν χρονικά. Πέρα από τούτες τις δυσχέρειες θα μπορούσαμε να
αναφέρουμε κι άλλες.
Όμως όλα αυτά δεν μεταβάλλουν τη βεβαιότητα ότι μια Ευρώπη δίχως δικές
της ενεργειακές πηγές και πρώτες ύλες, μια Ευρώπη με γερασμένο πληθυσμό,
που θ’ αποτελούσε το πολύ τρία ή τέσσερα τοις εκατό του παγκόσμιου, μια
Ευρώπη αποκομμένη από τα μεγάλα στρατηγικά θέατρα της πλανητικής
ιστορίας του 21ου αιώνα – μια τέτοια Ευρώπη αργά ή γρήγορα θα μαραινόταν
και θα έσβηνε. Το θεώρημα του Mackinder για την Ευρασία διατηρεί
πάντοτε την αξία του. Όμως η θέση ότι όποιος κατέχει τη Γερμανία κατέχει
και την Ευρασία είχε νόημα μονάχα σ’ έναν ευρωκεντρικό κόσμο. Σ’ έναν
πλανητικό κόσμο, όπου απλώνεται όλο και περισσότερο η κραταιή σκιά της
Κίνας, το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία θα μπορούσε να είναι ο
σιβηρικός και κεντροασιατικός χώρος.
Η Ευρασία θα ήταν το μεγάλο θετικό κέντρο βάρους της πλανητικής
πολιτικής μιας ενιαίας ή ενιαία κυβερνώμενης Ευρώπης. Θα υπήρχαν όμως
και τα αρνητικά κέντρα βάρους, όπου σε πρώτη γραμμή θα έπρεπε να
διεκπεραιωθούν αμυντικά καθήκοντα. Ως κατ’ εξοχήν τέτοιο παράδειγμα
μπορεί ν’ αναφερθεί η Βόρειος Αφρική. Στην Κεντρική και στη Βόρειο
Ευρώπη δεν είναι ίσως τόσο έντονη όσο στη Γαλλία ή στην Ισπανία η
συνείδηση των συνεπειών που μπορεί να έχουν για τις ευρωπαϊκές
ισορροπίες οι δημογραφικές, οικολογικές και πολιτικές εξελίξεις στη
Βόρειο Αφρική. Το πρόβλημα δεν εξαλείφεται όταν κλείνεις τα μάτια. Στον
τρόπο, με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά έθνη τέτοιες
προκλήσεις, θα φανεί κατά πόσον θα είναι διατεθειμένα να ασκήσουν
ουσιαστική αλληλεγγύη μέσω ομόθυμων και συντονισμένων ενεργειών – και
επίσης να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία, όπως είπαμε,
πρώτα-πρώτα απαιτούν μιαν δεσμευτική απάντηση στο ερώτημα: «ποιός ανήκει
σε τούτη την πολιτική οντότητα και ποιός όχι;»
.~`~.
V
Ας εξετάσουμε τώρα την αντίθετη πιθανότητα, ότι δηλαδή δεν επιτυγχάνεται
η μετατροπή της Ευρώπης σε κυρίαρχη πολιτική οντότητα ικανή προς ενιαία
και αυτοτελή δράση. Τρεις λόγοι θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σ’ αυτό.
Πρώτον θα ήταν δυνατό η εξέλιξη της πλανητικής πολιτικής στο σύνολο της
να υποβιβάσει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης σε δευτερεύουσα
υπόθεση, οπότε τα ευρωπαϊκά έθνη θα προσχωρούσαν εσπευσμένα σ’ ένα
ευρύτερο «δυτικό» στρατόπεδο υπό εξωευρωπαική ηγεσία. Προσφιλείς νωθρές
συνήθειες και η αποστροφή προς τους κινδύνους της αυτονομίας ή αδήριτες
ανάγκες θα μπορούσαν με άλλα λόγια να σταθεροποιήσουν επί μακρό διάστημα
την πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή
ασκείται κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ, προ παντός σε περίπτωση όπου η αντίθεση
μεταξύ πλούσιων και φτωχών ή ανερχόμενων Δυνάμεων, αδιάφορο σε ποιά
μορφή, θα οξυνόταν τόσο, ώστε οι πρώτες θα αναγκάζονταν ή θα επιθυμούσαν
να διεξαγάγουν τον κοινό τους αγώνα υπό ενιαία ηγεσία και όχι ως
συνασπισμός δύο ισότιμων μελών. Τότε η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα έκανε
μόνον τόσες προόδους, όσες θα χρειάζονταν προκειμένου να διευκολυνθεί,
ήτοι να απλουστευθεί το έργο της αμερικανικής ηγεσίας’ σε αντάλλαγμα οι
Αμερικανοί θα μεριμνούσαν για την πρόσβαση των συμμάχων τους σε πηγές
ενέργειας και πρώτων υλών, για την ελευθερία των εμπορικών οδών και για
πυροσβέσεις σε φλεγόμενες περιοχές. Αν οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι
μπορούν να εμπιστευθούν στους Αμερικανούς τις βασικές χονδροδουλειές της
παγκόσμιας πολιτικής και ότι τους εξυπηρετεί καλύτερα η αμερικανική
ηγεσία παρά η δική τους αυτόνομη προσπάθεια, τότε φυσικά θα τείνουν να
μη θεωρούν την πολιτική κυριαρχία της Ευρώπης και την ικανότητα της για
δράση σε πλανητικό επίπεδο ως κατεπείγουσα υπόθεση, προωθώντας την
μονάχα στον βαθμό όπου δεν θα αντιστρατευόταν τις αμερικανικές ηγετικές
αξιώσεις. Μια τέτοια στρατηγική, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε
στρατηγική της εκούσιας και ιδιοτελούς υποταγής, προφανώς θα ήταν δυνατό
να επιτύχει μονάχα υπό τρεις μακροπρόθεσμους όρους: ότι τα απαιτούμενα
από τους Αμερικανούς ανταλλάγματα (λ.χ. στο παγκόσμιο εμπόριο) δεν θα
ξεπερνούσαν ουσιωδώς τα υποφερτά όρια, ότι οι Αμερικανοί θα ήσαν
διατεθειμένοι να ρίξουν πλήρως τις δυνάμεις τους στην πλάστιγγα ακόμα κι
αν διακυβεύονταν αποκλειστικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες, υπό την πίεση εσωτερικών φαινομένων αποσύνθεσης, δεν θα
παρέλυαν στο προβλεπτό μέλλον ως παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής.
Και κάτι επιπλέον πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ. Ακόμα κι αν μια πόλωση
της πλανητικής πολιτικής εξανάγκαζε τη «Δύση» (διάβαζε: τον
εκβιομηχανισμένο Βορρά) να συνασπισθεί υπό αμερικανική ηγεσία, και πάλι η
ιδιαίτερη μορφή αυτής της πόλωσης θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο
τον αγώνα για τον έλεγχο του σιβηρικού και κεντροασιατικού χώρου. Με
άλλα λόγια, για τη «Δύση» είναι δυνατόν να αποκτήσει ζωτική σημασία η
παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός ρωσσοκινεζικού μετώπου.
Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος θα μπορούσε να καταστήσει δευτερεύουσα ή
ξεπερασμένη υπόθεση τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής
οντότητας, θα ήταν η γρήγορη ενοποίηση της παγκόσμιας κοινωνίας, η οποία
θα απορροφούσε μονομιάς όρια και σύνορα, εθνικά κράτη και μείζονες
χώρους. Θεωρώ την προσδοκία αυτή ως μη ρεαλιστική και θα εξηγήσω
συντομότατα γιατί. όσοι τρέφουν τέτοιες προσδοκίες αναφέρονται στη
σημερινή παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών, όμως δεν
μιλούν καθόλου για το αποφασιστικό πρόβλημα της κατανομής. Ωστόσο, η
ειρήνη μεταξύ εθνικών ή πολιτικών οντοτήτων γενικά δεν κινδυνεύει τόσο
λόγω του τρόπου, με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν και επικοινωνούν, όσο
εξ’ αιτίας του τρόπου της κατανομής. Συνεχώς διατυπώνονται προτάσεις
για την εμβάθυνση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στη βιομηχανία
και το εμπόριο και για την πύκνωση των παγκόσμιων επικοινωνιακών δικτύων
– όμως το μυστικό της γενικά αποδεκτής κατανομής πόρων και προϊόντων
δεν το απεκάλυψε κανείς ίσαμε τώρα, ούτε και η πλούσια «Δύση». Θα πρέπει
να υποθέσουμε ότι η όξυνση των αγώνων κατανομής θα θέσει όρια στην
παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών’ αλλά προηγουμένως η
ίδια αυτή παγκοσμιοποίηση θα έχει οξύνει τους αγώνες κατανομής. Γιατί
προκαλεί διαδικασίες, μέσω των οποίων ανέρχονται οι προσδοκίες χωρίς
όμως να ικανοποιούνται εντελώς – και ο μισοχορτασμένος είναι
επιθετικότερος από τον μισοπεθαμένο της πείνας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει
ότι οι μελλοντικοί αγώνες κατανομής θα διεξαχθούν αναγκαστικά από τα
σημερινά πολιτικά υποκείμενα.
Η εναλλακτική λύση δεν είναι οπωσδήποτε: «παγκόσμια κοινωνία ή εθνικό
κράτος», όπως φοβούνται οι υποστηρικτές του τελευταίου, ταυτίζοντας την
απεμπόληση του με την απεμπόληση του έθνους και τούτη εδώ με τον άχρωμο
κοσμοπολιτισμό, ή όπως υποθέτουν οι οπαδοί της πρώτης, θεωρώντας
εσφαλμένα κάθε πλήγμα εναντίον του εθνικού κράτους ως προάγγελο της
αιώνιας ειρήνης. Όμως το εθνικό κράτος δεν αποτελεί το μόνο δυνατό
οριοθετημένο και κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, και καμμιά στατιστική δεν
έχει ίσαμε τώρα αποδείξει ότι οι πόλεμοι μεταξύ εθνικών κρατών υπήρξαν
συχνότεροι ή αγριότεροι από άλλους. Ακόμα και αν η αντικατάσταση όλων
των πολιτικών υποκειμένων με το πολιτικό υποκείμενο «παγκόσμια κοινωνία»
θα συνεπαγόταν υποχρεωτικά την κατάργηση των πολέμων μονάχα αν η
ιστορία είχε γνωρίσει ως τώρα αποκλειστικά πολέμους μεταξύ εθνικά ή
φυλετικά διαφορετικών πολιτικών υποκειμένων και όχι εμφυλίους πολέμους.
Το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η παγκόσμια κοινωνία είναι απλώς τη
μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.
Τρίτον, ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να ματαιωθεί από τις αστάθμητες
δυνάμεις της ανομίας. Οι δυνάμεις αυτές στην πλανητική εποχή δεν είναι
αναγκαστικά επιχώριας καταγωγής, εξ ίσου είναι δυνατόν να εισαχθούν – οι
ίδιες ή τουλάχιστον οι άμεσοι καταλύτες τους. Η εισαγωγή παγκόσμιων και
ανεξέλεγκτων πλέον οικολογικών αντιξοοτήτων ή καταστροφών δεν μπορεί
βέβαια να εμποδισθεί, όμως η εισαγωγή αφόρητων δημογραφικών επιβαρύνσεων
αποτελεί τουλάχιστον εν μέρει υπόθεση πολιτικής βούλησης, εκτός εάν εν
τω μεταξύ η επιβάρυνση έχει καταποντίσει τη πολιτική βούληση. Μπορεί
κανείς, με συγχωρητέα ανθρωπιστική αφέλεια, να υποτιμά τη σημασία του
δημογραφικού παράγοντα ή, απορροφημένος από υψηλούς στοχασμούς, απλώς να
τον παραβλέπει.
Όποιος όμως ανοιχτά και σοβαρά υποστηρίζει ότι η
μετανάστευση 30 ή 40 εκατομμυρίων ανθρώπων στη σημερινή Γαλλία ή
Γερμανία δεν θα προκαλούσε ανομικά φαινόμενα, αυτός είναι -δεν μπορώ να
το εκφράσω διαφορετικά- ηλίθιος. Εδώ καθοριστική είναι αποκλειστικά και
μόνον, η ποσότητα, και ο προσδιορισμός αυτής της ποσότητας είναι υπόθεση
της κυρίαρχης πολιτικής κρίσης.
Μια τέτοια κρίση δεν έχει την παραμικρή
σχέση με τον «ρατσισμό», εδώ δηλαδή δεν γίνεται λόγος για το φυλετικό ή
πολιτισμικό ποιόν των μεταναστών – εφ’ όσον μάλιστα τα ανομικά
φαινόμενα θα εμφανίζονταν εξ’ ίσου ακόμα κι αν κανείς θεωρούσε τους
μετανάστες ως φυλετικά και πολιτισμικά ισότιμους ή και ανώτερους. Η
δημογραφία έχει ήδη ως ποσότητα τη λογική της και προκαλεί εντελώς
ιδιαίτερες δράσεις και αντιδράσεις. Στα ήρεμα και αβλαβή σπουδαστήρια,
όπου συναντώνται οι οπαδοί του ηθικού οικουμενισμού, μπορεί κανείς με
κάθε άνεση να αισθάνεται ως υπερεθνικός αμιγής άνθρωπος μεταξύ
υπερεθνικών αμιγών ανθρώπων, αλλά ήδη μέσα στον συνωστισμό ενός
συγκοινωνιακού μέσου χάνει τη διάθεση να ερμηνεύει τα όσα συμβαίνουν
γύρω του και πάνω του λέγοντας ότι συμμετέχει απλώς σε μια συγκέντρωση
ανθρώπων ίσης ηθικής περιωπής και αξιοπρέπειας. Μιαν τέτοια περίπου
ασφυκτική κατάσταση την καθιστά ανεκτή μόνο και μόνο η βεβαιότητα πως
είναι χρονικά περιορισμένη, και εύκολα μπορούμε να φαντασθούμε τι θα
συνέβαινε, αν η βεβαιότητα τούτη δεν υπήρχε πια και αν η συνεχής και
μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα συμβάδιζε με μαζική εξαθλίωση εξ αιτίας του
εντεινόμενου παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού.
Τότε ορισμένες
ευρωπαϊκές χώρες θα έπαιρναν τον δρόμο του αυταρχισμού, άλλες θα
αντιδρούσαν με την περιχαράκωση, και εν πάση περιπτώσει η γυμνή και
τυφλή ορμή αυτοσυντήρησης θα κατέπνιγε κάθε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Όπως
παρατηρήσαμε, η πίεση και η κρίση μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρομόλες,
όμως εξ ίσου μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρόφυγες δυνάμεις.
.~`~.
IV
Ο αναγνώστης θα παρατήρησε, ελπίζω, ότι εδώ δεν εκφράσαμε προσωπικές
προτιμήσεις ή απέχθειες, ούτε προσπαθήσαμε να προφητεύσουμε συγκεκριμένα
περιστατικά – άλλωστε τέτοιες προφητείες κατά κανόνα αποτελούν απλώς
την εξαντικειμενικευμένη έκφραση προτιμήσεων ή απεχθειών. Περιγράψαμε
πιθανούς συνδυασμούς ήδη δεδομένων παραγόντων και εικάσαμε τις εκβάσεις
μιας πολυδιάστατης δυναμικής, χωρίς να μπορούμε ή να θέλουμε να
αποκλείσουμε τη μια ή την άλλη μεταξύ τους. Η περιγραφή ανοιχτών
συνδυασμών φαίνεται βέβαια σε σύγκριση με την πρόγνωση περιστατικών
ευκολότερη, εφ’ όσον υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες, ενώ η
πραγματικότητα είναι μια. Ωστόσο, ήδη η σύλληψη πιθανοτήτων απαιτεί όχι
μόνον την λογική ικανότητα ενός συνδυαστικού παιχνιδιού, αλλά προ παντός
την αίσθηση των κινητήριων δυνάμεων και των μεγάλων συναφειών.
Ως προς την πρακτική αξία τέτοιων σκέψεων, το πολύ-πολύ μπορεί κανείς να
πει το εξής: για τα δρώντα υποκείμενα άλλοι υποθετικοί συνδυασμοί
αποτελούν κίνητρα και άλλοι ανασταλτικούς παράγοντες των πράξεων τους.
όπως και να ‘χει, οι δρώντες οφείλουν να προσανατολίζουν τις πράξεις
τους στην πνευματική επιλογή υπέρ ενός ορισμένου συνδυασμού. Οι επιλογές
είναι αναγκαίες επειδή η ιστορία είναι ανοιχτή – αλλά πάλι όχι τόσο
ανοιχτή, ώστε το οποιοδήποτε σφάλμα να επιδέχεται επανόρθωση
οποτεδήποτε.
Παναγιώτης Κονδύλης
πηγή
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ -η δύναμη, και η τέχνη της στρατηγικής
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/07/21_21.html