t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

Συλλογή Υπογραφών: Όχι στην πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου

Αναγγέλθηκε η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου που θα βασίζεται σε μελέτη που χρηματοδοτεί το ίδρυμα Ωνάση. Η κατασκευή προβλέπεται να χρηματοδοτηθεί (προϋπολογισμός μέχρι σήμερα περί τα 92 εκ. Ευρώ) από το κράτος μέσω των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.
Είναι οπωσδήποτε πρωτότυπο η πρωτοβουλία να λαμβάνεται και οι μελέτες για ένα δημόσιο έργο να εκπονούνται από ιδιωτικό φορέα, βάσει μάλιστα, επίσης πρωτότυπου -και πάντως παράτυπου- ιδιωτικού διαγωνισμού.

Όμως η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου -και τα όποια συνοδά έργα- δεν είναι απλώς ένα δημόσιο έργο. Είναι έργο κλίμακας, για το οποίο δεν έχει καν εξεταστεί εάν η πραγματοποίησή του θα διευκολύνει την επανακατοίκηση του ιστορικού κέντρου ή θα οδηγήσει στην περαιτέρω ερήμωση του. Δεν έχει εξ’ άλλου αποφασιστεί νομίμως η προτεραιότητα της υλοποίησής του υπό το πρίσμα των σημερινών συνθηκών λειτουργίας της Αθήνας, της πραγματικής υποβάθμισης του ιστορικού  πυρήνα της, αλλά και της παρούσας οικονομικής συγκυρίας.
Πρόκειται για μείζον έργο που θα επηρεάσει τη μορφή και τη ζωή της πρωτεύουσας για τις επόμενες δεκαετίες και δεν έχει καμία σχέση με προηγούμενες πεζοδρομήσεις (π.χ. Δ. Αρεοπαγίτου, Βουκουρεστίου, Ερμού κλπ., τις οποίες υποστηρίξαμε και έχουν ομορφύνει την πόλη).. Τέτοια έργα που απαιτούν μείζονες αποφάσεις οφείλουν να ακολουθούν τα θεσμοθετημένα στάδια των μελετών και της διαβούλευσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η απόφαση ελήφθη ιδιωτικώς και στο παρά πέντε εκπονούνται κάποιες κουτσουρεμένες μελέτες -χρήσεων γης,  κυκλοφοριακές, περιβαλλοντικών επιπτώσεων- με απ’ ευθείας αναθέσεις για να υποστηρίξουν εκ των υστέρων την ειλημμένη απόφαση.

Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά, όπως το εάν έχουν εκπονηθεί: (1) μελέτη σκοπιμότητας, (2) ολοκληρωμένες κυκλοφοριακές μελέτες -και βάσει ποίων στοιχείων- που να προβλέπουν τι θα γίνει με το σημερινό φόρτο των μετακινήσεων και ποια τα συμπεράσματά τους, (3) μελέτη για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτής της πεζοδρόμησης (συμπεριλαμβανομένης της μόλυνσης της ατμόσφαιρας) και της συνεπακόλουθης διοχέτευσης, έστω μέρους, της κυκλοφορίας σε άλλες οδούς και ποιες, (4) μελέτες για τις κοινωνικές επιπτώσεις από την πεζοδρόμηση και (5) μελέτη επιπτώσεων στις άμεσα γειτονικές και στις γενικώτερα επηρεαζόμενες περιοχές της Αθήνας. 
Είναι σαφές ότι η πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου απαιτεί την εκπόνηση όλων των παραπάνω μελετών, καθώς και την πραγματοποίηση διάφορων προηγούμενων έργων και δράσεων που θα αμβλύνουν τις επιπτώσεις και που αποτελούν προαπαιτούμενα για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ποια είναι αυτά, θα χρηματοδοτηθούν και αυτά από το ΕΣΠΑ, έχει προγραμματιστεί η υλοποίησή τους, πότε θα γίνουν, και αν γίνουν θα είναι πριν από τον αποκλεισμό της κυκλοφορίας οχημάτων στην Πανεπιστημίου;
Επειδή πιστεύουμε ότι προωθείται “στην τούρλα του Σαββάτου” το πιο δραστικό έργο για τη ζωή και τελικά την ύπαρξη της Αθήνας χωρίς να εξεταστούν διεξοδικά οι επιπτώσεις του, χωρίς να υπάρχει η βεβαιότητα της συντονισμένης και συνεχούς συνεργασίας όλων των φορέων που τυχόν εμπλέκονται (Υπουργεία, Δήμοι, Αστυνομία κλπ) θεωρούμε ότι το έργο δεν πρέπει να προωθηθεί, πρέπει να προηγηθεί έγκυρη και λεπτομερής μελέτη και σε βάθος διαβούλευση και μόνον τότε, αν τα αποτελέσματα είναι θετικά να προχωρήσει η υλοποίησή του.
Σήμερα, με τις υπάρχουσες συνθήκες, είναι ορατός ο κίνδυνος, αν όχι η βεβαιότητα, ότι η υλοποίηση του έργου θα σημάνει την οριστική καταστροφή της Αθήνας. Και εμείς που υπογράφουμε την Αθήνα την αγαπάμε, την πονάμε και θέλουμε να γίνει η πόλη που θα αντιστοιχεί στην αγάπη μας. Για λόγους βιωματικούς και όχι δημοσίων σχέσεων.

ΟΝΟΜΑ         ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ             ΗΛΕΚΤΡ. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
_________________________________________

* Όσοι επιθυμείτε να υπογράψετε το παραπάνω κείμενο, 
επικοινωνήστε μαζί μου:
Email yannis.stavrou@gmail.com

Π. Κονδύλης: Η Ευρώπη στο κατώφλι του 21ου αιώνα

Η Ευρώπη στο κατώφλι του 21ου αιώνα: μια κοσμοϊστορική και γεωπολιτική θεώρηση 

Του Π. Κονδύλη

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο. λάδι σε καμβά
 
Σύμφωνα με τον μύθο, ο οποίος τροφοδοτεί τους πανηγυρικούς λόγους των Ευρωπαίων πολιτικών, οι λαοί της ευρωπαϊκής ηπείρου, διδαγμένοι από πικρές εμπειρίες, μπήκαν επιτέλους στον δρόμο της λογικής και ενσάρκωσαν σε οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς τη βούλησή τους για ειρηνική συμβίωση. Η εδραίωση των θεσμών τούτων ισοδυναμεί λοιπόν με εργασία προς χάριν της ειρήνης, ενώ η υπονόμευσή τους με την επιστροφή σε εποχές απαίσιας μνήμης. Ο μύθος τούτος είναι αυτάρεσκος, γιατί προϋποθέτει την ικανότητα των δρώντων υποκειμένων (ή πάντως των ρητόρων) να διδάσκονται από το παρελθόν και να ενεργούν με βάση ηθικά και ορθολογικά κίνητρα. Η αλήθεια είναι πεζότερη και οδυνηρότερη.

Οι αιματηρές συγκρούσεις ανάμεσα σε μεγάλα έθνη της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης έγιναν στις μέρες μας αδιανόητες επειδή η Ευρώπη έχασε την παγκόσμια κυριαρχία, ούτως ώστε οι ενδοευρωπαϊκοί ανταγωνισμοί δεν έχουν πλέον καθοριστική κοσμοϊστορική σημασία’ γι’ αυτό και η έντασή τους κατ’ ανάγκη έπεσε κατακόρυφα. Στην ιμπεριαλιστική εποχή ο ανταγωνισμός των ευρωπαϊκών Δυνάμεων όχι μόνον δεν εμπόδισε τη συνολική ευρωπαϊκή επέκταση, αλλά και την επέτεινε, γιατί καμμιά από τις Δυνάμεις αυτές δεν ήθελε να υστερήσει σε σχέση με τις άλλες. Στην εποχή της ευρωπαϊκής παγκόσμιας κυριαρχίας, λοιπόν, ο πλανήτης συνομαδωνόταν γύρω από τον άξονα των ενδοευρωπαικών ανταγωνισμών, ενώ τώρα τα ευρωπαϊκά έθνη οφείλουν να συνομαδωθούν ή να συνασπισθούν εν όψει των πλανητικών ανταγωνισμών. Τούτη η κοσμοϊστορική τομή συνιστά την προϋπόθεση της αναδιάρθρωσης της Ευρώπης. Συνάμα απετέλεσε για την Ευρώπη μια κατάσταση ανάγκης, η οποία βέβαια, λόγω της έκρηξης της μαζικής παραγωγής και της μαζικής κατανάλωσης μετά το 1950 καθώς και λόγω των τεράστιων αποθεμάτων της ιμπεριαλιστικής εποχής, δεν έγινε αισθητή ως τέτοια από υλική άποψη, όμως η πολιτική της πλευρά έγινε ορατή στο καθοριστικό γεγονός ότι ανάδοχοι της ευρωπαϊκής ενότητας υπήρξαν, θετικά ή αρνητικά, ακριβώς οι δύο εκείνες μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες μετά το 1945 διαδέχθηκαν την Ευρώπη σε πλανητικό επίπεδο. Θετικά η κηδεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών και αρνητικά ο φόβος μπροστά στη σοβιετική αυτοκρατορία έθεσαν σε κίνηση μία διαδικασία, την οποία, έστω και μετά από τις πρόσφατες καταστροφές, διόλου δεν θα κινούσε από μόνος του ο καθαρός Λόγος των Ευρωπαίων, αν είχαν αφεθεί μόνοι τους και δεν διέτρεχαν κινδύνους εκ των έξω.

Το ότι η κοσμοϊστορική τομή που αναφέραμε συνιστούσε κατάσταση ανάγκης γίνεται πρόδηλο και σε μιαν άλλη προοπτική. Το τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης συνέπεσε χρονικά με το τέλος των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων, όπως άλλωστε και η αρχή των Νέων Χρόνων σήμανε την αρχή της παγκόσμιας κυριαρχίας της Ευρώπης. Τούτο σημαίνει: οι Νέοι Χρόνοι δεν ήσαν μονάχα (στην προοπτική της ιστορίας των ιδεών) ευρωπαϊκό φαινόμενο με την ειδοποιό έννοια του όρου, αλλά και (από οικονομική και πολιτική άποψη) ένα ευρωκεντρικό φαινόμενο. Η υπερφαλάγγιση του ευρωπαϊκού συντελεστή από τον πλανητικό και, συναφώς, του ολιγαρχικού και ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού από τη μαζική δημοκρατία (ως τον πρώτο κοινωνικό σχηματισμό πλανητικού βεληνεκούς στην ίσαμε τώρα ιστορία) συμβάδισε έτσι αναγκαστικά με την εξασθένιση ή τον εξανεμισμό των ιδεών των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων και απέληξε σε μια ουσιωδώς καινούργια παγκόσμια κατάσταση. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε εδώ τα καθέκαστα, τις ιδιαίτερες μορφές και τις επί μέρους συνέπειες της κοσμοϊστορικής αυτής τροπής. Όμως η υπόμνηση της διαδικασίας στο σύνολό της παραμένει απαραίτητη προκειμένου να συλλάβουμε σ’ όλη της την έκταση την ευρωπαϊκή κατάσταση ανάγκης το αργότερο μετά το 1945. Και οφείλουμε να την έχουμε συνεχώς κατά νουν. Γιατί ανάλογα με το αν η διαδικασία (ή η προσπάθεια) της ευρωπαϊκής ενοποίησης γίνεται αντιληπτή ως απάντηση σε μιαν κατάσταση ανάγκης ή ως νίκη του Λόγου προκύπτουν δυο διαφορετικές δεοντολογίες και στρατηγικές. Όποιος θεωρεί ότι εδώ πρυτάνευσε ο ειρηνόφιλος Λόγος, είναι απροετοίμαστος απέναντι σε άσχημες εξελίξεις εντός της Ευρώπης και επι πλέον εκτίθεται στον κίνδυνο να επεκτείνει αυτή του τη θεώρηση σε ολόκληρο το πλανητικό τοπίο, δηλαδή να αποδώσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτήρα προτύπου και να προσδοκά την λύση των παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παγκόσμιο κράτος, το οποίο θα στηριζόταν στη συναίνεση και θ’ αποτελούσε μιαν Ευρωπαϊκή Ένωση In magno. Ωστόσο δεν κατανοεί κανείς γιατί κράτη όπως η Κίνα λ.χ., που πιστεύουν ότι διαθέτουν αυτοτελείς και πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες εκδίπλωσης των δυνάμεων τους, θα υιοθετούσαν την λογική μιας δημογραφικά εξασθενημένης ηπείρου, η οποία επί μερικές δεκαετίες μετά την απώλεια των αυτοκρατοριών της έζησε υπό τη σκιά των Αμερικανών και των Ρώσσων κι εξαρτάται ακόμα από τους πρώτους. Και επί πλέον: ποιός θα παίξει ως προς το παγκόσμιο κράτος τον ίδιο θετικό και αρνητικό ρόλο που έπαιξαν Αμερικανοί και Ρώσσοι ως προς την Ευρώπη;
.~`~.
ΙΙ
α´
Η ακριβής σύλληψη της ευρωπαϊκής κατάστασης ανάγκης μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας ιστορίας αποτελεί απλώς την αρχή μιας ουσιαστικής προβληματικής – και αφήνει στην πράξη όλες τις δυνατότητες ανοιχτές. Γιατί οι καταστάσεις ανάγκης και οι κρίσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν τόσο κεντρομόλες όσο και κεντρόφυγες δυνάμεις, να γεννήσουν τόσο αλληλεγγύη όσο και διαμάχη. Μια ομάδα ατόμων ή εθνών οφείλει, αν θέλει να παραμείνει ανταγωνιστική, να υιοθετήσει μιαν οργανωτική μορφή, δηλαδή να διευκρινίσει πώς και από ποιόν λαμβάνονται οι αποφάσεις. Η αλληλεγγύη (με την κοινωνιολογική, όχι με την ψυχολογική έννοια) προκύπτει όταν το πρόβλημα λήψης αποφάσεων λύνεται δεσμευτικά, αδιάφορο πού εδράζεται η δεσμευτικότητα’ αλλιώς είτε δημιουργείται άμεση σύγκρουση είτε επικρατούν οι κεντρόφυγες δυνάμεις με βάση την αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ποιόν από τους δυο δρόμους θα πάρει η Ευρώπη δεν μπορεί ακόμη να λεχθεί με έσχατη βεβαιότητα. Πριν από λίγον καιρό ακόμη ήταν δυνατό να κατανέμεται η ευημερία, και απ’ αυτό επωφελήθηκαν όλοι σε απόλυτα μεγέθη, μολονότι μερικοί επωφελήθηκαν περισσότερο συγκριτικά με άλλους. Όμως η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή σημαντικών βαρών. Η ένοχη συνείδηση, η οποία, έμμεσα τουλάχιστον, απετέλεσε ίσαμε σήμερα το κίνητρο της γερμανικής ταμειακής γενναιοδωρίας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απροθυμία ή και σε επιθετικότητα, αν η χαμηλή απόδοση άλλων θα απαιτούσε από τη Γερμανία εξαιρετικές θυσίες ως αντιστάθμισμα σε πανευρωπαική κλίμακα. Ίσαμε σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις εκ μέρους άλλων ευρωπαϊκών εθνών ότι είναι διατεθειμένα να κάνουν θυσίες για χάρη τρίτων’ και η έφεση προς αλληλέγγυα συμπεριφορά εξασθενίζει σήμερα και στο εσωτερικό των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνών.

Σ’ αυτά προστίθεται και η εσωτερική λογική μιας ενοποιητικής διαδικασίας. Τα πρώτα βήματα προς μια ενοποίηση είναι παντότε τα ευκολότερα, τα τελευταία τα δυσκολότερα. Όμως, χωρίς τα τελευταία, τα πρώτα αιωρούνται στον αέρα, δεν αποτελούν οριστικές ή αποφασιστικές δεσμεύσεις, έστω και αν δεν ακυρώνονται. Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται η δυνατότητα της παλινδρόμησης μετά από μιαν μακρά τελμάτωση, προ παντός αν σκεφθούμε ότι ακόμα και πολυεθνικά μορφώματα, τα οποία συνιστούσαν ενιαία οικονομική και πολιτική μονάδα, διαλύθηκαν ακαριαία σε εποχές βαθιάς κρίσης (η Σοβιετική Ένωση είναι το τελευταίο σχετικό παράδειγμα, και θα έπεφτε κανείς πολύ έξω αν απέδιδε τη διάλυση της απλώς και μόνο στην εξέγερση των λαών της εναντίον του «ολοκληρωτισμού»: η οικονομική-πολιτική ενότητα απλώς καταργήθηκε, δεν ξαναθεμελιώθηκε υπό συνθήκες ελευθερίας). Οι έτσι κι αλλιώς μεγαλύτερες δυσκολίες κατά τα τελευταία βήματα μιας ενοποιητικής διαδικασίας στην περίπτωση της Ευρώπης πιθανόν να επιταθούν εξ αιτίας ενός σχετικά πρώιμου στρατηγικού σφάλματος. Εννοούμε τη διεύρυνση του αρχικού πυρήνα με την εισδοχή ασθενέστερων και ωστόσο ισότιμων μελών (αν ήδη η εισδοχή της Μεγάλης Βρετανίας αποτελούσε στρατηγικό σφάλμα, όπως πίστευε ο de Gaulle, δεν το εξετάζουμε εδώ). Κατά πάσα πιθανότητα, η γρήγορη εμβάθυνση της οικονομικής και της πολιτικής ενότητας ανάμεσα στις χώρες του αρχικού πυρήνα, καθώς και η προς τα έξω εκδήλωση της εμβάθυνσης με πράξεις πλανητικού βεληνεκούς, θα είχε ασκήσει την επίδραση ενός μαγνήτη, ο οποίος θα προσείλκυε τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά έθνη σα να ήταν ρινίσματα σιδήρου. Σε μια τέτοια περίπτωση ο μαρκότερος χρόνος αναμονής των υποψηφίων δεν θα τους έβλαπτε ουσιαστικά, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις ούτως ή άλλως αύξουσες διαπλοκές και υφιστάμενες εξαρτήσεις. Σημερινές προτάσεις και πράξεις, οι οποίες αποσκοπούν σε μιαν Ευρώπη «δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων», μοιάζουν με προσπάθειες επανόρθωσης του πρώιμου εκείνου σφάλματος, υπό δυσμενέστερες συνθήκες βέβαια. Ωστόσο το σφάλμα δεν είναι οπωσδήποτε ανεπανόρθωτο, ανασκοπικά μάλιστα μπορούμε να το θεωρήσουμε ως αναπόφευκτο υπό την έννοια ότι η ευρωπαϊκή, και προ παντός η γερμανική, εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες την εποχή του Ψυχρού Πολέμου έθετε αφ’ εαυτής όρια σε μιαν ποιοτική εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, όρια που δεν υπήρχαν ως προς την ποσοτική διεύρυνση. Εν πάση περιπτώσει, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει φτάσει σήμερα σε σημείο όπου μια ακόμη διεύρυνση θα έπρεπε να θεωρηθεί ως φυγή μπροστά στο επείγον καθήκον της εμβάθυνσης και ως ένδειξη οργανικής αδυναμίας.
β´
Στην πολιτική η ποσότητα δεν μεταβάλλεται αναγκαστικά σε ποιότητα, πολύ συχνά μάλιστα συμβαίνει το αντίθετο: το ποιοτικό στοιχείο διαλύεται μέσα στον χυλό της ποσότητας.
Όποιος όμως σταθμίζει τις δυνατότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν πρέπει να ξεκόψει μόνο από τα ποσοτικά κριτήρια. Εξίσου οφείλει να απαλλαγεί από ευθύγραμμες αντιλήψεις για την πορεία της ενοποιητικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει: ότι ευνοεί την ενοποίηση ονομαστικά δεν την ευνοεί έμπρακτα. Ούτε καν η συμφωνία καθ’ εαυτήν δεν εγγυάται περισσότερο από τη διαφωνία ότι πλησιάζουμε εγγύτερα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Γιατί υπάρχει μια συμφωνία, η οποία αφορά κοινοτοπίες και υποδηλώνει αδράνεια, και μια διαφωνία ή και μια διάσπαση, από την οποία προκύπτουν όσοι μπορούν κατόπιν να λειτουργήσουν ως ατμομηχανές για την παραπέρα εξέλιξη. Το ίδιο ισχύει για τα επί μέρους οργανωτικά και θεσμικά σχέδια. Η νομισματική ένωση αποτελεί λ.χ. ένα εγχείρημα, το οποίο λογικά και in absracto προωθεί την ενοποιητική διαδικασία. Αν όμως η εφαρμογή της γεννήσει σφοδρούς αγώνες ανακατανομής και μείζονες αστάθειες, τότε ό,τι είχε σχεδιασθεί ως δρόμος προς την ενοποίηση θα μεταβληθεί σε αιτία αδιέξοδης διαπάλης. Από την άλλη μεριά, τις οικονομικές δυσχέρειες θα μπορούσε να τις διακινδυνεύσει κανείς αν από τη νομισματική ένωση αναμένει ευμενή πολιτικά αποτελέσματα – όμως στην περίπτωση αυτή ένας συγκεκριμένος φορέας θα όφειλε να μεριμνήσει ώστε τα αναμενόμενα αυτά αποτελέσματα να γίνουν πραγματικότητα. Γι’ αυτό και οι ιδεολογικές προκαταλήψεις δεν συνιστούν τον καλύτερο πρακτικό σύμβουλο, προ παντός όταν δεν έχουμε να κάνουμε με τις συχνά συγκεκαλυμμένες ιδεολογίες των οικονομολόγων, αλλά με τις κραυγαλέες ιδεολογίες όσων αγορεύουν υπέρ ή κατά του εθνικού κράτους.

Και εδώ από πρώτη όψη φαίνεται σαν η (έμπρακτη τουλάχιστον) κατάργηση του εθνικού κράτους να άνοιγε eo ipso τον δρόμο της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όποιος το πιστεύει αυτό, από τα εθνικά κράτη αναμένει μονάχα εγωιστικές και στενοκέφαλες πράξεις (και όμως, εθνικά κράτη ίδρυσαν την Ευρωπαϊκή Ένωση!) κι έτσι ταυτίζει το θετικό με την απάλειψη του αρνητικού. Ένας στενός, λυσιτελής και μακροπρόθεσμος συντονισμός της δράσης των δύο ή τριών σημαντικότερων εθνικών κρατών θα επιβοηθούσε ωστόσο την ευρωπαϊκή υπόθεση πολύ περισσότερο από μιαν ενοποίηση, η οποία πάνω απ’ όλα θα αντανακλούσε την παράλυση των κυβερνήσεων των εθνικών κρατών. Και αντίστροφα: η πανευρωπαϊκή αρχή, η οποία θα ανελάμβανε επιτυχώς ουσιώδεις κυρίαρχες αρμοδιότητες των κυβερνήσεων αυτών, θα όφειλε λόγω του εξαιρετικού βάρους καθηκόντων της να είναι από ορισμένες τουλάχιστον απόψεις ισχυρότερη σε σύγκριση με τις τελευταίες.

Αυτό το παραβλέπουν συχνότατα τόσο οι φίλοι όσο και οι εχθροί του εθνικού κράτους, γιατί αμφότεροι, αν και με αντεστραμμένα πρόσημα, συγχέουν εννοιολογικά το έθνος και το κράτος. Ο σύνθετος όρος «εθνικό κράτος» φαίνεται να ευνοεί αυτή τη σύγχυση, μολονότι στη πραγματικότητα υποδηλώνει ότι το εθνικό κράτος συνιστά απλώς ένα μόνο είδος του γένους «κράτος». Οι προασπιστές του εθνικού κράτους από τη μια φοβούνται την απουσία κράτους, δηλαδή την ακυβερνησία, αν η κυβερνητική εξουσία ασκείται από ένα μακρινό κέντρο εκτός του έθνους, ενώ από την άλλη προσδοκούν έναν μαρασμό των εθνικών δυνάμεων, μια γενική ισοπέδωση και μια πολιτισμική απίσχανση, αν το έθνος χάσει το έρεισμα του κράτους. Όμως η λυσιτελής διακυβέρνηση είναι ζήτημα της πολιτικής βούλησης και της οργανωτικής μορφής, όχι της εθνικότητας, όσο κι αν οφείλει να την λαμβάνει υπ’ όψιν του’ και οι εθνικοί πολιτισμοί, οι οποίοι μπορούν καθ’ εαυτούς ακόμα και να ανθίσουν μέσα σ’ ένα πολυεθνικό κράτος, υπονομεύονται σήμερα από πλανητικές δυνάμεις, εναντίον των οποίων το εθνικό κράτος ως τέτοιο δεν είναι σε θέση να κάμει πολλά πράγματα. Οι εχθροί του εθνικού κράτους συμμερίζονται λίγο-πολύ όλες αυτές τις διαγνώσεις και προγνώσεις – μόνο που χαιρετίζουν το αποτέλεσμα. Τον παραμερισμό του παράγοντα «έθνος» τον θεωρούν (και στο σημείο αυτό η κοσμοπολίτικη «αριστερά» συμμαχεί, κατά τρόπον μόνον κατ’ επίφαση παράδοξο, με τις πολυεθνικές εταιρείες) ως χαρμόσυνο βήμα προς την εξασθένιση ή κατάργηση του παραδοσιακού κράτους εν γένει, προς την ανάπτυξη μιας μεταεθνικής συνείδησης αυτόνομων πολιτών ως νέας βάσης της πολιτικής δραστηριότητας κ.τ.λ κ.τ.λ.

Τώρα η συνείδηση του «ώριμου πολίτη» αντλεί κατά κανόνα την πνευματική της τροφή μάλλον από την ιδιωτική τηλεόραση παρά από τις εκλεπτυσμένες προσφορές των πολιτικών ιδεολογιών, κι έτσι η εξαφάνιση των εθνικιστικών φανατισμών δεν ισοδυναμεί οπωσδήποτε με ανώτερο πολιτικό φρόνημα. Αφ’ ετέρου, η ακυβερνησία, που μακροπροθέσμως θα ήταν ολέθρια για την Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί ν’ αποφευχθεί μονάχα αν τα κυρίαρχα δικαιώματα του εθνικού κράτους δεν εξατμισθούν απλώς, αλλά μεταβιβασθούν σ’ έναν καινούργιο κυρίαρχο. Το τέλος του εθνικού κράτους και το τέλος του κυρίαρχου κράτους εν γένει θα παραμείνουν δύο πράγματα διαφορετικά από ιστορική και λογική άποψη ακόμη και στην περίπτωση όπου η Ευρώπη θα απεκδυθεί τις πολιτικές μορφές του παρελθόντος χωρίς να μπορέσει να δημιουργήσει καινούργιες. Όμως κάθε βήμα προς τις καινούργιες θα θέτει ερωτήματα, στα οποία θα μπορεί ν’ απαντήσει μονάχα ένας νέος κυρίαρχος, δηλαδή ένα (τουλάχιστον γεννώμενο) κράτος.

Τούτο το κράτος θα πρέπει πρώτα-πρώτα να ξεκαθαρίσει δεσμευτικά το ζήτημα: «ποιός ανήκει δικαιωματικά σ’ εμένα;», το οποίο εμφανίζεται σε ποικίλες παραλλαγές («ποιός έχει το δικαίωμα να συναποφασίζει;» «ποιός έχει το δικαίωμα να εισέρχεται ως μετανάστης;»). Το συγκεκριμένο αυτό ζήτημα οφείλει να το θέσει και να το λύσει κάθε πολιτική οντότητα, ανεξάρτητα από τη διάρθρωση και το μέγεθος της, γιατί αφορά την ίδια της τη συγκρότηση. Γι’ αυτό και πλανώνται οικτρά όσοι νομίζουν ότι μαζί με το εθνικό κράτος, τούτον τον δήθεν γενεσιουργό όλων των δεινών, θα τελειώσει και κάθε σύνορο, κάθε διαχωρισμός. Μπορεί να συμβεί ακριβώς το αντίθετο, υπό συνθήκες που εύκολα μπορούμε να μαντέψουμε: η ευρωπαϊκή ενοποίηση συντελείται -όπως είναι εύλογο- σε εποχή αύξουσας παγκοσμιοποίησης, όμως ακριβώς η αύξουσα παγκοσμιοποίηση δυναμώνει την πίεση επί της Ευρώπης.
.~`~.
ΙΙΙ
α´
Κατ’ αρχήν μπορούμε να φανταστούμε ότι στο προβλεπτό μέλλον η Ευρώπη είτε θα επιτύχει να συμπήξει μια κυρίαρχη πολιτική οντότητα είτε δεν θα το επιτύχει. Στην πρώτη περίπτωση ερωτάται αν η ενότητα θα πραγματοποιηθεί μέσω της ηγεμονίας ενός έθνους ή με άλλον τρόπο. Για το ρόλο του ηγεμόνα υπάρχουν προφανώς (αφού η Μεγάλη Βρετανία, όπως φαίνεται, αρκείται να εμποδίζει την ανάληψη της ηγεμονίας από μέρους κάποιας άλλης ευρωπαϊκής δύναμης) μονάχα δύο υποψήφιοι: η Γαλλία, η οποία προβάλλει αυτήν την αξίωση (τουλάχιστον στο διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο), και η Γερμανία, η οποία διαθέτει τις υλικές προϋποθέσεις και επί πλέον διαθέτει το έμπρακτα αναγνωρισμένο προβάδισμα στον οικονομικό τομέα. Ωστόσο ένας ανοιχτός αγώνας μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας με αντικείμενο την ευρωπαϊκή ηγεμονία δεν θα μπορούσε σήμερα να αποκτήσει γνήσια δυναμική ήδη λόγω της δραματικής αλλαγής της θέσης της Ευρώπης μέσα στον κόσμο. Από την άμεση αντιπαράθεση με δεδομένη τη δυνατότητα ένοπλης σύγκρουσης δεν μπορεί πλέον να αναδειχθεί ηγεμόνας. Βεβαίως, η μια πλευρά μπορεί να επηρεάζει σημαντικά και μόνιμα την άλλη, μπορεί μεσοπρόθεσμα ακόμα και να την «έχει του χεριού της», όμως είναι αμφίβολο αν από αυτό θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια κανονική ηγεμονία.

Η ηγεμονία εντός της Ευρώπης απαιτεί κάτι περισσότερο από την αποφασιστική επιρροή στα ζητήματα της νομισματικής ένωσης ή στην οργάνωση μια στρατιωτικής επέμβασης· ο ηγεμόνας της Ευρώπης θα έπρεπε να εκπροσωπεί την ευρωπαϊκή ήπειρο μπροστά στα μάτια ολόκληρου του πλανήτη με πράξεις, οι οποίες αφορούν ολόκληρο τον πλανήτη. Ούτε η Γαλλία ούτε η Γερμανία θα είναι μελλοντικά σε θέση να κάμουν κάτι τέτοιο, και μάλιστα με τον καιρό το πλανητικό βάρος τους ως μεμονωμένων χωρών μάλλον θα μειωθεί παρά θα αυξηθεί.
Η γερμανική πλευρά, μετά από τυχόν απογοητεύσεις της στη Γηραιά Ήπειρο, θα μπορούσε να ερωτοτροπήσει με τη σκέψη να αποκτήσει την ηγεμονία στην Ευρώπη στηριζόμενη στη βοήθεια των Αμερικανών, δηλαδή να κατευθύνει τα ευρωπαϊκά πεπρωμένα σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς –στο κάτω-κάτω εξ αιτίας (και) της αμερικανικής αντίστασης απέτυχαν δυο ηγεμονικές προσπάθειες της Γερμανίας μέσα σ’ αυτόν τον αιώνα. Αμερικανικοί κύκλοι διατύπωσαν πράγματι την επιθυμία μιας προνομιούχας σχέσης με τη Γερμανία. Ωστόσο παραμένει ασαφές αν έχουν κατά νουν μια Γερμανία, η οποία θα χρησιμοποιούσε την αμερικανική υποστήριξη προ παντός για να επιτύχει την ευρωπαϊκή ενοποίηση σύμφωνα με τις αντιλήψεις της (και τις αντιλήψεις των ΗΠΑ), ή μια Γερμανία, η οποία, η οποία κατά βάση θα αναλάμβανε το ρόλο του τοποτηρητή των Αμερικανών στην Ανατολική Ευρώπη απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας και ανεξάρτητα από την τύχη της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, μια ενδεχόμενη απόφαση της Γερμανίας να συγκλίνει δυναμικά με την αμερικανική πολιτική θα ήταν ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον, αλλά επικίνδυνο παιχνίδι. Όχι μόνο επειδή αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε μια επαναπροσέγγιση μεταξύ Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας, αλλά και επειδή στο ζήτημα αυτό δε θα μπορούσε να αναμένεται από αμερικανικής πλευράς μια σταθερή και διαρκής στάση.

Ο θρύλος της «ειδικής σχέσης» μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ηνωμένων Πολιτειών ίσως είναι υπερβολικός, όμως οι Βρετανοί διατηρούν πάντοτε τη διακριτική τους επιρροή στην Ουάσιγκτον. Και ακόμα ισχυρότερη μπορεί να αποδειχθεί εντός των Ηνωμένων Πολιτειών η επιρροή δυνάμεων και lobbies που θα επιδείκνυαν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι σε μιαν τέτοια τροπή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Οι σχεδιαστές της τελευταίας θα μπορούσαν να συμφωνήσουν το δίχως άλλο μόνον ως προς τη γενική αρχή ότι χρειάζονται μια ισχυρή Γερμανία στο πλαίσιο ενός ΝΑΤΟ απολύτως ελεγχόμενου από τις ίδιες. Υπό παρόμοιο πνεύμα ενθάρρυναν στο παρελθόν τις προσπάθειες της ευρωπαϊκής ενοποίησης, προϋποθέτοντας σιωπηρά τον όρο ότι η Ευρώπη θα αποτελεί εξ ολοκλήρου τμήμα μιας Δύσης ποδηγετούμενης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η λογική της ηγεσίας απαιτεί να δίνει ο στρατηγός διαταγές σε ταξιάρχους και συνταγματάρχες, όχι σε υπαξιωματικούς.
Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει απολύτως ότι μια μελλοντική Γερμανία, θέλοντας ν’ αποκτήσει ηγεμονική θέση στην Ευρώπη, ίσως συνάψει μια στενή και προνομιούχο συμμαχία με τις ΗΠΑ· είναι δυνατόν ακόμα και να φαντασθούμε προϋποθέσεις, υπό τις οποίες το εγχείρημα αυτό θα στεφόταν από επιτυχία. Όμως η επιτυχία θα απαιτούσε πολιτικές ικανότητες, οι οποίες δεν ευδοκιμούν στη Γερμανία. Η έλλειψη των εμπειριών που έχουν συγκεντρώσει από αιώνες στην παγκόσμια πολιτική τα μεγάλα ιμπεριαλιστικά έθνη της Δύσης (με επικεφαλής τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία) δεν αναπληρώνεται εύκολα, ενώ ως γνωστόν οι λεπτοί συνδυασμοί, τους οποίους συναποτελούν η ένδειξη ισχύος, οι ευαίσθητοι χειρισμοί και η αποτελεσματική ρητορική, δεν υπήρξαν τα συνήθη προϊόντα των γερμανικών πολιτιστικών εργαστηρίων αυτού του αιώνα.
β´
Ο εν μέρει οικουμενιστικός-ηθικολογικός και εν μέρει οικονομιστικός τόνος, που δεσπόζει στη σημερινή εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, στην πραγματικότητα αποτελεί μια καινούργια παραλλαγή της παλαιάς φυγής προς την απλούστευση, μιαν άλλη έκφραση της ίδιας παλιάς αμηχανίας μπροστά τον άπειρα περίπλοκο χαρακτήρα της πολιτικής –μόνο που τώρα έχουν αντιστραφεί τα πρόσημα. Η πεισματική στροφή προς τον ηθικό και οικονομικό παράγοντα έχει ως σκοπό της, όπως νομίζεται, την οριστική αποκοπή από την «πολιτική της ισχύος», ενώ η ευημερία των τελευταίων σαράντα ετών φαίνεται να αποδεικνύει, προς γενική ικανοποίηση, ότι η ηθική δεν ωφελεί μόνον την ψυχή αλλά και την κοιλιά. Ωστόσο η διχοτομία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής παραμένει πλασματική κατασκευή, εφ’ όσον η οικονομία αφορά, το ίδιο όπως και η πολιτική, συγκεκριμένες σχέσεις συγκεκριμένων ανθρώπων· η πολιτική που έχει μετατραπεί σε οικονομία δεν είναι λιγότερο πολιτική από την πολιτική που μετατρέπεται σε θεολογία, ηθική και αισθητική. Αν λοιπόν η γερμανική πλευρά θέλει μεν την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όμως τη θέλει κυρίως για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να γνωρίζει ότι μια τέτοια ενοποίηση μπορεί να οξύνει τους οικονομικούς αγώνες κατανομής και ανακατανομής. Το οικονομικό στοιχείο, το οποίο σήμερα εκθειάζεται ως πανάκεια κατά της πολιτικής της ισχύος και του εθνικισμού, θα αποδειχθεί τότε αγωγός ακριβώς τέτοιων βλέψεων και τάσεων.

Στο φως της διαπίστωσης ότι η Γερμανία πιθανότατα ούτε και σήμερα γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει το σημαντικότατο δυναμικό της (όπως δεν το γνώριζε ούτε και στο πρώτο μισό του αιώνα μας), φθάνει κανείς σχεδόν να λυπάται γιατί ο Θεός χάρισε σε αυτή τη χώρα τη «vingt million de plus» και γιατί δε διαθέτει η Γαλλία τα δημογραφικά και οικονομικά πλεονεκτήματα του επίφθονου γείτονά της. Αν κατείχε επαρκείς υλικές προϋποθέσεις, η χώρα του Richelieu και του de Gaulle θα διέθετε πιθανότατα επίσης επαρκή αυτοπεποίθηση και επιδεξιότητα, ώστε να πάρει την ηγεμονία της Ευρώπης και να εκπροσωπήσει την ήπειρο με δυναμικότητα και αξιοπρέπεια σε ολόκληρο τον κόσμο. Εν πάση περιπτώσει οι Γερμανοί έχουν να μάθουν πολλά από την πολιτικά υπέρτερη ελίτ της Γαλλίας και θα διέπρατταν σφάλμα πρώτου μεγέθους αν με υψωμένο δάχτυλο έπαιζαν εδώ το ρόλο ηθικού παιδαγωγού – και μάλιστα παρά το γεγονός ότι εν τω μεταξύ συγκαταλέγονται στους μεγαλοεξαγωγείς όπλων και έτσι ανήκουν ήδη στην αμφιλεγόμενη κατηγορία των demi-vierges.
Οι φανερές ή κρυφές αξιώσεις της Γαλλίας ίσως να είναι μεγαλύτερες από τις πραγματικές της δυνατότητες, όμως και η Γερμανία αποτελεί, σε πλανητικό επίπεδο, μάλλον μεσαία Δύναμη, της οποίας οι κινήσεις βρίσκονται επί πλέον υπό συνεχή επιτήρηση και θα συνεχίσουν να επιτηρούνται και στο μέλλον. Rebus sic stantibus και εν όψει του γεγονότος, ότι μια οξεία ηγεμονική σύγκρουση μεταξύ των ηγετικών ευρωπαϊκών εθνών έχει ξεπεραστεί κοσμοϊστορικά, δεν μπορεί παρά να συμπεράνει κανείς ότι, αν ποτέ πραγματοποιηθεί μια ουσιαστική ευρωπαϊκή ενοποίηση, αυτό θα γινόταν αναγκαστικά μέσω μιας στενής γαλλογερμανικής συνεργασίας. Οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η εσωτερική θεσμική μορφή αυτής της συνεργασίας λίγο μετρά καθ’ εαυτήν και ότι υπό ορισμένους όρους η αρμονική και δυναμική συμπόρευση δυο χωριστών εθνικών κρατών, τα οποία θα είχαν συνείδηση της θέσης τους και θα διέθεταν την ικανότητα να συμπαρασύρουν και τα υπόλοιπα, θα εξυπηρετούσε ενδεχομένως την ευρωπαϊκή υπόθεση περισσότερο από μιαν απρόθυμη και χαλαρή πολιτική ένωση.
.~`~.
ΙV
α´
Παραμένοντας στην υπόθεση, ότι η Ευρώπη θα μπορούσε μελλοντικά να δραστηριοποιηθεί ως συνεκτική πολιτική οντότητα σε πλανητικό επίπεδο, πρέπει τώρα να θέσουμε το εύλογο ερώτημα: που είναι για ποιόν σκοπό; Σ’ έναν πολυπολικό κόσμο ο ανταγωνισμός με τον καιρό θα οξυνθεί επειδή κάθε ενεργό μέρος θα αναγκάζεται να μετρά τις δυνάμεις του με εκείνες πολλών άλλων. Ο πλανητικός χαρακτήρας των δρώμενων δεν σημαίνει βέβαια ότι τα δρώντα υποκείμενα οφείλουν να απλωθούν ισομερώς σε ολόκληρη την υδρόγειο και να έχουν παντού τα ίδια ζωτικά συμφέροντα. Όπως είναι αυτονόητο, έχουν την λιγότερο ή περισσότερο σταθερή τους βάση, με αφετηρία την οποία δρουν επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ορισμένα βαρύνοντα πεδία. Ακόμα και για μιαν αμιγώς πλανητική δύναμη, όπως είναι σήμερα οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Αφγανιστάν δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η Μέση Ανατολή. Το ίδιο θα ίσχυε και για μιαν Ευρώπη δραστηριοποιούμενη σε πλανητικό επίπεδο.

Πολιτικοί και επιχειρηματίες, αλλά και παρατηρητές, οι οποίοι αναζητούν σήμερα το ευνοϊκότερο πεδίο εκδιπλώσεως για την Ευρώπη, κατά κανόνα στρέφουν το βλέμμα τους προς την Άπω Ανατολή – ίσως όχι τόσο από γεωπολιτικά εμπνεόμενη δίψα για δράση, αλλά μάλλον για λόγους ευκολίας, αφού είναι πολύ απλούστερο και φθηνότερο να κερδίσεις συμμετέχοντας σε μιαν ήδη ανιούσα πορεία παρά να τη θέσεις ο ίδιος σε κίνηση σχεδιάζοντας την μόνος σου με βάση μακροπρόθεσμους ευρωπαϊκούς σκοπούς. Ασφαλώς, η παρουσία ευρωπαϊκών Δυνάμεων σ’ έναν χώρο, όπου συμβαίνουν πράγματα μεγάλης σημασίας για το μέλλον ενδείκνυται από κάθε άποψη. Όμως η Ευρώπη είναι δυνατόν να διαθέτει εκεί αξιόλογο βάρος μονάχα αν δεν πουλά απλώς τεχνογνωσία, την οποία μπορούν έτσι κι αλλιώς οι ενδιαφερόμενοι να την αγοράσουν από τις γνήσιες επιχώριες δυνάμεις του Ειρηνικού, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά έχει στα χέρια της πλεονεκτήματα, τα οποία αναγνωρίζονται αμέσως ως τέτοια, τόσο σε σχέση με τις δικές της δραστηριότητες όσο και στα μάτια της Άπω Ανατολής.
β´
Εννοούμε τη Ρωσσία, και μάλιστα τη Σιβηρία. Η Σιβηρία (και η Κεντρική Ασία) αποτελεί την τελευταία πλούσια σε πρώτες ύλες και αραιοκατοικημένη μεγάλη επιφάνεια μέσα σ’ έναν πυκνοκατοικημένο πλανήτη. Όποιος πιστεύει ότι η «γνώση» και η «πληροφορία» έκανε παρωχημένα τα ζητήματα του χώρου και των πρώτων υλών, απλώς έχει πέσει θύμα της ιδιοτελούς μυθολογίας του κυβερνοχώρου που σήμερα είναι της μόδας.

Οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες μέσω των επιστημόνων και των μελλοντολόγων τους εξαγγέλλουν την «κατάλυση της ύλης», διατηρούν ταυτόχρονα ένα πλανητικό στρατιωτικό-πολιτικό δίκτυο που τους διασφαλίζει την προνομιακή πρόσβαση προς τους νευραλγικούς πόρους. Αμερικανοί και Ιάπωνες εκμεταλλεύθηκαν ταχύτατα την εξασθένιση και κατόπιν κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης προκειμένου να εισβάλλουν οικονομικά στη Σιβηρία, αρχικά υπό τη μορφή της ανηλεούς αποψίλωσης του δασικού της πλούτου, αλλά έχοντας πάντοτε κατά νούν τα τεράστια αποθέματα αρκτικού πετρελαίου και βιομηχανικά-στρατηγικά σημαντικών μεταλλευμάτων. Ωστόσο ο πρώτος μνηστήρας του σιβηρικού (και κεντροασιατικού) χώρου και του πλούτου του ονομάζεται – Κίνα. Η Κίνα δεν ωθείται προς τον χώρο αυτό απλώς και μόνο από μακρινές μνήμες ή βάσιμες ιστορικές αξιώσεις, οι οποίες έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους στις ένοπλες συγκρούσεις με την Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1960, αλλά από στοιχειακές δυνάμεις. Στους 1,2 δισ. κατοίκους της σημερινής (1998) Κίνας θα προστεθούν ως το 2030 αλλά 500 εκ. περίπου, και ήδη η διατροφή τους, καθώς μάλιστα ανέρχεται παράλληλα το βιοτικό τους επίπεδο, θα θέσει σε τρομερή δοκιμασία τους παγκόσμιους αγροτικούς πόρους. Με τον ίδιο τουλάχιστον ρυθμό θα αυξηθεί η πείνα για ενέργεια και πρώτες ύλες. Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπων θα βρίσκονται μπροστά σ’ έναν σχεδόν κενό τεράστιο χώρο, ο οποίος προσφέρει τα πλείστα, απ’ όσα χρειάζονται κατεπειγόντως. Ο πειρασμός ή η ανάγκη θα έχουν τέτοια ένταση, ώστε θα κάμψουν κάθε αντίσταση, και οι παγκόσμιοι πολιτικοί συνδυασμοί, που θα προέκυπταν με άξονα τούτο το επίμαχο ζήτημα, θα ασκούσαν ασφαλώς καθοριστική επιρροή στην πλανητική ιστορία του 21ου αι. – προ παντός αν η Κίνα παραμείνει ενιαίο κράτος και προβάλλει ταυτόχρονα αξιώσεις τόσο στον ασιατικό-ηπειρωτικό χώρο όσο και στον χώρο του Ειρηνικού Ωκεανού. Μόλις αρχίσει να διαγράφεται μία τέτοια κατάσταση η Ρωσσία θα τεθεί υπό πίεση και θ’ αναγκαστεί ν’ αναζητήσει συμμάχους. Αν δεν βρει, τότε θα υποχρεωθεί να κάμει παραχωρήσεις προς την Κίνα ή και να συμπαραταχθεί μαζί της, οπότε θα δημιουργούνταν ένας πανίσχυρος συνασπισμός.

Μία μακροπρόθεσμη ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στη Ρωσσία οφείλει να προσανατολισθεί σ’ αυτές τις γεωπολιτικές προοπτικές. Ασφαλώς είναι δικαίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών να επιθυμούν τη διασφάλιση της πλανητικής μονοκρατορίας τους μεταξύ άλλων με τη συνεχή χαλιναγώγηση ή και με τον κατακερματισμό της Ρωσσίας. Όμως μία ενωμένη Ευρώπη δεν θα είχε να κερδίσει πολλά πράγματα, αν εμφανιζόταν ως στρατηγικός τοποτηρητής των Αμερικάνων στην Ανατολική Ευρώπη και ως υποστηρικτής όλων των χωριστικών τάσεων μέσα στην επικράτεια της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η ευρωπαϊκή, και προπαντός γερμανική μυωπία [σημ. Δ`~. δες Για το «γερμανικό ζήτημα»], όπως φαίνεται με την υποστήριξη του αμερικάνικου σχεδίου για την επέκταση του ΝΑΤΟ ίσαμε τα ρωσσικά σύνορα, δεν μπορεί παρά να δώσει τροφή σε μία απολύτως θεμιτή δυσπιστία της Ρωσίας και να σπρώξει τη γιγαντιαία ευρασιατική χώρα στην επιθετική απομόνωση ή στην αγκαλιά της Κίνας.

Όποιος είναι έστω κι επιφανειακά εξοικειωμένος με τη ρωσική ιστορία, θα πρέπει να γνωρίζει ότι καμία entente cordiale με τη Ρωσσία δεν είναι δυνατή, αν δεν της αναγνωρισθεί εξ υπαρχής το δικαίωμα να τηρεί την τάξη στην Καυκασία, στην κεντρική Ασία και σε ολόκληρο τον σιβηρικό χώρο. Η Ευρώπη δεν θα είχε να χάσει τίποτε, αν η Ρωσσία επιτελούσε με επιτυχία το έργο αυτό, αντίθετα μάλιστα. Και δεν θα υπήρχε κίνδυνος ρωσικής ηγεμονίας πάνω σε μία πλούσια κι ενωμένη Ευρώπη, ικανή να δρα πολιτικά με ενιαίο τρόπο. Μία τέτοια Ευρώπη δεν θα είχε να φοβηθεί τίποτε από την Ρωσσία, ενώ η Ρωσσία θα είχε να ελπίζει τα πάντα από μίαν τέτοιαν Ευρώπη. Συνάμα, στο πλαίσιο μιας μεγαλεπήβολης γεωπολιτικής αναδιάταξης της Ευρασίας θα λύνονταν από μόνα τους ζητήματα όπως η ρωσσική επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη και οι αντίστοιχοι φόβοι των λαών.
γ´
Ώστε η μεγάλη πλανητική και κοσμοϊστορική δυνατότητα μίας Ενωμένης Ευρώπης θα ήταν η Ευρασία. Κατ’ αρχήν βέβαια υπό την απτή έννοια της διασφάλισης ενεργειακών πηγών και απαραίτητων πρώτων υλών σε εποχή όπου εδώ διαφαίνεται στενότητα και οξύνονται οι συναφείς ανταγωνισμοί. Αλλά επί πλέον και υπό την έννοια μιας αποστολής, η οποία διευρύνει τους ορίζοντες και κινητοποιεί δυνάμεις. Φυσικά, το ότι η δυνατότητα υπάρχει εξ αντικειμένου διόλου δεν σημαίνει και ότι γίνεται αντιληπτή ή ότι επιζητείται η αξιοποίηση της. Με άλλα λόγια, η πρακτική της αξιοποίηση θα προϋπέθετε κάτι παραπάνω από την οξυδέρκεια μιας κυβέρνησης. Έργα όπως η γεωπολιτική αναδιάταξη της Ευρασίας και η διάνοιξη τεράστιων χώρων στο βόρειο, ανατολικό και κεντρικό τμήμα της δεν επιτελούνται από γηράσκοντες και καλομαθημένους πληθυσμούς. Ώστε από δημογραφική άποψη η Κίνα θα είχε αποφασιστικό πλεονέκτημα απέναντι της Ευρώπης, αν τυχόν οι δύο πλευρές προέβαλαν ταυτόχρονα αξιώσεις στον σιβηρικό και κεντρασιατικό χώρο’ ακόμα και αν η υπέρτερη ευρωπαϊκή τεχνική εξουδετέρωνε ως ένα σημείο αυτόν τον παράγοντα, πάλι η Ευρώπη θα πιεζόταν χρονικά. Πέρα από τούτες τις δυσχέρειες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλες.

Όμως όλα αυτά δεν μεταβάλλουν τη βεβαιότητα ότι μια Ευρώπη δίχως δικές της ενεργειακές πηγές και πρώτες ύλες, μια Ευρώπη με γερασμένο πληθυσμό, που θ’ αποτελούσε το πολύ τρία ή τέσσερα τοις εκατό του παγκόσμιου, μια Ευρώπη αποκομμένη από τα μεγάλα στρατηγικά θέατρα της πλανητικής ιστορίας του 21ου αιώνα – μια τέτοια Ευρώπη αργά ή γρήγορα θα μαραινόταν και θα έσβηνε. Το θεώρημα του Mackinder για την Ευρασία διατηρεί πάντοτε την αξία του. Όμως η θέση ότι όποιος κατέχει τη Γερμανία κατέχει και την Ευρασία είχε νόημα μονάχα σ’ έναν ευρωκεντρικό κόσμο. Σ’ έναν πλανητικό κόσμο, όπου απλώνεται όλο και περισσότερο η κραταιή σκιά της Κίνας, το κλειδί για την παγκόσμια κυριαρχία θα μπορούσε να είναι ο σιβηρικός και κεντροασιατικός χώρος.

Η Ευρασία θα ήταν το μεγάλο θετικό κέντρο βάρους της πλανητικής πολιτικής μιας ενιαίας ή ενιαία κυβερνώμενης Ευρώπης. Θα υπήρχαν όμως και τα αρνητικά κέντρα βάρους, όπου σε πρώτη γραμμή θα έπρεπε να διεκπεραιωθούν αμυντικά καθήκοντα. Ως κατ’ εξοχήν τέτοιο παράδειγμα μπορεί ν’ αναφερθεί η Βόρειος Αφρική. Στην Κεντρική και στη Βόρειο Ευρώπη δεν είναι ίσως τόσο έντονη όσο στη Γαλλία ή στην Ισπανία η συνείδηση των συνεπειών που μπορεί να έχουν για τις ευρωπαϊκές ισορροπίες οι δημογραφικές, οικολογικές και πολιτικές εξελίξεις στη Βόρειο Αφρική. Το πρόβλημα δεν εξαλείφεται όταν κλείνεις τα μάτια. Στον τρόπο, με τον οποίο θα αντιμετωπίσουν τα ευρωπαϊκά έθνη τέτοιες προκλήσεις, θα φανεί κατά πόσον θα είναι διατεθειμένα να ασκήσουν ουσιαστική αλληλεγγύη μέσω ομόθυμων και συντονισμένων ενεργειών – και επίσης να ασκήσουν κυριαρχικά δικαιώματα, τα οποία, όπως είπαμε, πρώτα-πρώτα απαιτούν μιαν δεσμευτική απάντηση στο ερώτημα: «ποιός ανήκει σε τούτη την πολιτική οντότητα και ποιός όχι;»
.~`~.
V
Ας εξετάσουμε τώρα την αντίθετη πιθανότητα, ότι δηλαδή δεν επιτυγχάνεται η μετατροπή της Ευρώπης σε κυρίαρχη πολιτική οντότητα ικανή προς ενιαία και αυτοτελή δράση. Τρεις λόγοι θα ήταν δυνατό να οδηγήσουν σ’ αυτό.

Πρώτον θα ήταν δυνατό η εξέλιξη της πλανητικής πολιτικής στο σύνολο της να υποβιβάσει την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης σε δευτερεύουσα υπόθεση, οπότε τα ευρωπαϊκά έθνη θα προσχωρούσαν εσπευσμένα σ’ ένα ευρύτερο «δυτικό» στρατόπεδο υπό εξωευρωπαική ηγεσία. Προσφιλείς νωθρές συνήθειες και η αποστροφή προς τους κινδύνους της αυτονομίας ή αδήριτες ανάγκες θα μπορούσαν με άλλα λόγια να σταθεροποιήσουν επί μακρό διάστημα την πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή ασκείται κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ, προ παντός σε περίπτωση όπου η αντίθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών ή ανερχόμενων Δυνάμεων, αδιάφορο σε ποιά μορφή, θα οξυνόταν τόσο, ώστε οι πρώτες θα αναγκάζονταν ή θα επιθυμούσαν να διεξαγάγουν τον κοινό τους αγώνα υπό ενιαία ηγεσία και όχι ως συνασπισμός δύο ισότιμων μελών. Τότε η ευρωπαϊκή ενοποίηση θα έκανε μόνον τόσες προόδους, όσες θα χρειάζονταν προκειμένου να διευκολυνθεί, ήτοι να απλουστευθεί το έργο της αμερικανικής ηγεσίας’ σε αντάλλαγμα οι Αμερικανοί θα μεριμνούσαν για την πρόσβαση των συμμάχων τους σε πηγές ενέργειας και πρώτων υλών, για την ελευθερία των εμπορικών οδών και για πυροσβέσεις σε φλεγόμενες περιοχές. Αν οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι μπορούν να εμπιστευθούν στους Αμερικανούς τις βασικές χονδροδουλειές της παγκόσμιας πολιτικής και ότι τους εξυπηρετεί καλύτερα η αμερικανική ηγεσία παρά η δική τους αυτόνομη προσπάθεια, τότε φυσικά θα τείνουν να μη θεωρούν την πολιτική κυριαρχία της Ευρώπης και την ικανότητα της για δράση σε πλανητικό επίπεδο ως κατεπείγουσα υπόθεση, προωθώντας την μονάχα στον βαθμό όπου δεν θα αντιστρατευόταν τις αμερικανικές ηγετικές αξιώσεις. Μια τέτοια στρατηγική, την οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγική της εκούσιας και ιδιοτελούς υποταγής, προφανώς θα ήταν δυνατό να επιτύχει μονάχα υπό τρεις μακροπρόθεσμους όρους: ότι τα απαιτούμενα από τους Αμερικανούς ανταλλάγματα (λ.χ. στο παγκόσμιο εμπόριο) δεν θα ξεπερνούσαν ουσιωδώς τα υποφερτά όρια, ότι οι Αμερικανοί θα ήσαν διατεθειμένοι να ρίξουν πλήρως τις δυνάμεις τους στην πλάστιγγα ακόμα κι αν διακυβεύονταν αποκλειστικά ευρωπαϊκά συμφέροντα και ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό την πίεση εσωτερικών φαινομένων αποσύνθεσης, δεν θα παρέλυαν στο προβλεπτό μέλλον ως παράγοντας της παγκόσμιας πολιτικής. Και κάτι επιπλέον πρέπει να παρατηρήσουμε εδώ. Ακόμα κι αν μια πόλωση της πλανητικής πολιτικής εξανάγκαζε τη «Δύση» (διάβαζε: τον εκβιομηχανισμένο Βορρά) να συνασπισθεί υπό αμερικανική ηγεσία, και πάλι η ιδιαίτερη μορφή αυτής της πόλωσης θα μπορούσε να φέρει στο προσκήνιο τον αγώνα για τον έλεγχο του σιβηρικού και κεντροασιατικού χώρου. Με άλλα λόγια, για τη «Δύση» είναι δυνατόν να αποκτήσει ζωτική σημασία η παρεμπόδιση της δημιουργίας ενός ρωσσοκινεζικού μετώπου.

Ο δεύτερος λόγος, ο οποίος θα μπορούσε να καταστήσει δευτερεύουσα ή ξεπερασμένη υπόθεση τη διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής οντότητας, θα ήταν η γρήγορη ενοποίηση της παγκόσμιας κοινωνίας, η οποία θα απορροφούσε μονομιάς όρια και σύνορα, εθνικά κράτη και μείζονες χώρους. Θεωρώ την προσδοκία αυτή ως μη ρεαλιστική και θα εξηγήσω συντομότατα γιατί. όσοι τρέφουν τέτοιες προσδοκίες αναφέρονται στη σημερινή παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών, όμως δεν μιλούν καθόλου για το αποφασιστικό πρόβλημα της κατανομής. Ωστόσο, η ειρήνη μεταξύ εθνικών ή πολιτικών οντοτήτων γενικά δεν κινδυνεύει τόσο λόγω του τρόπου, με τον οποίο οι άνθρωποι παράγουν και επικοινωνούν, όσο εξ’ αιτίας του τρόπου της κατανομής. Συνεχώς διατυπώνονται προτάσεις για την εμβάθυνση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας στη βιομηχανία και το εμπόριο και για την πύκνωση των παγκόσμιων επικοινωνιακών δικτύων – όμως το μυστικό της γενικά αποδεκτής κατανομής πόρων και προϊόντων δεν το απεκάλυψε κανείς ίσαμε τώρα, ούτε και η πλούσια «Δύση». Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η όξυνση των αγώνων κατανομής θα θέσει όρια στην παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και των επικοινωνιών’ αλλά προηγουμένως η ίδια αυτή παγκοσμιοποίηση θα έχει οξύνει τους αγώνες κατανομής. Γιατί προκαλεί διαδικασίες, μέσω των οποίων ανέρχονται οι προσδοκίες χωρίς όμως να ικανοποιούνται εντελώς – και ο μισοχορτασμένος είναι επιθετικότερος από τον μισοπεθαμένο της πείνας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι μελλοντικοί αγώνες κατανομής θα διεξαχθούν αναγκαστικά από τα σημερινά πολιτικά υποκείμενα.

Η εναλλακτική λύση δεν είναι οπωσδήποτε: «παγκόσμια κοινωνία ή εθνικό κράτος», όπως φοβούνται οι υποστηρικτές του τελευταίου, ταυτίζοντας την απεμπόληση του με την απεμπόληση του έθνους και τούτη εδώ με τον άχρωμο κοσμοπολιτισμό, ή όπως υποθέτουν οι οπαδοί της πρώτης, θεωρώντας εσφαλμένα κάθε πλήγμα εναντίον του εθνικού κράτους ως προάγγελο της αιώνιας ειρήνης. Όμως το εθνικό κράτος δεν αποτελεί το μόνο δυνατό οριοθετημένο και κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο, και καμμιά στατιστική δεν έχει ίσαμε τώρα αποδείξει ότι οι πόλεμοι μεταξύ εθνικών κρατών υπήρξαν συχνότεροι ή αγριότεροι από άλλους. Ακόμα και αν η αντικατάσταση όλων των πολιτικών υποκειμένων με το πολιτικό υποκείμενο «παγκόσμια κοινωνία» θα συνεπαγόταν υποχρεωτικά την κατάργηση των πολέμων μονάχα αν η ιστορία είχε γνωρίσει ως τώρα αποκλειστικά πολέμους μεταξύ εθνικά ή φυλετικά διαφορετικών πολιτικών υποκειμένων και όχι εμφυλίους πολέμους. Το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί η παγκόσμια κοινωνία είναι απλώς τη μετατροπή όλων των πολέμων σε εμφυλίους πολέμους.

Τρίτον, ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορεί να ματαιωθεί από τις αστάθμητες δυνάμεις της ανομίας. Οι δυνάμεις αυτές στην πλανητική εποχή δεν είναι αναγκαστικά επιχώριας καταγωγής, εξ ίσου είναι δυνατόν να εισαχθούν – οι ίδιες ή τουλάχιστον οι άμεσοι καταλύτες τους. Η εισαγωγή παγκόσμιων και ανεξέλεγκτων πλέον οικολογικών αντιξοοτήτων ή καταστροφών δεν μπορεί βέβαια να εμποδισθεί, όμως η εισαγωγή αφόρητων δημογραφικών επιβαρύνσεων αποτελεί τουλάχιστον εν μέρει υπόθεση πολιτικής βούλησης, εκτός εάν εν τω μεταξύ η επιβάρυνση έχει καταποντίσει τη πολιτική βούληση. Μπορεί κανείς, με συγχωρητέα ανθρωπιστική αφέλεια, να υποτιμά τη σημασία του δημογραφικού παράγοντα ή, απορροφημένος από υψηλούς στοχασμούς, απλώς να τον παραβλέπει. Όποιος όμως ανοιχτά και σοβαρά υποστηρίζει ότι η μετανάστευση 30 ή 40 εκατομμυρίων ανθρώπων στη σημερινή Γαλλία ή Γερμανία δεν θα προκαλούσε ανομικά φαινόμενα, αυτός είναι -δεν μπορώ να το εκφράσω διαφορετικά- ηλίθιος. Εδώ καθοριστική είναι αποκλειστικά και μόνον, η ποσότητα, και ο προσδιορισμός αυτής της ποσότητας είναι υπόθεση της κυρίαρχης πολιτικής κρίσης. Μια τέτοια κρίση δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον «ρατσισμό», εδώ δηλαδή δεν γίνεται λόγος για το φυλετικό ή πολιτισμικό ποιόν των μεταναστών – εφ’ όσον μάλιστα τα ανομικά φαινόμενα θα εμφανίζονταν εξ’ ίσου ακόμα κι αν κανείς θεωρούσε τους μετανάστες ως φυλετικά και πολιτισμικά ισότιμους ή και ανώτερους. Η δημογραφία έχει ήδη ως ποσότητα τη λογική της και προκαλεί εντελώς ιδιαίτερες δράσεις και αντιδράσεις. Στα ήρεμα και αβλαβή σπουδαστήρια, όπου συναντώνται οι οπαδοί του ηθικού οικουμενισμού, μπορεί κανείς με κάθε άνεση να αισθάνεται ως υπερεθνικός αμιγής άνθρωπος μεταξύ υπερεθνικών αμιγών ανθρώπων, αλλά ήδη μέσα στον συνωστισμό ενός συγκοινωνιακού μέσου χάνει τη διάθεση να ερμηνεύει τα όσα συμβαίνουν γύρω του και πάνω του λέγοντας ότι συμμετέχει απλώς σε μια συγκέντρωση ανθρώπων ίσης ηθικής περιωπής και αξιοπρέπειας. Μιαν τέτοια περίπου ασφυκτική κατάσταση την καθιστά ανεκτή μόνο και μόνο η βεβαιότητα πως είναι χρονικά περιορισμένη, και εύκολα μπορούμε να φαντασθούμε τι θα συνέβαινε, αν η βεβαιότητα τούτη δεν υπήρχε πια και αν η συνεχής και μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα συμβάδιζε με μαζική εξαθλίωση εξ αιτίας του εντεινόμενου παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού. Τότε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες θα έπαιρναν τον δρόμο του αυταρχισμού, άλλες θα αντιδρούσαν με την περιχαράκωση, και εν πάση περιπτώσει η γυμνή και τυφλή ορμή αυτοσυντήρησης θα κατέπνιγε κάθε ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Όπως παρατηρήσαμε, η πίεση και η κρίση μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρομόλες, όμως εξ ίσου μπορούν να αποδεσμεύσουν κεντρόφυγες δυνάμεις.
.~`~.
IV
Ο αναγνώστης θα παρατήρησε, ελπίζω, ότι εδώ δεν εκφράσαμε προσωπικές προτιμήσεις ή απέχθειες, ούτε προσπαθήσαμε να προφητεύσουμε συγκεκριμένα περιστατικά – άλλωστε τέτοιες προφητείες κατά κανόνα αποτελούν απλώς την εξαντικειμενικευμένη έκφραση προτιμήσεων ή απεχθειών. Περιγράψαμε πιθανούς συνδυασμούς ήδη δεδομένων παραγόντων και εικάσαμε τις εκβάσεις μιας πολυδιάστατης δυναμικής, χωρίς να μπορούμε ή να θέλουμε να αποκλείσουμε τη μια ή την άλλη μεταξύ τους. Η περιγραφή ανοιχτών συνδυασμών φαίνεται βέβαια σε σύγκριση με την πρόγνωση περιστατικών ευκολότερη, εφ’ όσον υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες, ενώ η πραγματικότητα είναι μια. Ωστόσο, ήδη η σύλληψη πιθανοτήτων απαιτεί όχι μόνον την λογική ικανότητα ενός συνδυαστικού παιχνιδιού, αλλά προ παντός την αίσθηση των κινητήριων δυνάμεων και των μεγάλων συναφειών.
Ως προς την πρακτική αξία τέτοιων σκέψεων, το πολύ-πολύ μπορεί κανείς να πει το εξής: για τα δρώντα υποκείμενα άλλοι υποθετικοί συνδυασμοί αποτελούν κίνητρα και άλλοι ανασταλτικούς παράγοντες των πράξεων τους. όπως και να ‘χει, οι δρώντες οφείλουν να προσανατολίζουν τις πράξεις τους στην πνευματική επιλογή υπέρ ενός ορισμένου συνδυασμού. Οι επιλογές είναι αναγκαίες επειδή η ιστορία είναι ανοιχτή – αλλά πάλι όχι τόσο ανοιχτή, ώστε το οποιοδήποτε σφάλμα να επιδέχεται επανόρθωση οποτεδήποτε.

Παναγιώτης Κονδύλης
  

πηγή 
ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ -η δύναμη, και η τέχνη της στρατηγικής
http://cosmoidioglossia.blogspot.gr/2013/07/21_21.html

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

RETHINK ATHENS!

Τό σύνθημα και μόνο με εξαγριώνει.
Σοβιετία και Χιτλερισμός με αμερικάνικη ταμπέλα.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά...

Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Δύση, λάδι σε καμβά


Ντύλαν Τόμας
Έχω ποθήσει να ξεφύγω

Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό,
γερνώντας πλέον φοβερά, καθώς η μέρα πέφτει
από το λόφο σε απροσμέτρητο βυθό∙
έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών
το πήγαινε-έλα. Ο άνεμος
γέμισε πνεύματα, πνευμάτων ήχους το χαρτί,
βροντάει κι αστράφτει κουδούνια και προσκλήσεις.

Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’ άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’ ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’ αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά.

(Μετάφραση Γιώργος Μπλάνας)




Dylan Thomas
I Have Longed to Move Away

I have longed to move away
From the hissing of the spent lie
And the old terrors' continual cry
Growing more terrible as the day
Goes over the hill into the deep sea;
I have longed to move away
From the repetition of salutes,
For there are ghosts in the air
And ghostly echoes on paper,
And the thunder of calls and notes.

I have longed to move away but am afraid;
Some life, yet unspent, might explode
Out of the old lie burning on the ground,
And, crackling into the air, leave me half-blind.
Neither by night's ancient fear,
The parting of hat from hair,
Pursed lips at the receiver,
Shall I fall to death's feather.
By these I would not care to die,
Half convention and half lie.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Ερρίκος Ίψεν Άπαντα - Παρουσίαση 31 Μαρτίου

Ἑρρίκος Ἴψεν
Ἅπαντα
Εἰσαγωγή-μετάφραση-σχόλια:
Θεοδόσης Ἀ. Παπαδημητρόπουλος
Ἐπιμέλεια:
Ἧρκος Ῥ. Ἀποστολίδης

Ζωὴ θὰ πῇ μὲ σκοτεινὰ στοιχειὰ
νὰ παλεύῃς μέσα σου.
Ποίηση: τῆς Κρίσεως τὴν Ἡμέρα
νὰ φέρνῃς στὸν ἑαυτό σου.

Οἱ ἐκδόσεις Gutenberg προχωροῦν σὲ σύγχρονες, θεατρικώτατες μεταφράσεις τῶν ἔργων τοῦ Νορβηγοῦ συγγραφέα –σὲ ρέουσα καὶ γλαφυρὴ γλῶσσα– μὲ σχόλια-εἰσαγωγές-χρονολόγια, κατατοπιστικὰ γιὰ κάθε ἀναγνώστη τῆς κλασικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης λογοτεχνίας, καθὼς ὁ Ἴψεν ἐπηρέασε βαθιὰ καὶ συνεχίζει νὰ ἐμπνέῃ τὴ γενικώτερη παραγωγή - ὄχι μονάχα τὸ θέατρο ὅπου δημιουργοὶ ὅπως ὁ Τσέχοφ, ὁ Γκόρκι, ὁ Μπέρναρ Σῶ, ὁ Πιραντέλο, ὁ Ο᾿ Νήλ,  ὁ Ἄρθουρ Μίλλερ, ὁ Οὐίλλιαμς, ὁ Πίντερ –ὁ Ξενόπουλος  στὰ ἑλληνικὰ πράγματα– καὶ τόσοι ἄλλοι μεταγενέστεροι τοῦ ὀφείλουν τὰ μέγιστα.
Γεννημένος στὸ μικρὸ λιμάνι τοῦ νορβηγικοῦ Σκιὲν τὸ 1828, ὁ  Ἴψεν πέρασε σχεδὸν τριάντα χρόνια μακριὰ ἀπ᾿ τὴν πατρίδα, παλεύοντας μὲ τὴ φτώχεια κι ὁλόκληρο τὸ θεατρικὸ κ᾿ ἐκδοτικὸ κατεστημένο. Κάθε καινούργιο ἔργο του ἔβρισκε ἢ θερμοὺς θαυμαστές, εἴτε δημιουργοῦσε ἄσπονδους ἐχθρούς. Οἱ βιβλιοπῶλες δὲν ἤθελαν τ᾿ ἀντίτυπα ἀπ᾿ τὰ ἔργα του στὶς προθῆκες τους, καθὼς ἔκρινε μὲ δύναμη καὶ τρομακτικὴ εὐστοχία τά «κατὰ συνθήκη ψεύδη» τῆς ἀποστεωμένης ἀστικῆς κοινωνίας. Ἡ ριζοσπαστικότητα κ᾿ ἡ ὠμή, ἀποκαλυπτική γραφή του συντάραξε ὁλόκληρο τὸν πνευματικὸ κόσμο τοῦ καιροῦ καὶ φώτισε τὶς γενναῖες συνειδήσεις τῶν ἐπομένων χρόνων. Τὸ 1906 πέθανε μ᾿ ἀναγνωρισμένη πλέον τὴν ἀξία του (τόσο ποὺ ὅροι, ὅπως «ἰψενικὸ τρίγωνο», ἔχουν περάσει πιὰ στὴν καθομιλουμένη κάθε εὐρωπαϊκοῦ ἔθνους). Τὰ ζητήματα ποὺ ἔθιξε ὅμως, συνεχίζουν νὰ δηλητηριάζουν καὶ νὰ βασανίζουν τὸ σήμερα.

Οἱ χαρακτῆρες του (ἡ Ἕντα Γκάμπλερ, ὁ Πέερ Γκύντ, ἡ κυρία Ἄλβινγκ ἀπ᾿ τοὺς Βρυκόλακες, ὁ Στόκμανν ἀπ᾿ τό:  Ἕνας ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ, ὁ Μπράντ, ὁ ἀρχιμάστορας Σόλνες) συγκρίνονται μὲ τὶς δημιουργίες ἑνὸς Σαίξπηρ στὴ σύγχρονη ἐποχή, ἔχοντας κομμάτι ἀπ᾿ τὴ ρώμη καὶ τὸ βάρος τῶν ἀρχαίων τραγικῶν ἡρώων. Ἡ πλοκὴ τῶν ἔργων –ποὺ τὴ μαστοριά της λίγοι θεατρικοὶ συγγραφεῖς τὴν ἔφτασαν ἀπὸ τότε– ἐκθέτει μ᾿ ἄμεσο τρόπο σημαντικὰ ἐρωτήματα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου: τὸ ζήτημα τῆς προσωπικῆς συνείδησης, τὴ θέση τοῦ ἀτόμου μές στὴν κοινωνία, τὴν ἀδράνεια τῆς τελευταίας μ᾿ ὅλες τὶς προκαταλήψεις της.       
Ἡ σειρὰ τῶν Ἁπάντων ξεκίνησε μὲ τὴν ἔκδοση τῶν τελευταίων τεσσάρων ἔργων: Ὁ ἀρχιμάστορας Σόλνες, ὁ Μικρὸς Ἔγιολφ, ὁ Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν καὶ Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροί. Τὰ δράματα αὐτά –ἀπολύτως σύγχρονα στὴν προβληματική τους– καθώρισαν τὴ σκέψη μεγάλων συγγραφέων-ποιητῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα: τὸν Ράινερ Μαρία Ρίλκε, τὸν Τζέιμς Τζόυς, τὸν Τόμας Μάνν. 
Ἕπονται σύντομα τὸ δραματικό «παραμύθι»: Πέερ Γκύντ (σ᾿ ἔμμετρη μετάφραση μ᾿ ἐκτενῆ σχόλια ποὺ φωτίζουν τὶς λαϊκὲς παραδόσεις τῆς Νορβηγίας), τὸ καταγγελτικό-ἐπαναστατικὸ δρᾶμα: Ἕνας ἐχθρὸς τοῦ λαοῦ καὶ ἡ τραγωδία τῆς κληρονομικότητας: Βρυκόλακες.

«Ὡς ἄλλος Σαικσπῆρος ἐξετάζει τὴν ζωὴν ἀφ᾿ ὑψηλῆς περιωπῆς καθ᾿ ὅλην αὐτῆς τὴν ἐξέλιξην ἀπὸ τοῦ λίκνου μέχρι τοῦ φερέτρου, τουθ᾿ ὅπερ ἐπενδύει τὰ δράματά του μὲ πολὺν φιλοσοφικὸν χαρακτῆρα. Οὐδεὶς διεισέδυσεν εἰς τοὺς νεφροὺς καὶ τὴν καρδίαν τῆς ἀνθρωπότητος τόσον βαθέως ἀπὸ πολλοῦ, ἀπὸ λίαν πολλοῦ καιροῦ.»
Γεώργιος Βιζυηνός, Ἑρρίκος Ἴβσεν, 1892 (πρώτη ἐλληνικὴ κριτικὴ γιὰ τὸν Ἴψεν)

«...Ἡ παροῦσα ἄρτια καὶ πλήρης σειρὰ τῶν ἀριστουργημάτων τοῦ μεγάλου Νορβηγοῦ εἶναι μιὰ πολύτιμη, σύγχρονη, δραματουργικὰ ἐνημερωμένη, θεατρικώτατη, γλωσσικὰ πλούσια κ᾿ ἐρεθιστικὴ προσφορὰ γενικῆς Παιδείας, σκηνικῆς πρόκλησης καὶ παρακλητικὴ τῆς σκηνοθετικῆς, ὑποκριτικῆς κ᾿ εἰκαστικῆς φαντασίας.
Οἱ ἐκδόσεις Gutenberg στὴν ἔρημο τοῦ παρόντος, μᾶς ὁδηγοῦν σὲ ἀρτεσιανὰ πηγάδια πνευματικῆς ὄασης

Ἀπ᾿ τὸν πρόλογο γιὰ τὴ σειρὰ τοῦ Κώστα Γεωργουσόπουλου

«...ὡς ἑνότητα ἐπανεκδίδονται τώρα ἀπὸ τὸν Gutenberg ρχιμάστορας Σόλνες, Ὁ μικρὸς Ἔγιολφ, ὁ Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν καὶ τό: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροὶ, σὲ ἄρτια μετάφραση τοῦ Θεοδόση Παπαδημητρόπουλου καὶ ἐξαίρετη ἐπιμέλεια τοῦ Ἧρκου Ἀποστολίδη
Νίκος Ξένιος, Ὁ  Ἴψεν τῆς ὡριμότητας, bookpress.gr (20-2-2014)

«...Στὸν ἐκδοτικὸ τομέα παρατηρεῖται ὑπερδραστηριότητα τοῦ Gutenberg μ᾿ ἐξέχουσες ἐπιτυχίες τὰ γνωστὰ ἔργα τοῦ Ἑρρίκου  Ἴψεν Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπρόκμαν, Ὁ ἀρχιμάστορας Σόλνες, Ὁ μικρὸς Ἔγιολφ καὶ τό: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροί, σὲ μετάφραση Θεοδόση Ἀ. Παπαδημητρόπουλου, μὲ εἰσαγωγὴ καὶ σχόλια τοῦ ἴδιου κ᾿ ἐπιμέλεια τοῦ  Ἥρκου Ρ. Ἀποστολίδη.
            Πρόκειται γιὰ ἐξαιρετικὰ προσεκτικὲς καὶ ἄριστα, ἀπὸ κάθε ἄποψη, ἐπιμελημένες ἐκδόσεις, ποὺ ἔχουν καίρια σημασία, κατ᾿  ἀρχήν, γιὰ τὸ οὐσιαστικὸ περιεχόμενο τους.
            Χαίρεται κανεὶς τὸ διαφορετικὸ ἐκδοτικὸ ἐπίπεδο –ἐπιτέλους– τῶν ἐκδόσεων αὐτῶν, καὶ γίνονται πιὸ προσιτὰ τὰ ἔργα, [] μὲ τὶς ἐξηγητικὲς σημείωσεις, τὰ βιοχρονολόγια, [] τὰ διαφωτιστικὰ σχόλια καὶ τὴν ἀσφάλεια ποὺ τοὺς δίνει ἡ αὐστηρότατη, ἐπιστημονικὰ ἔγκυρη φιλολογικὴ ἐπεξεργασία καὶ θεώρηση μιᾶς μετάφρασης πιστῆς ἀφ᾿ ἑνός, ἀφετέρου ἐμπνευσμένης συνάμα κ᾿ ἐμπνευστικῆς.»
Κώστας Μάστρακας, περιοδικὸ Διορθώσεις, Φεβρουάριος 2014

«...Τώρα παρουσιάζεται μιὰ καλὴ εὐκαιρία γιὰ ὅσους θέλουν νὰ μυηθοῦν στὴ βιβλιογραφία τοῦ Ἴψεν ἢ νὰ τὴ γνωρίσουν ἐκ νέου, ἀφοῦ ἐκδίδονται τὰ Ἅπαντά του, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Gutenberg, μὲ ἐργοβιογραφία, εἰσαγωγὲς καὶ ἐπεξηγηματικὰ σχόλια (σὲ μετάφραση Θεοδόση Παπαδημητρόπουλου καὶ ἐπιμέλεια Ἥρκου Ἀποστολίδη). Τὰ πρῶτα τέσσερα ἔργα του ποὺ κυκλοφοροῦν, εἶναι τά: Ὅταν ξυπνήσουμε ἐμεῖς οἱ νεκροί, Ἰωάννης Γαβριὴλ Μπόρκμαν, Ὁ μικρὸς Ἔγιολφ καὶ Ὁ ἀρχιμάστορας Σόλνες
Κωνσταντῖνος Τζήκας, Ἴψεν γιὰ μιὰ ζωή, Athens Voice, τ. 466, 22-1-2014

Εκδίδονται τα Άπαντα του Ερρίκου Ίψεν στην Ελλάδα..! 
Πρόσκληση στην Παρουσίαση...

Οι εκδόσεις Gutenberg σας προσκαλούν 
την Δευτέρα 31 Μαρτίου, ώρα 18.30, 
στην Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία  
(Πανεπιστημίου 22), 
για την παρουσίαση της σειράς 
ΑΠΑΝΤΑ ΕΡΡΙΚΟΥ ΙΨΕΝ 
και των πρώτων τόμων της:

Ο αρχιμάστορας Σόλνες
Ο μικρός Έγιολφ
Ιωάννης Γαβριήλ Μπόρκμαν
Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί

Θα μιλήσουν οι:
Ήρκος Αποστολίδης, συγγραφέας - ιστορικός
Κώστας Γεωργουσόπουλος, θεατρικός κριτικός
Σπύρος Ευαγγελάτος, ακαδημαϊκός - σκηνοθέτης
Γιώργος Κιμούλης, ηθοποιός - σκηνοθέτης
Θεοδόσης Παπαδημητρόπουλος, ηθοποιός - μεταφραστής

Πρόσκληση

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

Η απειλή της Πανεπιστημίου...

Άρθρο του αρχιτέκτονα Νίκου Μιχαλόπουλου
(περισσότερα στοιχεία & φωτογραφικό υλικό στην πηγή  
http://bloggerkm2009.blogspot.gr/2014/03/blog-post_20.html)

Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Αθήνα
Η απειλή της Πανεπιστημίου

Η αφήγηση για την Πανεπιστημίου
(οι μύθοι και η πραγματικότητα)

‘‘Ο επιστήμονας αναρωτιέται πάνω στην εγκυρότητα των αφηγηματικών αποφάνσεων και διαπιστώνει ότι ποτέ δεν έχουν υποβληθεί στην επιχειρηματολογία και στην απόδειξη’’
‘‘Οι αφηγήσεις είναι παραμύθια, μύθοι, παραδόσεις, καλές για παιδιά και τις γυναίκες’’  
Ζάν-Φρανσουά Λυοτάρ, Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση

http://yannisstavrou.blogspot.com 

Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την Αθήνα.
Εδώ και τρία χρόνια μεθοδεύεται η επιβολή κάποιων σημαντικών επεμβάσεων στο κέντρο της Αθήνας, με επιπτώσεις όμως σε ολόκληρη την πόλη. Αυτό πήρε τη μορφή του re think Athens με την εμφάνιση ενός νέου ισχυρού εταίρου στην ‘’ομάδα’’ προώθησης,  του Ιδρύματος Ωνάση, και την προκήρυξη ενός αρχιτεκτονικού διαγωνισμού με την ‘’απειλή ανάπλασης της Πανεπιστημίου’’ (όπως αναφέρει ο ακαδημαϊκός Π. Τέτσης , Καθημερινή της   9/6/2013)
 Η επιχείρηση αυτή δεν πήρε την μορφή της ‘’ορθολογικής’’ μελέτης του έργου. Αυτό επεσήμανε και ο ΣΑΔΑΣ τμήμα Αθήνας σε ανακοίνωση του:  ‘’ … υπάρχουν σοβαρά λειτουργικά θέματα και ερωτήματα, όσον αφορά στην επιλογή της συγκεκριμένης παρέμβασης. Η παρέμβαση αυτή δεν αποτελεί απόρροια κάποιου θεσμοθετημένου συνολικού σχεδιασμού, ούτε ως ουσία, ούτε ως προτεραιότητα και κατανοείτε πως τίθεται σοβαρό επιστημονικό θέμα’’.  Και διαχώρισε τη θέση του από το διαγωνισμό ‘’για λόγους τόσο δεοντολογικούς, όσο και επιστημονικούς’’
Αντί του δημόσιου διαλόγου, της επιστημονικής ανάλυσης και της επιχειρηματολογίας,  αναπτύχθηκε μια μεταμοντέρνα αφήγηση, γύρω απ’ την πόλη τελείως αντιεπιστημονική. Η Αθήνα παρουσιάστηκε ως μια πόλη κατεστραμμένη,  με το κέντρο χωρίς ζωή, με ανύπαρκτο  δημόσιο χώρο, σε ένα κλίμα κοινωνικής και οικονομικής υποβάθμισης με εγκαταλελειμμένα τα κτίρια. Ο λόγος ήταν ότι δεν υπήρχε ένα ‘’ νέο ανθρώπινο παραγωγικό, γόνιμο ,  αθηναϊκό κέντρο’’ .
Και σύμφωνα με το Rethink Athens η ‘’ ευκαιρία για την Αθήνα είναι εδώ’’. Η ανάπλαση της … Πανεπιστημίου.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ
Γύρω από αυτή την αφήγηση αναπτύχθηκαν οι παρακάτω 6 μύθοι:

ΠΡΩΤΟΣ ΜΥΘΟΣ: Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΣΑΝ ΤΟ ZEIL
Σε ένα δισέλιδο άρθρο (Καθημερινή 18/3/2012) ο κ. Τουρνικιώτης ανέλυσε όλο το σχέδιο της ‘’ομάδας’’. Κεντρικό σημείο της αφήγησης αποτελούσε μια τεράστια φωτογραφία του Zeil που στο άρθρο παραλληλιζόταν με την Πανεπιστημίου, και η  μετατροπή της πιο κύριας λεωφόρου της Φρανκφούρτης -κατά τον κ. Τουρνικιώτη και το μύθο - του Zeil, σε καταπράσινο βουλεβάρτο χωρίς αυτοκίνητα, εξαιρετικά φιλικό στους πολίτες’’
Ο κ. Τουρνικιώτης μέσα  από το άρθρο και χρησιμοποιώντας την εικόνα αντί του επιστημονικού λόγου προσπαθούσε να μας υποβάλλει μια ψευδαίσθηση του μέλλοντος μας,  ειδυλλιακή μεν αλλά πολύ μακράν της πραγματικότητας. Ταυτόχρονα θέλησε να δώσει και έναν ευρωπαϊκό αέρα στην αφήγηση. Ποια είναι η πραγματικότητα όμως;

 Το Zeil είναι ένας κεντρικός δρόμος της Φραγκφούρτης βόρεια του ποταμού Main, πολύ γνωστός γιατί οδηγεί στο ζωολογικό κήπο. Το δυτικό τμήμα του μετά την Konrad-Adenauer-Straße , πεζοδρομήθηκε.  Ήταν μια παρέμβαση τοπικής σημασίας, σε μια δευτερεύουσα κυκλοφοριακά οδό. Λιγότερο σημαντική και από την πεζοδρόμηση της Ερμού και της Αποστόλου Παύλου για την Αθήνα. Πιστεύω ότι ανταποκρίνεται πλήρως σ’ αυτήν η πεζοδρόμηση της Αιόλου.  Η  Αιόλου όμως όπως και το Zeil, δεν συμμετείχε στο βασικό οδικό δίκτυο της πόλης. Η κεντρική οδός που ανταποκρίνεται στην μορφή και στη λειτουργία της Πανεπιστημίου είναι η Konrad-Adenauer-Straße.  Είναι μια λεωφόρος στον άξονα βορά νότου που αποτελεί τον κύριο οδικό άξονα ολόκληρης της πόλης, εξασφαλίζει την διαμπερή κίνηση και συνδέει το κέντρο με τους οδικούς δακτυλίους, όπως και η Πανεπιστημίου. Αυτή φυσικά δεν την άγγιξαν διότι θα παρέλυε όλη η Φρανκφούρτη.

ΑΙΟΛΟΥ: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ZEIL
Μπορείτε να μπείτε στο Google για να διαπιστώσετε τα παραπάνω. 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΜΥΘΟΣ: Η ΔΙΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΜ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΟΡΑΜΑ ΤΟΥ Α. ΤΡΙΤΣΗ
Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να συνδεθεί η  αφήγηση, με άλλες σύγχρονες αφηγήσεις και  αστικούς μύθους. Με αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να δώσουν μια ιστορική διάσταση στις προτάσεις και ταυτόχρονα να τις εμφανίσουν σαν ώριμα αιτήματα που επιτέλους ήρθε η ώρα να υλοποιηθούν. Έτσι εμφανίστηκε το Rethink Athens σαν υλοποίηση και του οράματος του Α. Τρίτση για πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου με διέλευση του τραμ.
Δυστυχώς, το τραμ δεν ήταν όραμα, αλλά ένα επικοινωνιακό τρικ , που τέθηκε από τον τότε Υπουργό ΠΕΧΩΔΕ Α. Τρίτση με στόχο  να οδηγηθεί στις καλένδες το ΜΕΤΡΟ επειδή, η τότε κυβέρνηση δεν ήθελε να ξοδέψει κονδύλια για την Αθήνα, για να μεταφέρει πόρους στις αγροτικές περιοχές. Το πόσο ειλικρινής ήταν, φάνηκε και από το γεγονός, ότι ο ίδιος αργότερα σας δήμαρχος Αθήνας δεν προώθησε το όραμα του.
Σήμερα μετά την κατασκευή του ΜΕΤΡΟ η κατασκευή μιας γραμμής τραμ πάνω από αυτό μόνον σαν δυστοπία μπορεί να εκληφθεί.

ΤΡΙΤΟΣ ΜΥΘΟΣ: Η ΕΜΒΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Εμπλουτίζοντας παραπέρα την αφήγηση, προσπάθησαν να την συνδέσουν με τις ηρωικές στιγμές του ελληνισμού, αναβιώνοντας τον μεγαλοϊδεατισμό και μικρομεγαλισμό μας.
Έτσι προβλήθηκε η ανάδειξη της Πανεπιστημίου της ‘’μοναδικής σε αξία αστικής λεωφόρου’’ και της Νεοκλασικής Τριλογίας‘’ το μοναδικό αυτό αρχιτεκτονικό σύνολο στο οποίο αποτυπώνεται η ιστορική και πολιτιστική φυσιογνωμία της πόλης’’ σαν στοιχεία μιας ‘’εμβληματικής Μητρόπολης’’.
Ποια όμως είναι η πραγματικότητα; Η Αθήνα δεν είναι εμβληματική μητρόπολη. Είναι μια περιφερειακή πόλη στον ευρωπαϊκό Νότο. (Αν δεν είχε την Ακρόπολη πιθανών δεν θα την ήξερε κανένας)
Η μοναδική σε αξία αστική λεωφόρος, δεν είναι καν λεωφόρος είναι ένας φαρδύς δρόμος. Η δε Τριλογία, είναι πραγματικά ένα εξαίρετο δείγμα του ελληνικού Νεοκλασικισμού που μας συγκινεί σαν Έλληνες , αλλά μέχρι εκεί. Εξάλλου σε αυτή αποτυπώνεται ένα μικρό μέρος της ιστορίας της πόλης.  Ένας δε Αμερικάνος θα την συνέκρινε ίσως με την κεντρική πλατεία της επαρχιακής  πόλης που μένει  με το Δημαρχείο και το Δικαστικό Μέγαρο, πιθανότατα κτισμένα σε παλαντιανό στυλ.

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΥΘΟΣ: Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Στην αφήγηση μπήκαν πολλά στοιχεία για  την πόλη, τα οποία θεωρήθηκαν ως δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα όπως ότι η Πανεπιστημίου είναι το κέντρο της πόλης. Με αυτό τον τρόπο ήθελαν να υπερτονίσουν τη βαρύτητα  της παρέμβασης αφού δεν γίνεται σε ένα τυχαίο σημείο της πόλης αλλά ακριβώς στο κέντρο.  Έτσι είναι όμως;

Στις αρχές του αιώνα κέντρο της πόλης ήταν το τρίγωνο : Σύνταγμα, Μοναστηράκι , Ομόνοια – (Ιστορικό τρίγωνο)
Μεταπολεμικά το κέντρο της πόλης ήταν η πλατεία Ομόνοιας και οι άξονες  που ξεκινούσαν  από αυτήν. Πανεπιστημίου- Σταδίου- Αιόλου- Πατησίων- Πειραιώς
Την σύγχρονη περίοδο κέντρο αποτέλεσε  ο γραμμικός άξονας Σύνταγμα – Hilton, δηλαδή η Βασ. Σοφίας. Μάλιστα με την πεζοδρόμηση της Ερμού, ο άξονας αυτός επεκτάθηκε μέχρι το Μοναστηράκι και το Γκάζι. Η Ομόνοια υποβαθμίστηκε και η Πανεπιστημίου περιορίστηκε , σε έναν επίσημο δρόμο που στεγάζει βασικά Τραπεζικά κτίρια, παρέμεινε όμως ο βασικός κυκλοφοριακός άξονας.
Ποτέ δε ήταν η Πανεπιστημίου το κέντρο της πόλης.
Για ποιο κέντρο της πόλης λοιπόν συζητάμε;

ΠΕΜΠΤΟΣ ΜΥΘΟΣ: ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΖΟΔΡΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ Η ΑΘΗΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΗΘΕΙ- Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΕΙ ΤΗΝ ΠΡΑΣΙΝΗ ΡΑΧΟΚΟΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Πουθενά στον κόσμο οι πεζοδρομήσεις δεν συνδέονται με το πράσινο. Οι πεζοδρομήσεις έχουν στόχο την ανάκτηση του δημόσιου χώρου από τον πολίτη και όχι την αύξηση του πρασίνου.

ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΤΟ 1864 : ΟΛΗ Η ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΠΟΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΠΕΖΟΔΡΟΜΗΜΕΝΗ
Επιπλέον αν μελετήσουμε έναν χάρτη της πόλης του 1864, θα διαπιστώσουμε ότι ΟΛΗ Η ΠΟΛΗ που περιλαμβάνεται στο χάρτη  είναι σε πολύ μεγάλη έκταση ΠΕΖΟΔΡΟΜΗΜΕΝΗ, δηλαδή έχουμε πεζοδρομήσει τον ιστορικό πυρήνα της πόλης. Μάλιστα με την πεζοδρόμηση της Απόστολου Παύλου εντάχθηκαν σε αυτό τον  πυρήνα και νεώτερες  περιοχές  της πόλης όπως το Θησείο , το Γκάζι και την περιοχή Μακρυγιάννη. Και δεν είναι μόνο η κεντρική περιοχή. Επιπλέον έχουν γίνει εκτεταμένες πεζοδρομήσεις στο Μεταξουργείο, στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη, στο Γουδί, στην Πανόρμου κλπ. Η Αθήνα έχει ανάγκη από πράσινο (πάρκα, πλατείες, άλση) όχι από εμβληματικές πεζοδρομήσεις ούτε από τόπους δημιουργικής συνάντησης ή νέα στέκια.
ΕΚΤΟΣ ΜΥΘΟΣ: Η ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΤΡΑΜ ΣΤΗΝ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΘΑ ΣΥΜΒΑΛΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΤΩΝ ΥΠΟΒΑΘΜΙΣΜΕΝΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΤΩΝ ΚΑΤΩ ΠΑΤΗΣΙΩΝ, ΤΟΥ ΑΓ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ, ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ(!) ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΠΟΛΗΣ(!)
Αυτά ισχυρίστηκε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Ωνάση σε κάποια ομιλία του προσπαθώντας να δώσει και κοινωνική διάσταση στην αφήγηση, αλλά και να την καταστήσει επίκαιρη. Ποια όμως είναι η πραγματικότητα;
Πολύ κοντά στην Πατησίων και προς Δυσμάς υφίσταται η γραμμή του ΗΣΑΠ με σταθμούς που βρίσκονται πάνω σε αυτή ή σε κοντινή απόσταση από αυτή. Επιπλέον, θα κατασκευασθεί η  γραμμή 4 του ΜΕΤΡΟ, Ανατολικά της Πατησίων, σε αντίστοιχες  αποστάσεις. Θα βρεθεί λοιπόν αυτή η περιοχή της πόλης ανάμεσα σε δυο γραμμές μετρό. Η κατασκευή και γραμμής τραμ επιπλέον, απλά θα αφαιρέσει επιβατικό κοινό από το μετρό, χωρίς να προσφέρει ουσιαστικά τίποτα.

Η γραμμή του τραμ στην Πατησίων (μαύρη γραμμή) μεταξύ των γραμμών του ΗΣΑΠ (πράσινη γραμμή) και της γραμμής 4 του ΜΕΤΡΟ (κίτρινη γραμμή).

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Σημαντικό σημείο του Rethink Athens, ήταν ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός. ( για την ‘’ κηποτεχνική διαμόρφωση’’ όπως ανέφεραν κάποιοι συνάδελφοι μένοντας όμως στην επιφάνεια των πραγμάτων)
Ο ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΣΑΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΝΣΕΩΝ
Ο διεθνής διαγωνισμός ήταν απαραίτητος για δυο λόγους. Πρώτον για επικοινωνιακούς γι αυτό και δόθηκε πανηγυρικός χαρακτήρας στο rethink Athens. Δεύτερον, με αυτό τον τρόπο νομιμοποιήθηκαν και με τον πλέον επίσημο τρόπο όλες οι προηγούμενες διαδικασίες και απέκτησαν εγκυρότητα οι παρεμβάσεις που θα γίνουν χωρίς να χρειαστεί να υποβληθούν στην επιχειρηματολογία και στην απόδειξη.  Ο διαγωνισμός ήταν ένα σεντόνι που σκέπασε το παρελθόν, έκανε επανεκκίνηση της διαδικασίας και κυρίως νομιμοποίησε τις αφηγηματικές αποφάνσεις.

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σήμερα η αφήγηση έφτασε στο τέλος της.  Οι μυθολογίες αυτές που με τόσο κόπο στήθηκαν διαπιστώνουμε ότι έρχονται σε κατευθείαν σύγκρουση με την πραγματικότητα.
1)    ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΔΑΚΤΥΛΙΟΣ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ- ΟΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ- Η ΠΟΛΗ ΣΕ ΑΠΟΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ
Από τα ελάχιστα κέρδη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 ήταν το ΜΕΤΡΟ και ο Ολυμπιακός Κυκλοφοριακός Δακτύλιος του Γ. Κανδύλη.
Η κυκλοφορία της Αθήνας οργανώθηκε γύρω από ένα Δακτύλιο: Αττική Οδός, Παρακηφίσιος, Παραλιακή,  και Λ. Κηφισίας-Β. Σοφίας- Λ. Συγγρού.
Για τη δημιουργία και την κυκλοφοριακή αναβάθμισή αυτού του δακτυλίου έγιναν πολλά έργα και ρυθμίσεις και μπορούμε να πούμε, ότι έχει αποκατασταθεί μια αρκετά ικανοποιητική λειτουργία.
Στο μέσο του δακτυλίου υπάρχει ένας τρίτος, οριζόντιος , διαμπερής άξονας που διέρχεται και από το κέντρο της πόλης. Αποτελείται από τη Λ. Βουλιαγμένης, Πανεπιστημίου (με τις Σταδίου και Ακαδημίας) και τη Λ. Αθηνών.
Επίσης έχουν δημιουργηθεί δυο μικρότεροι δακτύλιοι  (με κόκκινο στο σχέδιο). Οι δυο αυτοί  δακτύλιοι αποτελούν τον εσωτερικό δακτύλιο της πόλης.
Διακρίνεται  αμέσως ο κομβικός ρόλος της Πανεπιστημίου και στον εξωτερικό και στους δακτυλίους του κέντρου αφού αποτελεί την μοναδική δυνατότητα διαμπερούς κίνησης στο μεγάλο δακτύλιο της πόλης, αλλά και το κοινό σημείο των δυο εσωτερικών δακτυλίων. Αυτή την οδό λοιπόν θέλουν να καταργήσουν. Η Πανεπιστημίου σαν αποτέλεσμα θα γίνει μια νησίδα, εγκλωβισμένη σε ένα οδικό δακτύλιο μονίμως μποτιλιαρισμένο. Οι κάτοικοι του κέντρου θα χωριστούν σε Βόρειους και Νότιους, οι κάτοικοι του Λεκανοπεδίου σε Ανατολικούς και Δυτικούς.

2)    ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΠΟΜΥΘΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΝΕΑ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
 Εδώ θα προσπαθήσουμε να προσαρμόσουμε τη μυθολογία στην πραγματικότητα και να δούμε αν και πως υλοποιούνται όλες αυτές οι μεγαλόστομες εξαγγελίες.  Απλά θα μετρήσουμε λωρίδες.
Η Πανεπιστημίου σήμερα έχει στο τμήμα της προς την Ομόνοια  πέντε λωρίδες κυκλοφορίας (προς το Σύνταγμα  έξι), επίσης έχει φαρδιά πεζοδρόμια , με μια δενδροστοιχία και μια μικρή νησίδα πρασίνου στο καθένα.
 Η τοποθέτηση του ΤΡΑΜ σημαίνει δυο λωρίδες κυκλοφορίας για τις γραμμές του ΤΡΑΜ και ενδιάμεσα χώρο για τις πλατφόρμες επιβίβασης- αποβίβασης  δηλαδή θα χρειαστούμε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας για το ΤΡΑΜ.  Απομένουν δυο λωρίδες.
Όμως επιπλέον ‘’ η Πανεπιστημίου θα πάρει πάνω της … ταξί και οχήματα εξυπηρέτησης’’ Συνεπώς  θα πρέπει να προβλέψουμε λωρίδες κυκλοφορίας για τα ταξί, την Άμεση Δράση, τα ασθενοφόρα του ΕΚΑΒ, την Πυροσβεστική, τα αυτοκίνητα της ΔΕΗ, του ΟΤΕ, του Διπλωματικού Σώματος, τα κρατικά,  τα τουριστικά πούλμαν για την εξυπηρέτηση ξενοδοχείων και οπωσδήποτε του γύρου της Αθήνας, και βέβαια τα οχήματα τροφοδοσίας των καταστημάτων. Δηλαδή θέλουμε οπωσδήποτε δυο λωρίδες κυκλοφορίας αυτοκινήτων, δηλαδή αυτές που μας απέμειναν,  μια για συνεχή κίνηση και μια για στάση- στάθμευση.
Φυσικά όποιος νομίζει ότι σε αυτές τις δυο λωρίδες,  χωράν νέοι χώροι πρασίνου, πεζοί και ποδηλάτες, απλά μας ειρωνεύεται . Απλά δεν υπάρχει άλλος χώρος για αυτά.
Επίσης η Πανεπιστημίου αυτοαναιρείται σαν τόπος ‘’ δημιουργικής’’ συνάντησης των Αθηναίων. Που θα συναντηθούν, μέσα στα βαγόνια του τραμ;
Βέβαια έμενε ακόμα μια εκδοχή ΝΑ ΜΙΚΡΥΝΟΥΝ ΤΑ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΖΩΝΕΣ ΤΟΥ ΥΠΑΡΧΟΝΤΟΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥ. Δηλαδή να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Αυτό διαπιστώσαμε ότι επέλεξαν να κάνουν, βλέποντας τις οριστικές μελέτες.

3)    Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ:ΟΡΙΣΤΙΚΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ- ΠΡΟΣΓΕΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ- ΕΕΞΟΒΕΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΠΕΖΩΝ
Δέσμιοι της αφήγησης πλέον οι προτάσεις του Rethink Athens αδυνατούν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα και οδηγούνται στην υπέρβαση της. Έτσι στις οριστικές μελέτες που ήδη εκτίθενται , διαπιστώνουμε ότι προσπαθούν με κάθε τρόπο να τα χωρέσουν όλα, όσα μεγαλεπήβολα εξήγγειλαν. Ο συν. Γ. Τριανταφύλλου σε άρθρο του  ανάφερε ότι δεν υπήρχαν σχέδια της οριστικής μελέτης με διαστάσεις. Πιστεύω ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν. Διότι τότε θα αποκαλύπτονταν η αντίφαση της αφήγησης με την  πραγματικότητα και θα κατέρρεε όλη η μυθολογία. Μπλεγμένοι στο αδιέξοδο που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει αδυνατούν να προτείνουν μια ρεαλιστική και εφαρμόσιμη λύση. Έτσι εξαναγκάζονται να  αγνοήσουν κάθε προδιαγραφή αφήνοντας μόνο μια λωρίδα κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα,  στενεύοντας τις λωρίδες του τραμ και στριμώχνοντας ένα ‘’συμβολικό ποδηλατόδρομο’’ , μεταξύ ζαρντινιερών και λωρίδας κυκλοφορίας αυτοκινήτων και εν τέλει περιορίζουν τα πεζοδρόμια εξοβελίζοντας τον πεζό ή υποχρεώνοντας τον να χρησιμοποιεί τους ποδηλατοδρόμους, τις λωρίδες των αυτοκινήτων και του τραμ. Φυσικά για πλατφόρμες επιβίβασης- αποβίβασης ούτε λόγος. Αυτό το διαπίστωσα αποτυπώνοντας την Πανεπιστημίου στο ύψος του ΣΤΕ και προσπαθώντας να αντιστοιχήσω τα σχέδια της οριστικής μελέτης στην αποτύπωση χωρίς όμως επιτυχία. Οι οριστικές μελέτες αποδείχθηκαν και αυτές μέρος της αφήγησης, δηλ. παραμύθια.  Η νέα Πανεπιστημίου δεν θα είναι καθόλου φιλική για τον πεζό. Στη θέση των σημερινών πεζοδρομίων θα ανέβουν τα ποδήλατα και το τραμ και το δε πραγματικό πράσινο θα είναι μια ζαρντινιέρα μικρότερη από τις είδη υπάρχουσες. Βέβαια ο πεζός θα πρέπει να διασχίζει προσεκτικά τις γραμμές του τραμ  και μόνο σε περίπτωση απόλυτης ανάγκης σύμφωνα με τις πινακίδες της ΤΡΑΜ ΑΕ.
ΓΙΑΤΙ;
Από το Rethink Athens έχουν προκύψει ερωτήματα τα οποία πρέπει να απαντηθούν.
•    Γιατί επέλεξαν να παρέμβουν στην Πανεπιστημίου ένα από τους ελάχιστους δρόμους της πόλης που λειτουργεί ομαλά για τα αυτοκίνητα, αλλά προσφέρει ΑΝΕΣΗ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΠΕΖΟΥΣ;
•    ΓΙΑΤΙ προχωρούν αυτή την ανάπλαση και κυρίως τον κυκλοφοριακό ανασχεδιασμό πριν:
1.    Ολοκληρωθούν τα έργα του μετρό και κυρίως η γραμμή 4 
2.    Ολοκληρωθεί ο επανασχεδιασμός του σημερινού συστήματος αστικών συγκοινωνιών που θα στηρίζεται στη συνεργασία των μέσων σταθερής τροχιάς και λεωφορείων.
3.    Πριν ωριμάσουν οι επιπτώσεις στην πόλη από τα έργα της περασμένης δεκαετίας που τώρα αρχίζουν να εμφανίζονται καθώς υπάρχει μεγάλη επιβράδυνση λόγω της οικονομικής κρίσης π. χ τώρα γίνονται αισθητά τα αποτελέσματα από την πεζοδρόμηση της Αιόλου.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
•    Θα συμφωνήσω με την πρόταση του κ. Τέτση. Η Πανεπιστημίου να μείνει ως έχει. Το Rethink Athens να ακυρωθεί. Η απειλούμενη ανάπλαση ‘’ ελπίζουμε ότι δεν θα πραγματοποιηθεί …’’ .
•    Επίσης θα πρότεινα στον Δήμαρχο Αθηναίων , όπως και τους άλλους υποψήφιους δημάρχους να κρατήσουν απόσταση από το Rethink Athens.
•    Το κόστος του τμήματος του έργου που προγραμματίζεται υπολογίζεται στα 78 εκ. €. Το συνολικό κόστος του έργου εκτιμάται στα 180 εκ. €.. Θα  μπορούσαν να διοχετευθούν αυτά τα 180 εκατομμύρια € σε έργα πρασίνου , μικρά έργα ολοκλήρωσης του δικτύου των πεζοδρόμων, πλατείες και μικρά πάρκα που θα βελτίωναν την ζωή της γειτονιάς.  Αυτή τη στιγμή μια μεσαία παλαιά πολυκατοικία στο κέντρο της Αθήνας πωλείται από 300.000 έως 700.000€. Με αυτά τα χρήματα μπορούμε να αποσύρουμε  300 πολυκατοικίες που αυτές αντιστοιχούν σε τουλάχιστον 60 στρέμματα ή 12-15 νέες πλατείες στο μέγεθος της πλατείας Εξαρχείων, που αυτές θα ‘’ χρησιμοποιηθούν ως μοχλός ριζικής αναζωογόνησης του κέντρου της πόλης’’ (βλ. Α. Ρωμανός, για το Ελληνικό).

Ν. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Σηκωθείτε ω σφαγμένοι της Ελλάδας...

Με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου...

http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολη 05.45, λάδι σε καμβά

Διονύσιος Σολωμός

Οι σφαγμένοι της Ελλάδας

«Ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς γκρεμνούς, τὶς χαμηλὲς κοιλάδες καὶ τὰ ψηλὰ βουνά, ἀπὸ τὴν ἐρημιὰ τῶν ποταμῶν καὶ τῆς θάλασσας, ἀπὸ τοὺς δρόμους, τὶς σπηλιές, τὰ πηγάδια, ἀκόμη καὶ μέσα ἀπὸ τὰ ζεστὰ κρεβάτια, σηκωθεῖτε, ὦ σφαγμένοι τῆς Ἑλλάδας, καὶ προσευχηθεῖτε!».

Αὐτὰ εἶπε ἡ βαθειὰ φωνή, ἐξακοντισμένη πρὸς τὸ χῶρο τοῦ ὀνείρου, καὶ ἡ ψυχὴ ἦταν ὅλη ὄργανο πνευματικό, ἕτοιμη νὰ δεχτεῖ γρήγορα τὸ κοντινὸ καὶ τὸ μακρινό, τὸ φωτεινὸ καὶ τὸ σκοτεινό, τὸ ἀνθρώπινο καὶ τὸ θεῖο. Καὶ τὸ ὄνειρο, ἀπαντώντας μὲ θαυμαστὴ ταχύτητα, ἔδωσε πίσω ὅλα τὰ πνεύματα ποὺ εἶχαν προσκαλεστεῖ καὶ τὰ ἔσπρωξε ἀμέτρητα καὶ σφιγμένα τὸ ἕνα στὸ ἄλλο, σ᾿ ἕνα διάστημα χωρὶς ὅρια, ποὺ ἔμοιαζε ὠκεανὸς χωρὶς στεριὲς καὶ νησιά, ἢ σὰν οὐρανὸς χωρὶς ἄστρα.

Ἐμπρὸς στὰ μάτια μου τὰ δακρυσμένα καὶ ἔκπληκτα, ὅλοι μουρμούριζαν καὶ ἔτρεμαν ὅπως τὰ ἀναρίθμητα φύλλα ἑνὸς πελώριου δέντρου ποὺ τὸ δονεῖ ὁ ἀέρας. Τὰ φύλλα ποὺ τὸ φθινόπωρο τὰ παίρνει ἀπὸ τὰ δέντρα καὶ τὰ στρώνει στὴ γῆ, ἦταν τίποτα ἐμπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ πλῆθος. Ὅλοι εἶχαν τὸ χέρι στὴν καρδιὰ σὰν ἀπὸ ἀπέραντο πόνο, καὶ προσεύχονταν ὁμόφωνα. Ἡ προσευχὴ ἦταν θερμὴ καὶ βαθειά, ἀλλὰ οἱ φωνὲς ἀδύνατες καὶ χωρὶς ἦχο, ὅπως αὐτὲς ποὺ βγάζομε στὸν ὕπνο μας τὸν τρομαγμένο. Ξαφνικὰ ξέσπασε ἀπὸ ὅλους ἕνας ἀνεμοστρόβιλος ἀπὸ φωνές, πάμπολλες ὅπως ἡ ἄμμος ποὺ στροβιλίζεται ἀπὸ μανιασμένο ἄνεμο. Ὡστόσο μία χαρὰ φανερωνόταν μέσα στὸν ἔρημο αἰθέρα. Μιὰ μαυροφόρα γυναῖκα στάθηκε ψηλά, καὶ ἡ ἀγκαλιὰ ποὺ ἄνοιξε πρὸς ὅλους, κοιτάζοντας ὅλους, ἦταν φανερὰ ἐκείνη ποὺ ἔσφιξε μητρικὰ τὸν Σωτῆρα.


Μετάφραση. Από τα «Ποιήματα και Πεζά».
Επιμέλεια-Εισαγωγή: Στυλιανός Αλεξίου. Εκδ. Στιγμή, Αθήνα 1994.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά...

μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...


http://yannisstavrou.blogspot.com
Γιάννης Σταύρου, Θεσσαλονίκη, δειλινό, λάδι σε καμβά

Πορφύρας Λάμπρος
Είδα    

Eίδα μια χώρα ξωτικιά στ' ανήσυχο όνειρό μου:
πόσ' όμορφη δε θα το πει ποτέ καμιά ψυχή.
Tο νου μου πήρε κι άφησα το φτωχικό χωριό μου
κι έκανα τάμα μόνο εκεί ν' αράξω· μόνο εκεί.

Tρελλό παιδί ξεκίνησα δεμένο με τα μάγια
του ονείρου μου, κι εγνώρισα τις χώρες του γιαλού,
είδα τις χώρες π' άστραφταν σε κάμπους και σε πλάγια,
μα η χώρα μου, όλο πήγαινα- κι ήτανε πάντ' αλλού.

Διαβάτες μ' ανταμώσανε καλοί και μου 'παν: Mείνε
είν' όμορφη κι η χώρα μας· καιρός ν' αράξεις πια.
είν' όμορφη κι η χώρα σας, διαβάτες, μα δεν είναι
εκείνη που ονειρεύτηκα και με τραβάει μακριά.

Έτσ' είναι. Σύρτε, κι άστε με να σιγοταξιδεύω
και να περνάω μονάχος μου και κάμπους και βουνά,
ίσως τη βρω· μ' αν δεν τη βρω τη χώρα που γυρεύω
μη μου ζητάτε, αδέρφια μου, ν' αράξω πουθενά...


(Mια Xώρα πάντα Σιωπηλή, Eρμής 1999)

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Στη μνήμη του Κωστή Παπαγιώργη

...κάθε στιγμή προσφέρεται ως δυσανάγνωστο χειρόγραφο μιας άγνωστης γλώσσας, όπου ο λαθραναγνώστης πλάνης διαβάζει συλλαβιστά κάτι από τη μοίρα του. Κι όσο πιο μεθυσμένος, τόσο πιο διαυγής...
Κωστής Παπαγιώργης

http://yannisstavrou.blogspot.com 


Κωστής Παπαγιώργης
Περί μέθης 
(απόσπασμα)

….Τό ἀρχικό ξάφνιασμα τοῦ οὐρανίσκου, πού μέ τήν πρώτη ρουφιά ἀνακαλύπτει μίαν εὐεργετική πικρίλα μέσα στό θολάμι τῆς γεύσης. Ἀπό ποτό σέ ποτό ἡ αἴσθηση διαφέρει ὅπως διαφέρει –παραμένοντας ἡ ἴδια – ἡ συνουσία ἀπό γυναίκα σέ γυναίκα. Πάντα ἡ πρώτη γουλιά παραμένει σημαδιακή. Εἰσάγει σέ ἕνα νέο στοιχεῖο. Μολονότι ἀκόμα δέν τρέμει οὔτε ἀνησυχεῖ, ἡ πυξίδα τῆς νηφαλιότητας ἀρχίζει νά ἔχει μαῦρες ὑποψίες.
Ἡ εὐφορία πού προκαλεῖ ἡ ταχύτερη κυκλοφορία τοῦ αἵματος μοιάζει λίγο μέ τούς δοκιμαστικούς ἤχους πού βγάζουν τά ὄργανα ὀρχήστρας πού ἑτοιμάζεται. Κάτι βαθύτερο ἀρχίζει νά σαλεύει καί ἀφοῦ ἡ εὐκαιρία ὑπάρχει, εἶναι βέβαιο πώς θά «παίξει». Ἔστω κι ἄν ἡ εὐκαιρία ἔχει, καθώς λένε, τά μαλλιά στό κούτελο γιά νά τήν ἀδράχνουμε εὐκολότερα, τό ποτό δέν χρειάζεται τήν κώμη. Ἡ μποτίλια ποτέ δέν τό «σκάει».
Μέ λυμένους κάβους τό πλεούμενο ἀρχίζει νά ξεμακραίνει ἀπό τήν ἀποβάθρα. Βέβαια καθυστερεῖ ἀκόμα πολύ ἡ στιγμή πού τήν πληρώνουν τά ἄψυχα, ἀλλά οἱ πρῶτες παρατιμονιές κάνουν τήν ἐμφάνισή τους. Παραδρομές τῆς γλώσσας, τῶν χεριῶν καί τῶν ματιῶν. Εἶναι οἱ ἀδόκιμες χειρονομίες κάποιου αὐτοσχέδιου ἠθοποιοῦ πού ἑτοιμάζεται ἄγνωστο γιά τί.
Οἱ μέθυσοι εἶναι «κουφοί». Δέν ξέρουν τήν χαμηλοθόρυβη ἀτμόσφαιρα τοῦ ραφείου. Μιλοῦν πάντα δυνατά ἀδιαφορώντας γιά τό θέμα. Ὅλες οἱ ἀφορμές γιά συζήτηση εἶναι ἰσάξιες. Θές δέ θές τό ποτό σέ μπολιάζει μέ τό σύνδρομο τοῦ φαροφύλακα πού μετά ἀπό μεγάλη μόνωση, ξεσπάει στόν πρῶτο τυχόντα.
Καθώς, ὅπως γράφει ὁ Γιοῦνγκερ, οἱ μποτίλιες ἀδειάζουν καί τά σταχτοδοχεῖα γεμίζουν, οἱ αὐταπάτες πλευρίζουν ἀθόρυβα τόν πότη. Ἐξαίφνης ἀρχίζει νά εἶναι αὐτό πού θά ἤθελε. Νοιώθει δυνατός καί ἑλκυστικός –ἔνδειξη ὅτι τό κεντρικό νευρικό σύστημα ἔχει δεχτεῖ τά πρῶτα πλήγματα.
Κυριεύεται ἀπό πληθωρική πιθανότητα διάκρισης ἀπίθανων ἀποχρώσεων – εἰδικά ἐκεῖ πού δέν ὑπάρχουν- λές καί ἔχει προστεθεῖ ἕνας ἐπί πλέον φλοιός στόν ἐγκέφαλό του. Καυτοί ψίθυροι τοῦ καίνε τ’αὐτιά. Ἡ ἀλήθεια τόν διάλεξε γιά ἀπολογητή της. Πῶς νά μή μιλήσει; Πῶς νά μήν ἀποφανθεῖ ἀφοῦ, εἶναι πασίδηλο, διαθέτει τό ἀλάθητο; Ὅπου κι ἄν βρίσκεται θά γυρέψει τόν ἀκροατή του.
Σάν νά συνέρχεται ἀπό χρόνια ἀσθένεια, νοιώθει μία χαρμόσυνη αἴσθηση ἀνθρώπου πού κάποια ἀόρατα χέρια τόν ἐλευθέρωσαν, ἄγνωστο ἀπό ποιά δεσμά. Μοιάζει μέ βάρκα πού πλέει σέ κατηφορικά νερά. Τά πράγματα μπαίνουν μέσα του ὅπως σέ ἕνα τεράστιο καθρέφτη καί ἡ μνήμη ἐπιστρέφει πότε μέ βουητά, πότε μέ πνοές βεντάλιας πού τήν κινεῖ ἕνα τυφλό κορίτσι.
Τά πάντα ὑπόσχονται μία δαψίλεια. Ὁ ρακοσυλλέκτης τοῦ Μποντλέρ ἀρχίζει νά κρυφοκοιτάζει τήν πορφύρα τοῦ Βοναπάρτη. Ἀκατάσχετη διάθεση γιά λεπτότητα καί γενναιοδωρίες, ξένες στήν κατάσταση τοῦ νηφάλιου. Ἡ τσιγγουνιά ἔχει ἐλάχιστους πιστούς στόν χῶρο τῶν μεθυσμένων. Ἦρθε πιθανῶς ἡ στιγμή πού, ὅπως θά ἔλεγε ὁ Λόουρι, σφίγγουμε τά χέρια μέ γνωστούς καί ἀγνώστους.
Ἡ μεταμόρφωση καταγίνεται στίς μνημειώδεις της χειρονομίες. Ξαναδίνει στό δειλό τήν τόλμη, στό χαμένο τήν ἐλπίδα, ἀφαιρεῖ ἀπό τήν λαλιά τοῦ τραυλοῦ τίς ἐγκοπές καί κάνει τόν ἀέρα αἰωρούμενο χρυσάφι. Τό παρόν ἔχει ἐπιβληθεῖ κατά κράτος. Παρελθόν καί μέλλον φιλοξενοῦνται πλουσιοπάροχα στό νῦν.
Παρότι ὁ μέθυσος μοιάζει κάπως μέ ἀδιάβαστο ἠθοποιό πού στρέφεται συχνά πυκνά πρός τόν ὑποβολέα του (τήν μποτίλια), διάχυτη εἶναι ἡ αἴσθηση πώς ὅλα πᾶνε κατ’ εὐχή. Χωρίς νά τό καταλάβει βρίσκεται στό ὑπερῶο τοῦ ἑαυτοῦ του. Μία ἀλλόκοτη ὑγρασία τυλίγει τά πάντα, ὅπως ὅταν ζυγώνουμε σέ καταρράκτη.
Ἡ συμπεριφορά τοῦ βρώμιου, αὐτοῦ πού ἀρέσκεται στή χλαπαταγή, δέν ἐμποδίζει τά τραγούδια. Κι ὅσο πιό παράφωνα τόσο πιό πειστικά. Ἀντίθετα ὁ μοναχικός μέθυσος δύσκολα τραγουδᾶ. Τραγουδᾶ μέ τά μάτια.
Ὑπάρχει μία μεταδοτική λαχτάρα γιά ἀνεξέλεγκτη ἐλευθερία. Γιά ἀποχαλίνωση. Ὅταν οἱ ἀφέντες τοῦ Μεσαίωνα ἔδιναν τά ἄλογά τους στούς ὑπηρέτες, ἐκεῖνοι τά ἔσκαγαν ἀπό τό τρέξιμο. Ἀργά ἤ γρήγορα κάποιο κεφάλι –τοῦ νόμου, τῆς ἠθικῆς, τοῦ πατέρα, τοῦ ὑπέρ-ἐγώ – θά βροντήξει στό πάτωμα. Οἱ Βεδουίνοι εἶδαν ἀπό μακριά τήν ὄαση κι ὅσο πιό πειστικός ὁ ἀντικατοπτρισμός τόσο περισσότερο θυμίζει ζωή.
Μέσα στόν καθένα ἔχει ἐκμανεῖ ὁ βάρδος πού ἔχει πάντα μεγαλύτερη ἔξαρση ἀπό τάλαντο. Ἀνασκευάζει τό παρελθόν κατά βούληση. Συλλαμβάνει μεγάλες ἰδέες. Τά πάντα πρέπει νά περάσουν ἀπό τό ἀφύλαχτο τελωνεῖο τοῦ στόματος. Ὅλα καθ’ὁδόν. Ὅλα ἐφικτά. Ἀκόμα καί ἡ καφκική ἱκανότητα πού μετατρέπει τό ἐρέθισμα σέ χαρακτήρα.
Ἄλλωστε εἶναι ἡ στιγμή πού ἔχει ἀπωλεσθεῖ –καί πόσο πολύ! –ἡ ἔξωθεν καλή μαρτυρία. Οἱ ἐπιθυμίες μοιάζουν μολοσσοί δεμένοι μέ κλωστή. Τόση πλησμονή ποιός τήν ἀντέχει; Ὁ μεθυσμένος νοιώθει πώς ἔχει μέσα του τά σπλάχνα τριῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἡ ὥρα πού ψάχνουμε γιά ἐχθρούς. Καί ὅποιος ψάχνει βρίσκει.
Μέσα στήν ταραχή τῶν ἐκρήξεων, πού συχνά σπαθίζονται ἀπό τήν ἀκριβοθώρητη λάμψη τῆς εὐφυίας, ἀλλά πολύ πιό πυκνά τυλίγονται ἀπό τόν πυκνό καπνό τοῦ θερσιτισμοῦ, ἐμφανίζεται ἡ κορωμένη ἀφροδίσια ἔξαψη πού δέν ἀναγνωρίζει διαφορές. Ὁ μεθυσμένος ζητάει ἀπό τήν Ἀφροδίτη τό μέγα μερτικό του. Ἡ πιό ὀχληρή ἀπαγόρευση ( γιά τή γυναίκα τοῦ πλησίον ) δέ θά ἀργήσει νά γελοιοποιηθεῖ. Ἡ δράση ἀρχίζει νά ζηλεύει τήν ἁφή.
Συνάμα ξυπνάει καί μία ἄλλη αἴσθηση, πού ὁ μεθυσμένος ἀδυνατεῖ νά τήν ἐξηγήσει, παρότι εἶναι τό μέγα πάθος του. Πρόκειται γιά τήν ἐπαφή μέ μία μυστηριώδη βαθύτητα, ἕνα Ἄλλο, πού θυμίζει λίγο τήν ἱκανότητα πού ἔχουν τά σκυλιά στόν Ὅμηρο νά ἀναγνωρίζουν τούς μεταμορφωμένους θεούς. Φωνές τόν καλοῦν ἀπό τά βάθη τῆς ζωῆς καί πέρα ἀπό αὐτή.
Ἐν πολλοῖς τό μεθύσι ἀκολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ὀργασμοῦ. Ὑψώνεται σιγά σιγά καί, μετά ἀπό ἕνα μετέωρο σπαραγμό, καταπέφτει. Οἱ περισσότεροι ἐγκαταλείπουν λίγο ἤ πολύ πρίν ἀπό τήν κορύφωση. Μά ἡ ἀληθινή μέθη –ὅπως ἡ λύση στό θέατρο –βρίσκεται ὁλόκληρη στή τελευταία πράξη. Ὄχι στήν ἔξαψη πού σφύζει ὅπως ἡ ζωή ἀλλά στήν πτώση.
Ἡ χαρά ἀρχίζει νά μαδάει ὅπως τά παλιά τριαντάφυλλα. Ὁ μεθυσμένος ψυχανεμίζεται τό γενικό ξεθεμέλιωμα. Τόν καῖνε πολλές φωτιές. Διαρρηγνύει τά ἱμάτιά του. Διακατέχεται ἀπό τή σκοτεινή ἀνάγκη τοῦ θεατρίζεσθαι μέχρις ἐσχάτων. Νά διαγουμιστοῦν τά πάντα. Νά εἰπωθεῖ ὅτι δέν εἰπώθηκε, νά γίνει ὅτι δέν ἔγινε. Καί φυσικά τά τραύματα τοῦ παρελθόντος σέ μία τέτοια λυγμική κατάσταση ἰσοδυναμοῦν μέ ταλέντα.
Ἔστω κι ἄν ἀπό τύχη δέν ἀνοίξουν μονομιᾶς ὅλες οἱ πληγές του, ἀφουγκράζεται πνιχτά μοιρολόγια τῶν ἡμερῶν πού κλαῖνε γύρω του. Ἕνας ἄγουρος θρῆνος λύνει τούς κόμπους στό στῆθος του, σάν ξεφάντωμα πού καταλήγει σέ φονικό. Τότε, ἀπό τήν πληθωρική ἐξωτερίκευση, ὁ μεθυσμένος κλείνεται ἀπότομα στόν ἑαυτό του σάν τή φάλαινα πού βυθίζεται λαβωμένη.
Ἡ γιορτή ἀρχίζει νά σβήνει καί τά τελευταία της φῶτα. Ὅποιος ἔφαγε κάποτε μάτια ἀγελάδας, γράφει ὁ Τζόις, θά τόν κοιτάζουν κατόπιν ὅλη του τή ζωή. Ποιά εἶναι τά μάτια ποῦ δέ βασιλεύουν ποτέ στά κατάβαθά του μεθυσμένου;
Κάνοντας ἀσύνδετες σκέψεις ( ποῦ βρῆκε τό ἁλάτι της ἡ θάλασσα; πόσα σύννεφα ἔχει ὁ οὐρανός; ) ἀπό τήν ἐξημμένη δύναμη τῆς ἀρχῆς φτάνει στή γενική καταρράκωση. Κανένας μίμος δέν τόν φτάνει σέ αὐτό τό ρόλο τοῦ δυστυχισμένου. Ἀδελφός τῆς ἀσχήμιας, τοῦ κουρελιάσματος, ἀνεβαίνει σέ φράσεις καί πέφτει ἀπό ἐκεῖ ὅπως ἀπό γκρεμό. Ἕνα ἀντίο ἀπό ἕνα στόμα χωρίς στομάχι. Τά τελευταία ποτήρια τά πίνει ἀχόρταγα, ὅπως οἱ ποδοσφαιριστές τό νερό στίς παρατάσεις τῶν καλοκαιρινῶν ἀγώνων κυπέλλου.
Βγαίνει ἤ τόν βγάζουν στό δρόμο. Θά ἀρχίσει νά χτυπάει πόρτες; Νά τυραννάει τή συσκευή τοῦ Μπέλ; Νά ἀνασταίνει πρόσωπα θαμμένα κάτω ἀπό τά φύλλα τοῦ ἡμερολογίου; Καθώς ὅλες του οἱ ἡλικίες σέρνονται μεθυσμένες καί τυφλές, ἡ τελευταία του μεταμόρφωση εἶναι αὐτή: παριστάνει τήν ἐπιστροφή τοῦ χρόνου.
Κάθε γνήσιο μεθύσι καταλήγει σέ πλήρη κατάπτωση, σέ γκρέμισμα, σάν μικρός θάνατος. Γι’αὐτό ἡ ἐπιστροφή στό σπίτι –δέν ἁρμόζει νά μεθᾶμε σπίτι μας – ἀποτελεῖ πάντα μία μικρή περιπέτεια. Ἄς σεβόμαστε αὐτά τά κουφάρια πού καταφέρνουν νά βαδίζουν. Ὅποιος κι ἄν εἶναι ὁ δρόμος μας, ἐκεῖνοι εἶναι οἱ πρόδρομοι.
Ὁ μεθυσμένος δέ γυρεύει πιά τίποτα. Ἄλλη μία φορά ἔπαιξε, κέρδισε τά πάντα καί φυσικά τά ἔχασε. Εἶναι τέκνο τῆς ἀπώλειας σάν ὅλα τά ἀδέλφια του πού ἀποφεύγουν νά τό μάθουν. Θά παραδοθεῖ σέ ἕναν ὕπνο χωρίς ὄνειρα ἀδιαφορώντας γιά ἔμψυχα καί ἄψυχα. Ecce homo: μία πέτρα ἀμέθυστου, ὅπου ἕνα ἀσώματο χέρι σκαλίζει τραυλά τή μορφή τῆς μάνας του...


Κωστής Παπαγιώργης, Περί Μέθης, Εκδ. Καστανώτη