ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Κυριακή 7 Απριλίου 2013
έχοντας ξένο πόδι να πατά την καρδιά μας...
Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά
τους νεκρούς απο τους βάλτους της ελεονοσίας,
είναι κουρασμένος απο την ερημιά,
κουρασμένος απο τα δεσμά...
Σαλβατόρε Κουασίμοντο
Στα κλαδιά των ιτιών
Και πώς μπορούσαμε να τραγουδήσουμε
έχοντας ξένο πόδι να πατά την καρδιά μας
και στους νεκρούς ανάμεσα που επάνω
στην απ’ τον πάγο πετρωμένη χλόη
απλώνονταν παρατημένοι στις πλατείες
που απ’ το παράπονο-το όμοιο με του αμνού-
αντηχούσαν των παιδιών και απ’ το μαύρο
το ουρλιαχτό της μάνας που ‘τρεχε να συναντήσει
τον γιό της σταυρωμένο στου τηλέγραφου το ξύλο;
Στα κλαδιά των ιτιών, στη μνήμη εκείνων,
οι λύρες μας σιγούσαν κρεμασμένες;
σαλεύανε, απαλά, στη λύπη του ανέμου.
Salvatore Quasimodo (1901-1968)
Θρήνος για το Νότο
Το κόκκινο φεγγάρι, ο άνεμος, το χρώμα σου της
βόρειας γυναικας, οι χιονισμένες πεδιάδες…
Η καρδιά μου ανήκει σ’αυτούς τους αγρούς,
σ’αυτά τα βυθισμενα στην ομίχλη νερά.
Λησμόνησα τη θάλασσα,
το βαρύ κοχύλι που φυσούσαν οι Σικελοί βοσκοί,
τον ήχο απο τις άμαξες πάνω στους δρόμους.
όπου το καρούμπο ριγεί ανάμεσα στα καπνισμένα
καλάμια.
Λησμόνησα τους ερωδιούς και τους
πελαργούς που διασχίζουν τον αέρα
πάνω απο τους πράσινους λόφους της
Λομβαρδίας τις στεριές και τα ποτάμια.
Αλλά παντού ο άνθρωπος κραυγάζει το
πεπρωμένο της πατρίδας του.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο νότο ξανά.
Ω, ο Νότος είναι κουρασμένος να σέρνει στην ξηρά
τους νεκρούς απο τους βάλτους της ελεονοσίας,
είναι κουρασμένος απο την ερημιά,
κουρασμένος απο τα δεσμά,
το στόμα του είναι κουρασμένο
να το καταριούνται σε κάθε γλώσσα
έχοντας ουρλιάξει το θάνατο μέσα απο την ηχώ των πηγαδιών του,
έχοντας ρουφήξει το αίμα απο την καρδιά του.
Παρ’όλα αυτά τα παιδιά του επιστρέφουν στα βουνά,
κρατώντας τα άλογα κάτω απο τα αστέρια
τρώγοντας τα λουλούδια της ακακίας κατά μήκος των δρόμων
κόκκινο ξανά, ακόμα κόκκινο, ακόμα κόκκινο.
Κανείς δε θα με φέρει πίσω στο Νότο ξανά.
Και αυτό το απόγευμα του χειμώνα είναι ακόμα δικό μας,
και εδώ σου εκφραζω ξανα
με γλυκα και παραταιρη οργη,
το θρήνο ενος ερωτα xωρις αγαπη.
Ετικέτες
Γιάννης Σταύρου,
έλληνες ζωγράφοι,
ζωγραφική,
ζωγραφική τοπία,
ζωγράφοι,
Κουασίμοντο,
ποιητές
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου