Πρόσκληση
Παρουσίαση φωτογραφικού λευκώματος για την Κάσο
"KASSOS TIMELESS"
του Γιάννη Καρνεσιώτη
Τετάρτη, 20 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα
Την Κυριακή 8 Αυγούστου, η Κάσος αγκάλιασε γλυκά μια προσπάθεια να αποτυπωθεί φωτογραφικά το πέρασμα του χρόνου από πάνω κι από μέσα της, να τεκμηριωθεί το πόσο ουσιαστικά αναλλοίωτο έμεινε το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον της από το πέρασμα αυτό - κάτι, που δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε για πολλούς τόπους στην Ελλάδα του 21ου αιώνα.
Η προσπάθεια αυτή, όμως, δεν θα ήταν ολοκληρωμένη, αν δεν ακολουθούσε κι η παρουσίασή της στην Αθήνα, ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι να έρθουν σε επαφή με το ακριτικό αυτό νησί, να παροτρυνθούν να το επισκεφθούν, να το γνωρίσουν από κοντά και να βιώσουν το Αρχιπέλαγος σχεδόν απείραχτο, όπως ευτύχησαν να το γνωρίσουν οι γενιές πριν από μας, που τόκαναν θρύλο.
Οι φίλοι της Κάσου και οικοδεσπότες του "DIRTY GINGER", Έφη Γιαλούση και Νίκος Μαούνης, παραχώρησαν ευγενικά τον χώρο τους στο Γκάζι, σ' ένα από τα πιο νευραλγικά κι εύκολα προσβάσιμα σημεία της πόλης μας. Κι όποιος θέλει να ρίξει μια κλεφτή πρώτη ματιά στην Κάσο, μέσα από τις σελίδες του δίγλωσσου λευκώματος "KASSOS TIMELESS" και να γνωρίσει από κοντά τους παράγοντες της έκδοσης μπορεί την επόμενη Τετάρτη, 20 Οκτωβρίου, στις 7 το απόγευμα, να έρθει κοντά μας, στο "DIRTY GINGER", Τριπτολέμου 46 και Περσεφόνης, ακριβώς στην επάνω πλευρά του Σταθμού "Κεραμεικός" του Μετρό.
Απόσπασμα από το άρθρο του δημιουργού
του λευκώματος "Kasos Timeless"
Γιάννη Δ. Καρνεσιώτη
στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΣΤΥΞ
"...Τελείως απρογραμμάτιστα, άρχισε να συγκροτείται το φωτογραφικό υλικό του «KASSOS TIMELESS», να δομείται και να παίρνει συγκεκριμένη μορφή, μέσα από την εστίαση του φακού όχι σε μονοσήμαντα τουριστικού ενδιαφέροντος θέματα, αλλά μάλλον σε γοητευτικές λεπτομέρειες, στοιχεία και τεκμήρια, με ιστορική φόρτιση και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, που στην Κάσο ακόμα σώζονται και φορτίζουν με τον τρόπο τους την καθημερινότητα των κατοίκων και των περιηγητών.
Αυτή η διατήρησή τους, μ’ όλη την φθορά του χρόνου, αυτή η συνύπαρξη της σύγχρονης ζωής με τα σκόρπια κομμάτια του χθες είναι, άλλωστε, που έδωσε και τον τίτλο του Λευκώματος, αποτυπώνοντας την αντίληψή μου για μια κάσο άχρονη, έξω και πέρα από τον σημερινό χρόνο - μέσα, όμως, στην ιστορική διαδρομή του.
Η Κάσος είναι ένα νησί πολύπαθο, με μεγάλες οικονομικο-κοινωνικές κορυφώσεις αλλά και μεγάλες καταστροφές στο ιστορικό του. Τα τεκμήρια των «ανεβοκατεβασμάτων» αυτών στέκουν εδώ κι εκεί, σκόρπια στο φυσκό τοπίο, που μένει απείραχτο στον χρόνο και τα αγκαλιάζει όλα, ξέροντας πως, αν μη τι άλλο, είναι δικά του γεννήματα κι αυτά, όπως κι οι άνθρωποι, που τάφτιαξαν, οι άνθρωποι, που τάχασαν, που τάδαν να καίγονται, να καταστρέφονται, κι αναγκάσθηκαν να τα εγκαταλείψουν. Παλιά αρχοντικά, στρατηγικά προσανατολισμένα, αλλά και σπίτια μικρά, απλά, με ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις και λαϊκές ή λιγότερο λαϊκές διακοσμήσεις, χρώματα έντονα και χρώματα ξεθωριασμένα, πόρτες θαυμαστά διατηρημένες, παράθυρα ανοιχτά, λειτουργικά κι άλλα, που κρέμονται στο κενό, τοίχοι με θαυμαστή λιθοδομή και στολίσματα. Τέτοια κι άλλα βλέπει παντού ολόγυρά του ο Κασιώτης, από την ώρα που θα γεννηθεί, αλλά κι ο επισκέπτης, ο τουρίστας.
Είναι αλήθεια πως τόσα μισογκρεμισμένα σπίτια όσα έχει η Κάσος, προσωπικά, δεν έχω συναντήσει αλλού. Αλλά και πουθενά αλλού όλα αυτά τα ερείπια δεν αποτελούν τόσο αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου...
Η Ελλάδα, όπως όλες οι αρχαίες χώρες κι οι αρχαίοι πολιτισμοί, είναι, βέβαια, έτσι κι αλλιώς μια χώρα με πολλά ερείπια και τα ερείπια μπορούν να διαβασθούν με πολλούς τρόπους. Κάποιοι τα βλέπουν ως φθορά, θάνατο, ασχήμια, άλλοι τα βλέπουν ως ιστορία, μικρή ή μεγαλύτερη, στοιχεία προς διερεύνηση, ευκαιρία για συμπεράσματα επιστημονικά. Εγώ επιλέγω να τα βλέπω πρωτίστως ως γοητευτική ζώσα ιστορία – ιστορία εν τω γιγνεσθαι: ζωή καθημερινή σε χρόνο παρελθόντα, ομορφιά, που λίγο πολύ άντεξε, όχι τυχαία, μέχρι τον δικό μας παρόντα χρόνο, δίδαγμα, που μπορεί να μας οδηγήσει σταθερά στον μέλλοντα χρόνο... αν θέλουμε!..
Μ’ αυτό το κίνητρο και αυτήν την συναισθηματική στάση, ο φακός της μηχανής μου αποτυπώνει σύρτες, κλειδαριές, πόρτες, πατζούρια, ρημαγμένους τοίχους, καμπάνες παλιές και ξωκλήσια στο αγαπημένο φόντο του Αιγαίου, με το μπλε της θάλασσας, τον αψεγάδιαστο ουρανό, το οικείο φαιό των βράχων, το καφέ του άνυδρου τοπίου.
Μ’ αυτή την διάθεση, ο φακός μου διασώζει και, νομίζω, τεκμηριώνει όχι μόνο την Κάσο καθ’ εαυτήν και το ιστορικό της παρελθόν, τα απομεινάρια από το ολοκαύτωμα του 1824 ή την μουσική της παράδοση και τους ανθρώπους, αλλά ιστορεί και την Ελληνικότητά τους, τα παραδίδει όλα στον θεατή ως ακέραιο κομμάτι του Αιγαίου Αρχιπελάγους και της Ελλάδας, μέσα από τις ομοιότητες και τις αναλογίες, μέσα από στοιχεία κοινά της ζωής και της μοίρας του γένους μας όλου.
Από μιαν άποψη, η επιλογή να μη δημιουργηθεί ένας φωτογραφικός τουριστικός οδηγός, που να προσελκύει τον τυχαίο τουρίστα στην Κάσο για μπάνια στα υπέροχα, πράγματι κρυστάλινα, γαλαζοπράσινα νερά, στοχεύει περισσότερο στο να προκαλέσει το ενδιαφέρον για το νησί συνολικά, για την ιστορία, τις παραδόσεις και τους ανθρώπους του, τον πλούσιο στην απλότητά του σημερινό τρόπο ζωής, την συνύπαρξη του παλιού με το καινούριο, εκεί όπου ένα σύγχρονο σπίτι ακουμπάει σ’ ένα μισογκρεμισμένο, εκεί όπου ένα τυρί γεννιέται ακόμη όπως και πριν από αιώνες, με σκληρή χειρωνακτική δουλειά και την φωτιά να καίει το καζάνι στο λιοπύρι, εκεί όπου μια πόρτα επιμένει ακόμα να σφαλίζει με έναν σύρτη μισοσκουριασμένο, απ’ αυτούς, που δεν φτιάχνονται πια κι ίσως ποτέ να μη ξαναφτιαχτούν...
Το Λεύκωμα απευθύνεται στους νέους της Κάσου και στους νέους του Αιγαίου – τους ίδιους, που με σπίθα στο βλέμμα παίζουν λύρα, τουμπάκι, σαμπούνα ή λαγούτο και χορεύουν τους χορούς της πατρίδας τους – και τους παροτρύνει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν όσα μπορούν από την παράδοση, να εντάξουν στην σύγχρονη καθημερινότητά τους τρόπους άξιους κι αποτελεσματικούς από το χθες, τρόπους ζωής, τρόπους γλεντιού, τρόπους δουλειάς, τρόπους χτισίματος των σπιτιών, να κρατηθούν όσο γίνεται μακριά από τα κυριολεκτικώς και μεταφορικώς λάμποντα υλικά, το αλουμίνιο, το πλεξιγκλάς, το πλαστικό, να σταθούν στα χοντρά τοιχώματα, στον ασβέστη, στα μικρά κουφώματα, στα σπίτια, που χτίζονται σε διαστάσεις και αρμονία με το φυσικό τοπίο και την κλίμακά του, σε συμφωνία με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες κι όχι με την αλαζονεία ή την επιδεικτικότητα, που βαραίνουν αχρείαστα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους..."
Απόσπασμα από το άρθρο του δημιουργού
του λευκώματος "Kasos Timeless"
Γιάννη Δ. Καρνεσιώτη
στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΣΤΥΞ
"...Τελείως απρογραμμάτιστα, άρχισε να συγκροτείται το φωτογραφικό υλικό του «KASSOS TIMELESS», να δομείται και να παίρνει συγκεκριμένη μορφή, μέσα από την εστίαση του φακού όχι σε μονοσήμαντα τουριστικού ενδιαφέροντος θέματα, αλλά μάλλον σε γοητευτικές λεπτομέρειες, στοιχεία και τεκμήρια, με ιστορική φόρτιση και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, που στην Κάσο ακόμα σώζονται και φορτίζουν με τον τρόπο τους την καθημερινότητα των κατοίκων και των περιηγητών.
Αυτή η διατήρησή τους, μ’ όλη την φθορά του χρόνου, αυτή η συνύπαρξη της σύγχρονης ζωής με τα σκόρπια κομμάτια του χθες είναι, άλλωστε, που έδωσε και τον τίτλο του Λευκώματος, αποτυπώνοντας την αντίληψή μου για μια κάσο άχρονη, έξω και πέρα από τον σημερινό χρόνο - μέσα, όμως, στην ιστορική διαδρομή του.
Η Κάσος είναι ένα νησί πολύπαθο, με μεγάλες οικονομικο-κοινωνικές κορυφώσεις αλλά και μεγάλες καταστροφές στο ιστορικό του. Τα τεκμήρια των «ανεβοκατεβασμάτων» αυτών στέκουν εδώ κι εκεί, σκόρπια στο φυσκό τοπίο, που μένει απείραχτο στον χρόνο και τα αγκαλιάζει όλα, ξέροντας πως, αν μη τι άλλο, είναι δικά του γεννήματα κι αυτά, όπως κι οι άνθρωποι, που τάφτιαξαν, οι άνθρωποι, που τάχασαν, που τάδαν να καίγονται, να καταστρέφονται, κι αναγκάσθηκαν να τα εγκαταλείψουν. Παλιά αρχοντικά, στρατηγικά προσανατολισμένα, αλλά και σπίτια μικρά, απλά, με ενδιαφέρουσες αρχιτεκτονικές λύσεις και λαϊκές ή λιγότερο λαϊκές διακοσμήσεις, χρώματα έντονα και χρώματα ξεθωριασμένα, πόρτες θαυμαστά διατηρημένες, παράθυρα ανοιχτά, λειτουργικά κι άλλα, που κρέμονται στο κενό, τοίχοι με θαυμαστή λιθοδομή και στολίσματα. Τέτοια κι άλλα βλέπει παντού ολόγυρά του ο Κασιώτης, από την ώρα που θα γεννηθεί, αλλά κι ο επισκέπτης, ο τουρίστας.
Είναι αλήθεια πως τόσα μισογκρεμισμένα σπίτια όσα έχει η Κάσος, προσωπικά, δεν έχω συναντήσει αλλού. Αλλά και πουθενά αλλού όλα αυτά τα ερείπια δεν αποτελούν τόσο αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου...
Η Ελλάδα, όπως όλες οι αρχαίες χώρες κι οι αρχαίοι πολιτισμοί, είναι, βέβαια, έτσι κι αλλιώς μια χώρα με πολλά ερείπια και τα ερείπια μπορούν να διαβασθούν με πολλούς τρόπους. Κάποιοι τα βλέπουν ως φθορά, θάνατο, ασχήμια, άλλοι τα βλέπουν ως ιστορία, μικρή ή μεγαλύτερη, στοιχεία προς διερεύνηση, ευκαιρία για συμπεράσματα επιστημονικά. Εγώ επιλέγω να τα βλέπω πρωτίστως ως γοητευτική ζώσα ιστορία – ιστορία εν τω γιγνεσθαι: ζωή καθημερινή σε χρόνο παρελθόντα, ομορφιά, που λίγο πολύ άντεξε, όχι τυχαία, μέχρι τον δικό μας παρόντα χρόνο, δίδαγμα, που μπορεί να μας οδηγήσει σταθερά στον μέλλοντα χρόνο... αν θέλουμε!..
Μ’ αυτό το κίνητρο και αυτήν την συναισθηματική στάση, ο φακός της μηχανής μου αποτυπώνει σύρτες, κλειδαριές, πόρτες, πατζούρια, ρημαγμένους τοίχους, καμπάνες παλιές και ξωκλήσια στο αγαπημένο φόντο του Αιγαίου, με το μπλε της θάλασσας, τον αψεγάδιαστο ουρανό, το οικείο φαιό των βράχων, το καφέ του άνυδρου τοπίου.
Μ’ αυτή την διάθεση, ο φακός μου διασώζει και, νομίζω, τεκμηριώνει όχι μόνο την Κάσο καθ’ εαυτήν και το ιστορικό της παρελθόν, τα απομεινάρια από το ολοκαύτωμα του 1824 ή την μουσική της παράδοση και τους ανθρώπους, αλλά ιστορεί και την Ελληνικότητά τους, τα παραδίδει όλα στον θεατή ως ακέραιο κομμάτι του Αιγαίου Αρχιπελάγους και της Ελλάδας, μέσα από τις ομοιότητες και τις αναλογίες, μέσα από στοιχεία κοινά της ζωής και της μοίρας του γένους μας όλου.
Από μιαν άποψη, η επιλογή να μη δημιουργηθεί ένας φωτογραφικός τουριστικός οδηγός, που να προσελκύει τον τυχαίο τουρίστα στην Κάσο για μπάνια στα υπέροχα, πράγματι κρυστάλινα, γαλαζοπράσινα νερά, στοχεύει περισσότερο στο να προκαλέσει το ενδιαφέρον για το νησί συνολικά, για την ιστορία, τις παραδόσεις και τους ανθρώπους του, τον πλούσιο στην απλότητά του σημερινό τρόπο ζωής, την συνύπαρξη του παλιού με το καινούριο, εκεί όπου ένα σύγχρονο σπίτι ακουμπάει σ’ ένα μισογκρεμισμένο, εκεί όπου ένα τυρί γεννιέται ακόμη όπως και πριν από αιώνες, με σκληρή χειρωνακτική δουλειά και την φωτιά να καίει το καζάνι στο λιοπύρι, εκεί όπου μια πόρτα επιμένει ακόμα να σφαλίζει με έναν σύρτη μισοσκουριασμένο, απ’ αυτούς, που δεν φτιάχνονται πια κι ίσως ποτέ να μη ξαναφτιαχτούν...
Το Λεύκωμα απευθύνεται στους νέους της Κάσου και στους νέους του Αιγαίου – τους ίδιους, που με σπίθα στο βλέμμα παίζουν λύρα, τουμπάκι, σαμπούνα ή λαγούτο και χορεύουν τους χορούς της πατρίδας τους – και τους παροτρύνει να προσπαθήσουν να διατηρήσουν όσα μπορούν από την παράδοση, να εντάξουν στην σύγχρονη καθημερινότητά τους τρόπους άξιους κι αποτελεσματικούς από το χθες, τρόπους ζωής, τρόπους γλεντιού, τρόπους δουλειάς, τρόπους χτισίματος των σπιτιών, να κρατηθούν όσο γίνεται μακριά από τα κυριολεκτικώς και μεταφορικώς λάμποντα υλικά, το αλουμίνιο, το πλεξιγκλάς, το πλαστικό, να σταθούν στα χοντρά τοιχώματα, στον ασβέστη, στα μικρά κουφώματα, στα σπίτια, που χτίζονται σε διαστάσεις και αρμονία με το φυσικό τοπίο και την κλίμακά του, σε συμφωνία με τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες κι όχι με την αλαζονεία ή την επιδεικτικότητα, που βαραίνουν αχρείαστα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους..."
3 σχόλια:
Για το Αρχιπέλαγος, που μας αξίζει!
Ευχαριστώ θερμά!
Μόλις τώρα είδα το έρθρο σου στην εφημερίδα ΣΤΥΞ και συμπληρώνω την ανάρτηση...
Μπράβο σου!
Ξανά ευχαριστώ!
Η κάσος είναι ένα παρθένο κομμάτι του Αρχιπελάγους και μπορεί να δώσει πολλά σ' όποιον αποφασίσει το μεγάλο ταξίδι!
Δημοσίευση σχολίου