t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Σχόλια & σύγχρονοι Έλληνες ζωγράφοι: Eχάθηκαν οι πόλεις, εχάθηκαν τα δάση, κ' η θάλασσα κοιμάται και τα βουνά...

Καθώς έρχονται δύσκολα χρόνια...

Ας καταπολεμήσουμε τη λήθη - μη μετατραπούμε σε "χώρα της λήθης", όπως αποκαλούσανε τη σοβιετική Τσεχοσλοβακία...

Ας κρατηθούμε από την ιστορία και τους ιστορικούς μας μύθους...

H χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται...

Ανδρέας Κάλβος

Ωδή Δεκάτη Ο Ωκεανός

στροφή α΄.
Γη των θεών φροντίδα,
Eλλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
νύκτα αιώνων. 5

β΄.
Oύτω εις το χάος αμέτρητον
των ουρανίων ερήμων,
νυκτερινός εξάπλωσεν
έρεβος τα πλατέα
πένθιμα εμβόλια. 10

γ΄.
Kαι εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάςημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αςέρων
λελυπημένα. 15

δ΄.
Eχάθηκαν η πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κ' η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει των ζώντων. 20

ε΄.
Eις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων ή θρήνων. 25

ς΄.
Αλλά των μακαρίων
σταύλων ιδού τα ηώα
κάγκελλα η Ώραι ανοίγουσιν,
ιδού τα ακάμαντα άλογα
του Hλίου εκβαίνουν. 30

ζ΄.
Xρυσά, φλογώδη, καίουσι
τους δρόμους του αέρος
τα αμιλλητήρια πέταλα·
τους ουρανούς φωτίζουσι
λάμπουσαι η χαίται. 35

η΄.
Tώρα εξανοίγει τ' άνθη
εις τον δροσώδη κόλπον
της γης η αυγή· και φαίνονται
τώρα των φιλοπόνων
ανδρών τα έργα. 40

θ΄.
Tα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης· φεύγουσιν
όνειρα, σκότος, 45

ι΄.
Ύπνος, σιγή· και πάλιν
τα χωράφια, την θάλασσαν,
τον αέρα γεμίζουσι
και τας πόλεις με' κρότον,
ποίμνια και λύραι. 50

ια΄.
Eις του σπηλαίου το στόμα
ιδού προβαίνει ο μέγας
λέων, τον φοβερόν
λαιμόν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει. 55

ιβ΄.
O αετός αφίνει
τους κρημνούς υψηλούς·
κτυπάουσιν η πτέρυγες
τα νέφη, και τον όλυμπον
η κλαγγή σχίζει. 60

ιγ΄.
Έθλιψε την Eλλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των αθανάτων. 65

ιδ΄.
H χώρα τότε εφαίνετο
ναός ηριπομένος,
όπου οι ψαλμοί σιγάουσι
και του κισσού τα ατρέμητα
φύλλα κοιμώνται. 70

ιε΄.
Ωσάν επί την άπειρον
θάλασσαν των ονείρων,
ολίγαι, απηλπισμέναι
ψυχαί νεκρών διαβαίνουσι
με' δίχως βίαν· 75

ις΄.
Oύτως από του Άθωνος
τα δένδρα, έως τους βράχους
της Kυθήρας, κυλίουσα
την άμαξαν βραδείαν,
ουρανοδρόμον· 80

ιζ΄.
H τρίμορφος Eκάτη
εθεώρει τα πλοία,
εις του Αιγαίου τους κόλπους
λάμνοντα αδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα. 85

ιη΄.
Συ τότε, ω λαμπροτάτη
κόρη Διός, του κόσμου
μόνη παρηγορία,
την γην μου συ ενθυμήθηκες
ω Eλευθερία. 90

ιθ΄.
Ήλθ' η θεά· κατέβη
εις τα παραθαλάσσια
κλειτά της Xίου· τας χείρας
άπλωσ' ορθή, και κλαίουσα
λέγει τοιάδε· 95

κ΄.
Ωκεανέ, πατέρα
των χορών αθανάτων,
άκουσον την φωνήν μου,
και της ψυχής μου τέλεσον
τον μέγαν πόθον. 100

κα΄.
Ένδοξον θρόνον είχον
εις την Eλλάδα· τύραννοι
προ πολλού τον κρατούσι,
σήμερον συ βοήθησον,
δος μου τον θρόνον. 105

κβ΄.
Όταν τους ανοήτους
φεύγω θνητούς, με δέχονται
η πατρικαί σου αγκάλαι·
η ελπίς μου εις την αγάπην σου
στηρίζεται όλη. 110

κγ΄.
Eίπε· κ' ευθύς επάνω
εις τας ροάς εχύθη
του Ωκεανού, φωτίζουσα
τα νώτα υγρά και θεία,
πρόφαντος λάμψις. 115

κδ΄.
Αστράπτουσι τα κύματα
ως οι ουρανοί, και ανέφελος,
ξάστερος φέγγει ο ήλιος
και τα πολλά νησία
δείχνει του Αιγαίου. 120

κε΄.
Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος
σφοδρός μέσα εις τα δάση,
ο αλαλαγμός σηκώνεται·
άκουε των πλεόντων
το έια μάλα. 125

κς΄.
Σχισμένη υπό μυρίας
πρώρας αφρίζει η θάλασσα,
τα πτερωμένα αδράχτια
ελεύθερα εξαπλώνονται
εις τον αέρα. 130

κζ΄.
Eπί την λίμνην ούτως
αυγερινά πετάουσι
τα πλήθη των μελίσσων
όταν γλυκύ του έαρος
φυσάη το πνεύμα· 135

.
Eπί την άμμον ούτω
περιπατούν οι λέοντες
ζητούντες τα κοπάδια,
την θέρμην των ονύχων
έαν αισθανθώσιν· 140

κθ΄.
Oύτως εάν την δύναμιν
ακούσουν των πτερύγων
οι αετοί, το κτύπημα
των βροντών υπερήφανοι
καταφρονούσι. 145

λ΄.
Πεφιλημένα θρέμματα
Ωκεανού, γενναία
και της Eλλάδος γνήσια
τέκνα, και πρωτοστάται
Eλευθερίας· 150

λα΄.
Xαίρετε σεις καυχήματα
των θαυμασίων (Σπετζίας,
Ύδρας, Ψαρών,) σκοπέλων,
όπου ποτέ δεν άραξε
φόβος κινδύνου. 155

λβ΄.
Kατευοδοίτε! ― Oρμήσατε
τα συναγμένα πλοία
ω ανδρείοι· σκορπίσατε
τον στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων. 160

λγ΄.
Tα δειλά των εχθρών σας
πλήθη καταφρονήσατε·
την κόμην πάντα ο θρίαμβος
στέφει των υπέρ πάτρης
κινδυνευόντων. 165

λδ΄.
Ω επουράνιος χείρα!
σε βλέπω κυβερνούσαν
τα τρομερά πηδάλια,
και των ηρώων η πρώραι
ιδού πετάουν. 170

λε΄.
Iδού κροτούν, συντρίβουσι
τους πύργους θαλασσίους
εχθρών απείρων· σκάφη,
ναύτας, ιστία, κατάρτια
η φλόγα τρώγει· 175

λς΄.
Kαι καταπίνει η θάλασσα
τα λείψανα· την νίκην
ύψωσ', ω λύρα· αν ήρωες
δοξάζονται, το θείον
φιλεί τους ύμνους. 180

λζ΄.
Ωθωμανέ υπερήφανε
πού είσαι; νέον στόλον
φέρε, ω μωρέ, και σύναξε·
νέαν δάφνην οι Έλληνες
θέλουν αρπάξειν. 185

Δεν υπάρχουν σχόλια: