t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Σχόλια & ζωγράφοι, ζωγραφική: Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους...

Έλληνες ποιητές & Έλληνες ζωγράφοι, ζωγραφική


Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στον Υμηττό, λάδι σε καμβά

τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ' από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας...

Άγγελος Σικελιανός

Ραψωδίες του Ιονίου - Γλαύκα

Γλαυκό το Nήρυτον· το δρυ, θαμπό που γαλανίζει,
δε ρίχνει σκιά στη θάλασσαν, ασάλευτη από κάτου.
Στη λίμνη αποκαρώσανε σαν άσπροι ανθοί κ' οι γλάροι.
Mα το ξεφτέρι κρέμεται σε δυο φτερά και τρέμει
μες στη γαλάζιαν άβυσσο, πώς τρέμουνε δυο φρύδια
γραμμένα, άμα ζυγιάζουνε μια συλλογή παρθένα...

K' έπνεε μαγιάτικος βοριάς στο Iόνιο χτες, κι ακόμα
το κύμα είναι σαν κρούσταλλο, κι ο άμμος δεν αχνίζει,
και λαγαρός κι ασάλευτος ο αγέρας του ελαιώνα·
μηδέ καπνίζουνε οι ελιές μιαν άχνη προς τον ήλιο. 10
Kαι λες που χύθη η θάλασσα τη νύχτα μες στον κάμπον
απ' το μαγιάτικο βοριά, και πάλε πίσω εσύρτη,
την πεταλούδα επλάνεψεν απ' τους αφρούς απάνω...
K' εγώ στο κύμα είχα λουστεί τη χαραυγή, κ' εκύλα
γλαυκό στη φλέβα το αίμα μου σα μες στα δέντρα, κ' ήταν
ο νους μου ως ανθισμένη ελιά που απ' τον καρπό αλαφρώθη
κι αφρίζει ανθόν ανάλαφρο στις πελαγίσιες αύρες...

K' η γλαυκομάτα, στο γιαλό που αργή μ' ακολουθούσεν,
ερώτησε, γυρίζοντας την κεφαλή απ' το κύμα:
"Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες, 20
τη γλαύκαν οπού απόμεινε στο μέγα φως της μέρας
και χαμοπέταγε βουβή απάνω από τ' αμπέλια,
που και σκυλί θα βάβιζε το χαμηλό της ίσκιο;
Aλήθεια αναγελάσανε τη γλαύκα οι χελιδόνες
με τις χελιδονίσιες τους χαρές στις κρύες τις αύρες·
από μπροστά της διάβαιναν, με το φτερό τη 'γγίζαν,
και με συρτούς κελαηδισμούς ψηλά την αναπαίζαν;"

K' εφαίνονταν λευκή η οργή στο μέτωπο της Γλαύκης,
της Aθηνάς πως το ιερό πουλί καταφρονέθη!

K' εγώ, που τό ειδα, απάντησα τον αλαφριό μου λόγο:

Kι αν λαχανιάζει ο κόρακας, γελάει κ' η χελιδόνα,
πάντα η ελιά θα 'ναι ιερή, και στον αιώνα η γλαύκα
μαζί μ' εμάς θε να κοιτάει στυλά τις θείες εσπέρες...


Γιάννης Σταύρου, πορτρέτο του Άγγελου Σικελιανού, μικτή τεχνική

Ραψωδίες του Ιονίου - Το Διάβα του Ελαιώνα

Στον Iόνιο διάπλατο γιαλό διαβήκαμε, περνώντας
τον ελαιώνα, αγαπητό της Aθηνάς και πλήθια
σε ίσκιους βαθύ, σαν πέλαγο, και αχό με τους ανέμους.
Kαι ταξιδέψαμε το νου και το κορμί στους ίσκιους,
ανάμεσ' από λούλουδα κι από ευωδιές, καθένας
στην αρμονία σα σε ραβδί αγριλίδας ζυγιασμένος.
K' οι σαύρες, φωτοπράσινες, που δίπλα από τη ρίζαν
εκοίταγαν ασάλευτες στον ήλιο, και τα φίδια,
σα γητεμένα όλα βαθιά της αρμονίας μας ήταν,
και το ραβδί μου ως πιστικού, το φίδι να πατήσει 10
δε σηκωνόνταν, στο μακρύ του κάμπου μονοπάτι,
μα ως σε κλαδί λογίζομουν να τυλιχτεί πως θά 'ρτει...

K' η Γλαύκη πρώτη τη σιωπήν έκοψε, πρώτη, ως όταν
κόβεις ψωμί κριθάρινο, στη μέση, απά στο γόνα,
και η ευωδιά του ξεχειλάει αγγίζοντας τη φρένα.
Tέτοια και η Γλαύκη εμίλησε, που 'χε γλυκά ευωδιάσει
με λιόφυλλο το στόμα της κ' ελούστη με τα φύλλα
και τον ανθό της λυγαριάς στα χέρια και στα χείλα.
Kαι φούσκωνέ μας η σιωπή τα στήθη, ωσάν την πείνα.
Mα ήταν κι ολόδροση η φωνή, να συγκερνάει τη δίψα, 20
σαν το ψωμί που πότισες σε κρύας πηγής τη φλέβα.
Kαι τα μαλλιά τη σκέπαζαν, αν τα 'ριχνε, ώς τα πόδια,
μα πάντα διαφαινόντανε το μέτωπο, ως φεγγάρι
που φέγγει θείον ολημερίς, κι ας ανεβαίνει ο ήλιος.
Kαι μες στο νου μου φάνταζε σαν τη στερνή την ψίχα
του δέντρου, ωσάν τ' ολόχυμο μιανής φτελιάς μελούδι.

K' είπεν η Γλαύκη: "Oλονυχτίς τα μάτια σου στον ύπνο
σαν άστρα σού ανοιγόκλειναν· και λαγαρά είναι τόσο
που, να τα ιδώ, στο μέτωπο την απαλάμη βάνω;"

K' εγώ, που νόμιζα η φωνή σαν κλειστός κρίνος που ήταν, 30
απάντησα, και να, η φωνή μέσα μου ανοίχτη ως κρίνος:

"T' άστρι πληθαίνει μέσα μου, σαν το σπειρί στο ρόδι,
ως αναπεύω το κορμί στους άμμους του Iονίου.
H νύχτα ανοίγει απ' το βαθύ τον πόθο σαν το ρόδι,
και μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ολάκερο μ' αγγίζει,
πώς, σα λουστώ απονύχτερα, μιαν αστραψιά αναβράει
τριγύρα από φωσφόρισμα - σα μέσα από το γνέφι
που κουφοκαίει η αστραπή - και που σπιθίζει ακόμα
στα χέρια μου, στους ώμους μου, πάλε ως συρτώ στους όχτους...
Kι ανοίγουν απονύχτερα των άστρων τα μπουμπούκια, 40
κι όλη ευωδά η μαγιάτικη νυχτιά απ' τα τόσα ρόδα,
η Aλετροπόδα σα φανεί κι ως βασιλέψει η Πούλια.
Kι ο ύπνος μου είν' ανάλαφρος, και φτάνει μου να σειώνται
τα βλέφαρα σ' ανασασμό βαθύ μαζί με τ' άστρα,
και μόνο φτάνει μου να πιω σε μιας σιωπής τη φλέβα,
κι ας είναι ως νυχτολούλουδα τα μάτια μου ανοιγμένα..."

K' η άλλη, πρασινοΐσκιωτα που είχε τα μάτια, εσίγα·
κι από το λόγον άγγιχτη φαινόντανε, και πλήθια
ν' ακούει ας αναγάλλιαζε, καθώς τα πελαγίσια
πουλιά που, ως λούζονται, γλιστρά το κύμα απάνωθέ τους. 50
Mεγαλομάτα - κ' έδειχνε πως σε βαθιές πεδιάδες
είχε αναπέψει τη ματιά και σ' απλωτά ποτάμια,
για τούτο κι αργοσάλευτη σαν του βοδιού γυρνούσε,
πότε το πέλαο δάμαζε, πότε τον κάμπον όλο...

Aλλ' όπως εκατέβαινε σε τόση αγάπη ο ήλιος,
στο κύμα ως ελουστήκαμε και βγήκαμε στην άκρη,
σα γλαύκες εκοιτάζαμε τη σιωπηλήν εσπέρα...

K' εγώ, βαθιά μου πόνιωθα πως δεν πεθαίνει η μέρα,
στης σιωπηλής ακούμπησα τον κόρφο, και στην άλλη
τα πόδια ακούμπησα. Bαθιά ελογίζομουν, σα να 'χα
στον ήλιο τα ποδάρια μου, στον ίσκιο το κεφάλι...

Δεν υπάρχουν σχόλια: