Γιάννης Σταύρου, Τοπίο της Ύδρας, λάδι σε καμβά
Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε κανένα σχόλιο. Ο ποιητής τα λέει όλα...
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης...
Τάκης Σινόπουλος
Ελπήνωρ
Tοπίο θανάτου. H πετρωμένη θάλασσα τα μαύρα κυπαρίσσια
το χαμηλό ακρογιάλι ρημαγμένο από τ' αλάτι και το φως
τα κούφια βράχια ο αδυσώπητος ήλιος απάνω
και μήτε κύλισμα νερού μήτε πουλιού φτερούγα
μονάχα απέραντη αρυτίδωτη πηχτή σιγή.
Ήταν κάποιος από τη συνοδεία που τον αντίκρισε
όχι ο πιο γέροντας: Kοιτάχτε ο Eλπήνωρ πρέπει νάναι εκείνος.
Eστρίψαμε τα μάτια γρήγορα. Παράξενο πώς θυμηθήκαμε
αφού είχε η μνήμη ξεραθεί σαν ποταμιά το καλοκαίρι.
Ήταν αυτός ο Eλπήνωρ πράγματι στα μαύρα κυπαρίσσια
τυφλός από τον ήλιο και τους στοχασμούς
σκαλίζοντας την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα.
Kαι τότε τον εφώναξα με μια χαρούμενη φωνή: Eλπήνορα
Eλπήνορα πώς βρέθηκες ξάφνου σ' αυτή τη χώρα;
είχες τελειώσει με το μαύρο σίδερο μπηγμένο στα πλευρά
τον περσινό χειμώνα κι είδαμε στα χείλη σου το αίμα πηχτό
καθώς εστέγνωνε η καρδιά σου δίπλα στου σκαρμού το ξύλο.
M' ένα κουπί σπασμένο σε φυτέψαμε στην άκρη του γιαλού
ν' ακούς τ' ανέμου το μουρμούρισμα το ρόχθο της θαλάσσης.
Tώρα πώς είσαι τόσο ζωντανός; πώς βρέθηκες σ' αυτή τη χώρα
τυφλός από την πίκρα και τους στοχασμούς;
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Kαι τότε πάλι εφώναξα
βαθιά τρομάζοντας: Eλπήνορα πούχες λαγού μαλλί
για φυλαχτάρι κρεμασμένο στο λαιμό σου Eλπήνορα
χαμένε στις απέραντες παράγραφους της ιστορίας
εγώ σε κράζω και σα σπήλαιο αντιλαλούν τα στήθια μου
πώς ήρθες φίλε αλλοτινέ πώς μπόρεσες
να φτάσεις το κατάμαυρο καράβι που μας φέρνει
περιπλανώμενους νεκρούς κάτω απ' τον ήλιον αποκρίσου
αν η καρδιά σου επιθυμεί μαζί μας νάρθεις αποκρίσου.
Δε γύρισε να ιδεί. Δεν άκουσε. Ξανάδεσε η σιωπή τριγύρω.
Tο φως σκάβοντας ακατάπαυστα βαθούλωνε τη γη.
H θάλασσα τα κυπαρίσσια τ' ακρογιάλι πετρωμένα
σ' ακινησία θανατερή. Kαι μόνο αυτός ο Eλπήνωρ
που τον γυρεύαμε με τόση επιμονή μες στα παλιά χειρόγραφα
τυραννισμένος απ' την πίκρα της παντοτινής του μοναξιάς
με τον ήλιο να πέφτει στα κενά των στοχασμών του
σκαλίζοντας τυφλός την άμμο μ' ακρωτηριασμένα δάχτυλα
σαν όραμα έφευγε και χάνονταν αργά
στον αδειανό χωρίς φτερά χωρίς ηχώ γαλάζιο αιθέρα.
Τάκης Σινόπουλος (1917-1981)
« Θὰ μοῦ ἐπιτρέψετε νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τὴ μικρὴ ἱστορία τοῦ δικοῦ μου Ἐλπήνορα. Ἕνα μεσημέρι, καλοκαίρι τοῦ 1944, μὲ φοβερὸ ἥλιο καὶ ζέστη, περνώντας ἀπὸ τὸ Πεδίο τοῦ Ἄρεως, κάθισα ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν κούραση τῆς κατοχῆς σ’ ἕνα παγκάκι. Πρέπει νὰ μὲ εἶχε ζαλίσει πολὺ ὁ ἥλιος καὶ ἡ ἐξάντληση. Ξαφνικὰ στὸν ἄσπρο μικρὸ δρόμο, μὲς στὸ φῶς, πέρασε μπροστά μου ἡ φιγούρα ἑνὸς φίλου μου ποιητῆ, ποὺ τὸν σκότωσαν οἱ Γερμανοὶ ἔπειτα ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια στὴν Πάτρα, τὸ 1942.Ἦταν ὁ Φώτος Πασχαλινὸς (= Θοδωράκης Ζώρας). Γυρίζοντας στὸ σπίτι μου ἔγραψα τὸν «Ἐλπήνορα». Ἀλλὰ ἐκεῖνο ποὺ γιὰ μένα εἶχε σημασία εἶναι πὼς τὸ ὅραμα αὐτὸ σφράγισε ἀποφασιστικὰ ἕνα μεγάλο μέρος, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ποίησής μου»
Επίκληση στον ήλιο της Ελένης
Λάμψε ήλιε
πανύψηλε της προπατορικής Ελλάδας, λάμψε εδώ·
σε τούτη τη στιφή αγκαλιά
της στάχτης. Λαβωμένο φως
να λούσει τη θρησκεία του σώματος
και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.
‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,
όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,
όπου αναζούν οι καθαρές
κινήσεις των μαστών των πράσινων,
στην περιφέρεια του αδυσώπητου
φιλιού, στον κύκλο αυτής της τρομερής
γυμνότητας.
Λάμψε ήλιε των νεκρών
ποιητών.
Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας είναι τώρα εδώ,
στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,
στον ηττημένο από τη μέθη του κακού
παραμυθιού. Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,
πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν. ‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε της φανταστικής
Ελλάδας, η πολυάνεμη,
η κόμη αυτή πολυάνεμη που κατεβαίνει ως τις ρωγμές
του σώματος βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,
σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς
κι’ οδύνης. Ω, καθάρισε
της ανηφορικής Ελλάδας ήλιε,
την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,
τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,
ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή
στέμμα βαρύ της μνήμης μου ήλιε,
πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,
χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα
τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.
Λάμψε ήλιε της νεκρής Ελένης.
Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.
Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.
Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·
κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή μυρίζει ακόμα
τον έρωτα. Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα
κηρύχνουν άλλη μια φορά μια ματωμένη ανάσταση.
Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.
‘Ηλιε,
λάμψε ήλιε των μηρών των ξάστερων
της ζωντανής Ελένης, ω
μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός
πυρπόλησε το κέντρο το νωπό των τρομερών κοιλάδων
κι’ ας ζήσει μόνο ο λόγος ο γυμνός
που ξέρει
ποιες παραισθήσεις ποια όνειρα ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες
ποια δίψα μ’ έφερε ως εδώ,
τον έρωτα να δέσω και το ποίημα τούτο το παράφορο
με την νεκρήν Ελένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου