Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά
Αναζητώντας τα ελληνικά αρχέτυπα...
Χρώματα & γραμμές του ελληνικού τοπίου...
Με την αισθητική άποψη του Περικλή Γιαννόπουλου...
Περικλής Γιαννόπουλος
Η Ελληνική γραμμή & το Ελληνικό χρώμα
(αποσπάσματα από ΕΛΛΟΠΟ)
Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμος αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. Εἰς οἱονδήποτε ὕψωμα καὶ ἂν ἀναβῆτε, βλέπετε ἕνα κόσμον ὁλόκληρον. Ἔχετε διὰ τῆς ὁράσεως τὴν αἴσθησιν παντὸς ὅ,τι σᾶς περιβάλλει. Ὅλα ἀπὸ τῶν μεγάλων μέχρι τῶν μικροσκοπικῶν: Φαίνονται. Τὸ κάθε τι ὅσον μικρὸν καὶ ἂν εἶναι, θέλει νὰ φαίνεται, σὰν Ἕλλην πηγαίνων περίπατον. Καὶ τόσον ὅλα θέλουν νὰ φ α ί ν ω ν τ α ι, καὶ φαίνονται τόσον, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν ἕνα λεπτὸν δένδρον ἱστάμενον ἔσωθεν τοῦ σκιεροῦ ἀνατολικοῦ τείχους τῆς Ἀκροπόλεως καὶ γραφόμενον τριχοειδῶς εἰς τὸν ὅπισθέν του φωτεινότερον ἀέρα λέγει... εἰς τὸν περιπατητὴν τῆς Ζαππείου πλατείας μέχρι τῆς ὀγδόης ἑσπερινῆς ὥρας: Φαίνομαι καὶ ἐγώ.
Ἡ φυσικὴ αὐτή, διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ νὰ εἶναι ἡ θεμελιώδης ἰδέα, ἡ θεμελιώδης βάσις, ἡ ἀναπότρεπτος Ἀνάγκη, πρὸς τὴν ὁποίαν θέλουσαι καὶ μὴ θέλουσαι θὰ συμμορφωθοῦν αἱ Τεχναι ὅλαι. Εἰς τὴν φυσικὴν αὐτὴν βάσιν στηριζόμενος ὁ νοῦς θὰ δημιουργήση τὸ εἶδος τῆς γραφῆς τῆς Γραμμῆς, πρωτίστως εἰς τὴν Ζωγραφικήν, Γλυπτικήν, Ἀρχιτεκτονικὴν καὶ εἰς ἁπάσας τὰς Τέχνας δι᾿ ὅλα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀντικείμενα τῆς ζωῆς. Καὶ ἡ γραμμὴ αὐτὴ κατὰ φυσικὴν ἀνάγκην θὰ εἶναι διαυγεστάτη.
Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πρώτιστον χαρακτηριστικόν της ἑλληνικῆς γραμμῆς. Καὶ μόνον αὐτὸ θὰ ἤρκει νὰ ἐπιφέρῃ ὡς συνεπείας διὰ τὴν τεχνικὴν γραμμὴν ἕνα πλῆθος ἄλλων χαρακτηριστικῶν, περὶ τῶν ὁποίων δὲν πρόκειται ἐδῶ. Ἤτοι καὶ ἀμυδρῶς: Ὁ μόνος ρυθμιστὴς τῶν Τεχνῶν εἶναι τὸ πῶς φαίνεται. Λοιπὸν ἐδῶ φαίνονται τὰ πάντα. Ἄρα ὅλαι αἱ γραμμαί, ἄρα καὶ αἱ λεπτόταται. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς παντοῦ καὶ πανταχόθεν ἡδονικῆς γραμμῆς. Φαίνεται: ἄρα δυνατὸν νὰ λεπτυνθῆ ἐπ᾿ ἄπειρον. Ἰδοὺ ἡ ᾿Αναγκη τῆς λεπτότητος. Φαίνεται ἄρα θὰ κτυπᾷ ἄσχημα κάθε ὑπερβολικὴ ἐξόγκωσις, κάθε φόρτωμα. Ἰδοὺ ἡ Ἀνάγκη τῆς ἐλλείψεως τοῦ πλήθους, τοῦ ὄγκου, τοῦ βάρους. Φαίνεται ζωηρότατα τὸ κάθε τι. Ἰδοὺ τὸ δυνατὸν διὰ τῶν ἐλαφροτάτων κυμάνσεων τῆς γραμμῆς, ἡ περιγραφὴ καὶ ἔκφρασις ψυχικῶν καταστάσεων καὶ παθῶν. Φαίνεται : ἰδοὺ τὸ δυνατὸν τῆς ἐντελοῦς εὐγενείας δι᾿ ἐλαχίστων αἰθερίων γραμμῶν.
Τώρα πῶς γράφονται; πῶς γράφουν τὴν φύσιν των; πῶς ἐκφράζουν τὴν φυσιογνωμίαν των; τί γράφουν; τί ἐκφράζουν καὶ τί λέγουν καὶ τί τραγουδοῦν ὅλαι αἱ ὗλαι τῶν χωμάτων, βραχωμάτων, ἀναιβοκαταιβασμάτων, τῶν λόφων, τῶν ὀρέων ὅλων, μέχρι τῶν ὑπερπελαγίων, μέχρι τῶν οὐρανοθιγῶν ὀρογραμμῶν ποὺ περιλαμβάνει ὁ ὀφθαλμός, ἐξαιρουμένου τοῦ καμηλογράμμου Λυκαβηττοῦ, ποὺ αἴρεται ἐνίοτε σὰν Ἀραράτ, ποὺ εἶναι ξένος γεωλογικῶς καὶ διατηρεῖ τὴν ξένην του φυσιογνωμίαν, ὅπως ὁ Χριστὸς εἰς τοὺς ναούς μας;
Περικλής Γιαννόπουλος (1869-1910)
Τί εἶναι, πῶς εἶναι, τί φωνάζει ὅλη αὐτὴ ἡ κοσμικὴ ὕλη; Πουθενὰ μαυρίλα, πουθενὰ θηριωδία, πουθενὰ πάλη, πουθενὰ μῖσος, πουθενὰ κτηνωδία, πουθενὰ ὀξύτης, πουθενὰ χολή, πουθενὰ ἀπαισιοδοξία, πουθενὰ τεραστιότης, πουθενὰ ὄγκος, πουθενὰ κόμπος, πουθενὰ βάρος, πουθενὰ πλῆθος, πουθενὰ ἀνάμιξις, πουθενὰ σύγχυσις, πουθενὰ θεομανία, πουθενὰ βαρυσοφία, πουθενὰ ἀπελπισία, πουθενὰ βαρυθυμία, πουθενὰ καρηβαρία, πουθενὰ συλλογισμός.
Παντοῦ φῶς, παντοῦ ἡμέρα, παντοῦ τερπνότης, παντοῦ ὀλιγότης, ἄνεσις, ἀραιότης· παντοῦ εὐταξία, συμμετρία, εὐρυθμία· παντοῦ εὐγραμμία, εὐστροφία Ὀδυσσέως, λιγυρότης παλληκαριοῦ· παντοῦ ἡμερότης, χάρις, ἱλαρότης· παντοῦ παίγνιον ἑλληνικῆς σοφίας, διάθεσις γελαστική, εἰρωνεία Σωκρατική· παντοῦ φιλανθρωπία, συμπάθεια, ἀγάπη· παντοῦ ἵμερος, πόθος ᾄσματος, φιλήματος· παντοῦ πόθος ὕλης, ὕλης, ὕλης· παντοῦ ἡδονὴ Διονύσου, πόθος φωτομέθης, δίψα ὡραιότητος, λίκνισμα μακαριότητος· παντοῦ πέρασμα ἀέρος θουρίου, ἀέρος ὁρμῆς, ἀέρος ἀλκιμότητος, σφριγηλότητος καὶ παντοῦ μαζὺ πέρασμα ἀέρος μελαγχολίας καλλονῆς, λύπης καλλονῆς, θρήνου θνήσκοντος Ἀδώνιδος. Καὶ παντοῦ ἀὴρ φωτεινοῦ θουρίου δένων τὰ μέλη καὶ μαζὺ ἀὴρ φλογέρας λύων τὰ μέλη μὲ ἡδυπάθειαν. Καὶ παντοῦ πέρασμα ἀέρος φέρον ὀλοφυρμοὺς Ἀφροδίτης καὶ μαζὺ δυνατὸν Σατυρικὸν ὀξύ.
Ὅλοι οἱ βράχοι, οἱ λόφοι, τὰ βουνά, κάθονται ἕνα ἕνα, σὰν ὡραῖαι γυναῖκες τοῦ λαοῦ σεμνὰ ρεμβάζουσαι, σὰν μητέρες κρατοῦσαι εἰς τὴν ἀγκαλιά των ὡραῖα παιδιά, σὰν Βυζαντιναὶ Παναγίαι γέρνουσαι ὀλίγον τὸ κεφάλι των μὲ σοβαρὰν ἀγάπην· οἱ μικροὶ κάθονται εἰς τὰ πόδια τῶν μεγάλων σὰν νέαι πλαγιάζουσαι τὸ κεφάλι των εἰς τὰ γόνατα τοῦ ἐραστοῦ των καὶ θωπευόμεναι καὶ ρεμβάζουσαι.
Εἴτε Ὑμηττός, εἴτε Ἀρδηττός, εἴτε Αἰγάλεων, εἴτε Πάρνης καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ σὰν νευρώδης ἀλκιμότης ἀρκαδικοῦ ἐφήβου Πεντελικόν, ἀκόμη καὶ μὲ τὴν χιονοφόρον ῥοδαυγάζουσαν κορυφήν του ἀνατεινομένην πρὸς τὸν ῥόδινον θόλον, ὅλα ὡραῖα στολισμένα λέγουν ἁπλῶς σὰν ἀγάλματα, σὰν ἐπιτύμβιοι μορφαί: εἴμεθα ὡραῖα.
Μὲ τελείαν ἔλλειψιν ἀνυψώσεων καὶ ἐπικλίσεων καὶ πηδήσεων πρὸς τὰ οὐράνια καταβλέπουν προσηλωμένα λατρεύοντα τὴν γῆν, ὡς καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ Πεντελικὸν ὂν σὰν Ἄρτεμις κατερχομένη ὄρους, καταβλέπουν, ὅπως οἱ παλαιοὶ ναοὶ μὲ τὰς ἐναερίους πτέρυγας ἐπικλινεῖς, ὅπως τὰ ἀγάλματα, ὅπως οἱ Βυζαντινοὶ Θόλοι, ὅπως οἱ ἕλληνες ἅγιοι οἱ στολισμένοι, εὐχαριστημένοι, λαμπροί, ἱλαροί, σὰν βλέποντες ἐμπρός των ὡραῖα στρωμένον τραπέζι καὶ ὀσφραινόμενοι ὀβελίαν.
Εἶναι φανερά, μιὰ μόνη Γραμμή, ἀναβαίνουσα ἀπανωτά, καταβαίνουσα γλυκύτατα, κυματίζουσα μὲ μεγάλα ἤρεμα κύματα, ἀναβαίνουσα ἁρμονικά, καταβαίνουσα συμμετρικά, γράφουσα εἰς τὸν δρόμον της ὡραῖα καμπυλώματα, ἀνυψουμένη κάποτε μὲ νευρωδεστάτην ἐφηβικὴν λιγυρότητα πρὸς ἓν φίλημα ὑψηλοῦ ἀέρος καὶ μὲ ἐλαφρότητα γλάρου ἐπανερχομένη πάλιν εἰς ἕνα μαλακόν της ρυθμόν.
Εἶναι μία μόνη γραμμή, σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα τὰ οἰκοδομήματα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο, ὅλα τὰ ἀγάλματα σὰν δίδυμα ἀδέλφια καὶ κανὲν ὅμοιον μὲ τὸ ἄλλο, σὰν τὴν Βυζαντινήν μας τέχνην, σὰν τὰ δημοτικὰ τραγούδια ποὺ εἶναι κυρίως ἕνα τραγοῦδι καὶ κανένα ἐντελῶς ὅμοιον, σὰν τὴν γῆν μας ποὺ εἶναι μία εἰς τὸ σύνολον καὶ κάθε βῆμα ἀνομοία, σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι : ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων.
Εἶναι μία μόνη γραμμὴ καμπύλη. Παντοῦ μιὰ ἁπλουστάτη, μαλακωτάτη καμπύλη, ὑγρὰ καὶ φευγαλέα σὰν τὰς μεγάλας καὶ ἠρέμους ἀναπνοὰς τῆς θαλάσσης, σὰν τὰ μεγάλα ἥμερα κύματα, παράγουσα μίαν βαθυτάτην αἰσθητικὴν ἡδονήν. Ἡ εὐθεῖα γραμμή, μία ὀρθὴ γραμμὴ ἑνὸς μονοκοκκάλου ἄγγλου, μιᾶς λογχοειδοῦς ἀγγλίδος, εἶναι γραμμὴ προξενοῦσα δύναμιν, γεννῶσα ἀντίστασιν, εἶναι γραμμὴ ἀποκρουστική. Μιὰ καμπύλη γραμμὴ λόφου, μαλακὰ καμπυλωμένος λαιμὸς γυναικός, εἶναι γραμμὴ γεννῶσα συμπάθειαν, πόθον θωπείας, ἕλκουσα τὸ φίλημα, εἴτε γυναικὸς εἴτε λόφου γραμμὴ εἶναι ἡ ἕλκουσα προφανῶς τὸ χέρι διὰ τὴν ἁπαλὴν θωπείαν, ζητητικὴ θωπείας.
Καὶ εἶναι παραδοξότατον ὅτι θαυμάζεται τόσον ἡ ἰδέα τῶν καμπύλων τοῦ Παρθενῶνος, διότι εἶναι φανερὸν ὅτι ἀληθὴς καλλιτέχνης ἔχων νὰ ὑψώσῃ γραμμὰς εἰς ἕνα λόφον τῆς Ἀττικῆς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λάβῃ οὐδὲν ἄλλο ὑπ᾿ ὄψιν παρὰ ν᾿ ἁρμόνισῃ τὰς γραμμάς του πρὸς τὴν τριγύρω ἁρμονικὴν καμπύλην. Μία λοιπὸν γραμμὴ καμπύλη, σαφεστάτη, ἁπλουστάτη, ἡδονικωτάτη, ἁρμονικωτάτη, μουσικωτάτη, μὲ μίαν αἰθεριωτάτην εὐγένειαν καὶ ἕνα μέθυ μελαγχολίας, παραλλάσσουσα εἰς κάθε βῆμα, ὅσον παραλλάσσει τὸ ἓν κῦμα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ εἶναι ἡ γραμμὴ τῆς ὁποίας βλέπομεν τὸ ὁμοίωμα εἰς ὅλα τὰ ἀρχαῖα ἀγάλματα καὶ καλλιτεχνήματα, εἰς τὰς Βυζαντινὰς Παναγίας καὶ τοὺς ἁγίους, εἰς τὰ δημοτικὰ τραγούδια, εἰς τὸ παλληκάρι καὶ τὸν σημερινὸν νέον χωρικόν, νέαν χωρικήν, τῶν ὁποίων ὅλων τὸ σῶμα εἶναι ἁπαλόγραμμον, ἁπαλαὶ ὅλαι αἱ κινήσεις καὶ ἐκφράσεις, καὶ τὸ πρόσωπον περιβάλλει τὸ αὐτὸ μέθυ ὡραίας μελαγχολίας, ἐκφράζον τὸ παράδοξον αὐτὸ μίγμα ποὺ εἴμεθα, ἐλαφρᾶς ἑορτῆς καὶ σεμνῆς τινος καὶ μελαγχόλου μετὰ περισκέψεως ἐνατενίσεως.
Μιὰ μόνη γραμμὴ καμπύλη, περιφερικὴ καὶ μουσικωτάτη. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων παραλειπομένων ἐδῶ χαρακτηριστικῶν, ἡ δυνατωτέρα ἐντύπωσις εἶναι ἡ μουσική. Εἶναι ἡ αὐτὴ ἐντύπωσις ὅπως ἀπὸ τῶν ὡραιοστολισμένων καὶ ἀραιοπιασμένων σωμάτων τοῦ κυκλοειδοῦς χοροῦ μας νέων, ἀρρένων καὶ θηλέων, σωμάτων ρυθμικὰ κυμαινομένων καὶ ᾀδόντων τοὺς πόθους καὶ τὰς λύπας τοῦ γενετήσιου εἰδυλλίου. Βλέπων κανείς, νομίζει ὅτι ἀκούει πάντοτε, ἀπὸ τὸν κύκλον τῶν γηίνων γραμμῶν, τὸ συναδελφωμα καὶ τὸ συμφίλημα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς λύπης τοῦ ᾄσματος, τὸν ὁποῖον ἀφίνει ὡραῖος χορὸς καὶ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπὸ τῆς ὁράσεως προξενουμένη εἰς τὴν ἀκοὴν μουσική, σὰν παραφόρου Ἀφροδίτης μακρυνὸν κλάψιμον διὰ πληγωμένον Ἄδωνιν, τὸν ὁποῖον παράγει τὸ κορύφωμα τῆς ὡραιοτάτης ποιητικῆς συγκινήσεως εἰς τὸ Ἑλληνικὸν χῶμα. (...)
Ὅπως διὰ τὴν ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Γραμμῆς, ἥτις ἀποτελεῖ τὴν πρώτην Ἰδέαν μιᾶς ἐκρήξεως Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, τίθεται ὡς βάσις οὐχὶ Τέχνη τις οἱαδήποτε, οὔτε αὐτὴ ἡ Ἀρχαία μας Τέχνη, ἀλλὰ ἡ Φύσις, ἡ Γῆ, ὅπως τὴν βλέπομεν γύρωθεν ἡμῶν, οὕτω καὶ διὰ τὸ ΧΡΩΜΑ. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν ἐξέλεξα ὡς σημεῖον παρατηρήσεως τὸν κάτωθεν τῆς Ἀκροπόλεως ναΐσκον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου καὶ τὴν δεξιόθεν αὐτοῦ χαραχθεῖσαν μόλις ὁδὸν τὴν ἀνιοῦσαν πρὸς τὴν Πνύκα, διὰ τὸ κοντινώτατον καὶ πανοραματικώτατον, οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα. Καὶ ὅπως διὰ τὴν Γραμμὴν οὕτω καὶ διὰ τὸ Χρῶμα ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν ἐπὶ τῶν γραμμῶν αὐτῶν τῶν Ζωγράφων, Γλυπτῶν, Ἀρχιτεκτόνων καὶ Μουσικῶν, ὅλων τῶν Καλλιτεχνῶν, καὶ κάθε φιλοτεχνοῦντος, καλλιτεχνοῦντος ἀνθρώπου.
Ἀνέλθετε λοιπὸν πάλιν ἐκεῖ διὰ νὰ ξεμουδιάσετε καὶ τὰ μέλη σας. Ἀφεθῆτε πάλιν εἰς τὴν θέαν τῆς Φύσεως, ζητοῦντες τώρα νὰ αἰσθανθῆτε καὶ νὰ ἐννοήσητε τὸ Φυσικὸν Χρῶμα. Διὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὸ καὶ τὴν αἰθεριότητά του, παρατηρήσατε πάλιν καὶ πρῶτον τὴν Γῆν. Εἶναι ἐλαφροτάτη. Παρατηρήσατε τὸ Φαληρικὸν πεδίον. Βλεπόμενον ὑψηλόθεν δίδει τὴν ἰδέαν, ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ ἔχῃ πάχος περισσότερον ὀλίγων δακτύλων. Κάμνει τὴν ἐντύπωσιν λεπτοφυοῦς ἁπλωμένου ὑφάσματος· ὁ φυτικός του κόσμος εἶναι μόλις μιὰ ἰδέα· εἶναι σὰν χνοῦς γυναικείου μύστακος. Διὰ νὰ ἰδῆτε ζωηρότατα τὴν λεπτότητα αὐτήν, ὅταν εὑρεθῆτε εἰς τὸ Παλαιὸν Φάληρον παρατηρήσατε τὸ σὰν βαρὺ ὄνειρον κακοστομαχισμένου Καραθανασοπούλειον Ἀκταῖον, τὸ θεόκλειστον σὰν βαρυποίνων καταδίκων φρούριον. Νομίζει κανείς, ὅτι θὰ τὸ βουλιάξῃ τὸ Φάληρον· ἀπορεῖ αἰσθητικῶς πῶς εἶναι δυνατὸν τόσον λεπτὴ βάσις, τόσον λεπτὴ Γῆ, νὰ βασταζῃ τόσον ὄγκον, τόσον βάρος.
Παρατηρήσατε τὰ ... Βουνὰ ἐλαφρότατα, ἐλαστικώτατα, συστέλλονται, διαστέλλονται, ὑψώνονται, χαμηλώνουν, μεγαλώνουν, μικραίνουν, κινοῦνται, περιπατοῦν, πηγαινοέρχονται. Τὰ Βουνὰ τῆς Αἰγίνης ἔρχονται ἐνίοτε εἰς τὸ Φάληρον. Ὁ Ὑμηττὸς τὸ πρωὶ φεύγει μακράν· συνήθως φαίνεται ἀπέχων δυὸ βήματα· περὶ τὰ βασιλεύματα καταφθάνει εἰς τὸ Ζάππειον· τὸ χέρι μας ἀσυναισθήτως σηκώνεται νὰ τοῦ θωπεύσῃ τὴν πλάτην. Ὅλη ἡ γύρωθέν μας Φύσις, ἡ γήινη ὕλη, χρωμάτων, πετρῶν, λόφων, βουνῶν, εἶναι τόσον λεπτόγραμμος καὶ λεπτόχρους σὰν ἐὰν Ἀριστοτέχνης Ζωγράφος ἐξῆγεν ἀπὸ ἕνα φυσικὸν τελειότατον τοπίον τὸ οὐσιῶδες του γραμμικὸν καὶ χροϊκὸν κάλλος καὶ συνέθετεν ἕνα μουσικόγραμμον καὶ ἡδονόχρουν ἀερογράφημα. Εἶναι μία εἰκὼν Ἰδανικὴ σὰν ἕτοιμη νὰ ἐξαφανισθῆ· ἕνα ἴνδαλμα σὰν τὰ ζωγραφικὰ καὶ γλυπτικὰ ἰνδάλματα, τὰ ὁποῖα δημιουργεῖ ὁ ἐνθουσιῶν νοῦς τῶν Ποιητῶν καὶ τὰ πετᾷ ἀπέναντί των καὶ τὰ βλέπουν, τὰ ζωγραφίζουν, τοὺς ὁμιλοῦν καὶ τὰ ὑμνοῦν.Ὑπάρχουν καὶ δὲν ὑπάρχουν. Εἶναι καὶ δὲν εἶναι. Δὲν εἶναι καὶ τὰ βλέπουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου