Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Μακρυά από τις σειρήνες και την κάθε οχλαγωγία...
Πάντα λυρικός...
Σε μοναχικό ποιητικό δρόμο...
-------------------------------
Οι καιροί είναι κίβδηλοι, δεν υπάρχει ειλικρίνεια, αλλά σε κάθε βήμα της ζωής μας συναντάμε δολιοφθορά. Δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα. Ζούμε σ' έναν τρομαχτικό εφιάλτη...
«´Ερρωσο!» Γιώργο Καραβασίλη! Ηδυπαθή, παράφορε, καταραμένε!
Εσύ που υπηρέτησες με πίστη κι αφοσίωση στα φανταστικά τάγματα της Ποίησης, υπό τας διαταγάς του «εις ταις αίσθησες αόρατου Μονάρχη».
«Βραδυφλεγή αυτόχειρα» σαν τον άλλο αγαπημένο σου τον κύριο Νίκο Καρούζο. Εσύ που αναζητούσες πάντα την πιο υψίστη ηδονή: την Ποίηση.
Μοναχικέ μου Πρίγκιπα, Γιώργο Κωνσταντίνου Καραβασίλη, Καβάλα στ' όνειρο βρισκόμαστε Και πάμε….
« Ας επιζήσει Η λύπη της Σιωπής, ένα κλαδάκι που συνθλίβεται και την ακούμε ακόμη περισσότερο» (Γ.Κ.Καραβασίλης ΠΟΙΗΣΕΙΣ σελ. 136)
(Απόσπασμα από την επιστολή του Θάνου Κανδύλα στον Γιώργο Καραβασίλη)
Γιώργος Καραβασίλης (1949-2004)
Γιώργος Καραβασίλης
Προθαλάμιο
Τρίπολις Αρκαδίας 1975
Φίλοι ας μπω στο πατρικό μου σπίτι
Με το πλακόστρωτο, τα κεραμίδια, τα μοσχάτα.
Του έρωτα η αναμονή είναι πλατιά μεγάλη
Πόσο πιο δω πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε
Χρέη αφανισμών που παραγράφονται και στο πλατύσκαλο
Απάνω σε πατημασιές σβησμένες ξεδιπλώνομαι
Κυλώ στου πόθου τη μήτρα.
Δωμάτια με διασταυρούμενα φυλλώματα
Φιλύρες άκοπες ακόμα κι απ’ το θάνατο
Ήλιε, ήλιε που λάμνεις σε ορθάνοιχτα παράθυρα
Στην Τρίπολη κοιτάζω την Καστέλα
Διακόσα τόσα χρόνια που μου περιμένουν τη σπορά
Ταφές και γέννες λίγο πριν τον έρωτα
Φίλοι μιλώ με στόμα αξεδίψαστων νεκρών
Στους τάπητες και στα κεντήματα θα ντύσω την μορφή μου
Στην σκόνη σε παμπάλαιες χειρονομίες, σε πρόσωπα λησμονημένα
Η έξοδος της σάρκας μου προς την ελευθερία
Εδώ
Φίλοι, προδοτικοί μου φίλοι, μαρτυρήστε
Σ’ ολόκληρη την οικουμένη
Πόσο πιο δω, πόσο πιο κει απ’ το όνειρο βρισκόμαστε
Ο Ιερεμίας και η Νεκρούπολη
Κι αν μου φορτώσετε κατηγορίες φανταστικές
Κι αν βιάσετε το σώμα μου
Ακόμη
Κι ν αλλάξετε το δρόμο της ψυχής μου
Κι σας υπηρετώ πιστά
Και συνεργήσω
Σε πόλεμο, ειρήνη
Στο ναι, στο ίσως, στο όχι
Στην τρέλα, στην λεηλασία και στο σκοτωμό
Του Πάουντ, του Νιζίνσκι και του Μαγιακόφσκι
Τώρα που η κραυγή μου με το ρόγχο τους ενώνεται
Να ξέρετε
Κάποτε στους θεούς σας μπρος ασέλγησα
Σ’ αγάλματα εικόνες και προφήτες
Κάποτε σας εμίσησα, σας έφτυσα, σας χτύπησα
Να γλείψω θέλησα το αίμα σας
Κάποτε έλιωσα στα δόντια μου
Του ήλιου αλεξικέραυνα τα γυάλινά σας μάτια.
------------------------------
Ο φίλος μου Γιώργος Κ. Καραβασίλης ήταν ουσιαστικός ποιητής. Τα πάντα είναι γνήσια στο έργο του: η στάση του απέναντι στη ζωή, απέναντι στην ομορφιά και την ασκήμια, ο αισθησιασμός του, ο ερωτισμός του και η αισθαντικότητά του.
Και, τελικά, ήταν ουσιαστικός και θαρραλέος ακόμη και απέναντι στο θάνατό του. Τρανή απόδειξη οι τελευταίοι συγκλονιστικοί στίχοι του τελευταίου ποιήματός του «Εγκώμιο για τον ιππότη των Εγκάρων» που κλείνει τη συγκεντρωτική έκδοση της δουλειάς του και που, για να με παρηγορήσει, αλλά για να παρηγορηθεί μάλλον και ο ίδιος, μου διάβασε, αναγγέλοντάς μου, από τηλεφώνου, το θάνατό του, ο κοινός μας φίλος Σάμης Γαβριηλίδης...
(απόσπασμα από κείμενο του Αργύρη Χιόνη στο περιοδικό ΛΕΞΗ)
-----------------------------
Εγκώμιο για τον ιππότη των Εγκάρων
Έρρωσο Δόγη!
Αγέρωχε, δεσποτικέ, ανάλγητε.
Και συ μελλοθάνατε.
Θα σε γνωρίσω σ' άλλ' αλώνια,
Εκεί που κι όποιος θέλει να κριθεί τα λόγια του θα χάσει
Εσύ που ρούφηξες γλυκά γλυκά το αίμα μου σαν τη
σαγκρία
Με την ευγένεια που αποπνέουν τα οστά σου
Το ξέρω θα έρθεις να με βρεις.
Για να με υποκριθείς
Εξόριστος και συ
Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης,
Παντοτινής πατρίδας,
Όταν κι οι δύο θα επιστρέψουμε στο πουθένα.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΩΡΓΟ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ
του Βασίλη Κ. Καλαμαρά
(ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 30-1-1991)
Η ποίησή σας είναι χαμηλόφωνη, τρυφερή και παραπέμπει σ' ένα αίσθημα, που υπερασπίζονται οι μεσοπολεμικοί ποιητές.
«Δεν δέχομαι το χαμηλόφωνο. Έχω επηρεαστεί από τον Ελιάρ. Εάν βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους, είμαι κατά της σύγχρονης εποχής, είμαι άνθρωπος του μεσοπολέμου, αλλά δεν έχω σχέση μ' εκείνη την ποίηση. Από τους Έλληνες με επηρέασε ο Ελύτης και ο Καρυωτάκης, δεν το αποκρύβω».
Σας έχουν χαρακτηρίσει ερωτικό ποιητή. Δέχεστε αυτόν τον χαρακτηρισμό ή μήπως πιστεύετε, ότι τέτοιου τύπου ορισμοί στενεύουν τον ορίζοντα της ποίησης;
«Βεβαίως, αφού είμαι. Υπάρχει η αντιπαλότητα του αρσενικού με το θηλυκό, αλλά σ' αυτούς τους καιρούς έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα, δεν υπάρχει έρωτας, γι' αυτό δεν υπάρχει ερωτική ποίηση. Δεν γράφει κανένας ερωτική ποίηση. Οι καιροί είναι κίβδηλοι, δεν υπάρχει ειλικρίνεια, αλλά σε κάθε βήμα της ζωής μας συναντάμε δολιοφθορά. Δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα. Ζούμε σ' έναν τρομαχτικό εφιάλτη».
Εσείς πώς υπερασπίζεστε το προσωπικό σας βίωμα απέναντι στη ζωή και πώς αυτό επενδύεται στην ποίηση;
«Κάθε μέρα, κάθε στιγμή δίνεις εξετάσεις. Υπάρχουν για μένα δύο κανόνες: Διάβασε και ζήσε. Στο σημερινό καιρό δεν υπάρχει έρωτας. Δεν υπάρχει βίωμα. Είναι ουδέτεροι όλοι και επίπεδοι. Γι' αυτό υπάρχει μια κάμψη σήμερα στην ποίηση. Δεν πιστεύω στα ιερά τέρατα. Μια καλή ποίηση, που δίνει εξετάσεις στο χρόνο, μένει. Να βάλουμε ένα μέτρο; Μετά από πενήντα χρόνια είμαι ευχαριστημένος να μείνουν δύο στίχοι. Η απελπισία του ποιητή βρίσκει διεξόδους και στην περίπτωση μου βγαίνει στο αλκοόλ. Είμαι εναντίον του τεχνολογικού πολιτισμού».
Μήπως είσθε ρομαντικός, ένας άνθρωπος έξω από την εποχή του;
«Είμαι τόσο βαθιά Έλληνας, που είμαι εναντίον της Ελλάδας».
Βρίσκετε, όπως προείπατε διέξοδο στο αλκοόλ. Πώς επενεργεί αυτό πάνω στο δημιουργό;
Ειδωλολάτρης
«Μια ψευδαίσθηση φυγής δίνει από την πραγματικότητα. Αλλά είναι γεγονός ότι καταστέλλει τα νεύρα. Όλοι οι ποιητές είναι καταραμένοι. Οι αληθινοί ποιητές».
Πώς εννοείτε αυτή την κατάρα;
«Υπάρχει μια αλήθεια στην ποίηση. Είναι εκτός κάθε συμβατικότητας και ηθικής, που έχει επιβάλει η θρησκεία. Προτιμώ να θεωρώ τον εαυτό μου από την πλευρά της θρησκείας και της ηθικής των προχριστιανικών χρόνων: Είμαι ειδωλολάτρης χωρίς να αγνοώ τα ελάχιστα θετικά στοιχεία του Χριστιανισμού, που τον καταπάτησαν έτσι για να βολεύει το σημερινό σύστημα.
Είμαι αναρχούμενος και το λέω. Νομίζω, ότι ο κάθε ποιητής είναι αναρχούμενος, δεν μπαίνει σε κανένα σύστημα, αμφισβητεί τους πάντες και τα πάντα μέσα από την απελπισία του και δεν πρέπει να υπολογίζει ποτέ στην κρατική μέριμνα. Γιατί, όπως είπε ο Καρούζος, το κράτος και η εξουσία δεν θέλουν την αλήθεια, που την εκφράζει η ποίηση, γι' αυτό οποιαδήποτε μέτρο παίρνει για την ποίηση είναι υποκριτικό, δόλιο και είναι ένα σαμποτάζ για αυτήν. Να χαίρονται τα βραβεία τους, τις συντάξεις τους και τις επιχορηγήσεις τους».
Τι είδους συγκίνηση μπορεί να δώσει η ποίηση σήμερα, και στο βαθμό που δίνει, πώς στοιχειοθετείται αυτή;
«Δίνει σε χίλια άτομα στην Ελλάδα. Μιλάμε για μια αριστοκρατία του πνεύματος, που την καταλαβαίνει, την εννοεί και τη διαβάζει. Είναι αισιόδοξο το γεγονός, ότι ακόμη στην Ελλάδα γράφεται ποίηση και είναι τελικά το μόνο, που έχει να επιδείξει. Αυτό το λέω και το υπερασπίζομαι με όλη μου την καρδιά. Δεν έχει τίποτε άλλο».
Αν κατατάξουμε την ποίηση σε γενιές, ανήκετε στην ονομαζόμενη γενιά του '70, που είδε τα οράματά της να διαψεύδονται ή κάνουμε λάθος;
«Δεν ανήκω σ' αυτήν τη γενιά, παρά μόνο ηλικιακά. Τα οράματά μου δεν τα διέψευσε η γενιά αυτή, έχουν διαψευσθεί πριν γεννηθώ». «Δεν υπάρχει φως»
Είσθε τόσο απογοητευμένος, δεν υπάρχει από πουθενά φως;
«Δεν υπάρχει φως, αλλά και διαφυγή».
Για να γλιτώσετε από τι;
«Από το πώς έχει διαμορφωθεί η ζωή. Η διαφυγή για έναν που θέλει να μάθει μερικά πράγματα, είναι η επιστροφή στους κλασικούς».
Έχετε μεταφράσει αρκετούς ξένους συγγραφείς. Πώς αλλάζει το αίσθημα της γλώσσας της μετάφρασης σε κάθε εποχή και ποια είναι τα προβλήματα, που θέτει στο μεταφραστη;
Η μετάφραση είναι μεγάλο σχολείο. Εκεί δοκιμάζεις την αίσθηση που έχουν οι μεγάλοι του πνεύματος. Και δοκιμάζεσαι μέσα στις ατέλειές τους. Τους παλαιότερους μεταφραστές δεν τους εξετάζω ποτέ. Πρέπει να ξαναμεταφραστεί ο Σαίξπηρ στην Ελλάδα, δεν μπορούμε να έχουμε αυτή τη σκληρή γλώσσα του Βασίλη Ρώτα».
Είπατε, ότι η μετάφραση «είναι ένα μεγάλο σχολείο». Το αυτό δεν ισχύει και με την κριτική; Όταν γράφεται για έναν ομότεχνό σας ποιοι παράγοντες παρεισφρύουν εκείνη τη στιγμή; Πόσο αντικειμενικός μπορεί να είναι ο κριτικός, ώστε να μην επηρεάζεται από προσωπικές φιλίες;
«Πάντοτε ακολουθώ το συγγραφέα μ¢ αυτά που μου δίνει. Ποτέ δεν έγραψα για ένα βιβλίο επηρεασμένος από μια σχολή, είτε λέγεται αυτός διαλεκτικός υλισμός, ιδεαλισμός ή αισθητισμός. Απλώς μια φορά χρησιμοποίησα σημειολογία για τον Κάλβο. Η κριτική στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη και φέρνει την ευθύνη ο ημερήσιος και περιοδικός Τύπος, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης».
Με ποιους ποιητές συνομιλείτε σήμερα στο έργο σας; Ποιοι αποτελούν σημείο αναφοράς της ποιητικής σας;
«Ο Σολωμός, ο Σικελιανός, ο Παπατσώνης, ο Ελύτης, ο Καρούζος. Ο Παπατσώνης δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη. Ήταν ένα διαμάντι, μια σπάνια ευγενική φυσιογνωμία, που τον έθαψε η γενιά του '30. Η νεότερη ποίηση στην Ελλάδα σ' αυτόν οφείλει τη βαρύτητά της. Τηρούσε μια στάση απέναντι στη θρησκεία, πριν το σχίσμα».