t


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Σχόλια γύρω από τη ζωγραφική, την τέχνη, τη σύγχρονη σκέψη


Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...


Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες


Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! ".. την Άνοιξη να φέρνω ..."

Την άνοιξη θα δω, και καλοκαίρια αιώνια,
Χειμώνες που θα ’ρθούν με μονότονα χιόνια∙
Τότε πόρτες, παράθυρα καλά θα κλείσω,
Μες στις νυχτιές παλάτια μαγικά να χτίσω.

*
Je verrai les printemps, les étés, les automnes ;
Et quand viendra l'hiver aux neiges monotones,
Je fermerai partout portières et volets
Pour bâtir dans la nuit mes féeriques palais.

 

                    Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιά με φεγγάρι του Γενάρη                               
 

Σαρλ Μπωντλαίρ
Τοπίο / Τα άνθη του κακού

Στίχο αγνό για να ’χουν τα ειδύλλιά μου,
Σαν αστρολόγος, με τον ουρανό κοντά μου,
Θέλω να κοιμηθώ∙ και στις καμπάνες πλάι
Ύμνους λαμπρούς ν’ ακούω, που ο άνεμος φυσάει.
Απ’ τη σοφίτα, το πιγούνι μου κρατώντας,
Το εργαστήριο, που τραγουδά φλυαρώντας,
Θα κοιτώ∙ καμπαναριά, φουγάρα σαν κατάρτια,
Την αιωνιότητα μες στ’ ουρανού τα πλάτια.

Είναι γλυκό πολύ ν’ ανάβουν στην ομίχλη
Τ’ αστέρια εκεί ψηλά, στα παραθύρια οι λύχνοι,
Ποτάμι από καπνούς στα ύψη να γλιστράει,
Και το φεγγάρι τη μαγεία του να σκορπάει.
Την άνοιξη θα δω, και καλοκαίρια αιώνια,
Χειμώνες που θα ’ρθούν με μονότονα χιόνια∙
Τότε πόρτες, παράθυρα καλά θα κλείσω,
Μες στις νυχτιές παλάτια μαγικά να χτίσω.
Και θα ονειρεύομαι ορίζοντες γαλάζιους,
Κήπους και πίδακες που κλαιν μες σε αλαβάστρους,
Φιλήματα, πουλιά, το βράδυ ή με τον ήλιο,
Κι ό,τι πιο παιδικό έχει εντός του ένα Ειδύλλιο.
Μάταια η Εξέγερση στο τζάμι θα ουρλιάζει,
Στιγμή απ’ τo γραφείο δε θα με αποσπάσει·

Και θα βυθίζομαι στη γνώριμη ηδονή μου,
Την Άνοιξη να φέρνω με τη θέλησή μου,
Απ’ την καρδιά μου μέσα έναν ήλιο να βγάζω,
Με σκέψεις φλογερές κόσμο ζεστό να πλάσω.

Charles Baudelaire
Paysage / Fleurs du mal

Je veux, pour composer chastement mes églogues,
Coucher auprès du ciel, comme les astrologues,
Et, voisin des clochers écouter en rêvant
Leurs hymnes solennels emportés par le vent.
Les deux mains au menton, du haut de ma mansarde,
Je verrai l'atelier qui chante et qui bavarde;
Les tuyaux, les clochers, ces mâts de la cité,
Et les grands ciels qui font rêver d'éternité.

II est doux, à travers les brumes, de voir naître
L'étoile dans l'azur, la lampe à la fenêtre
Les fleuves de charbon monter au firmament
Et la lune verser son pâle enchantement.
Je verrai les printemps, les étés, les automnes;
Et quand viendra l'hiver aux neiges monotones,
Je fermerai partout portières et volets
Pour bâtir dans la nuit mes féeriques palais.
Alors je rêverai des horizons bleuâtres,
Des jardins, des jets d'eau pleurant dans les albâtres,
Des baisers, des oiseaux chantant soir et matin,
Et tout ce que l'Idylle a de plus enfantin.
L'Emeute, tempêtant vainement à ma vitre,
Ne fera pas lever mon front de mon pupitre;
Car je serai plongé dans cette volupté
D'évoquer le Printemps avec ma volonté,
De tirer un soleil de mon coeur, et de faire
De mes pensers brûlants une tiède atmosphère.



Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

απλές χαρές...

Έχω μια λατρεία για τις απλές χαρές.
Είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός πολύπλοκου πνεύματος.
Όσκαρ Ουάιλντ

                                            Γιάννης Σταύρου, Καφές & βιβλία

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Χριστούγεννα με Παπαδιαμάντη... Χρόνια Πολλά!

Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος...

                       Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο καράβι (λεπτομέρεια)

Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
Ο έρωτας στα χιόνια

Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.

Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.

Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:

Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.


Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:

Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.

Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.

Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.


Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.

− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.

Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.


Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:

− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:

− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:

Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.


Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.

− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.

Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.

Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:

− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…

Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.

− Ποιὸς εἶναι;

Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.

− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.

Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:

«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»

Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.

− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.

Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.

«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»

Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

Είναι οι μέρες της πολύχρωμης γαλήνης για έναν κόσμο αόμματο και κουφό...

Νύχτα του Δεκέμβρη που όλα τα όνειρα επιτρέπονται όσο είναι ακόμα σκοτάδι
έχει αρχίσει να πέφτει ένα ψιλόβροχο παγερό που ο άνεμος το πετάει πάνω στα τζάμια...
 
                              Γιάννης Σταύρου, Μετά τη βροχή 
 
Χρυσαυγή Τούμπα
Δεκέμβρης
 
Γίνονται πιο κρύα τα πρωινά κι όλο και σαπίζουν τα κιτρινισμένα σφενδάμια
Στην πόλη πάτησε πόδι η γκρίζα μονοτονία και το φως σκοτώνεται σαν τις μέλισσες στην παγωνιά
Η κυδωνιά φόρεσε το κίτρινο σκουφί της και το αλεξανδρινό κόκκινη κοντή φούστα
Νύχτα του Δεκέμβρη που όλα τα όνειρα επιτρέπονται όσο είναι ακόμα σκοτάδι
έχει αρχίσει να πέφτει ένα ψιλόβροχο παγερό που ο άνεμος το πετάει πάνω στα τζάμια
Νοτισμένες ανάσες στα βρεγμένα παγκάκια δαγκώνει ο αέρας της θλίψης τα πρόσωπά τους
Το κεφάλι τους αναπαύεται ανάμεσα στις παρενθέσεις των υψωμένων χεριών τους
Σκεπή τους τα φύλλα των ευκαλύπτων προσευχή τους οι τριγμοί των κλαδιών τους
Είναι ένα θλιβερό χειμωνιάτικο βράδυ βροχερό και παγωμένο με τα νερά να υψώνονται μέσα από τους υπονόμους και τίποτα να μην τα σταματάει
Με τις βιτρίνες κατάφορτες λαμπιόνια πεθαμένου φωτός
Είναι οι μέρες της πολύχρωμης γαλήνης για έναν κόσμο αόμματο και κουφό.
χ.τ.
15.12.2019

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022

εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν...

.. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὗρεν ἀπὸ μάρμαρον. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν...

                                      Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια (λεπτομέρεια)
 
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Άσπρη σαν το χιόνι (απόσπασμα)

Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι· ἐπρόκειτο δι᾿ ἕνα Βασιλόπουλο, ὁποὺ δὲν ἔστεργε ποτὲ νὰ πανδρευθῇ, ἀνίσως δὲν εὕρισκε μίαν βασιλοπούλα, τὴν ὄμορφην τοῦ κόσμου, ὁποὺ νὰ εἶναι «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα».
Καὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, ὁποῖον ἔχομεν αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα, ἀκόμη καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας· κ᾿ ἔρριξε μίαν τουφεκιὰν ἐπάνω στοὺς χιονισμένους κάμπους καὶ στὰ λιβάδια καὶ στὰ πλάγια τῶν βουνῶν κ᾿ ἐμάτιασε* μίαν ἔλαφον· καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια, κ᾿ ἐκεῖ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐγεννήθη μία βασιλοπούλα, κ᾿ ἐμεγάλωσε, καὶ ἦτον «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα».
Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὗρεν ἀπὸ μάρμαρον. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν. Ἀλλ᾿ ἔκαμον καὶ ἄλλους πρὸς καιρὸν εὐτυχεῖς· τόσα παιδιὰ ποὺ ἀκούουν τὰς διηγήσεις τῶν προμητόρων...

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022

Παναγιώτης Κονδύλης για την «παγκοσμιοποίηση»...

 "..  δεν είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών, των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε ή έννοια τού «ολοκληρωτικού πολέμου» θ’ αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή έμμεση επιστράτευση όλου τού ικανού πληθυσμού είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε η εντελώς ή διάκριση μεταξύ μαχίμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: ότι τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ’ όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους· όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη. Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου... "
Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998), Θεωρία του Πολέμου



Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

τέρας ασχημίας...

"Αύτη υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν εγεννήθη η κακία -ήτις ουδέν άλλο είναι η άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να κάμει τον κόσμον να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχημίας!..."

                       Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα Ελλάδα

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα δυο κούτσουρα
(απόσπασμα)

Αλλά και καλύτερα εάν τυχόν επερνούσε, φρονώ ότι ποτέ δεν θα ήτο ευχαριστημένη. Ητον από εκείνους τους ανθρώπους και μάλιστα απ' εκείνας τας γυναίκας, αι οποίαι ποτέ δεν ευχαριστούνται.

Εις τούτο τείνει και τοιούτο περίπου είναι το πρώτον αίσθημα, η πρώτη έννοια του κακού, το οποίον έσπειρεν ο διάβολος λίαν πρωίμως εις τον κόσμον. Και ιδού διότι ηρώτα ο γεωργός εκείνος της Παραβολής: «Κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας; πόθεν ουν έχει ζιζάνια;»

Δια τους άνδρας, τούτο το αίσθημα καλείται, εις τας ημέρας μας, με ξενικόν όνομα, «μιζέρια»· διά τας γυναίκας, και πρώην και νυν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, και ονομάζεται «στριγλιά». Ω! πόσας τω όντι είδα τοιαύτας γυναίκας εις την ζωήν μου!

Καν τε ευτέλειαν και σκαιότητα, καν τε απαισιότητα και ταλαιπωρίαν, όπως αν το ονομάσει τις, το αίσθημα τούτο εσπάρη εις τα στέρνα της ανθρωπότητος, ευθύς μετά την πρώτην μερικήν ανασκόπησιν, και τας δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι' ων ετελειοποίησεν ο Δημιουργός πάντα όσα εποίησε.

Διότι το πρώτον, επί ενός εκάστου των έργων του, έρριψεν αλάνθαστον το βλέμμα, «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», είτα τελευταίον, εφ' όλων ομού των έργων του· «και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε, και ήσαν καλά λίαν».

Ευθύς τότε εξήλθε θρασύς ο εχθρός, κι ετόλμησε να είπει ότι δεν είναι καλά, τα έργα του Θεού.

Και δεν ακούομεν ακόμη πολλούς, και εις τας οδούς και εις την αγοράν και εις τα καπηλεία, σοβαρευόμενους και σπουδάζοντας, ν' αποφαίνονται ότι δεν είναι καλός ο κόσμος του Θεού, ή ότι «δεν τον εκατάφερε καλά» ο Δημιουργός τον κόσμον; Πόθεν αντλούσι τα επιχειρήματα; Που ευρίσκουσι την ύλην δια τον συλλογισμόν; Από ποίας κρίσεις, από ποίας προτάσεις συνάγουσι το συμπέρασμα; Τι άλλο είναι η κρίσις ειμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλησίων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει τις και κρίνει ποίον διαφέρει. Αλλ' υπάρχει εδώ όρος συγκρίσεως; Είδομεν ήδη άλλον κόσμον με τον οποίον να συγκρίνομεν τον παρόντα;
Ακατάληπτον είναι, αν έκαμεν όλως αφηρημένας εννοίας ο Δημιουργός, ή πόθεν αύται εγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα ορατόν κόσμον, όπως θα έπλασσε, και ηδύνατο να πλάσει και δύναται εις τους αιώνας να πλάττει, πολλούς άλλους, και ορατούς και αοράτους. Κι' εβεβαίωσεν Αυτός ότι το έργο του είναι ωραίον, και πας λογικός άνθρωπος συνομολογεί. «Ιδού καλά λίαν», αύτη υπήρξεν η πρώτη μετά την κοσμογονίαν αφηρημένη έννοια, όπως και η πρώτη θετική ιδέα. Έπειτα θρασύνεται ο παραλογισμός και λέγει: «Δεν είναι, όχι καλός ο κόσμος.»
Αύτη υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν εγεννήθη η κακία -ήτις ουδέν άλλο είναι η άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να κάμει τον κόσμον να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχημίας!

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

λουλούδι απόβραδο...

Κι αν τουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
 

 

Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο

Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου ειναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη  μουσική μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

τ΄ αστείο εκείνο πράγμα που λέγεται ζωή...

Αυτός ο δρυς εδώ κοντά μου είναι τ’ αγαπημένο στέκι
Της γαλάζιας κίσσας που τιτιβίζει, τιτιβίζει ολημερίς.
Και γιατί όχι; αφού ακόμη κι η σκόνη μου γελάει
Καθώς συλλογιέται τ΄ αστείο εκείνο πράγμα που λέγεται ζωή.
*
This oak tree near me is the favorite haunt    
Of blue jays chattering, chattering all the day.    
And why not? for my very dust is laughing    
For thinking of the humorous thing called life.
    

Εντγκαρ Λη Μαστερς, Η ανθολογία του Σπουν Ριβερ

                                Γιάννης Σταύρου, Κίσσα στο φως της σελήνης

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022

αξία των πραγμάτων

"Η αξία των πραγμάτων δεν εξαρτάται από την διάρκεια
αλλά από την ένταση της άφιξής τους
γι' αυτό και υπάρχει
στις αξέχαστες στιγμές
στα ανεξήγητα πράγματα
και στα ασύγκριτα πρόσωπα"
Φερνάντο Πεσσόα

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Χρόνος...

Η μέρα πέφτει, η νύχτα προχωρά· θυμήσου!
Η άβυσσος πάντα διψάει· η κλεψύδρα αδειάζει...


 Σαρλ Μπωντλαίρ
Το ρολόι- Τα άνθη του κακού

Θυμήσου ότι ο χρόνος είναι ένας άπληστος παίκτης
Κερδίζει χωρίς να κλέβει, με κάθε χτύπημα. Είναι ο νόμος.
Η μέρα πέφτει, η νύχτα προχωρά· θυμήσου!
Η άβυσσος πάντα διψάει· η κλεψύδρα αδειάζει.
*
Charles Baudelaire
L’horloge - Les fleurs du mal

Souviens-toi que le Temps est un joueur avide
Qui gagne sans tricher, a tout coup ! c’est la loi.
Le jour decroit ; la nuit augmente, souviens-toi !
Le gouffre a toujours soif ; la clepsydre se vide.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

ίχνος πρόωρης θλίψης...

 "Δεν είναι ακόμα φθινόπωρο, στον αέρα δεν υπάρχει το κίτρινο των πεσμένων φύλλων ή η υγρή θλίψη του καιρού που αργότερα θα είναι χειμώνας. Υπάρχει ένα ίχνος πρόωρης θλίψης, ένας πόνος για το ταξίδι, το συναίσθημα να είμαστε αόριστα προσεκτικοί στα διάχυτα χρώματα των πραγμάτων, στον διαφορετικό τόνο του ανέμου, στη μεγαλύτερη ακινησία που, όταν πέφτει η νύχτα, εξαπλώνεται στην αναπόφευκτη παρουσία του σύμπαντος." Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

Όταν αποτυπώνουν με χρώματα...

Βαραίνουν τα βήματα
Στην έρημο της μοναξιάς...

                              Γιάννης Σταύρου, Πεύκα το φθινόπωρο
 

Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ
Προσεγγίσεις μετά την απόσταση


Προς τα που πηγαίνετε;
Μας ρωτούν, οι άγνωστοι του τόπου.
 
Βαραίνουν τα βήματα
Στην έρημο της μοναξιάς
Και μόνον οι ζωγράφοι
Γνωρίζουν καλά τα χρόνια,
Όταν αποτυπώνουν με χρώματα
Τις υπεκφυγές του σύμπαντος
Με το θρηνητικό νανούρισμα
Των πουλιών που αγάπησαν.

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022

σαν μια παλιά τύψη ή μια παράλογη συνήθεια...

 

(απαγγέλει ο Βιτόριο Γκάσμαν)

Τσέζαρε Παβέζε
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου


Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.

Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.

CESARE PAVESE,
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi


Verrà la morte e avrà i tuoi occhi
questa morte che ci accompagna
dal mattino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.

Cosí li vedi ogni mattina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla.
Per tutti la morte ha uno sguardo.

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

Παναγιώτης Κονδύλης: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη...

"Όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου."
Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου

                                  Γιάννης Σταύρου, Δύο καράβια (λεπτομέρεια)

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022

Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς τη σκέψη της ομορφιάς...

 "Διδάξτε και εξασκήστε τη γλώσσα στις πιο ποικίλες μορφές της, ακόμα κι αν φαίνεται περίπλοκη, ειδικά αν είναι περίπλοκη. Γιατί σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ελευθερία. Αυτοί που εξηγούν συνεχώς ότι είναι απαραίτητο να απλοποιηθεί η ορθογραφία, να εξαγνιστεί η γλώσσα από τα «ελαττώματα», να καταργηθούν τα γένη, οι χρόνοι, οι αποχρώσεις, όλα όσα δημιουργούν πολυπλοκότητα, είναι οι τυμβωρύχοι του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς απαιτήσεις. Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς τη σκέψη της ομορφιάς" Christophe Clavé

                     Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970 

"Η σταδιακή εξαφάνιση των χρόνων (υποτακτική, αόριστος, παρατατικός, σύνθετοι τύποι μέλλοντα κ.λπ.) δημιουργούν μια σκέψη του παρόντος, περιορισμένη στη στιγμή, ανίκανη για προβολές στο χρόνο.Η γενίκευση της οικειότητας, η εξαφάνιση των κεφαλαίων γραμμάτων και των σημείων στίξης είναι όλα θανατηφόρα χτυπήματα στη λεπτότητα της έκφρασης της όμορφης γαλλικής μας γλώσσας.

Η αφαίρεση της λέξης «δεσποινίς» δεν σημαίνει απλώς παραίτηση από την αισθητική μιας λέξης, αλλά και προώθηση της ιδέας ότι μεταξύ ενός μικρού κοριτσιού και μιας γυναίκας δεν υπάρχει τίποτα.
Λιγότερες λέξεις σημαίνει λιγότερη ικανότητα έκφρασης συναισθημάτων και λιγότερη δυνατότητα ανάπτυξης μιας σκέψης.
Μελέτες έχουν δείξει ότι μέρος της βίας στη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα πηγάζει άμεσα από την αδυναμία έκφρασης των συναισθημάτων.
Όσο πιο φτωχή είναι η γλώσσα, τόσο λιγότερο υπάρχει η σκέψη.
Η ιστορία είναι γεμάτη παραδείγματα και υπάρχουν πολλά γραπτά από τον Georges Orwell το 1984 έως τον Ray Bradbury στο Fahrenheit 451, που εξιστορούν πώς οι δικτατορίες όλων των πεποιθήσεων εμπόδιζαν τη σκέψη μειώνοντας τον αριθμό και το νόημα των λέξεων.
Δεν υπάρχει κριτική σκέψη χωρίς σκέψη. Και δεν υπάρχει σκέψη χωρίς λόγια.
Πώς να οικοδομήσουμε μια υποθετική-απαγωγική σκέψη χωρίς να κατακτήσετε την υπό όρους; Πώς να οραματιστούμε το μέλλον χωρίς σύζευξη με το μέλλον; Πώς να κατανοήσετε μια χρονικότητα, μια διαδοχή στοιχείων στο χρόνο, παρελθόν ή μέλλον, καθώς και τη σχετική τους διάρκεια, χωρίς μια γλώσσα που κάνει τη διαφορά μεταξύ του τι θα μπορούσε να ήταν, τι ήταν, τι είναι, τι μπορεί να συμβεί και τι θα γίνει αφού έχει συμβεί αυτό που μπορεί να συμβεί; Αν σήμερα έπρεπε να ακουστεί μια κραυγή συλλαλητηρίου, θα ήταν αυτή που θα απευθύνονταν σε γονείς και δασκάλους: κάντε τα παιδιά σας, τους μαθητές σας, τους σπουδαστές σας να μιλήσουν, να διαβάσουν και να γράψουν.
Διδάξτε και εξασκήστε τη γλώσσα στις πιο ποικίλες μορφές της, ακόμα κι αν φαίνεται περίπλοκη, ειδικά αν είναι περίπλοκη. Γιατί σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ελευθερία. Αυτοί που εξηγούν συνεχώς ότι είναι απαραίτητο να απλοποιηθεί η ορθογραφία, να εξαγνιστεί η γλώσσα από τα «ελαττώματα», να καταργηθούν τα γένη, οι χρόνοι, οι αποχρώσεις, όλα όσα δημιουργούν πολυπλοκότητα, είναι οι τυμβωρύχοι του ανθρώπινου πνεύματος.
Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς απαιτήσεις. Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς τη σκέψη της ομορφιάς"
Christophe Clavé
*
"La disparition progressive des temps (subjonctif, passe simple, imparfait, formes composees du futur, participe passe…) donne lieu a une pensee au present, limitee a l’instant, incapable de projections dans le temps.
La generalisation du tutoiement, la disparition des majuscules et de la ponctuation sont autant de coups mortels portes a la subtilite de l’expression de notre belle langue francaise.
Supprimer le mot «mademoiselle» est non seulement renoncer a l’esthetique d’un mot, mais egalement promouvoir l’idee qu’entre une petite fille et une femme il n’y a rien.
Moins de mots c’est moins de capacites a exprimer les emotions et moins de possibilite d’elaborer une pensee.
Des etudes ont montre qu’une partie de la violence dans la sphere publique et privee provient directement de l’incapacite a mettre des mots sur les emotions.
Plus le langage est pauvre, moins la pensee existe.
L’histoire est riche d’exemples et les ecrits sont nombreux de Georges Orwell dans 1984 a Ray Bradbury dans Fahrenheit 451 qui ont relate comment les dictatures de toutes obediences entravaient la pensee en reduisant le nombre et le sens des mots.
Il n’y a pas de pensee critique sans pensee. Et il n’y a pas de pensee sans mots.
Comment construire une pensee hypothetico-deductive sans maitrise du conditionnel? Comment envisager l’avenir sans conjugaison au futur? Comment apprehender une temporalite, une succession d’elements dans le temps, qu’ils soient passes ou a venir, ainsi que leur duree relative, sans une langue qui fait la difference entre ce qui aurait pu etre, ce qui a ete, ce qui est, ce qui pourrait advenir, et ce qui sera apres que ce qui pourrait advenir soit advenu? Si un cri de ralliement devait se faire entendre aujourd’hui, ce serait celui, adresse aux parents et aux enseignants: faites parler, lire et ecrire vos enfants, vos eleves, vos etudiants.
Enseignez et pratiquez la langue dans ses formes les plus variees, meme si elle semble compliquee, surtout si elle est compliquee. Parce que dans cet effort se trouve la liberte.
Ceux qui expliquent a longueur de temps qu’il faut simplifier l’orthographe, purger la langue de ses «defauts», abolir les genres, les temps, les nuances, tout ce qui cree de la complexite sont les fossoyeurs de l’esprit humain.
Il n’est pas de liberte sans exigences. Il n’est pas de beaute sans la pensee de la beaute."
Christophe Clavé

Σάββατο 27 Αυγούστου 2022

απλά και πολύπλοκα...

".. Όλα είναι πιο απλά από όσο νομίζεις και ταυτόχρονα πιο περίπλοκα από όσο φαντάζεσαι..."
Γκαίτε


Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Αυγουστιάτικο φεγγάρι...

"Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!"
Φερνάντο Πεσσόα

                                   Γιάννης Σταύρου, Αυγουστιάτικο φεγγάρι, Θεσσαλονίκη

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

σιωπή...

 

"Μια θεραπεία σιωπής θα χρειαζόταν."
"Ci vorrebbe una cura di silenzio."
Caesar Pavese
 

Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

εμπειρία...

 "Η εμπειρία είναι ο πιο δύσκολος δάσκαλος. Πρώτα σε εξετάζει, και μετά σου εξηγεί το μάθημα."
Όσκαρ Ουάιλντ
*
"Experience is the hardest kind of teacher; it gives you the test first and the lesson afterward."
Oscar Wilde

 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

κάτι λείπει...

Πάντα κάτι λείπει που με στοιχειώνει...
Il y a toujours quelque chose d'absent qui me tourmente...
Camille Claudel

                       Γιάννης Σταύρου, Γερανοί- λιμάνι Θεσσαλονίκης

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Ήρκος Αποστολίδης, ο Δάσκαλος!

Mόλις τελείωσα το πορτρέτο σου...
Ήρκος Αποστολίδης, ο Δάσκαλος!
Ένας τίτλος που δικαιωματικά σου ανήκει.
Με τον απαράμιλλο λόγο του στοχαστή, του γλωσσολόγου και του γλωσσοπλάστη, του επιστήμονα φιλόλογου.
Περήφανος που είμαι φίλος σου!
Περιμένω με ανυπομονησία το σπουδαίο σου πόνημα πάνω στο "ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ" του Νίτσε.

                                Γιάννης Σταύρου, Ήρκος Αποστολίδης

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022

Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε...

Προσμένοντας απόμεινες...
Μέσ' στη γαλήνη τα καράβια αρμενίζαν
και συ φτωχή ψυχή κάτι περίμενες...
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε. 

                             Γιάννης Σταύρου, Φεγγαράδα στον Θερμαϊκό, λάδι σε χαρτί

 Νίκος Καββαδίας
Ήρθε μια θύμησι
 
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

παροδική αβεβαιότητα...

"Αβέβαια ζήσε.
Τίμα την προέλευσή σου.
Καταλαβέ το, ερχόμαστε απο μια
παροδική αβεβαιότητα του θανάτου."
Κική Δημουλά

                           Γιάννης Σταύρου, Το πλοίο έρχεται, Θεσσαλονίκη                          

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022

Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα...

Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω;
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα...

Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα

Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο;
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω;
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.

Τρίτη 17 Μαΐου 2022

.. μέχρι να καταρρεύσει στο τίποτα...

 Η δόξα είναι σαν ένας κύκλος νερού
που δεν σταματά ποτέ να μεγαλώνει,
μέχρι να καταρρεύσει στο τίποτα.
Γουίλιαμ Σαίξπηρ
*
Glory is like a circle in the water,
which never ceaseth to enlarge itself,
till, by broad spreading, it disperse to naught.
William Shakespeare 

                                   Γιάννης Σταύρου, Τελευταίο δρομολόγιο

Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Ανθρώπινη Κωμωδία...

".. Ο πρώτος έμοιαζε να ' ναι αγαθός συγκρινόμενος μ' αυτόν το νέο, ξερό και αδύνατο άντρα που μαστίγωνε τον αέρα μ' ένα μπαστούνι του οποίου η χρυσή λαβή άστραφτε στον ήλιο. Ο πρώτος μπορούσε να αποκεφαλίσει κάποιον με τα ίδια του τα χέρια, αλλά ο δεύτερος ήταν ικανός να τυλίξει μέσα στα νήματα της συκοφαντίας και της ίντριγκας την αθωότητα, την ομορφιά, την αρετή, να τις πνίξει ή να τις δηλητηριάσει ψυχρά. Ο ροδοκόκκινος άντρας θα ' χε παρηγορήσει το θύμα του με καλαμπούρια, ο άλλος ούτε καν θα ' χε χαμογελάσει. Ο πρώτος ήταν σαράντα πέντε ετών και θα ' πρεπε να αγαπάει το καλό φαγητό και τις γυναίκες... Αυτού του είδους οι άντρες έχουν όλα τα πάθη που τους κάνουν σκλάβους της δουλειάς τους. Αλλά ο νεαρός ήταν χωρίς πάθη και βίτσια. Αν ήταν σπιούνος, ανήκε στη διπλωματία και δούλευε γι ' αυτή καθ ' εαυτήν την τέχνη της σπιουνιάς. Ο ένας συνελάμβανε την ιδέα, ο άλλος την εκτελούσε· ο ένας ήταν η ιδέα, ο άλλος ήταν η μορφή... "
 
Ονορέ ντε Μπαλζάκ, Μια σκοτεινή υπόθεση (1841)
Μετ. Νάγια Παπασπύρου-Υφαντή, Εκδ. Κριτική (σελ. 28)
 
                                      Φρανσίσκο Γκόγια, Ο Μέγας Τράγος (1823)

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ, ΝΙΤΣΕ: Ο Ήρκος Αποστολίδης μεταφράζει, επιμελείται, σχολιάζει...

Υπέρτατη, προνομιακή απόλαυση. Χθες βράδυ, ο Ήρκος Αποστολίδης (*) μου διάβασε αποσπάσματα από το σπουδαίο πόνημα που ετοιμάζει πάνω στο "ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ" του Νίτσε. 
Με τον απαράμιλλο λόγο του στοχαστή, του γλωσσολόγου και του γλωσσοπλάστη, του επιστήμονα φιλόλογου και του ποιητή, ο Ήρκος Αποστολίδης θα αφήσει εποχή στα ελληνικά γράμματα παραδίδοντας επιτέλους το μνημειώδες έργο του Νίτσε όπως του αξίζει...
ΧΑΙΡΕ ΗΡΚΟ! Η ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ ΜΕ ΤΙΜΑ!
 
Το βιβλίο θα ξεπεράσει τις 700 σελίδες και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις GUTENBERG το 2023, με μετάφραση από το πρωτότυπο, επιμέλεια, εισαγωγή και πλούσιο σχολιασμό του Ήρκου Αποστολίδη.
 

(*) Ο Ήρκος Αποστολίδης ανήκει στην ιστορική, φιλολογική οικογένεια Αποστολίδη που ξεκίνησε από τον Ηρακλή Αποστολίδη και συνεχίστηκε από τον γιο του Ρένο Αποστολίδη και τα εγγόνια του Ήρκο & Στάντη Αποστολίδη.
Περισσότερα για τα σπουδαία έργα τους θα βρείτε στην ιστοσελίδα https://www.renosapostolidis.gr/

Κυριακή 24 Απριλίου 2022

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Χρόνια Πολλά, με υγεία και καλύτερες μέρες!
Γιορτάζουμε την Ελληνική Πασχαλιά με Παπαδιαμάντη...
".. Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον..." 
 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΠΑΙΔΙΚΗ ΠΑΣΧΑΛΙΑ
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
 
Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν 〈καὶ〉 δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον:
Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,
γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.
― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη!
᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.

Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.

Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.

Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη!

Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν:

― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!

* * *
Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.

Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.

Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.

Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»

Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!

Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!

Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…

Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.

Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.

Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.

Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.

―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!

Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.

Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.

Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!

Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.

Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.

Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!

Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»