ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2022
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ! ".. την Άνοιξη να φέρνω ..."
Την άνοιξη θα δω, και καλοκαίρια αιώνια,
Χειμώνες που θα ’ρθούν με μονότονα χιόνια∙
Τότε πόρτες, παράθυρα καλά θα κλείσω,
Μες στις νυχτιές παλάτια μαγικά να χτίσω.
*
Je verrai les printemps, les étés, les automnes ;
Et quand viendra l'hiver aux neiges monotones,
Je fermerai partout portières et volets
Pour bâtir dans la nuit mes féeriques palais.
Γιάννης Σταύρου, Αμυγδαλιά με φεγγάρι του Γενάρη
Σαρλ Μπωντλαίρ
Τοπίο / Τα άνθη του κακού
Στίχο αγνό για να ’χουν τα ειδύλλιά μου,
Σαν αστρολόγος, με τον ουρανό κοντά μου,
Θέλω να κοιμηθώ∙ και στις καμπάνες πλάι
Ύμνους λαμπρούς ν’ ακούω, που ο άνεμος φυσάει.
Απ’ τη σοφίτα, το πιγούνι μου κρατώντας,
Το εργαστήριο, που τραγουδά φλυαρώντας,
Θα κοιτώ∙ καμπαναριά, φουγάρα σαν κατάρτια,
Την αιωνιότητα μες στ’ ουρανού τα πλάτια.
Είναι γλυκό πολύ ν’ ανάβουν στην ομίχλη
Τ’ αστέρια εκεί ψηλά, στα παραθύρια οι λύχνοι,
Ποτάμι από καπνούς στα ύψη να γλιστράει,
Και το φεγγάρι τη μαγεία του να σκορπάει.
Την άνοιξη θα δω, και καλοκαίρια αιώνια,
Χειμώνες που θα ’ρθούν με μονότονα χιόνια∙
Τότε πόρτες, παράθυρα καλά θα κλείσω,
Μες στις νυχτιές παλάτια μαγικά να χτίσω.
Και θα ονειρεύομαι ορίζοντες γαλάζιους,
Κήπους και πίδακες που κλαιν μες σε αλαβάστρους,
Φιλήματα, πουλιά, το βράδυ ή με τον ήλιο,
Κι ό,τι πιο παιδικό έχει εντός του ένα Ειδύλλιο.
Μάταια η Εξέγερση στο τζάμι θα ουρλιάζει,
Στιγμή απ’ τo γραφείο δε θα με αποσπάσει·
Και θα βυθίζομαι στη γνώριμη ηδονή μου,
Την Άνοιξη να φέρνω με τη θέλησή μου,
Απ’ την καρδιά μου μέσα έναν ήλιο να βγάζω,
Με σκέψεις φλογερές κόσμο ζεστό να πλάσω.
Charles Baudelaire
Paysage / Fleurs du mal
Je veux, pour composer chastement mes églogues,
Coucher auprès du ciel, comme les astrologues,
Et, voisin des clochers écouter en rêvant
Leurs hymnes solennels emportés par le vent.
Les deux mains au menton, du haut de ma mansarde,
Je verrai l'atelier qui chante et qui bavarde;
Les tuyaux, les clochers, ces mâts de la cité,
Et les grands ciels qui font rêver d'éternité.
II est doux, à travers les brumes, de voir naître
L'étoile dans l'azur, la lampe à la fenêtre
Les fleuves de charbon monter au firmament
Et la lune verser son pâle enchantement.
Je verrai les printemps, les étés, les automnes;
Et quand viendra l'hiver aux neiges monotones,
Je fermerai partout portières et volets
Pour bâtir dans la nuit mes féeriques palais.
Alors je rêverai des horizons bleuâtres,
Des jardins, des jets d'eau pleurant dans les albâtres,
Des baisers, des oiseaux chantant soir et matin,
Et tout ce que l'Idylle a de plus enfantin.
L'Emeute, tempêtant vainement à ma vitre,
Ne fera pas lever mon front de mon pupitre;
Car je serai plongé dans cette volupté
D'évoquer le Printemps avec ma volonté,
De tirer un soleil de mon coeur, et de faire
De mes pensers brûlants une tiède atmosphère.
Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022
απλές χαρές...
Έχω μια λατρεία για τις απλές χαρές.
Είναι το τελευταίο καταφύγιο ενός πολύπλοκου πνεύματος.
Όσκαρ Ουάιλντ
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022
Χριστούγεννα με Παπαδιαμάντη... Χρόνια Πολλά!
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος...
Γιάννης Σταύρου, Κόκκινο καράβι (λεπτομέρεια)
Παπαδιαμάντης, Αλέξανδρος
Ο έρωτας στα χιόνια
Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.
Καὶ αὐτὸς ἐσηκώνετο τὸ πρωί, ἔρριπτεν εἰς τοὺς ὤμους τὴν παλιὰν πατατούκαν του, τὸ μόνον ροῦχον ὁποὺ ἐσώζετο ἀκόμη ἀπὸ τοὺς πρὸ τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καὶ κατήρχετο εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπὸ τὸ παλαιὸν μισογκρεμισμένον σπίτι, μὲ τρόπον ὥστε να τὸν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:
− Σεβτὰς εἶν' αὐτός, δὲν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δὲν εἶναι γέρωντας.
Τὸ ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁποὺ τὸν ἤκουαν τοῦ τὸ ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ὁ Ἔρωντας».
Διότι δὲν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε φθείρει πρὸ χρόνων πολλῶν, μαζὶ μὲ τὸ καράβι, εἰς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν Μασσαλίαν.
Εἶχεν ἀρχίσει τὸ στάδιόν του μὲ αὐτὴν τὴν πατατούκαν, ὅταν ἐπρωτομπαρκάρησε ναύτης εἰς τὴν βομβάρδαν τοῦ ἐξαδέλφου του. Εἶχεν ἀποκτήσει, ἀπὸ τὰ μερδικά του ὅσα ἐλάμβανεν ἀπὸ τὰ ταξίδια, μετοχὴν ἐπὶ τοῦ πλοίου, εἶτα εἶχεν ἀποκτήσει πλοῖον ἰδικόν του, καὶ εἶχε κάμει καλὰ ταξίδια. Εἶχε φορέσει ἀγγλικὲς τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλὰ καπέλα, εἶχε κρεμάσει καδένες χρυσὲς μὲ ὡρολόγια, εἶχεν ἀποκτήσει χρήματα· ἀλλὰ τὰ ἔφαγεν ὅλα ἐγκαίρως μὲ τὰς Φρύνας εἰς τὴν Μασσαλίαν, καὶ ἄλλο δὲν τοῦ ἔμεινεν εἰμὴ ἡ παλιὰ πατατούκα, τὴν ὁποίαν ἐφόρει πεταχτὴν ἐπ' ὤμων, ἐνῷ κατέβαινε τὸ πρωὶ εἰς τὴν παραλίαν, διὰ νὰ μπαρκάρῃ σύντροφος μὲ καμμίαν βρατσέραν εἰς μικρὸν ναῦλον, ἢ διὰ νὰ πάγῃ μὲ ξένην βάρκαν νὰ βγάλῃ κανένα χταπόδι ἐντὸς τοῦ λιμένος.
Κανένα δὲν εἶχεν εἰς τὸν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καὶ εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καὶ εἶχεν ἀτεκνωθῆ.
Καὶ ἀργὰ τὸ βράδυ, τὴν νύκτα, τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔπινεν ὀλίγα ποτήρια διὰ νὰ ξεχάσῃ ἢ διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἐπανήρχετο εἰς τὸ παλιόσπιτο τὸ μισογκρεμισμένον, ἐκχύνων εἰς τραγούδια τὸν πόνον του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
Ἄλλοτε παραπονούμενος εὐθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα,
δὲν εἶπες μιὰ φορὰ κ' ἐσύ, Γιαννιό μου ἔλα μέσα.
⁂
Χειμὼν βαρύς, ἐπὶ ἡμέρας ὁ οὐρανὸς κλειστός. Ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ χιόνες, κάτω εἰς τὸν κάμπον χιονόνερον. Ἡ πρωία ἐνθύμιζε τὸ δημῶδες:
Βρέχει, βρέχει καὶ χιονίζει,
κι ὁ παπὰς χειρομυλίζει.
Δὲν ἐχειρομύλιζεν ὁ παπάς, ἐχειρομύλιζεν ἡ γειτόνισσα, ἡ πολυλογοὺ καὶ ψεύτρα, τοῦ ᾄσματος τοῦ μπαρμπα−Γιαννιοῦ. Διότι τοιοῦτον πρᾶγμα ἦτο· μυλωνοὺ ἐργαζομένη μὲ τὴν χεῖρα, γυρίζουσα τὸν χειρόμυλον. Σημειώσατε ὅτι, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ τόπου τὸ εἶχεν εἰς κακόν του νὰ φάγῃ ψωμὶ ζυμωμένον μὲ ἄλευρον ἀπὸ νερόμυλον ἢ ἀνεμόμυλον, κ' ἐπροτίμα τὸ διὰ χειρομύλου ἀλεσμένον.
Καὶ εἶχε πελατείαν μεγάλην, ἡ Πολυλογού. Ἐγυάλιζεν, εἶχε μάτια μεγάλα, εἶχε βερνίκι εἰς τὰ μάγουλά της. Εἶχεν ἕνα ἄνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ' ἕνα γαϊδουράκι μικρὸν διὰ νὰ κουβαλᾷ τὰ ἀλέσματα. Ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιὰ της, τὸ γαϊδουράκι της. Μόνον τὸν μπαρμπα−Γιαννιὸν δὲν ἀγαποῦσε.
Ποῖος νὰ τὸν ἀγαπήσῃ αὐτόν; Ἦτο ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
⁂
Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸν ἔρωτα, μὲ τὴν γειτόνισσαν τὴν Πολυλογού, διὰ νὰ ξεχάσῃ τὸ καράβι του, τὰς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τὴν θάλασσαν καὶ τὰ κύματά της, τὰ βάσανά του, τὰς ἀσωτίας του, τὴν γυναῖκά του, τὸ παιδί του. Καὶ εἶχε πέσει εἰς τὸ κρασὶ διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν γειτόνισσαν.
Συχνὰ ὅταν ἐπανήρχετο τὸ βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, καὶ ἡ σκιά του, μακρά, ὑψηλή, λιγνή, μὲ τὴν πατατούκαν φεύγουσαν καὶ γλιστροῦσαν ἀπὸ τοὺς ὤμους του, προέκυπτεν εἰς τὸν μακρόν, στενὸν δρομίσκον, καὶ αἱ νιφάδες, μυῖαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, ἐφέροντο στροβιληδὸν εἰς τὸν ἀέρα, καὶ ἔπιπτον εἰς τὴν γῆν, καὶ ἔβλεπε τὸ βουνὸν ν' ἀσπρίζῃ εἰς τὸ σκότος, ἔβλεπε τὸ παράθυρον τῆς γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, καὶ τὸν φεγγίτην νὰ λάμπῃ θαμβά, θολά, καὶ ἤκουε τὸν χειρόμυλον νὰ τρίζῃ ἀκόμη, καὶ ὁ χειρόμυλος ἔπαυε, καὶ ἤκουε τὴν γλῶσσάν της ν' ἀλέθῃ, κ' ἐνθυμεῖτο τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της, τὸ γαϊδουράκι της, ὁποὺ αὐτὴ ὅλα τὰ ἀγαποῦσε, ἐνῷ αὐτὸν δὲν ἐγύριζε μάτι νὰ τὸν ἰδῇ, ἐκαπνίζετο, ὅπως τὸ μελίσσι, ἐσφλομώνετο, ὅπως τὸ χταπόδι, καὶ παρεδίδετο εἰς σκέψεις φιλοσοφικὰς καὶ εἰς ποητικὰς εἰκόνας.
− Νὰ εἶχεν ὁ ἔρωτας σαΐτες!… νὰ εἶχε βρόχια… νὰ εἶχε φωτιές… Νὰ τρυποῦσε μὲ τὶς σαΐτες του τὰ παραθύρια… νὰ ζέσταινε τὶς καρδιές… νὰ ἔστηνε τὰ βρόχια του ἀπάνω στὰ χιόνια… Ἕνας γερο−Φερετζέλης πιάνει μὲ τὶς θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Ἐφαντάζετο τὸν ἔρωτα ὡς ἕνα εἶδος γερο−Φερετζέλη, ὅστις νὰ διημερεύῃ πέραν εἰς τὸν ὑψηλόν, πευκόσκιον λόφον, καὶ ν' ἀσχολῆται εἰς τὸ νὰ στήνῃ βρόχια ἐπάνω εἰς τὰ χιόνια, διὰ νὰ συλλάβῃ τὶς ἀθῷες καρδιές, ὡς μισοπαγωμένα κοσσύφια, τὰ ὁποῖα ψάχνουν εἰς μάτην, διὰ ν' ἀνακαλύψουν τελευταίαν τινὰ χαμάδα μείνασαν εἰς τὸν ἐλαιῶνα. Ἐξέλιπον οἱ μικροὶ μακρυλοὶ καρποὶ ἀπὸ τὰς εὐώδεις μυρσίνας εἰς τῆς Μαμοῦς τὸ ρέμα, καὶ τώρα τὰ κοσσυφάκια τὰ λάλα μὲ τὸ ἀμαυρὸν πτέρωμα, οἱ κηρομύται οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ κίχλαι αἱ εὔθυμοι πίπτουσι θύματα τῆς θηλιᾶς τοῦ γερο−Φερετζέλη.
⁂
Τὴν ἄλλην βραδιὰν ἐπανήρχετο, ὄχι πολὺ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὰ παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τοὺς ὤμους, κ' ἐμορμύριζεν:
− Ἕνας Θεὸς θὰ μᾶς κρίνῃ… κ' ἕνας θάνατος θὰ μᾶς ξεχωρίσῃ. Καὶ εἶτα μετὰ στεναγμοῦ προσέθετε:
− Κ' ἕνα κοιμητήρι θὰ μᾶς σμίξῃ.
Ἀλλὰ δὲν ἠμποροῦσε, πρὶν ἀπέλθη νὰ κοιμηθῇ, νὰ μὴν ὑποψάλῃ τὸ σύνηθες ᾆσμά του:
Σοκάκι μου μακρὺ−στενό, μὲ τὴν κατεβασιά σου,
κάμε κ' ἐμένα γείτονα μὲ τὴν γειτόνισσά σου.
⁂
Τὴν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιὼν εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τὸν μακρὸν, στενὸν δρομίσκον.
− Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν' ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας.
Ἐφαντάζετο ἀμυδρῶς μίαν εἰκόνα, μίαν ὀπτασίαν, ἓν ξυπνητὸν ὄνειρον. Ὡσὰν ἡ χιὼν νὰ ἰσοπεδώσῃ καὶ ν' ἀσπρίσῃ ὅλα τὰ πράγματα, ὅλας τὰς ἁμαρτίας, ὅλα τὰ περασμένα: Τὸ καράβι, τὴν θάλασσαν, τὰ ψηλὰ καπέλα, τὰ ὡρολόγια, τὰς ἁλύσεις τὰς χρυσᾶς καὶ τὰς ἁλύσεις τὰς σιδηρᾶς, τὰς πόρνας τῆς Μασσαλίας, τὴν ἀσωτίαν, τὴν δυστυχίαν, τὰ ναυάγια, νὰ τὰ σκεπάσῃ, νὰ τὰ ἐξαγνίσῃ, νὰ τὰ σαβανώσῃ, διὰ νὰ μὴ παρασταθοῦν ὅλα γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα, καὶ ὡς ἐξ ὀργίων καὶ φραγκικῶν χορῶν ἐξερχόμενα, εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου. Ν' ἀσπρίσῃ καὶ νὰ σαβανώσῃ τὸν δρομίσκον τὸν μακρὸν καὶ τὸν στενὸν μὲ τὴν κατεβασιάν του καὶ μὲ τὴν δυσωδίαν του, καὶ τὸν οἰκίσκον τὸν παλαιὸν καὶ καταρρέοντα, καὶ τὴν πατατούκαν τὴν λερὴν καὶ κουρελιασμένην: Νὰ σαβανώσῃ καὶ νὰ σκεπάσῃ τὴν γειτόνισσαν τὴν πολυλογοὺ καὶ ψεύτραν, καὶ τὸν χειρόμυλόν της, καὶ τὴν φιλοφροσύνην της, τὴν ψευτοπολιτικήν της, τὴν φλυαρίαν της, καὶ τὸ γυάλισμά της, τὸ βερνίκι καὶ τὸ κοκκινάδι της, καὶ τὸ χαμόγελόν της, καὶ τὸν ἄνδρα της, τὰ παιδιά της καὶ τὸ γαϊδουράκι της: Ὅλα, ὅλα νὰ τὰ καλύψῃ, νὰ τὰ ἀσπρίσῃ, νὰ τὰ ἁγνίσῃ!
Τὴν ἄλλην βραδιάν, τὴν τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, ἐπανῆλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δὲν ἔστεκε πλέον εἰς τὰ πόδια του, δὲν ἐκινεῖτο οὐδ' ἀνέπνεε πλέον.
Χειμὼν βαρύς, οἰκία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Μοναξία, ἀνία, κόσμος βαρύς, κακός, ἀνάλγητος. Ὑγεία κατεστραμμένη. Σῶμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικὰ λυωμένα. Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ, νὰ αἰσθανθῇ, νὰ χαρῇ. Δὲν ἠμποροῦσε νὰ εὕρῃ παρηγορίαν, νὰ ζεσταθῇ. Ἔπιε διὰ νὰ σταθῇ, ἔπιε διὰ νὰ πατήσῃ, ἔπιε διὰ νὰ γλιστρήσῃ. Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος.
Ηὗρε τὸν δρόμον, τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸ ἀγκωνάρι. Ἐκλονήθη. Ἀκούμβησε τὶς πλάτες, ἐστύλωσε τὰ πόδια. Ἐμορμύρισε:
− Νὰ εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Νὰ εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια…
Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ σχηματίσῃ λογικὴν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις καὶ ἐννοίας.
Πάλιν ἐκλονήθη. Ἐπιάσθη ἀπὸ τὸν παραστάτην μιᾶς θύρας. Κατὰ λάθος ἤγγισε τὸ ρόπτρον. Τὸ ρόπτρον ἤχησε δυνατά.
− Ποιὸς εἶναι;
Ἦτο ἡ θύρα τῆς Πολυλογοῦς, τῆς γειτόνισσας. Εὐλογοφανῶς θὰ ἠδύνατό τις νὰ τοῦ ἀποδώσῃ πρόθεσιν ὅτι ἐπεχείρει ν' ἀναβῇ, καλῶς ἢ κακῶς, εἰς τὴν οἰκίαν της. Πῶς ὄχι;
Ἐπάνω ἐκινοῦντο φῶτα καὶ ἄνθρωποι. Ἴσως ἐγίνοντο ἑτοιμασίαι. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα, παραμοναί. Καρδιὰ τοῦ χειμῶνος.
− Ποιὸς εἶναι; εἶπε πάλιν ἡ φωνή.
Τὸ παράθυρον ἔτριξεν. Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἦτο ἀκριβῶς ὑπὸ τὸν ἐξώστην, ἀόρατος ἄνωθεν. Δὲν εἶναι τίποτε. Τὸ παράθυρον ἐκλείσθη σπασμωδικῶς. Μίαν στιγμὴν ἂς ἀργοποροῦσε!
Ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἐστηρίζετο ὄρθιος εἰς τὸν παραστάτην. Ἐδοκίμασε νὰ εἴπῃ τὸ τραγούδι του, ἀλλ' εἰς τὸ πνεῦμά του τὸ ὑποβρύχιον, τοῦ ἤρχοντο ὡς ναυάγια αἱ λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρὺ−στενὸ σοκάκι!…»
Μόλις ἤρθρωσε τὰς λέξεις, καὶ σχεδὸν δὲν ἠκούσθησαν. Ἐχάθησαν εἰς τὸν βόμβον τοῦ ἀνέμου καὶ εἰς τὸν στρόβιλον τῆς χιόνος.
− Καὶ ἐγὼ σοκάκι εἶμαι, ἐμορμύρισε… ζωντανὸ σοκάκι.
Ἐξεπιάσθη ἀπὸ τὴν λαβήν του. Ἐκλονήθη, ἐσαρρίσθη, ἔκλινε καὶ ἔπεσεν. Ἐξηπλώθη ἐπὶ τῆς χιόνος, καὶ κατέλαβε μὲ τὸ μακρόν του ἀνάστημα ὅλον τὸ πλάτος τοῦ μακροῦ στενοῦ δρομίσκου.
Ἅπαξ ἐδοκίμασε νὰ σηκωθῇ, καὶ εἶτα ἐναρκώθη. Εὕρισκε φρικώδη ζέστην εἰς τὴν χιόνα.
«Εἶχαν οἱ φωτιὲς ἔρωτα!… Εἶχαν οἱ θηλιὲς χιόνια!»
Καὶ τὸ παράθυρον πρὸ μιᾶς στιγμῆς εἶχε κλεισθῆ. Καὶ ἂν μίαν μόνον στιγμὴν ἠργοπόρει, ὁ σύζυγος τῆς Πολυλογοῦς θὰ ἔβλεπε τὸν ἄνθρωπον νὰ πέσῃ ἐπὶ τῆς χιόνος.
Πλὴν δὲν τὸν εἶδεν οὔτε αὐτὸς οὔτε κανεὶς ἄλλος. Κ' ἐπάνω εἰς τὴν χιόνα ἔπεσε χιών. Καὶ ἡ χιὼν ἐστοιβάχθη, ἐσωρεύθη δύο πιθαμάς, ἐκορυφώθη. Καὶ ἡ χιὼν ἔγινε σινδών, σάβανον.
Καὶ ὁ μπαρμπα−Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ' ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022
Είναι οι μέρες της πολύχρωμης γαλήνης για έναν κόσμο αόμματο και κουφό...
Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2022
εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν...
.. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὗρεν ἀπὸ μάρμαρον. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν...
Γιάννης Σταύρου, Αναγνώστρια (λεπτομέρεια)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Άσπρη σαν το χιόνι (απόσπασμα)
Δὲν ἐνθυμοῦμαι πλέον πῶς μοῦ τὸ ἔλεγεν ἡ ἀείμνηστος ἡ κυρούλα μου τὸ ὡραῖον ἐκεῖνο παραμύθι· ἐπρόκειτο δι᾿ ἕνα Βασιλόπουλο, ὁποὺ δὲν ἔστεργε ποτὲ νὰ πανδρευθῇ, ἀνίσως δὲν εὕρισκε μίαν βασιλοπούλα, τὴν ὄμορφην τοῦ κόσμου, ὁποὺ νὰ εἶναι «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι, καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα».
Καὶ ὕστερα, νομίζω, τὸ Βασιλόπουλο ἐπῆγε νὰ λαφοκυνηγήσῃ εἰς τέτοιον καιρόν, ὁποῖον ἔχομεν αὐτὴν τὴν ἑβδομάδα, ἀκόμη καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας· κ᾿ ἔρριξε μίαν τουφεκιὰν ἐπάνω στοὺς χιονισμένους κάμπους καὶ στὰ λιβάδια καὶ στὰ πλάγια τῶν βουνῶν κ᾿ ἐμάτιασε* μίαν ἔλαφον· καὶ τὸ αἷμα τῆς ἐλάφου ἐχύθη ἐπάνω στὰ χιόνια, κ᾿ ἐκεῖ, δὲν ἠξεύρω πῶς, ἐγεννήθη μία βασιλοπούλα, κ᾿ ἐμεγάλωσε, καὶ ἦτον «ἄσπρη σὰν τὸ χιόνι καὶ κόκκινη σὰν τὸ αἷμα».
Καὶ τὸ Βασιλόπουλο ηὗρε τὴν νύμφην τῶν ὀνείρων του, πλασμένην ἀπὸ χιόνι, ὅπως ὁ Πυγμαλίων τὴν ηὗρεν ἀπὸ μάρμαρον. Ὅλοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν εὐτυχεῖς ἐναντίον πρὸς τὸν στίχον τοῦ Ἰταλοῦ ποιητοῦ, καὶ συμφωνότεροι πρὸς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἀρχαίου φιλοσόφου· εὐτυχεῖς διότι δὲν ὑπῆρξαν. Ἀλλ᾿ ἔκαμον καὶ ἄλλους πρὸς καιρὸν εὐτυχεῖς· τόσα παιδιὰ ποὺ ἀκούουν τὰς διηγήσεις τῶν προμητόρων...
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2022
Παναγιώτης Κονδύλης για την «παγκοσμιοποίηση»...
".. δεν είναι μονόπλευρη, όπως διατείνονται οι ιδιοτελείς ή οι αφελείς θιασώτες της, δεν θα αφορά δηλαδή μόνον τις χρηματιστηριακές και τις επενδυτικές εργασίες ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα», αλλά θα επεκταθεί εξ ίσου και στην ανομία, στο οργανωμένο και στο ανοργάνωτο έγκλημα, στη διεκδίκηση των πάντων εκ μέρους των πάντων, όπου τον αγώνα των κρατών, των εθνών θα τον διαδεχθεί, τουλάχιστον εν μέρει, ο αγώνας ανθρώπου προς άνθρωπο. Τότε ή έννοια τού «ολοκληρωτικού πολέμου» θ’ αλλάξει κι αυτή. Δεν θα σημαίνει, όπως στον Πρώτο και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την άμεση ή έμμεση επιστράτευση όλου τού ικανού πληθυσμού είτε στο μέτωπο είτε στα μετόπισθεν, για την παραγωγή όπλων και πολεμοφοδίων, χωρίς όμως να καταργείται οπωσδήποτε η εντελώς ή διάκριση μεταξύ μαχίμων και αμάχων. Θα σημαίνει ακριβώς το αντίστροφο: ότι τα όπλα παράγονται σχετικά φτηνά και γρήγορα, και καθώς η δύναμη πυρός αυξάνει συνεχώς σ’ όλα τα οπλικά επίπεδα, δεν χρειάζεται πια να επιστρατευθούν μάζες για την παραγωγή και τη διάδοσή τους· όμως συνάμα χάνεται το νόμιμο μονοπώλιο της ένοπλης βίας, σβήνουν τα όρια ανάμεσα σε μαχίμους και αμάχους, ανάμεσα σε πολεμική και εγκληματική πράξη, ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη. Και όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου... "
Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998), Θεωρία του Πολέμου
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022
τέρας ασχημίας...
"Αύτη υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν εγεννήθη η κακία -ήτις ουδέν άλλο είναι η άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να κάμει τον κόσμον να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχημίας!..."
Γιάννης Σταύρου, Καληνύχτα ΕλλάδαΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα δυο κούτσουρα
(απόσπασμα)
Αλλά και καλύτερα εάν τυχόν επερνούσε, φρονώ ότι ποτέ δεν θα ήτο ευχαριστημένη. Ητον από εκείνους τους ανθρώπους και μάλιστα απ' εκείνας τας γυναίκας, αι οποίαι ποτέ δεν ευχαριστούνται.
Εις τούτο τείνει και τοιούτο περίπου είναι το πρώτον αίσθημα, η πρώτη έννοια του κακού, το οποίον έσπειρεν ο διάβολος λίαν πρωίμως εις τον κόσμον. Και ιδού διότι ηρώτα ο γεωργός εκείνος της Παραβολής: «Κύριε, ουχί καλόν σπέρμα έσπειρας; πόθεν ουν έχει ζιζάνια;»
Δια τους άνδρας, τούτο το αίσθημα καλείται, εις τας ημέρας μας, με ξενικόν όνομα, «μιζέρια»· διά τας γυναίκας, και πρώην και νυν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, και ονομάζεται «στριγλιά». Ω! πόσας τω όντι είδα τοιαύτας γυναίκας εις την ζωήν μου!
Καν τε ευτέλειαν και σκαιότητα, καν τε απαισιότητα και ταλαιπωρίαν, όπως αν το ονομάσει τις, το αίσθημα τούτο εσπάρη εις τα στέρνα της ανθρωπότητος, ευθύς μετά την πρώτην μερικήν ανασκόπησιν, και τας δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι' ων ετελειοποίησεν ο Δημιουργός πάντα όσα εποίησε.
Διότι το πρώτον, επί ενός εκάστου των έργων του, έρριψεν αλάνθαστον το βλέμμα, «και είδεν ο Θεός ότι καλόν», είτα τελευταίον, εφ' όλων ομού των έργων του· «και είδεν ο Θεός πάντα όσα εποίησε, και ήσαν καλά λίαν».
Ευθύς τότε εξήλθε θρασύς ο εχθρός, κι ετόλμησε να είπει ότι δεν είναι καλά, τα έργα του Θεού.
Και δεν ακούομεν ακόμη πολλούς, και εις τας οδούς και εις την αγοράν και εις τα καπηλεία, σοβαρευόμενους και σπουδάζοντας, ν' αποφαίνονται ότι δεν είναι καλός ο κόσμος του Θεού, ή ότι «δεν τον εκατάφερε καλά» ο Δημιουργός τον κόσμον; Πόθεν αντλούσι τα επιχειρήματα; Που ευρίσκουσι την ύλην δια τον συλλογισμόν; Από ποίας κρίσεις, από ποίας προτάσεις συνάγουσι το συμπέρασμα; Τι άλλο είναι η κρίσις ειμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλησίων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει τις και κρίνει ποίον διαφέρει. Αλλ' υπάρχει εδώ όρος συγκρίσεως; Είδομεν ήδη άλλον κόσμον με τον οποίον να συγκρίνομεν τον παρόντα;
Ακατάληπτον είναι, αν έκαμεν όλως αφηρημένας εννοίας ο Δημιουργός, ή πόθεν αύται εγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα ορατόν κόσμον, όπως θα έπλασσε, και ηδύνατο να πλάσει και δύναται εις τους αιώνας να πλάττει, πολλούς άλλους, και ορατούς και αοράτους. Κι' εβεβαίωσεν Αυτός ότι το έργο του είναι ωραίον, και πας λογικός άνθρωπος συνομολογεί. «Ιδού καλά λίαν», αύτη υπήρξεν η πρώτη μετά την κοσμογονίαν αφηρημένη έννοια, όπως και η πρώτη θετική ιδέα. Έπειτα θρασύνεται ο παραλογισμός και λέγει: «Δεν είναι, όχι καλός ο κόσμος.»
Αύτη υπήρξεν η δευτέρα αφηρημένη έννοια και η πρώτη αρνητική ιδέα, και εντεύθεν εγεννήθη η κακία -ήτις ουδέν άλλο είναι η άνοια, αν δεν είναι αυτό το δηλητήριον του Όφεως· και εν κεφαλαίω, είναι ο απηλπισμένος αγών του παραλογισμού όπως αποδείξει ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν να κάμει τον κόσμον να φαίνεται - και να είναι πράγματι εν τη ηθική τάξει - τέρας ασχημίας!
Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022
λουλούδι απόβραδο...
Κι αν τουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο
Κι αν μου ρημάξατε το γήπεδο η καρδιά μου ειναι
κόκκινο τούβλο και υλικό για οικοδομές
σα φυσαρμόνικα μέσα στην κατεδάφιση
Κι αν τουρουφλίζεται στον ήλιο αυτός ο κάμπος
θα γίνω δροσερός καρπός λουλούδι απόβραδο
βλασταίνοντας τα παιδικά σου μάτια
Κι αν βρέχει στο μικρό σταθμό θα σέρνω
τη μουσική μέσα στα χαλάσματα
σαν ξοδεμένο φως στο νεροχύτη
Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022
τ΄ αστείο εκείνο πράγμα που λέγεται ζωή...
Αυτός ο δρυς εδώ κοντά μου είναι τ’ αγαπημένο στέκι
Της γαλάζιας κίσσας που τιτιβίζει, τιτιβίζει ολημερίς.
Και γιατί όχι; αφού ακόμη κι η σκόνη μου γελάει
Καθώς συλλογιέται τ΄ αστείο εκείνο πράγμα που λέγεται ζωή.
*
This oak tree near me is the favorite haunt
Of blue jays chattering, chattering all the day.
And why not? for my very dust is laughing
For thinking of the humorous thing called life.
Εντγκαρ Λη Μαστερς, Η ανθολογία του Σπουν Ριβερ
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022
ταξίδι...
"Αρρώστησα.
Μόνο τα όνειρά μου συνεχίζουν το ταξίδι
σ' αυτήν την ερημιά"
Μάτσουο Μπάσο
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2022
αξία των πραγμάτων
"Η αξία των πραγμάτων δεν εξαρτάται από την διάρκεια
αλλά από την ένταση της άφιξής τους
γι' αυτό και υπάρχει
στις αξέχαστες στιγμές
στα ανεξήγητα πράγματα
και στα ασύγκριτα πρόσωπα"
Φερνάντο Πεσσόα
Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022
Χρόνος...
Η μέρα πέφτει, η νύχτα προχωρά· θυμήσου!
Η άβυσσος πάντα διψάει· η κλεψύδρα αδειάζει...
Σαρλ Μπωντλαίρ
Το ρολόι- Τα άνθη του κακού
Θυμήσου ότι ο χρόνος είναι ένας άπληστος παίκτης
Κερδίζει χωρίς να κλέβει, με κάθε χτύπημα. Είναι ο νόμος.
Η μέρα πέφτει, η νύχτα προχωρά· θυμήσου!
Η άβυσσος πάντα διψάει· η κλεψύδρα αδειάζει.
*
Charles Baudelaire
L’horloge - Les fleurs du mal
Souviens-toi que le Temps est un joueur avide
Qui gagne sans tricher, a tout coup ! c’est la loi.
Le jour decroit ; la nuit augmente, souviens-toi !
Le gouffre a toujours soif ; la clepsydre se vide.
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022
ίχνος πρόωρης θλίψης...
"Δεν είναι ακόμα φθινόπωρο, στον αέρα δεν υπάρχει το κίτρινο των πεσμένων φύλλων ή η υγρή θλίψη του καιρού που αργότερα θα είναι χειμώνας. Υπάρχει ένα ίχνος πρόωρης θλίψης, ένας πόνος για το ταξίδι, το συναίσθημα να είμαστε αόριστα προσεκτικοί στα διάχυτα χρώματα των πραγμάτων, στον διαφορετικό τόνο του ανέμου, στη μεγαλύτερη ακινησία που, όταν πέφτει η νύχτα, εξαπλώνεται στην αναπόφευκτη παρουσία του σύμπαντος." Φερνάντο Πεσόα, Το βιβλίο της ανησυχίας
Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022
Όταν αποτυπώνουν με χρώματα...
Βαραίνουν τα βήματα
Στην έρημο της μοναξιάς...
Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ
Προσεγγίσεις μετά την απόσταση
Προς τα που πηγαίνετε;
Μας ρωτούν, οι άγνωστοι του τόπου.
Βαραίνουν τα βήματα
Στην έρημο της μοναξιάς
Και μόνον οι ζωγράφοι
Γνωρίζουν καλά τα χρόνια,
Όταν αποτυπώνουν με χρώματα
Τις υπεκφυγές του σύμπαντος
Με το θρηνητικό νανούρισμα
Των πουλιών που αγάπησαν.
Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022
Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2022
σαν μια παλιά τύψη ή μια παράλογη συνήθεια...
(απαγγέλει ο Βιτόριο Γκάσμαν)
Τσέζαρε Παβέζε
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια σου.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.
CESARE PAVESE,
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi
questa morte che ci accompagna
dal mattino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.
Cosí li vedi ogni mattina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla.
Per tutti la morte ha uno sguardo.
Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.
Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022
Παναγιώτης Κονδύλης: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη...
"Όταν χάνονται τα όρια ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, δεν απορροφά η ειρήνη τον πόλεμο: ο πόλεμος καταπίνει την ειρήνη και γίνεται «ολοκληρωτικός» με την εφιαλτικότερη έννοια τού όρου."
Παναγιώτης Κονδύλης, Θεωρία του Πολέμου
Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2022
Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς τη σκέψη της ομορφιάς...
"Διδάξτε και εξασκήστε τη γλώσσα στις πιο ποικίλες μορφές της, ακόμα κι αν φαίνεται περίπλοκη, ειδικά αν είναι περίπλοκη. Γιατί σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ελευθερία. Αυτοί που εξηγούν συνεχώς ότι είναι απαραίτητο να απλοποιηθεί η ορθογραφία, να εξαγνιστεί η γλώσσα από τα «ελαττώματα», να καταργηθούν τα γένη, οι χρόνοι, οι αποχρώσεις, όλα όσα δημιουργούν πολυπλοκότητα, είναι οι τυμβωρύχοι του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς απαιτήσεις. Δεν υπάρχει ομορφιά χωρίς τη σκέψη της ομορφιάς" Christophe Clavé
Γιάννης Σταύρου, Ακρόπολις 1970"Η σταδιακή εξαφάνιση των χρόνων (υποτακτική, αόριστος, παρατατικός, σύνθετοι τύποι μέλλοντα κ.λπ.) δημιουργούν μια σκέψη του παρόντος, περιορισμένη στη στιγμή, ανίκανη για προβολές στο χρόνο.Η γενίκευση της οικειότητας, η εξαφάνιση των κεφαλαίων γραμμάτων και των σημείων στίξης είναι όλα θανατηφόρα χτυπήματα στη λεπτότητα της έκφρασης της όμορφης γαλλικής μας γλώσσας.
Σάββατο 27 Αυγούστου 2022
απλά και πολύπλοκα...
".. Όλα είναι πιο απλά από όσο νομίζεις και ταυτόχρονα πιο περίπλοκα από όσο φαντάζεσαι..."
Γκαίτε
Κυριακή 14 Αυγούστου 2022
Αυγουστιάτικο φεγγάρι...
"Σ' ευχαριστώ, Θεέ, που μέσα μου
Δεν ξέρω τι συμβαίνει!"
Φερνάντο Πεσσόα
Τρίτη 9 Αυγούστου 2022
σιωπή...
Σάββατο 30 Ιουλίου 2022
εμπειρία...
"Η εμπειρία είναι ο πιο δύσκολος δάσκαλος. Πρώτα σε εξετάζει, και μετά σου εξηγεί το μάθημα."
Όσκαρ Ουάιλντ
*
"Experience is the hardest kind of teacher; it gives you the test first and the lesson afterward."
Oscar Wilde
Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022
κάτι λείπει...
Πάντα κάτι λείπει που με στοιχειώνει...
Il y a toujours quelque chose d'absent qui me tourmente...
Camille Claudel
Σάββατο 2 Ιουλίου 2022
Ήρκος Αποστολίδης, ο Δάσκαλος!
Mόλις τελείωσα το πορτρέτο σου...
Ήρκος Αποστολίδης, ο Δάσκαλος!
Ένας τίτλος που δικαιωματικά σου ανήκει.
Με τον απαράμιλλο λόγο του στοχαστή, του γλωσσολόγου και του γλωσσοπλάστη, του επιστήμονα φιλόλογου.
Περήφανος που είμαι φίλος σου!
Περιμένω με ανυπομονησία το σπουδαίο σου πόνημα πάνω στο "ΤΑΔΕ ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ" του Νίτσε.
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2022
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε...
Προσμένοντας απόμεινες...
Μέσ' στη γαλήνη τα καράβια αρμενίζαν
και συ φτωχή ψυχή κάτι περίμενες...
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε.
Γιάννης Σταύρου, Φεγγαράδα στον Θερμαϊκό, λάδι σε χαρτί
Κυριακή 12 Ιουνίου 2022
παροδική αβεβαιότητα...
"Αβέβαια ζήσε.
Τίμα την προέλευσή σου.
Καταλαβέ το, ερχόμαστε απο μια
παροδική αβεβαιότητα του θανάτου."
Κική Δημουλά
Δευτέρα 30 Μαΐου 2022
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα...
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω;
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό του τίποτα
με ελάχιστα...
Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ
Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα
Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο;
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω;
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.
Τρίτη 17 Μαΐου 2022
.. μέχρι να καταρρεύσει στο τίποτα...
Η δόξα είναι σαν ένας κύκλος νερού
που δεν σταματά ποτέ να μεγαλώνει,
μέχρι να καταρρεύσει στο τίποτα.
Γουίλιαμ Σαίξπηρ
*
Glory is like a circle in the water,
which never ceaseth to enlarge itself,
till, by broad spreading, it disperse to naught.
William Shakespeare
Τετάρτη 4 Μαΐου 2022
Ανθρώπινη Κωμωδία...
Δευτέρα 2 Μαΐου 2022
Πρωτομαγιά...
.. και η Άνοιξη έγινε μαγιάτικο στεφάνι για να χωρέσει στο τελάρο...
Γιάννης Σταύρου, Μαγιάτικο στεφάνι με αγριοτριαντάφυλλα