Στη ζέστη του φθινόπωρου, στον παλλόμενο αέρα,
Και λάλησε το πουλί, δίνοντας απόκριση
Στην ανήκουστη μουσική την κρυμένη στους θάμνους...
*
In the autumn heat, through the vibrant air,
And the bird called, in response to
The unheard music hidden in the shrubbery...
Γιάννης Σταύρου, Φθινοπωρινός Υμηττός, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Τ.Σ. Έλιοτ
Burnt Norton
Ι
Ο τωρινός χρόνος κι ο περασμένος χρόνος
Είναι ίσως και οι δύο παρόντες στο μελλούμενο χρόνο,
Κι ο μελλούμενος χρόνος περιέχεται στόν περασμένο χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών
Όλος ο χρόνος δέν μπορεί να εξαγοραστεί.
Αυτό πού θά μπορούσε να 'ταν είναι μιά αφαίρεση
Πού παραμένει μια μόνιμη δυνατότητα
Μόνο σ' ένα κόσμο ρεμβασμού.
Αυτό που θα μπορούσε να 'ταν κι αυτό που ήταν
Σημαδεύουν σ' ενα τέρμα, πού είναι πάντα τωρινό.
Πατημασιές αντηχούν μες στο μνημονικό
Κάτω στο δρόμακι που δεν ακολουθήσαμε
Κατά την πόρτα που πότε δεν ανοίξαμε
Προς τη μεριά του ροδόκηπου. Τα λόγια μου έτσι
Αντηχούν μες στο μυαλό σου.
Όμως για ποιό λόγο
Ταράζοντας τη σκόνη σε μια κούπα ροδόφυλλα
Δεν ξέρω.
Άλλοι αντίλαλοι
Κατοικούν στον κήπο. Θ' ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρέστε τους,βρέστε τους,
Πίσω απ' τη γωνία. Μέσα απο τήν πρώτη πύλη,
Στόν πρώτο μας κόσμο, θ'ακολουθήσουμε
Το ξεγέλασμα τησ τσίχλας; Στον πρώτο μας κόσμο.
Βρίσκονταν εκει, αξιοπρεπείς, αθέατοι,
Κινούνταν αβίαστα, πάνω απο τα πεθαμένα φύλλα,
Στη ζέστη του φθινόπωρου, στον παλλόμενο αέρα,
Και λάλησε το πουλί, δίνοντας απόκριση
Στην ανήκουστη μουσική την κρυμένη στους θάμνους,
Και διάβηκε η αθώρητη αχτίδα του ματιού, γιατί τα ρόδα
Είχαν την όψη λουλουδιών που τα κοιτάζουν.
Βρίσκονταν εκει σαν καλεσμένοι μας, δεκτοί και δεχόμενοι.
Ετσι κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, μ' ενα σχέδιο τυπικό,
Μες απ΄την έρημη δεντροστοιχία, στων πυξαριών τον κύκλο,
Για να ρίξουμε το βλέμμα μες στη στραγγισμένη στέρνα.
Η στέρνα στεγνή, τσιμέντο στέγνο, με άκρες καφετιές,
Κι η στέρνα γέμισε νερό απ' το λιόφωτο,
Κι ορθώθηκε ο λωτός, ήσυχα, ήσυχα,
'Αστραψε η επιφάνεια απ' άκρη σ' άκρη απ' την καρδιά του φωτός,
Κι αυτοί ηταν πίσω μας ως καθρεφτίζονταν στη στέρνα.
Τότε διάβηκε ενα σύννεφο κι άδειασε η στέρνα.
Φύγετε, λαλήσε το πούλι, γιατί στις φυλλωσιές παιδιά φωλιάζαν,
Κρυμένα μ' έξαψη, συγκρατώντας τα γέλια.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, λάλησε το πουλί: οι άνθρωποι
Δεν μπορούν ν' αντέξουν πολλή πραγματικότητα.
Ο χρόνος ο περασμενός κι ο μελλούμενος χρόνος
Αυτός που θα μπορούσε να' ταν κι αυτός που ηταν
Σημαδεύουν σ' ενα τέρμα που ειναι πάντα τωρινό
(μετ. Κλείτος Κύρου)
T. S. EliotBurnt Norton
ITime present and time past
Are both perhaps present in time future
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
Footfalls echo in the memory
Down the passage which we did not take
Towards the door we never opened
Into the rose-garden. My words echo
Thus, in your mind.
But to what purpose
Disturbing the dust on a bowl of rose-leaves
I do not know.
Other echoes
Inhabit the garden. Shall we follow?
Quick, said the bird, find them, find them,
Round the corner. Through the first gate,
Into our first world, shall we follow
The deception of the thrush? Into our first world.
There they were, dignified, invisible,
Moving without pressure, over the dead leaves,
In the autumn heat, through the vibrant air,
And the bird called, in response to
The unheard music hidden in the shrubbery,
And the unseen eyebeam crossed, for the roses
Had the look of flowers that are looked at.
There they were as our guests, accepted and accepting.
So we moved, and they, in a formal pattern,
Along the empty alley, into the box circle,
To look down into the drained pool.
Dry the pool, dry concrete, brown edged,
And the pool was filled with water out of sunlight,
And the lotos rose, quietly, quietly,
The surface glittered out of heart of light,
And they were behind us, reflected in the pool.
Then a cloud passed, and the pool was empty.
Go, said the bird, for the leaves were full of children,
Hidden excitedly, containing laughter.
Go, go, go, said the bird: human kind
Cannot bear very much reality.
Time past and time future
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.