Έχω δει τον ουρανό με τα μάτια μου
Με τα μάτια μου άνοιξα τα μάτια του
Με τη γλώσσα μου μίλησε
Γίναμε αδελφοι και κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι και δειπνήσαμε...
Γιάννης Σταύρου, Κυριακάτικος περίπατος, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σαραντάρης
Άλλοτε η θάλασσα
Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός
Έχω δει τον ουρανό
Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
ζωγράφοι, ελληνική τέχνη, θαλασσογραφίες, τοπία, ζωγραφική, λογοτεχνία, Έλληνες ζωγράφοι, σύγχρονη σκέψη, καράβια, τέχνη, σύγχρονοι ζωγράφοι, ποίηση, πορτρέτα, πίνακες ζωγραφικής, έργα ζωγραφικής, ελληνικά τοπία
t
Οι επισκέπτες του δικτυακού μας τόπου θα γνωρίσουν νέες πτυχές του ελληνικού τοπίου. Θα έρθουν σε επαφή με τις καλές τέχνες, κυρίως με τη ζωγραφική & τους ζωγράφους, τους έλληνες ζωγράφους, με τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής μας...
Αναδεικνύοντας την ολιστική σημασία του ελληνικού τοπίου, την αδιάσπαστη ενότητα της μυθικής του εικόνας με την τέχνη, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία και την ποίηση, τη σύγχρονη σκέψη...
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
-----
καράβια, ζωγραφικη, τοπια, ζωγραφοι, σχολια, ελληνες ζωγραφοι, λογοτεχνια, συγχρονοι ζωγραφοι, σκεψη, θαλασσογραφίες
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016
Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα...
Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο...
Οδυσσέας Ελύτης
Ηλικία της γλαυκής θύμησης
Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο...
Οδυσσέας Ελύτης
Ηλικία της γλαυκής θύμησης
Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
Τρίτη 28 Ιουνίου 2016
να μείνεις όντως μόνος...
Δεν έχει μητρότητα ο ίλιγγος
δεν έχει πατρότητα η νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό ταξίδι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Το είπα κάποτε σ' έναν ιπττάμενο
Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη...
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος...
δεν έχει πατρότητα η νύχτα...
Γιάννης Σταύρου, Νυχτερινό ταξίδι, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Νίκος Καρούζος
Το είπα κάποτε σ' έναν ιπττάμενο
Σὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ τὸν ἥλιο τὴν λαίμαργη ἀστρονομία
δὲν εἶναι πιότερος ἀπὸ μιὰ πυγολαμπίδα ποὺ διαστέλλει
τὴν κίνηση μέσ᾿ στὸ ἄναυδο σκοτάδι.
Δὲν ἔχει πόσιμη σημασία νὰ σταλάξουμε
τσιγγούνικες ἀλήθειες καὶ σταγονίδια βεβαιότητας
δὲν ἔχει οὔτε μιὰ πρωτοτυπία ἡ ξεμυαλίστρα ἡ ἐξυπνάδα
πρωτότυπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ δικάζει τὶς λέξεις
ἐκεῖνος ποὺ βάζει ποινὲς ὁλοένα στὰ δάχτυλά του
τὴν ὥρα ποὺ σέρνουν ἔρημα τὴν ἄλαλη πένα.
Δὲν ἔχει μητρότητα ὁ ἴλιγγος
δὲν ἔχει πατρότητα ἡ νύχτα.
Μίλησα κι ἄλλοτε γι᾿ αὐτὰ τὰ χαρτόνια.
Οἱ σκοτεινοί μας σύντροφοι: οἱ ἄκρες καὶ τὰ μάκρη
μὲ τοῦ κύκλου τ᾿ ἄγρια δῶρα μᾶς κοροιδεύουν.
Ἔχοντας πιὰ ξεπέσει ὁ γέροντας Εὐκλείδης
εἶν᾿ ἀπόβλητο τὸ μῆκος ὡς πράξη τοῦ σύμπαντος
καὶ τὸ ὕψος ἀνεύρετη μελῳδία στὰ πλάτη...
Τράβηξα τὴν σκονισμένη αἰωνιότητα σὰν κουρτίνα
μὲ τόση εὐκολία καὶ τά ῾χασα βλέποντας
τὸ λάγνο τίποτα τῆς ἀναφρόδιτης καμπύλης!
Ὁ ἄγγελος τότε τοῦ ἔαρός μου φώναξε: -Μὴ στενεύεις,
ἁγίαζε μονάχα, μὴ σκοπεύεις, κι ἀπ᾿ τὸ μειλίχιο
δαιμόνιο τῆς ἀγάπης πιὸ πέρ᾿ ἀκόμη τράβα κι ἂς εἶπες
θὰ κομματιάσω τὸν κόσμο γιὰ νὰ ματιάσω
τὴ δύναμη τῆς ἀλήθειας.
Ἔλα, λυτρώσου τώρα κι ἀπ᾿ τοῦ ἐρωτήματος τὴν ἔλλειψη
νὰ γίνεις ὀμορφότερος νὰ μείνεις ὄντως μόνος...
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016
Αλέξανδρος Βέλιος, «Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία»
«Τον λίγο καιρό που μου απομένει, κάθε καινούρια μέρα που μετρώ, εκείνο που με διακατέχει πιο επιτακτικά είναι η επιθυμία ο θάνατός μου να είναι συνεπής με το ατομικό credo της ζωής μου. Η επιβεβαίωση αυτή είναι η ύστατη ματαιοδοξία μου. Θέλω (αλλά θα προλάβω;) να μετατρέψω συνειδητά το θάνατό μου σε μία πράξη καθαρής ελευθερίας! Φαντασιώνομαι πως η επιλογή αυτή θα μου επιτρέψει να αναφωνήσω όπως ο θνήσκων Καλιγούλας του Καμύ, ακόμη κι εκείνη την πιο τρομαχτική, την πιο αδιανόητη, την ύστατη στιγμή: “Κι όμως, είμαι ακόμα ζωντανός!... Ακούτε, εσείς οι ζωντανοί;”»...
Γιάννης Σταύρου, Το μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Για το βιβλίο του Αλέξανδρου Βέλιου: «Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία».
(Ο άνθρωπος που «ζει» τον θάνατό του, Πρώτο Θέμα 27/06/2016, από άρθρο του Γιάννη Μακρυγιάννη)
Μόχλευσε με καταλυτικό τρόπο τη συζήτηση και την αναζήτηση γύρω από το θέμα-ταμπού, την ευθανασία. Ιδίως όταν αυτό το δικαίωμα μπορούν να το επιφυλάξουν κάποιοι στον εαυτό τους υπό την προϋπόθεση της οικονομικής δυνατότητας και πιθανόν της οικογενειακής στήριξης και βοήθειας, με την επιλογή, για παράδειγμα, του συγκεκριμένου κέντρου στην Ελβετία στο οποίο σκοπεύει να πάει και ο ίδιος. Πρόκειται όμως για ένα δικαίωμα που για προφανείς λόγους δεν μπορούν να ασκήσουν όλοι όσοι θα το ήθελαν, καθώς, πέραν του οικονομικού, στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες βέβαια, αντίκειται στο ισχύον νομικό πλαίσιο και κυρίως στους καταναγκασμούς που επιβάλλει η Εκκλησία.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να μη φύγει ήσυχα και αθόρυβα όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς προτιμούν την απομόνωση, την ενδοσκόπηση και την αφιέρωση αποκλειστικά στον προσωπικό τους περίγυρο. Αφησε στην άκρη τον κλαυθμό της επερχόμενης απώλειας και επέλεξε έναν γδούπο, όπως λέει και ένας αγαπημένος του ποιητής, ο Τόμας Ελιοτ, για να αφήσει ως τελευταία γεύση. Πήρε το ρίσκο να δώσει μια έσχατη σκληρή μάχη όχι για το σώμα του που τον πρόδωσε, αλλά για τις ιδέες του. Διακινδυνεύοντας ακόμη και την απογοήτευση ή τις επιθέσεις εναντίον του στην πιο δύσκολη στιγμή, θέλησε να συμβάλει με την αποκάλυψη του μαρτυρίου του στη διεκδίκηση της ελεύθερης επιλογής του καθενός να καθορίζει το τέλος του. Μετέτρεψε το προσωπικό του δράμα σε αγώνα για ένα ανθρώπινο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου διχάζει κοινωνίες και επιστημονικές κοινότητες από πάντα. Ο ίδιος μάλιστα, μόλις συνειδητοποίησε την κατάστασή του και αντιλήφθηκε το ανεπίστρεπτο που του επιφύλαξε η μοίρα, αφιέρωσε πολλές από τις φανερά πλέον πολύτιμες ώρες των προηγούμενων μηνών στη συγγραφή ενός ανατρεπτικού και βίαια διεισδυτικού βιβλίου που πραγματεύεται ουσιαστικά ακριβώς αυτό: το δικαίωμα στην ευθανασία, όπως γράφει κάτω από τον τίτλο «Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία».
Σε μία από εκείνες τις γυμνές από κάθε ελπίδα νύχτες που αφιέρωσε για να αποτυπώσει την κραυγή αγωνίας στο χαρτί, αυτής της τελευταίας παρακαταθήκης του, έγραφε: «Η ζωή είναι μία συλλογική πορεία, ακόμα και για τον πιο μοναχικό άνθρωπο. Ο θάνατος, αντίθετα, είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, επιλογή και απόφαση: το δικαίωμα στο θάνατο συνιστά για μένα το πιο θεμελιώδες ίσως ανθρώπινο δικαίωμα. Σ’ αυτό αποκορυφώνονται η ατομική ελευθερία και η ελευθερία της βούλησης, ο απογαλακτισμός του ανθρώπου από κάθε - θεϊκό, κοινωνικό ή άλλον- καταναγκασμό. Γι’ αυτό ακριβώς το καταπολεμούν όλες οι εξουσίες».
Ο αγώνας για το δικαίωμα στην ευθανασία έδωσε δημιουργικό κίνητρο, μαχητικό πνεύμα και δύναμη στον Αλέξανδρο Βέλιο σε αυτό το τρομακτικής πυκνότητας γεγονότων και γεμάτο απογοητεύσεις διάστημα. Τον ώθησε στο να παραμείνει δραστήριος πνευματικά, κοινωνικά και πολιτικά παρά τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του. Τον έφερε αντιμέτωπο για μία ακόμη φορά με ό,τι αντιστρατευόταν σχεδόν σε όλη του τη ζωή: τους αυστηρούς κανόνες, τον πειθαναγκασμό, τη συμβατότητα, τις λογικές του συμβιβασμού, τη μοιρολατρία. Στο βιβλίο του τα βάζει όχι με την κοσμική εξουσία, για την οποία τρέφει έτσι κι αλλιώς ελάχιστη εκτίμηση, αλλά πρωτίστως με την Εκκλησία και την υποκριτική στάση της για την ευθανασία, καθώς τη θεωρεί υπαίτια για το αναχρονιστικό πλαίσιο που θεωρεί ότι έχει επιβληθεί στο θέμα αυτό: «Στα νεκροταφεία βρίσκονται θαμμένοι ένοχοι κάθε εγκλήματος που μπορεί να φανταστεί κανείς, ανθρωπόμορφα τέρατα και καθωσπρέπει κακούργοι, επώνυμοι και ανώνυμοι αμαρτωλοί, απάνθρωποι θύτες κάθε λογής. Ολοι αυτοί δεν στερήθηκαν μια νεκρώσιμη ακολουθία από την Εκκλησία... Μόνο η αυτοκτονία είναι κάρφος στο μάτι της! Γιατί; Διότι ο αυτόχειρας την απειλεί: απειλεί να λύσει τον ζυγό της κυριαρχίας της στην ανθρώπινη ζωή». Εκφράζει τον θαυμασμό του για τους «ιδανικούς αυτόχειρες της νεότερης ιστορίας μας, εκείνους που με την αυτοκτονία τους φόρτισαν με ένα εύγλωττο τέλος ένα ανεξίτηλο έργο» και αναφέρεται στον Πολ Λαφάργκ, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Στέφαν Τσβάιχ, τον Αρθουρ Κέσλερ.
Η πρόβλεψη για καθιέρωση της ευθανασίας.
Πάντα αεικίνητος, παθιασμένος, γελαστός, αστείρευτος και κυνηγώντας νέες προκλήσεις, αυτοκαταστροφικός και εξίσου δημιουργικός, ο Αλέξανδρος Βέλιος αδυνατεί να συμβιβαστεί με την προκαθορισμένη πορεία που του επιφυλάσσει η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Και παραδέχεται ανοιχτά ότι ενώ μπορεί να ατενίζει τον ερχομό του θανάτου με σθένος, δεν αντέχει -και εξεγείρεται- μπροστά στην προοπτική του πόνου, της ραγδαίας σωματικής κατάπτωσης, της ανημπόριας. «Δεν θέλω να με βλέπουν οι δικοί μου να λιώνω σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι χωρίς τη δύναμη να επικοινωνήσω ή σε κωματώδη κατάσταση. Αποκομμένο ήδη απ’ τη ζωή, τυπικά ζωντανό ακόμα. Ποια ηθική, ποια δεοντολογία, ποιος νόμος με υποχρεώνει να πιω, κόντρα στη θέλησή μου, ένα τέτοιο πικρό ποτήρι;» γράφει. Με ένα σπαρακτικό και ταυτόχρονα καταγγελτικό κείμενο προβλέπει ότι η ευθανασία θα καθιερωθεί τελικά ως ανάγκη της σύγχρονης δυτικής οικονομίας που δεν θέλει περιττά βάρη και κατακεραυνώνει όσους σήμερα αντιστέκονται στο δικαίωμα θεληματικής αποχώρησης από τη ζωή: «Ολοι εσείς οι κατ’ επάγγελμα θεσμοφύλακες της κοινωνικής αρετής, εσείς οι αξιοπρεπείς τενόροι της διατεταγμένης ζωής, εσείς που κρύβεστε ως πόντιοι πιλάτοι πίσω από τον Θεό, τον νόμο, τον Ιπποκράτη, αυτό που αρνείστε σήμερα να αναγνωρίσετε ως δικαίωμα εν ονόματι της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ατόμου, αύριο θα το δεχτείτε ως Ενδέκατη Εντολή κατ’ επιταγήν της αγοραίας οικονομίας».
Παρότι φαινομενικά απόμακρος, σοβαρός και αυστηρός, ο Αλέξανδρος Βέλιος στο βιβλίο του ανοίγεται, φορτίζει συναισθηματικά καθετί που περιγράφει. Δείχνει σαν να μη μιλά με τον εαυτό του, αλλά ουσιαστικά απευθύνεται σε όλους τους άλλους, τους δικούς του, τους κοντινούς μα και μακρινούς ανθρώπους. Λέει όσα ίσως απέφυγε ή δεν μπόρεσε να πει όταν ζούσε ανέμελα και φυσιολογικά τη ζωή του, χωρίς το άγχος του θανάτου να απελευθερώνει τον συναισθηματικό του κόσμο, τις μύχιες σκέψεις του, τις παραδοχές του.
«Προσπαθώ να μη σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω τους δικούς μου ή τους φίλους μου ότι λιγοστεύουν οι φορές που θα τους ξαναδώ. Το φάσμα αυτής της κλεψύδρας θα έκανε σχεδόν αβίωτη συναισθηματικά την καθημερινότητα με τη γυναίκα μου και αβάσταχτη την επαφή με τα παιδιά μου. Ζω εντός παρενθέσεως προσπαθώντας να νιώσω τις μέρες μου ευρύχωρες. Αλλά έχω ένα σφίξιμο στο στήθος που σπάνια με εγκαταλείπει... Δεν θα δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν - κι αυτό με πονάει πιο πολύ απ’ όλα. Αποφεύγω να φαντάζομαι τη γυναίκα μου στη μοναξιά του πένθους. Θα στερηθώ αγαπημένους φίλους, διαλεκτικούς συντρόφους κάποιων δεκαετιών. Δεν θα γνωρίσω πια άλλες χαρές και λύπες, νίκες και ήττες, αλλά στο κάτω-κάτω είχα πλούσιο μερίδιο από τέτοιας λογής απότοκα της ζωής. Και χάρηκα, και έπαθα, και έμαθα».
Γιάννης Σταύρου, Το μαύρο καράβι, λάδι σε καμβά
Για το βιβλίο του Αλέξανδρου Βέλιου: «Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία».
(Ο άνθρωπος που «ζει» τον θάνατό του, Πρώτο Θέμα 27/06/2016, από άρθρο του Γιάννη Μακρυγιάννη)
Μόχλευσε με καταλυτικό τρόπο τη συζήτηση και την αναζήτηση γύρω από το θέμα-ταμπού, την ευθανασία. Ιδίως όταν αυτό το δικαίωμα μπορούν να το επιφυλάξουν κάποιοι στον εαυτό τους υπό την προϋπόθεση της οικονομικής δυνατότητας και πιθανόν της οικογενειακής στήριξης και βοήθειας, με την επιλογή, για παράδειγμα, του συγκεκριμένου κέντρου στην Ελβετία στο οποίο σκοπεύει να πάει και ο ίδιος. Πρόκειται όμως για ένα δικαίωμα που για προφανείς λόγους δεν μπορούν να ασκήσουν όλοι όσοι θα το ήθελαν, καθώς, πέραν του οικονομικού, στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες βέβαια, αντίκειται στο ισχύον νομικό πλαίσιο και κυρίως στους καταναγκασμούς που επιβάλλει η Εκκλησία.
Ο Αλέξανδρος Βέλιος αποφάσισε να μη φύγει ήσυχα και αθόρυβα όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι σε τέτοιες περιπτώσεις, καθώς προτιμούν την απομόνωση, την ενδοσκόπηση και την αφιέρωση αποκλειστικά στον προσωπικό τους περίγυρο. Αφησε στην άκρη τον κλαυθμό της επερχόμενης απώλειας και επέλεξε έναν γδούπο, όπως λέει και ένας αγαπημένος του ποιητής, ο Τόμας Ελιοτ, για να αφήσει ως τελευταία γεύση. Πήρε το ρίσκο να δώσει μια έσχατη σκληρή μάχη όχι για το σώμα του που τον πρόδωσε, αλλά για τις ιδέες του. Διακινδυνεύοντας ακόμη και την απογοήτευση ή τις επιθέσεις εναντίον του στην πιο δύσκολη στιγμή, θέλησε να συμβάλει με την αποκάλυψη του μαρτυρίου του στη διεκδίκηση της ελεύθερης επιλογής του καθενός να καθορίζει το τέλος του. Μετέτρεψε το προσωπικό του δράμα σε αγώνα για ένα ανθρώπινο δικαίωμα, η άσκηση του οποίου διχάζει κοινωνίες και επιστημονικές κοινότητες από πάντα. Ο ίδιος μάλιστα, μόλις συνειδητοποίησε την κατάστασή του και αντιλήφθηκε το ανεπίστρεπτο που του επιφύλαξε η μοίρα, αφιέρωσε πολλές από τις φανερά πλέον πολύτιμες ώρες των προηγούμενων μηνών στη συγγραφή ενός ανατρεπτικού και βίαια διεισδυτικού βιβλίου που πραγματεύεται ουσιαστικά ακριβώς αυτό: το δικαίωμα στην ευθανασία, όπως γράφει κάτω από τον τίτλο «Εγώ και ο θάνατός μου - Το δικαίωμα στην ευθανασία».
Σε μία από εκείνες τις γυμνές από κάθε ελπίδα νύχτες που αφιέρωσε για να αποτυπώσει την κραυγή αγωνίας στο χαρτί, αυτής της τελευταίας παρακαταθήκης του, έγραφε: «Η ζωή είναι μία συλλογική πορεία, ακόμα και για τον πιο μοναχικό άνθρωπο. Ο θάνατος, αντίθετα, είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση, επιλογή και απόφαση: το δικαίωμα στο θάνατο συνιστά για μένα το πιο θεμελιώδες ίσως ανθρώπινο δικαίωμα. Σ’ αυτό αποκορυφώνονται η ατομική ελευθερία και η ελευθερία της βούλησης, ο απογαλακτισμός του ανθρώπου από κάθε - θεϊκό, κοινωνικό ή άλλον- καταναγκασμό. Γι’ αυτό ακριβώς το καταπολεμούν όλες οι εξουσίες».
Ο αγώνας για το δικαίωμα στην ευθανασία έδωσε δημιουργικό κίνητρο, μαχητικό πνεύμα και δύναμη στον Αλέξανδρο Βέλιο σε αυτό το τρομακτικής πυκνότητας γεγονότων και γεμάτο απογοητεύσεις διάστημα. Τον ώθησε στο να παραμείνει δραστήριος πνευματικά, κοινωνικά και πολιτικά παρά τη συνεχώς επιδεινούμενη κατάσταση της υγείας του. Τον έφερε αντιμέτωπο για μία ακόμη φορά με ό,τι αντιστρατευόταν σχεδόν σε όλη του τη ζωή: τους αυστηρούς κανόνες, τον πειθαναγκασμό, τη συμβατότητα, τις λογικές του συμβιβασμού, τη μοιρολατρία. Στο βιβλίο του τα βάζει όχι με την κοσμική εξουσία, για την οποία τρέφει έτσι κι αλλιώς ελάχιστη εκτίμηση, αλλά πρωτίστως με την Εκκλησία και την υποκριτική στάση της για την ευθανασία, καθώς τη θεωρεί υπαίτια για το αναχρονιστικό πλαίσιο που θεωρεί ότι έχει επιβληθεί στο θέμα αυτό: «Στα νεκροταφεία βρίσκονται θαμμένοι ένοχοι κάθε εγκλήματος που μπορεί να φανταστεί κανείς, ανθρωπόμορφα τέρατα και καθωσπρέπει κακούργοι, επώνυμοι και ανώνυμοι αμαρτωλοί, απάνθρωποι θύτες κάθε λογής. Ολοι αυτοί δεν στερήθηκαν μια νεκρώσιμη ακολουθία από την Εκκλησία... Μόνο η αυτοκτονία είναι κάρφος στο μάτι της! Γιατί; Διότι ο αυτόχειρας την απειλεί: απειλεί να λύσει τον ζυγό της κυριαρχίας της στην ανθρώπινη ζωή». Εκφράζει τον θαυμασμό του για τους «ιδανικούς αυτόχειρες της νεότερης ιστορίας μας, εκείνους που με την αυτοκτονία τους φόρτισαν με ένα εύγλωττο τέλος ένα ανεξίτηλο έργο» και αναφέρεται στον Πολ Λαφάργκ, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Στέφαν Τσβάιχ, τον Αρθουρ Κέσλερ.
Η πρόβλεψη για καθιέρωση της ευθανασίας.
Πάντα αεικίνητος, παθιασμένος, γελαστός, αστείρευτος και κυνηγώντας νέες προκλήσεις, αυτοκαταστροφικός και εξίσου δημιουργικός, ο Αλέξανδρος Βέλιος αδυνατεί να συμβιβαστεί με την προκαθορισμένη πορεία που του επιφυλάσσει η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Και παραδέχεται ανοιχτά ότι ενώ μπορεί να ατενίζει τον ερχομό του θανάτου με σθένος, δεν αντέχει -και εξεγείρεται- μπροστά στην προοπτική του πόνου, της ραγδαίας σωματικής κατάπτωσης, της ανημπόριας. «Δεν θέλω να με βλέπουν οι δικοί μου να λιώνω σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι χωρίς τη δύναμη να επικοινωνήσω ή σε κωματώδη κατάσταση. Αποκομμένο ήδη απ’ τη ζωή, τυπικά ζωντανό ακόμα. Ποια ηθική, ποια δεοντολογία, ποιος νόμος με υποχρεώνει να πιω, κόντρα στη θέλησή μου, ένα τέτοιο πικρό ποτήρι;» γράφει. Με ένα σπαρακτικό και ταυτόχρονα καταγγελτικό κείμενο προβλέπει ότι η ευθανασία θα καθιερωθεί τελικά ως ανάγκη της σύγχρονης δυτικής οικονομίας που δεν θέλει περιττά βάρη και κατακεραυνώνει όσους σήμερα αντιστέκονται στο δικαίωμα θεληματικής αποχώρησης από τη ζωή: «Ολοι εσείς οι κατ’ επάγγελμα θεσμοφύλακες της κοινωνικής αρετής, εσείς οι αξιοπρεπείς τενόροι της διατεταγμένης ζωής, εσείς που κρύβεστε ως πόντιοι πιλάτοι πίσω από τον Θεό, τον νόμο, τον Ιπποκράτη, αυτό που αρνείστε σήμερα να αναγνωρίσετε ως δικαίωμα εν ονόματι της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του ατόμου, αύριο θα το δεχτείτε ως Ενδέκατη Εντολή κατ’ επιταγήν της αγοραίας οικονομίας».
Παρότι φαινομενικά απόμακρος, σοβαρός και αυστηρός, ο Αλέξανδρος Βέλιος στο βιβλίο του ανοίγεται, φορτίζει συναισθηματικά καθετί που περιγράφει. Δείχνει σαν να μη μιλά με τον εαυτό του, αλλά ουσιαστικά απευθύνεται σε όλους τους άλλους, τους δικούς του, τους κοντινούς μα και μακρινούς ανθρώπους. Λέει όσα ίσως απέφυγε ή δεν μπόρεσε να πει όταν ζούσε ανέμελα και φυσιολογικά τη ζωή του, χωρίς το άγχος του θανάτου να απελευθερώνει τον συναισθηματικό του κόσμο, τις μύχιες σκέψεις του, τις παραδοχές του.
«Προσπαθώ να μη σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω τους δικούς μου ή τους φίλους μου ότι λιγοστεύουν οι φορές που θα τους ξαναδώ. Το φάσμα αυτής της κλεψύδρας θα έκανε σχεδόν αβίωτη συναισθηματικά την καθημερινότητα με τη γυναίκα μου και αβάσταχτη την επαφή με τα παιδιά μου. Ζω εντός παρενθέσεως προσπαθώντας να νιώσω τις μέρες μου ευρύχωρες. Αλλά έχω ένα σφίξιμο στο στήθος που σπάνια με εγκαταλείπει... Δεν θα δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν - κι αυτό με πονάει πιο πολύ απ’ όλα. Αποφεύγω να φαντάζομαι τη γυναίκα μου στη μοναξιά του πένθους. Θα στερηθώ αγαπημένους φίλους, διαλεκτικούς συντρόφους κάποιων δεκαετιών. Δεν θα γνωρίσω πια άλλες χαρές και λύπες, νίκες και ήττες, αλλά στο κάτω-κάτω είχα πλούσιο μερίδιο από τέτοιας λογής απότοκα της ζωής. Και χάρηκα, και έπαθα, και έμαθα».
Κυριακή 26 Ιουνίου 2016
το πλοίο που τώρα χάνεται...
νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ' ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά...
Γιάννης Σταύρου, Το πλοίο φεύγει, λάδι σε χαρτί
Κώστας Καρυωτάκης
Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ
Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος
τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ!
Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ᾔρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή.
Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ᾿ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο,
ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.
Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο, μὲ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἂν γελᾷ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ
νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ᾿ ἕνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά,
χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νά ῾χουμε, τί νά ῾χω,
ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ᾿ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά...
Γιάννης Σταύρου, Το πλοίο φεύγει, λάδι σε χαρτί
Κώστας Καρυωτάκης
Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ
Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος
τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ!
Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ᾔρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή.
Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ᾿ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο,
ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.
Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο, μὲ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἂν γελᾷ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ
νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ᾿ ἕνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά,
χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νά ῾χουμε, τί νά ῾χω,
ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ᾿ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!
Σάββατο 25 Ιουνίου 2016
Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν...
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας δίπλα στη θάλασσα, λάδι σε καμβά
Δημοσθένης Βουτυράς
Δάκρυ στο φίδι
Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα, προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα. Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.
Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που φυσούσε.
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν, που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής μέλισσας, των εντόμων.
-Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!... Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να ξαναγίνει!...
-Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου, όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
-Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
-Ακούς λέει!...
Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε πιάνοντας το πόδι του.
-Τι έπαθες, μωρέ Κούρη;
-Ένα αγκάθι, Σακίδα μου, εν΄ αγκάθι, τ΄ άτιμο, σα μαχαίρι!...
Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του, ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε λίγο έφτασε και ο Κούρης.
Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει, έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος, φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο εργοστασίου.
Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες, οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που κτυπά πέτρα.
-Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο Λούκαρης.
Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
-Τι γυρεύεις;
-Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!... Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του, που αναποδογύρισε.
-Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
-Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
-Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το 'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!... Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται! Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα, δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!... Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α, το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα, άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα. Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!... Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!... Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο ιερός από τον πλούσιο;
-Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας σταμάτησε να λέει.
Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
-Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο, που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε το κεφάλι του.
-Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!... Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου...
Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που γυρίζανε στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
-Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει πηγάδι!
Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
-Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!... Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε, έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
- -Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι. Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό λίγος καπνός.
Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...
Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε, σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε το στόμα του με τα μυτερά στριφτά δόντια...
Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά μεγάλος.
-Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε, για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;... Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει κοντά την ουρά του και να μένει πάλι ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
-Δεν έκανα καλά να το σκοτώσω, όχι!... είπε πάλι. Όλος ο κόσμος το κυνηγά!... Δεν έκανα
καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.
Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016
Προσμένοντας απόμεινες...
Μέσ' στη γαλήνη τα καράβια αρμενίζαν
και συ φτωχή ψυχή κάτι περίμενες ...
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε.
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου βυθίστηκε...
Γιάννης Σταύρου, Πλοία στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Ήρθε μια θύμησι
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
και συ φτωχή ψυχή κάτι περίμενες ...
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε.
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου βυθίστηκε...
Γιάννης Σταύρου, Πλοία στον Θερμαϊκό, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Ήρθε μια θύμησι
Ἦρθε μία θύμησι παληὰ πολὺ καὶ χτύπησε
τὴν πόρτα τῆς θλιμμένης τῆς ψυχῆς μου ...
Ἦταν ἕνα θλιμμένο δειλινό.
Ξερὰ τὰ φύλλα χάμω πέφτανε.
Οἱ γερανοὶ στὸ νότο πέταγαν.
Μέσ᾿ στὴ γαλήνη τὰ καράβια ἀρμενίζαν
καὶ σὺ φτωχὴ ψυχὴ κάτι περίμενες ...
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου ταξίδευε.
Στὸ πέλαγο ἡ γολέτα τῶν ὀνείρων σου βυθίστηκε.
Καὶ κεῖνο ποὺ περίμενες τὸ πήρανε
οἱ γερανοὶ στὸ μακρινὸ ταξίδι τους.
Μὲ τὰ ξερόφυλλα τὸ πῆρε ὁ ἀγέρας τοῦ φθινοπώρου
τὸ κλέψαν τὰ καράβια τὰ λευκόπανα.
Φτωχὴ ψυχὴ ... Προσμένοντας ἀπόμεινες.
Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα...
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μία στάλα...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή, λάδι σε χαρτί
Γιώργος Σεφέρης
Μυθιστόρημα
(απόσπασμα)
Si j᾿ ai du gout, ce n᾿ est guère
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD
Α
Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριοῦ
ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
Β
Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια
γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί.
Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα
μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία:
τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής.
Τὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο
κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει
κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα.
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μία στάλα...
Γιάννης Σταύρου, Αναμονή, λάδι σε χαρτί
Γιώργος Σεφέρης
Μυθιστόρημα
(απόσπασμα)
Si j᾿ ai du gout, ce n᾿ est guère
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD
Α
Τὸν ἄγγελο
τὸν περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολὺ κοντὰ
τὰ πεῦκα τὸ γιαλὸ καὶ τ᾿ ἄστρα.
Σμίγοντας τὴν κόψη τ᾿ ἀλετριοῦ
ἢ τοῦ καραβιοῦ τὴν καρένα
ψάχναμε νὰ βροῦμε πάλι τὸ πρῶτο σπέρμα
γιὰ νὰ ξαναρχίσει τὸ πανάρχαιο δράμα.
Γυρίσαμε στὰ σπίτια μας τσακισμένοι
μ᾿ ἀνήμπορα μέλη, μὲ τὸ στόμα ρημαγμένο
ἀπὸ τὴ γέψη τῆς σκουριᾶς καὶ τῆς ἁρμύρας.
Ὅταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατὰ τὸ βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σὲ καταχνιὲς ἀπὸ τ᾿ ἄσπιλα φτερὰ τῶν κύκνων ποὺ μᾶς πληγώναν.
Τὶς χειμωνιάτικες νύχτες μᾶς τρέλαινε ὁ δυνατὸς ἀγέρας τῆς ἀνατολῆς
τὰ καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στὴν ἀγωνία τῆς μέρας ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ ξεψυχήσει.
Φέραμε πίσω
αὐτὰ τ᾿ ἀνάγλυφα μιᾶς τέχνης ταπεινῆς.
Β
Ἀκόμη ἕνα πηγάδι μέσα σὲ μιὰ σπηλιά.
Ἄλλοτε μᾶς ἦταν εὔκολο ν᾿ ἀντλήσουμε εἴδωλα καὶ στολίδια
γιὰ νὰ χαροῦν οἱ φίλοι ποὺ μᾶς ἔμεναν ἀκόμη πιστοί.
Ἔσπασαν τὰ σκοινιὰ μονάχα οἱ χαρακιὲς στοῦ πηγαδιοῦ τὸ στόμα
μᾶς θυμίζουν τὴν περασμένη μας εὐτυχία:
τὰ δάχτυλα στὸ φιλιατρό, καθὼς ἔλεγε ὁ ποιητής.
Τὰ δάχτυλα νιώθουν τὴ δροσιὰ τῆς πέτρας λίγο
κι ἡ θέρμη τοῦ κορμιοῦ τὴν κυριεύει
κι ἡ σπηλιὰ παίζει τὴν ψυχή της καὶ τὴ χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρὶς μία στάλα.
Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016
Έξω, νύχτα σκοτεινή...
Ο δρόμος το σμπαράλιασε, τό 'πνιξε το σκοτάδι,
έφτασε ν' απελπιστεί..
*
Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn...
Γουίλιαμ Μπλέικ
Το όνειρο
(Τα τραγούδια της αθωότητας)
Ἄγγελοι μὲ φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο εἶχε μπεῖ.
Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα κουραστεῖ.
Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿ ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ πυκνὰ κι ἀδιάβατα χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:
«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ γιὰ σᾶς νεκρή;»
Μέσα ἡ καρδιά μου σπάραξε καὶ μοῦ ῾τρεξε ἕνα δάκρυ,
μὰ νά, ἡ κωλοφωτιὰ
πετιέται ἀπὸ τὶς σκοτεινιές. Στὸ δύστυχο μυρμήγκι
μὲ ζωντάνια ἀπαντᾶ:
«Ποιὸ πλάσμα ἀσήμαντο καλεῖ μὲ κλάματα τῆς νύχτας
τὸν ἀκοίμητο φρουρό;
Μπρός, σήκω, πάρ᾿ τὰ πόδια σου! Τὸ σκοτεινὸ χορτάρι
τὸ φωτίζω τώρα ἐγὼ.
Γιὰ κοίτα! Βγαίνει ὁ μπάμπουρας καὶ φέρνει γύρα. Τρέξε,
ἄντε, βιάσου, μὴν ἀργεῖς.
Πετᾶ, βουίζει, ἄκου τον, πήγαινε ὅπου πηγαίνει.
Στὸ σπίτι σου θὰ βγεῖς».
(μετ. Γιώργος Μπλάνας)
William Blake
A Dream
Once a dream did weave a shade
O'er my Angel-guarded bed,
That an Emmet lost its way
Where on grass methought I lay.
Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn,
Over many a tangle spray,
All heart-broke, I heard her say:
"Oh my children! do they cry,
Do they hear their father sigh?
Now they look abroad to see,
Now return and weep for me."
Pitying, I dropped a tear;
But I saw a glow-worm near,
Who replied, "What wailing wight
Calls the watchman of the night?
"I am set to light the ground,
While the beetle goes his round:
Follow now the beetle's hum;
Little wanderer, hie thee home."
έφτασε ν' απελπιστεί..
*
Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn...
Γουίλιαμ Μπλέικ
Το όνειρο
(Τα τραγούδια της αθωότητας)
Ἄγγελοι μὲ φυλούσανε κι ἐγὼ βαθιὰ κοιμόμουν.
Ἔξω, νύχτα σκοτεινή.
Μὰ ξάφνου κάτι σάλεψε πίσω ἀπὸ τὴν κουρτίνα:
ἕνα ὄνειρο εἶχε μπεῖ.
Καθόμουν, λέει, στὴν ἐξοχὴ κι ἕνα μικρὸ μυρμήγκι
στὸ χορτάρι εἶχε χαθεῖ.
Τὸ δύστυχο, ξεστράτησε, νυχτώθηκε μονάχο
κι εἶχε ἀπ᾿ ὥρα κουραστεῖ.
Ὁ δρόμος τὸ σμπαράλιασε, τό ῾πνιξε τὸ σκοτάδι,
ἔφτασε ν᾿ ἀπελπιστεῖ.
Μὲς στὰ πυκνὰ κι ἀδιάβατα χορτάρια ἀκούω τότε,
μιὰ σπαραχτικὴ φωνὴ:
«Παιδάκια μου, σᾶς ἔχασα, μὲ χάσατε, ποῦ εἶστε;
Ὁ μπαμπάς σας ποῦ θρηνεῖ;
Τὸ ξέρω πὼς μὲ ψάχνατε! Γυρίσατε στὸ σπίτι;
Εἶμαι πιὰ γιὰ σᾶς νεκρή;»
Μέσα ἡ καρδιά μου σπάραξε καὶ μοῦ ῾τρεξε ἕνα δάκρυ,
μὰ νά, ἡ κωλοφωτιὰ
πετιέται ἀπὸ τὶς σκοτεινιές. Στὸ δύστυχο μυρμήγκι
μὲ ζωντάνια ἀπαντᾶ:
«Ποιὸ πλάσμα ἀσήμαντο καλεῖ μὲ κλάματα τῆς νύχτας
τὸν ἀκοίμητο φρουρό;
Μπρός, σήκω, πάρ᾿ τὰ πόδια σου! Τὸ σκοτεινὸ χορτάρι
τὸ φωτίζω τώρα ἐγὼ.
Γιὰ κοίτα! Βγαίνει ὁ μπάμπουρας καὶ φέρνει γύρα. Τρέξε,
ἄντε, βιάσου, μὴν ἀργεῖς.
Πετᾶ, βουίζει, ἄκου τον, πήγαινε ὅπου πηγαίνει.
Στὸ σπίτι σου θὰ βγεῖς».
(μετ. Γιώργος Μπλάνας)
William Blake
A Dream
Once a dream did weave a shade
O'er my Angel-guarded bed,
That an Emmet lost its way
Where on grass methought I lay.
Troubled, wildered, and forlorn,
Dark, benighted, travel-worn,
Over many a tangle spray,
All heart-broke, I heard her say:
"Oh my children! do they cry,
Do they hear their father sigh?
Now they look abroad to see,
Now return and weep for me."
Pitying, I dropped a tear;
But I saw a glow-worm near,
Who replied, "What wailing wight
Calls the watchman of the night?
"I am set to light the ground,
While the beetle goes his round:
Follow now the beetle's hum;
Little wanderer, hie thee home."
Τρίτη 21 Ιουνίου 2016
ώρια έχει θλίψη ο ουρανός...
Τ' άνθος τρεμίζει, αχνοβολά σα θυμιατήρι·
και το βιολί, σα μια καρδιά που θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!
κι ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι...
*
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir.
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Βραδινή αρμονία
Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.
Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι!
ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο...
Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο ...
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!
Charles Baudelaire
Harmonie du soir
Voici venir les temps où vibrant sur sa tige
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Les sons et les parfums tournent dans l'air du soir ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir.
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige,
Un cœur tendre, qui hait le néant vaste et noir !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir ;
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige.
Un cœur tendre, qui hait le néant vaste et noir,
Du passé lumineux recueille tout vestige !
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige...
Ton souvenir en moi luit comme un ostensoir !
(Les Fleurs du mal - Spleen et Idéal)
και το βιολί, σα μια καρδιά που θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπά σε βαλς μελάγχολο, τρελό και λαγγεμμένο!
κι ώρια έχει θλίψη ο ουρανός σα μέγα θυσιαστήρι...
*
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir.
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Θεσσαλονίκης, λάδι σε καμβά
Σαρλ Μπωντλαίρ
Βραδινή αρμονία
Νάτοι, ξανάρθαν οἱ καιροὶ ποὺ στὸ κλαδὶ ἀνοιγμένο,
τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
τὰ μύρα κι οἱ ἦχοι, ποὺ ἡ πνοὴ τοῦ ἀπόβραδου ἔχει σπείρει,
κυλᾶν σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
Τ᾿ ἄνθος τρεμίζει, ἀχνοβολᾷ σὰ θυμιατήρι·
καὶ τὸ βιολί, σὰ μιὰ καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονησμένο,
ξεσπᾶ σὲ βὰλς μελάγχολο, τρελὸ καὶ λαγγεμμένο!
κι ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι.
Ξεσπάει τὸ βιολὶ ὡς καρδιὰ ποὺ θλίβουν, δονισμένα
καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι!
ὥρια ἔχει θλίψη ὁ οὐρανὸς σὰ μέγα θυσιαστήρι
κι ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο...
Καρδιὰ ὅλο ἀγάπη ποὺ μισεῖ τὸ μαῦρο κοιμητήρι,
ζεῖ μόνο ἀπ᾿ τὸ παρελθόν, ρημάδι φωτισμένο·
ὁ ἥλιος μὲς τὸ αἷμα του, πνίγηκε, τὸ πηγμένο ...
Μέσα μου ὡς ἅγιο, ἡ μνήμη σου, λάμπει δισκοποτήρι!
Charles Baudelaire
Harmonie du soir
Voici venir les temps où vibrant sur sa tige
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Les sons et les parfums tournent dans l'air du soir ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Chaque fleur s'évapore ainsi qu'un encensoir ;
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige ;
Valse mélancolique et langoureux vertige !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir.
Le violon frémit comme un cœur qu'on afflige,
Un cœur tendre, qui hait le néant vaste et noir !
Le ciel est triste et beau comme un grand reposoir ;
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige.
Un cœur tendre, qui hait le néant vaste et noir,
Du passé lumineux recueille tout vestige !
Le soleil s'est noyé dans son sang qui se fige...
Ton souvenir en moi luit comme un ostensoir !
(Les Fleurs du mal - Spleen et Idéal)
Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016
Θα γίνω σαν τη θάλασσα που βρέχει τη ζωή μας...
Ορίζοντες παντού
Και μπροστά μας
Ο ουρανός...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στον ορίζοντα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σαραντάρης
Έπος
Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
Ὁ οὐρανός
Είναι μια γυναίκα
Εἶναι μία γυναῖκα καὶ τραγουδᾷ
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ βρέχει τὴ ζωή μας
Θὰ γίνω περιστέρι
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ εἶναι πάντα μπροστά μου
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν περπατῶ
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν κλαίω
Καὶ μὲ παρηγορεῖ τὴν ὥρα ποὺ δὲν φταίω
Τὴν ὥρα ποὺ τὴν πατρίδα μου νείρομαι
Τὸν ἔρωτα ἢ τὴ χαμένη ἀγάπη.
Και μπροστά μας
Ο ουρανός...
Γιάννης Σταύρου, Καράβια στον ορίζοντα, λάδι σε καμβά
Γιώργος Σαραντάρης
Έπος
Φύλλα δέντρου
Φτερὰ πουλιοῦ
Ἄνεμος
Ἔπειτα θάλασσα
Κύματα
Χρόνος γαλάζιος
Ὁρίζοντες παντοῦ
Καὶ μπροστά μας
Ὁ οὐρανός
Είναι μια γυναίκα
Εἶναι μία γυναῖκα καὶ τραγουδᾷ
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ βρέχει τὴ ζωή μας
Θὰ γίνω περιστέρι
Θὰ γίνω σὰν τὴ θάλασσα ποὺ εἶναι πάντα μπροστά μου
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν περπατῶ
Καὶ μ᾿ ἀκλουθᾷ ὅταν κλαίω
Καὶ μὲ παρηγορεῖ τὴν ὥρα ποὺ δὲν φταίω
Τὴν ὥρα ποὺ τὴν πατρίδα μου νείρομαι
Τὸν ἔρωτα ἢ τὴ χαμένη ἀγάπη.
Κυριακή 19 Ιουνίου 2016
Τ' ωραίο καράβι έτοιμο...
καί, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο...
Γιάννης Σταύρου, Παλεύοντας με τα κύματα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Ουράνης
Ταξίδι στα Κύθηρα
Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο...
Γιάννης Σταύρου, Παλεύοντας με τα κύματα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Κώστας Ουράνης
Ταξίδι στα Κύθηρα
Τ᾿ ὡραῖο καράβι ἕτοιμο στὸ χαρωπὸ λιμάνι,
γιορταστικὰ μὲ γιασεμιὰ καὶ ρόδα στολισμένο,
μὲ τὶς παντιέρες του ἁλαφριὲς στὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα
καὶ τ᾿ Ὄνειρό μας στὸ χρυσὸ πηδάλιο καθισμένο,
μᾶς πῆρε γιὰ τὰ Κύθηρα, τὰ θρυλικά, ὅπου μέσα
σὲ δέντρα καὶ λούλουδα καὶ γάργαρα νερὰ
ὑψώνεται ὁ μαρμάρινος ναὸς γιὰ τὴ λατρεία
τῆς Ἀφροδίτης - τοῦ ἔρωτα τὴ θριαμβικὴ θεά.
Μὰ τὸ ταξίδι ἦταν μακρὺ κ᾿ ἡ χειμωνιὰ μᾶς βρῆκε!...
Οἱ φανταχτερὲς κι ἀνάλαφρες παντιέρες μουσκευτῆκαν,
τὰ χρώματα ξεβάψανε καὶ τ᾿ ἄνθη ἐμαραθῆκαν
καί, κάπου ἀπὸ τοὺς ἄξενους τοὺς οὐρανούς, τὸ πλοῖο
ἀπόμεινε ἀκυβέρνητο στὸ κῦμα τ᾿ ἀφρισμένο
μὲ τὸ φτωχό μας Ὄνειρο στὴν πρύμνη πεθαμένο.
Σάββατο 18 Ιουνίου 2016
θα κατέβω με τόλμη, στην αιωνιότητα...
Έχω κρατήσει το μουσκέτο του στρατιώτη, το ραβδί του ταξιδιώτη και του προσκυνητή. Ναυτικός· η μοίρα μου ασταθής σαν τον
άνεμο· αλκυόνη, έχω φτιάξει τη φωλιά μου ανάμεσα στα κύματα...
*
J’ai porte le mousquet du soldat, le baton du voyageur, le bourdon du pelerin: navigateur, mes destinees ont eu l’inconstance de ma voile ; alcyon, j’ai fait mon nid sur les flots...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Σατωβριάνδος
Αποφθέγματα
"Λεωνίδα" έκραξα...αλλ’ ουδέν των ερειπίων επανέλαβε το μέγα τούτο όνομα...
Η αρχαία ελληνική ιστορία είναι ένα ποίημα.
Δεν πρέπει να είστε βασιλικότεροι του βασιλέως.
Μη σπαταλάτε την περιφρόνησή σας. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων που τη χρειάζεται.
Τα δάση προηγούνται των λαών, οι έρημοι τους ακολουθούν.
Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο.
Οι θεσμοί περνούν τρεις φάσεις: τη φάση του κοινωφελούς έργου, τη φάση των προνομίων και τη φάση της κατάχρησης.
Η Γαλλία υπό τον Ναπολέοντα: σκλαβιά μείον η ντροπή.
Αν κρεμούσαμε το δίκοχο και το πανωφόρι του Ναπολέοντα σε ένα παλούκι στις ακτές της Βρέστης, όλη η Ευρώπη, από τη μια άκρη στην άλλη, θα έτρεχε να πάρει τα όπλα.
Η ελληνική ιστορία είναι ένα ποίημα, η λατινική μια εικόνα, η σύγχρονη είναι ένα χρονογράφημα.
Πάντα οι άλλοι μας φαίνονται πιο ευτυχισμένοι από εμάς. Κι όμως, είναι παράξενο ότι ο άνθρωπος που πρόθυμα θα άλλαζε την κατάστασή του δεν θα συναινούσε σχεδόν ποτέ σε μια αλλαγή της προσωπικότητάς του.
Είμαι δημοκρατικός εκ φύσεως, μοναρχικός εξ αιτίας της λογικής και βουρβωνικός για λόγους τιμής.
Από τη στιγμή που μια αληθινή σκέψη διαπερνά το μυαλό μας, εκπέμπει ένα φως που μας επιτρέπει να δούμε ένα πλήθος άλλων αντικειμένων, τα οποία ποτέ πριν δεν είχαμε αντιληφθεί.
Πρωτότυπος συγγραφέας δεν είναι αυτός που μιμείται κανείς, αλλά αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον μιμηθεί.
Η μνήμη είναι συχνά χαρακτηριστικό της βλακείας· ανήκει γενικά στα βαριά πνεύματα τα οποία κάνει ακόμα βαρύτερα από το βάρος που τους φορτώνει.
Δεν μαθαίνεις πως να πεθάνεις σκοτώνοντας τους άλλους
Η πτώση μου έκανε ένα μεγάλο θόρυβο: εκείνοι που εμφανίστηκαν πιο ικανοποιημένοι επέκριναν τον τρόπο της.
Έχω δει το φως της αυγής αλλά την ανατολή ποτέ δεν θα δω. Μένει μόνο για μένα να καθίσω στην άκρη του τάφου μου· στη συνέχεια, με τον σταυρό στο χέρι, θα κατέβω με τόλμη, στην αιωνιότητα.
Γεννήθηκα με το μουσκέτο ενός στρατιώτη, το μπαστούνι του ταξιδιώτη, και τα εφόδια του προσκυνητή: ως ναύτης η μοίρα μου ήταν ασταθής σαν τον άνεμο: μια αλκυόνη, που έχει τη φωλιά της ανάμεσα στα κύματα.
*
J’ai porte le mousquet du soldat, le baton du voyageur, le bourdon du pelerin: navigateur, mes destinees ont eu l’inconstance de ma voile ; alcyon, j’ai fait mon nid sur les flots...
Γιάννης Σταύρου, Στο κύμα, λάδι σε καμβά
Σατωβριάνδος
Αποφθέγματα
"Λεωνίδα" έκραξα...αλλ’ ουδέν των ερειπίων επανέλαβε το μέγα τούτο όνομα...
Η αρχαία ελληνική ιστορία είναι ένα ποίημα.
Δεν πρέπει να είστε βασιλικότεροι του βασιλέως.
Μη σπαταλάτε την περιφρόνησή σας. Υπάρχει μεγάλος αριθμός ανθρώπων που τη χρειάζεται.
Τα δάση προηγούνται των λαών, οι έρημοι τους ακολουθούν.
Δεν είναι ο άνθρωπος που σταματάει το χρόνο, είναι ο χρόνος που σταματάει τον άνθρωπο.
Οι θεσμοί περνούν τρεις φάσεις: τη φάση του κοινωφελούς έργου, τη φάση των προνομίων και τη φάση της κατάχρησης.
Η Γαλλία υπό τον Ναπολέοντα: σκλαβιά μείον η ντροπή.
Αν κρεμούσαμε το δίκοχο και το πανωφόρι του Ναπολέοντα σε ένα παλούκι στις ακτές της Βρέστης, όλη η Ευρώπη, από τη μια άκρη στην άλλη, θα έτρεχε να πάρει τα όπλα.
Η ελληνική ιστορία είναι ένα ποίημα, η λατινική μια εικόνα, η σύγχρονη είναι ένα χρονογράφημα.
Πάντα οι άλλοι μας φαίνονται πιο ευτυχισμένοι από εμάς. Κι όμως, είναι παράξενο ότι ο άνθρωπος που πρόθυμα θα άλλαζε την κατάστασή του δεν θα συναινούσε σχεδόν ποτέ σε μια αλλαγή της προσωπικότητάς του.
Είμαι δημοκρατικός εκ φύσεως, μοναρχικός εξ αιτίας της λογικής και βουρβωνικός για λόγους τιμής.
Από τη στιγμή που μια αληθινή σκέψη διαπερνά το μυαλό μας, εκπέμπει ένα φως που μας επιτρέπει να δούμε ένα πλήθος άλλων αντικειμένων, τα οποία ποτέ πριν δεν είχαμε αντιληφθεί.
Πρωτότυπος συγγραφέας δεν είναι αυτός που μιμείται κανείς, αλλά αυτός που κανείς δεν μπορεί να τον μιμηθεί.
Η μνήμη είναι συχνά χαρακτηριστικό της βλακείας· ανήκει γενικά στα βαριά πνεύματα τα οποία κάνει ακόμα βαρύτερα από το βάρος που τους φορτώνει.
Δεν μαθαίνεις πως να πεθάνεις σκοτώνοντας τους άλλους
Η πτώση μου έκανε ένα μεγάλο θόρυβο: εκείνοι που εμφανίστηκαν πιο ικανοποιημένοι επέκριναν τον τρόπο της.
Έχω δει το φως της αυγής αλλά την ανατολή ποτέ δεν θα δω. Μένει μόνο για μένα να καθίσω στην άκρη του τάφου μου· στη συνέχεια, με τον σταυρό στο χέρι, θα κατέβω με τόλμη, στην αιωνιότητα.
Γεννήθηκα με το μουσκέτο ενός στρατιώτη, το μπαστούνι του ταξιδιώτη, και τα εφόδια του προσκυνητή: ως ναύτης η μοίρα μου ήταν ασταθής σαν τον άνεμο: μια αλκυόνη, που έχει τη φωλιά της ανάμεσα στα κύματα.
Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016
κατάρα με τις εφτά σκιές...
κι όλα τα βουλιαγμένα καράβια βγήκαν
στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε...
Μίλτος Σαχτούρης
Τα γράμματα
Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε
τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιήματα
στον αφρό
κι ο καπετάνιος ζωντανός
κι οι ναύκληροι να χαμογελάνε...
Μίλτος Σαχτούρης
Τα γράμματα
Θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
ἔριξες τὸ χρυσό σου δαχτυλίδι μὲς στὴ
θάλασσα
στὴν ἀμμουδιὰ μὲ τὸ νεκρὸ κρανίο
κι ὅλα τὰ βουλιαγμένα καράβια βγῆκαν
στὸν ἀφρὸ
κι ὁ καπετάνιος ζωντανὸς
κι οἱ ναύκληροι νὰ χαμογελᾶνε
εἶπα θὰ πάψω πιὰ νὰ γράφω ποιήματα
καὶ στὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ μου τοῦ προγονικοῦ
ὁ πατέρας μου καὶ ἡ μητέρα μου
κουνᾶνε τὰ μαντήλια τους καὶ χαιρετᾶνε
τὰ ποιήματά μου ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ
τὰ διαβάσουν
ἔχουν ξεχάσει νὰ διαβάζουν
λένε τὸ κάπα ἄλφα καὶ τὸ δέλτα ἔψιλον
καὶ σὺ μοῦ εἶπες ψέματα
στὸν τόπο αὐτὸ τοῦ κόκκινου γελαστοῦ
κρανίου μὲ ξεγέλασες
γι᾿ αὐτὸ κι ἐγὼ σὲ γέλασα
καὶ μὲ πιστέψατε
κατάρα μὲ τὶς ἑφτὰ σκιὲς
πάντα θὰ γράφω ποιήματα
Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016
Σκόνη στο ηλιόφως και μνήμη στις γωνιές...
Όταν θα έρθει της οδύνης ο καιρός;
Θα καταφύγουν σε τράγου μονοπάτι και σ' αλεπούς φωλιά,
Φεύγοντας από τ' αλλότρια πρόσωπα και από τ' αλλότρια ξίφη.
Πριν τον καιρό των μαστιγίων, των οδυρμών και των δεσμών...
*
When the time of sorrow is come ?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Τ. Σ. Έλιοτ
Το άσμα του Συμεών
Κύριε, στὰ κύπελλα ἀνθίζουν οἱ ὑάκινθοι τῆς Ρώμης κι
Ὁ ἥλιος τοῦ χειμώνα ἕρπει πλάι στοὺς λόφους τοῦ χιονιοῦ·
Ἀνθίσταται σκληρὰ ἡ πείσμων ἐποχή.
Εἶν᾿ ἡ ζωή μου ἐλαφριά, προσμένοντας τ᾿ ἀγέρι τοῦ θανάτου,
Σὰν πούπουλο στὴ ράχη τοῦ χεριοῦ.
Σκόνη στὸ ἡλιόφως καὶ μνήμη στὶς γωνιὲς
Τὸν ἄνεμο προσμένουν, ποὺ παγερὸς φυσᾶ στὴν πεθαμένη γῆ.
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Ἐβάδισα χρόνους πολλοὺς σ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη,
Ἐτήρησα νηστεία καὶ προσευχή, ἐλέησα τοὺς φτωχούς,
Ἔλαβα καὶ παρεῖχα τιμὴ κι ἀναψυχή.
Ποτὲ κανεὶς δὲ διώχτηκε ἀπ᾿ τὴν πόρτα μου.
Τὸν οἶκο μου ποιὸς θὰ θυμᾶται,
ποὺ θὲ νὰ ζήσουν τῶν παιδιῶν μου τὰ παιδιά
Ὅταν θὰ ἔρθει τῆς ὀδύνης ὁ καιρός;
Θὰ καταφύγουν σὲ τράγου μονοπάτι καὶ σ᾿ ἀλεποῦς φωλιά,
Φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια πρόσωπα καὶ ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια ξίφη.
Πρὶν τὸν καιρὸ τῶν μαστιγίων, τῶν ὀδυρμῶν καὶ τῶν δεσμῶν
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Πρὶν τοὺς ἀναβαθμοὺς τοῦ ὄρους τῆς ἐρήμωσης,
Πρὶν ἀπ᾿ τὴ βέβαιη ὥρα τοῦ μητρικοῦ κλαυθμοῦ,
Τώρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ θάνατος γεννᾶται,
Ἄσε τὸ Βρέφος, τὸν Λόγο τὸν ἀμίλητο καὶ ἀνείπωτο ὡς τώρα,
Νὰ δώσει τὴν παραμυθία τοῦ Ἰσραὴλ
Σὲ κάποιον ποὺ ἔχει ὀγδόντα χρόνους καὶ ὄχι αὔριο.
Κατὰ τὸ ρῆμα σου,
Θὰ σὲ ὑμνοῦν καὶ θὰ ὑποφέρουν σὲ κάθε γενεά,
Μὲ δόξα καὶ μὲ χλευασμό,
Φῶς ἐπὶ φωτός, τὴν κλίμακα καθὼς θὰ ἀνεβαίνουν τῶν ἁγίων.
Ὄχι γιὰ μένα τὸ μαρτύριο, ἡ ἔκσταση προσευχῆς καὶ στοχασμῶν,
Ὄχι γιὰ μένα τὸ ὕστατο ὅραμα.
Τὴν σὴν εἰρήνην δός μοι.
(Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν
διελεύσεται ρομφαία).
Ἀπόκαμα ἀπὸ τὴ ζωή μου καὶ τὶς ζωὲς αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα,
Πεθαίνω μὲ τὸ θάνατό μου καὶ τοὺς θανάτους αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα.
Ἄσε τὸν δοῦλο Σου νὰ ἀναχωρήσει,
ἀφοῦ θὰ ἔχει δεῖ τὸ σωτήριόν Σου.
T.S Elliot
A Song for Simeon
Lord, the Roman hyacinths are blooming in bowls and
The winter sun creeps by the snow hills;
The stubborn season has made stand.
My life is light, waiting for the death wind,
Like a feather on the back of my hand.
Dust in sunlight and memory in corners
Wait for the wind that chills towards the dead land.
Grant us thy peace.
I have walked many years in this city,
Kept faith and fast, provided for the poor,
Have taken and given honour and ease.
There went never any rejected from my door.
Who shall remember my house,
where shall live my children’s children
When the time of sorrow is come ?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation
Grant us thy peace.
Before the stations of the mountain of desolation,
Before the certain hour of maternal sorrow,
Now at this birth season of decease,
Let the Infant, the still unspeaking and unspoken Word,
Grant Israel’s consolation
To one who has eighty years and no to-morrow.
According to thy word,
They shall praise Thee and suffer in every generation
With glory and derision,
Light upon light, mounting the saints’ stair.
Not for me the martyrdom, the ecstasy of thought and prayer,
Not for me the ultimate vision.
Grant me thy peace.
(And a sword shall pierce thy heart,
Thine also).
I am tired with my own life and the lives of those after me,
I am dying in my own death and the deaths of those after me.
Let thy servant depart,
Having seen thy salvation.
Θα καταφύγουν σε τράγου μονοπάτι και σ' αλεπούς φωλιά,
Φεύγοντας από τ' αλλότρια πρόσωπα και από τ' αλλότρια ξίφη.
Πριν τον καιρό των μαστιγίων, των οδυρμών και των δεσμών...
*
When the time of sorrow is come ?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation...
Γιάννης Σταύρου, Πλαγιά στον Υμηττό, λάδι σε καμβά
Τ. Σ. Έλιοτ
Το άσμα του Συμεών
Κύριε, στὰ κύπελλα ἀνθίζουν οἱ ὑάκινθοι τῆς Ρώμης κι
Ὁ ἥλιος τοῦ χειμώνα ἕρπει πλάι στοὺς λόφους τοῦ χιονιοῦ·
Ἀνθίσταται σκληρὰ ἡ πείσμων ἐποχή.
Εἶν᾿ ἡ ζωή μου ἐλαφριά, προσμένοντας τ᾿ ἀγέρι τοῦ θανάτου,
Σὰν πούπουλο στὴ ράχη τοῦ χεριοῦ.
Σκόνη στὸ ἡλιόφως καὶ μνήμη στὶς γωνιὲς
Τὸν ἄνεμο προσμένουν, ποὺ παγερὸς φυσᾶ στὴν πεθαμένη γῆ.
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Ἐβάδισα χρόνους πολλοὺς σ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη,
Ἐτήρησα νηστεία καὶ προσευχή, ἐλέησα τοὺς φτωχούς,
Ἔλαβα καὶ παρεῖχα τιμὴ κι ἀναψυχή.
Ποτὲ κανεὶς δὲ διώχτηκε ἀπ᾿ τὴν πόρτα μου.
Τὸν οἶκο μου ποιὸς θὰ θυμᾶται,
ποὺ θὲ νὰ ζήσουν τῶν παιδιῶν μου τὰ παιδιά
Ὅταν θὰ ἔρθει τῆς ὀδύνης ὁ καιρός;
Θὰ καταφύγουν σὲ τράγου μονοπάτι καὶ σ᾿ ἀλεποῦς φωλιά,
Φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια πρόσωπα καὶ ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια ξίφη.
Πρὶν τὸν καιρὸ τῶν μαστιγίων, τῶν ὀδυρμῶν καὶ τῶν δεσμῶν
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Πρὶν τοὺς ἀναβαθμοὺς τοῦ ὄρους τῆς ἐρήμωσης,
Πρὶν ἀπ᾿ τὴ βέβαιη ὥρα τοῦ μητρικοῦ κλαυθμοῦ,
Τώρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ θάνατος γεννᾶται,
Ἄσε τὸ Βρέφος, τὸν Λόγο τὸν ἀμίλητο καὶ ἀνείπωτο ὡς τώρα,
Νὰ δώσει τὴν παραμυθία τοῦ Ἰσραὴλ
Σὲ κάποιον ποὺ ἔχει ὀγδόντα χρόνους καὶ ὄχι αὔριο.
Κατὰ τὸ ρῆμα σου,
Θὰ σὲ ὑμνοῦν καὶ θὰ ὑποφέρουν σὲ κάθε γενεά,
Μὲ δόξα καὶ μὲ χλευασμό,
Φῶς ἐπὶ φωτός, τὴν κλίμακα καθὼς θὰ ἀνεβαίνουν τῶν ἁγίων.
Ὄχι γιὰ μένα τὸ μαρτύριο, ἡ ἔκσταση προσευχῆς καὶ στοχασμῶν,
Ὄχι γιὰ μένα τὸ ὕστατο ὅραμα.
Τὴν σὴν εἰρήνην δός μοι.
(Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν
διελεύσεται ρομφαία).
Ἀπόκαμα ἀπὸ τὴ ζωή μου καὶ τὶς ζωὲς αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα,
Πεθαίνω μὲ τὸ θάνατό μου καὶ τοὺς θανάτους αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα.
Ἄσε τὸν δοῦλο Σου νὰ ἀναχωρήσει,
ἀφοῦ θὰ ἔχει δεῖ τὸ σωτήριόν Σου.
T.S Elliot
A Song for Simeon
Lord, the Roman hyacinths are blooming in bowls and
The winter sun creeps by the snow hills;
The stubborn season has made stand.
My life is light, waiting for the death wind,
Like a feather on the back of my hand.
Dust in sunlight and memory in corners
Wait for the wind that chills towards the dead land.
Grant us thy peace.
I have walked many years in this city,
Kept faith and fast, provided for the poor,
Have taken and given honour and ease.
There went never any rejected from my door.
Who shall remember my house,
where shall live my children’s children
When the time of sorrow is come ?
They will take to the goat’s path, and the fox’s home,
Fleeing from the foreign faces and the foreign swords.
Before the time of cords and scourges and lamentation
Grant us thy peace.
Before the stations of the mountain of desolation,
Before the certain hour of maternal sorrow,
Now at this birth season of decease,
Let the Infant, the still unspeaking and unspoken Word,
Grant Israel’s consolation
To one who has eighty years and no to-morrow.
According to thy word,
They shall praise Thee and suffer in every generation
With glory and derision,
Light upon light, mounting the saints’ stair.
Not for me the martyrdom, the ecstasy of thought and prayer,
Not for me the ultimate vision.
Grant me thy peace.
(And a sword shall pierce thy heart,
Thine also).
I am tired with my own life and the lives of those after me,
I am dying in my own death and the deaths of those after me.
Let thy servant depart,
Having seen thy salvation.
Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016
Οι βωμοί συντριμμένοι...
Σε μια Βαβέλ δεμένους μάς κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε...
Φρανσίσκο Γκόγια, Ο μεγάλος τράγος
Κωστής Παλαμάς
Σατυρικά Γυμνάσματα
*
Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.
Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα,
το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Σε μια Βαβέλ δεμένους μάς κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε.
και στα χείλια οι καρδιές μας πάλε ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής!
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα ’ναι.
Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.
*
Οι βωμοί συντριμμένοι, και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγιάς.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια,
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.
Τ' άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε...
Φρανσίσκο Γκόγια, Ο μεγάλος τράγος
Κωστής Παλαμάς
Σατυρικά Γυμνάσματα
*
Πολεμάς να στυλώσεις, κυβερνήτη,
με τα καράβια και με τα φουσάτα
της Πολιτείας το σαλεμένο σπίτι.
Του κάκου ιδρώνεις, έμπα σ’ άλλη στράτα,
το νου μας πρώτα στύλωσε και χτίσε,
και πρώτ’ απ’ όλα αλφαβητάρι κράτα.
Δάσκαλος γίνε, αλήθεια αν ήρωας είσαι.
Σε μια Βαβέλ δεμένους μάς κρατάνε
κακά στοιχειά· το μάγεμα τους λύσε.
και στα χείλια οι καρδιές μας πάλε ας πάνε.
Σύμμετρα υψώσου, πύργε της ζωής!
Τρανοί κι αν είναι οι τάφοι, τάφοι θα ’ναι.
Στον ήλιο τόπο θέλουμε κι εμείς.
*
Οι βωμοί συντριμμένοι, και σβησμένα
τα πολυκάντηλα όλα της λατρείας.
Ούτ’ η Αθηνά, πολεμική παρθένα,
και μήτε η ευλογία της Παναγιάς.
Σ’ αρχαία και νέα, παλάτια και ρημάδια
τ’ άδειο παντού· το κρύο της αθεΐας.
Σαν αγριμιών και σαν αρνιών κοπάδια,
ζουν οι ζωές, τρων, τρώγονται και πάνε.
Κι απάνου απ’ όλα των θεών τα βράδια
υπέρθεα ξωτικά φεγγοβολάνε
μακριά από μας Ιδέα και Επιστήμη.
Βάρβαροι σε ναούς τις προσκυνάνε.
Τ' άτι σου ακόμα μας πατά, Μπραΐμη!
Τρίτη 14 Ιουνίου 2016
ο δρόμος χθες το βράδυ...
κι ήτανε μια παράσταση και θλιβερή κι ωραία.
Κι έβγαινε, Θέ μου! κι η νυχτιά καθώς επαρασταίναν,
κι έβγαινε, Θέ μου! κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία...
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1954, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Λάμπρος Πορφύρας
Το θέατρο
Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.
Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.
Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.
Κι έβγαινε, Θέ μου! κι η νυχτιά καθώς επαρασταίναν,
κι έβγαινε, Θέ μου! κι έριχνε τη μαύρη της αυλαία...
Γιάννης Σταύρου, Διαγώνιος 1954, Θεσσαλονίκη, λάδι σε καμβά
Λάμπρος Πορφύρας
Το θέατρο
Δὲν ξέρω πῶς νὰ σοῦ τὸ εἰπῶ. Μὰ ὁ δρόμος, χθὲς τὸ βράδυ,
μὲς στὴ σταχτιὰ τὴ συννεφιὰ σὰ θέατρο εἶχε γίνει.
Μόλις φαινόταν ἡ σκηνὴ στ᾿ ἀνάριο τὸ σκοτάδι
καὶ σὰ σκιὲς φαινόντανε μακριά μου οἱ θεατρίνοι.
Τὰ σπίτια πέρα κι οἱ αὐλὲς καὶ τὰ κλωνάρια ἀντάμα
ἔλεγες κι ἦταν σκηνικὰ παλιὰ καὶ ξεβαμμένα,
κι ἐκεῖνοι ἐβγαίναν κι ἔπαιζαν τ᾿ ἀλλόκοτό τους δράμα,
κι ἄκουγες βόγκους κι ἄκουγες καὶ γέλια εὐτυχισμένα.
Ἐγὼ δὲν ξέρω. Ἐβγαίνανε κι ἐσμίγαν κι ἐπαγαίναν
κι ἤτανε μιὰ παράσταση καὶ θλιβερὴ κι ὡραία.
Κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἡ νυχτιὰ καθὼς ἐπαρασταίναν,
κι ἔβγαινε, Θέ μου! κι ἔριχνε τὴ μαύρη της αὐλαία.
Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016
Τόξο του κύκλου απ’ τη ζωή μου...
Στον ήσκιο που τη νύχτα λιμνάζει,
Κι ούτε ένα πέρασμα δεν μου ανοίγεται
Απ’ τους ηδυπαθείς του αίματος μου παφλασμούς...
Γιάννης Σταύρου, Πεύκα μέσα στη νύχτα, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Σαλβατόρε Κουαζίμοντο
Το τελευταίο τόξο
Άφάνησε με, Κύριε, να μην ακούω
Το γδύσιμο των στομωμένων χρόνων, δώσε
Στη δεδομένη της χειρονομία να τραπεί η οδύνη :
Το έσχατο μου απέμεινε
Τόξο του κύκλου απ’ τη ζωή μου.
Κάνε με αέρα που αλητεύει ευτυχισμένος,
Κριθάρι, σπάρτο, ίσως λέπρα
Που τη γνωρίζεις μόνο από το ξέσπασμα της.
Ας μου είναι εύκολο να σε αγαπήσω
Στο χορτάρι που αντρειεύει στο φως,
Στις πτυχές που μετρούνε τα χρόνια στη σάρκα
Επεχείρησα τη ζωή :
Καθένας, ξυπόλητος
Γονατίζει στην αναζήτηση.
Ακόμη με αφήνεις: Μόνο
Στον ήσκιο που τη νύχτα λιμνάζει,
Κι ούτε ένα πέρασμα δεν μου ανοίγεται
Απ’ τους ηδυπαθείς του αίματος μου παφλασμούς.
(μετ. Χρίστος Κρεμνιώτης)
Κυριακή 12 Ιουνίου 2016
Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου...
Το καλοκαίρι κύλησε πολύ γλυκά. Ξεχάσαμε
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Θέλω λυπητερά τραγούδια
Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
καυτό σακατεμένο μου διαμάντι
γυμνό κορμί της θάλασσας που έπαιξες
χορδές του αέρα μέσα στα μαλλιά μου
Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
ηλεκτρισμένα μάτια στο σιργιάνι
η μουσική στα σφαιριστήρια της αγάπης
το πυροτέχνημα τού ήλιου στη φωνή μου
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω
Αποστασία
Το καλοκαίρι κύλησε πολύ γλυκά. Ξεχάσαμε
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη.
Ωραία πέρασε το καλοκαίρι μας, η αισθηματική μουσική, τα γραμμόφωνα,
τα πάρτυ στην ταράτσα της έπαυλης
και μας κερνούσανε τα δυνατά λικέρ κι ύστερα έρχονταν
οι αναπαυτικές σαιζ-λογκ κι ο εύκολος έρωτας
και το φθινόπωρο θα βάραινε μονάχα σαν μια καινούργια αρχή.
Ζήσαμε ένα εξαίσιο καλοκαίρι.
Κι είναι ο Οκτώβρης ένας μήνας στρυφνός και παράξενος
τώρα που έχουμε ξεμάθει πια την άσκηση
και τη σπατάλη της θυσίας.
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη...
Γιάννης Σταύρου, Ελαιώνας στην Αττική, λάδι σε καμβά
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου
Θέλω λυπητερά τραγούδια
Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
καυτό σακατεμένο μου διαμάντι
γυμνό κορμί της θάλασσας που έπαιξες
χορδές του αέρα μέσα στα μαλλιά μου
Θέλω λυπητερά τραγούδια καλοκαίρι μου
ηλεκτρισμένα μάτια στο σιργιάνι
η μουσική στα σφαιριστήρια της αγάπης
το πυροτέχνημα τού ήλιου στη φωνή μου
Κατεδαφίζονται τα καλοκαίρια στη σειρά
όσο παλιώνω
Αποστασία
Το καλοκαίρι κύλησε πολύ γλυκά. Ξεχάσαμε
την άσκηση του νου, τους δύσκολους καιρούς της εγκαρτέρησης,
την καθαρή ανάμνηση δίχως επιστροφή ταχυδρομείου,
την προσευχή γι’ αυτούς που ορίσανε τυραννικά τη σκέψη.
Ωραία πέρασε το καλοκαίρι μας, η αισθηματική μουσική, τα γραμμόφωνα,
τα πάρτυ στην ταράτσα της έπαυλης
και μας κερνούσανε τα δυνατά λικέρ κι ύστερα έρχονταν
οι αναπαυτικές σαιζ-λογκ κι ο εύκολος έρωτας
και το φθινόπωρο θα βάραινε μονάχα σαν μια καινούργια αρχή.
Ζήσαμε ένα εξαίσιο καλοκαίρι.
Κι είναι ο Οκτώβρης ένας μήνας στρυφνός και παράξενος
τώρα που έχουμε ξεμάθει πια την άσκηση
και τη σπατάλη της θυσίας.
Σάββατο 11 Ιουνίου 2016
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας...
Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει...
Γιάννης Σταύρου, Πορεία στο κύμα, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Σκάκι
Ι
Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.
Μέσα, τα πιόνια αναδίνουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, διαγώνιοι αξιωματικοί.
Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πια εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί να επιμένει.
Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.
ΙΙ
Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμήχανος, βασιλιάς ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου.
Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τούς ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.
Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.
Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα τάχα ποιος θεός πίσω από τον Θεό, κινεί αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;
[Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Ο δημιουργός, “EL HACEDOR”, 1960), Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006]
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει...
Γιάννης Σταύρου, Πορεία στο κύμα, λάδι σε καμβά
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Σκάκι
Ι
Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.
Μέσα, τα πιόνια αναδίνουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, διαγώνιοι αξιωματικοί.
Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πια εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί να επιμένει.
Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.
ΙΙ
Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμήχανος, βασιλιάς ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου.
Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τούς ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.
Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.
Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα πιόνια.
Μα τάχα ποιος θεός πίσω από τον Θεό, κινεί αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;
[Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Ο δημιουργός, “EL HACEDOR”, 1960), Μετάφραση, Εισαγωγή, Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006]
Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016
το τραγούδι του ανορθολογισμού...
Φοβάμαι ότι καθώς πλησιαζει το τελος της χιλιετηρίδας, η ψευδο-επιστήμη και η δεισιδαιμονία θα φαίνονται χρόνο με το χρόνο πιο δελεαστικές· το τραγούδι του ανορθολογισμού της σειρήνας πιο ηχηρό και ελκυστικο...
*
I worry that, especially as the Millennium edges nearer, pseudoscience and superstition will seem year by year more tempting, the siren song of unreason more sonorous and attractive.
Carl Sagan, The Demon-Haunted World: Science as a Candle in the Dark
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Καρλ Σαγκάν
Αποφθέγματα
Ζούμε σε μια κοινωνία απολύτως εξαρτώμενη από την επιστήμη και την τεχνολογία, όπου σχεδόν κανένας δεν ξέρει τίποτα για την επιστήμη και την τεχνολογία.
Δεν μπορείς να πείσεις έναν πιστό για τίποτε. Επειδή η πίστη του δεν βασίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε μια βαθιά ριζωμένη ανάγκη για να πιστέψει.
Δεν έχει κανείς την απαίτηση από το σύμπαν να εναρμονίζεται πλήρως με την ανθρώπινη φιλοδοξία.
Φοβάμαι ότι καθώς πλησιαζει το τελος της χιλιετηρίδας, η ψευδο-επιστήμη και η δεισιδαιμονία θα φαίνονται χρόνο με το χρόνο πιο δελεαστικές· το τραγούδι του ανορθολογισμού της σειρήνας πιο ηχηρό και ελκυστικο...
*
I worry that, especially as the Millennium edges nearer, pseudoscience and superstition will seem year by year more tempting, the siren song of unreason more sonorous and attractive.
Carl Sagan, The Demon-Haunted World: Science as a Candle in the Dark
Γιάννης Σταύρου, Καφές και βιβλία, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Καρλ Σαγκάν
Αποφθέγματα
Ζούμε σε μια κοινωνία απολύτως εξαρτώμενη από την επιστήμη και την τεχνολογία, όπου σχεδόν κανένας δεν ξέρει τίποτα για την επιστήμη και την τεχνολογία.
Δεν μπορείς να πείσεις έναν πιστό για τίποτε. Επειδή η πίστη του δεν βασίζεται σε αποδείξεις, αλλά σε μια βαθιά ριζωμένη ανάγκη για να πιστέψει.
Δεν έχει κανείς την απαίτηση από το σύμπαν να εναρμονίζεται πλήρως με την ανθρώπινη φιλοδοξία.
Φοβάμαι ότι καθώς πλησιαζει το τελος της χιλιετηρίδας, η ψευδο-επιστήμη και η δεισιδαιμονία θα φαίνονται χρόνο με το χρόνο πιο δελεαστικές· το τραγούδι του ανορθολογισμού της σειρήνας πιο ηχηρό και ελκυστικο...
Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016
Όσκαρ Γουάιλντ: Περί τέχνης...
Η Τέχνη ποτέ δεν εκφράζει άλλο από τον εαυτό της...αναπτύσσεται μόνο
στις δικές της γραμμές. Δε συμβολίζει κανένα αιώνα. Οι αιώνες είναι δικά
της σύμβολα...
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς. λάδι σε καμβά
Όσκαρ Ουάιλντ
Αφορισμοί
Γιάννης Σταύρου, Γαλατάς. λάδι σε καμβά
Όσκαρ Ουάιλντ
Αφορισμοί
- Η ζωή μιμείται την τέχνη πολύ περισσότερο απ'όσο η τέχνη μιμείται τη ζωή.
- Η ζωή όχι μόνο κερδίζει από την τέχνη πνευματικότητα, βάθος στοχασμού κι' ασθήματος, ψυχικό σάλο ή ψυχική γαλήνη, αλλά μπορεί και να διαμορφώσει τον εαυτό της στις ίδιες τις γραμμές και τα χρώματα της τέχνης.
- H Ζωή είναι της Τέχνης ο καλύτερος, της Τέχνης ο μοναδικός μαθητής.
Τα πράγματα υπάρχουν γιατί τα βλέπουμε - το τι βλέπουμε και πως το βλέπουμε εξαρτάται από τις τέχνες που μας έχουν επηρεάσει. - Σήμερα οι άνθρωποι βλέπουν ομίχλες, όχι γιατί υπάρχουν ομίχλες, αλλά γιατί ζωγράφοι και ποιητές τους έμαθαν τη μυστηριώδη ομορφιά που βρίσκεται σ'αυτές τις εντυπώσεις.
- Από πού αλλού, παρά από τους Ιμπρεσιονιστές, παίρνουμε εκείνες τις θαυμάσιες καταχνιές, που σέρνονται στους δρόμους μας. Σε ποιόν άλλον παρά σ'αυτούς χρωστούμε τις όμορφες ασημένιες ομίχλες που κάθονται πάνω στο ποτάμι μας και μεταβάλλουν σε αχνές μορφές, γεμάτες μαραμένη χάρη, τ'αψιδωτά γεφύρια και τις μαούνες που σαλεύουν.
- Η Ζωή κρατάει τον καθρέφτη μπροστά στην Τέχνη και είτε αναπαράγει κανένα παράξενο τύπο, που τον επινόησε ένας ζωγράφος ή ένας γλύπτης, είτε πραγματοποιεί σε γεγονότα εκείνο που κάποιος ονειρεύτηκε σε μύθο.
- Κανένα πράγμα δε βλέπει κανεις, ως τη στιγμή που θα δει την ομορφιά του. Τότε και μόνον τότε, το πράγμα βγαίνει από την ανυπαρξία.
- Αιώνες ολόκληρους μπορεί να υπήρχαν ομίχλες στο Λονδίνο. Κανένας όμως δεν τις είδε...Ήσαν ανύπαρκτες, ως τη στιγμή που η Τέχνη τις ανακάλυψε.
- Η Τέχνη ποτέ δεν εκφράζει άλλο από τον εαυτό της...αναπτύσσεται μόνο στις δικές της γραμμές. Δε συμβολίζει κανένα αιώνα. Οι αιώνες είναι δικά της σύμβολα.
Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016
Όταν θα γίνω γέρος...
Να μην το παρακάνω στην τήρηση αυτών των κανόνων, από φόβο μήπως δεν τηρήσω κανέναν.
Τζόναθαν Σουίφτ
Όταν θα γίνω γέρος
Τζόναθαν Σουίφτ
Όταν θα γίνω γέρος
Τζόναθαν Σουίφτ, Επιλογή από έργο του, Εισαγωγή-Μετάφραση Δημ. Κορδοπάτης
Εκδόσεις Στιγμή (σελ. 113, 114)
Τρίτη 7 Ιουνίου 2016
παρά μόνο στο Λιμάνι...
Τότε μόνο, λυτρωμένος απ' της γης την ιστορία,
μέσ' στων κόσμων και των άστρων την ατέρμονη πορεία...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Πειραιά, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Κούραση
Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
μέσ' στων κόσμων και των άστρων την ατέρμονη πορεία...
Γιάννης Σταύρου, Λιμάνι Πειραιά, λάδι σε καμβά (λεπτομέρεια)
Ναπολέων Λαπαθιώτης
Κούραση
Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!
Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!
Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016
Ήτο αρχάς θέρους...
εις τον βορεινόν εκείνον άγριον βράχον του πελάγους, όπου ο Βορράς, ως να ήτο αυτός ο Παν ο μέγας, ζωντανός ακόμη, δεν έπαυε να φυσά την πελώριον σύριγγα, βόσκων
τα λευκόχαιτα πρόβατά του, τα κύματα. Και όμως δι᾿ όλους σχεδόν ο
βράχος εφαίνετο να σαλεύει...
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Επιμηθείς εις τον βράχον
Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ ― εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βορρᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πὰν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾷ τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.
Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 ― τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτό ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία!
Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῷ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖος!), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα, γλυκὰ τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωινὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν κ᾿ ἐξέπλευσαν. Ὤ, τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! Ὤ, δὴ ἄϊλς ὂβ Γκρήϊς!… ἠτέρναλ σόμμερ γκὶλδς δὲμ γιέτ1.
Μὲ τὰς κώπας διέσχισαν τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ λιμένος, παρέπλευσαν τὸ ὀγκῶδες Μπούρτσι, τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ― ὅταν ἐφεύγαμεν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σχολειό, ἐπαίρναμεν ἀναρώτα* καμμίαν βάρκαν, ἢ ἐτρέχαμεν ἀπὸ γιαλὸν εἰς γιαλόν, κ᾿ ἐκολυμβούσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς δελφίνια. Ὑπερέβησαν τὰ λευκὰ Λαζαρέτα μὲ τὴν ὡραίαν ἀποβάθραν καὶ τὰς μαρμαρίνας βαθμίδας. Διέβησαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκό, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μπούταν ― ἄκραν ἀπότομον τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, μὲ τόσους ἀπεσπασμένους σπαρτοὺς βράχους, ὅπου, ὅταν ἤμην παιδίον, καὶ παρέπλεα τυχὸν ἐκεῖ, ἐφανταζόμην πὼς ἔβλεπα τὸ φάσμα τοῦ γερο-Μιτζέλου ―ὁ γέρων εἶχε πνιγῆ εἰς τὰ ὡραῖα γαλανὰ νερὰ ἐκεῖ, ἐνῷ ἠσχολεῖτο θηρεύων κοχύλια καὶ πεταλίδες― καὶ εἰς τὰ δύο νοτιανατολικὰ νησιά, τὴν Ἄρκον, τὴν πρασινοβολοῦσαν καὶ στολισμένην μὲ λευκὴν τραχηλιάν, καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, μικράν, δειλήν, κρύπτουσαν τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.
Εἶτα ἐπρόβαλαν εἰς τὸ πέλαγος ― εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων· ἔβαλαν πλώρην κατὰ τὸν Βορρᾶν. Ἡ αὐγὴ ἀπὸ πορφυρᾶς εἶχε γίνει ροδίνη, εἶτα χρυσῆ. Ἡ θάλασσα εὐμενὴς φαίνεται νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ τόσα θεσπέσια κάλλη, καὶ ὀρχεῖται φαιδρά, πλήττουσα τὴν στείρην ―καρίναν― τῆς ἀκάτου. Τὸ ἀπόγειον ὡς γλυκεῖα μητρικὴ θωπεία φυσᾷ, ψιθυρίζον ἔρωτας καὶ θάλπος ἑστίας εἰς τὰ ὦτα. Ἔκαμαν πανιά. Καὶ πλέουν, πλέουν. Ὤ, ἰδού, τ᾿ Ἀραπάκια, οἱ ἀμαυροὶ σκόπελοι, μὲ τὰς κορυφάς των, ποὺ γυαλίζουν ἀμυδρά, σεμνά, ὡς κοράλλια, εἰς τὴν ἑωθινὴν ἀκτῖνα. Διατί συνθλίβετε οὕτω τὸ κῦμα, καὶ κάμνετε νὰ κοχλάζουν τὰ νερά, ἀνάμεσα εἰς τὰς σκληρὰς σιαγόνας σας;
―Ὤ, φανῆτε εὐμενῆ πρὸς τοὺς πλέοντας ναυβάτας, ὦ πατριωτικὰ Ἀραπάκια.
Καὶ πλέουν, πλέουν. Ἰδοὺ τὸ Ἀσπρόνησο ― ὁ πάλλευκος βράχος, οἱ ἀποθέται, ὅπου ρίχνουν τὰ κουνέλια, καὶ ὅπου πηγαίνουν οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ ἔρριψαν διὰ νὰ τὰ κυνηγοῦν. Δὲν ἀκοῦτε γαυγίσματα παραπονετικὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχόμενα, ὦ ναυβάται; Κάποιος εἶχε ρίψει τὸν σκύλον του ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλ᾿ ὁ σκύλος ἔπεσε πάλιν κολύμβι, κ᾿ ἐπανῆλθε πρὸς τὸν ἀφέντην του.
Ἰδού, ἔφθασαν εἰς τὸν Σιδεριᾶν, ἢ τὰ Σιδερονήσια. Πέτραι καὶ βράχοι ὅπου ἐπάγωσεν ἐπάνω σας τὸ χρῶμα τῆς τρικυμίας κ᾿ ἐκρυσταλλώθη τὸ φύσημα τοῦ Βορρᾶ, εἴθε νὰ μεταδίδετε διὰ πάντοτε τὴν ὄψιν καὶ τὴν πνοὴν αὐτὴν εἰς τοὺς ἁρμοὺς καὶ τὰ νεῦρα τῶν ποντοπόρων [τῶν] βιοπαλαιστῶν μας.
Τέλος, μὲ τὴν γενναίαν συναγρίδα ὡς γέρας, τῶν πρωινῶν θαλασσίων ἀγώνων των τὸ ἔπαθλον, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Σπηλιάν. Ἐπλησίαζον ἤδη εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, εἰς τὸν βορεινὸν Βράχον. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἐκεῖ ―nos te facimus, Fortuna, deam!*― συνέβη νὰ συναντήσουν εἰς τὸ πέλαγος, τί; ἓν πλοῖον, ἁπλῶς. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον προήρχετο ἀπὸ μίαν τῶν Κυκλάδων τῶν οἰνοφόρων ―τὴν Κέαν ἢ τὴν Πάρον, δὲν ἐνθυμοῦμαι― κ᾿ ἔπλεε διὰ Θεσσαλονίκην φορτωμένον κρασιά.
Ἡ ὁμὰς τῶν πανηγυριστῶν δὲν ἦτο ἀπρομήθευτος· ὁ τόπος των δὲν ἦτο ἄοινος. Εἶχαν πάρει μαζί τους δαμετζάναν πλήρη, προσέτι δύο φλάσκες μαύρου· εἶτα ἄλλας δύο, τὴν μίαν ἐκ κεφαλοκρούστου ροδίτου, τὴν ἄλλην μοσχάτου ξανθοῦ. Ἀλλά… νὰ συναντήσῃ τις παρ᾿ ἐλπίδα εἰς τὸ πέλαγος κρασοκάικο γεμᾶτο, καὶ νὰ πωλῇ πρὸς 12 λεπτὰ τὴν ὀκάν… εἶναι τόσον ἐκπληκτικὸν τὸ πρᾶγμα… «Ἡμεῖς σὲ ποιοῦμεν θεάν, ὦ Τύχη».
Τὸ συμβούλιον ἐντὸς τῆς βάρκας ἐν ἀκαρεῖ διεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν. Ἀγγεῖον ἄλλο εὔκαιρον δὲν εἶχον, εἰμὴ τὴν ρακολαγήναν, 22 ὀκάδας χωροῦσαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν πάρει γεμάτην νερὸν ἀπὸ τὸν λιμένα. Ἐχύθη εἰς τὴν θάλασσαν τ᾿ ὀλίγον νερὸν τὸ ὁποῖον εἶχε μείνει ἀκόμη, καὶ ἡ μεγάλη λάγηνος ἐγεμίσθη οἴνου διάρμενα ἢ ὑπέρκαλα, ἂν θέλετε, δηλαδὴ ἀπὸ κωπαστὴν εἰς κωπαστὴν τῶν δύο πλοίων.
Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία, καὶ ἦσαν ἤδη εἰς τὰ μισὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ κὺρ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, πιστὸς καὶ ἀξιαγάπητος φίλος, εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὲ κατηχῇ καὶ νὰ μὲ πείθῃ ―διότι εὑρέθην κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ· ἀληθινά, δὲν εἶχα ὑπάγει μὲ τὴν βάρκαν, ἀλλὰ μὲ τοὺς πόδας μου― ὅτι ἔπρεπεν ἐξάπαντος ν᾿ ἀρχίσω τέλος πάντων νὰ σκέπτωμαι ὀρθότερα περὶ τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ μου, καὶ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ κάμω καλὴν ἀρχὴν νὰ… βγάζω λόγους εἰς τὸ δημόσιον.
― Τί κρύβεις τὸ τάλαντον, μοῦ ἔλεγε, βρὲ ἀδερφέ; Θὰ δώσῃς λόγο, νὰ τὸ ξέρῃς. Κρῖμας τὸ νάμι* καὶ τὸ καμάρι, κρῖμας τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα, κρῖμας! Τί σοῦ χρειάζονται τὰ τόσα γράμματα κ᾿ οἱ ἀγκοῦτσες*, τί σὲ ὠφελοῦν οἱ γιῶτες καὶ τὰ ψηφιά, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κιτάπια κι ὁ ἄμπακος*; Νά τώρα, ἡμεῖς ὅλοι εἴμαστε, νὰ ποῦμε τὴν μαύρη ἀλήθεια, κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα, καψάλες. Τώρα ποὺ θὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ πῇ τὸ Βγαγγέλιο ―Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ!― τί θὰ καταλάβωμε ἡμεῖς; Ἀνέβα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, κι ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ μᾶς ξηγήσῃς, νὰ μᾶς φωτίσῃς ― ἴσως καὶ νοιώσουμε κ᾿ ἡμεῖς τίποτα.
Ἡ ὁρμὴ τοῦ φίλου μου διεκόπη ἀπὸ τὴν τροπὴν καὶ τὴν συνέχειαν τῆς Ἀκολουθίας. Παιδία καὶ γυναῖκες ὀλίγαι (ὅλος ὁ ἀριθμὸς τῶν πανηγυριστῶν μόλις ἔφθανε τὰς 40 ψυχάς) ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον κρατοῦσαι ἀνημμένα κηρία καὶ λαμπάδας καὶ ἀνέβησαν τὰς δύο βαθμίδας πρὸς τὴν χαμηλὴν ταράτσαν, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς. Ἦτο ἐρείπιον παλαιᾶς οἰκίας, καὶ εἶχεν ἰσοπεδωθῆ ἀρτίως διὰ τὴν εὐκολίαν τῶν προσκυνητῶν. Στενὸν ἐχώριζε τὸ ἐρείπιον τοῦτο ἀπὸ τοῦ ναοῦ, καὶ ἀντικρύ μας ἦτο ἡ μεσημβρινὴ θύρα τῆς ἐκκλησίας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθεν ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας, προπορευομένων μανουαλίων καὶ λαμπάδων, μὲ τὸ θυμιατὸν καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Ἐτελεῖτο ἡ Λιτὴ τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας μὲ τὴν ὡραίαν φωνὴν καὶ τὸ παράστημά του, μουσικὸς τέλειος, ἔψαλλε τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθέστατον: «Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθες, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε».
Ὁ πάτερ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἑλκυσθῆ νὰ ἔλθῃ, ἀσυνήθως ὅλως, ὡς συνέκδημος καὶ ψάλτης, εἰς τὴν μικρὰν πανήγυριν. Ὅταν εἶδε τὴν μεγάλην λάγηνον γυρτήν, μὲ τὸν κοκκινωπὸν ἀφρὸν εἰς τὸ στόμιον, ἐτρόμαξε κ᾿ ἐνουθέτησε τὴν φιλικὴν παρέαν, «νὰ φυλαχθοῦν μὴν πέσουν εἰς ἀκρασίαν».
Εἰς τὸ πρόχειρον λογοπαίγνιον, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑταίρων, ἀπήντησεν:
―Ἂς εἶναι· καλύτερα νὰ σᾶς μείνῃ τὸ κρασί, παρὰ νὰ μείνετε, ὅπως λέγεις, χωρὶς κρασί!
Τότε ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φυλαχθοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν «κρασοκατάνυξιν» καὶ ἀνέμνησε τὸν στίχον τοῦ ψαλτηρίου «Ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως».
Καὶ δὲν ἐγλύτωσαν τῷ ὄντι ἀπὸ ὅ,τι ἐφοβοῦντο. Πράγματι δὲν εἶχον ἄλλο ἀγγεῖον ἀπὸ τὴν στάμναν ἱκανῶς εὐρὺ διὰ νὰ μεταφέρουν νερόν, κ᾿ ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα.
Ἐτελείωσεν ἡ Λιτή, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ὁ Ἑσπερινός, καὶ εἶτα ἤρχισεν ἡ Ἀνάγνωσις τοῦ συνήθους «Λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν». Τὸ πλῆθος ἐδίψα. Ὀλίγοι ἀπετόλμησαν νὰ πίουν ἀπὸ τὴν παλαιὰν στέρναν. Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης, παλαιὸς φίλος μου, ἤκουσε πολλὰς παρὰ πολλῶν ἱκεσίας, τώρα ποὺ εἶχεν ἀδειάσει τέλος ἡ στάμνα μὲ τὸ κρασί, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει δεμένον ἔξω εἰς τὴν χέρσον ―μέσα εἰς τὸ κατερειπωμένον χωρίον δὲν ὑπῆρχε τίποτε πρὸς βοσκήν· ἄλλως τ᾿ ἀχθοφόρα τετράποδα δὲν ἠδύναντο ν᾿ ἀνέλθωσι τὰ σκαλοπάτια, δι᾿ ὧν ἄνθρωποι ἢ ἐρίφια ἀνέβαινον εἰς τὸν βράχον― νὰ ὑπάγῃ, λέγω, νὰ φέρῃ νερὸν ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρισχίλια βήματα ἔξω εἰς τὴν ξηράν. Ἦτο ἤδη μεσάνυχτα καὶ σελήνη δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ὡς εἰκός, πίπτει ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀλλ᾿ ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης δὲν θὰ ἐχρειάζετο παρακλήσεις διὰ νὰ θελήσῃ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Πλὴν πῶς; Ὁ Σταμάτης δὲν ἦτο ὁ μόνος ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν τοῦ Σωφρονίου καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίλεξιν τοῦ παπ᾿ Ἀνδρέα. Δὲν ἦτο εἰς θέσιν ὥστε νὰ εἰσακούσῃ τὴν παράκλησιν.
Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅταν ἤμην παιδίον, ἐσυνήθιζα νὰ τὸν προσαγορεύω ὡς ἑξῆς:
― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;
Ποτὲ δὲν ἔμαθα τί ἐσήμαινεν ἡ φράσις αὕτη. Ἤκουα ἕνα μεγάλον ἐξάδελφόν μου, μᾶλλον ὁμήλικον τοῦ Σταμάτη, νὰ τὸν χαιρετίζῃ πάντοτε μὲ τὴν φράσιν αὐτήν, τὸν ἐμιμούμην ὡς ψιττακὸς κ᾿ ἐγώ. Τώρα μόνον συμπεραίνω ὅτι ὁ Σταμάτης, νυμφευθεὶς κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, θὰ ἔκαμε πενθερὸν Ἀλβανόν τινα ἢ Σλαβόφωνον μετανάστην, ὅστις, εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός (ἐπειδὴ συνήθεια ἦτο εἰς τὸν τόπον νὰ δίδωσι καὶ οἰκίαν ὡς προῖκα), ἐκλιπαρῶν ἴσως τὸν γαμβρὸν καὶ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσῃ νὰ μὴν ἀπαιτῇ καὶ τὴν μόνην πενιχρὰν οἰκίαν σιμὰ εἰς τὴν ἄλλην προῖκα, θὰ ἔλεγε:
― Σταματέλο, Σταματέλο. Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;
Τὴν προτεραίαν ἀκόμη ὁ Σταμάτης, οἰκογενειακός μου φίλος, μαθὼν ὅτι ἔμελλον νὰ συμμετάσχω τῆς ἐκδρομῆς, μοὶ εἶχε προσφέρει τὸ ὀνάριον διὰ νὰ καβαλικέψω· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην, προτιμήσας νὰ ὑπάγω πεζός. Καὶ τώρα ἐνθυμηθεὶς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἀστεϊσμόν, ἀπηύθυνα αὐτῷ τὸν λόγον:
― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ… λαήνα;
― Πῶς νὰ τὸ πάρω, μοῦ ἀπήντησεν· ἡ βάρκα σαλεύει… κάνει νερά!
Καὶ ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν βάσιν ἑτοιμορρόπου χαμηλοῦ τοίχου.
― Τώρα, τί λένε μέσα; Καταλαβαίνω ἐγὼ τίποτα;… Ὅπως ὁ φιλάργυρος μὲ τὸν θησαυρό του, τὸ ἴδιο καὶ σὺ μὲ τὰ γράμματά σου· τὰ κρύβεις, τὰ χώνεις βαθιά. Τί κατάλαβες; Τί θὰ καταλάβῃς; Μ᾿ αὐτὰ θὰ σὲ θάψουν· τὸ ἴδιο ὅπως ὁ γερο-Ματσούκας (ἐννόει ἕνα ἐντόπιον κεφαλαιοῦχον) μὲ τὰ γρόσια τὰ πολλά! Τόσοι ψευτοφυλλάδες* μὲ κάτι κολλυβογράμματα, τόσοι ψευτοδικολάβοι μὲ τὶς ἑλληνικοῦρές τους, καὶ κάνουν φιγούρα… καὶ σὺ κάθεσαι στὴν ἄκρη, βρὲ ἄνθρωπε, καὶ δὲν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσῃς… Δὲ σ᾿ ἄκουσα ποτέ μου νὰ μιλῇς περὶ γραμμάτου καὶ σύ, μόνε τὰ λίγα λόγια ποὺ βγάζεις μὲ τὴν τσιμπίδα ἀπ᾿ τὸ στόμα σου, τὰ λὲς χωριάτικα, τὸ ἴδιο σὰν ἐμένα… Κρῖμα στὰ γράμματα! Κρῖμας!
Θὰ ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἐβγῆκε ὁ παπὰς νὰ μᾶς θυμιάσῃ, εἰς τὸν Β´ Πολυέλεον, κ᾿ ἐπωφεληθεὶς ἐγὼ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν.
Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσαν οἱ κανονιοβολισμοί. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ παπὰς ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρον, ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.
Ἐκαθίσαμεν νὰ πίωμεν τὸν καφέν. Πλησίον μου ἦτο ὁ φίλος μου ὁ Κόκκινος.
― Τώρα λοιπόν, ὅλα μας καλά, ἤρχισε τρίτην ἔφοδον οὗτος, μονάχα πὼς δὲν ἐκαταλάβαμε τίποτε. Ἄνοιξε καὶ σὺ τὸ στόμα σου κ᾿ εἰπὲ δυὸ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃς…
Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐβάσταξα, καὶ ἠναγκάσθην ν᾿ ἀπαντήσω.
― Δὲν θέλετε νὰ φωτισθῆτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μένετε ἀφώτιστοι.
― Γιατί, πῶς; Δὲ σὲ καταλαβαίνω.
― Τὴν ἄκουσες πρωτύτερα, ἀποβραδύς, τὴν Ἀνάγνωση;
― Τὸ Συναξάρι;
― Ναί.
―Ὄχι, δὲν ἄκουσα· εἶχα κουβέντα ἐκεῖ.
― Νά, λοιπόν, ποὺ δὲν θέλεις νὰ φωτισθῇς· τὸ ἴδιο κ᾿ οἱ ἄλλοι. Ὅλα εἶν᾿ ἐξηγημένα· ὅλα τὰ ἔχει ἡ ἐκκλησία σὲ ἁπλῆ γλῶσσα. Ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε.
― Αὐτὸ εἶναι; Ἢ μήπως θέλει ὁ κόσμος, τί νὰ σοῦ πῶ, λόγο; Ἕνα πρᾶμα ποὺ νά ᾽ναι κάπως ζωντανό!
― Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά· καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτὸ… τὰ προκόψαμε.
Γιάννης Σταύρου, Εκδρομή, λάδι σε καμβά
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Επιμηθείς εις τον βράχον
Ναί, ὅλοι δὲν εἶχον πλεύσει μὲ τὰς λέμβους ἕως ἐκεῖ ― εἰς τὸν βορεινὸν ἐκεῖνον ἄγριον βράχον τοῦ πελάγους, ὅπου ὁ Βορρᾶς, ὡς νὰ ἦτο αὐτὸς ὁ Πὰν ὁ μέγας, ζωντανὸς ἀκόμη, δὲν ἔπαυε νὰ φυσᾷ τὴν πελώριον σύριγγα, βόσκων τὰ λευκόχαιτα πρόβατά του, τὰ κύματα. Καὶ ὅμως δι᾿ ὅλους σχεδὸν ὁ βράχος ἐφαίνετο νὰ σαλεύῃ.
Ἦτο ἀρχὰς θέρους, τὴν 25ην ἡμέραν τοῦ Μαΐου. Ἡ συντροφιὰ ὅλη, ἀπὸ φίλους καὶ πατριώτας ἀγαπημένους, εἶχεν ἀποφασίσει νὰ ἐκτελέσῃ θαλασσίαν ἐκδρομήν, μὲ σκοπὸν ἱεροτελεστίας ἅμα καὶ πανδαισίας διὰ τὴν ἐπαύριον, Πέμπτην τῆς Ἀναλήψεως. Ἦτο εἰς τὰ 94 ― τὸν περασμένον αἰῶνα! Ὁ βράχος, εἰς τὴν βορείαν ἐσχατιὰν τοῦ τόπου, ἦτό ποτε κωμόπολις. Ἐσώζοντο ἐκεῖ ἐξωκκλήσια. Τὸ κυριώτερον ἐξ αὐτῶν ἦτο ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖ ἐπρόκειτο νὰ ψαλῇ παννυχίς, καὶ νὰ τελεσθῇ λειτουργία!
Ἄλλοι ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν χωρίον, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, εὐλαβεῖς εἰς τὰ θεῖα ἢ φίλοι τῶν ἐκδρομῶν, μαθόντες τὸ σχέδιον, ἐπροθυμήθησαν ν᾿ ἀπέλθωσι διὰ ξηρᾶς, τρεῖς ὥρας δρόμον, εἰς τὸ αὐτὸ μέρος. Ἡ κυρίως παρέα, ὀκτὼ ἢ δέκα νέοι, ὅλοι φίλοι καὶ καλόκαρδοι, τὴν αὐγὴν τῆς Τετάρτης, ἐνῷ ἔλαμπεν εἰς τὰ σύνορα τοῦ Γραίου (ὤ, ὁ πολυπαθὴς καὶ πικροαίματος, ὁ προσφιλὴς καὶ φαεινὸς Γραῖος!), μέσα εἰς κυανᾶ καὶ πορφυρᾶ αἰθέρια χρώματα, γλυκὰ τὸ λυκαυγές, πρὶν φυσήσῃ ἀκόμη τὸ πρωινὸν μελτεμάκι, ἐπέβησαν εἰς μεγάλην βάρκαν κ᾿ ἐξέπλευσαν. Ὤ, τὰ ὡραῖα προσφιλῆ παράλια τῶν Ἑλληνικῶν νήσων! Ὤ, δὴ ἄϊλς ὂβ Γκρήϊς!… ἠτέρναλ σόμμερ γκὶλδς δὲμ γιέτ1.
Μὲ τὰς κώπας διέσχισαν τὰ γαλήνια νερὰ τοῦ λιμένος, παρέπλευσαν τὸ ὀγκῶδες Μπούρτσι, τὸ μικρὸν βραχῶδες Δασκαλειό, ὅπου κάθε βράχος διηγεῖται μίαν ἱστορίαν τῶν μαθητικῶν μας χρόνων ― ὅταν ἐφεύγαμεν κρυφὰ ἀπὸ τὸ σχολειό, ἐπαίρναμεν ἀναρώτα* καμμίαν βάρκαν, ἢ ἐτρέχαμεν ἀπὸ γιαλὸν εἰς γιαλόν, κ᾿ ἐκολυμβούσαμεν ὅλην τὴν ἡμέραν ὡς δελφίνια. Ὑπερέβησαν τὰ λευκὰ Λαζαρέτα μὲ τὴν ὡραίαν ἀποβάθραν καὶ τὰς μαρμαρίνας βαθμίδας. Διέβησαν, ἀντικρὺ εἰς τὸ ὑψηλὸν νησίδιον Μαραγκό, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μπούταν ― ἄκραν ἀπότομον τῆς ἀνατολικῆς ἀκτῆς, μὲ τόσους ἀπεσπασμένους σπαρτοὺς βράχους, ὅπου, ὅταν ἤμην παιδίον, καὶ παρέπλεα τυχὸν ἐκεῖ, ἐφανταζόμην πὼς ἔβλεπα τὸ φάσμα τοῦ γερο-Μιτζέλου ―ὁ γέρων εἶχε πνιγῆ εἰς τὰ ὡραῖα γαλανὰ νερὰ ἐκεῖ, ἐνῷ ἠσχολεῖτο θηρεύων κοχύλια καὶ πεταλίδες― καὶ εἰς τὰ δύο νοτιανατολικὰ νησιά, τὴν Ἄρκον, τὴν πρασινοβολοῦσαν καὶ στολισμένην μὲ λευκὴν τραχηλιάν, καὶ τὴν Τρυπ᾿τήν, μικράν, δειλήν, κρύπτουσαν τὸ πρόσωπον εἰς μίαν πτυχὴν ὄπισθεν τῆς ἐσθῆτος τῆς μητρός της.
Εἶτα ἐπρόβαλαν εἰς τὸ πέλαγος ― εἰς τὸ πέραμα τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων· ἔβαλαν πλώρην κατὰ τὸν Βορρᾶν. Ἡ αὐγὴ ἀπὸ πορφυρᾶς εἶχε γίνει ροδίνη, εἶτα χρυσῆ. Ἡ θάλασσα εὐμενὴς φαίνεται νὰ γλυκαίνεται ἀπὸ τὰ τόσα θεσπέσια κάλλη, καὶ ὀρχεῖται φαιδρά, πλήττουσα τὴν στείρην ―καρίναν― τῆς ἀκάτου. Τὸ ἀπόγειον ὡς γλυκεῖα μητρικὴ θωπεία φυσᾷ, ψιθυρίζον ἔρωτας καὶ θάλπος ἑστίας εἰς τὰ ὦτα. Ἔκαμαν πανιά. Καὶ πλέουν, πλέουν. Ὤ, ἰδού, τ᾿ Ἀραπάκια, οἱ ἀμαυροὶ σκόπελοι, μὲ τὰς κορυφάς των, ποὺ γυαλίζουν ἀμυδρά, σεμνά, ὡς κοράλλια, εἰς τὴν ἑωθινὴν ἀκτῖνα. Διατί συνθλίβετε οὕτω τὸ κῦμα, καὶ κάμνετε νὰ κοχλάζουν τὰ νερά, ἀνάμεσα εἰς τὰς σκληρὰς σιαγόνας σας;
―Ὤ, φανῆτε εὐμενῆ πρὸς τοὺς πλέοντας ναυβάτας, ὦ πατριωτικὰ Ἀραπάκια.
Καὶ πλέουν, πλέουν. Ἰδοὺ τὸ Ἀσπρόνησο ― ὁ πάλλευκος βράχος, οἱ ἀποθέται, ὅπου ρίχνουν τὰ κουνέλια, καὶ ὅπου πηγαίνουν οἱ ἴδιοι ποὺ τὰ ἔρριψαν διὰ νὰ τὰ κυνηγοῦν. Δὲν ἀκοῦτε γαυγίσματα παραπονετικὰ ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ βράχου κατερχόμενα, ὦ ναυβάται; Κάποιος εἶχε ρίψει τὸν σκύλον του ἐκεῖ ἐπάνω, ἀλλ᾿ ὁ σκύλος ἔπεσε πάλιν κολύμβι, κ᾿ ἐπανῆλθε πρὸς τὸν ἀφέντην του.
Ἰδού, ἔφθασαν εἰς τὸν Σιδεριᾶν, ἢ τὰ Σιδερονήσια. Πέτραι καὶ βράχοι ὅπου ἐπάγωσεν ἐπάνω σας τὸ χρῶμα τῆς τρικυμίας κ᾿ ἐκρυσταλλώθη τὸ φύσημα τοῦ Βορρᾶ, εἴθε νὰ μεταδίδετε διὰ πάντοτε τὴν ὄψιν καὶ τὴν πνοὴν αὐτὴν εἰς τοὺς ἁρμοὺς καὶ τὰ νεῦρα τῶν ποντοπόρων [τῶν] βιοπαλαιστῶν μας.
*
Τέλος ἔφθασαν ἀντικρὺ στὸ Κλῆμα· μίαν ἀπορρῶγα ἄξενον ἀκτήν. Ὁ ἥλιος
τοὺς εὗρε παρὰ τὸ στόμιον τῆς Σκοτεινῆς Σπηλιᾶς. Ὤ, ἦτο καιρὸς διὰ ν᾿
ἀνατείλῃ ἐπὶ τέλους. Θὰ ἦτο ἀνάγκη νὰ κύψουν ὅλοι οἱ ἐπιβάται, νὰ
χαμηλώσῃ καὶ ἡ βάρκα, διὰ νὰ εἰσέλθουν ἐκεῖ. Ὁ Χατζηραφτάκης, ὁ ἡγέτης
τῆς ἐκδρομῆς, καὶ ἰδιοκτήτης τῆς βάρκας ―ὅστις ἐγνώριζεν ὅλα τὰ
κατατόπια τῶν συναγρίδων καὶ φαγκριῶν, χωρὶς ἄλλως νὰ ἐπαγγέλλεται τὸν
ἁλιέα― τοὺς εἶχεν ὑποσχεθῆ μίαν συναγρίδα, 4 ὀκάδων καὶ κάτι. Ἦτο μᾶλλον
ἀρχοντόπουλον τοῦ τόπου καὶ κτηματίας, ἰσόβιος δημοτικὸς σύμβουλος ―ἂς
πεζολογήσωμεν ὀλίγον― διὰ δύο λόγους· πρῶτον, διότι ἡ κάλπη του ἦτο
πάντοτε τελευταία (καθότι δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ὅστις νὰ καλῆται Ψαρουδάκης ἢ
Ὠιμενόπουλος εἰς τὸν τόπον) καὶ δεύτερον, διότι καὶ τὰ δύο κόμματα τὸν
ἤθελαν ― αὐτὸς δὲ δὲν ἤθελε νὰ λυπήσῃ τὸ ἕν, δηλῶν ὅτι ἦτο μὲ τὸ ἄλλο.
Ἐκεῖ λοιπόν, εἰς τὴν Σκοτεινὴν Σπηλιὰν ὁ Χατζηραφτάκης ἤγρευσε τὴν
ἐπηγγελμένην συναγρίδα ἀκριβῶς τόσην, ὅσην τὴν εἶχεν ὑποσχεθῆ· τέσσαρας
καὶ μισὴν ὀκάδας τὸ βάρος.Τέλος, μὲ τὴν γενναίαν συναγρίδα ὡς γέρας, τῶν πρωινῶν θαλασσίων ἀγώνων των τὸ ἔπαθλον, ἀπεμακρύνθησαν ἀπὸ τὴν Σπηλιάν. Ἐπλησίαζον ἤδη εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, εἰς τὸν βορεινὸν Βράχον. Ἀλλὰ πρὶν φθάσουν ἐκεῖ ―nos te facimus, Fortuna, deam!*― συνέβη νὰ συναντήσουν εἰς τὸ πέλαγος, τί; ἓν πλοῖον, ἁπλῶς. Ἀλλὰ τὸ πλοῖον προήρχετο ἀπὸ μίαν τῶν Κυκλάδων τῶν οἰνοφόρων ―τὴν Κέαν ἢ τὴν Πάρον, δὲν ἐνθυμοῦμαι― κ᾿ ἔπλεε διὰ Θεσσαλονίκην φορτωμένον κρασιά.
Ἡ ὁμὰς τῶν πανηγυριστῶν δὲν ἦτο ἀπρομήθευτος· ὁ τόπος των δὲν ἦτο ἄοινος. Εἶχαν πάρει μαζί τους δαμετζάναν πλήρη, προσέτι δύο φλάσκες μαύρου· εἶτα ἄλλας δύο, τὴν μίαν ἐκ κεφαλοκρούστου ροδίτου, τὴν ἄλλην μοσχάτου ξανθοῦ. Ἀλλά… νὰ συναντήσῃ τις παρ᾿ ἐλπίδα εἰς τὸ πέλαγος κρασοκάικο γεμᾶτο, καὶ νὰ πωλῇ πρὸς 12 λεπτὰ τὴν ὀκάν… εἶναι τόσον ἐκπληκτικὸν τὸ πρᾶγμα… «Ἡμεῖς σὲ ποιοῦμεν θεάν, ὦ Τύχη».
Τὸ συμβούλιον ἐντὸς τῆς βάρκας ἐν ἀκαρεῖ διεσκέφθη καὶ ἀπεφάσισεν. Ἀγγεῖον ἄλλο εὔκαιρον δὲν εἶχον, εἰμὴ τὴν ρακολαγήναν, 22 ὀκάδας χωροῦσαν, τὴν ὁποίαν εἶχαν πάρει γεμάτην νερὸν ἀπὸ τὸν λιμένα. Ἐχύθη εἰς τὴν θάλασσαν τ᾿ ὀλίγον νερὸν τὸ ὁποῖον εἶχε μείνει ἀκόμη, καὶ ἡ μεγάλη λάγηνος ἐγεμίσθη οἴνου διάρμενα ἢ ὑπέρκαλα, ἂν θέλετε, δηλαδὴ ἀπὸ κωπαστὴν εἰς κωπαστὴν τῶν δύο πλοίων.
Καθὼς εἶχεν ἀρχίσει ἡ ἀγρυπνία, καὶ ἦσαν ἤδη εἰς τὰ μισὰ τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ κὺρ Νικολάκης ὁ Κόκκινος, πιστὸς καὶ ἀξιαγάπητος φίλος, εἶχεν ἀρχίσει νὰ μὲ κατηχῇ καὶ νὰ μὲ πείθῃ ―διότι εὑρέθην κ᾿ ἐγὼ ἐκεῖ· ἀληθινά, δὲν εἶχα ὑπάγει μὲ τὴν βάρκαν, ἀλλὰ μὲ τοὺς πόδας μου― ὅτι ἔπρεπεν ἐξάπαντος ν᾿ ἀρχίσω τέλος πάντων νὰ σκέπτωμαι ὀρθότερα περὶ τῶν πραγμάτων καὶ περὶ τοῦ ἰδίου ἑαυτοῦ μου, καὶ ὅτι ἦτο καιρὸς πλέον νὰ κάμω καλὴν ἀρχὴν νὰ… βγάζω λόγους εἰς τὸ δημόσιον.
― Τί κρύβεις τὸ τάλαντον, μοῦ ἔλεγε, βρὲ ἀδερφέ; Θὰ δώσῃς λόγο, νὰ τὸ ξέρῃς. Κρῖμας τὸ νάμι* καὶ τὸ καμάρι, κρῖμας τοὺς κόπους καὶ τὰ ἔξοδα, κρῖμας! Τί σοῦ χρειάζονται τὰ τόσα γράμματα κ᾿ οἱ ἀγκοῦτσες*, τί σὲ ὠφελοῦν οἱ γιῶτες καὶ τὰ ψηφιά, τί σοῦ χρησιμεύουν οἱ γλῶσσες καὶ τὰ κιτάπια κι ὁ ἄμπακος*; Νά τώρα, ἡμεῖς ὅλοι εἴμαστε, νὰ ποῦμε τὴν μαύρη ἀλήθεια, κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα, καψάλες. Τώρα ποὺ θὰ βγῇ ὁ παπὰς νὰ πῇ τὸ Βγαγγέλιο ―Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ!― τί θὰ καταλάβωμε ἡμεῖς; Ἀνέβα ἐκεῖ στὴν πεζούλα, κι ἄνοιξε τὸ στόμα σου νὰ μᾶς ξηγήσῃς, νὰ μᾶς φωτίσῃς ― ἴσως καὶ νοιώσουμε κ᾿ ἡμεῖς τίποτα.
Ἡ ὁρμὴ τοῦ φίλου μου διεκόπη ἀπὸ τὴν τροπὴν καὶ τὴν συνέχειαν τῆς Ἀκολουθίας. Παιδία καὶ γυναῖκες ὀλίγαι (ὅλος ὁ ἀριθμὸς τῶν πανηγυριστῶν μόλις ἔφθανε τὰς 40 ψυχάς) ἐξῆλθον ἀπὸ τὸν ναΐσκον κρατοῦσαι ἀνημμένα κηρία καὶ λαμπάδας καὶ ἀνέβησαν τὰς δύο βαθμίδας πρὸς τὴν χαμηλὴν ταράτσαν, ἐφ᾿ ἧς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς. Ἦτο ἐρείπιον παλαιᾶς οἰκίας, καὶ εἶχεν ἰσοπεδωθῆ ἀρτίως διὰ τὴν εὐκολίαν τῶν προσκυνητῶν. Στενὸν ἐχώριζε τὸ ἐρείπιον τοῦτο ἀπὸ τοῦ ναοῦ, καὶ ἀντικρύ μας ἦτο ἡ μεσημβρινὴ θύρα τῆς ἐκκλησίας. Μετ᾿ ὀλίγον ἐξῆλθεν ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας, προπορευομένων μανουαλίων καὶ λαμπάδων, μὲ τὸ θυμιατὸν καὶ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναλήψεως. Ἐτελεῖτο ἡ Λιτὴ τῆς ἀγρυπνίας. Ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας μὲ τὴν ὡραίαν φωνὴν καὶ τὸ παράστημά του, μουσικὸς τέλειος, ἔψαλλε τὸ γλυκὺ καὶ συμπαθέστατον: «Ἀνελθὼν εἰς οὐρανούς, ὅθεν καὶ κατῆλθες, μὴ ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε».
*
Εἶχε φαγωθῆ ἡ συναγρίδα ἀποβραδύς. Ἦτο Τετάρτη τῆς Ἀποδόσεως τοῦ Πάσχα,
μὲ ἰχθυοφαγίαν κανονικήν. Ἡ μεγάλη στάμνα μὲ τὸ Παριανὸν ἐπροτιμήθη,
διὰ ν᾿ ἀδειάσῃ ταχύτερον, ὅπως χρησιμεύσῃ πρὸς μεταφορὰν ὕδατος.Ὁ πάτερ Σωφρόνιος, ὁ ἡγούμενος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, εἶχεν ἑλκυσθῆ νὰ ἔλθῃ, ἀσυνήθως ὅλως, ὡς συνέκδημος καὶ ψάλτης, εἰς τὴν μικρὰν πανήγυριν. Ὅταν εἶδε τὴν μεγάλην λάγηνον γυρτήν, μὲ τὸν κοκκινωπὸν ἀφρὸν εἰς τὸ στόμιον, ἐτρόμαξε κ᾿ ἐνουθέτησε τὴν φιλικὴν παρέαν, «νὰ φυλαχθοῦν μὴν πέσουν εἰς ἀκρασίαν».
Εἰς τὸ πρόχειρον λογοπαίγνιον, ἑνὸς ἐκ τῶν ἑταίρων, ἀπήντησεν:
―Ἂς εἶναι· καλύτερα νὰ σᾶς μείνῃ τὸ κρασί, παρὰ νὰ μείνετε, ὅπως λέγεις, χωρὶς κρασί!
Τότε ὁ παπ᾿ Ἀνδρέας παρετήρησεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φυλαχθοῦν ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν «κρασοκατάνυξιν» καὶ ἀνέμνησε τὸν στίχον τοῦ ψαλτηρίου «Ἐπότισας ἡμᾶς οἶνον κατανύξεως».
Καὶ δὲν ἐγλύτωσαν τῷ ὄντι ἀπὸ ὅ,τι ἐφοβοῦντο. Πράγματι δὲν εἶχον ἄλλο ἀγγεῖον ἀπὸ τὴν στάμναν ἱκανῶς εὐρὺ διὰ νὰ μεταφέρουν νερόν, κ᾿ ἐπάνω στὸν Βράχον, ἀνάμεσα εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ παλαιοῦ χωρίου, κατ᾿ οὐσίαν νερὸν δὲν ὑπῆρχεν. Ἦτο μία παμπάλαιος στέρνα, ὄπισθεν τοῦ βορείου τοίχου τοῦ ναΐσκου, ἥτις δυνατὸν νὰ εἶχε μίαν σπιθαμὴν πρασινωποῦ ρευστοῦ, ἀλλ᾿ ἐκεῖ μέσα ἦσαν, πλωτὰ ἢ ὑποβρύχια, διάφορα ἀντικείμενα, καὶ ἄψυχα καὶ ζωντανά ― νεροφίδες, βαθράκια, πετσιά, σαπρὰ ξυλάρια, τεμάχια πλίνθων καὶ ἀσβέστου, καὶ ἄλλα.
Ἐτελείωσεν ἡ Λιτή, καὶ μετ᾿ αὐτὴν ὁ Ἑσπερινός, καὶ εἶτα ἤρχισεν ἡ Ἀνάγνωσις τοῦ συνήθους «Λόγου εἰς τὴν Ἀνάληψιν». Τὸ πλῆθος ἐδίψα. Ὀλίγοι ἀπετόλμησαν νὰ πίουν ἀπὸ τὴν παλαιὰν στέρναν. Ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης, παλαιὸς φίλος μου, ἤκουσε πολλὰς παρὰ πολλῶν ἱκεσίας, τώρα ποὺ εἶχεν ἀδειάσει τέλος ἡ στάμνα μὲ τὸ κρασί, νὰ ὑπάγῃ μὲ τὸ ὀνάριόν του, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀφήσει δεμένον ἔξω εἰς τὴν χέρσον ―μέσα εἰς τὸ κατερειπωμένον χωρίον δὲν ὑπῆρχε τίποτε πρὸς βοσκήν· ἄλλως τ᾿ ἀχθοφόρα τετράποδα δὲν ἠδύναντο ν᾿ ἀνέλθωσι τὰ σκαλοπάτια, δι᾿ ὧν ἄνθρωποι ἢ ἐρίφια ἀνέβαινον εἰς τὸν βράχον― νὰ ὑπάγῃ, λέγω, νὰ φέρῃ νερὸν ἀπ᾿ τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, τὸ ὁποῖον ἀπεῖχε τρισχίλια βήματα ἔξω εἰς τὴν ξηράν. Ἦτο ἤδη μεσάνυχτα καὶ σελήνη δὲν ὑπῆρχεν. Ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ὡς εἰκός, πίπτει ἀκριβῶς ἐπάνω στὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ.
Ἀλλ᾿ ὁ Σταμάτης ὁ Καρδασάκης δὲν θὰ ἐχρειάζετο παρακλήσεις διὰ νὰ θελήσῃ νὰ προσφέρῃ τὴν ὑπηρεσίαν αὐτήν. Πλὴν πῶς; Ὁ Σταμάτης δὲν ἦτο ὁ μόνος ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ φυλαχθῇ ἀπὸ τὴν λέξιν τοῦ Σωφρονίου καὶ ἀπὸ τὴν ἀντίλεξιν τοῦ παπ᾿ Ἀνδρέα. Δὲν ἦτο εἰς θέσιν ὥστε νὰ εἰσακούσῃ τὴν παράκλησιν.
Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὰ μικρά μου χρόνια. Ὅταν ἤμην παιδίον, ἐσυνήθιζα νὰ τὸν προσαγορεύω ὡς ἑξῆς:
― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;
Ποτὲ δὲν ἔμαθα τί ἐσήμαινεν ἡ φράσις αὕτη. Ἤκουα ἕνα μεγάλον ἐξάδελφόν μου, μᾶλλον ὁμήλικον τοῦ Σταμάτη, νὰ τὸν χαιρετίζῃ πάντοτε μὲ τὴν φράσιν αὐτήν, τὸν ἐμιμούμην ὡς ψιττακὸς κ᾿ ἐγώ. Τώρα μόνον συμπεραίνω ὅτι ὁ Σταμάτης, νυμφευθεὶς κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, θὰ ἔκαμε πενθερὸν Ἀλβανόν τινα ἢ Σλαβόφωνον μετανάστην, ὅστις, εἰς τὸ κεφάλαιον τῆς προικός (ἐπειδὴ συνήθεια ἦτο εἰς τὸν τόπον νὰ δίδωσι καὶ οἰκίαν ὡς προῖκα), ἐκλιπαρῶν ἴσως τὸν γαμβρὸν καὶ προσπαθῶν νὰ τὸν πείσῃ νὰ μὴν ἀπαιτῇ καὶ τὴν μόνην πενιχρὰν οἰκίαν σιμὰ εἰς τὴν ἄλλην προῖκα, θὰ ἔλεγε:
― Σταματέλο, Σταματέλο. Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ καλύβα;
Τὴν προτεραίαν ἀκόμη ὁ Σταμάτης, οἰκογενειακός μου φίλος, μαθὼν ὅτι ἔμελλον νὰ συμμετάσχω τῆς ἐκδρομῆς, μοὶ εἶχε προσφέρει τὸ ὀνάριον διὰ νὰ καβαλικέψω· ἀλλ᾿ ἐγὼ ἀπεποιήθην, προτιμήσας νὰ ὑπάγω πεζός. Καὶ τώρα ἐνθυμηθεὶς τὸν παλαιὸν ἐκεῖνον ἀστεϊσμόν, ἀπηύθυνα αὐτῷ τὸν λόγον:
― Σταματέλο, Σταματέλο! Θὰ τὸ παίρνῃς τὸ… λαήνα;
― Πῶς νὰ τὸ πάρω, μοῦ ἀπήντησεν· ἡ βάρκα σαλεύει… κάνει νερά!
Καὶ ἀπεκοιμήθη εἰς τὴν βάσιν ἑτοιμορρόπου χαμηλοῦ τοίχου.
*
Ἐπροχώρει ἤδη εἰς τὸν ὄρθρον ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία, καὶ ἡτοιμαζόμην νὰ
εἰσέλθω, ἐπιθυμῶν νὰ λάβω μέρος· ἀλλὰ μ᾿ ἐπρόλαβεν ὁ φίλος μου, ὁ
Νικολάκης ὁ Κόκκινος, ὁρμήσας εἰς δευτέραν ἔφοδον:― Τώρα, τί λένε μέσα; Καταλαβαίνω ἐγὼ τίποτα;… Ὅπως ὁ φιλάργυρος μὲ τὸν θησαυρό του, τὸ ἴδιο καὶ σὺ μὲ τὰ γράμματά σου· τὰ κρύβεις, τὰ χώνεις βαθιά. Τί κατάλαβες; Τί θὰ καταλάβῃς; Μ᾿ αὐτὰ θὰ σὲ θάψουν· τὸ ἴδιο ὅπως ὁ γερο-Ματσούκας (ἐννόει ἕνα ἐντόπιον κεφαλαιοῦχον) μὲ τὰ γρόσια τὰ πολλά! Τόσοι ψευτοφυλλάδες* μὲ κάτι κολλυβογράμματα, τόσοι ψευτοδικολάβοι μὲ τὶς ἑλληνικοῦρές τους, καὶ κάνουν φιγούρα… καὶ σὺ κάθεσαι στὴν ἄκρη, βρὲ ἄνθρωπε, καὶ δὲν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου νὰ μιλήσῃς… Δὲ σ᾿ ἄκουσα ποτέ μου νὰ μιλῇς περὶ γραμμάτου καὶ σύ, μόνε τὰ λίγα λόγια ποὺ βγάζεις μὲ τὴν τσιμπίδα ἀπ᾿ τὸ στόμα σου, τὰ λὲς χωριάτικα, τὸ ἴδιο σὰν ἐμένα… Κρῖμα στὰ γράμματα! Κρῖμας!
Θὰ ἐξηκολούθει νὰ λέγῃ ἀκόμη, ἀλλ᾿ ἐβγῆκε ὁ παπὰς νὰ μᾶς θυμιάσῃ, εἰς τὸν Β´ Πολυέλεον, κ᾿ ἐπωφεληθεὶς ἐγὼ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναόν.
*
Τὰ γλυκοχαράματα, ὅταν ἐμβήκαμεν εἰς τὴν λειτουργίαν, μαζὶ μὲ τὸ
ρόδισμα τὸ γλυκὺ τῆς αὐγῆς, ἠρχίσαμεν ν᾿ ἀκούωμεν κανονιοβολισμοὺς ἀπὸ
τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μοῖρα τοῦ Ἀγγλικοῦ στόλου, περιπλέουσα εἰς τὸ
Αἰγαῖον, διήρχετο περὶ τὰ Ἐρημονήσια, κ᾿ ἐξετέλει χειρισμοὺς καὶ πυρὰ
πρὸ τῆς ἀνατολῆς. Ἀφ᾿ ἑσπέρας εἴχομεν ἰδεῖ ἓν ἢ δύο θωρηκτά, πλέοντα
μακρὰν πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἐξήλθομεν κ᾿ ἐκοιτάζομεν ἀπλήστως, πρὸς ἀνατολάς.Μετ᾿ ὀλίγον ἔπαυσαν οἱ κανονιοβολισμοί. Εἰς τὴν ἀπόλυσιν τῆς λειτουργίας, ἐνῷ ὁ παπὰς ἐμοίραζε τὸ ἀντίδωρον, ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.
Ἐκαθίσαμεν νὰ πίωμεν τὸν καφέν. Πλησίον μου ἦτο ὁ φίλος μου ὁ Κόκκινος.
― Τώρα λοιπόν, ὅλα μας καλά, ἤρχισε τρίτην ἔφοδον οὗτος, μονάχα πὼς δὲν ἐκαταλάβαμε τίποτε. Ἄνοιξε καὶ σὺ τὸ στόμα σου κ᾿ εἰπὲ δυὸ λόγια, νὰ μᾶς φωτίσῃς…
Αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἐβάσταξα, καὶ ἠναγκάσθην ν᾿ ἀπαντήσω.
― Δὲν θέλετε νὰ φωτισθῆτε, καὶ γι᾿ αὐτὸ μένετε ἀφώτιστοι.
― Γιατί, πῶς; Δὲ σὲ καταλαβαίνω.
― Τὴν ἄκουσες πρωτύτερα, ἀποβραδύς, τὴν Ἀνάγνωση;
― Τὸ Συναξάρι;
― Ναί.
―Ὄχι, δὲν ἄκουσα· εἶχα κουβέντα ἐκεῖ.
― Νά, λοιπόν, ποὺ δὲν θέλεις νὰ φωτισθῇς· τὸ ἴδιο κ᾿ οἱ ἄλλοι. Ὅλα εἶν᾿ ἐξηγημένα· ὅλα τὰ ἔχει ἡ ἐκκλησία σὲ ἁπλῆ γλῶσσα. Ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ τ᾿ ἀκοῦμε.
― Αὐτὸ εἶναι; Ἢ μήπως θέλει ὁ κόσμος, τί νὰ σοῦ πῶ, λόγο; Ἕνα πρᾶμα ποὺ νά ᾽ναι κάπως ζωντανό!
― Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά· καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους, εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτὸ… τὰ προκόψαμε.
Κυριακή 5 Ιουνίου 2016
Δεν υπάρχει μόνο ένα, αλλά πάρα πολλά σύμπαντα...
Έτσι εξηγούνται όλα!
Πρέπει κατά λάθος να βρεθήκαμε σε ένα παράλληλο σύμπαν...
Δ. Νανόπουλος
«Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε»
Δεν υπάρχει μόνο ένα, αλλά πάρα πολλά σύμπαντα –συγκεκριμένα δέκα εις την πεντακοσιοστή και δεν αποκλείεται στο μέλλον να δημιουργούμε σύμπαντα στο εργαστήριο, ενώ δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πιθανότατα ζούμε σε δέκα διαστάσεις. Αυτές είναι μερικές νέες επιστημονικές ιδέες που ανέπτυξε πρόσφατα με την ερευνητική του ομάδα ο Δημήτρης Νανόπουλος, διακεκριμένος καθηγητής Φυσικής του πανεπιστημίου του Τέξας A&M και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, που μίλησε χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σχετικά με το πείραμα του CERN και την πειραματική διερεύνηση της ύπαρξης του Πολυσύμπαντος (multiverse).
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο κ. Νανόπουλος εκτιμά, με βάση μαθηματικές εξισώσεις, ότι είναι δυνατό να υπάρχουν δέκα εις την πεντακοσιοστή σύμπαντα, σύμφωνα με τη θεωρία της Υπερσυμμετρίας (SUSY) και των Υπερχορδών, η οποία προβλέπει ότι, εκτός από τις γνωστές τέσσερις «μεγάλες» διαστάσεις -τρεις του χώρου (μήκος, πλάτος, ύψος) και ο χρόνος- υπάρχουν ακόμα έξι ή επτά, που βρίσκονται «διπλωμένες» σε τρομερά μικρό χώρο, ανεβάζοντας σε 10 ή 11 τον συνολικό αριθμό των διαστάσεων. «Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε», είπε χαρακτηριστικά.
Η θεωρία του πολυσύμπαντος ή των πολλών παράλληλων συμπάντων έχει διάφορες εκδοχές, μια από τις οποίες προωθεί σθεναρά ο κ. Νανόπουλος, ο οποίος τόνισε όμως ότι μια τέτοια θεωρία έχει νόημα μόνο αν καταστεί δυνατό να αποδειχτεί πειραματικά και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών (CERN).
Όπως υποστηρίζει ο Έλληνας φυσικός, κάθε επιμέρους σύμπαν (μεταξύ αυτών το δικό μας) μέσα σε αυτό το πολυσύμπαν μπορεί να έχει τους δικούς του ξεχωριστούς φυσικούς νόμους, που ισχύουν μόνο σε αυτό, ενώ στα άλλα σύμπαντα οι νόμοι που τα διέπουν, μπορεί να είναι αφάνταστα διαφορετικοί ή και σχετικά παρόμοιοι, έχουν όμως οπωσδήποτε ως κοινό παρονομαστή τη βαρύτητα. Το ένα σύμπαν «γεννάει» το άλλο, μέσα σε μια αέναη διαδικασία παραγωγής συμπάντων, η οποία, όπως είπε, καταργεί την έννοια της αρχής και του τέλους του χρόνου.
Τα άλλα σύμπαντα, τα οποία χαρακτήρισε φυσαλίδες της πραγματικότητας» που απαρτίζουν το πολυσύμπαν, είναι δυνατό να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους αλλά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Δεν απέκλεισε όμως ότι είναι πιθανώς δυνατό να γίνει μετάβαση από το ένα σύμπαν στο άλλο. Όλα τα σύμπαντα με τους ιδιαίτερους νόμους τους προκύπτουν κατά βάση από μόνα τους, σαν μια «τοπική μετάλλαξη» του χώρου σε ένα προϋπάρχον σύμπαν. Ο κ. Νανόπουλος δεν απέκλεισε μάλιστα ως σενάρια επιστημονικής φαντασίας τολμηρές υποθέσεις ότι κάποια σύμπαντα θα μπορούσαν π.χ. να αποτελούν δημιούργημα ενός «χάκερ» σε κάποιο άλλο σύμπαν. Επεσήμανε ότι, αν τελικά αποδειχτεί η θεωρία του πολυσύμπαντος, τότε «θα καταλαβαίνουμε τον μηχανισμό παραγωγής συμπάντων», οπότε, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό, «είναι πιθανό στο μέλλον να δημιουργηθεί ένα σύμπαν στο εργαστήριο».
Ακόμα, ανέφερε ότι δεν αποκλείεται το σύμπαν που ζούμε τώρα, να δημιουργηθεί ξανά ακριβώς το ίδιο στο μέλλον, ενώ το τωρινό σύμπαν μας θα μπορούσε να είναι το νιοστό από το παρελθόν, να έχει δηλαδή ήδη προϋπάρξει πολλές φορές. Ωστόσο, κατέστησε σαφές ότι είναι νωρίς ακόμα για να επιβεβαιωθούν τέτοιες υποθέσεις, πρόσθεσε όμως ότι τελικά αποτελούν λογικές συνέπειες της ευρύτερης θεωρίας του πολυσύμπαντος, που θα έπρεπε κανείς να ακολουθήσει και να διερευνήσει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το σύμπαν που βλέπουμε (της ορατής ύλης) και το οποίο έχει ηλικία 13,7 δισεκατομμυρίων ετών, δεν είναι παρά το 4%, καθώς το υπόλοιπο είναι αόρατο, αποτελούμενο κατά 23% από «σκοτεινή ύλη» και 73% από «σκοτεινή ενέργεια». Υπολογίζεται ότι μόνο στο δικό μας σύμπαν υπάρχουν περίπου 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες και κάθε ένας από αυτούς έχει περίπου 100 δισεκατομμύρια ήλιους, γύρω από τους οποίους περιφέρεται ένας τεράστιος αριθμός πλανητών. Ο κ. Νανόπουλος είπε ακόμα ότι ο ήλιος κάποτε θα «σβήσει», όμως το σύμπαν μας, που συνεχώς διαστέλλεται, είναι «ανοιχτό», συνεπώς ποτέ δεν θα «πεθάνει», ενώ είναι πιθανό να κάνει «μετάβαση» σε ένα άλλο σύμπαν-φυσαλίδα.
Επιτιθέμενος στους υπέρμαχους της «ανθρωπικής Αρχής» (που λένε ότι το σύμπαν είναι "κομμένο και ραμμένο" στα μέτρα των ανθρώπων), αντέτεινε ότι «δεν του καίγεται καρφάκι του σύμπαντος για εμάς», ενώ χαρακτήρισε τη θεωρία του πολυσύμπαντος «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της τελεολογίας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διευκρίνισε ότι δεν έχει χάσει το νόημα της η αναζήτηση μιας «ενοποιημένης θεωρίας του παντός» στην Φυσική, όμως δεν θα αφορά παρά μια λύση μοναδική για το δικό μας σύμπαν και τίποτε περισσότερο.
Απαντώντας σχετικά με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της θεωρίας του πολυσύμπαντος, είπε ότι παραπέμπει σε «ένα νέο Διαφωτισμό» που ανοίγει νέους δρόμους για την ανθρωπότητα, ενώ αρνήθηκε ότι υπάρχουν φραγμοί και όρια στις δυνατότητες του ανθρώπινου νου να συλλάβει την πραγματικότητα του σύμπαντος, εκτός από τα αναπόφευκτα ποσοτικά όρια στη συσσώρευση γνώσης στο μυαλό του ανθρώπου. Όμως γι' αυτό, όπως είπε, υπάρχουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ως συμπαραστάτες μας, ενώ στο μέλλον η σχέση τους με τους ανθρώπους θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο στενή. Αρνήθηκε επίσης ότι συσσωρεύοντας ολοένα περισσότερες γνώσεις, οι άνθρωποι χάνουν τη σοφία τους. Παράλληλα, συμφώνησε με τις εκτιμήσεις άλλων επιστημόνων ότι η Γη αργά ή γρήγορα «δύσκολα θα αντέξει» στα προβλήματά της, γι' αυτό είναι ανάγκη να προετοιμαστεί η μετοίκηση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες.
Όσον αφορά στον CERN, δήλωσε ότι πλέον «δουλεύει ρολόι», αν και οι φυσικοί που αναλύουν τις συγκρούσεις των σωματιδίων, είναι αναγκασμένοι «να ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα». Πάντως, σε προηγούμενη ομιλία του στην Αθήνα, είχε δηλώσει ότι αν τελικά τα πειράματα του CERN δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αποτυγχάνοντας να βρουν νέα σωματίδια και να επιβεβαιώσουν πειραματικά την υπερσυμμετρία, τότε «αυτό θα αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τη Φυσική, θα προκαλέσει μια μεγάλη κρίση», καθώς θα σημαίνει, όπως είχε πει χαρακτηριστικά, ότι «πήραμε λάθος δρόμο».
Τέλος, αναφερόμενος σε πρόσφατο δημοσίευμα του περιοδικού «Nature», που θεωρεί πιθανή την κατάρρευση της θεωρίας της υπερσυμμετρίας, επειδή τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των πειραμάτων του CERN δεν την επιβεβαιώνουν, ο έλληνας φυσικός χαρακτήρισε υπερβολική και πρόωρη μια τέτοια εκτίμηση.
Πηγή
http://tvxs.gr/
Πρέπει κατά λάθος να βρεθήκαμε σε ένα παράλληλο σύμπαν...
Δ. Νανόπουλος
«Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε»
Δεν υπάρχει μόνο ένα, αλλά πάρα πολλά σύμπαντα –συγκεκριμένα δέκα εις την πεντακοσιοστή και δεν αποκλείεται στο μέλλον να δημιουργούμε σύμπαντα στο εργαστήριο, ενώ δεν αντιλαμβανόμαστε ότι πιθανότατα ζούμε σε δέκα διαστάσεις. Αυτές είναι μερικές νέες επιστημονικές ιδέες που ανέπτυξε πρόσφατα με την ερευνητική του ομάδα ο Δημήτρης Νανόπουλος, διακεκριμένος καθηγητής Φυσικής του πανεπιστημίου του Τέξας A&M και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, που μίλησε χθες στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών σχετικά με το πείραμα του CERN και την πειραματική διερεύνηση της ύπαρξης του Πολυσύμπαντος (multiverse).
Ειδικότερα, όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, ο κ. Νανόπουλος εκτιμά, με βάση μαθηματικές εξισώσεις, ότι είναι δυνατό να υπάρχουν δέκα εις την πεντακοσιοστή σύμπαντα, σύμφωνα με τη θεωρία της Υπερσυμμετρίας (SUSY) και των Υπερχορδών, η οποία προβλέπει ότι, εκτός από τις γνωστές τέσσερις «μεγάλες» διαστάσεις -τρεις του χώρου (μήκος, πλάτος, ύψος) και ο χρόνος- υπάρχουν ακόμα έξι ή επτά, που βρίσκονται «διπλωμένες» σε τρομερά μικρό χώρο, ανεβάζοντας σε 10 ή 11 τον συνολικό αριθμό των διαστάσεων. «Ζούμε σε δέκα διαστάσεις, αλλά δεν το αντιλαμβανόμαστε», είπε χαρακτηριστικά.
Η θεωρία του πολυσύμπαντος ή των πολλών παράλληλων συμπάντων έχει διάφορες εκδοχές, μια από τις οποίες προωθεί σθεναρά ο κ. Νανόπουλος, ο οποίος τόνισε όμως ότι μια τέτοια θεωρία έχει νόημα μόνο αν καταστεί δυνατό να αποδειχτεί πειραματικά και σε αυτό μπορεί να βοηθήσει ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Πυρηνικών Ερευνών (CERN).
Όπως υποστηρίζει ο Έλληνας φυσικός, κάθε επιμέρους σύμπαν (μεταξύ αυτών το δικό μας) μέσα σε αυτό το πολυσύμπαν μπορεί να έχει τους δικούς του ξεχωριστούς φυσικούς νόμους, που ισχύουν μόνο σε αυτό, ενώ στα άλλα σύμπαντα οι νόμοι που τα διέπουν, μπορεί να είναι αφάνταστα διαφορετικοί ή και σχετικά παρόμοιοι, έχουν όμως οπωσδήποτε ως κοινό παρονομαστή τη βαρύτητα. Το ένα σύμπαν «γεννάει» το άλλο, μέσα σε μια αέναη διαδικασία παραγωγής συμπάντων, η οποία, όπως είπε, καταργεί την έννοια της αρχής και του τέλους του χρόνου.
Τα άλλα σύμπαντα, τα οποία χαρακτήρισε φυσαλίδες της πραγματικότητας» που απαρτίζουν το πολυσύμπαν, είναι δυνατό να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους αλλά δεν μπορούν να επικοινωνήσουν. Δεν απέκλεισε όμως ότι είναι πιθανώς δυνατό να γίνει μετάβαση από το ένα σύμπαν στο άλλο. Όλα τα σύμπαντα με τους ιδιαίτερους νόμους τους προκύπτουν κατά βάση από μόνα τους, σαν μια «τοπική μετάλλαξη» του χώρου σε ένα προϋπάρχον σύμπαν. Ο κ. Νανόπουλος δεν απέκλεισε μάλιστα ως σενάρια επιστημονικής φαντασίας τολμηρές υποθέσεις ότι κάποια σύμπαντα θα μπορούσαν π.χ. να αποτελούν δημιούργημα ενός «χάκερ» σε κάποιο άλλο σύμπαν. Επεσήμανε ότι, αν τελικά αποδειχτεί η θεωρία του πολυσύμπαντος, τότε «θα καταλαβαίνουμε τον μηχανισμό παραγωγής συμπάντων», οπότε, όσο κι αν ακούγεται εξωφρενικό, «είναι πιθανό στο μέλλον να δημιουργηθεί ένα σύμπαν στο εργαστήριο».
Ακόμα, ανέφερε ότι δεν αποκλείεται το σύμπαν που ζούμε τώρα, να δημιουργηθεί ξανά ακριβώς το ίδιο στο μέλλον, ενώ το τωρινό σύμπαν μας θα μπορούσε να είναι το νιοστό από το παρελθόν, να έχει δηλαδή ήδη προϋπάρξει πολλές φορές. Ωστόσο, κατέστησε σαφές ότι είναι νωρίς ακόμα για να επιβεβαιωθούν τέτοιες υποθέσεις, πρόσθεσε όμως ότι τελικά αποτελούν λογικές συνέπειες της ευρύτερης θεωρίας του πολυσύμπαντος, που θα έπρεπε κανείς να ακολουθήσει και να διερευνήσει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το σύμπαν που βλέπουμε (της ορατής ύλης) και το οποίο έχει ηλικία 13,7 δισεκατομμυρίων ετών, δεν είναι παρά το 4%, καθώς το υπόλοιπο είναι αόρατο, αποτελούμενο κατά 23% από «σκοτεινή ύλη» και 73% από «σκοτεινή ενέργεια». Υπολογίζεται ότι μόνο στο δικό μας σύμπαν υπάρχουν περίπου 100 δισεκατομμύρια γαλαξίες και κάθε ένας από αυτούς έχει περίπου 100 δισεκατομμύρια ήλιους, γύρω από τους οποίους περιφέρεται ένας τεράστιος αριθμός πλανητών. Ο κ. Νανόπουλος είπε ακόμα ότι ο ήλιος κάποτε θα «σβήσει», όμως το σύμπαν μας, που συνεχώς διαστέλλεται, είναι «ανοιχτό», συνεπώς ποτέ δεν θα «πεθάνει», ενώ είναι πιθανό να κάνει «μετάβαση» σε ένα άλλο σύμπαν-φυσαλίδα.
Επιτιθέμενος στους υπέρμαχους της «ανθρωπικής Αρχής» (που λένε ότι το σύμπαν είναι "κομμένο και ραμμένο" στα μέτρα των ανθρώπων), αντέτεινε ότι «δεν του καίγεται καρφάκι του σύμπαντος για εμάς», ενώ χαρακτήρισε τη θεωρία του πολυσύμπαντος «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της τελεολογίας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, διευκρίνισε ότι δεν έχει χάσει το νόημα της η αναζήτηση μιας «ενοποιημένης θεωρίας του παντός» στην Φυσική, όμως δεν θα αφορά παρά μια λύση μοναδική για το δικό μας σύμπαν και τίποτε περισσότερο.
Απαντώντας σχετικά με τις φιλοσοφικές προεκτάσεις της θεωρίας του πολυσύμπαντος, είπε ότι παραπέμπει σε «ένα νέο Διαφωτισμό» που ανοίγει νέους δρόμους για την ανθρωπότητα, ενώ αρνήθηκε ότι υπάρχουν φραγμοί και όρια στις δυνατότητες του ανθρώπινου νου να συλλάβει την πραγματικότητα του σύμπαντος, εκτός από τα αναπόφευκτα ποσοτικά όρια στη συσσώρευση γνώσης στο μυαλό του ανθρώπου. Όμως γι' αυτό, όπως είπε, υπάρχουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές ως συμπαραστάτες μας, ενώ στο μέλλον η σχέση τους με τους ανθρώπους θα μπορούσε να γίνει ακόμα πιο στενή. Αρνήθηκε επίσης ότι συσσωρεύοντας ολοένα περισσότερες γνώσεις, οι άνθρωποι χάνουν τη σοφία τους. Παράλληλα, συμφώνησε με τις εκτιμήσεις άλλων επιστημόνων ότι η Γη αργά ή γρήγορα «δύσκολα θα αντέξει» στα προβλήματά της, γι' αυτό είναι ανάγκη να προετοιμαστεί η μετοίκηση της ανθρωπότητας σε άλλους πλανήτες.
Όσον αφορά στον CERN, δήλωσε ότι πλέον «δουλεύει ρολόι», αν και οι φυσικοί που αναλύουν τις συγκρούσεις των σωματιδίων, είναι αναγκασμένοι «να ψάχνουν ψύλλους στα άχυρα». Πάντως, σε προηγούμενη ομιλία του στην Αθήνα, είχε δηλώσει ότι αν τελικά τα πειράματα του CERN δεν φέρουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αποτυγχάνοντας να βρουν νέα σωματίδια και να επιβεβαιώσουν πειραματικά την υπερσυμμετρία, τότε «αυτό θα αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα για τη Φυσική, θα προκαλέσει μια μεγάλη κρίση», καθώς θα σημαίνει, όπως είχε πει χαρακτηριστικά, ότι «πήραμε λάθος δρόμο».
Τέλος, αναφερόμενος σε πρόσφατο δημοσίευμα του περιοδικού «Nature», που θεωρεί πιθανή την κατάρρευση της θεωρίας της υπερσυμμετρίας, επειδή τα μέχρι τώρα αποτελέσματα των πειραμάτων του CERN δεν την επιβεβαιώνουν, ο έλληνας φυσικός χαρακτήρισε υπερβολική και πρόωρη μια τέτοια εκτίμηση.
Πηγή
http://tvxs.gr/
Σάββατο 4 Ιουνίου 2016
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε...
*
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν...
Γιάννης Σταύρου, Καράβι και ναύτες, λάδι σε καμβά
Νίκος Καββαδίας
Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.
Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά·
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ... Σκεφτείτε... Εγώ.
Ένα καράβι... Να σας πάρει, Καίσαρ... Να μας πάρει...
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει·
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
--μια γριά σ' ένα πολύβοο καφενείο--
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό...
Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό...
*
I have longed to move away
From the hissing of the spent lie
And the old terrors' continual cry...
Ντύλαν Τόμας
Έχω ποθήσει να ξεφύγω
Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό,
γερνώντας πλέον φοβερά, καθώς η μέρα πέφτει
από το λόφο σε απροσμέτρητο βυθό∙
έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών
το πήγαινε-έλα. Ο άνεμος
γέμισε πνεύματα, πνευμάτων ήχους το χαρτί,
βροντάει κι αστράφτει κουδούνια και προσκλήσεις.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’ άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’ ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’ αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά.
(Μετ. Γιώργος Μπλάνας)
Dylan Thomas
I Have Longed To Move Away
I have longed to move away
From the hissing of the spent lie
And the old terrors' continual cry
Growing more terrible as the day
Goes over the hill into the deep sea;
I have longed to move away
From the repetition of salutes,
For there are ghosts in the air
And ghostly echoes on paper,
And the thunder of calls and notes.
I have longed to move away but am afraid;
Some life, yet unspent, might explode
Out of the old lie burning on the ground,
And, crackling into the air, leave me half-blind.
Neither by night's ancient fear,
The parting of hat from hair,
Pursed lips at the receiver,
Shall I fall to death's feather.
By these I would not care to die,
Half convention and half lie.
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό...
*
I have longed to move away
From the hissing of the spent lie
And the old terrors' continual cry...
Ντύλαν Τόμας
Έχω ποθήσει να ξεφύγω
Έχω ποθήσει να ξεφύγω από το ερπετό
της ψεύτικης ημέρας
κι απ’ τον αρχαίο τρόμων τον κατασπαραγμό,
γερνώντας πλέον φοβερά, καθώς η μέρα πέφτει
από το λόφο σε απροσμέτρητο βυθό∙
έχω ποθήσει να ξεφύγω
απ’ των χαιρετισμών
το πήγαινε-έλα. Ο άνεμος
γέμισε πνεύματα, πνευμάτων ήχους το χαρτί,
βροντάει κι αστράφτει κουδούνια και προσκλήσεις.
Έχω ποθήσει να ξεφύγω, όμως φοβάμαι∙
λίγη ζωή περισωσμένη αν ξεπηδούσε
απ’ του παλιού μου φόβου αποκαΐδι
ανάερα σκάζοντας και μ’ άφηνε τυφλό;
Από της νύχτας τον αρχαίο πανικό,
ένα καπέλο που έβγαλα,
τα χείλια μου σμιχτά στ’ ακουστικό,
δε θα με τσάκιζε αμέσως του θανάτου το φτερό;
Δεν φοβάμαι μην πεθάνω απ’ αυτά,
μισά συμβάσεις, ψέματα τ’ άλλα μισά.
(Μετ. Γιώργος Μπλάνας)
Dylan Thomas
I Have Longed To Move Away
I have longed to move away
From the hissing of the spent lie
And the old terrors' continual cry
Growing more terrible as the day
Goes over the hill into the deep sea;
I have longed to move away
From the repetition of salutes,
For there are ghosts in the air
And ghostly echoes on paper,
And the thunder of calls and notes.
I have longed to move away but am afraid;
Some life, yet unspent, might explode
Out of the old lie burning on the ground,
And, crackling into the air, leave me half-blind.
Neither by night's ancient fear,
The parting of hat from hair,
Pursed lips at the receiver,
Shall I fall to death's feather.
By these I would not care to die,
Half convention and half lie.
Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016
ποτέ δεν ακουμπάν αυτήν τη γη...
Γιάννης Σταύρου, Αποθήκες στο λιμάνι, λάδι σε καμβά
Τεννεσσή Ουίλλιαμς
Ο Ορφέας στον Άδη (απόσπασμα)
ΒΑΛ: Ξέρεις πως υπάρχει ένα είδος πουλιών που δεν έχουν πόδια κι έτσι δεν μπορούν να σταθούν πουθενά και πρέπει να στηρίζονται σ' όλη τους τη ζωή στα φτερά τους στον ουρανό; Αλήθεια είναι. Είδα ένα κάποτε, είχε πεθάνει κι είχε πέσει στη γη κι είχε γαλάζιο χρώμα και σώμα μικρούλικο σαν το μικρό σου δαχτυλάκι, αυτή είν' η αλήθεια, είχε ένα τοσοδούλικο σωματάκι σαν το μικρό σου δάχτυλο και τόσο 'λαφρύ στην παλάμη του χεριού σου που δε ζύγιζε πάνω από 'να πούπουλο, κι είχε τα φτερά διάπλατα ανοιγμένα, και διάφανα στο χρώμα τ' ουρανού και μπορούσες να δεις μέσ' απ' αυτά. Αυτό είναι που λένε χρωματική κάλυψη. Καμουφλάζ, το λένε. Είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις αυτά τα πουλιά από τον ουρανό και γι' αυτό τα γεράκια δεν μπορούν να τ' αρπάξουν, δεν τα διακρίνουν εκεί στα γαλάζια ύψη τ' ουρανού, κοντά στον ήλιο!
ΠΡΙΓΚΗΠΕΣΑ: Κι όταν έχει συννεφιά;
ΒΑΛ: Πετάνε τόσο ψηλά που τ' αναθεματισμένα γεράκια θα ζαλίζονταν. Κι αυτά τα μικρά πουλιά, δεν έχουν πόδια καθόλου και ζουν όλη τους τη ζωή πάνω στα φτερά τους κοιμούνται πάνω στον άνεμο, και άκου πώς κοιμούνται τη νύχτα. Ανοίγουν διάπλατα τα φτερά τους και κοιμούνται πάνω στον άνεμο, όπως τ' άλλα πουλιά διπλώνουν τα φτερά τους και κοιμούνται πάνω σ' ένα δέντρο... (Ακούγεται μουσική) Κοιμούνται πάνω στον άνεμο και... (Τα μάτια του θολώνουν και μαλακώνουν, παίρνει την κιθάρα του και συνοδεύει την πολύ χαμηλή μουσική) ποτέ δεν ακουμπάν αυτήν τη γη παρά μόνο μια φορά όταν πεθάνουν.
ΠΡΙΓΚΗΠΕΣΑ: Θα 'θελα να 'μουν ένα απ' αυτά τα πουλιά.
ΒΑΛ: Και γω θα 'θελα να 'μουν, πολλοί θα 'θελαν να 'ναι ένα από κείνα τα πουλιά και ποτέ να μην είχαν φθαρεί!
(Μετ. Ερρίκος Μπελιές)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)