Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Τα ρόδιν' ακρογιάλια
Πρόλογος
Ὢ ναί, ἀπήλαυσα… Τί ἄλλο θὰ ὠνειροπολοῦσα τάχα εἰς τὸν κόσμον; Τί ἄλλο, παρὰ μίαν στιγμὴν νὰ τὴν ἴδω;… Καὶ τώρα τὴν ἔβλεπα ἐπὶ πολλὰ λεπτά, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο νὰ ἦσαν σταγόνες πεσοῦσαι ἀπὸ τὸ κέρασμα τῆς θείας ἀμβροσίας εἰς τὴν τρυφὴν τοῦ παραδείσου.
Ναί, ἐνθυμοῦμαι καλά. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν ἀνεβασμένα, καὶ τὸ γυαλὶ τοῦ παραθύρου κατελάμπετο ἀπὸ τὴν λυχνίαν τὴν πλησίον, ἥτις πρέπει νὰ ἵστατο ἐπὶ τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εἰς τὸ παράθυρον.
Εἶχεν ἔλθει κ᾿ ἐκάθισε σιμὰ στὸ παράθυρον, βλέπουσα πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἐφόρει λευκά· μόνον αἱ πλατεῖαι χειρῖδες τοῦ ὑποκαμίσου της εἶχον ἐρυθρὸν κέντημα. Ἔφερε τὸ ἐργόχειρον κρεμαστὸν περὶ τὸν θεῖον λαιμόν της, κ᾿ ἔκυπτεν αὐτὴ ἐπὶ τῆς θεσπεσίας τραχηλιᾶς της, τῆς κολπουμένης μὲ πτυχὰς καὶ σχῆμα ἀνέφικτον εἰς τὴν πλέον ἰδεώδη πλαστικήν. Ἔκυπτε, καὶ τί ἔκαμνεν; Ἴσως ἠρίθμει τὰς θηλειὰς τοῦ πλεξίματός της. Ἔπαλλε γοργὰ τὰς μακρὰς βελόνας της. Ὤ, μὲ αὐτὰς μοῦ εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν· ἀλλ᾿ εἶναι λίαν προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…
Ἰδού, στρέφει τὸ ἀγλαὸν πρόσωπον πρὸς τὰ ἔξω. Βλέπει πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, ἄβυσσον. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν μαῦρον σημάδι ἐδῶ· μία βαρκούλα, καὶ στὴν βαρκούλα μέσα, τί; Ἓν σπάραγμα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον.
Ἰδού, μειδιᾷ· ὢ κάλλος, ὢ μορφή, ὢ ὀπτασία!… Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… Καὶ τώρα, γελᾷ, μόνη της· ὢ μέλος, ὢ ἄνθος, ὢ ἄστρον ἐπίγειον!…
Ναί, ἐνθυμοῦμαι καλά. Τὰ παραπετάσματα ἦσαν ἀνεβασμένα, καὶ τὸ γυαλὶ τοῦ παραθύρου κατελάμπετο ἀπὸ τὴν λυχνίαν τὴν πλησίον, ἥτις πρέπει νὰ ἵστατο ἐπὶ τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εἰς τὸ παράθυρον.
Εἶχεν ἔλθει κ᾿ ἐκάθισε σιμὰ στὸ παράθυρον, βλέπουσα πρὸς τὴν τράπεζαν. Ἐφόρει λευκά· μόνον αἱ πλατεῖαι χειρῖδες τοῦ ὑποκαμίσου της εἶχον ἐρυθρὸν κέντημα. Ἔφερε τὸ ἐργόχειρον κρεμαστὸν περὶ τὸν θεῖον λαιμόν της, κ᾿ ἔκυπτεν αὐτὴ ἐπὶ τῆς θεσπεσίας τραχηλιᾶς της, τῆς κολπουμένης μὲ πτυχὰς καὶ σχῆμα ἀνέφικτον εἰς τὴν πλέον ἰδεώδη πλαστικήν. Ἔκυπτε, καὶ τί ἔκαμνεν; Ἴσως ἠρίθμει τὰς θηλειὰς τοῦ πλεξίματός της. Ἔπαλλε γοργὰ τὰς μακρὰς βελόνας της. Ὤ, μὲ αὐτὰς μοῦ εἶχε περονήσει τὴν καρδίαν· ἀλλ᾿ εἶναι λίαν προσφιλὴς ἡ καίουσα πληγή…
Ἰδού, στρέφει τὸ ἀγλαὸν πρόσωπον πρὸς τὰ ἔξω. Βλέπει πρὸς τὸ μέρος μου. Καὶ τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, ἄβυσσον. Ὤ, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ ὑποπτεύσῃ ὅτι ὑπάρχει ἓν μαῦρον σημάδι ἐδῶ· μία βαρκούλα, καὶ στὴν βαρκούλα μέσα, τί; Ἓν σπάραγμα τοῦ πόνου, ράκος ἀνθρώπινον.
Ἰδού, μειδιᾷ· ὢ κάλλος, ὢ μορφή, ὢ ὀπτασία!… Εἶδα τὰ δοντάκια της νὰ λάμπουν, τὰ χείλη της νὰ λουλουδίζουν, τὰ μάγουλά της νὰ μηλολονθοῦν… Καὶ τώρα, γελᾷ, μόνη της· ὢ μέλος, ὢ ἄνθος, ὢ ἄστρον ἐπίγειον!…
Τὸ σῶμ᾿ αὐτὸ τὸ αἰθέριο στὴ γῆ νὰ μὴ λυγίσῃ
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
Καὶ τὸ χαμόγελο ποτὲ στὰ χείλη νὰ μὴ σβήσῃ.
Νὰ μὴ φανῇ τὸ κάλλος σου πὼς εἶν᾿ ἀπὸ τὸ χῶμα.
Ὤ, χαῖρε, τοῦ θανάτου, ποὺ μ᾿ ἐπότισες τὸ πόμα.
*
[Ὁλόγυρα εἶχαν ἀνοίξει τὰ ἐλαιοτριβεῖα. Ἀπὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου ἐγκαινιάζονται αἱ ἐργασίαι δι᾿ Ἁγιασμοῦ, καὶ τώρα ἐκόντευε νὰ ἔλθῃ Ἅις-Δημήτρης.
Χρόνος ἡ νύκτα. Ἓν ἐλαιοτριβεῖον ἦτο
πλησίον εἰς τὴν οἰκίαν μας,
ἄλλα δύο ἔνθεν κ᾿ ἐκεῖθεν τοῦ δρόμου ἀντικρύ, ἄλλο ἓν πέραν
τοῦ μικροῦ χειμάρρου, καὶ ὀκτὼ ἢ δέκα ἄλλα
τριγύρω εἰς τὰς δυτικὰς καὶ βορεινὰς ἄκρας τοῦ χωρίου.
Πολλοὶ ἔχουν ἐξυπνήσει
καὶ
κυκλοφοροῦν ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ὅπου ἀκούονται φαιδραὶ ὁμιλίαι ἀκόμη καὶ ᾄσματα, ἢ μᾶλλον
κελεύσματα πρὸς τὴν βαρεῖαν ἀγγαρείαν τοῦ ἐργάτου, τοῦ ἐλαιοτρίπτου
καὶ τοῦ ἀδρακτίου
μὲ τὴν τεραστίαν μανέλαν*. Ἀκόμη κ᾿ ἕνας
σαλεπτζής, νεωτερισμὸς κι αὐτό.]
*
… Ἰδοὺ ἐγώ, κωμάζω ὑπὸ τὰ παράθυρά
της. Οὔτε φωνή,
οὔτε
κιθάρα, οὔτε
στεναγμός. Ἔβαλα τὰς κώπας εἰς ἀνάπαυσιν, κ᾿ ἐστάθην. Παρακαλῶ τὰ ρεύματα νὰ μὴ μὲ
παρασύρουν. Ἐδῶ ἀντικρύζει
ἀκριβῶς. Βλέπω ―φεῦ, εἶναι ὡραῖον νὰ ἔχῃ τις ὄμματα διὰ νὰ βλέπῃ τοῦτο― βλέπω τὸ
παράθυρον φωτισμένον. Ἡ καρδία
πάλλει, τὸ πᾶν ἠρεμεῖ. Μὴ φυσᾷς, αὔρα, μὴ μὲ σύρετε,
ρεύματα. Περιμένω τὴν
τρισολβίαν στιγμήν… Ὤ, ἂς ἔλθῃ ἡ στιγμὴ ἐκείνη· εἶναι ἀνταξία τῶν αἰώνων· καὶ εἶτα ἂς ἔλθῃ τὸ μηδέν,
πλὴν ὅταν ἐκείνη ἐπὶ στιγμὴν ἀνατείλῃ, εἰς τὸ μηδὲν θὰ μείνῃ ἓν μόριον ὑπάρξεως,
καὶ εἰς τὸ χάος μία
ἀκτὶς ἀναμνήσεως.
Ἔπλευσα,
κι ἀπέκαμα, κ᾿ ἐνυκτώθην…
Ἰδοὺ τώρα, ἀφοῦ διέσχισα ἀπὸ γωνίας εἰς γωνίαν,
ἀπὸ τὸν κάβον τῆς μεσημβρινῆς ἀκτῆς, ἕως τὰ νῶτα τοῦ χωρίου, ὅλον τὸ μῆκος τοῦ δυτικοῦ κολπίσκου, ἔφθασα κ᾿ ἐστεγάσθην
ὑποκάτω εἰς τὰ
Μνημούρια· εἰς τὸ κοιμητήριον τῆς
πολίχνης τὸ
κτισμένον ἐπὶ τοῦ δυτικοῦ παραθαλασσίου λόφου, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς προεξοχῆς, ἐφ᾿ ἧς κεῖται τὸ χωρίον. Ὁ κρότος τῆς κώπης εἰς τὸ κῦμα δὲν ἀκούεται.
Νύκτα χωρὶς
σελήνην. Σκιὰ ἁπλώνεται κάτω τῆς ἀκτῆς, τῆς ἀνταυγείας
τῶν ἀστέρων ἐπὶ τῶν
μαρμάρων καὶ τῶν ἐπιτυμβίων
πλακῶν.
Μελανώτερον κάτω τὸ σκότος,
εἰς τὴν ρίζαν τοῦ λόφου, εἰς τὸν ἀφρὸν τοῦ κύματος. Ὁ φλοῖσβος ἐπιτάττει
σιωπήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου